Σε πλαστική καθέκλα
η Βάβω μας η Θέκλα.
Ο κώλος της ιδρώνει
κι αρχίζει να θυμώνει.
Με γουρλωμένο μάτι
ψάχνει ένα πελάτη.
Κουκούτσα* να πουλήσει
να μη το ξενυχτήσει…
Απ το πρωί στο κτήμα
Θε μου δεν είναι κρίμα;
Κουκούτσες να μαζεύω
το βράδυ να χαζεύω;
Καίγομαι και ιδρώνω
στη μοίρα μου τα χώνω.
Για μία χούφτα φράγκα
με έφαγε η μαρμάγκα. **Εύη**
*Κουκούτσα = Καλαμπόκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου