Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Σοφία Δ. Νινιού «Το τραγούδι της Μαρίας» Α΄ έπαινος στον 3ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, που διοργάνωσε η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Καλαμάτας.





Η συγγραφέας και φιλόλογος Σοφία Δ. Νινιού διακρίθηκε στον 3ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, που διοργάνωσε η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Καλαμάτας, με τον Α΄ έπαινο στην κατηγορία δοκίμιο με το έργο της «Το τραγούδι της Μαρίας». 
Θέμα του η ανεξήγητη για τους περισσότερους αγάπη που τρέφουν οι νέοι της εποχής μας για το ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη, «Γιατί μ' αγάπησες», που το έγραψε για να μελοποιηθεί.

Δείτε όλα τα αποτελέσματα  εδώ:



Σοφία Δ. Νινιού «Το τραγούδι της Μαρίας»

Ο 21 ος αιώνας μπήκε καλπάζοντας ελπιδοφόρα στις ζωές μας πολλά υποσχόμενος. Άπλωσε το δίχτυ στον κυβερνοχώρο με πυγμή κι ο άνθρωπος πίστεψε στις καλύτερες μέρες. Πριν να κλείσει η πρώτη δεκαετία άνοιξε την πόρτα στην οικονομική δυσπραγία.

Η παρακμή αναπόφευκτη, αν και η τεχνολογία ακμάζει. Το διαδίκτυο προτείνει τη μη πραγματικότητα και την προβάλλει δυναμικά κι έτσι γίνεται το καταφύγιο για τον έφηβο, που αδύναμος και προδομένος έχει ανάγκη να διεκδικήσει τη ζωή του. Κάθε μέσο μαζικής επικοινωνίας κι ενημέρωσης εκθειάζει τη δύναμη που αποκτά ο άνθρωπος, όταν σκοτώνει το συναίσθημα, γιατί μόνο έτσι μπορεί να κατακτά χωρίς να κατακτάται.

Αντιποιητικές λοιπόν οι μέρες μας δίνουν προτεραιότητα στην τεχνολογική πρόοδο παραμερίζοντας την ανθρωπιά, η οποία απειλείται με ελαχιστοποίηση λόγω της οικονομικής κρίσης και δοκιμάζεται λόγω της μετακίνησης των λαών, μεταναστών και προσφύγων. Ο σύγχρονος δάσκαλος καλείται να δώσει όραμα. Ποιο άλλο όπλο όμως στ’ αμήχανα χέρια του παρά η ποίηση; Και τότε μ’ έκπληξη διαπιστώνει πως ο έφηβος της εποχής μας, που εκτονώνει το φόβο και την αγωνία του για το αύριο στα escape rooms αναζητώντας τρόπους διαφυγής από τα αδιέξοδα που συναντά και τις πιέσεις που δέχεται σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, ημερεύει μέσα του με το τραγούδι της Μαρίας «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες». Αυτό το ίδιο τραγούδι, που άγγιξε τόσο βαθιά το μεγάλο μας ποιητή Άγγελο Σικελιανό, που ύμνησε το υψηλό και το ωραίο, χαϊδεύει και την ψυχή του σύγχρονου εφήβου, που η εποχή του συντονισμένα τον μυεί σε μια ζωή χωρίς ερωτική αγάπη. Στο σημείωμα που έγραψε ο Σικελιανός ως πρόλογο για το ημερολόγιό της «Ζωή με παραφορά...» καταθέτει με συγκίνηση τα εξής: «Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι [...] αυτό που λέγεται «Γιατί μ’ αγάπησες» και που ’φτανε για την ψυχή μου».

Στις μέρες μας τίθενται στο προσκήνιο έργα Τέχνης στερούμενα ευαισθησίας, τα οποία διαθέτει ο μηχανισμός της αγοράς ως ζητούμενο εμπορικό της συντριπτικής πλειοψηφίας. Και όμως! Σ’ έναν τέτοιο κόσμο σκληρό, που περιθωριοποιεί την ανθρωπιά, την αυθεντικότητα και τη λεπτότητα, μπορεί το τραγούδι της Μαρίας, που διαπραγματεύεται τη δύναμη της αληθινής ερωτικής αγάπης, να γοητεύει τον έφηβο και να τον κάνει μέρος του δικού της συστήματος αξιών, συντρίβοντας κάθε εμπόδιο. Αυτό συμβαίνει, όπως επισημαίνει ο κριτικός και ποιητής Κλέων Παράσχος στο Επίμετρο του Ημερολογίου της, διότι διοχετεύοντας σε κάθε φράση της, σε κάθε λέξη της το γυμνό και αμετουσίωτο πάθος που την δονεί, θερμαίνει την ψυχή του αναγνώστη.

Η συγγραφέας και ζωγράφος Αθηνά Ταρσούλη χαρακτηρίζει τη Μαρία Πολυδούρη διαλεχτό λουλούδι στον γυναικείο ποιητικό ανθόκηπο. Αλλά και για τον Καλαματιανό νομικό και λογοτέχνη Πάνο Ν. Παναγιωτούνη η Μαρία Πολυδούρη «ήταν ένα λεπτό χλωμό λουλουδάκι που φύτρωσε κάποτε στην όμορφη Καλαμάτα για να σκορπίσει το μεθυστικό μύρο του σ’ όλη την Ελλάδα». Σε μια κριτική μελέτη του γι’ αυτήν αξιολογεί το ποίημά της «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» ως πολύτιμο πετράδι της γυναικείας ποίησης για τη λυρική μαγεία του και την εκφραστική του εγκατάλειψη.

Ποιος άνθρωπος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στην ομορφιά του αγριολούλουδου που ανθεί μονάχο, χωρίς κηπουρού φροντίδα, κι ομορφαίνει τη γη; Ο περαστικός, σκύβοντας να το θαυμάσει ή να το συλλέξει ή να το μυρίσει παρασυρμένος από την ομορφιά του, το προσκυνά.

Πώς είναι ποτέ δυνατόν να χάσει την αξία του λίθος πολύτιμος; Πάντα κάποιος θα επιδιώξει να τον αποκτήσει. Μα και ποιος είναι εκείνος που δε θα ξαγρυπνήσει τη νύχτα παρασυρμένος από τη μελωδική τρίλλια του αηδονιού; Γιατί όσοι αγάπησαν τη μελαγχολική
και θλιμμένη λυρική ποίηση της Πολυδούρη άλλοτε την παρομοιάζουν με αηδόνι κι άλλοτε με φοβισμένο τρεμάμενο πουλάκι. Ο νομικός καιποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης συνέλαβε την άυλη υ πόσταση της Πολυδούρη. Η ποίησή της ηχεί απόκοσμη στ’ αυτιά του. Ασύλληπτη με τα κοινά μέτρα είναι η ζωή και η δημιουργία της και για την Έλλη Αλεξίου, που αναρωτιέται: «Ποιος μπόρεσε ποτέ να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού, ενός χελιδονιού...»

Ο ποιητικός της λόγος όμως, αν και εσωστρεφής, αγγίζει ξεχωριστά καθένα έφηβο που τον αφουγκράζεται αναζητώντας τη φωνή του ανθρώπου, που έχει το θάρρος να εκφράσει ειλικρινά την αδυναμία και τον πόνο του, επειδή μαστίζεται από την απανθρωπιά, την υποκρισία, την αδιαφορία, την απαξία και την απιστία του καιρού του. Μαζεύει στάλα-στάλα το μέλι από τα λόγια και τη μελωδία που σκορπά το τραγούδι της Μαρίας, γιατί έχει την ανάγκη να δομήσει τον κόσμο του μ’ ερωτική αγάπη ιδανική για να βρει τη δύναμη να παλέψει με τις αντίξοες συνθήκες, που έγραψε στο μερτικό του ο 21 ος αιώνας στην αυγή του.
Σοφία Δ. Νινιού

Το ποίημα -  Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες* 

Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ' ἀγάπησες 
στά περασμένα χρόνια. 
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα 
καί σέ βροχή, σέ χιόνια, 
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ' ἀγάπησες. 

Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου 
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα, 
μόνο γι' αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο 
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα, 
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου. 

Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν 
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα, 
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο 
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα, 
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.

Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες γεννήθηκα 
γι'αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη 
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη 
μένα ἡ ζωή πληρώθη. 
Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες γεννήθηκα. 

Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ'ἀγάπησες 
ἔζησα, νά πληθαίνω 
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες 
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω 
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ'ἀγάπησες. 

(Οἱ τρίλιες πού σβήνουν, 1928) 

* Το κείμενο παρατίθεται εδώ, όπως ανθολογείται από τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη 
(Η Χαμηλή φωνή, Νεφέλη, 1990). 
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής 


Στο ποίημα αυτό ζωή και τέχνη αναζητούν δικαίωση και την βρίσκουν στην αγάπη. Η Πολυδούρη χαρακτηρίζεται από ένα λυρισμό πρωτογενή· δεν γράφει ποιήματα για να  διεκδικήσει μία θέση στων ιδεών την πόλη· η ποίησή της έχει λόγο ύπαρξης μόνον όταν  απευθύνεται σε ένα εσύ. Ακόμα και όταν το δεύτερο πρόσωπο δεν είναι ορατό,  αντιλαμβάνεται κανείς ότι εντούτοις συνέχει το ποίημα. Τα ποιήματά της μοιάζουν με  σελίδες ημερολογίου, όπως γράφει και ο ποιητής Κώστας Στεργιόπουλος (γεν. 1926) ή με  ερωτικές επιστολές που έχουν συγκεκριμένο αποδέκτη· μοιάζουν σαν να γράφονται για να  υπάρξει ανταπόκριση στο ερωτικό τους κάλεσμα, αλλά και για να βιώσει η ίδια με  περισσότερη ένταση και με περισσότερη ποιότητα το ερωτικό της συναίσθημα. 

Μελοποίηση του ποιήματος 

Μελοποίηση από το Γιάννη Σπανό:


 Μελοποίηση από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου:



  Μελοποίηση από τον Βασίλη Δημητρίου: 




















1 σχόλιο: