Ο Εουτζένιο Μοντάλε (Eugenio Montale, 12 Οκτωβρίου 1896 – 12 Σεπτεμβρίου 1981) ήταν Ιταλός ποιητής, μεταφραστής και πεζογράφος, που το 1975 βραβεύθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος Ιταλός λυρικός ποιητής από την εποχή του Τζάκομο Λεοπάρντι.
Ο Μοντάλε γεννήθηκε στη Γένοβα. Η οικογένειά του ασχολείτο με το εμπόριο χημικών προϊόντων (ο πατέρας του προμήθευε την εταιρεία του Ίταλο Σβέβο). Η ανεψιά του ποιητή, η Μπιάνκα Μοντάλε, περιγράφει στο Cronaca famigliare («Οικογενειακό χρονικό») το 1986 τα κοινά χαρακτηριστικά της οικογένειας ως εξής: «εύθραυστα νεύρα, ντροπαλότητα, λακωνικότητα, τάση να βλέπουν το χειρότερο σε κάθε γεγονός, μία κάποια αίσθηση του χιούμορ».
Ο Μοντάλε ήταν ο μικρότερος από 6 αδελφούς. Καθώς γράφει:
«`Ημασταν μία μεγάλη οικογένεια. Οι αδελφοί μου πήγαιναν στο σκιάνο [το γραφειο στα γενοβέζικα]. Η μοναδική μου αδελφή σπούδασε στο πανεπιστήμιο, ενώ εγώ δεν είχα τέτοια ευκαιρία. Σε πολλές οικογένειες υπήρχε η άγραφη συνήθεια ο μικρότερος να απελευθερώνεται από το καθήκον να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση».
Το 1915 ο Μοντάλε εργάσθηκε ως λογιστής, αλλά αφέθηκε ελεύθερος να ακολουθήσει το πάθος του για τη λογοτεχνία, συχνάζοντας στις βιβλιοθήκες και παρακολουθώντας τα ιδιωτικά μαθήματα της αδελφής του Μαριάννας. Μελέτησε επίσης όπερα, τραγουδώντας με τον βαρύτονο Ερνέστο Σιβόρι.
Ο Μοντάλε ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος. Μεγαλώνοντας, το πνεύμα του αιχμαλωτίσθηκε από αρκετούς συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Δάντης Αλιγκέρι, από τη μελέτη ξένων γλωσσών (ειδικότερα της αγγλικής), καθώς και από τα τοπία της ανατολικής Λιγουρίας, όπου περνούσε τις διακοπές με την οικογένειά του.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μέλος της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Πάρμας, ο Μοντάλε ζήτησε να υπηρετήσει στο μέτωπο. Μετά από μία σύντομη επαφή με πολεμικές επιχειρήσεις ως αξιωματικός του πεζικού στη βόρεια Ιταλία, επέστρεψε σπίτι το 1920.
Ποιητικό και άλλο έργο
Ο Μοντάλε δημοσίευσε πάνω από δέκα συλλογές σύντομων ποιημάτων, ένα «ζουρνάλ» με μεταφρασμένη ποίηση, αρκετά βιβλία μεταφράσεων πεζογραφίας, δύο βιβλία κριτικής λογοτεχνίας και ένα με πεζογραφία φαντασίας. Παράλληλα με το λογοτεχνικό έργο του, υπήρξε και σταθερός συνεργάτης στη σημαντικότερη ιταλική εφημερίδα, την Corriere della Sera, για την οποία έγραψε πάρα πολλά άρθρα σε θέματα λογοτεχνίας, μουσικής και τέχνης. Συνέγραψε επίσης έναν πρόλογο στη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
Το έργο του Μοντάλε ιδιαίτερα η πρώτη ποιητική συλλογή του, η Ossi di seppia (= «Κόκκαλα σουπιάς»), που εκδόθηκε το 1925, τον αναδεικνύει και ως έναν αντιφασίστα που αισθανόταν αποκομμένος από τη σύγχρονη ζωή και έβρισκε παρηγοριά και καταφύγιο στη μοναξιά του φυσικού κόσμου. Το μεσογειακό τοπίο της γενέτειράς του Λιγουρίας αποτελεί μία ισχυρή παρουσία σε αυτά τα πρώιμα ποιήματα: του χαρίζει ένα είδος «προσωπικής μονώσεως» από τα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω του. Τα ποιήματα αυτά τονίζουν την προσωπική μοναξιά του και τη συμπάθειά του για τα «μικρά κι ασήμαντα» πράγματα, ή για τον ορίζοντα και τη θάλασσα. Κατά τον Μοντάλε η φύση είναι «τραχιά, φειδωλή και εντυπωσιακή» ταυτόχρονα. Σε έναν κόσμο ηττοπαθή και απελπισμένο, μόνη η φύση εμφανίζεται να κατέχει αξιοπρέπεια: την ίδια αξιοπρέπεια που αισθάνεται ο αναγνώστης των ποιημάτων του.
Αντικονφορμισμός
Το 1927 ο ποιητής μετακόμισε στη Φλωρεντία για να εργασθεί ως επιμελητής για τον εκδοτικό οίκο Bemporad. Η Φλωρεντία ήταν τότε κέντρο για τη νέα ιταλική ποίηση, με έργα όπως τα Ορφικά άσματα (Canti orfici) του Ντίνο Καμπάνα (1914) και τους πρώτους στίχους του Ουνγκαρέττι για την επιθεώρηση Lacerba. Κι άλλοι ποιητές, όπως ο Ουμπέρτο Σάμπα και ο Βιτσέντζο Καρνταρέλλι, είχαν εξυμνηθεί. Το 1929 ζητήθηκε από τον Μοντάλε να προεδρεύσει στο συμβούλιο της βιβλιοθήκης Γκαμπινέτο Βιεσέ, μία θέση από την οποία εκδιώχθηκε το 1938 από το φασιστικό καθεστώς. Στο μεταξύ συνεργαζόταν με το περιοδικό Solaria και σύχναζε στο «λογοτεχνικό καφενείο» «Le Giubbe Rosse» στην Πιάτσα Βιττόρια (σήμερα Πιάτσα ντελλά Ρεπούμπλικα) ήδη από το 1927. Συχνά επισκεπτόταν το καφέ πάνω από τρεις φορές την ημέρα και έγινε κεντρικό πρόσωπο μιας ομάδας συγγραφέων εκεί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν οι Κάρλο Εμίλιο Γκάντα και Έλιο Βιττορίνι (αμφότεροι ιδρυτές του ως άνω περιοδικού). Ο Μοντάλε είχε γράψει για όλα σχεδόν τα σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.
Μολονότι εμποδιζόμενος από οικονομικά προβλήματα και από τον λογοτεχνικό και κοινωνικό κονφορμισμό που επέβαλλαν οι αρχές, στη Φλωρεντία ο Μοντάλε δημοσίευσε τη θεωρούμενη γενικώς ως καλύτερη συλλογή του, τη Le occasioni («Περιστάσεις», 1939). Από το 1933 ως το 1938 είχε μία ερωτική σχέση με την `Ιρμα Μπραντάις (1905-1990), μία Αμερικανοεβραία μελετήτρια του Δάντη που επισκεπτόταν περιστασιακά την Ιταλία. Η Le occasioni περιέχει πολλές έμμεσες αναφορές στη Μπραντάις, με το όνομα Clizia (Κλυτία). Ο Φράνκο Φορτίνι κρίνει τις συλλογές του Μοντάλε Ossi di seppia και Le occasioni ως το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο έφθασε η ιταλική ποίηση του 20ού αιώνα.
Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο οποίος μοιραζόταν τον θαυμασμό του Μοντάλε για τον Δάντη, υπήρξε σημαντική επίδραση στην ποίησή του. Τα νέα ποιήματα του Έλιοτ τα έδειξε στον Μοντάλε ο Μάριο Πρατς, που τότε δίδασκε στο Λίβερπουλ. Το 1948, για τα εξηκοστά γενέθλια του Έλιοτ, ο Μοντάλε συνεισέφερε ένα δοκίμιο με τίτλο «Ο `Ελιοτ και εμείς» σε έναν τόμο που εκδόθηκε για την περίσταση.
Δυσαρμονία με τον κόσμο
Από το 1948 μέχρι τον θάνατό του ο Μοντάλε ζούσε στο Μιλάνο. Εκτός από μουσικός συντάκτης στην Corriere della Sera, έκανε ρεπορτάζ και από το εξωτερικό, όπως από την Παλαιστίνη όταν πήγε εκεί για την επίσκεψη του Πάπα Παύλου ΣΤ΄. Τα δημοσιογραφικά του κείμενα είναι συγκεντρωμένα στο Fuori di casa (= «Εκτός οικίας», 1969).
Η συλλογή La bufera e altro («Η θύελλα και άλλα») εκδόθηκε το 1956 και σημειώνει το τέλος της περισσότερο εξυμνημένης ποιήσεώς του. Εδώ η μορφή της Clizia συναντά εκείνη της «Αλεπούς» (La Volpe), βασισμένης στη νεαρή ποιήτρια Μαρία Λουίζα Σπατσιάνι, με την οποία ο Μοντάλε είχε μία ρομαντική σχέση τη δεκαετία του 1950.
Τα μεταγενέστερα έργα του είναι τα Xenia (1966), Satura (1971) και Diario del '71 e del '72 (1973). Η ύστερη ποίηση του Μοντάλε είναι πικρόχολη και ειρωνική, διαλογιζόμενη πάνω στην κριτική απόκριση στα προηγούμενα έργα του και στον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο γύρω του. Η Satura περιέχει μία δηκτική ελεγεία για τη σύζυγό του Ντρουζίλα Τάντσι (Drusilla Tanzi), αλλά έγραψε και μία σειρά από πικρά ποιήματα για την Clizia λίγο πριν τον θάνατό του. Η φήμη του Μοντάλε είχε ήδη επεκταθεί σε όλο τον κόσμο. Πριν τιμηθεί με το Βραβείο Νομπέλ, είχε ήδη ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας από τα Πανεπιστήμια του Μιλάνου (1961), του Κέμπριτζ (1967) και της Ρώμης (1974), ενώ είχε ορισθεί τιμητικά ισόβιος γερουσιαστής στην ιταλική Γερουσία και το 1973 είχε βραβευθεί με το Χρυσό Στεφάνι των Ποιητικών Βραδιών της Στρούγκα, στην τότε Γιουγκοσλαβία.
Ο Μοντάλε πέθανε στο Μιλάνο το 1981 σε ηλικία 84 ετών, έξι χρόνια μετά την απονομή του Βραβείου Νομπέλ.
Το 1996 εμφανίσθηκε ένα έργο με τίτλο Μεταθανάτιο ημερολόγιο (Diario postumo) που περιείχε 66 ποιήματα και υποτίθεται ότι είχε «συνταχθεί» από τον Μοντάλε πριν από τον θάνατό του με τη βοήθεια της νεαρής ποιήτριας Ανναλίζα Τσίμα (Annalisa Cima). Το γεγονός αμέσως προκάλεσε θόρυβο στους ιταλικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Αρκετοί, όπως ο κριτικός Ντάντε Ιζέλλα, πσιτεύουν ότι το έργο αυτό δεν είναι αυθεντικό.
Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι αφιέρωσε το δοκίμιό του «Στη σκιά του Δάντη» στη λυρική ποίηση του Εουτζένιο Μοντάλε.
Ελληνικές μεταφράσεις έργων του
Σουπιοκόκαλα, μετάφρ. Παναγιώτης Χρ. Χατζηγάκης, εκδ. «Ευθύνη», Αθήνα 1987
Φινιστέρε και άλλα ποιήματα, μετάφ. Νίκος Αλιφέρης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 1995, ISBN 978-960-325-140-8
Ημερολόγιο του '72, μετάφ. Νίκος Αλιφέρης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 1999, ISBN 978-960-325-322-8
Mottetti: 20 ερωτικά ποιήματα, μετάφ. Γιάννης Η. Παππάς, εκδ. «Οδός Πανός», Αθήνα 2008, ISBN 978-960-8378-67-4
Ημερολόγιο του '71, μετάφ. Νίκος Αλιφέρης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 2013, ISBN 978-960-505-084-9
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Eugenio Montale, «Άλλοι Στίχοι» (μτφρ.-σχόλια-επιμέλεια: Ευαγγελία Πολύμου)
i.Φίλοι μου, μην πιστεύετε στα έτη φωτός
Φίλοι μου, μην πιστεύετε στα έτη φωτός
στον καμπύλο ή επίπεδο χωροχρόνο.
Η αλήθεια βρίσκεται μες στα χέρια μας
αλλά είναι άπιαστη και ξεγλιστρά σαν χέλι.
Ούτε και οι νεκροί θέλησαν ποτέ να την συλλάβουν
για να μην ξανά-ξεπέσουν ανάμεσα στους ζωντανούς, εκεί
όπου όλα είναι δύσκολα, όλα είναι ανώφελα.
*
ii.Άλλοι Στίχοι
Όταν τʼ όνομά μου φιγούραρε σχεδόν σε κάθε εφημερίδα
μια γαλλική φυλλάδα διέδωσε τη φήμη
ότι ποτέ μου δεν υπήρξα.
Διόλου δεν άργησαν οι διαψεύσεις.
Αλλά η ψευδής είδηση ήταν η πιο αληθινή.
Η ύπαρξή μου ένα διπλότυπο ανέκυψε,
μια πλάνη όπως εκείνη η πλανητική
τούτα τα χρόνια χαίρει της τιμής συζητήσεων.
Ψευδολογούν λοιπόν οι αστρονόμοι ή, μάλλον, κάνουνε φαλσέτο;
Η φωνητική μουσική
χρήζει τέτοιων ή παρόμοιων τεχνασμάτων.
Μα τι να πούμε για τον ήχο των Σφαιρών;
Και τι για την πλάνη, την αλήθεια ή το ποτ πουρί;
Δουλειά μας δεν είναι το ξέμπλεγμα του κουβαριού.
Εξάλλου και οι φιλόσοφοι και οι θεολόγοι
πλάσματα είναι με σάρκα και οστά. Και ιδού
η χρεία, το καθήκον να κρούσουμε την γκρανκάσα.
*
iii.Στην Ανατολή
Ίσως παρεκκλίνω απʼ την ευθεία οδό.
Αυτή η διχάλα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών
τον ύπνο δεν μου καταστρέφει αλλά με μάθηση με τρέφει.
Είναι σαν να επιχειρείς να περάσεις σχοινί
σε βελονιού σχισμή.
*
iv.Στη χαραυγή
Ο συγγραφέας εικάζει (και ούτε λόγος για
τον ποιητή)
ότι μετά θάνατον τα έργα του
τον καθιστούν αθάνατο.
Η προοπτική δεν είναι παράδοξη,
σας την παραθέτω για ό,τι αξίζει.
Δεν συλλογιέμαι κάτι ανάλογο για τον συκοφάγο
που τσιμπολογά το πρωινό του πέρα στους αγρούς.
Εκείνος είναι σίγουρος για τη ζωή· ο φιλόσοφος
του ισογείου αντιθέτως
έχει τις αμφιβολίες του. Το σύμπαν
πορεύεται χωρίς το καθετί, ακόμη και χωρίς τον εαυτό του.
http://www.poiein.gr/
Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή
που από τα στόματά σου βγαίνει, σαν ανοίγουν
πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά
πισωδρομούν και σβήνουν.
Το σπίτι των αλλοτινών καλοκαιριών μου
κοντά σου ήταν, το ξέρεις,
εκεί στη χώρα όπου ο ήλιος ψήνει
και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.
Σαν και τότε σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου,
θάλασσα, μα πια δεν λογαριάζομαι άξιος
για το προμήνυμα το επίσημο
που κλει η αναπνοή σου: Συ πρώτη μου ’χες πει
πως η μικρούλα η ζύμωση
μέσ’ στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή
της δικής σου· πως ήταν ριψοκίνδυνος
για μένα κατά βάθος ο δικός σου νόμος:
να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος
κι ωστόσο σταθερός
κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω
όπως συνήθειο το ’χεις συ που ρίχνεις στις ακτές
ανάμεσα σε φελλούς, σε φύκια και σταυρούς
τ’ άχρηστα απορρίμματα του αβυσσαλέου βυθού σου.
*
Να μπορούσα τουλάχιστο να κλείσω
σ’ αυτό μου το ρυθμό που αγκομαχά
κάτι απ’ το παραμιλητό σου·
να μου δινόταν να ταιριάσω
στις δικές σου φωνές την τραυλή μιλιά μου, –
εγώ που ονειρευόμουν να σου κλέψω
τα λόγια τ’ αρμυρά
όπου φύση και τέχνη γίνονται ένα,
για να διαλαλήσω πιο καλά τη μελαγχολία μου
γερασμένου παιδιού που δεν έπρεπε να συλλογάται.
Κι ωστόσο δεν έχω άλλα απ’ τα φθαρμένα γράμματα
των λεξικών, και τη σκοτεινή
φωνή που για έρωτα μιλεί, σβήνει,
γίνεται αξιοθρήνητη φιλολογία.
Δεν έχω άλλα από τα λόγια αυτά
που σαν δημόσιες γυναίκες
προσφέρονται σ’ όποιον τις θέλει·
δεν έχω άλλες απ’ τις κουρασμένες τούτες φράσεις
που κι αύριο μπορεί να μου τις κλέψουν
ρέμπελοι φοιτητές γι’ αληθινούς στίχους.
Κι η βοή σου αυξαίνει, κι απλώνεται
γαλάζιος ο νέος ίσκιος.
Μ’ αφήνουν οι σκέψεις μου για δοκιμή.
Αισθήσεις δεν έχω, ούτε νου. Δεν έχω όρια.
μτφρ. Δημήτρης Νικολαρεΐζης
(1908-1981)
http://ebooks.edu.gr/
Από «Κόκκαλα σουπιάς»
[Συχνά τη δυστυχία της ζωής συνάντησα]
Συχνά τη δυστυχία της ζωής συνάντησα:
ένα ρυάκι στραγγαλισμένο που κόχλαζε,
ένα φύλλο στεγνό που ζάρωνε,
ένα άλογο σωριασμένο.
Καλό δε γνώρισα, εκτός από το θαύμα
που αποκαλύπτει τη θεία Αδιαφορία:
το άγαλμα μες στη νύστα
του μεσημεριού, και το σύννεφο, και το γεράκι να πετά ψηλά.
(Μετάφραση: Φοίβος Γκικόπουλος)
i.Φίλοι μου, μην πιστεύετε στα έτη φωτός
Φίλοι μου, μην πιστεύετε στα έτη φωτός
στον καμπύλο ή επίπεδο χωροχρόνο.
Η αλήθεια βρίσκεται μες στα χέρια μας
αλλά είναι άπιαστη και ξεγλιστρά σαν χέλι.
Ούτε και οι νεκροί θέλησαν ποτέ να την συλλάβουν
για να μην ξανά-ξεπέσουν ανάμεσα στους ζωντανούς, εκεί
όπου όλα είναι δύσκολα, όλα είναι ανώφελα.
*
ii.Άλλοι Στίχοι
Όταν τʼ όνομά μου φιγούραρε σχεδόν σε κάθε εφημερίδα
μια γαλλική φυλλάδα διέδωσε τη φήμη
ότι ποτέ μου δεν υπήρξα.
Διόλου δεν άργησαν οι διαψεύσεις.
Αλλά η ψευδής είδηση ήταν η πιο αληθινή.
Η ύπαρξή μου ένα διπλότυπο ανέκυψε,
μια πλάνη όπως εκείνη η πλανητική
τούτα τα χρόνια χαίρει της τιμής συζητήσεων.
Ψευδολογούν λοιπόν οι αστρονόμοι ή, μάλλον, κάνουνε φαλσέτο;
Η φωνητική μουσική
χρήζει τέτοιων ή παρόμοιων τεχνασμάτων.
Μα τι να πούμε για τον ήχο των Σφαιρών;
Και τι για την πλάνη, την αλήθεια ή το ποτ πουρί;
Δουλειά μας δεν είναι το ξέμπλεγμα του κουβαριού.
Εξάλλου και οι φιλόσοφοι και οι θεολόγοι
πλάσματα είναι με σάρκα και οστά. Και ιδού
η χρεία, το καθήκον να κρούσουμε την γκρανκάσα.
*
iii.Στην Ανατολή
Ίσως παρεκκλίνω απʼ την ευθεία οδό.
Αυτή η διχάλα μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών
τον ύπνο δεν μου καταστρέφει αλλά με μάθηση με τρέφει.
Είναι σαν να επιχειρείς να περάσεις σχοινί
σε βελονιού σχισμή.
*
iv.Στη χαραυγή
Ο συγγραφέας εικάζει (και ούτε λόγος για
τον ποιητή)
ότι μετά θάνατον τα έργα του
τον καθιστούν αθάνατο.
Η προοπτική δεν είναι παράδοξη,
σας την παραθέτω για ό,τι αξίζει.
Δεν συλλογιέμαι κάτι ανάλογο για τον συκοφάγο
που τσιμπολογά το πρωινό του πέρα στους αγρούς.
Εκείνος είναι σίγουρος για τη ζωή· ο φιλόσοφος
του ισογείου αντιθέτως
έχει τις αμφιβολίες του. Το σύμπαν
πορεύεται χωρίς το καθετί, ακόμη και χωρίς τον εαυτό του.
http://www.poiein.gr/
Ενύπνιο
Των μπούφων η λυπητερή φωνή, όταν το ουράνιο τόξο
τρεμοπαίζοντας σβήνει,
οι στεναγμοί, τα βογκητά
της νεότητας, το λάθος που μου σφίγγει
τα μηλίγγια κι ο απροσδιόριστος τρόμος των κέδρων
σαν σείονται απ’ το τράνταγμα της νύχτας – όλα αυτά
μπορεί να ξαναρθούν στο νου μου, να ξεχυθούν απ’ τα χαντάκια
να ξεπηδήσουν απ’ τους αγωγούς, να με ξυπνήσουν
με την φωνή σου. Κεντρίζει ο ήχος μιας
άσπλαχνης βιόλας, ο αντίπαλος κλείνει
την προσωπίδα. Μπαίνει η σελήνη
αμαράντινη στα σφαλισμένα μάτια, σύννεφο είναι
και διογκώνεται· και σαν την σπρώχνει ο ύπνος
πιο βαθιά, μια στάλα αίμα γίνεται πέρα απ’ τον θάνατο.
https://edromos.gr/
ΜΕΣΟΓΕΙΟΣτρεμοπαίζοντας σβήνει,
οι στεναγμοί, τα βογκητά
της νεότητας, το λάθος που μου σφίγγει
τα μηλίγγια κι ο απροσδιόριστος τρόμος των κέδρων
σαν σείονται απ’ το τράνταγμα της νύχτας – όλα αυτά
μπορεί να ξαναρθούν στο νου μου, να ξεχυθούν απ’ τα χαντάκια
να ξεπηδήσουν απ’ τους αγωγούς, να με ξυπνήσουν
με την φωνή σου. Κεντρίζει ο ήχος μιας
άσπλαχνης βιόλας, ο αντίπαλος κλείνει
την προσωπίδα. Μπαίνει η σελήνη
αμαράντινη στα σφαλισμένα μάτια, σύννεφο είναι
και διογκώνεται· και σαν την σπρώχνει ο ύπνος
πιο βαθιά, μια στάλα αίμα γίνεται πέρα απ’ τον θάνατο.
https://edromos.gr/
Θάλασσα παλιά, με μέθυσε η φωνή
που από τα στόματά σου βγαίνει, σαν ανοίγουν
πράσινες καμπάνες, κι ύστερα ξανά
πισωδρομούν και σβήνουν.
Το σπίτι των αλλοτινών καλοκαιριών μου
κοντά σου ήταν, το ξέρεις,
εκεί στη χώρα όπου ο ήλιος ψήνει
και τα κουνούπια συννεφιάζουν τον αέρα.
Σαν και τότε σήμερα πέτρα γίνομαι μπροστά σου,
θάλασσα, μα πια δεν λογαριάζομαι άξιος
για το προμήνυμα το επίσημο
που κλει η αναπνοή σου: Συ πρώτη μου ’χες πει
πως η μικρούλα η ζύμωση
μέσ’ στην καρδιά μου ήταν μια στιγμή
της δικής σου· πως ήταν ριψοκίνδυνος
για μένα κατά βάθος ο δικός σου νόμος:
να είμαι πλατύς και πολυπρόσωπος
κι ωστόσο σταθερός
κι έτσι από καθετί ακάθαρτο ν’ αδειάζω
όπως συνήθειο το ’χεις συ που ρίχνεις στις ακτές
ανάμεσα σε φελλούς, σε φύκια και σταυρούς
τ’ άχρηστα απορρίμματα του αβυσσαλέου βυθού σου.
*
Να μπορούσα τουλάχιστο να κλείσω
σ’ αυτό μου το ρυθμό που αγκομαχά
κάτι απ’ το παραμιλητό σου·
να μου δινόταν να ταιριάσω
στις δικές σου φωνές την τραυλή μιλιά μου, –
εγώ που ονειρευόμουν να σου κλέψω
τα λόγια τ’ αρμυρά
όπου φύση και τέχνη γίνονται ένα,
για να διαλαλήσω πιο καλά τη μελαγχολία μου
γερασμένου παιδιού που δεν έπρεπε να συλλογάται.
Κι ωστόσο δεν έχω άλλα απ’ τα φθαρμένα γράμματα
των λεξικών, και τη σκοτεινή
φωνή που για έρωτα μιλεί, σβήνει,
γίνεται αξιοθρήνητη φιλολογία.
Δεν έχω άλλα από τα λόγια αυτά
που σαν δημόσιες γυναίκες
προσφέρονται σ’ όποιον τις θέλει·
δεν έχω άλλες απ’ τις κουρασμένες τούτες φράσεις
που κι αύριο μπορεί να μου τις κλέψουν
ρέμπελοι φοιτητές γι’ αληθινούς στίχους.
Κι η βοή σου αυξαίνει, κι απλώνεται
γαλάζιος ο νέος ίσκιος.
Μ’ αφήνουν οι σκέψεις μου για δοκιμή.
Αισθήσεις δεν έχω, ούτε νου. Δεν έχω όρια.
μτφρ. Δημήτρης Νικολαρεΐζης
(1908-1981)
http://ebooks.edu.gr/
Από «Κόκκαλα σουπιάς»
[Συχνά τη δυστυχία της ζωής συνάντησα]
Συχνά τη δυστυχία της ζωής συνάντησα:
ένα ρυάκι στραγγαλισμένο που κόχλαζε,
ένα φύλλο στεγνό που ζάρωνε,
ένα άλογο σωριασμένο.
Καλό δε γνώρισα, εκτός από το θαύμα
που αποκαλύπτει τη θεία Αδιαφορία:
το άγαλμα μες στη νύστα
του μεσημεριού, και το σύννεφο, και το γεράκι να πετά ψηλά.
(Μετάφραση: Φοίβος Γκικόπουλος)
Χωρίς έκπληξη
Χωρίς έκπληξη χωρίς αμάχη
για τα κινούμενα πλήθη σαν κοπάδια
των κυριακάτικων μετακινήσεων
μες στη στοά, στον κεντρικό δρόμο,
πάνω στα πεζοδρόμια κατακλυσμένα κιόλας
από τα τραπεζάκια των καφέ
χωρίς καμιά ψυχική διαταραχή
αντιθέτως κλινικά
ατάραχος
σας χαιρετώ πλήθη όπου
θα ’θελα καμουφλαρισμένος να κρυφτώ
με τα μάτια κλειστά
και να με παρασύρει αυτό το κύμα
τόσο βέβαιο και αργό
μέσα στην καταστροφική του αβεβαιότητα.
Μα ξάφνου εμφανίζεται τώρα
η περίσκεψη,
η θλιβερή ακηδία συμπαραστάτης
του απόκρυφου δαίμονα της αυτοσυντήρησης.
Κι έτσι χαιρετά κανείς
με τον δέοντα σεβασμό
τον πανανθρώπινο βραδυσεισμό,
που αδυνατούν να σταματήσουν οι λέξεις
και χαιρετάς δίχως ν’ ανοίξεις το στόμα,
όχι με νεύματα,
όχι με πρόθεση να χαθείς μες στο πλήθος,
μα ωστόσο χαιρετάς, κι είναι υπεραρκετό, επιθυμώντας
οι τόσες προσορμίσεις να βρουν τον όρμο τους
έστω και αν στους χάρτες μας δεν σημειώνεται πουθενά.
Eugenio Montale, Ημερολόγιο του ’71, Μετάφραση Νίκος Αλιφέρης, Πρόλογος, σημειώσεις: Νίκος Αλιφέρης. Γλώσσα πρωτοτύπου: ιταλικά Τίτλος πρωτοτύπου: Diario del ’71 Εκδόσεις Άγρα, 2013
https://peopleandideas.gr/
Χωρίς έκπληξη χωρίς αμάχη
για τα κινούμενα πλήθη σαν κοπάδια
των κυριακάτικων μετακινήσεων
μες στη στοά, στον κεντρικό δρόμο,
πάνω στα πεζοδρόμια κατακλυσμένα κιόλας
από τα τραπεζάκια των καφέ
χωρίς καμιά ψυχική διαταραχή
αντιθέτως κλινικά
ατάραχος
σας χαιρετώ πλήθη όπου
θα ’θελα καμουφλαρισμένος να κρυφτώ
με τα μάτια κλειστά
και να με παρασύρει αυτό το κύμα
τόσο βέβαιο και αργό
μέσα στην καταστροφική του αβεβαιότητα.
Μα ξάφνου εμφανίζεται τώρα
η περίσκεψη,
η θλιβερή ακηδία συμπαραστάτης
του απόκρυφου δαίμονα της αυτοσυντήρησης.
Κι έτσι χαιρετά κανείς
με τον δέοντα σεβασμό
τον πανανθρώπινο βραδυσεισμό,
που αδυνατούν να σταματήσουν οι λέξεις
και χαιρετάς δίχως ν’ ανοίξεις το στόμα,
όχι με νεύματα,
όχι με πρόθεση να χαθείς μες στο πλήθος,
μα ωστόσο χαιρετάς, κι είναι υπεραρκετό, επιθυμώντας
οι τόσες προσορμίσεις να βρουν τον όρμο τους
έστω και αν στους χάρτες μας δεν σημειώνεται πουθενά.
Eugenio Montale, Ημερολόγιο του ’71, Μετάφραση Νίκος Αλιφέρης, Πρόλογος, σημειώσεις: Νίκος Αλιφέρης. Γλώσσα πρωτοτύπου: ιταλικά Τίτλος πρωτοτύπου: Diario del ’71 Εκδόσεις Άγρα, 2013
https://peopleandideas.gr/
i.Σαγήνη
Ω μείνε κλεισμένη κι ελεύθερη στα νησιά
της σκέψης σου και της δικής μου,
μες στην ανάλαφρη φλόγα που σε τυλίγει
και που δεν γνώριζα προτού
να συναντήσω την Διοτίμα, εκείνη που τόσο σου μοιάζει!
Μέσα της πάλλεται πιο δυνατά το ερωτικά τζιτζίκι
στην κερασιά του κήπου σου.
Τριγύρω ο κόσμος ξεθωριάζει, διάπυρη,
από την λάβα που οδηγεί στην Γαλιλαία
τον κοσμικό σου έρωτα, προσμένεις την στιγμή
να βρεις τον πέπλο που μια ημέρα
σ’ εμνήστευσε με τον Θεό σου.
ii.Το Σπίτι των τελωνοφυλάκων
Δεν θυμάσαι το σπίτι των τελωνοφυλάκων
στο ύψωμα που κρέμεται επάνω απ’ τους βράχους:
έρημο σε περιμένει από την νύχτα αυτή
που πρόβαλε το σμήνος των λογισμών σου
και στάθηκε εκεί μέσα ανήσυχα.
Ο Λίβας χρόνια τώρα δέρνει τα αρχαία τείχη
το γέλιο σου δεν ηχεί πια χαρούμενο
η πυξίδα έχει τρελαθεί
και οι ζαριές πια δεν πετυχαίνουν
Δεν θυμάσαι, άλλες στιγμές αποσπούν
την μνήμη σου, το νήμα ξετυλίγεται.
Κρατώ ακόμη μια άκρη του, μα απομακρύνεται
το σπίτι και στην κορφή της στέγης η μαυρισμένη
ανεμοδούρα γυρίζει ανελέητα.
Κρατώ μιαν άκρη, μα μένεις μόνη
και δεν σε νιώθω ν΄ ανασαίνεις στο σκοτάδι.
Ω, χάνονται οι ορίζοντες και φέγγει
ανάρια η λάμψη του πετρελαιοφόρου!
Το πέρασμα που ‘ναι; (Πληθαίνει
το αντιμάμαλο και πάλι στην απόκρημνη ακτή…).
Δεν θυμάσαι το σπίτι εκείνης
της νύχτας μου. Δεν ξέρω ποιος φεύγει, ποιος μένει.
μτφ: Νίκος Αλιφέρης
http://logocafe.blogspot.com/
«Δύο “ελληνικά” ποιήματα του Εουτζένιο Μοντάλε» του Γιάννη Η. Παππά
H συλλογή Σάτουρα, το τέταρτο ποιητικό βιβλίο του Εουτζένιο Μοντάλε (στο οποίο περιλαμβάνονται και τα δύο ποιήματα που δημοσιεύονται εδώ), συγκεντρώνει και συστηματοποιεί τα ποιήματα που γράφτηκαν μεταξύ του 1962 και του 1970, και κυκλοφόρησε το 1971 από τον εκδοτικό οίκο Μονταντόρι. Σηματοδοτεί, για τον ποιητή, μια νέα ποιητική «διαδρομή»· οι τονικές αλλαγές είναι προσαρμοσμένες στην ανάγκη για μια ανανεωμένη μαρτυρία των μεγάλων ιδεολογικών, κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών.
Ο τίτλος Σάτουρα αναφέρεται γενικά στο είδος της λατινικής ποίησης με ποικίλο, αρχικά δραματικό και εν συνεχεία διδακτικό και συνήθως σατιρικό, σκωπτικό ή χλευαστικό περιεχόμενο. Πρωτογράφτηκε από τον Ρωμαίο ποιητή Έννιο και στη συνέχεια από τους Λουκίλιο, Οράτιο, Πέρσιο και Γιουβενάλη. Δεν έχει σχέση με το σατυρικό δράμα.
Με αυτό το βιβλίο ο Μοντάλε αρχίζει μια ποίηση που σχετίζεται με καθημερινές καταστάσεις, με τη δική του ζωή αλλά και των άλλων, αλλά ιδωμένη με μια ειρωνεία αντίθετη στις «ψεύτικες μυθολογίες» της μάζας. Οι δύο πρώτες ενότητες, Xenia I και Xenia II,[1] αναφέρονται στην Drusilla Tanzi, τη γυναίκα του η οποία πέθανε το 1963. Στις άλλες δύο ενότητες, Satura I και Satura II, υπερτερούν σατιρικά, πολεμικά, παρωδιακά και παιγνιώδη θέματα.
Ο Μοντάλε, στη συλλογή Σάτουρα, δίνει στην πρώτη λέξη τη μεταφυσική διάσταση της συλλογής, η διαδρομή της οποίας θα τερματιστεί με το τελευταίο ποίημα «Ah!» της τελευταίας ποιητικής του συλλογής, Άλλοι στίχοι, που γράφτηκε το 1980. Η μεταφυσική διάσταση διαπερνά σχεδόν όλη την ποιητική παραγωγή του Μοντάλε και φανερώνει μια πλευρά η οποία είναι πολύ σημαντική σε όλη την ποιητική του παραγωγή. Η θέση του Μοντάλε μπορεί να συνοψιστεί με αυτά τα λόγια: οι ζωντανοί δεν γνωρίζουν ότι είναι ζωντανοί ή ίσως είναι μόνο σκιές ενός αληθινού κόσμου, για τον οποίο έχουν χαθεί τα ίχνη και για τον οποίο δεν γνωρίζουμε ούτε την υφή του, ούτε τη δομή του.
Μιλώντας ο ίδιος ο ποιητής για τις αλλαγές που επισημάνθηκαν από πολλούς μελετητές, ανάμεσα στα τρία πρώτα βιβλία του και στο τέταρτο, που είναι η συλλογή Σάτουρα, λέει σε μια συνέντευξή του: «Μετά από τη συλλογή Μπόρα δεν έγραψα ποίηση για πολλά χρόνια. Έγραψα μονάχα άρθρα. Έτσι, όταν επέστρεψα στην ποίηση, μου φάνηκε φυσικό να χαμηλώσω τον τόνο των στίχων, καθιστώντας τους πιο πεζολογικούς. Όμως πιστεύω ότι η ποίηση της συλλογής Σάτουρα δεν είναι, αλλά μονάχα μοιάζει να είναι, πεζολογική» (συνέντευξη στον Τζιουλιάνο Ντέγκο, 20 Απριλίου 1975).
Ερώτηση και Απάντηση III[2]
Ο Μοντάλε λέει γι’ αυτό το ποίημα: «Το ποίημα είναι αυτοβιογραφικό και αφηγείται, στην ουσία, το ταξίδι μου στην Ελλάδα το 1962.[3] O παραλήπτης είναι ένα πραγματικό πρόσωπο. Είναι η Μαργαρίτα Δαλμάτη,[4] μία από τις καλύτερες μεταφράστριες των ποιημάτων μου. Η Δαλμάτη, ήδη βοηθός του Μπρούνο Λαβανίνι στο Παλέρμο, είναι επίσης δεξιοτέχνισσα στο τσέμπαλο» [Annalisa Cima και Cesare Segre (επιμέλεια), Eugenio Montale. Το προφίλ ενός συγγραφέα (Profilo di un autore), Rizzoli, Μιλάνο 1977, σσ. 184-5.].
Η σημείωση του συγγραφέα στο τέλος των εκδόσεων της συλλογής Σάτουρα αποκαλύπτει το επεισόδιο το οποίο αναφέρεται στο ποίημα: με την ευκαιρία των γάμων της Σοφίας της Ελλάδας με τον Χουάν Κάρλος των Βουρβόνων της Ισπανίας, μια ατελείωτη σειρά από πρίγκιπες πλημμύρισε το ξενοδοχείο «Βασιλιάς Γεώργιος» (Αθήνα, 1962). Εκείνες τις μέρες, ο Μοντάλε βρισκόταν στην Ελλάδα για την παρουσίαση μιας ανθολογίας ποιημάτων του στα ελληνικά, τα οποία είχαν μεταφραστεί από πολλούς Έλληνες μεταφραστές, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Δαλμάτη (ψευδώνυμο της Μαρίας-Νίκης Ζωρογιαννίδη), συγγραφέας του γράμματος από την Κηφισιά και συνομιλητής (αληθινός) του ποιητή στο κείμενο «Ο χαρακτήρας των Ελλήνων», που είχε γράψει ο Μοντάλε το 1962, και το οποίο συμπεριέλαβε στη συνέχεια στο βιβλίο του με τίτλο Εκτός σπιτιού.
Ημερομηνία σύνθεσης: 17 Νοεμβρίου 1968.
I
«Ηο riveduto il tetro dormitorio
dove ti rifugiasti quando l'Almanacco
di Gotha straripo dalle soffitte
del King George e fu impietoso al povero
malnato. Gia la pentola bolliva
e a stento bolle ancora mentre scrivo.
Mi resta il clavicembalo arrivato
nuovo di zecca. Ha un suono dolce e quasi
attutisce (per poco) il borbottio
di quel bollore. Meglio non rispondermi».
(lettera da Kifissia)
«Είδα και πάλι το σκοτεινό δωμάτιο
όπου είχες καταφύγει όταν το Αλμανάκ
του Γκόθα πλημμύρισε από τις σοφίτες του
Βασιλιά Γεωργίου και ήταν ανελέητο στον φτωχό
κακογεννημένο. Ήδη το καζάνι έβραζε
και σπανίως βράζει ακόμα ενώ γράφω.
Μένει το τσέμπαλο το οποίο ήρθε
ολοκαίνουργιο. Έχει έναν ήχο γλυκό και σχεδόν
αμβλύνει (για λίγο) τη φασαρία
από κείνο τον βρασμό. Καλύτερα να μη μου απαντήσεις».
(γράμμα από την Κηφισιά)
Το σκοτεινό δωμάτιο: εναλλακτική κατοικία στο ξενοδοχείο «Βασιλιάς Γεώργιος», η οποία είχε καταληφθεί από τους βασιλείς. Το ξενοδοχείο είναι πολυτελείας και βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα από την Αθήνα.
Το Αλμανάκ του Γκόθα: ένα γενεαλογικό αλμανάκ των βασιλικών οίκων και των πιο σημαντικών αριστοκρατικών οικογενειών της Ευρώπης, το οποίο δημοσιεύτηκε από το 1763 έως το 1944. Το όνομα προέρχεται από τη γερμανική πόλη του Γκόθα, στη Θουριγγία, όπου και δημοσιεύτηκε.
Κακογεννημένο: κατώτερης κοινωνικής τάξης, μη ευγενής.
Το καζάνι που βράζει: αναφορά στην πολιτική κατάσταση της δεκαετίας του ’60: λίγα χρόνια μετά τη χρονολογία της επίσκεψης του ποιητή στην Αθήνα (1962), ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου θα έλθει σε ανοικτή σύγκρουση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος θα απαντήσει στις λαϊκές διαδηλώσεις (Ιούλιος του 1965, «Ιουλιανά») υποστηρίζοντας το πραξικόπημα που έγινε το 1967 και που οδήγησε στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο γλυκός ήχος του τσέμπαλου (η τέχνη, η ποίηση) μειώνει, εν μέρει, τον θόρυβο.
Το τσέμπαλο: το όργανο που έπαιζε η Δαλμάτη.
Κηφισιά: «την πρωτομαγιά, τη μέρα κατά την οποία από την πολύ κρύα και απομακρυσμένη Κηφισιά κατέβηκα στην πόλη για να βρω ένα λιγότερο εκκεντρικό κατάλυμα» («Ο χαρακτήρας των Ελλήνων»). «Κηφισιά, πατρίδα του Μενάνδρου» γράφει σε ένα κριτικό του κείμενο ο Μοντάλε.
«Η θέση του Μοντάλε μπορεί να συνοψιστεί με αυτά τα λόγια: οι ζωντανοί δεν γνωρίζουν ότι είναι ζωντανοί ή ίσως είναι μόνο σκιές ενός αληθινού κόσμου, για τον οποίο έχουν χαθεί τα ίχνη και για τον οποίο δεν γνωρίζουμε ούτε την υφή του, ούτε τη δομή του.»
II. Από το πρώτο μου καταφύγιο...
Φτάνοντας στην Ελλάδα για να παρουσιάσει τη μετάφραση ενός ποιητικού του βιβλίου, ο Μοντάλε παρουσιάζει ειρωνικά τον εαυτό του ως μια «θεότητα σε τουριστικό περιβάλλον» (στ. 46-47), φορέα, ανάμεσα στους οικοδεσπότες του, εκείνης της φλόγας του «θείου» που είναι η ποίηση.
Di quel mio primo rifugio
in non ricordo che le ombre
degli eucalipti; ma le altre,
le ombre che si nascondono
tra le parole, imprendibili,
mai palesate, mai scritte,
mai dette per intero,
le sole che non temono
contravvenzioni,
persecuzioni, manette,
non hanno ne un prima ne un dopo
perche sono l'essenza della memoria.
Hanno una forma di sopravvivenza
che non interessa la storia,
una presenza scaltra, un'asfissia che non e
solo dolore e penitenza.
Ε posso dirti senza orgoglio,
ma e inutile perche
in questo mi rassomigli,
che c' e tra il martire e il coniglio,
tra la galera e l'esilio,
un luogo dove rinerme
lubrifica le sue armi,
poche ma durature.
Resistere al vincitore
merita plausi e coccarde,
resistere ai vinti quand'essi
si destano e sono i peggiori,
resistere al peggio che simula
il meglio vuol dire essere salvi
dall'infamia, scampati (ma e un inganno)
dal solo habitat respirabile
da chi pretende che esistere
sia veramente possibile.
Ricordo ancora l'ostiere
di Xilocastron, il menu
dove lessi barbunia, indovinai
ch'erano triglie e lo furono,
anche se marce, e mi parvero
un dono degli dei. Tutto ricordo
del tuo paese, del suo mare, delle
sue capre, dei suoi uomini,
eredi inattendibili di un mondo
che s'impara sui libri ed era forse
orrendo come il nostra.
Io era un nume
in abito turistico, qualcosa
come il Viandante della Tetralogia,
ma disarmato, innocuo, dissotterrato,
esportabile
di contrabbando da uno specialista.
Ma era pur sempre nel divino. Ora
vivo dentro due chiese che si spappolano,
dissacrate da sempre, mercuriali,
dove i pesci che a gara vi boccheggiano
sono del tutto eguali. Se non fosse
che la pieta è inesauribile eppure
è un intralcio di piu, direi che è usata male.
Ma la merito anch'io? Lascio irrisolto
il problema, sigillo questa lettera
e la metto da parte. La ventura
e la censura hanno in comune solo
la rima. Ε non è molto.
II
Από το πρώτο μου καταφύγιο,
κρατώ στη μνήμη μου μόνο τις σκιές
των ευκαλύπτων· αλλά οι άλλες,
οι σκιές, που κρύβονται
ανάμεσα στις λέξεις, οι απατηλές,
που δεν αποκαλύπτονται, οι άγραφες,
οι μισοειπωμένες,
οι μόνες που δεν φοβούνται
παρανομίες,
καταδιώξεις, χειροπέδες,
δεν έχουν ούτε ένα πριν ούτε ένα μετά,
γιατί αυτές είναι η ουσία της μνήμης.
Έχουν τη μορφή της επιβίωσης,
που δεν ενδιαφέρει την ιστορία,
μια πονηρή παρουσία, μια ασφυξία που δεν είναι
μόνο πόνος και μετάνοια.
Και μπορώ να σου το πω χωρίς οργή,
αλλά είναι ανώφελο, διότι
σ’ αυτό μου μοιάζεις,
ότι ανάμεσα στο θύμα και τον βασανιστή,
στη φυλακή και την εξορία,
υπάρχει ένας τόπος όπου ο άοπλος άνθρωπος
γυαλίζει τα λίγα αλλά διαρκή όπλα του.
Η αντίσταση στον νικητή
αξίζει χειροκρότημα και παράσημα,
η αντίσταση στους νικημένους
που θα ξυπνήσουν και θα είναι χειρότεροι,
η αντίσταση στο κακό που μοιάζει
στο καλό, σημαίνει ότι θα σωθούμε
από την ατιμία, ζωντανοί (αλλά είναι μια ψευδαίσθηση)
στον μοναδικό βιότοπο που αναπνέει
από κείνον που ισχυρίζεται ότι το να ζει
είναι πραγματικά εφικτό.
Θυμάμαι την ξενοδόχο[5]
στο Ξυλόκαστρο, το μενού
όπου διάβασα τη λέξη barbunia[6] και μάντευα
ότι επρόκειτο για μπαρμπούνια, κάτι που ήταν ακριβές,
αν και μπαγιάτικα, και μου φάνηκε
σαν δώρο των θεών. Θυμάμαι τα πάντα
για τη χώρα σου, τη θάλασσά της,
τις κατσίκες της, τους ανθρώπους της,
αμφίβολους κληρονόμους ενός κόσμου
που τον μαθαίνουμε μέσα στα βιβλία και ο οποίος ήταν ίσως
εξίσου τρομερός με τον δικό μας.
Όσο για μένα, ήμουν ένας θεός
ντυμένος τουρίστας, κάτι
σαν τον Οδοιπόρο της Τετραλογίας,[7]
αλλά άοπλος, άκακος, βγαλμένος,
από κάποιον ειδικό, λαθραία από τάφο.
Αλλά παρ’ όλα αυτά εγώ λουζόμουνα μέσα στο θείο. Τώρα[8]
ζω εν μέσω δύο εκκλησιών που καταρρέουν,[9]
βεβηλωμένες από πάντα, διεφθαρμένες
όπου τα ψάρια που παλεύουν μεταξύ τους και πεθαίνουν
είναι εντελώς τα ίδια. Αν δεν πίστευα
πως η φιλευσπλαχνία είναι ανεξάντλητη αλλά αντίθετα
ότι είναι ένα παραπάνω εμπόδιο, θα έλεγα ότι γίνεται κατάχρηση.
Αλλά το αξίζω κι εγώ; Αφήνω άλυτο
το πρόβλημα, κλείνω αυτό το γράμμα
και το βάζω στην άκρη. Η περιπέτεια
και η λογοκρισία[10] έχουν κοινό, μόνο
την ομοιοκαταληξία. Και δεν είναι αρκετό.
Σημειώσεις
[1] Οι ενότητες αυτές, 28 ποιήματα συνολικά, θα κυκλοφορήσουν σε βιβλίο μέχρι το καλοκαίρι του 2018 από τις Εκδόσεις Poema του ποιητή Βασίλη Ρούβαλη, με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια δικά μου.
[2] Στο ποίημα αυτό αναφέρεται σε κείμενό του [Το γράμμα από την Κηφισιά] και ο καθηγητής και μελετητής του Μοντάλε, Cristiano Luciani, στο βιβλίο του: Μοντάλε, Καβάφης και η σύγχρονη Ελλάδα, που κυκλοφορεί σε νέα, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση από τις Εκδόσεις UniversItalia, Ρώμη 2016.
[3] Την πρώτη φορά που επισκέφτηκε ο Μοντάλε την Ελλάδα ήταν το 1948. Γράφει ο ίδιος: «Την τελευταία φορά που έφτασα στην Αθήνα ήταν το 1948. Ο εμφύλιος είχε τελειώσει πριν λίγο καιρό και στα ξενοδοχεία έλειπε ακόμη και το νερό, και σε κάθε οικογένεια βασίλευε η λύπη. Ας αφήσουμε αυτούς που σκοτώθηκαν πολεμώντας, αλλά ποιος έχει σκεφτεί ποτέ αυτούς που πέθαναν από την πείνα τα τελευταία χρόνια εκείνης της τραγωδίας» («Ο χαρακτήρας των Ελλήνων»).
[4] Η Μαργαρίτα Δαλμάτη υπήρξε ποιήτρια και μουσικός. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1921 και το 1937 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε τσέμπαλο (μαθήτρια του φημισμένου Φερούτσιο Βινιανέλι) και παλαιά μουσική στη Μουσική Ακαδημία «Σάντα Τσετσίλια» της Ρώμης, και μουσική παλαιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Πάρμας. Έγραψε ποίηση, δοκίμιο, θεατρικό σενάριο, παιδική λογοτεχνία, ενώ ασχολήθηκε και με τη μετάφραση, κυρίως από τα ιταλικά. Πέθανε στις 20 Ιουλίου 2009.
[5] Στο κείμενό του «Ο χαρακτήρας των Ελλήνων» γράφει: «Αφήνοντας πίσω μας την Πάτρα […] διασχίζουμε τον μακρύ παραλιακό δρόμο που οδηγεί στον Πύργο, μια μικρή πόλη όπου ένας βενζινοπώλης μάς συμβούλεψε να πάμε στο κοντινό Κατάκωλο, εάν θέλαμε να φάμε εξαιρετικά φρέσκα μπαρμπούνια».
[6] Έτσι στο κείμενο.
[7] Τον Οδοιπόρο της Τετραλογίας: ο θεός Βόταν, στον Ζίγκφριντ (το τρίτο μέρος της τετραλογίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ, Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, παρουσιάστηκε πρώτη φορά στις 16 Αυγούστου 1876, στην όπερα του Μπαϊρόιτ) παρουσιάζεται μεταμφιεσμένος σε ηλικιωμένο οδοιπόρο.
[8] Τώρα: το 1968, την εποχή σύνθεσης του ποιήματος.
[9] Δύο εκκλησιών που καταρρέουν: καθολικοί και κομμουνιστές.
[10] Avventura-censura.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου