Ο Νάνος (Ιωάννης) Βαλαωρίτης (5 Ιουλίου 1921 - 13 Σεπτεμβρίου 2019) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και θεωρητικός της λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στη Λωζάνη, στην Ελβετία και ήταν δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Από την μητέρα του ήταν εγγονός του εφοπλιστή και πολιτευτή των Σπετσών Ιωάννη Λεωνίδα Σπούδασε νομικά, φιλολογία (αγγλική και γαλλική) στα πανεπιστήμια των Αθηνών, Λονδίνου, και Σορβόνης.
Γεννήθηκε στην Λωζάννη, στην Ελβετία και ήταν γιος του Διπλωμάτη Κωνσταντίνου Βαλαωρίτη, γιου του Ιωάννη Α. Βαλαωρίτη. Έγραφε από νέος — πρωτοδημοσιεύει στα Νέα Γράμματα το 1939. Το 1944 δραπετεύει απ' την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη ο Βαλαωρίτης ταξιδεύει στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Συναντά τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας και εργάζεται για τον Λούις ΜακΝις στο BBC. Εκτός από τη μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάνει και μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Το 1947 εκδίδει την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού. Στο Παρίσι γνώρισε την μελλοντική (1960) σύζυγό του, την Αμερικανίδα Μαρί Γουίλσον (1922-2017).
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 είναι ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι. Όταν η χούντα έρχεται στην εξουσία το 1967, νιώθει πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοεξοριστεί, έτσι το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου και διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Το 1983 βραβεύεται με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε επίσης αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών). Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.
Το 2009 προκλήθηκαν αντιδράσεις όταν άφησε να εννοηθεί ότι στηρίζει ανοιχτά τον ΣΥΡΙΖΑ ,κάτι που αργότερα διέψευσε ο ίδιος με επίσημες δηλώσεις του. Είχε ταχτεί με το κόμμα των Οικολόγων Πράσινων το οποίο τελικά ανακοίνωσε, τον Ιανουάριο του 2015, την συνεργασία του με τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς, με τη συμμετοχή μελών του στα ψηφοδέλτια των τελευταίων .
Θεατρικά του έργα έχουν παιχτεί σε Παρίσι, Σπολέτο, Ώρχους και Αθήνα. Είχε συνεργαστεί με τα λογοτεχνικά περιοδικά Τετράδιο, Σήμα, Horizon, New Writing και Daylight.
ΈργαΠοίηση
- Η Τιμωρία των Μάγων, ιδιωτική έκδοση, Λονδίνο 1947
- Κεντρική Στοά, ιδιωτική έκδοση 1958
- Terre de Diamant, ιδιωτική έκδοση 1958, 2010
- Κάποιος 1963
- Hired Hieroglyphs, Kayak 1971
- Diplomatic Relations, Panjandrum 1972
- Ανώνυμο Ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη, Το καλώδιο, Σαν Φρανσίσκο 1974, Ίκαρος 1977
- Εστίες Μικροβίων, Το καλώδιο, Σαν Φρανσίσκο 1977
- Ο Ήρωας του Τυχαίου, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1979
- Flash Bloom, Wire Press, Σαν Φρανσίσκο 1980
- Ο Διαμαντένιος Γαληνευτής , Ύψιλον 1981
- Η Πουπουλένια Εξομολόγηση, Ίκαρος 1982
- Μερικές Γυναίκες, Θεμέλιο, 1982, Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1983
- Ποιήματα 1 (1944-1964), Ύψιλον, 1983, 2010
- Στο Κάτω Κάτω της Γραφής, Νεφέλη 1984
- Ο Έγχρωμος Στυλογράφος, Δωδώνη 1986
- Ποιήματα 2 (1965-1974), Ύψιλον 1987, 2010
- Ανιδεογράμματα, Καστανίωτης 1996
- Ήλιος, ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης, Καστανιώτης 1996
- Αλληγορική Κασσάνδρα, Καστανιώτης 1998
- Η κάθοδος των Μ, Ύψιλον 2002
- Μια αλφάβητος κωφαλάλων, Άγκυρα 2003
- Άστεγος ο Μέγας, Ύψιλον 2004
- Το ξανανοιγμένο κουτί της Πανδώρας, Άγκυρα 2006
- Γραμματοκιβώτιον ανεπίδοτων επιστολών, Ύψιλον 2010
- Άνθη του θερμοκηπίου, Απόπειρα 2010
- Χρίσματα, Κοινωνία των (δε)κάτων 2011
- Ουρανός χρώμα βανίλιας, Άγκυρα, 2011
- Πικρό καρναβάλι, Ψυχογιός, 2013
- Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα, Ψυχογιός 2015
Πεζά
- Ο Προδότης του Γραπτού Λόγου, διηγήματα, Ίκαρος 1980
- Απ' τα Κόκκαλα Βγαλμένη, μυθιστόρημα, Νεφέλη 1982,1999
- Μερικές γυναίκες, Θεμέλιο 1982.
- Ο Θησαυρός του Ξέρξη, μυθιστόρημα, Εστία 1984, Άγκυρα 2008
- Η Δολοφονία, νουβέλα, Θεμέλιο 1984
- Ο Ομιλών Πίθηκος ή Παραμυθολογία, Αιγόκερως 1986
- My Afterlife Guaranteed, διηγήματα, City Lights, Σαν Φρανσίσκο 1990
- Η Ζωή μου Μετά Θάνατον Εγγυημένη, διηγήματα, Νεφέλη 1995
- Παραμυθολογία, Νεφέλη 1996
- Ο Σκύλος του Θεού, Καστανιώτης 1998, 2004
- Τα Σπασμένα Χέρια της Αφροδίτης της Μήλου, Άγρα 2002
- Γνωρίζετε την Ελπινίκη; διηγήματα, Ηλέκτρα 2005
- Μα το Δία, Ηλέκτρα, 2009
Δοκίμια
- Ανδρέας Εμπειρικός, Ύψιλον 1989
- Για μια Θεωρία της Γραφής, Εξάντας 1990
- Μοντερνισμός, Πρωτοπορία και Πάλι, Καστανιώτης 1997
- Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ένας Ρομαντικός 1998
- Αλληλογραφία Γ.Σεφέρη – Ν.Βαλαωρίτη 1945-1968 και επιστολές στον Γ. Κατσίμπαλη, Ύψιλον 2004
- Για μια θεωρία της γραφής Β’, Ηλέκτρα 2006
- Ο Όμηρος και το αλφάβητο, Ελληνοαμερικανική Ένωση 2010
- Ή του ύψους ή του βάθους, Ψυχογιός 2013
- Για μια θεωρία της γραφής Γ’, Ψυχογιός 2016
Εποχές και Συγγραφείς - Νάνος Βαλαωρίτης
Άδωνις
Στη μικρή παραθαλάσσια πόλη της Αχαΐας κοντά στην τοποθεσία Μπουράκι διαδραματίζονται συγκινητικές στιγμές την Άνοιξη. Όμως τηρείται γύρω του άκρα μυστικότης. Μερικά μόνον έμπιστα πρόσωπα ξεκινούν τα χαράματα και πηγαίνουν σε μια ερειπωμένη έπαυλη μέσα στις καλαμιές. Στο στόμιο της στέρνας σταματούν και ρίχνουν κάτω τους κουβάδες και τον ανεβάζουν επάνω. Τον αλείβουν με λάδι τού χτενίζουν τα μακριά μαύρα μαλλιά, τον τρίβουν σε όλο το κορμί με διάφορα αρωματικά βοτάνια και αλοιφές και τέλος ένας ένας φυσάνε μέσα στο στόμα του για να του δώσουν αναπνοή.
Όμως εκείνος κοιμάται. Δεν ξυπνάει εύκολα. Φέρνουν τότες τα τρυφερότερα κορίτσια επάνω ακριβώς στον οργασμό της ήβης τους, τα γδύνουν και τ’ αμολάνε σαν περιστέρια επάνω του. Όμως μάταια φτερουγίζουν γύρω του, μάταια ιδρώνουν λαχανιάζουν και βογκάνε όπως η θάλασσα στις σκοτεινές σπηλιές και στην αγκαλιά κατόπιν η μια της άλλης γυρεύουν να εκπληρώσουν τον τυφλό πόθο που του τρέφουν. Χαμπάρι δεν παίρνει από τη θύελλα των αισθήσεων που μαίνεται γύρω του, την απεγνωσμένη τρικυμία της σάρκας που πασκίζει να ξυπνήσει τη σάρκα τους. Τί κι αν χτυπάει που πάει να σπάσει σαν δυναμόμετρο η καρδιά τους; Τί κι αν βουίζει το αίμα στ’ αυτιά τους όπως ο άνεμος μέσα στα πεύκα. Τί κι αν σπαράζουν επάνω του σαν χέλια οι λυγερές. Τί κι αν προσφέρουν σαν ολοκαύτωμα το σγουρό το θηλυκότερο κομμάτι της νιότης τους; Τί κι αν παραδίνουν δίχως άλλες διαπραγματεύσεις τα χείλια της πιο κρυφής σχισμής που τρέλανε η λαχτάρα;
Τί κι αν παθαίνουν, μες στους πυκνούς ελαιώνες των τριχών που φυτρώνουν σαν παρθένο δάσος στην κοιλιά, τις φοβερές εκείνες σεισμικές δονήσεις που τραντάζουν και τα βαθύτερα θεμέλια της ύπαρξής τους;
Αυτός κοιμάται αναίσθητος και ωραίος. Μήτε θυσίες βοδιών μήτε εκατόμβες πουλιών ή ανθρώπων μπορούν να τον συνεφέρουν. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει να ξυπνήσει — όπως αποκοιμήθηκε κατά τύχην. Μά το Θεό δε γελάστηκα.
Κι από το πλήθος που θρηνούσε απελπισμένο γύρω του ένας μικρός ξεχώρισε και τον παρατηρούσε με περιέργεια. Σπάζοντας τότες ένα στάχυ από τη γης πλησίασε και του γαργάλησε το ρουθούνι. Όμως τη στιγμή που ορμούσαν οι παριστάμενοι να τον σκοτώσουν στο ξύλο ίσως και για να τον κάνουν κομμάτια, ακούστηκε ένα φτέρνισμα. Η χαρούμενη είδηση μεταδόθηκε σαν αστραπή. Ποιός φτερνίστηκε, ρώτησε ένας μαραγκός. Ο Θεός Άδωνις, του πέταξαν αστειευόμενοι μερικά πειραχτήρια που δεν είχαν ιδέα πως έλεγαν την αλήθεια. «Άδωνις;» επανέλαβε ο μαραγκός, δίχως να πολυπιστεύει. «Γιατί όχι;» του είπαν αυτοί; «Δίχως άλλο» είπε ο μαραγκός με ακόμη μεγαλύτερη δυσπιστία «Δίχως άλλο» για να τους ξεφορτωθεί και με το δίκιο του, νομίζοντας πως τον κορόιδευαν.
Λονδίνο 1948
Νάνος Βαλαωρίτης. Ο πύργος του Χαλεπιού. Αδημοσίευτη συλλογή. Στον τόμο: Νάνος Βαλαωρίτης. 1983. Ποιήματα, 1 (1944–1964). Αθήνα: Ύψιλον
Αλληγορική Κασσάνδρα Ι
(απόσπασμα)
[...]
Είμαι τρομερά προληπτική άμα θέλω να γίνει κάτι
Δεν τ’ αφήνω ποτέ στην τύχη· κάνω τ’ αδύνατα δυνατά
Να συμβεί. Μια προχθεσινή πρόθεση πραγματοποιήθηκε σήμερα
Δεν έχω τί να πω γι’ αυτά που ακούω και βλέπω κάθε μέρα
Με μαστιγώνουν οι τύψεις και με γανώνουν οι ελπίδες
Ο περιορισμός μιας έννοιας από τις δυνατότητές της.
Είμαι ολόκληρη σ’ ένα περασμένο εικοσιτετράωρο
Και νά που πεταλώνω ψύλλους και μαστιγώνω ουσίες.
Ανιχνεύω παρθένα νερά με το βυθοσκόπιο
Καλιγώνω ψείρες και μαζεύω πεταλίδες
Για δόλωμα, μα τί ψάρια με πολύχρωμα φτερά να πιάσω;
Συναντάω έναν γνωστό, μια δεύτερη, έναν τρίτο.
Παρόλο που είναι Δευτέρα σήμερα στα τεφτέρια
Της Αρχαίας των Ημερών, μας κοιτάει από μακριά.
Και τώρα που τρίτωσε το κακό...
Αναζητάω αλήθειες με το μικροσκόπιο
Και βρίσκω ένα τσουβάλι άχρηστες πληροφορίες.
Έχω μια μέθοδο που εφαρμόζω με μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Παρασύρω ταμπέλες, σηματωρούς, ορόσημα, αφίσες
Δεν λιώνω στο διάβα του, δεν είμαι καμωμένη από λάσπη
Ούτε από άργιλο· μια φωνή μεταλλική ηχεί στ’ αυτιά μου
Στεντόρεια, απ’ την άλλη άκρη του πεδίου ασκήσεων.
***
«Περάστε, παρακαλώ, να δείτε τ’ αξιοθέατα από ψηλά
Η Πόλις έχει εξαπλωθεί έως τις παρυφές των ορέων...»
Και πάει να διεκδικήσει ένα μέρος της θάλασσας.
Από θάλασσα άλλο τίποτα, αλλά πού, πώς και πότε.
Ζητιανεύω φιλιά, αγκαλιές χάδια, εγχειρίζω αγάπες
Ξεχνάω την κακία, το τέρας, την κοσμογονία.
Ρωτάω να μάθω, αλλά κανένας δεν ξέρει τίποτα.
Ήταν άντρας μου, μα ήταν άτυχος και τον πλάκωσαν
Με το μαχαίρι στα δόντια, με το λοστό στην παλάμη.
Βαρούσαν μες στα όλα μπαρουτοκαπνισμένοι.
Άργησες και δεν περίμενα παραπάνω από είκοσι λεπτά
Τώρα είναι πια αργά για μετάνοιες...
Αν θέλεις να πιάσεις τον εχθρικό στόλο, πιάσ’ τον στο λιμάνι
Όπου δεν έχει χώρο για μανούβρες: Καντίζ, Αγκαντίρ, Αιγός Ποταμοί
Τραφάλγκαρ, Τάραντας, Ναβαρίνο, Ισταμπούλ, Οράν, Περλ Χάρμπορ.
Εξαιρέσεις: ναυμαχίες της Σαλαμίνας, των Σπετσών της Πόλης.
Με το υγρό πυρ, με τα μπουρλότα και την παλικαριά... ώς πότε
Θα ζούμε με ρευστά μηχανοποιημένα ειδύλλια;
Κοσμήτορες του πόνου και της τραγωδίας
Σκέπασαν τον κόσμο με τις σαπουνάδες τους.
Νάνος Βαλαωρίτης. 1998. Αλληγορική Κασσάνδρα. Αθήνα: Καστανιώτης.
Η μπαλάντα του ξενιτεμένου
για τον Κωσταντίνο Ν.
Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.
Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;
Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.
Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.
Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.
Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.
6.5.1983
Νάνος Βαλαωρίτης. 1996. Ανιδεογράμματα. Αθήνα: Καστανιώτης
Τροία
Πόσοι στο πέλαγος πόσοι πνιγμένοι
Κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν
Όλοι περίμεναν να σ’ αντικρίσουν
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.
Στις αμμουδιές θυμήσου οι πεθαμένοι
Καθώς περνάς γυρεύουν να μιλήσουν
Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν
Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.
Τούτη την άνοιξη κανείς δεν ξέρει
Ο ποταμός μού γέμιζε το στόμα
Κι ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.
Τ’ άλογα γύρισαν χωρίς το σώμα
Όταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι
Θεέ μου πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα.
Νάνος Βαλαωρίτης. 1983. Ποιήματα, 1 (1944–1964). Αθήνα: Ύψιλον.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης διαβάζει Νάνο Βαλαωρίτη - Τροία
Without You- Χωρίς εσένα
στον ιδανικό απελπισμένο
Σακατεμένοι έρωτες το ηλιοβασίλεμα
ραγισμένες καρδιές χωρισμοί σπαρακτικοί
τραγικοί αποχαιρετισμοί, όνειρα τσακισμένα
απόπειρες αυτοκτονίας, οι ευτυχισμένες
στιγμές απομακρύνονται με πλοίο
ρίχνοντας γράμματα στη θάλασσα
τινάζοντας μαντίλια αποχαιρετιστήρια
συνοφρυωμένος ουρανός, αφόρητη μοναξιά
θα πεθάνουν χωρίς εσένα ένα πλήθος
άνθρωποι που ξυπνάνε για μιαν ακόμα
μελαγχολική αυγή χωρίς επαύριο
χαμένες ευκαιρίες πρόσωπα που σβήνουν
από την παγωμένη μνήμη σαν να μην
υπήρξαν ποτέ έξω απ’ το ψυγείο
αβάσταχτη πλήξη χωρίς εσένα
όταν άνοιξε η πόρτα του ταξί ήξερα
πως θα σε χάσω για πάντα
πήδηξες μέσα βιαστικά αθλητική
με βαλίτσα και αδιάβροχο
χωρίς κανένα χαμόγελο συμπόνιας
πόσες ακόμα βραδιές εβδομάδες μήνες
θα υπάρχω χωρίς εσένα
μ’ ένα μάτσο βιολέτες για παρηγοριά
ήσουν η προτελευταία ελπίδα μου
και τώρα την έχασα κι αυτή
είμαι μια μπάλα αδέσποτη που κυλάει
στο διαδίκτυο του μικρού συμφέροντος
σακατεμένοι ήρωες το ηλιοβασίλεμα
σκοτωμένος ουρανός μολυβένια θάλασσα
αμυδρές ανταύγειες προσώπων στα νερά
άγαλμα γυναικείο χωρίς
μνήμη με μάτια τυφλά
δεν κοιτάζει πουθενά
δεν βλέπει τίποτα
ένα δέντρο σαλεύει δεν ξέρει να μιλήσει
αμύθητα χαμένα πλούτη στην Ασία
γιατί να πεθάνει τόσο νέος
ο ωραίος ανήσυχος κατακτητής
μια μαύρη σελήνη μεσουρανεί
το τοπίο έχει αναληφθεί
μια τεράστια γομολάστιχα
έσβησε μέσ’ στην ομίχλη τα παιδιά
χωρίς εσένα τίποτα δεν υπάρχει
στον ανοίκειο κόσμο εδώ κάτω όλα είναι ξένα
χωρίς εσένα δεν θα μπορέσω να πεθάνω
ούτε να ξαναγράψω μια γραμμή
τι αγιάτρευτη θλίψη τι καημός
τι σπαραξικάρδια ατυχία
χωρίς εσένα χωρίς εμένα
χωρίς κανέναν
Ποια θάλασσα
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη.
Δειπνοσοφιστές
Σώματα χωρίς πρόσωπα συγκεκριμένα
Πρόσωπα χωρίς σώματα σχηματισμένα
Που σβήνουν μόλις σβήσει ο ήλιος
Με το θόρυβο μιας γραφομηχανής
Με μπράτσα γυμνά ρωμαλέα στο πλάι τους
Αντρειωμένοι ροχαλίζουν στον ύπνο τους
Και βλέπουν πως το χάος τούς νίκησε
Στα σιδερένια σαλόνια του ύπνου
Εξαϋλωμένα αισθήματα στην παραλία
Των υπνοδοχείων της Μέσης Κατηγορίας
Καμωμένη από χρώματα και αρώματα
Η ωραία Ελένη ντυμένη της μόδας
Ρεμβάζει κι αναρωτιέται τί κάνει
Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι με άλλους
Κοιτώντας νωχελικά το αργόσχολο
Πλήθος της ζέστης της άσπρης σεζόν
Κι εγώ προσπαθώ να την πείσω
Να κάνουμε μπάνιο τη νύχτα οι δυο μας γυμνοί
Αφήνοντας στην παραλία τα ρούχα μας
Και με ρωτάει αν το νερό θα’ ναι κρύο.
Ύστατο σονέτο
Τι παράξενη μοίρα αυτή να μην
παίρνομε είδηση ότι βρισκόμαστε
στους αντίποδες του εγώ και του εσύ
αφού μαζί περάσαμε ολόκληρη ζωή
απ’ την καλή και την ανάποδη ώσπου
μας διέγραψε του ποιήματος το τέλος.
Το αίνιγμα
Η ρίζα ενός δέντρου μου τρώει το σχήμα
Μια πέτρα μου αγκυλώνει το δάχτυλο
Και μου γδέρνει το μυαλό
Τα μάτια μου γίνονται παρανάλωμα των φύλλων
Κουκουβάγιες τρυπώνουν μες στα ματόκλαδά μου
Τα βήματά μου αυτοκαταλύονται κατασταλάζουν
Γίνονται στόματα μες στα μνημεία των θάμνων
Μια πεταλούδα απομυζάει όλο μου το είναι
Τα ρουθούνια μου βγάζουν σπίθες και καπνούς
Όπως οι δράκοι που ήταν κοράλλια τον παλιό καιρό
Είναι όπως το γαϊδουράγκαθο μέσα στα χόρτα
Οι στρόβιλοι με ξεχνούν και μ΄ απαρνιούνται
Τα λουλούδια μου βγάζουν τη γλώσσα
Τα πεζούλια με υποσκελίζουν
Μισώ τα ελατήρια και εξαργυρώνω τη θέλησή τους
Είμαι ο χαϊδεμένος των κυμάτων όπως τα βότσαλα
Αρνήθηκα να υποχωρήσω μπροστά στον άνεμο
Να λιώσω μες στα καμίνια των λουτρών της ζέστης
Να καώ με τα κάρβουνα σαν καβούρι
Κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μιλήσω
Να σώσω τον εαυτό μου
Από την πυρκαγιά που μόνος μου άναψα
Λάμπω σαν το διαμάντι αλλά δεν είμαι άστρο
Τι είμαι λοιπόν αν δεν είμαι αυτό που είμαι
Ουράνιο σώμα ή γήινο, στερεό, υγρό ή αέρινο;
Άγραφη γραφή
Άκουσα να μιλάν με τόνους τραγωδίας σε σαλόνια του1880
Ν΄ αναστενάζουν σ΄ ένα υπνοδωμάτιο ξενοδοχείου αριθμ. 12
Είδα να τρέχει μια γυμνή στο τρίτο πάτωμα του μυαλού μου
Να μουγκρίζουνε δυο τέρατα ανθρωπόμορφα
Να την προκαλούνε – καθώς περνούσε – αδιάντροπα
Χτυπώντας ρυθμικά το πάτωμα με τις ουρές τους
Όταν έπεφτε ψιλή ψιλή βροχή
Στάχτη από ηφαίστειο στόμα γυναικείο
Κράτησα το χέρι ενός τρελόπαιδου που ξεψυχούσε
Στεφάνωσα το αγαπημένο μέτωπο
Με λίγα ξερά και άδεια λόγια παρηγοριάς
(Δε θυμάμαι αν ήταν κορίτσι ή αγόρι
Ο αδικοσκοτωμένος σʼ ένα κομμάτι γης 2×1 ½ μ.)
Τρεις αιώνες πέρασαν πριν γίνουν όλα αυτά
Πριν νʼ αντιγράψω σʼ ένα τετράδιο καθαρό
Τους θρήνους μιας απαρνημένης
Το κλάμα ενός νεογέννητου παιδιού
Ταφές ανθρώπων ζωντανών – νεκρών που ξαναζωντανεύουν
Σχήματα μεταξωτά που αναδιπλώνονται
Ένα πλάσμα που φοβόταν νʼ αγαπήσει
Κομμάτι μάρμαρο από σάρκα
Και τη γραφή την άγραφη
Που είδα γραμμένη στʼ όνειρό μου
Με γράμματα φωτιάς που καίγαν το χαρτί
http://www.poiein.gr/
στον ιδανικό απελπισμένο
Σακατεμένοι έρωτες το ηλιοβασίλεμα
ραγισμένες καρδιές χωρισμοί σπαρακτικοί
τραγικοί αποχαιρετισμοί, όνειρα τσακισμένα
απόπειρες αυτοκτονίας, οι ευτυχισμένες
στιγμές απομακρύνονται με πλοίο
ρίχνοντας γράμματα στη θάλασσα
τινάζοντας μαντίλια αποχαιρετιστήρια
συνοφρυωμένος ουρανός, αφόρητη μοναξιά
θα πεθάνουν χωρίς εσένα ένα πλήθος
άνθρωποι που ξυπνάνε για μιαν ακόμα
μελαγχολική αυγή χωρίς επαύριο
χαμένες ευκαιρίες πρόσωπα που σβήνουν
από την παγωμένη μνήμη σαν να μην
υπήρξαν ποτέ έξω απ’ το ψυγείο
αβάσταχτη πλήξη χωρίς εσένα
όταν άνοιξε η πόρτα του ταξί ήξερα
πως θα σε χάσω για πάντα
πήδηξες μέσα βιαστικά αθλητική
με βαλίτσα και αδιάβροχο
χωρίς κανένα χαμόγελο συμπόνιας
πόσες ακόμα βραδιές εβδομάδες μήνες
θα υπάρχω χωρίς εσένα
μ’ ένα μάτσο βιολέτες για παρηγοριά
ήσουν η προτελευταία ελπίδα μου
και τώρα την έχασα κι αυτή
είμαι μια μπάλα αδέσποτη που κυλάει
στο διαδίκτυο του μικρού συμφέροντος
σακατεμένοι ήρωες το ηλιοβασίλεμα
σκοτωμένος ουρανός μολυβένια θάλασσα
αμυδρές ανταύγειες προσώπων στα νερά
άγαλμα γυναικείο χωρίς
μνήμη με μάτια τυφλά
δεν κοιτάζει πουθενά
δεν βλέπει τίποτα
ένα δέντρο σαλεύει δεν ξέρει να μιλήσει
αμύθητα χαμένα πλούτη στην Ασία
γιατί να πεθάνει τόσο νέος
ο ωραίος ανήσυχος κατακτητής
μια μαύρη σελήνη μεσουρανεί
το τοπίο έχει αναληφθεί
μια τεράστια γομολάστιχα
έσβησε μέσ’ στην ομίχλη τα παιδιά
χωρίς εσένα τίποτα δεν υπάρχει
στον ανοίκειο κόσμο εδώ κάτω όλα είναι ξένα
χωρίς εσένα δεν θα μπορέσω να πεθάνω
ούτε να ξαναγράψω μια γραμμή
τι αγιάτρευτη θλίψη τι καημός
τι σπαραξικάρδια ατυχία
χωρίς εσένα χωρίς εμένα
χωρίς κανέναν
Ποια θάλασσα
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη.
Δειπνοσοφιστές
Σώματα χωρίς πρόσωπα συγκεκριμένα
Πρόσωπα χωρίς σώματα σχηματισμένα
Που σβήνουν μόλις σβήσει ο ήλιος
Με το θόρυβο μιας γραφομηχανής
Με μπράτσα γυμνά ρωμαλέα στο πλάι τους
Αντρειωμένοι ροχαλίζουν στον ύπνο τους
Και βλέπουν πως το χάος τούς νίκησε
Στα σιδερένια σαλόνια του ύπνου
Εξαϋλωμένα αισθήματα στην παραλία
Των υπνοδοχείων της Μέσης Κατηγορίας
Καμωμένη από χρώματα και αρώματα
Η ωραία Ελένη ντυμένη της μόδας
Ρεμβάζει κι αναρωτιέται τί κάνει
Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι με άλλους
Κοιτώντας νωχελικά το αργόσχολο
Πλήθος της ζέστης της άσπρης σεζόν
Κι εγώ προσπαθώ να την πείσω
Να κάνουμε μπάνιο τη νύχτα οι δυο μας γυμνοί
Αφήνοντας στην παραλία τα ρούχα μας
Και με ρωτάει αν το νερό θα’ ναι κρύο.
Ύστατο σονέτο
Τι παράξενη μοίρα αυτή να μην
παίρνομε είδηση ότι βρισκόμαστε
στους αντίποδες του εγώ και του εσύ
αφού μαζί περάσαμε ολόκληρη ζωή
απ’ την καλή και την ανάποδη ώσπου
μας διέγραψε του ποιήματος το τέλος.
Η ρίζα ενός δέντρου μου τρώει το σχήμα
Μια πέτρα μου αγκυλώνει το δάχτυλο
Και μου γδέρνει το μυαλό
Τα μάτια μου γίνονται παρανάλωμα των φύλλων
Κουκουβάγιες τρυπώνουν μες στα ματόκλαδά μου
Τα βήματά μου αυτοκαταλύονται κατασταλάζουν
Γίνονται στόματα μες στα μνημεία των θάμνων
Μια πεταλούδα απομυζάει όλο μου το είναι
Τα ρουθούνια μου βγάζουν σπίθες και καπνούς
Όπως οι δράκοι που ήταν κοράλλια τον παλιό καιρό
Είναι όπως το γαϊδουράγκαθο μέσα στα χόρτα
Οι στρόβιλοι με ξεχνούν και μ΄ απαρνιούνται
Τα λουλούδια μου βγάζουν τη γλώσσα
Τα πεζούλια με υποσκελίζουν
Μισώ τα ελατήρια και εξαργυρώνω τη θέλησή τους
Είμαι ο χαϊδεμένος των κυμάτων όπως τα βότσαλα
Αρνήθηκα να υποχωρήσω μπροστά στον άνεμο
Να λιώσω μες στα καμίνια των λουτρών της ζέστης
Να καώ με τα κάρβουνα σαν καβούρι
Κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μιλήσω
Να σώσω τον εαυτό μου
Από την πυρκαγιά που μόνος μου άναψα
Λάμπω σαν το διαμάντι αλλά δεν είμαι άστρο
Τι είμαι λοιπόν αν δεν είμαι αυτό που είμαι
Ουράνιο σώμα ή γήινο, στερεό, υγρό ή αέρινο;
Άγραφη γραφή
Άκουσα να μιλάν με τόνους τραγωδίας σε σαλόνια του1880
Ν΄ αναστενάζουν σ΄ ένα υπνοδωμάτιο ξενοδοχείου αριθμ. 12
Είδα να τρέχει μια γυμνή στο τρίτο πάτωμα του μυαλού μου
Να μουγκρίζουνε δυο τέρατα ανθρωπόμορφα
Να την προκαλούνε – καθώς περνούσε – αδιάντροπα
Χτυπώντας ρυθμικά το πάτωμα με τις ουρές τους
Όταν έπεφτε ψιλή ψιλή βροχή
Στάχτη από ηφαίστειο στόμα γυναικείο
Κράτησα το χέρι ενός τρελόπαιδου που ξεψυχούσε
Στεφάνωσα το αγαπημένο μέτωπο
Με λίγα ξερά και άδεια λόγια παρηγοριάς
(Δε θυμάμαι αν ήταν κορίτσι ή αγόρι
Ο αδικοσκοτωμένος σʼ ένα κομμάτι γης 2×1 ½ μ.)
Τρεις αιώνες πέρασαν πριν γίνουν όλα αυτά
Πριν νʼ αντιγράψω σʼ ένα τετράδιο καθαρό
Τους θρήνους μιας απαρνημένης
Το κλάμα ενός νεογέννητου παιδιού
Ταφές ανθρώπων ζωντανών – νεκρών που ξαναζωντανεύουν
Σχήματα μεταξωτά που αναδιπλώνονται
Ένα πλάσμα που φοβόταν νʼ αγαπήσει
Κομμάτι μάρμαρο από σάρκα
Και τη γραφή την άγραφη
Που είδα γραμμένη στʼ όνειρό μου
Με γράμματα φωτιάς που καίγαν το χαρτί
http://www.poiein.gr/
Στίχοι: Νάνος Βαλαωρίτης
Μουσική: Ωχρά Σπειροχαίτη
Πρώτη εκτέλεση: Ωχρά Σπειροχαίτη
Κάποιος κοιτάει μέσα μου και βλέπει ότι με βλέπει
κάποιος ακούει μέσα μου κι ακούει ότι μ' ακούει
με συναντάει το απόγευμα σε μια γωνιά του δρόμου
μαντεύοντας ποιος θα 'ναι κει κι όσα θα μου συμβούνε
Κάποιος που είναι μέσα μου μου χτίζει ένα σπιτάκι
και το γκρεμίζει γρήγορα πριν να το κατοικήσω
κάποιος που είναι πάντοτε μπροστά και δε μ' αφήνει
κλείνοντας και φράζοντας το δρόμο να περάσω
Κάποιος κινείται μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο
γεμάτος ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες
κάποιος μου λέει πως είν' αργά και δε θα αρθούν εγκαίρως
να μας γλιτώσουν οι καλοί απ' τις κακές διαθέσεις
Κάποιος μου λέει για στάσου ένα λεπτό περίμενε
στάσου να δω ποιος είσαι συ ποιος είν' αυτός πού πάμε
μα ήταν άλλος απ' αυτό που νόμιζα πως ήταν
και που' ναι πάντα μακριά από εκείνου που είναι
Κάποιος θυμάται μέσα μου έναν παλιό του φίλο
τότε που πέφταν κανονιές η μια πάνω στην άλλη
κάποιος μου λέει δεν είμαι γω που γράφω αυτήν την ώρα
μα ένα χέρι ελαστικό που σπρώχνει το δικό μου
Κάποιος μιλάει μέσα μου όταν μιλάω με κάποιον
και του εξηγεί πως γίνεται το κάθε τι στον κόσμο
πως γίνεται το ανώμαλο απ' το κανονικό
και ο καπνός απ' τη φωτιά πως βγαίνει γαλανόλευκος
Κι απ' τη βροχή το σύννεφο πως χαμηλώνει αθόρυβα
κι αδειάζοντας πως πέθαινε επάνω από τα σπίτια
κι από την πόρτα του μυαλού μια σκέψη πως μπαινόβγαινε
αλείβοντας τα λόγια της με της μιλιάς το μέλι
Ένας σκορπιός τρυπήθηκε απ' το κεντρί του μόνος
κάποιο ρολόι αδέσποτο μπερδεύοντας τις ώρες
χτυπούσε οκτώ στις έντεκα και δώδεκα στις μία
απάνω στο καμπαναριό ή μέσα στην καρδιά μου
Ανοίξτε αμέσως για να μπει αυτός ο κάποιος άλλος
να μπει απ' το παράθυρο όπως μια πεταλούδα
που με κοιτάει όταν κοιτώ μέσα στον εαυτό μου
μες το δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο ενός άλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου