Ένα ροδόχρυσο στέμμα
από τον Ήλιο που γέρνει,
αποχωρώντας από το κοίλον,
προς την αριστερή πάροδο,
στέφει τους λόφους,
γύρω απ τον κάμπο των Μυκηνών.
Σε λίγο θα γίνει κατακόκκινος μανδύας,
να τους σκεπάσει τιμητικά,
πορφυρή σπονδή
στο βωμό της Θυμέλης,
μέχρι το σκοτάδι να
απλωθεί αργά στον ορίζοντα.
Πέτρες και σκόνη,
επιχωμάτωση χρόνων,
δεν στάθηκαν ικανά
να σβήσουν τη μνήμη του Ήλιου,
που φώτιζε στις καθημερινές διαδρομές του,
τους ταπεινούς οικισμούς,
με τα στενά, ισκιωμένα περάσματα
και τις λιτές, απέριττες
ταφές,
που τις θυμάται όλες,
μιά προς μία.
Ροζιασμένοι κόμποι,
ηλιοκαμμένα δέρματα,
κονιορτοποιημένα όνειρα,
έρωτες που ευωδίασαν
συντετριμμένοι,
μάχες που εγκαταλείφθηκαν,
και κάποιες που κερδήθηκαν,
με κόστος χώμα νωπό
από πικρά δάκρυα,
καθημερινή ευτυχία,
τραγική απόγνωση,
γερασμένη εμπειρία,
τέφρα πυρπολημένη από πόθο,
σώμα τρυπημένο από χέρι αδελφικό,
ορθάνοιχτα έκπληκτες οφθαλμικές κοιλότητες,
ηρωικά θρυμματισμένες κνήμες,
στωικά απογυμνωμένα κρανία.
Κτερίσματα ανεκτίμητα,
που καθημερινά δε λησμονεί ο ήλιος να τιμήσει,
όχι πολύ μακρυά
από τους περίοπτους, θολωτούς χτρυσοκτέριστους τάφους,
και το αρχαίο θέατρο,
που θρήνο από τους οίκους τους βασιλικούς,
των Ατρειδών,
απόβραδο,
αντηχεί.
Μετά,
θα ξεπροβάλλουν τα άστρα.
Αυτά έχουν άλλη άποψη.
Δεν είδαν τίποτα από κει μακριά
για να θυμούνται.
Μόνο την ομορφιά τους ανιδιοτελώς προσφέρουν,
για να στεγάσει τα καινούρια όνειρα,
τους νέους πόθους
και τις μακρινές επιθυμίες,
μέσα σε ένα
φιλόξενο, ασημοκέντητο σκοτάδι,
που τυλίγει τις ανύποπτες ψυχές
το βράδυ,
σαν πλεχτό βασιλικό πέπλο
Θοδωρής Κόντος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου