Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Κυριακή Καρσαμπά "ΣΧΕΔΟΝ ΓΥΜΝΗ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ" - Ποιητική Συλλογή


Κυριακή Καρσαμπά -ΣΧΕΔΟΝ ΓΥΜΝΗ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Εκδόσεις - ΑΩ
Ετος Έκδοσης - Μάιος του 2018
Είδος - Ποιητική Συλλογή
Σελίδες - 136
ISBN - 978-618-5363-03-1
Εξώφυλλο - Κυριακή Καρσαμπά 

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Γράφω ποιήματα σημαίνει: κάθομαι εδώ κι ενώ ο χρόνος με κυνικές γκριμάτσες μου γνέφει θυμίζοντας τον τελικό αφανισμό μου μηχανεύομαι ύμνους, φωταγωγώ την άβυσσο μ’ ελπιδοφόρους πυρσούς. Στην εμμονή του να ζωγραφίζει βέλη με κατεύθυνση το χώμα του απαντώ με βλέμματα που στοχεύουν καρτερικά τον αχανή ουρανό!

{....}Και η δύναμη, η ενέργεια και η πνοή που ρέει στο κορμί, που δίνει ζωή,που κάνει το αίμα να κυλά, η διόλου ανεξάρτητη από τη σάρκα, έγινε για εκείνην, μια ύλη νέα. Ύλη αισθήσεων, συναισθήσεων και ενσυναισθήσεων, που μεταφράστηκαν σε λέξεις και οι λέξεις σε ποιήματα.{...}

Χρύσα Γκιώνη




Δημοσίευση στην εφημερίδα Ελευθερία 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Γράφω …Απεγνωσμένη προσπάθεια
για τους καιρούς που δεν θα ’χω φωνή!
Μιλάω στο μέλλον…Είναι κανείς εκεί;



Το δείπνο

Γιατί τι άλλο είναι ο ποιητής, παρά ένα μεγάλο παιδί
με ονειροπόλα μάτια,
που αφήνει να περνάνε μέσα απ’ τις χούφτες του
ποτάμια από νερό βροχής,
για να μαζέψει λίγες σταγόνες κρύσταλλο
για τους διαβάτες…
που ανοίγει ορθάνοιχτη την πόρτα της ψυχής,
να μπουν και να δειπνήσουνε μαζί του
ένα δείπνο μυστικό, αθέατο,
στην άλλη πλευρά, εκεί που εκβάλλει ο λόγος...στη σιωπή!



Τρυφερή μοναξιά

Τα δώσαμε όλα στην αγάπη!
Και τί κερδίσαμε λοιπόν;
Μα λίγο είναι
να μπορείς ακόμα να δακρύζεις
με του αηδονιού την έκσταση,
να μπαίνεις έκθαμβος τα βράδια
στον κήπο με τις λέξεις;



Τα όνειρα

Αλήθεια, μας εμπαίζουνε τα όνειρα,
ή μας κρατούνε συντροφιά
εξοικειώνοντάς μας με το ανέφικτο;



Νυχτώνει

Το καλοκαίρι έχει προ πολλού τελειώσει.
Έκλεισε το κεφάλαιο της φωτιάς.
Κι ενώ η ψύχρα πλησιάζει αμείλικτη
ακόμα αναζητάω το αναιμικό ηλιόφωτο.
Τα γνώριμα ιδιωτικά νερά
δεν έπαψαν να με καλούν να κολυμπήσω…

Μα τελικά από άλλο δρόμο συναντιέμαι
με την προσωπική μου έκσταση!
Σαν παίρνει να βραδιάζει
κοσκινίζοντας λέξεις γράφω ποιήματα
άλαλη μένοντας απ’ το βάθος που μας κατοικεί.
Τα πρωινά μηρυκάζω την επανάληψη
και μόνο το πότισμα των λουλουδιών με θέλγει.

Α! Τα λουλούδια! Έκπαγλες συμμετρίες!
Με το άνοιγμα των πετάλων τους
μυστήριο το θαύμα ξετυλίγεται
ανασταίνω το Λάζαρο απ’ τον τάφο του
ακουμπώ τα πονεμένα μέλη μου και γιατρεύονται.

Νυχτώνει… μα δεν σταμάτησαν τα μαγικά πουλιά!
Σε αθέατους κήπους
με τα φτερά τους πότε –πότε φτερουγίζω!

Εδώ στο τέλος των καιρών
η μουσική, δεν σε εγκαταλείπει.
Αυτή η ευγενής, μέσα στο αίμα, μουσική.



Η αθανασία

Γράψε το όνομά σου εδώ μου είπε η αθανασία!
Και μου ’ δωσε
για πένα το ράμφος ενός χελιδονιού
και για χαρτί ένα σύννεφο



Τα πουλιά

Πάτησαν σε βουνοκορφές απάτητες.
Έγραψαν κύκλους.
Αμέτρητα γεωμετρικά σχήματα στον αέρα.
Κανένα ίχνος πίσω τους.
Κανένα χειροκρότημα.
Καμιά υστεροφημία.

Τι ευγενής ράτσα τα πουλιά!



Οι τρίλιες

Ακούω τις τρίλιες ενός πουλιού
φυλακισμένου σε κλουβί.
Τι θαύμα ένα πουλί!
Πώς είναι τόσο ψυχωμένο
μέσα στο κελί του!



Η νύχτα

Η πόλη βυθίστηκε στο παρήγορο σκοτάδι.
Κοιμάται ανυποψίαστη κι αθώα.
Για σήμερα σφράγισε τ’ αυτιά της.
Σφράγισε και τα χείλη της στα ψεύδη.
Αύριο πάλι η αυγή θα ξυπνήσει νέες φροντίδες,
θα προμηθεύσει νέες μάσκες για την παράσταση.



Μερικοί βλέπουν τη ζωή σαν φυλακή
μα εγώ ξεφεύγω.
Είναι που αποφάσισα να εκτίσω τη ζωή μου
στο τεράστιο κελί του στοχασμού.



Μιλάμε για αδικία;

Μιλάμε εμείς για αδικία;
Μα τότε τί να πουν τα δέντρα
σ' ένα δάσος που καίγεται;
Τι να πουν τα πουλιά που τουφεκίζονται;
Τι να πουν τ' απορημένα παιδικά μάτια
που έκλεισαν πριν καλά-καλά ανοίξουν;



Η ματαιότητα

Στο τέλος …
σαν τη Σαλώμη προβάλλει 
η ματαιότητα!
Κρυμμένη ήταν πίσω από μια γωνιά,
χορεύει το σαγηνευτικό χορό της 
ρίχνοντας τα πέπλα ένα- ένα, 
ώσπου αποκαλύπτεται γυμνή!
Ζητάει την κεφαλή σου επί πίνακι!
Μα συ δε θα τη δώσεις…
κι έτσι μ’ ολοφάνερη τη ματαιότητά της
πάλι η ζωή έχει λόγο να τη ζεις.



Μεγάλη εβδομάδα

Βρέχει και φέτος όπως κάθε χρόνο
Χριστέ μου στην ψυχή μου,
Μεγάλη εβδομάδα και κατ’ έθιμον
πάντα οι άνθρωποι σε θυμούνται…
Όμως, θα ήθελα να σου πω
πως τα δικά μου μάτια
όλο το χρόνο τρέχουν τα δάκρυά σου…
Κι ας ήταν
να μην περίμενα μόνο μια μέρα
την Ανάστασή σου να χαρώ.



Το κενό

Συχνά όταν βρίσκομαι στο κενό
ζωγραφίζω με τη σκέψη μου μια σκάλα
και κατεβαίνω
Εδώ αισθάνομαι πιο ασφαλής.
Ο ουρανός μού γνέφει πως θα με περιμένει



Τabula rasa

Τι ταξίδι κι αυτό!
Να σου έχει σβηστεί η μνήμη
του τόπου εκκίνησης
και του τόπου προορισμού!



Τα αγίνωτα φρούτα

Α, η αειθαλής μελαγχολία των ανέγγιχτων ανθρώπων!
Είναι τ’ αγίνωτα φρούτα που δε γλύκαναν!
Ζωές που ξετυλίγονται δισταχτικά, σαν νήματα
σε αργοκίνητη ανέμη.



Ο μύθος

Ανοίγω ξανανοίγω πόρτες.
Μην είναι αυτή η τελευταία;
Κάνω πως δε γνωρίζω.
Συνεχίζω να ερευνώ.
Βλέπετε, ο μύθος του ερευνητή
είναι ο δικός μου μύθος.



Το πιο δικό μας πρόσωπο είναι το λυπημένο.
Πώς ν’ αγαπήσεις τη φθορά;



Να λειαίνεις την πέτρα της απουσίας.
Κι έπειτα να την βυθίζεις
στο γόνιμο νερό της σιωπής.
Ίσως εκεί βλαστήσει φως



Στην ηλικία των δώδεκα
μού φόρεσαν κοινωνικά γυαλιά.
Κι έχασα την παιδική μου όραση!



Σιγά-σιγά η μάσκα απορρόφησε το πρόσωπο
κι άλλη ζωή δεν έχει…
Τον ψάχνω, μα δεν είναι πουθενά για να μιλήσω.



Με ποιόν ν’ αντιδικήσω,
όταν τους βλέπω όλους μέσα μου;



Πού να ’ξερες!
Για τα ελαττώματά σου σ’ αγαπώ.
Οι αρετές είναι ανιαρές κι ας τις υμνούμε!



Ποιος κάθισε ν’ ακούσει ένα ποίημα, απ’ αυτά
που γράφει κάθε μέρα, ένα ρυάκι, μια λεύκα, ένα αηδόνι;



Το κάδρο

Το λάτρευα εκείνο το κάδρο.
Μου ήταν από πάντοτε πολύτιμο.
Εκείνο το παράθυρο που έβλεπε τη θάλασσα.
Κι ο κλέφτης χρόνος το σεβάστηκε.
Τα πήρε σχεδόν όλα
μα εκείνο μού το άφησε.



Λιγομίλητες σταγόνες

Μα πως να ομολογήσεις
ότι ζήσαμε το μέγιστο δίπλα
σε κάποιον αγράμματο γέροντα
ακούγοντας λιγομίλητες σταγόνες
να πέφτουν απ’ το γείσο
του φτωχικού του υπόστεγου 
και το μηδαμινό
δίπλα σε επαΐοντες, γνώστες
κι αφεντικά του κόσμου αυτού;



Εκατομμύρια βήματα ο καθένας!
Μα τελικά προχωρήσαμε;



Είναι φορές που απλώνω την ψυχή μου στο άπειρο
λες κι αναπνέω με τους πνεύμονες του Θεού!



Πιο πολύ κι απ’ τις νίκες, τις ήττες μου αγάπησα.
Μ’ έφερναν πάντα πιο κοντά στην αλήθεια μου.



Θάνατος έρωτας

Βουλιάζουμε στο δείλι μαγεμένοι!
Είμαστε ερωτευμένοι με το θάνατο,
μα δεν το ομολογούμε!
Κι ίσως ο θάνατός μας να είναι η πιο βαθιά,
η πιο απεγνωσμένη ερωτική πράξη.
Η ζωή κι ο θάνατος να χάνονται μαζί
αγκαλιασμένοι σε μια κορύφωση
που καταργεί για πάντα τη ροή!



Τώρα πια

Τώρα πια δεν περιμένω τίποτα.
Αφουγκράζομαι.
Και η Ζωή έρχεται με χιλιάδες πρόσωπα:
Σαν Φύση, σαν άνθρωπος, σαν ζώο, σαν πουλί,
σαν μυρωδιά, σαν ήλιος, σαν βροχή.
Σαν είδηση, σαν κλάμα, σαν χαμόγελο,
σαν ξαφνικός θεός που λάμπει
μέσα στα μάτια ενός άγνωστου,
σαν δήμιος, σαν έλεος απρόσμενο,
σαν κάτι που εκτιμάς κι ωστόσο χάνεται
και δε μπορείς να εξηγήσεις γιατί,
σαν πόνος για σένα τον συνταξιδευτή,
αγαπημένε μου μικρέ- μεγάλε άνθρωπε,
σαν Αγάπη, σαν Σιωπή



Η σκάλα

Κάπου η σκάλα καταρρέει
αφού δεν χρειάζεται πια άλλο,
όταν το πάνω και το κάτω
αποκαλύπτεται ότι είναι ένα.



Με το μανίκι μου τα δάκρυα της θλίψης μου σκουπίζω
κι έκπληκτη βλέπω πάνω του να φυτρώνουνε κρινάκια!



Μυστικοί διάλογοι

Τώρα δεν παίζει πια μαζί μου όπως παλιά
που ένοιωθα παιγνίδι στα χέρια Του.
Τώρα έχω μεγαλώσει πια.
Άλλαξε συνήθειες κι ο Θεός.
Χρειάζεται συντρόφους
και μου μιλάει τα μυστικά του.


Ο Θεός

Σαν τη γενειάδα του θεού
σε παλαιές εικόνες
αυτός ο καταρράχτης .
Ήχος βαθύς και μακρινός.
Γεμίζεις δέος.
Μα τον θεό εγώ τον βλέπω προσιτό
εκεί που καταλήγει το νερό,
στις όχθες ήρεμων ρυακιών
όπου θροΐζουν λυγαριές και καλαμιές
και πίνουν τα πουλιά αιωνιότητα.



Τρέχει το νερό στο ρυάκι μουρμουρίζοντας:
«Γίνε σαν και μένα»… «Γίνε σαν και μένα»…
Δεν έχει ανάσα στα πηγάδια και στις λίμνες το νερό.



Ιερογαμία

Δεν ξέρω αν είναι ο άνεμος
που μ’ έσπρωξε ως εδώ
ή τα σημάδια που ακολούθησαν
δειλά τα βήματά μου.
Στη μυστική εκκλησία της καρδιάς
αθόρυβα οι Αρχάγγελοι
σταυρώνουν κρίνα και σπαθιά
σ’ αιώνια τελετουργία γάμου.



Τα ανείπωτα 1984

Έλα να μιλήσουμε σιγανά,
εμείς που αγγίξαμε
τη φόδρα του κορμιού μας.
Το άδειο, το κενό υπομένοντας,
το μέσα τίποτα, ίδιο με το Μεγάλο Τίποτα.
Και πώς να πούμε τα ανείπωτα, 
πώς χάραξε η πρώτη αχτίνα
από το θείο σκοτάδι,
το θαύμα της ηλιογένειας;



Όταν βραδιάζει

Όταν βραδιάζει
μπαίνει στην κάμαρα το Άγνωστο
με ανάλαφρες πατούσες
και δίπλα σου πλαγιάζει.

Είναι η νύχτα εξοικείωση γλυκιά 
μ’ εκείνο που φοβάσαι.
Μα πριν παραδοθείς
ο νους φροντίζει και στήνει γέφυρες
για νέα συνάντηση με το φως.

Κι ανοίγει πάλι το παράθυρο στον ήλιο.

Ο χρόνος καίγεται, καίγεται
σαν χαρτί.
Κανένας σπλαχνικός άνεμος
τη στάχτη του δε λέει να σκορπίσει
προτού το Άγνωστο 
σε μια μοιραία συνάντηση, μαζί του να σε πάρει.

Υπάρχει άραγε πέρασμα γυρισμού 
απ’ τη Μεγάλη Νύχτα;

Αριάδνες και μίτους
δε συναντάς
παρά στα παραμύθια.*

*Υποσημείωση: Η εναλλακτική απάντηση: Αριάδνες και μίτους δεν συναντάς μόνο στα παραμύθια,αλλάζει βέβαια το νόημα του τέλους του ποιήματος , αλλά το αφήνω στην διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη.



Απογειώσεις

Εκεί που πάω πότε- πότε,
δεν ανοίγω καγκελόπορτα του κήπου.
Δεν έχει σπίτι, ούτε οικοδεσπότη
να με υποδεχτεί.
Ούτε έχω πόδια
να σκουπίσω τα παπούτσια στο χαλάκι.

Ακούω μόνο μουσική
και φτερουγίσματα αγγέλων!
Μα αν απότομα στρέψω
το βλέμμα για να δω,
προσγειώνομαι και πάλι στο δωμάτιο.
Και βλέπω τις κουρτίνες 
να χτυπούνε στον αέρα
σαν τα φτερά τεράστιων πουλιών 
απεγνωσμένα να ζητούν ελευθερία!



Το Άγιο Δισκοπότηρο

Και μόνο αν τιμήσεις το σώμα 
προσεγγίζεις το θαύμα το ανέφικτο.
Αρώματα ξαφνικά σε ζώνουν από παντού
γεμίζοντας το διάστημα από γη σε ουρανό.
Κι όλα τα πράγματα λούζονται
στο δικό τους εξαίσιο φως,
το αθέατο ως τώρα,
καθρεφτίζοντας το αίμα
που αφυπνίστηκε ακτινοβολώντας
μέσα απ’ το Άγιο Δισκοπότηρο



Ο αιώνια ερχόμενος

Απ’ το παράθυρο
το δρόμο αγναντεύω.
Κι Εσύ από μακριά όλο έρχεσαι.
Μικρή φιγούρα.
Ποτέ δε μεγαλώνεις.

Δεν είναι δα και τόσο μακριά αυτό το βάθος.
Είναι τόσο κοντά που με κάνει να ελπίζω.
Και βάζω τη μουσική υποδοχής να παίζει.
Κι ανοίγω φώτα και στην πόρτα αδημονώ
το χτύπημα ν’ ακούσω.

Ακούω καμιά φορά
το ελαφρό πράο χεράκι του ανέμου
και ξεγελιέμαι.
Μήπως σαν κύμα σιωπηλό
έρχεσαι και πάλι φεύγεις;

Κύριε, κουράστηκα απ’ τους ανθρώπους…
Η σχέση μου μαζί τους είναι τόσο εύθραυστη.

Θα ’θελα σαν Εγώ-Εσύ να έρθεις.
Σαν Εαυτός σε σχέση ακατάλυτη!

Ξέρω, θα έρθεις.
Αλλά θα είναι για να μείνεις;
Ή για να με συντρίψεις;



Κανείς δε μιλάει για την έπαρση της Φύσης.
Καταιγίδες, κεραυνοί, σεισμοί και παγετώνες.
Μα είναι βλέπεις, που με το ένα χέρι μάς χτυπά
και με το άλλο μάς ανοίγει σαν βεντάλια
την ομορφιά μιας Άνοιξης!



Άνθισε στο παράθυρο το δεντρολίβανο.
Μικρές τούφες λουλακί.



Στο ψιθύρισμα των ανοιξιάτικων φύλλων
ριγώ που ξαναστήνεται η ζωή
κι ας ξέρω ότι εγώ δεν είμαι δέντρο.



Ήρθαμε 2011

Δίχως περιττές αποσκευές
ήρθαμε πια στο δικό μας σπίτι. 
Δεν έχει θεμέλια το σπίτι αυτό
καράβι είναι 
ένα μικρό καράβι που ταξιδεύει.
Χωρίς καν χάρτες και πυξίδες.
Το αγέρι εδώ είναι καθαρό
η ανάσα αβίαστα συμβαίνει.

Και είναι ήρεμα.

Πλέει το σκάφος, λες, μόνο του.
Ακόμα κι αν αλλάζει ο καιρός, 
άκοπα το ταξίδι συνεχίζει.
Ξέρει καλά το αγέρι
σε ποιον απάγκιο όρμο να σε πάει.
Καμιά φορά
το βλέμμα γυρίζει προς τα πίσω.
Εκεί που ο έρωτας φάνταζε λύτρωση
και τα βιβλία γνώση.
Παλιές συνήθειες,
ταραχές, ελπίδες, ψευδαισθήσεις.
Άσε λοιπόν τον άνεμο να σε πάει όπου σε πάει…

Έτσι είναι ήρεμα.



Δισύλλαβες λεξούλες φτερωτές οι πεταλούδες.
Γράφουν ποιήματα ανάμεσα στα φύλλα.

Τα διαβάζεις;



Η ζωή είναι μια ατέλειωτη
προσαρμογή στην απώλεια.
Τα δέντρα το ’μαθαν καλά.
Φυλλοροούν αγόγγυστα.



Ο πέτρινος τοίχος πάλιωσε,
μα αντλεί ακόμα ευτυχία
παίζοντας με τη σκιά
του διπλανού του δέντρου.



Κοίτα…
Περπατάμε δίπλα σε ένα ηφαίστειο
μα δε σκεφτόμαστε τη λάβα.
Χαζεύουμε δήθεν ανύποπτοι
τ’ αγριολούλουδα στις πλαγιές
δίπλα στον κρατήρα.



Γεμίζουμε αδειάζουμε σαν το φεγγάρι.
Δεν μπορείς για πολύ να ευτυχείς.
Δεν μπορείς για πολύ να δυστυχείς.
Αυτό που θέλει η Ζωή είναι απλά να ζεις.



Το κυκλάμινο του χειμώνα

Μια πεταλούδα κρατημένη από κλωστή,
το ευάλωτο κυκλάμινο.
Μα μέσα κι απ’ το χιόνι ξεφυτρώνει
με πείσμα το χειμώνα ν’ αντικρίσει.

Κι ολόκληρο είναι ένα κεφάλι
ταπεινό, γερμένο,
που υποκλίνεται στην κάτασπρη

αγνότητα της Φύσης


Βιογραφικό σημείωμα Η Κυριακή Καρσαμπά γεννήθηκε στην Καλαμάτα από γονείς Μικρασιάτες. Σπούδασε Ιατρική στο ΑΠΘ και άσκησε το ιατρικό επάγγελμα επί 34 χρόνια. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της το έζησε στη Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη. Επέστρεψε και εγκαταστάθηκε οριστικά στη γενέτειρά της από το 2014. Από πολύ μικρή ηλικία ασχολήθηκε με ποικίλες καλλιτεχνικές δημιουργίες. Στο ενεργητικό της έχει πέντε ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, μερικές συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις, μια έκθεση χειροποίητου κοσμήματος, καθώς και μια έκθεση μικρών ζωγραφισμένων και κεντημένων συνθέσεων. Στα ενδιαφέροντά της επίσης ήταν και η διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο Αιματολογίας, και ασχολήθηκε με την μετάφραση βιβλίων από τα Αγγλικά και Γαλλικά.
Γράφει ποίηση από πολύ νέα. Ποιήματά της έχουν διαβαστεί σε λογοτεχνικούς κύκλους και ποιητικές εκδηλώσεις και έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και βιβλία που αναφέρονται στο έργο Ελλήνων ποιητών. Τον Μάιο του 2018 εξέδωσε την ποιητική συλλογή : ΣΧΕΔΟΝ ΓΥΜΝΗ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, Εκδόσεις ΑΩ, την οποία και παρουσίασε στο ξενοδοχείο REX Καλαμάτας στις 14/11/2018. Είναι μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων συγγραφέων, στις εκδηλώσεις της οποίας παρίσταται την τελευταία τετραετία με συμμετοχή επίσης στο ετήσιο βιβλίο με συλλογικό έργο των Μεσσηνίων συγγραφέων. Κριτικές αναλύσεις και αναγνώσεις της ποίησής της έχουν γίνει από αρκετούς ομότεχνους και κριτικούς λογοτεχνίας μερικές των οποίων έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά περιοδικά λόγου όπως το Fractal,τo Diastixo, καθώς και σε Εφημεριδες της Καλαμάτας.


Εφημερίδα Θάρρος

ΚΡΙΤΙΚΗ

i.Γιώργος Ρούσκας* - Ποίηση είναι το ρίγος μπροστά στο θαύμα της Ζωής


Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Κυριακής Καρσαμπά «Σχεδόν γυμνή σαν την αλήθεια», εκδόσεις ΑΩ, 2018



Το όνομα κάτι μου θύμιζε. Η απάντηση, ήρθε ξαφνικά σε χρόνο ανύποπτο. Θυμήθηκα ότι σκίτσα της Κυριακής Καρσαμπά στολίζουν το τελευταίο βιβλίο της ποιήτριας Γιώτας Αργυροπούλου με τίτλο «Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό», η οποία πρόσφατα και πρόωρα έφυγε από τη ζωή…


Το βιβλίο «Σχεδόν γυμνή σαν την αλήθεια», είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Κυριακής Καρσαμπά (K.K. στη συνέχεια), με σχέδιο της ιδίας στο εξώφυλλο· ένα γυμνό αλλά και καλυμμένο ταυτόχρονα γυναικείο σώμα, σε στάση περισυλλογής. Ίσως γιατί συλλογιέται τις αλήθειες που ως τώρα προσπέρασε, γυμνές κι αυτές, μα ταυτόχρονα πολύ καλά καλυμμένες, όπως καλύπτονται με ρούχα «εντροπής» (ή με ανθρώπινα μέλη στο εξώφυλλο) οι κατεξοχήν ερωτικές (γυναικείες) ζώνες: γύρω από το δεύτερο τσάκρα και κοντά στην περιοχή του τέταρτου, με το οποίο περιβάλλεται και η καρδιά.

Η εικαστική απεικόνιση, με το ένα πόδι να πατάει καλά στη γη και το άλλο ίσα που να εφάπτεται σε αυτήν με τα ακροδάχτυλα, έτοιμο για λάκτισμα, αφήνει ελπίδες για μελλοντική ανόρθωση. Ή παλινόρθωση; Το δεξί χέρι υποβαστάζει το κεφάλι ενώ το αριστερό ακουμπά το σώμα. Δημιουργείται έτσι με τα τέσσερα άκρα ένα δίπολο το οποίο αποτελείται με τη σειρά του από δύο άλλα δίπολα: το ένα από τα δύο άνω άκρα, οδηγώντας την τύρβη της εσωτερικής ενέργειας σε δεξιόστροφη κίνηση (άνευ απωλειών;) και το άλλο από τα δύο κάτω άκρα, σε μια προσπάθεια να γειωθεί η οντότητα με τη μάνα γη.

Το σώμα γίνεται έτσι ανεμόμυλος κυκλαδίτικου νησιού, που ζωντανεύει καθώς γυρίζει με την παραμικρή πνοή του αναγνώστη.

Η πάλη του εσωτερικού με στοιχείου με το εξωτερικό περιβάλλον και ο αγώνας για να ευδοκιμήσει ζωή, από το ανθρώπινο σώμα περνάει στο σώμα του βιβλίου και αποτυπώνεται με διάρθρωση τριαδική. Η πρώτη ενότητα άτιτλη, με ελεύθερη την επιλογή να εννοείται ως τίτλος της αυτός του βιβλίου, η δεύτερη με την κεφαλίδα «Της Μυστικής Ζωής» και η Τρίτη «Στο κλίμα της Ζεν Ποίησης», δείχνουν την πορεία του ανθρώπου: από τη γέννηση στον κόσμο τούτο ως τη μετάβαση –σε έναν άλλο κόσμο ή στο πουθενά, στο τίποτε. Η τριβή με την καθημερινότητα, οι εμπειρίες, η πορεία στο χρόνο, συνδυασμένα σιγά -σιγά με το «ένδον σκάπτε», μπορεί να οδηγήσουν από τη μνήμη σε μια κατάσταση γυμνή σαν την απόλυτη (υπάρχει; ποθείται; ή πιστεύεται;) αλήθεια. Από εκεί, τόσο με προσήλωση στο εσωτερικό μας σύμπαν όσο και με προσεκτική παρατήρηση των όσων μας περιβάλλουν, μπορεί να επιτευχθεί μια μυστική ζωή, υπό την έννοια της διαρκούς αποσαφήνισης και του συνειδητοποιημένου βιώματος πολλών εννοιών που αφομοιώνονται εντός, ώσπου να αξιωθεί ο άνθρωπος –αν αξιωθεί –, να μεταλάβει σταγόνες καμωμένες από Ζεν· ν’ αξιωθεί στάλες Ζεν Ποίησης να φιλήσουν τα πέταλα του έσω άνθους του.

Με τη «βάπτιση» αυτή θα γίνει κάτοχος μέρους της αλυσίδας του Μυστικού. Τότε θα μπορεί να θεωρεί εαυτόν «μυημένο».

Το βιβλίο είναι (εγώ το είδα ως) ένα αυτοβιογραφικό πόνημα που συναπαρτίζεται από κατασταλάγματα ολόκληρης ζωής. Είναι μια ακολουθία μιας συγκεκριμένης χωροχρονικά Μεγάλης Παρασκευής, με διαπιστωτική υμνολογία των παθών, των πεπραγμένων και των κατακτημένων γνώσεων, οι οποίες δίνονται με τρόπο κάθε άλλο παρά βυζαντινό, ενώ γύρω η άνοιξη οργιάζει, η ζωή κινείται ακατάπαυστα σε κάθε κατεύθυνση και η Ομορφιά δηλώνει την παρουσία της με τρόπους αμέτρητους. Όπως και ο Πόνος. Οποία αντίθεσις! Πριν την απόλυση, παρέχεται η δυνατότητα σε όσους σταθούν στους στίχους του βιβλίου με ευλάβεια, να μεταλάβουν Θεία Κοινωνία Αληθείας, γενόμενοι έτσι κοινωνοί φωτός.

Η ομιλούσα της γραφίδας φωνή έχει το πλεονέκτημα του ονόματος: Κυριακή.

Ρυάκι του «κι». «Κι» είναι η Ζωτική Δύναμη, η Ζωτική Ενέργεια στα ιαπωνικά. Ρυάκι, ροή, ρέει, όπου «ρέι» στα ιαπωνικά σημαίνει Συμπαντική. Ρέικι (Συμπαντική Ζωτική Ενέργεια-Δύναμη, ενεργειακή θεραπεία). Κυριακή. Παιχνίδι με τις λέξεις; Μπορεί.

Η Κ.Κ. Γνωρίζει ότι έρχεται η Κυριακή της Ανάστασης. Μπορεί να φοβάται τον ήλιο και την άμεση έκθεση στο φως, μπορεί το ψυχικό της δέρμα να μην αντέχει το φως και η ίδια να προτιμά το σκοτάδι, να νιώθει καλύτερα εκεί, στο οικείο από τη σπηλιά της μήτρας μαύρο της νύχτας:

[Η νύχτα σε σκεπάζει σαν μητρική αγκαλιά],

όμως, από φως είναι καμωμένη. Είναι ερωτευμένη με το φως. Εκπέμπει άθελά της φως, το δικό της, ιδιαίτερο φως.

Κυρίαρχος ο προβληματισμός της για το τι είναι «ζωή». Μέσα από την καθημερινή τριβή, έχει την εμπειρία πολλών εκφάνσεών της. Το πρώτο που είναι η ζωή, λέει, είναι ένα παιχνίδι αντιθέτων, ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου, ένα παιχνίδι απώλειας:

[Η ζωή είναι μια ατέλειωτη
προσαρμογή στην απώλεια]

ένα παιχνίδι περιορισμών, ένα είδος φυλακής

[… αποφάσισα να εκτίσω τη ζωή μου
στο τεράστιο κελί του στοχασμού]

που ξεκινάει από τη γέννηση

[Γέννηση είναι η νίκη της εξωστρέφειας
πάνω στην εσωστρέφεια.
Θάνατος, ακριβώς το αντίθετο],

συνεχίζεται ψάχνοντας απαντήσεις

[Βγήκα κι ανοίχτηκα στον κόσμο!
Δεν έχω άλλη απάντηση για τη ζωή
την παρουσία μου μόνο!]

οδεύοντας κάποτε προς τη δύση

[Ποιος είπε πως δεν είναι φυσικό
στη δύση της ζωής σου να φοράς
το κόκκινο προκλητικό σου φόρεμα;
Κατά μίμηση του δύοντος ηλίου
ξέρεις με ποια γιορτή,
αποχαιρετάς τη μέρα…].

Οι ρυτίδες; Μόνιμες χρόνου καταγραφές:

[… οι ρυτίδες τους ιστορούνε
το πάθος με το οποίο διασχίσανε τον κόσμο.

Ακόμα ηχούν πάνω τους
όλα τα τραγούδια της ζωής
καθώς γλιστράνε ήσυχα σαν βάρκες
σε θάλασσα όπου κόπασε το κύμα].

Θάλασσα. Μήπως εμείς, αφού

[δεν είμαστε άλλο από εκείνη];

Είτε επισκεφθεί τον πλαστικό χειρουργό ο άνθρωπος σε μια απελπισμένη προσπάθεια να καλύψει τούτες τις χρονικές μαρτυρίες (ρυτίδες), είτε πορεύεται φιλιωμένος με τα όσα η φύση τον φόρτωσε, η ομολογία δεν είναι άλλη από τούτη εδώ:

[Δε χόρτασα να ζω].

Αντίδοτο στη φθορά, στο γήρας, στην απελπισία, στη ρουτίνα, ένα και μοναδικό. Ο έρωτας:

[ήταν ο μόνος
που για λίγο τίναζε από πάνω μου
όλη τη σκόνη τη θνητή που μας σκεπάζει].

Η σχέση της Κ. Κ. με τη γραφή αποκαλύπτεται από την ίδια με εξομολογητικούς ή ερωτηματικούς στίχους, περνώντας από το δέος που νιώθει μπροστά στο χαοτικό βάθος της ανθρώπινης ψυχής

[… γράφω ποιήματα
άλαλη μένοντας απ’ το βάθος που μας κατοικεί]

σε μία από τις πολλές απαντήσεις στην ερώτηση «γιατί γράφουμε;»

[Κι ίσως γράφοντας
να χτίζουμε ένα ανθεκτικό κενοτάφιο],

επανακάμπτοντας τέλος σε ένα άλλο δέος, αυτό της θεϊκής προέλευσης (ή και υπόστασης ακόμη) των ίδιων των λέξεων:

[Θεοποιούσε τις λέξεις…
Μα πίνει κανείς νερό από τη λέξη Πηγή;]

ώσπου καταλήγει στο τι είναι για εκείνη η ποίηση:

[Ποίηση είναι το ρίγος μπροστά στο θαύμα της Ζωής].

Στην επαφή με το Θείο, με την έμπνευση, με το Υπερπέραν, αυτό που τη (μας) σώζει είναι η πολύ καλή γείωση και η κατακτημένη γνώση της αξίας της λεπτομέρειας. H σημασία της αλληλεπιδρώσας συμβολής κάθε κυττάρου στην ολότητα ενός οργανισμού, άρα και στη λειτουργία του:

[Σαν κύτταρο χωρίς ταυτότητα,
με αθέατη τη μεμβράνη
μέσα στην ενεργειακή θάλασσα
της Ευφροσύνης, μετέχεις αόρατα].

Άλλη θάλασσα εδώ, ενεργειακή. Ενέργεια που έχει διαδραστική σχέση με την ύλη. Φτάνει έτσι γιαλό-γιαλό σε έναν άλλο ορισμό της ποίησης, αυτόν που πολλοί μεγάλοι ποιητές (π.χ. Ρώμος Φιλύρας, Άγγελος Σικελιανός, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Κώστας Κρυστάλλης κ.α.) πριν από πολλά χρόνια είχαν βιωματικά διατυπώσει. Εκείνη το λέει έμμεσα με τον δικό της τρόπο:

[Ποιος κάθισε ν’ ακούσει ένα ποίημα, απ’ αυτά
που γράφει κάθε μέρα, ένα ρυάκι, μία λεύκα, ένα αηδόνι;].

Ο σεβασμός και η αγάπη στη Φύση, καθορίζουν τη ζωή και τη γραφή της:

[Μιλάμε εμείς για αδικία;
Μα τότε τι να πουν τα δέντρα
σ’ ένα δάσος που καίγεται;
Τι να πουν τα πουλιά που τουφεκίζονται;
Τι να πουν τ’ απορημένα παιδικά μάτια
που έκλεισαν πριν καλά-καλά ανοίξουν;].

Μαθήματα ζωής, έρχονται στιχουργημένα να δονήσουν τις ευαισθησίες του αναγνώστη. Το μέτρο, η ολιγάρκεια, η δωρικότητα, από τα πρώτα:

[Μόνο αυτό, είχε πει ήρεμα
δείχνοντας ένα ψωμάκι με τυρί
από τα τρόφιμα που πήγα.
Αυτό φτάνει για σήμερα.
Πώς να ξεχαστεί;]

Η άλλη όψη του πόνου, η συμβολή του δηλαδή στις κατοπινές επιλογές, σημαίνεται:

[Πού να ’ξερα τότε ότι εκείνος ο αφόρητος πόνος
θα ’ταν η αιτία για τις κατοπινές επιδόσεις μου στην αντοχή!]

Με ένα δωδεκασύλλαβο δίστιχο, συνοψίζει τη θεωρία του Πόνου:

[Πόνος και άνθρωπος
λέξεις συνώνυμες.]

Εισέρχεται και στα χωράφια που οργώνουν από κοινού η ψυχολογία, η φιλοσοφία και η θρησκεία:

[Χωρίς Εγώ τι έχω να φοβηθώ;]

(βλ. και λίγο πριν: [Σαν κύτταρο χωρίς ταυτότητα,/ με αθέατη τη μεμβράνη

μέσα στην ενεργειακή θάλασσα/ της Ευφροσύνης, μετέχεις αόρατα]).

Όλα εμπεδώνονται και αφομοιώνονται κυρίως μέσα από δύο λειτουργίες. Της μνήμης:

[Η μνήμη είναι καταπληκτική μοδίστρα.
Κόβει, ράβει, συναρμολογεί,
κάνει ωραία φινιρίσματα]

και της συνομιλίας με τους αγαπημένους απόντες, όταν παρόντες δεν υπάρχουν ή είναι αόρατοι ή συντονισμένοι στην απουσία:

[Αθόρυβα την πόρτα μου ανοίγοντας
είσαστε πάντα εδώ
αγαπημένοι μου απόντες!]

Μαθήματα ταπεινά, με κριτική ματιά και πάντοτε σε ετοιμότητα για αναθεώρηση αν χρειαστεί, αφού κάθε βήμα συνοδεύεται από δύο στίχους:

[Ποιος δασκαλεύει αστόχαστα
για λάθος και σωστό;]

Εν κατακλείδι, τούτη η συλλογή ποιημάτων της Κ. Κ., είναι για εμένα μια αυτο-ανθολόγησή της από ποιητικές συλλογές που μπορεί μεν ποτέ να μην εξέδωσε, βρίσκονται όμως τυπωμένες βαθιά μέσα στην Ύπαρξή της (για να μην μπλέξουμε εδώ με την ψυχή και τα Αριστοτελικά περί Ψυχής). Είναι μια παρακαταθήκη στίχων από γυμνές αλήθειες που θέλησε να ξέρει ότι θα μείνουν κάποτε πίσω της ειπ(τυπ-)ωμένες από εκείνη, ενστερνιζόμενη μία ζεν κατάσταση που λέει πως, αν μπορείς να κελαηδήσεις, χάρισε τη φωνή σου στο δάσος. Θυμίζω ότι το ζεν ως κατάσταση είναι απολύτως βιωματικό, όπως και οι αλήθειες τούτου του βιβλίου.

Είναι λοιπόν το δικό της κελάιδισμα στο βιβλιοδάσος. Η δική της λεμονιά στο λεμονοδάσος, για να θυμηθούμε και τον Κοσμά Πολίτη.

Επιγραμματικά, ίσως είναι μια μετάγγιση του αίματός της στο σώμα του Λόγου με τις τόσες αιμάσσουσες πληγές. Η Ιδέα, οράται σχεδόν γυμνή επάνω στη διαφανή αντικειμενοφόρα πλάκα, οδηγώντας τον μυημένο παρατηρητή στην αλήθεια, κάτω από το κατοπτρικό μικροσκόπιο της αυτογνωσίας, της βιωματικής εμπειρίας, του διαλογισμού, της Ποίησης.

Τι θα μείνει; Ποιος ξέρει! Έχει σημασία; Η ίδια αφορίζει:

[Κάποτε οι λέξεις ανατρέπονται.
Η μοναξιά γίνεται πληρότητα.
Ο έρωτας πληγή.
Η γνώση γίνεται άγνοια.
Μα η αγάπη, αγάπη μένει.
Για πάντα θα ’ναι εκεί].

Τι έχει σημασία;

[Αυτό που θέλει η Ζωή είναι απλά να ζεις].

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής



ii.Χαρά Νικολακοπούλου * "Ποίηση εσωτερική αλλά όχι εσωστρεφής"

Κοίτα…

Περπατάμε δίπλα σε ένα ηφαίστειο

μα εμείς δεν σκεφτόμαστε τη λάβα.

Χαζεύουμε δήθεν ανύποπτοι

τ’ αγριολούλουδα στις πλαγιές
πλάι στον κρατήρα.

Με τον πρωτότυπο τίτλο «Σχεδόν Γυμνή σαν την Αλήθεια» κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της ποιήτριας/γιατρού/ ζωγράφου Κυριακής Καρσαμπά. Όμως οι λέξεις κάνουν τα δικά τους παιχνίδια. Απαλείφοντας το σχεδόν και το σαν, τι μένει; Δύο λέξεις που διαθέτουν μεγάλη δύναμη: Γυμνή και Αλήθεια, η αλήθεια που απορρέει από τα πεπραγμένα του βίου όταν όλα τα προσχήματα και τα περιττά στολίδια εκπέσουν. Η αλήθεια που αναδύεται ατόφια και απροκάλυπτη όταν τα πρόσθετα, διακοσμητικά, άχρηστα εν τέλει στοιχεία, ασφυκτικά και επιβαρυντικά της ζωής, απορριφθούν. Όμως εδώ, συνεχίζοντας το παιχνίδι των λέξεων, κάνει αισθητή την παρουσία του το σχεδόν που ανεπαισθήτως στην αρχή, και πιο ηχηρά κατόπιν, επιβάλλεται. Και το σαν που μας θυμίζει πως πρέπει να τηρηθούν οι αναλογίες του τίτλου ακριβώς όπως τις σχεδίασε η ποιήτρια. Για να περάσουμε στις εσωτερικές σελίδες και να διαβάσουμε «Σχεδόν γυμνή στα ποιήματά μου σαν την αλήθεια που ποτέ ολόγυμνη δεν παρουσιάζεται.»

Η ποίηση της Κυριακής Καρσαμπά είναι εσωτερική αλλά όχι εσωστρεφής, αντιθέτως απλώνεται και τυλίγει σαν δίχτυ αγάπης και ήρεμης σοφίας τον αποδέκτη της. Είναι ποίηση μυστηριακή, εξαγνιστική και μυητική στο μεγάλο θαύμα του εσώτερου εαυτού. Ποίηση βαθύτατης αυτογνωσίας, απλή αλλά διόλου απλοϊκή. Λιτή και απέριττη, δουλεμένη στο έπακρο, απαλλαγμένη από στολίδια και περιττά τεχνάσματα.

Κύριε, σ’ ευχαριστώ
που άφησες ανέπαφη
την παιδική μου καρδιά
εκεί στον κρυφό μου κήπο
για να μπορώ ακόμα
να εκπλήσσομαι
και να θαυμάζω!

Τα θέματά της είναι ποικίλα σε μια πρώτη ανάγνωση, αν όμως εισχωρήσει κανείς πιο προσεκτικά στο κουκούλι των στίχων της, δεν θα δυσκολευτεί να ανακαλύψει πως πίσω από όλα της τα ποιήματα βρίσκεται η Ζωή με ζήτα κεφαλαίο με όλα τα μικρά και μεγάλα της θαύματα.

«και φεύγει η δική μας η ζωή αλλά η Ζωή εδώ είναι πάλι να ξεφυλλίζει σελίδες ημερολογίων» ομολογεί σε ένα της ποίημα.

Οι υπέροχες αντιφάσεις του βίου, ο κρυφός ρόλος του ποιητή και η τρυφερή μοναξιά του, η ανταμοιβή της αγάπης, οι μουσικές των μεσονυχτίων, η νύχτα με τα παρήγορα σκοτάδια της, η νοσταλγία για μια χώρα που είχε πάντα δίπλα της, η ευγενής ράτσα των πουλιών, τα λουλούδια, ο μεγάλος καβαλάρης του θανάτου, οι αγαπημένοι της που δεν βρίσκονται πια κοντά της, ο έρωτας που έρχεται για να τινάξει από πάνω μας τη θνητή σκόνη που μας σκεπάζει, στολίζουν σαν μικρές λαμπερές ψηφίδες το πολύχρωμο μωσαϊκό της ποίησής της. Και πάνω από όλα μια βαθιά, παρήγορη , αναζωογονητική, μακάρια σιωπή που την ακούς σχεδόν να θροΐζει σε κάθε σελίδα σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια.

Με μουσικότητα και χορευτικά βήματα οι στίχοι της διαγράφουν το τραγούδι της επιστροφής στο γαλήνιο χωνευτήριο της σιωπής. Ποιήματα- μικρά πετράδια στα οποία «η Σοφία ήρεμα κυλάει στο κύτταρο χωρίς επεξηγήσεις!»

Ποίηση εντέλει αποσταγματική, αυθεντική και μινιμαλιστική, βαθιά και ουσιαστική. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά ποιήματά της έχουν την κομψότητα, τη χάρη και το πυκνό νόημα των επιγραμμάτων.

* H Χαρά Νικολακοπούλου είναι φιλόλογος- συγγραφέας



iii. Κωνσταντίνος Κωστέας - Κυριακή Καρσαμπά: «Σχεδόν γυμνή σαν την αλήθεια»

Κατά τον Τάκη Παπατσώνη, «Δεν είναι φωτεινότερο πράγμα από την Ἀλήθεια»· η Κυριακή Καρσαμπά νεύει θετικά στο κάλεσμα του ιδιότυπου ποιητή και με την πρώτη της εκδοτική απόπειρα, που εκτείνεται σε τρεις ενότητες, οι οποίες αντανακλούν τρία διαφορετικά στάδια ζωής, πιστοποιεί πως εδώ και χρόνια καταγίνεται με μια δίχως τέλος αναζήτησή της.


Έχοντας βαπτιστεί στα νάματα του πνευματικού κόσμου της Δύσης, με ιδιαίτερες αναφορές στα αρχέτυπα του Carl Jung, επιχειρεί τον ιερό γάμο λογικής και ενστίκτου στρέφοντας το βλέμμα στην Ανατολή. Άξιο αναφοράς το απόσπασμα του Τζελαλεντίν Ρουμί στην προμετωπίδα του έργου, που καλεί τον αναγνώστη της να σκαρφαλώσει στους τρεις αναβαθμούς της κλίμακας του Έρωτα, επεξηγώντας ότι: οι άνθρωποι αγαπούν διαφορετικά/ ανάλογα με το σκαλοπάτι της σκάλας/ που αξιώθηκαν ν’ ανεβούν.



Η αλήθεια εμφανίζεται σχεδόν γυμνή, αφήνοντας μια στενή δίοδο για το ψέμα, μα όχι ολόγυμνη, καθώς ο φωτοβόλος καλπασμός της, σύμφωνα και με το δίδαγμα της αρχαίας τραγωδίας, θα μας στερούσε την όψη μας. Περίοπτη θέση στη συλλογή αυτή έχει και η ηρακλείτεια «παλίντονος αρμονία», που πηγάζει από τη σύνθεση των αντιθέτων, καθώς η ποιήτρια σε εύθυμο, μα όχι απλοϊκό, τόνο συστήνεται ως «αυτοκρατορική καλύβα» και φτάνει στην τελική αποκάλυψη: η ανατολή και η δύση του ήλιου είναι οι δυο ορατές εκδοχές μιας αόρατης ακινησίας.

Η ποιήτρια, ατσαλωμένη από μια χρόνια σιωπή, γνωρίζει ότι κάποτε οι λέξεις ανατρέπονται/ […] Μα η αγάπη, αγάπη μένει./ Για πάντα θα είναι εκεί. Κοινωνός ενός τόσο αισιόδοξου μηνύματος, που προσφέρεται σαν ιερή σπονδή: μόνο στην Αγάπη και στα Ποιήματα/ Θάνατος και Ανάσταση συνυπάρχουν, πασχίζει ν’ αντιμετωπίσει τις κυνικές επιθέσεις του χρόνου. Γράφω […] Απεγνωσμένη προσπάθεια/ για τους καιρούς που δεν θα έχω φωνή!/ Μιλάω στο μέλλον… Είναι κανείς εκεί; Είναι άραγε η ποίηση το ανθεκτικό κενοτάφιο που αντιστέκεται στην αδήριτη και αδυσώπητη φθορά;

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στον διάχυτο λυρισμό της συλλογής. Οι ψυχικές διαθέσεις υποβάλλονται στον αναγνώστη με διαύλους τις συχνές εναλλαγές των εποχών και τις καιρικές μεταβολές. Η Καρσαμπά, έχοντας μαθητεύσει στη ζωγραφική, επιστρατεύει και τα χρώματα. Διψά για ουρανό και προσπαθεί να ταιριάξει το κόκκινο προκλητικό της φόρεμα με τη δύση της ζωής της (υπονοώντας την όψιμη παρουσία της στη δημοσιότητα), αφορμώμενη από το παράδειγμα του δύοντος ηλίου. Η ποιήτρια φιλοτεχνεί μια μικρογραφία της Μητέρας-Φύσης. Μέσω της ενατένισης και της ώσμωσης με την ομορφιά που μας περιβάλλει, η μοναξιά θάλλει. Ποιος όμως κάθισε ν’ ακούσει ένα ποίημα που γράφει κάθε μέρα ένα ρυάκι, μια λεύκα, ένα αηδόνι;

Με άλλα λόγια, ο φυσιοκρατικός μυστικισμός αποτελεί τη βασιλική οδό που οδηγεί στην υπέρβαση του φόβου του θανάτου, μπολιάζει το εδώ με το επέκεινα και χαρίζει στην ποιήτρια ένα κλωναράκι θνητής αιωνιότητας.

Παρεκκλίνοντας μάλιστα από τα πλήθη που βλέπουν τη ζωή σαν φυλακή, επιλέγει το τεράστιο κελί του στοχασμού με το οποίο αισθάνεται μια σχετική ελευθερία. Ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο, ο μύχιος ταξιδευτής αναγνωρίζει την εσωστρέφεια των δέντρων και την περηφάνια των βράχων. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να ενωθεί με τα μαγικά πετούμενα που περιφέρονται σε αθέατους κήπους. Επιθυμεί να ατενίσει τα λουλούδια, για τα οποία επινοεί την περίτεχνη συνεκφορά έκπαγλες συμμετρίες, δείχνοντας στον αναγνώστη πόσο τη θέλγουν. Υπολανθάνει βέβαια και η θεραπευτική τους διάσταση καθώς, σύμφωνα με τον αγαπημένο της πνευματικό, Carl Jung, τα άνθη λόγω της αρμονίας των αντιθέτων που εκφράζουν μέσα στο συμμετρικό τους σχήμα προσιδιάζουν στο λεγόμενο «Ταυτό» που συμβολίζει την πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου, δηλαδή την ένωση του γήινου κομματιού μας με το Θείο.


Η νύχτα που κυοφορεί το άγνωστο συχνά επιλέγεται ως δραματικός χρόνος της συλλογής. Το σκοτάδι καθαίρει, κατά τη διάρκειά του εξαφανίζονται οι διχαστικοί ίσκιοι· σε χωρία του τύπου Την ευλογία του σκοταδιού/ δεν καταλάβαμε ακόμα! και Η νύχτα είναι ελπιδοφόρα υπολανθάνει η επικοινωνία με τον Καρούζο. Η παντοκρατορία του φωτός αίρεται: μερικές φορές μάλιστα ήταν τόσο δυνατό/ που έμοιαζε κατάρα. Η ποιήτρια εξισορροπεί τα αντίθετα παντρεύοντάς τα. Φως και σκοτάδι δεν είναι αδυσώπητοι εχθροί: Ώρες ακίνητες έξω απ’ το φως ή το σκοτάδι, σφράγισαν την ψυχή μου. Προβαίνοντας σ’ έναν πικρό υπαινιγμό για την υποκρισία της ημέρας, σημειώνει ότι η αυγή θα ξυπνήσει νέες φροντίδες,/ θα προμηθεύσει νέες μάσκες για την παράσταση, μολαταύτα ανακηρύσσεται: Ώρα τυχερή των ποιητών, επειδή συνδέει τη μέρα με τη νύχτα παραπέμποντας στον γάμο συνειδητού-ασυνειδήτου, που παράγει ποιήματα.



Από τα ωραιότερα διδάγματα της συλλογής είναι ότι η απλότητα, που πηγάζει από πράγματα τόσο προφανή αλλά αναγκαία, είναι ο μόνος δρόμος για την τιθάσευση της ματαιοδοξίας και της φλυαρίας: Ακόμα και τα δίστιχα τα βρίσκω φλύαρα/ Ψάχνω να βρω δυο λέξεις που να τα λένε όλα. Τέτοια χωρία φέρνουν στον νου μας τον Σεφέρη και το ποίημα «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»:

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί
ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η
ψυχή μας κάνει αύριο πανιά.

Απαραίτητη επίσης κρίνεται η ανανοηματοδότηση ορισμένων εννοιών, όπως η αδικία και η ήττα: Πιο πολύ κι απ’ τις νίκες, τις ήττες μου αγάπησα./ Μ’ έφεραν πάντα πιο κοντά στην αλήθεια μου. Για να γίνει πειστική επικαλείται τα καμένα δέντρα, τα τουφεκισμένα πουλιά, τα πρόωρα χαμένα παιδιά, την τελεσίδικη άνευ όρων παράδοσή μας. Από τη συλλογή ξεπηδούν και κάποια ψήγματα κοινωνικής κριτικής, καθώς η ποιήτρια ενδεικτικά αναφέρεται σε μάσκα που απορρόφησε το πρόσωπο και κοινωνικά γυαλιά. Το επιμύθιο της πρώτης ενότητας μπορεί να συμπυκνωθεί στην υπενθύμιση του χρέους μας να διατηρήσουμε επαφή με το ένθεο κομμάτι μας.

Στη δεύτερη ενότητα, «Της μυστικής ζωής», η ποιήτρια δίνοντας φωνή στο σωκρατικό δαιμόνιο, το θείο μερίδιο που ενοικεί στην ψυχή, πορεύεται προς την αναζήτηση της έσωθεν πνευματικότητας δοκιμαζόμενη από βιώματα βαθιάς μυστικιστικής εμπειρίας. Περίοπτη θέση εδώ έχουν ο πόνος και η νύχτα, που παραλληλίζεται μ’ ένα είδος θανάτου. Επιλέγοντας την εσωτερική αυτή πορεία, συνυφαίνει την ορθόδοξη παράδοση (επικλήσεις στον Χριστό, γενειάδα του Θεού, Άγιο Δισκοπότηρο) με κάποιες αφηρημένες έννοιες, όπως Άγνωστο, Αιώνια Σιωπή, Μεγάλη Μνήμη. Κομβικές είναι οι έννοιες του Θανάτου και της Ανάστασης, οι οποίες, έχοντας ως σημείο αναφοράς τη συμβολική πορεία του Χριστού, οδηγούν σ’ ένα ξέφωτο που ενέχει τη λύτρωση.

Μέσα από την πανδαισία των κινούμενων εικόνων και των κρυστάλλινων ήχων που αισθητοποιούν την αιώνια ροή, για να μη λησμονήσουμε τα φώτα των άστρων, τους ανέμους και τα τρεχούμενα νερά, ανιχνεύουμε έναν ιδιότυπο φυσιοκρατικό μυστικισμό, μιας και η ποιήτρια συναντά την ανώτερη δύναμη στις όχθες των ήρεμων ρυακιών/ όπου θροΐζουν λυγαριές και καλαμιές/ και πίνουν τα πουλιά αιωνιότητα και όχι στους παφλασμούς των καταρρακτών που μας προξενούν δέος.

Προχωρώντας, ανακαλεί την ένωση της θάλασσας με τις σταγόνες της, συνειδητοποιεί ότι το Άπειρο μπορεί να καθρεφτιστεί στα βιαστικά και άβουλα όντα της στιγμής, ότι χθόνιο και ύψιστο, λογική και ένστικτο είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Έχοντας μετουσιώσει ποιητικά αυτά τα διδάγματα, εγκαταλείπει την αναζήτηση και αφήνει τη ζωή να την κατευθύνει όπου θέλει, επιλέγοντας την αιώνια Αταραξία.

Στην τρίτη ενότητα, που τιτλοφορείται «Στο κλίμα της ζεν ποίησης», η ποιήτρια παρότι ζει στην κοινωνία της εκζήτησης έρχεται πιο κοντά στο απλό άγγιγμα της φυσικής ζωής, που συναντάμε στη ζεν της Ανατολής. Η στιχουργική εκ πρώτης όψεως φαίνεται εύκολη, αλλά για όποιον εντρυφήσει στη συλλογή η πεποίθηση αυτή αίρεται. Στίχοι όπως: Διαβάζοντας ποίηση πετάμε έναν χαρταετό ή Και καθρεφτίζεται ολόκληρο βουνό/ σε μια σταγόνα στην άκρη του κλαδιού μάς κάνουν να διεισδύσουμε στον διαλογισμό.

Η Καρσαμπά, νιώθοντας στο στήθος της τον αέρα του βουνού, υποκλίνεται στην κάτασπρη αγνότητα της φύσης. Με δίαυλο την τέχνη της μεταπλάθει δημιουργικά εικόνες από το φυσικό περιβάλλον τονίζοντας τη συμβολική τους διάσταση, καθώς οι αναφορές της στα κρινάκια, το γιασεμί, τις πεταλούδες, το νοτισμένο χώμα, τον πετεινό, τα βότσαλα, την Πανσέληνο του Αυγούστου κρύβουν απόκρυφα μηνύματα που ζητούν αποκρυπτογράφηση. Η ίδια, περιδιαβαίνοντας ανάμεσα στις ομορφιές του φθαρτού κόσμου, κατορθώνει να ενωθεί με τη ζωή και μολονότι η απώλεια καραδοκεί σε κάθε βήμα, τα δέντρα που φυλλορροούν αδιάκοπα γίνονται ο καλύτερος δάσκαλος για την προσαρμογή μας με αυτή. Με άλλα λόγια, ο φυσιοκρατικός μυστικισμός αποτελεί τη βασιλική οδό που οδηγεί στην υπέρβαση του φόβου του θανάτου, μπολιάζει το εδώ με το επέκεινα και χαρίζει στην ποιήτρια ένα κλωναράκι θνητής αιωνιότητας.

Κλείνοντας, αξίζει να επισημάνουμε ότι η μεγάλη έκταση της συλλογής δύναται να ξενίσει τον αναγνώστη που κατά γενική ομολογία έχει συνδέσει τον ορίζοντα προσδοκίας του με την ανάγνωση λίγων καλών ποιημάτων. Το γεγονός όμως ότι η συλλογή αποτελεί συμπύκνωση μακροχρόνιας εργασίας και εκτείνεται σε διαφορετικά στάδια ζωής θα τον αποζημιώσει, καθώς η Κυριακή Καρσαμπά μάς προτείνει μια περιδιάβαση στη ζωή για να μας μεταγγίσει αλήθειες όχι εύκολα προσβάσιμες.

Τι ταξίδι κι αυτό!
Να σου έχει σβηστεί η μνήμη
του τόπου εκκίνησης
και του τόπου προορισμού!

https://diastixo.gr/






iv.Μαρία Παρ. Σταθέα -ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΑΡΣΑΜΠΑ

Μετά από πολύν καιρό και με περισσή χαρά πήρα στα χέρια μου ένα αυθεντικό βιβλίο Ποίησης. Κρατώντας την νεοεκδοθείσα ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Σχεδόν γυμνή σαν την αλήθεια» της ποιήτριας, γιατρού και ζωγράφου Κυριακής Καρσαμπά, αποφάσισα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά με το περιεχόμενό της.

Η ποίηση για να είναι αξιόλογη, κατά την ταπεινή μου γνώμη, εκτός από το ποιοτικό της περιεχόμενο, πρέπει να είναι αυθεντική, να μη θυμίζει τη γραφή άλλων ποιητών, Ελύτη, Καβάφη, Ρίτσου κλπ. Εν τέλει όμως, παρατηρούμε ότι πολλοί αυταπατώνται πως γράφουν ποιητικά αριστουργήματα καθώς μάλιστα κάποιοι γνωστοί τους από ευγενή υποχρέωση αναγκάζονται να τους απευθύνουν θετικά σχόλια κι επαινετικά λόγια. Η Κυριακή Καρσαμπά δεν θυμίζει με τα ποιητικά κείμενά της κανέναν άλλον, έχει και χρησιμοποιεί την δική της αυθεντική φωνή και ύφος εκφράζοντας τις αγωνίες, τις μύχιες σκέψεις της, τους προβληματισμούς της χωρίς μιμήσεις. Κι ενώ ο τόνος της είναι καθαρά προσωπικός και σε πολλά σημεία του σχεδόν εξομολογητικός, τελικά μας αφορά όλους.

Με μιαν ιδιαίτερη ευχέρεια στη γλώσσα, με πλαστικότητα και πλούτο λεξιλογίου περνά τα δικά της μηνύματα, χωρίς ίχνος προσπάθειας διδακτισμού προς κανέναν. Γράφω – απεγνωσμένη προσπάθεια για τους καιρούς που δεν θα ’χω φωνή, γράφει η ποιήτρια.Μα μήπως όλοι όσοι καταπιάνονται με τη συγγραφή το αποτύπωμά τους δεν θέλουν να αφήσουν για το μέλλον; Και μετά τι; Αγωνιώδες ερώτημα… αγωνιώδες το ενδιαφέρον και η απορία για το μέλλον, στο οποίο δεν θα μπορούμε να είμαστε εκεί. Μιλάει για το μέλλον και αναρωτιέται χωρίς απάντηση: Είναι κανένας εκεί;

Διαρθρωμένη η ποιητική συλλογή σε τρεις ενότητες, η πρώτη με Ολιγόστιχα ποιήματα, η δεύτερη Της μυστικής ζωής και η τρίτη Στο κλίμα της Ζεν Ποίησης* 1 , ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό, την μυστικοπάθεια και μια εσώτερη ηρεμία που διαχέεται σε όλο το βιβλίο. Προχωρεί σταδιακά κανείς σε όλο και βαθύτερους συλλογισμούς με τη βοήθεια των στίχων της. Αποφάσισα να εκτίσω τη ζωή μου στο τεράστιο κελλί του στοχασμού. Και μιλά εκ βαθέων: ψιθυρίζουμε λέξεις ψυχής. Κι αλλού:Δεν χόρτασα να ζω. Και συμπληρώνει: τα δώσαμε όλα στην αγάπη / και τι κερδίσαμε;/ Μα λίγο είναι / να μπορείς ακόμα να δακρύζεις / με του αηδονιού την έκσταση, / να μπαίνεις έκθαμβος τα βράδια / στον κήπο με τις λέξεις; Κάποτε, βέβαια, απογοητεύεται, καθώς βλέπει πως μετά το παρήγορο σκοτάδι της νύχτας η αυγή θα προμηθεύσει νέες μάσκες για την παράσταση και συνειδητοποιεί πως σιγά σιγά η μάσκα απορρόφησε το πρόσωπο… Και βρίσκονται ξαφνικά χίλιοι φίλοι στη λύπη σου / κανένας στη χαρά σου…Όμως και πάλι επιστρέφει σε σκέψη θετική, αφού αποφαίνεται: πού να ’ξερα τότε ότι εκείνος ο αφόρητος πόνος / θα ’ταν η αιτία για τις κατοπινές επιδόσεις μου στην αντοχή!

Πολλά τα θέματα που θίγονται στην ποίηση της Κυριακής Καρσαμπά:

η ζωή σε όλο της το μεγαλείο μέσα από τα σημαντικά αλλά και την μαγεία των απλών και φαινομενικά ασήμαντων πραγμάτων, των απλών που τα αποκαλεί λεπτές ευτυχίες που μας κρατάνε ζωντανούς. Γράφει: Στο ψιθύρισμα των ανοιξιάτικων φύλλων / ριγώ που ξαναστήνεται η ζωή / κι ας ξέρω ότι εγώ δεν είμαι δέντρο. Η ζωή που τελικά είναι γι’ αυτήν ένα παιχνίδι ανακάλυψης

ο θάνατος και η μελλοντική μας ανυπαρξία είναι ζητήματα που την απασχολούν πάρα πολύ έντονα και διαρκώς, αλλά μέσα κι από την αναφορά στον θάνατο επιμένει και βρίσκει κάτι το θετικό να πει: Κι αν φεύγει η δική μας η ζωή / η Ζωή εδώ είναι πάλι

ο έρωτας με όλες του τις διαβαθμίσεις, ο αποθεωτικός που για λίγο τίναζε από πάνω μου / τη σκόνη τη θνητή που μας σκεπάζει, αλλά και στην σκληρή του μορφή κι όσο μπορεί να μας απογοητεύει γινόμενος πληγή, κι ο έρωτας που ενώνεται κάποτε με την αγάπη και γίνονται ένα

η αγάπη στην απολυτότητά της και στην πιο ιδεατή μορφή της, αυτή που έρχεται από αλλού, η αγάπη όπως θα την επιθυμούσαμε, αλλά κι αυτή που μπορούν οι άνθρωποι ο καθένας ξεχωριστά να προσφέρουν ανάλογα με την καλλιέργεια ψυχής και τον συναισθηματικό πλούτο που διαθέτουν, ανάλογα με το σκαλοπάτι της σκάλας / που αξιώθηκαν να ανέβουν

η ειλικρινής ανθρώπινη επικοινωνία

η μοναξιά, όχι η θλιβερή που φέρνει τον άνθρωπο σε απόγνωση αλλά αυτή που τον γεμίζει εσωτερική γαλήνη και προάγει την σκέψη του και την συνειδητοποίηση απέναντι στα ποικίλα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξής μας, η μοναξιά που γίνεται πληρότητα ή μάλλον η μοναχικότητα που στα μάτια της ποιήτριας αποκαλύπτεται χάρη μεγίστη 

η φύση, που μας προσφέρεται και μας ανοίγει σαν βεντάλια την ομορφιά μιας Άνοιξης, η φύση της οποίας υμνεί το κάθε στοιχείο, την ευγενή ράτσα των πουλιών που κελαηδούν ψυχωμένα ακόμα και φυλακισμένα σε κλουβί, τα λουλούδια – έκπαγλες συμμετρίες, το κυκλάμινο – μια πεταλούδα κρατημένη από κλωστή – ένα κεφάλι που υποκλίνεται στην κάτασπρη αγνότητα της φύσης, τη μαγεία των πηγών, τη χλόη, τις πεταλούδες – δισύλλαβες λεξούλες που γράφουν ποιήματα ανάμεσα στα φύλλα, στη θάλασσα τα βότσαλα που αστράφτουν σαν πετράδια, τον καταρράχτη σαν τη γενειάδα του Θεού σε παλαιές εικόνες, τα δέντρα που δεν μπορούν να τρέξουν μέσα από το καιόμενο και καρβουνιασμένο δάσος, τον ίδιο τον άνθρωπο: Κύριε, προστάτεψέ με / απ’ τις δυνάμεις που περιέχω. / Μου ψιθυρίζεις ότι μέσα μου χωράει / το άπειρο των κόσμων; / Πώς είναι δυνατόν να περικλείω τόσο αχανές;

η ελπίδα και η επιμονή να αντιμετωπίσει με αισιόδοξη ματιά τα πράγματα (ας μου επιτραπεί να εκφράσω κι αυτή τη σκέψη, αφού συχνά ως εκπαιδευτικός έφθανα και σε τέτοια - κάπως αφελή για την αξία της Ποίησης - συμπεράσματα σχετικά με το εξεταζόμενο κείμενο, προκειμένου να μην αποκαρδιωθούν κάποιες φορές οι μαθητές) Γράφω ποιήματα σημαίνει: / κάθομαι εδώ κι ενώ ο χρόνος / με κυνικές γκριμάτσες / μου γνέφει θυμίζοντας / τον τελικό αφανισμό μου, / μηχανεύομαι ύμνους, / φωταγωγώ την άβυσσο / μ' ελπιδοφόρους πυρσούς... Κι αλλού: Πάντα η πόρτα ανοιχτή / και η ελπίδα ζωντανή / σαν προσευχή που απάντηση προσμένει.

ο χρόνος ο πανδαμάτωρ ως έκταση και ένταση, ο χρόνος που στην εμμονή του / να ζωγραφίζει βέλη / με κατεύθυνση το χώμα / η ίδια του απαντά με βλέμματα / που στοχεύουν καρτερικά / τον αχανή ουρανό!

το καλό και το δυσάρεστο που συναιρούνται και καταλήγουν στη ρεαλιστική αποδοχή των εναλλαγών της ζωής μας. Γεμίζουμε αδειάζουμε σαν το φεγγάρι / δεν μπορείς για πολύ να ευτυχείς /δεν μπορείς για πολύ να δυστυχείς. / Αυτό που θέλει η Ζωή είναι απλά να ζεις. Κι αλλού: Με λαβωματιές και γιατρειές πορευόμαστε.

Η ποίηση τής Κ. Κ. μάς ξαφνιάζει με την προχωρημένη σκέψη της: Πολύ μιλήσαμε για όλα / για το βαθύ εσωτερικό ταξίδι… καιρός πια ν’ αφήσουμε να μιλήσει / η μακάρια ενδόμυχη σιωπή. Μας εκπλήσσει με την ευρηματικότητά της: Ποιος είπε πως δεν είναι φυσικό / στη δύση της ζωής σου να φοράς / το κόκκινο προκλητικό σου φόρεμα; / Κατά μίμηση του δύοντος ηλίου / ξέρεις με ποια γιορτή / αποχαιρετάς τη μέρα. Μας γεμίζει τον νου και την ψυχή με ικανοποίηση, ανακούφιση και μεταφορική πνευματική δροσιά στους ‘στεγνούς’ και στυγνούς καιρούς που ζούμε. Η ωριμότητα του στοχασμού, η ευαισθησία και η έκδηλη γνησιότητα των στίχων γοητεύουν τον αναγνώστη και τον καλούν σε όλο και πιο ουσιαστική προσέγγιση αυτής της ποίησης, που – θέλω να πιστεύω – πως είναι αληθινή και διαχρονική. Είναι το σπίτι μου τεράστιο / όταν η σκέψη μου είναι Ζεν. / Απ’ τα παράθυρά του / όλο το σύμπαν συναντώ. Και άλλοτε: Η απεραντοσύνη σαν γνώριμος συγγενής / όλο και πιο πολύ μας πλησιάζει. Κι αλλού: Είναι φορές που απλώνω την ψυχή μου στο άπειρο / λες κι αναπνέω με τους πνεύμονες του Θεού. Στίχοι συμπαντικοί που ταυτόχρονα μας προβληματίζουν και μας αναγκάζουν σε μεγαλύτερη ενδοσκόπηση και φιλοσοφημένη και ειλικρινή αποδοχή αληθειών που ίσως κάποιοι και να διστάζουν ή να φοβούνται να διανοηθούν ή να παραδεχθούν. Μην αποφεύγεις ν’ αντικρύσεις / αυτό που σε τρομάζει. / Δεν είναι έξω από μας οι δράκοι. / Και η έκπληξη είναι πως φυλάνε / για μας κρυμμένους θησαυρούς.

Μ’ όλη την εσωτερικότητά του ο ποιητικός λόγος τής Κ. Κ. – την εσωστρέφεια θα μπορούσε να πει κανείς που έχει – εν τούτοις απλώνεται και πλησιάζει, ακουμπά και κατακτά τον αναγνώστη, ανοίγει τα φύλλα του μυαλού και της καρδιάς του, γίνεται και δικό του κτήμα και δική του άποψη. Η Κ. Κ. δεν ακροβατεί απλά σε απομονωμένα μονοπάτια γράφοντας “ποίηση για την ποίηση”, δεν κάνει “τέχνη για την τέχνη”. Δεν χρησιμοποιεί λόγο ασαφή, δυσνόητο και απρόσιτο στους πολλούς, μα αντιθέτως με στίχους ανομοιοκατάληκτους και τόνο χαμηλόφωνο και «κουβεντιαστό» προσεγγίζει και εκφράζει κάθε σκεπτόμενο και συνειδητοποιημένο άτομο που χαίρεται να ασχολείται με την λογοτεχνία και να την μελετά. Η φωνή της μοναχική αλλά όχι απόμακρη, λιτή αλλά όχι στεγνή και στείρα, χαμηλών τόνων αλλά που να τραντάζει ταυτόχρονα την σκέψη, αποτυπώνεται μέσα σε αυτή την επιμελημένη κυρίως από την ίδια την ποιήτρια έκδοση, λέγοντας γυμνή ή σχεδόν γυμνή – μισοκρυμμένη – την αλήθεια της, έτσι όπως την αναγνωρίζουμε καθημερινά στις σχέσεις μας και στις ζωές μας, έτσι όπως με λιτές γραμμές απεικονίζεται και στο σκίτσο τού εξωφύλλου, που είναι κι αυτό της ποιήτριας επίσης δημιουργία. Εν τέλει, η ποίηση της Κ. Κ. μάς απογειώνει. Οι στίχοι, με τον παλμό που τους διακρίνει, άλλοτε ανεπαίσθητα και υποβλητικά κι άλλοτε με αδρό επιβλητικό τρόπο χαράζονται μέσα μας σαν αποφθέγματα.

Κλείνοντας, θα ήθελα να πω πως αν και γνωρίζω προσωπικά την Κυριακή Καρσαμπά, καμιά υποκειμενική διάθεση δεν με ώθησε να γράψω αυτές τις γραμμές, παρά μόνον η επιθυμία να καταθέσω την αλήθεια για το έργο της και την ικανοποίηση που αυτό το αξιόλογο ποιητικό βιβλίο είδε – επιτέλους – το φως. Επειδή μάλιστα είχα την τύχη να γνωρίζω τον ποιητικό της λόγο και τα συγκεκριμένα κείμενα πριν εκδοθεί το βιβλίο, θεωρώ πως όχι μόνο είναι πολύ καλό στο είδος του, αλλά αποτελεί μια όαση μέσα στην ποιητική και την γενικότερη λογοτεχνική ένδεια των καιρών…

1 *Ο βουδισμός Ζεν προτείνει να αποστασιοποιηθούμε από τα πάθη, τις αρρώστιες που κουβαλάμε όλοι στο νου μας, που δεν μας αφήνουν να ζήσουμε κάθε στιγμή όπως πραγματικά είναι.

Καλαμάτα 10 -07 - 2018
Μαρία Παρ. Σταθέα, φιλόλογος - συγγραφέας


v.Διώνη Δημητριάδου - Κυριακή Καρσαμπά «Σχεδόν γυμνή σαν την αλήθεια», εκδόσεις ΑΩ

Ποιήτρια και ζωγράφος (γιατρός στο επάγγελμα) η Κυριακή Καρσαμπά, παρουσιάζει την πρώτη της (επίσημη όπως λέει) ποιητική δουλειά, στην οποία «μελετά την ανθρώπινη ύπαρξη», όπως εύστοχα παρατηρεί η Χρύσα Γκιώνη (φιλόλογος, μεταφράστρια) στο προλογικό της σημείωμα. Η αλήθεια, για την οποία μιλά στον τίτλο της συλλογής της, είναι σχεδόν γυμνή· ίσως γιατί ολόκληρη ποιος τολμά να την αρθρώσει; Τα ποιήματα της συλλογής ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους της ζωής της ποιήτριας, έτσι δίνουν μια συνολική εικόνα της ωρίμασης του ποιητικού λόγου μέσα στον χρόνο. Συχνά η ποιήτρια επιλέγει να μιλήσει με ολιγόστιχα ποιήματα, περιεκτικά νοήματος. Άλλοτε πιο αναλυτικός ο λόγος της. Τα πλέον σύντομα (δύο τρεις στίχοι το πολύ) θεωρώ πως είναι αυτά που απηχούν και τη γενικότερη στάση της απέναντι στα προβλήματα της ζωής – πιο ουσιαστικά και πιο ευθύβολα από άλλα που περισσότερο μιλούν με εικόνες (ζωντανές ωστόσο και ευαίσθητες στην αρχική πρόσληψή τους όσο και αποτελεσματικές στην απεύθυνσή τους στον αναγνώστη).
Επιλέγω ένα που συμπυκνώνει ίσως τη συνολική της θεώρηση πάνω στον κόσμο και τα άλυτα ερωτήματα της ταπεινής ανθρώπινης ύπαρξης:

Τι πλήξη Θε μου θα ’ταν η ζωή
αν δεν είχε κάνει συμφωνία με το θάνατο…

Και ακόμη ένα που με ειλικρίνεια αξιοπρόσεκτη δείχνει την ώριμη στάση απέναντι στην προσωπική της ζωή:

Με ποιον ν’ αντιδικήσω,
όταν τους βλέπω όλους μέσα μου;

Η έκδοση με πολλή προσοχή δουλεμένη (χαρακτηριστικό των εκδόσεων ΑΩ), ώστε να δίνει ταυτόχρονα την αισθητική απόλαυση μαζί με την ποιητική. Στο εξώφυλλο έργο της ποιήτριας, εύστοχο για το σημαινόμενο που συνάδει με το περιεχόμενο του βιβλίου.
26/9/2018











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου