"Αν δεν νιωθεις ντροπή για τον εαυτό σου κάπου-κάπου, δεν είσαι τίμιος"
Ο Γουίλιαμ Φώκνερ (William Cuthbert Falkner, 25 Σεπτεμβρίου 1897 - 6 Ιουλίου 1962) ήταν Αμερικανός συγγραφέας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα της μεγάλης λογοτεχνικής παράδοσης του Αμερικανικού Νότου.
Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα, ένα θεατρικό έργο, ποιήματα, δοκίμια και σενάρια κινηματογραφικών ταινιών. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα μυθιστορήματά του που όλα διαδραματίζονται στο λογοτεχνικό σύμπαν της κομητείας «Γιοναπατόφα» του Μισισιπή που δημιούργησε ο συγγραφέας.Αν και άρχισε να δημοσιεύει τα έργα του από την δεκαετία του 1920, έγινε διάσημος με την κατάκτηση του Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949. Με τα χρήματα του βραβείου δημιούργησε το "William Faulkner Foundation", που έδινε υποτροφίες σε νέους αξιόλογους αμερικανούς συγγραφείς.
Όλα σχεδόν τα έργα του έχουν αποσπάσει βραβεία, με σημαντικότερα τα δύο Πούλιτζερ που κατέκτησε το 1954 και το 1962, με τα μυθιστορήματά του «Ο φαύνος» ( "A Fable" ) και «Οι κλέφτες» ( "The Reivers" ) αντίστοιχα. Ο «Φαύνος» έχει τιμηθεί και με το «Εθνικό Βραβείο βιβλίου» (National Book Award). Το μυθιστόρημά του «Η βουή και η μανία» συγκαταλέχθηκε ανάμεσα στα 100 αριστούργηματα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Αλλά και τα μυθιστορήματά του, «Φως τον Αύγουστο», «Καθώς ψυχορραγώ» και «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» έχουν ενταχθεί σε παρόμοιες λίστες. Το 1962 τιμήθηκε με το «Χρυσό μετάλιο Λογοτεχνίας» της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών (American Academy of Arts and Letters). Προς τιμήν του, έχει θεσμοθετηθεί και το σημαντικό Βραβείο PEN/Faulkner.
Γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1897, στην πόλη Νιού Ώλμπανυ (New Albany) της πολιτείας του Μισισιπή, και ήταν ο πρωτότοκος γιός του Μάρεϊ Κάθμπερτ Φώκνερ και της Μωντ Μπάτλερ. Η οικογένεια απέκτησε ακόμα τρία αγόρια, τους αδερφούς του Μάρεϊ Τσάρλς "Τζάκ" Φώκνερ, τον επίσης συγγραφέα Τζων Φώκνερ και τον Ντην Σουίφτ Φώκνερ. Ο πρώτος γιος πήρε το όνομα του παππού του, του Γουίλιαμ Κλαρκ Φώκνερ, (William Clark Falkner), εξέχον μέλος της οικογένειας Φώκνερ αλλά και της περιοχής αφού υπήρξε εκτός των άλλων, και συνταγματάρχης κατά την περίοδο του Εμφύλιου πολέμου.
Σε ηλικία ενός έτους η οικογένεια μετακόμισε στην κοντινή πόλη Ρίπλεϊ (Ripley) του Μισισιπή, όπου ο πατέρας του εργάστηκε σαν ταμίας της οικογενειακής επιχείρησης σιδηροδρόμων "Gulf & Chicago Railroad Company". Όταν ο πατέρας του Μάρεϊ Φώκνερ, πούλησε την επιχείρηση αντί να την κληροδοτήσει στο γιό του, η οικογένεια του, μετακόμισε - στις 21 Σεπτεμβρίου 1902 - στην πόλη Όξφορντ του Μισισιπή, πόλη στην οποία παρέμεινε ο συγγραφέας μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η μητέρα του, έμαθε στα παιδιά της να γράφουν και να διαβάζουν πριν πάνε ακόμα στο σχολείο, και τους έμαθε να αγαπάνε τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Έτσι από νωρίς σε επαφή με τον κόσμο της κλασικής λογοτεχνίας, πρώτα ακούγοντας και μετά διαβάζοντας και ο ίδιος Κάρολο Ντίκενς και Αδερφούς Γκρίμ. Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου ήταν άριστος μαθητής. Ωστόσο σταδιακά, άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του για τα μαθήματα. Έγινε κακός μαθητής και τελικά εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο πριν ολοκληρώσει τη γυμνασιακή εκπαίδευση. Το 1914 και σε ηλικία 17 ετών, θα γνωρίσει έναν σχεδόν συνομήλικό του, Φίλιπ Στόουν (Ρhilip Stone), ο οποίος πρώτος θα ανακαλύψει το συγγραφικό ταλέντο του νεαρού Γουίλιαμ, αλλά και θα καθοδηγήσει τα διαβάσματα του Φώκνερ. Ο Στόουν θα τον φέρει σε επαφή με την σύγχρονη λογοτεχνία της εποχής του, και ιδιαίτερα με τον Τζέημς Τζόυς, και ο Στόουν θα προσπαθήσει (ανεπιτυχώς) να βρει εκδότες για τα πρώτα γραπτά του φίλου του.
Όταν η Αμερική θα μπει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Φώκνερ θα δοκιμάσει να καταταγεί, ωστόσο το ύψος του (ήταν 1.65') δεν επέτρεψε την στρατολογήσή του στις μάχιμες μονάδες. Όμως δεν το έβαλε κάτω και έκανε αίτηση στη RAF, στο σώμα διατηρούσε στο Τορόντο του Καναδά. Χαλκεύοντας έγγραφα και υιοθετώντας βρετανική προφορά, κατάφερε να ξεγελάσει τους υπεύθυνους και να περάσει για Βρετανός πολίτης. Όμως, λίγους μήνες μετά την αρχή της εκπαίδευσής του, ο πόλεμος τελείωσε. Όταν γύρισε στην πατρίδα του, έπεισε όλο τον κόσμο ότι είχε τελικά υπηρετήσει και εκμεταλλευόμενος έναν ευνοϊκό για τους βετεράνους του πολέμου νόμο κατάφερε να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή ("Ole Miss" το ονομάζουν οι νότιοι). Ωστόσο αφού παρακολούθησε μόνο τρία εξάμηνα, το εγκατέλειψε τον Νοέμβριο του 1920.
Όλα αυτά τα χρόνια, έγραφε ποίηση κατά κύριο λόγο, και κάποια ποιήματά του είχε καταφέρει να εκδώσει στο περιοδικό του Πανεπιστημίου. Το 1925 έγραψε το πρώτο μυθιστόρημά του, "Soldiers' Pay", (Η πληρωμή του στρατιώτη), το διάστημα που ζούσε στην Νέα Ορλεάνη, θέμα που εμπνεύστηκε από την υπηρεσία του στη RAF.
Το 1927 θα είναι η πρώτη χρονιά που θα παρουσιάσει την κομητεία Γιοναπατόφα, στο μυθιστόρημα "Flags in the Dust". Αν και ήταν περήφανος για το δημιούργημά του, το βιβλίο δεν βρήκε εκδότες. Ξανα - επεξεργασμένο το βιβλίο θα κυκλοφορήσει τελικά, το 1929 με τίτλο "Sartoris", Σαρτόρις. Εν αντιθέσει, το άλλο βιβλίο που έγραψε το 1927, το "Mosquitoes" (Κουνούπια) θα κυκλοφορήσει αμέσως, και συγκεκριμένα στις 30 Απριλίου του 1927 από τον εκδοτικό οίκο "Boni & Liveright" Το Φθινόπωρο του 1928 και σε ηλικία 31 ετών, αρχίζει το γράφει το έργο του "The Sound and the Fury", (Η βουή και η μανία) ενώ το 1929 θα παντρευτεί τον εφηβικό του έρωτα, την Estelle Oldham στην Οξφόρδη του Μισισίπι. Εκείνο το διάστημα, όπου εργαζόταν νυχτερινή βάρδια στον ηλεκτρικό σταθμό του Πανεπιστημίου του Μισισιπή, μέσα σε έξι βδομάδες του καλοκαιριού, από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις το πρωί, γεννήθηκε το "As I Lay Dying", (Καθώς ψυχορραγώ) που κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη χρονιά (1930). Ακολούθησε το "Sanctuary", (Το άδυτο) το 1931 - το μόνο βιβλίο του που έκανε καλές πωλήσεις την εποχή που κυκλοφόρησε. Ωστόσο τα χρήματα δεν έφταναν για να ζήσει η οικογένεια πλέον Φώκνερ, - η Εστέλ είχε ήδη δυό παιδιά από τον προηγούμενο γάμο της- και έτσι στράφηκε στην μεγάλη πλουτοπαραγωγική πηγή του Χόλυγουντ, και βρήκε δουλειά σαν σεναριογράφος στην Metro-Goldwyn-Mayer.
Τον Ιανουάριο του 1931 η γυναίκα του θα γεννήσει το πρώτο τους παιδί, ένα κορίτσι που όμως πέθανε 5 μέρες μετά τη γέννησή του. Το 1932 θα γράψει και θα εκδώσει το "Light in August", (Φως τον Αύγουστο). Το 1933 και αφού η οικογένεια Φώκνερ είχε επιστρέψει στο Όξφορντ ύστερα από την εξάμηνη διαμονή στην Καλιφόρνια, γεννήθηκε το μοναδικό επιζών παιδί τους, η κόρη του, Τζιλ. Απο εδώ και πέρα θα βιοπορίζεται από την συγγραφή σεναρίων ενώ ταυτόχρονα θα εκδώσει το "Pylon", το 1935, το Absalom, Absalom! - (Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! το 1936 και το The Unvanquished το 1938.
Μια πτώση που είχε από το άλογό του το 1959 ήταν η αρχή των προβλημάτων υγείας που θα οδηγήσουν στο θάνατό του. Μια δεύτερη πτώση στις 17 Ιουνίου του 1962 και οι επιπλοκές της, θα του προκαλέσουνε θρόμβωση. Πέθανε - σαν συνέπεια της θρόμβωσης- από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 64 χρόνων, στις 6 Ιουλίου 1962 στο νοσηλευτήριο Μπαχέϊλια του Μισισίπι. Ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο των Φώκνερ, στο νεκροταφείο του Αγίου Πέτρου, στο Όξφορντ.
Το σπίτι του Γουίλιαμ Φώκνερ, στην Οξφόρδη του Μισισιπή, ιδιοκτησία πλέον του Πανεπιστημίου του Μισισιπή, μουσείο του συγγραφέα
Κριτική αποτίμηση του έργου του
Ο Γουίλιαμ Φώκνερ ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς μυθιστοριογράφους και ανανεωτής της αφηγηματικής τέχνης στον 20ο αιώνα. Κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας (1950), η Σουηδική Ακαδημία αναφέρθηκε στη δημιουργία, από τον Φώκνερ, ενός απέραντου παγκόσμιου θεάτρου της ανθρωπότητας, μαγικά φωτισμένου και γεμάτου χαρακτήρες μεγαλύτερους από τη ζωή.
Αν και αναγνωρισμένος συγγραφέας, κρατήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις και οι επιστολές του είναι στεγνές και αυστηρά επαγγελματικές. Στον κόσμο του, παρά την επικέντρωση στον αμερικανικό νότο, η αφήγηση έχει οικουμενική σημασία και στάση απέναντι σε προβλήματα όπως οι φυλετικές διακρίσεις.
Ο Φώκνερ στην Ελλάδα
Από τη δεκαετία του 1950 -και λόγω της βράβευσης του Φώκνερ με το Νόμπελ - αυξάνει το ενδιαφέρον των Ελλήνων λογοτεχνών για το έργο του αλλά και για την αμερικανική πεζογραφία γενικότερα.
Ο Στέλιος Ξεφλούδας στο δοκίμιό του «Το σύγχρονο μυθιστόρημα» (εκδ. «Ίκαρος», 1955) ξεχωρίζει μια τάση της Αμερικανικής πεζογραφίας που την ονομάζει ποιητικό μυθιστόρημα και θεωρεί τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και τον Φώκνερ αντιπροσώπους της :«Μια από τις ισχυρές τάσεις της νέας μυθιστορηματικής λογοτεχνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι η απολύτρωση από τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα κι η επιστροφή στο ποιητικό μυθιστόρημα. Υπάρχει σ’ αυτή τη στροφή φανερή η επίδραση του Φίτζεραλ και του Φώκνερ. Πρόκειται για μια επιστροφή στο μυθιστόρημα που οι συγγραφείς του ήταν αληθινά ποιητές.»(σελ.83). Ο Ξεφλούδας - από τους πρώτους μελετητές του Φώκνερ στην Ελλάδα - προτάσσει την τεχνική του Φώκνερ, έναντι της θεματικής του, γράφοντας ότι στα έργα του το θέμα δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για να αναπτύξει την τεχνική του η οποία στηρίζεται στη δύναμη του ανέκφραστου.
Ο μελετητής και λογοτέχνης Γιώργος Δέλιος θεωρεί τον Φώκνερ «ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματος της σύγχρονης Αμερικανικής λογοτεχνίας, με τον Έρνεστ Χεμινγουέι να αποτελεί τον άλλο».
Ο Φώκνερ σύμφωνα με τον μελετητή Δημήτρη Τζιόβα επηρέασε όσο λίγοι, τους νεότερους Έλληνες μυθιστοριογράφους: ενδεικτικά αναφέρουμε τον Νίκο Μπακόλα, που μετά τη μετάφραση του «Η βουή και το πάθος» το 1963, γράφει το μυθιστόρημά του «Ο κήπος των πριγκίπων» (1966), σαφώς επηρεασμένος από τον Φώκνερ. Αλλά και ο Στρατής Τσίρκας όπως το δηλώνει ο ίδιος, επηρεάστηκε από τον Φώκνερ. Στην τριλογία του «Ακυβέρνητες πολιτείες» υιοθετεί την φωκνερική τεχνική της πολλαπλής εστίασης. Αλλά και το έργο αρκετά μεταγενέστερων μυθιστοριογράφων όπως «Ο Λούσιας» (1979) του Νίκου Χουλιαρά, φαίνεται επηρεασμένο από τον Αμερικανό συγγραφέα.
Η πρώτη μετάφραση έργου του Φώκνερ στην Ελλάδα γίνεται από την συγγραφέα Κωστούλα Μητροπούλου, που μετέφρασε τον διήγημά του "Dry September" («Άνυδρος Σεπτέμβρης») το 1953. Από το 1960 οι μεταφράσεις πολλαπλασιάζονται αλλά πάντοτε ο Φώκνερ, δεν είχε τόσο μεγάλη απήχηση στο ελληνικό κοινό, (εν αντιθέσει ας πούμε με τον Χεμινγουέι ή τον Στάινμπεκ), όσο στους Έλληνες συγγραφείς.
Η Ντόρα Τσιμπούκη -καθηγήτρια της Αμερικανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών - σχολιάζοντας τις ελληνικές μεταφράσεις των έργων του, ξεχωρίζει αυτή του λογοτέχνη Νίκου Μπακόλα, του μυθιστορήματος «Η βουή και το πάθος», ο οποίος σκύβει με αγάπη και σεβασμό στο κείμενο και πετυχαίνει να κρατήσει ζωντανή τη διαφορά ανάμεσα στις τέσσερις αφηγήσεις, σε ένα βιβλίο που χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς τόσο ηθελημένα δυσνόητο που «μόνον ο Θεός και ο δημιουργός του μπορούν να το καταλάβουν». Αριστοτεχνική θεωρεί και τη μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα στο «Καθώς ψυχορραγώ» που κατορθώνει να ξεπεράσει με επιτυχία της δυσκολίες της μετάφρασης ενός ακόμα δύσκολου και απαιτητικού μυθιστορήματος. Όσο για το «Φως στον Αύγουστο», παραδέχεται ότι η μεταφράστρια Βικτώρια Τράπαλη, έχει κάνει σοβαρή δουλειά, ωστόσο θεωρεί ατυχή τον εξελληνισμό των ονομάτων, και την απόδοση της επαρχιώτικης προφοράς των ηρώων. Τέλος, για το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!», θεωρεί ότι η μετάφραση της Έλλης Μαρμαρά όντας πιστά προσηλωμένη στο πρωτότυπο κείμενο χάνει σε ένταση και πάθος γιατί Ενα τέτοιο βιβλίο απαιτεί, εκτός από γνώση της αγγλικής, γνώση του συνολικού έργου του Φόκνερ και του πολιτισμικού υπόβαθρου που το γεννά.
Ο Φώκνερ επισκέφτηκε την Ελλάδα, τον Μάρτιο του 1957 ύστερα από πρόσκληση της Ακαδημίας Αθηνών και υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα στις 17 Μαρτίου του 1957 παραλαμβάνει σε ειδική εκδήλωση το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας των Αθηνών για την γενικότερη προσφορά του στη λογοτεχνία. Τις επόμενες μέρες θα παραχωρήσει μια συνέντευξη τύπου με σκοπό να γνωριστεί με τους Έλληνες διανοούμενους θα παρακολουθήσει την παράσταση του έργου του, «Ρέκβιεμ για μια μοναχή» που ανέβασε ο θίασος Κοτοπούλη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυράτ, θα επισκεφτεί τους Δελφούς και τις Μυκήνες,και θα κάνει μια μίνι-κρουαζιέρα στις Κυκλάδες στο γιωτ του βιομήχανου Μποδοσάκη.
Ελληνικές εκδόσεις των έργων του
Σε αυτό το τμήμα αναγράφονται μόνο όσα έργα του έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά.
Μυθιστορήματα
Μυθιστορήματα
—μτφ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος (εκδ. «ΑΓΚΥΡΑ», 1998)
—μτφ. Εύη Γεωργούλη (εκδ. «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», 2001)
1929: The Sound and Fury - (Η βουή και η μανία)
—μτφ. Τάκης Μενδράκος (με τίτλο Η βουή και η αντάρα, εκδ. «ΠΑΠΥΡΟΣ», α΄ εκδ. 1974)
—μτφ. Παύλος Μάτεσις (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», 2002)
—μτφ. Νίκος Μπακόλας - (με τίτλο Η βουή και το πάθος, α΄ εκδ. «ΓΚΟΝΗΣ» 1963, και εκδ. «ΕΞΑΝΤΑΣ», 1993)
1929: Sartoris - (Σαρτόρις)—μτφ. Εύη Γεωργούλη (εκδ. «ΙΝΔΙΚΤΟΣ»,2001)
1930: As I Lay Dying - (Καθώς ψυχορραγώ)
—μτφ. Μένης Κουμανταρέας (εκδ. «ΚΕΔΡΟΣ», α΄ έκδ. 1970)
1931: Sanctuary - ( Ιερό)
—μτφ. Γιάννης Λάμψας («ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ», 1965)
—μτφ. Ιωάννα Καρατζαφέρη (εκδ. «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ», 2011)
—μτφ. Τάσος Δαρβέρης και Κώστας Νικολαϊδής (με τίτλο Άδυτο, εκδ. «ΜΕΔΟΥΣΑ», 1993)
1932: Light in August - (Φως τον Αύγουστο)
—μτφ. Βικτώρια Τράπαλη (εκδ. «ΕΞΑΝΤΑΣ»)
—μτφ. Σταμάτη Ντώνια (με τίτλο Φως Αυγούστου, εκδ. «ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΩΝΙΑ», 1982)
1936: Absalom, Absalom ! - (Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!)
—μτφ. Έλλη Μαρμαρά (εκδ. «ΟΔΥΣΣΕΑΣ», 1997)
1938: The Unvanquished - (Οι Ακατανίκητοι)
—μτφ. Ντίνα Σάπκα (εκδ. «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ», 1991)
1939: The Wild Palms - (Άγρια φοινικόδεντρα)
—μτφ. Κοσμάς Πολίτης (εκδ. «ΦΟΝΤΑΝΑ», 1971 - επανέκδοση εκδ. «ΓΡΑΜΜΑΤΑ», 1986)
1940: The Hamlet - (Το Χωριό)
—μτφ. Δ.Π. Κωστελένος (εκδ. «ΔΙΔΥΜΟΙ», 1969)
«Μακρύ καλοκαίρι» (το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος «Το χωριό», που κυκλοφόρησε αυτόνομα σε μετάφραση Δ. Π. Κωστελένου από τις εκδ. εκδ.«ΠΕΛΛΑ», το 1984)
«Οι χωριάτες» (το τέταρτο μέρος του μυθιστορήματος «Το χωριό», που κυκλοφόρησε αυτόνομα σε μετάφραση Δ. Π. Κωστελένου από τις εκδ. εκδ.«ΠΕΛΛΑ», το 1984)
1948: Intruder in the Dust - (Ο ξένος στο χώμα)
—μτφ. Αύγουστος Κορτώ (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», 2014)
1962: The Reivers - (Οι Κλέφτες)
—μτφ. Βασίλης Καζαντζής (εκδ. «ΦΕΞΗ», 1966 - επανέκδοση εκδ.«ΚΑΡΑΝΑΣΗ» με τίτλο Οι αλήτες , 1982 - επανέκδοση εκδ.«ΠΕΛΛΑ», 1983)
—μτφ. Εύη Γεωργούλη (εκδ. «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», 2004)Διηγήματα
1930 : A rose for Emily - (Ένα ρόδο για την Έμιλυ)
—μτφ. Νίκος Μπακόλας (εκδ. «ΚΕΔΡΟΣ», 1995)
—μτφ. Άννα Παπασταύρου (Τζέφρι Ευγενίδης: «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε», εκδ. «Libro», 2009)
—μτφ. Κώστας Παπαπάνος ( περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Τέσσερα αμερικανικά διηγήματα» με τίτλο Ένα ρόδο για την Αιμιλία, εκδ. «ΓΡΑΜΜΑΤΑ», 1983)
—χωρίς όνομα μεταφραστή («Αμερικάνικα διηγήματα 1900 - 1950», εκδ. «ΊΚΑΡΟΣ», α' έκδοση 1953)
—μτφ. Λίνα Κάσδαγλη (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή», τχ. 1, 1956)
1931 : Dry September - (Άνυδρος Σεπτέμβρης)
—Κωστούλα Μητροπούλου (εκδ. «ΠΑΪΡΙΔΗΣ», 1953 - επίσης δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό «Νέα Εστία» στις 15 Αυγούστου 1962)
—μτφ. Κίρα Σίνου («Δεκατέσσερα ερωτικά διηγήματα», εκδ. «ΓΛΑΡΟΣ», 1992)
1931 : Hair - (Μαλλιά)
—μτφ. Κωστούλα Μητροπούλου (δημοσίευση στο περιοδικό «Νέα Εστία» στο τεύχος της 1ης Αυγούστου του 1963)
1932 : Centaur in Brass - (Χάλκινος κένταυρος)
—μτφ. Εύη Γεωργούλη («Χάλκινος κένταυρος και άλλα διηγήματα», εκδ. «ΠΑΤΑΚΗΣ», 1996)
1932: Smoke - (Καπνός),
—μτφ. Βαγγέλης Παραμπούκης («Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς», εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ», 1995)
—μτφ. Βασίλης Καζαντζής («Ο καπνός και άλλα διηγήματα», εκδ. «ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ», χ.χ.
1933: There Was a Queen - (Ήτανε μια βασίλισσα)
—μτφ. Κώστας Παπαπάνος (δημοσιευμένο στο περιοδικό «Νέα Εστία» στο τεύχος της 15ης Ιουλίου του 1955)
1941: Go down, Moses - (Πορεύου, Μωυσή)
—μτφ. Αντώνης Σακελλαρίου («Τέσσερα Αμερικανικά διηγήματα», εκδόσεις «ΠΑΤΑΚΗΣ», 2004,
1942: The Bear - (Η Αρκούδα)
—μτφ. Βασίλης Καλλιπολίτης (εκδ. «ΕΞΑΝΤΑΣ», α΄ έκδ. 1980)
1949: Knight's Gambit - (Έξι ιστορίες μυστηρίου)
—μτφ. Στέλλα Τσίρκα (εκδ. «ΓΡΑΜΜΑΤΑ», 1988)
1954: Mississippi - (Ο Γέρος)
—μτφ. Μαρία Γεωργουσοπούλου (εκδ. «ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ», 1998)
1967: The Wishing Tree - (Το μαγικό δέντρο), - διήγημα για παιδιά
—μτφ. Κυριάκος Ντελόπουλος (εκδ. «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ», 1997)
https://el.wikipedia.org/
Καθώς Ψυχορραγώ
Από ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
Σε μτφ Μένη Κουμανταρέα
Ένας πατέρας και τα πέντε παιδιά του -τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι- μαστορεύουν το κιβούρι της πεθαμένης γυναίκας του και της μητέρας τους για να το μεταφέρουν από τη μια άκρη στην άλλη της επαρχίας Γιοκναπατάουφα του Αμερικάνικου Νότου, μέσα από χίλιες περιπέτειες, κινδύνους και κωμικοτραγικά περιστατικά, όπου η βρομιά και η απανθρωπιά που συγκλόνιζαν το Νότο δίνονται ανάγλυφα. Το έργο αυτό ο Φώκνερ το έγραψε νέος (το 1929 ), δουλεύοντας νυχτοφύλακας, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις τέσσερις το πρωί, μέσα σε 6 βδομάδες. Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Όπως και σε κάθε του βιβλίο, ο Φώκνερ δημιουργεί ένα συγκλονιστικό ανάγλυφο του αμερικανικού Νότου, μέσα από τις σχέσεις της οικογένειας της νεκρής, τους γείτονες, τους τόπους της μεγάλης τους διαδρομής, ταυτόχρονα με την εσωτερική ταραχή της ύπαρξης, όταν ο θάνατος πλησιάσει τόσο κοντά μέσω της απώλειας ενός συγγενικού προσώπου. (Ξ. ΜΠΡΟΥΝΤΖΑΚΗΣ, Το Ποντίκι, 20/1/2012)
Ένα βιβλίο για την πτώση και τη λύτρωση. Με όρους που καθορίζονται από το στερνό φιλί και την οδύνη των ατέλειωτων αποχωρισμών. (Ν. ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ, Η Αυγή, 24/4/2012)
✽✽✽✽
Γραμμένο σε μόλις 6 βδομάδες το 1929, το μυθιστόρημα που ο ίδιος ο Φώκνερ θεωρούσε «το αριστούργημά» του, αφηγείται το οδοιπορικό μιας αγροτικής οικογένειας, που παλεύει με τα στοιχεία της φύσης και του ασυνείδητου, για να φτάσει από την επαρχία που διαμένει στη μεγάλη πόλη του Τζέφερσον, προκειμένου να ενταφιάσει τη νεκρή μητέρα στον οικογενειακό τάφο. Στη διάρκεια του ταξιδιού, οι Μπάντρεν (πατέρας, 4 γιοι και 1 κόρη) συναντούν πολλούς ανθρώπους και πολλά εμπόδια, που διαταράσσουν τη συγκρότηση και τις σχέσεις της οικογένειας. Απληστία, αθωότητα, απομάκρυνση από τις ρίζες, εισβολή του πολιτισμού στην επαρχία, φτώχεια, αντοχή και αξιοπρέπεια, όλα εμπλέκονται σ' αυτό το «επικό, τραγικό και συνάμα γελοίο» ταξίδι. Ταυτόχρονα, εναλλάσσονται η νατουραλιστική γραφή με μοντερνιστικά μορφολογικά στοιχεία, το επικό με το λυρικό, και το λογικό με το άλογο. Μέσα από τα 59 κεφάλαια που αφηγούνται 15 διαφορετικοί χαρακτήρες με μορφή εσωτερικού μονολόγου (η νεκρή μητέρα, τα 5 παιδιά, ο σύζυγος, οι γείτονες), ο Φώκνερ πετυχαίνει να φιλοτεχνήσει μια μνημειώδη τοιχογραφία του αμερικανικού Νότου. (από εφημερίδα ΚΑΘΗMEΡΙΝΗ)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Καθισμένη πλάι στο δρόμο, η Λένα κοιτάει το κάρο που σκαρφαλώνει στο λόφο και συλλογιέται: "Έρχομ' από πέρα, απ' την Αλαμπάμα. Δεν είν' και λίγο. Από την Αλαμπάμα με τα πόδια - δεν είν' και λίγο." Και συλλογιέται, ούτ' ένα μήνα δεν έχω που 'φυγα και να 'μαι κιόλας στο Μισισιπή, μακρύτερα από ποτέ απ' το σπίτι μου. Από δώδεκα χρονώ παιδί, δεν έχω βρεθεί άλλη φορά τόσο μακριά από το Ντόανς Μιλ. Και στο Ντόανς Μιλ, μετά που πέθαναν οι γονείς της είχε πρωτοπάει, παρότι κατέβαινε στην πόλη έξι ή οκτώ Σάββατα το χρόνο, με το κάρο, φορώντας τα παραγγελμένα με το ταχυδρομείο φουστανάκια της, τα πόδια ξυπόλητα πάνω στο τραχύ ξύλο και τα παπούτσια της τυλιγμένα σ' ένα κομμάτι χαρτί, πλάι της στο κάθισμα. Φορούσε τα παπούτσια της μόλις προτού φτάσει το κάρο στην πόλη. Αφότου έγινε μεγάλο κορίτσι, ζητούσε από τον πατέρα της να κάνει μια στάση στα πρώτα σπίτια και να την αφήσει να κατέβει για να περπατήσει λίγο. Δεν του 'λεγε γιατί προτιμούσε το περπάτημα παρά να συνεχίσει με το κάρο. Εκείνος θαρρούσε πως ήταν εξαιτίας των καλοστρωμένων δρόμων, των πεζοδρομίων. Μα η Λένα το ήθελε επειδή λογάριαζε πως όσοι την έβλεπαν να πηγαίνει με τα πόδια θα νόμιζαν ότι έμενε κι αυτή στην πόλη.
Αβεσαλώμ, Αβεσαλώμ!
Το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! είναι το ένατο μυθιστόρημα του Φώκνερ και πρωτοεκδόθηκε το 1936. Κεντρικός του χώρος είναι η φανταστική περιοχή Γιοναπατόφα πού ο συγγραφέας τη χαρτογραφεί και την τοποθετεί στην πολιτεία του Μισισιπή, κοντά στο Όξφορντ. Η Ιστορία αυτού του τόπου αρχίζει τον περασμένο αιώνα. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα, παρότι φανταστικά, αντανακλούν έντονα καταστάσεις της αμερικάνικης ζωής. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
https://www.politeianet.gr/
✽✽✽✽
Πρόκειται για μια αλληγορική ιστορία, όπου διαπλέκονται όλα τα κοινωνικά και φυλετικά προβλήματα του Νότου, γραμμένη με τον γνωστό φωκνερικό τρόπο, δηλαδή αφήγηση από πολλαπλές οπτικές γωνίες με αφηγητές διαφορετικής ηλικίας και με διαφορετική συναισθηματική χροιά. Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία του Τόμας Σάτπεν, ενός μυστηριώδους ατόμου με αμφίβολο παρελθόν, που εμφανίζεται από το πουθενά, χτίζει αρχοντικό παντρεύεται και ξεκινάει να ζει ως αφέντης. Θα τον βρει ωστόσο η καταστροφή όταν αρνείται να αναγνωρίσει τον μιγά γιο του, ο οποίος απειλεί την οικογένεια και τελικά φονεύεται από τον ετεροθαλή αδελφό του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
-γεννήθηκε εκεί όπου οι λίγοι άλλοι άνθρωποι που γνώριζε ζούσαν σε καλύβες από κορμούς ξεχειλισμένες παιδιά σαν κι αυτή που ’χε γεννηθεί κι ο ίδιος – άντρες και μεγάλα αγόρια που κυνηγούσαν ή ξάπλωναν μπρος στη φωτιά στο πάτωμα ενώ οι γυναίκες και τα μεγαλύτερα κορίτσια περνούσαν και ξαναπερνούσαν από πάνω τους για να φτάσουν στη φωτιά να μαγειρέψουν, όπου οι μόνοι έγχρωμοι ήταν ινδιάνοι κι αυτούς τους κοίταζες αφ’ υψηλού μονάχα μέσα απ’ το στόχαστρο της καραμπίνας σου, όπου δεν είχες ποτέ ακούσει να μιλάνε για, δεν είχες ποτέ φανταστεί, κάποιο τόπο, κάποια γη χωρισμένη παστρικά και που ν’ αποτελεί ιδιοκτησία ανθρώπων που δεν έκαναν άλλο απ’ το να τη διασχίζουν πάνω σ’ ωραία άλογα ή να κάθονται φορώντας ωραία ρούχα στις βεράντες μεγάλων σπιτιών ενώ άλλοι άνθρωποι δουλεύανε γι’ αυτούς ούτε που φανταζόταν τότε ότι υπήρχε τέτοιος τρόπος να ζει ή να θέλει να ζει κανένας, ή πως υπήρχαν για να τα επιθυμήσει όλα τα πράγματα που υπήρχαν, ή πως όσοι είχαν πράγματα όχι μόνο μπορούσαν να περιφρονούν όσους δεν τα ’χαν, αλλά και να ενισχύονται στην περιφρόνησή τους όχι μόνο απ’ όσους είχαν κι εκείνοι πράγματα μα κι από κείνους ακριβώς που αποτελούσαν τ' αντικείμενα της περιφρόνησης που δεν είχαν πράγματα κι ήξεραν ότι ποτέ δε θα ’χαν. Γιατί εκεί που ζούσε αυτός η γη ανήκε στον καθένα και σε όλους κι έτσι ο άνθρωπος που θα ’μπαινε στη φασαρία και στον κόπο να περιφράξει ένα κομμάτι της και να πει «Αυτό είναι δικό μου» ήταν τρελός κι όσο για πράγματα, κανείς δεν είχε περισσότερα από σένα γιατί καθένας είχε όσα είχε τη δύναμη και την ενέργεια να πάρει και να διατηρήσει, και μόνο εκείνος ο τρελός θα ’μπαινε στη φασαρία να πάρει ή να θελήσει έστω περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να φάει ή ν’ ανταλλάξει με μπαρούτι κι ουίσκυ.
Έτσι δεν ήξερε καν πως υπήρχε μια χώρα όλη χωρισμένη και κανονισμένη και παστρικιά μ’ ένα κόσμο που ζούσε εκεί όλος χωρισμένος και κανονισμένος και παστρικός σύμφωνα με το χρώμα που τύχαινε να ’χει το πετσί τους ή το τι τύχαινε να τους ανήκει, κι όπου ορισμένοι λίγοι όχι μόνο είχαν εξουσία ζωής και θανάτου κι ανταλλαγής και πώλησης πάνω σε άλλους, μα είχαν ζωντανούς ανθρώπους που τους παρείχαν τις ατελείωτες επαναλαμβανόμενες προσωπικές υπηρεσίες, όπως το να τους σερβίρουν και το ουίσκυ απ’ το κανάτι και να τους βάζουν το ποτήρι στο χέρι ή να τους βγάζουν τις μπότες για να πλαγιάσουν, που όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να τα κάνουν από μόνοι τους απ’ την αρχή του καιρού και θα ’πρεπε να τα κάνουν από μόνοι τους ώσπου να πεθάνουν και που σε κανέναν άνθρωπο ποτέ δεν άρεσε ούτε πρόκειται ν’ αρέσει να κάνει, μα που κανένας άνθρωπος που γνώριζε εκείνος δεν είχε ποτέ σκεφτεί ν’ αποφύγει όπως δεν είχε σκεφτεί ν’ αποφύγει τον κόπο του να μασάει και να καταπίνει και ν’ ανασαίνει. Όταν ήταν παιδάκι δεν πρόσεχε τις αόριστες και συγκεχυμένες αφηγήσεις για τα μεγαλεία του Τάιντγουώτερ που ’φταναν ακόμα και μέχρι τα βουνά του γιατί τότε δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσαν οι άνθρωποι που μιλούσαν γι’ αυτά, κι όταν έγινε πιο μεγάλο αγόρι δεν τις πρόσεχε γιατί δεν υπήρχε τίποτα γύρω του για να συγκρίνει μ’ αυτό και να μετρήσει τις αφηγήσεις και να δώσει έτσι ζωή και νόημα στις λέξεις, και καμιά περίπτωση να καταλάβει ποτέ τι σήμαιναν γιατί ήταν πολύ απασχολημένος κάνοντας τα όσα κάνουν τ’ αγόρια κι όταν έγινε έφηβος κι η περιέργεια ξέθαψε εκείνη τις ιστορίες που αυτός δεν ήξερε πως είχε ακούσει και σκεφτεί, ενδιαφέρθηκε και θα ’θελε κάποτε να δει τους τόπους, αλλά χωρίς φθόνο ή στενοχώρια, γιατί πίστευε απλά πως μερικοί γεννιούνται πλούσιοι (τυχεροί, ίσως να ’λεγε) κι άλλοι όχι, και πως (έτσι είπε του Παππού) οι ίδιοι οι άνθρωποι δε μπορούν να διαλέξουν και πολύ λιγότερο να στενοχωριούνται γιατί ούτε μια φορά δεν του ’χε περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα πως κάποιος θα ’παιρνε ένα τέτοιο τυχαίο γεγονός σαν εξουσιοδότηση ή άδεια να περιφρονεί τους άλλους, τους όποιους άλλους. Έτσι σχεδόν δεν είχε ακούσει για ένα τέτοιο κόσμο μέχρι που έπεσε σ’ αυτόν
Η βουή και το πάθος
"Από το φράχτη, ανάμεσα από τ ανοίγματα που άφηναν τα λουλούδια, μπορούσα να τους βλέπω που χτυπούσαν τη μπάλλα. Προχωρούσαν προς το μέρος, που ήταν η σημαία, και γω πήγαινα δίπλα - δίπλα στο φράχτη. Ο Λάστερ έψαχνε στο γρασίδι, κοντά στο δέντρο. Έβγαζαν τη σημαία και χτυπούσαν. Ύστερα ξανάβαζαν τη σημαία και πήγαιναν στο τραπέζι και χτυπούσαν πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Ύστερα συνέχιζαν και γω πήγαινα πλάι - πλάι στο φράχτη. Ο Λάστερ ήρθε από το δέντρο και πήγαμε δίπλα - δίπλα στο φράχτη και σταμάτησαν και σταματήσαμε και κοιτούσα από το φράχτη, ενώ ο Λάστερ έψαχνε στο γρασίδι. "Νάτο". Χτύπησε. Έφυγαν διασχίζοντας το λειβάδι. Έμεινα στο φράχτη και τους έβλεπα που έφευγαν. [...] "Έλα δω" είπε ο Λάστερ. "Εκεί ψάξαμε. Δεν πρόκειται νάρθουν τώρ αμέσως. Ας κατεβούμε στο ποτάμι να βρούμε εκείνο το εικοσιπενταράκι πριν το βρουν τ αραπάκια". https://www.protoporia.gr/
✽✽✽✽
Απόσπασμα
”Το τραίνο άρχισε να κινείται. Έσκυψα από το παράθυρο, μέσα στο κρύο, και κοίταξα πίσω μου. Στεκόταν εκεί, πλάι στο κοκκαλιάρικο μουλάρι που έμοιαζε κουνέλι, και οι δυο τους κουρελιάρηδες, ακίνητοι και χωρίς κανένα σημάδι ανυπομονησίας. Το τραίνο πήρε τη στροφή. Η μηχανή ξεφυσούσε με κοφτά, βαριά ξεσπάσματα και οι δυο τους χάθηκαν κρατώντας πάντοτε αυτή την κουρασμένη και ατέρμονη υπομονή, την στατική τους γαλήνη εκείνο το μίγμα της παιδικής ανημποριάς και της παραδοξολογικής σιγουριάς που απλώνεται και τους προστατεύει και τους αγαπά, χωρίς καμιά δικαιολογία, και τους κλέβει σταθερά και αποφεύγει την ευθύνη και τις υποχρεώσεις με μέσα τόσο φανερά, που να μην μπορεί να ονομαστεί ούτε καν υπεκφυγή, και που κλέβεται με ‘κείνον τον ειλικρινή και αυθόρμητο θαυμασμό που νιώθει για τον νικητή ένας τζέντλεμαν, όταν χτυπιέται τίμια και μ’ όλη την αμείωτη κατανόηση για τα καπρίτσια των λευκών, σαν εκείνα που νιώθουν οι παππούδες για τα άτακτα παιδιά, πράγμα που το είχε ξεχάσει”.
μετάφραση Νίκος Μπακόλας.
Ο Αχυρώνας φλέγεται
Περίληψη
Ο «ΑΧΥΡΩΝΑΣ ΦΛΕΓΕΤΑΙ» είναι ένα από τα αρτιότερα και τα πιο συχνά ανθολογημένα διηγήματα του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Η πλοκή του αναπτύσσεται γύρω από το εναγώνιο δίλημμα ενός δεκάχρονου αγοριού, που υποχρεώνεται να επιλέξει ανάμεσα στην υποταγή στον βίαιο πατέρα του και στην επώδυνη χειραφέτηση. Στον πυρήνα του διηγήματος ανιχνεύεται αυτό που ο συγγραφέας όρισε, στην ομιλία του κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, ως το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς: «τα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχικού χώρου που βρίσκεται σε μάχη με τον εαυτό του». Ο «Αχυρώνας φλέγεται», εκτός από μια κλασική ιστορία ενηλικίωσης, αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα αυτής της σύγκρουσης που διατρέχει ολόκληρο το έργο του Φώκνερ. Στον καμβά του διηγήματος συνυφαίνονται με πολλή τέχνη και άλλα θέματα: οι ταξικές και φυλετικές ανισότητες στον αμερικανικό Νότο την περίοδο της Ανασυγκρότησης, ο ρατσισμός που διαποτίζει τις κοινωνικές σχέσεις, καθώς και οι συνθήκες διαβίωσης των αγροτών και το πώς αυτές τροφοδοτούν το μίσος διαιωνίζοντας τον κύκλο της βίας.
✽✽✽✽
«Αχυρώνας φλέγεται» είναι ένα από τα αρτιότερα και τα πιο συχνά ανθολογημένα διηγήματα του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Η πλοκή του αναπτύσσεται γύρω από το εναγώνιο δίλημμα ενός δεκάχρονου αγοριού, που υποχρεώνεται να επιλέξει ανάμεσα στην υποταγή στον βίαιο πατέρα του και στην επώδυνη χειραφέτηση.
Στον πυρήνα του διηγήματος ανιχνεύεται αυτό που ο συγγραφέας όρισε, στην ομιλία του κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, ως το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς: «τα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχικού χώρου που βρίσκεται σε μάχη με τον εαυτό του». Ο «Αχυρώνας φλέγεται», εκτός από μια κλασική ιστορία ενηλικίωσης, αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα αυτής της σύγκρουσης που διατρέχει ολόκληρο το έργο του Φώκνερ.
Στον καμβά του διηγήματος συνυφαίνονται με πολλή τέχνη και άλλα θέματα: οι ταξικές και φυλετικές ανισότητες στον αμερικανικό Νότο την περίοδο της Ανασυγκρότησης, ο ρατσισμός που διαποτίζει τις κοινωνικές σχέσεις, καθώς και οι συνθήκες διαβίωσης των αγροτών και το πώς αυτές τροφοδοτούν το μίσος διαιωνίζοντας τον κύκλο της βίας.
«Αξίζει να επισημανθεί ένα ακόμα στοιχείο που εξηγεί την αδιάπτωτη δημοφιλία του διηγήματος. Παρότι το κείμενο αξιοποιεί μοντερνιστικές τεχνικές (όπως η εναλλαγή εξωτερικών περιγραφών και εσωτερικού μονολόγου, καθώς και η χρήση πολλαπλών χρονικών επιπέδων, ανάμεσα στα οποία υφαίνονται λεπτά αφηγηματικά νήματα) και συγκεντρώνει τα κύρια γνωρίσματα του ύφους του Φώκνερ (πιο αναγνωρίσιμο εκ των οποίων είναι ο σύνθετος μακροπερίοδος λόγος), παραμένει ασυνήθιστα εύληπτο συγκριτικά με το υπόλοιπο έργο του συγγραφέα.»
Γ. ΠΑΛΑΒΟΣ, «Στα ίχνη του Σάρτυ», σ. 73-74
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου