Πόσο αγαπώ σε θάλασσα,
χιλιοειπωμένο στό΄χω,
μα άγριες φουρτούνες σου,
εγώ δεν τις τολμώ,
θέλω τα πόδια να πατούν,
μην ξεμακραίνω τόσο,
γι΄αυτό ποτέ δεν έκανα,
ταξίδι αλαργινό...
Φουρτούνες δεν κατέχω τις,
πώς να τις κουμαντάρω,
και καπετάνιος άτρομος,
δεν έγινα ποτές,
θέλω κοντά να βρίσκομαι,
σε στεριωμένο φάρο,
και ν΄αγναντεύω ακύμαντα,
το αύριο και το χθες...
Σαν σπάζεις τους καθρέφτες σου
και χρώματα αλλάζεις,
με τους βοριάδες ναυμαχείς
και χύνεσαι σεισμός,
εγώ και μόνο που κοιτώ,
τα σωθικά μου αδειάζεις,
οι λογισμοί πετρώνουνε,
κι ανήμπορη σιωπώ...
Το πιο μακρύ ταξίδι μου,
τό΄κανα στην ψυχή μου,
κι οσά ΄χα χρεία καύσιμα,
τα πλήρωνε αυτή,
κι αν δάγκωνε το φίδι μου,
γι΄αλαργινή φυγή μου,
το γήτευα μ΄ανάθεμα
και τράβαγα κουπί...
Χρόνια μετά τ΄απόδειξες,
πως είχα μαύρο δίκιο,
πως ήσουνα απρόβλεπτη,
κι ουδόλως με τιμή,
γερό σκαρί ναυάγησες,
που σ΄αγαπούσε απείρως,
κι έγιναν τα κατάρτια του,
τρεις ρύποι στην ακτή...β
(κατοχυρωμένο)
βίκυ 8/8/20
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου