Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

ΒΑΡΒΑΡΑ ΒΑΓΙΑΚΟΥ - ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ "Ψιτ, ψιτ, ακούει κανείς;"


Βαρβάρα Βαγιάκου – Βλαχοπούλου : Ψιτ, ψιτ, ακούει κανείς;
Εκδόσεις : Μιχάλη Σιδέρη
Ετος Έκδοσης : Ιούλιος 2020
Είδος : Διηγήματα
Διαστάσεις : 17x23
Σελίδες : 215
ISBN : 978-960-468-267-6
Πίνακας εξωφύλλου :  Comninellis (Κωνσταντίνος Κομνηνέλλης)

Περιγραφή 

29 διηγήματα από μια πέννα που πάλλεται με τον σεισμογράφο της καθημερινότητας. Τα δέκα εξ αυτών Χριστουγεννιάτικα, στολισμένα με αστερόσκονη και γεύση νοσταλγίας.
Όλα είναι αφιερωμένα σ’ αυτούς που ονειρεύονταν τις αγριοβιολέτες στα λιβάδια και η ζωή τούς έμαθε να μαζεύουν κυκλάμινα στους γκρεμούς.
Σ’ αυτούς τους διακριτικά ΔΙΑΚΡΙΤΟΥΣ.
Στους ξεχωριστούς.
Στους πρωταγωνιστές του παρασκηνίου.
Σ’ αυτούς που αξίζουν το χειροκρότημα της ζωής!!!

Αποσπάσματα 

i. Από το διήγημα  "Το βεραμάν παλτό"

Η Σάρα το κατάλαβε.Πλησίασε το κρεβάτι της και άρχισε να χαϊδεύει με λατρεία το παλτό . Ήθελε να το ενσαρκώσει...να το ζωντανέψει Ήθελε να μιλήσει .Κι αυτό με την τρυφεράδα των λόγων της Σάρας άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στα μάτια της Φανής και να κομψεύεται με τον αέρα ενός βεραμάν πανωφοριού με φλοσένιες ροζ σφιγκοφωλιές και ασορτί κουμπιά Το περπατούσε αέρινα και λικνιστά στην πασαρέλα της ζωής μια καλονή μελαχροινή με πράσινα μάτια. 
Υστερα ήρθαν οι βομβαρδισμοί ,τα συντρίμια ,τα ερείπια τα φουσκωτά,οι σωματέμποροι ...και τα θύματα.Εκει σταματούσε το μυαλό της Σάρας κι άρχιζε ο θαλασσοδαρμός στα αγριεμένα δόντια των αφρισμένων δράκων του Αιγαίου που πηγαινόφερναν σα καρουδότσοφλο το φουσκωτό ...ως ν´αρχίζει να ξεφουσκώνει λίγα μέτρα απο την νησιωτική Ελληνική ακτή
. ..Μια αστραπή που πρόφτασε να αποθανατήσει την τραγωδία φώτισε για τελευταία φορά το βεραμάν χρώμα του παλτού της κόρης της που κάθονταν στην απέναντι γωνιά του φουσκωτού.Στην επόμενη αστραπή η Αϊσέ άφαντη.Αϊσεεεέ Αϊσεεεέ άρχισε να φωνάζει.Δυο χέρια στιβαρά σταμπωμένα τατουάζ και βαναυσότητα ,της βούλωσαν το στόμα,δυό άλλα την έσπρωξαν και βρέθηκε μπρούμητη με τη μύτη ματωμένη πάνω στα σανίδια μια ξύλινης σωτήριας βάρκας την ώρα που η δική τους άφηνε την τελευταία πλαστική ασήμαντη φωνή έρμαιο της αιωνιότητας. 
Εφτά είπαν ηταν οι πνιγμένοι. ποιος τους είδε; Ποιος τους μέτρησε ; «Θέλω να τους δω.Θελω να δω την κόρη μου έστω και πνιγμένη». Και καθώς το βίωνε το τελευταίο σπαραχτικό « Θέλω να την δω» τρύπησε με ορμή τα αυτιά της Φανής. 
Η φωνή της είχε κάτι απο τον ρόγχο της αγωνίας .Εκείνη την αγκάλιασε κι ένας δακρύβρεχτος σπαραγμός ξεθύμανε σταδιακά πάνω στο χάδι της κοπέλας που θέλοντας και μη ειχε μπει ολοκληρωτικα στην ολοζώντανη αναπαράσταση της τραγωδίας.

ii. Από το διήγημα " Έβρεξε κοκκινόχωμα απόψε"

Τις λίγες φορές που ειχε βγει με τα αλλα παιδιά σα τσούρμο ,ένοιωσε παράξενα. 
Δυο κόσμοι,δυο θεοί ,ένας ο ήλιος ,ενα το φεγγάρι .Αλλιώς φωτίζονταν οι έξω κι αλλιώς οι μέσα .Γιατι; Ποιος τον ρώτησε πως αυτή τη ζωή,ήθελε ; Να βλέπει απο το παραθύρι το φεγγάρι ακίνητο κι ο δάσκαλος να το βλέπει να αιωρείται στη σκοινένια του αιώρα; 
« Δυο φεγγάρια έχουμε δάσκαλε;» 
« Όχι βέβαια» 
« Δε βλέπω σκοινένια κούνια δάσκαλε εγω» 
« Τι βλέπεις;» 
«Σκοινένια κρεμάλα βλέπω» 
« Τα σκοινιά χρησιμεύουν και για αιώρες .Και για να δένουν και να λύνουν τα καράβια» έκαμε ο δάσκαλος 
« Κι εμένα τι με νοιάζει;Ναυτικός είμαι;» 
« Μπορείς να γίνεις.Να λύσεις το καράβι σου και να το ταξιδέψεις» 
Ακαταλαβίστικα πράγματα γι αυτόν οι αλοιγορίες του κυρ Μιχάλη .Άλλα απασχολούσαν τον Λεωνίδα .
Αν ποτέ συναντιόταν με τη μάνα του δεν ήξερε πως θα της συμπεριφερόταν.Πότε σκέφτονταν πως θα της περνούσε τη σκοινένια κρεμάστρα το λαιμό και πότε πως θα την αγκάλιαζε να έλεγε επιτέλους μια φορά κι αυτός τη λέξη μάνα ...ίσως και «μάνα σ´αγαπώ»Με τα φεγγάρια ,τις αιώρες,και τα καράβια του δάσκαλου κάτι ανασάλεψε μέσα του μα το απόδιωξε .Δεν έγινε αντιληπτό ουτε καν απο τον κυρ- Μιχάλη που προσπαθούσε να δει σημάδια να πιαστεί σε μια αποδοτική εξερεύνηση . Η καταστολή ηταν άμεση Σιγα μη της έλεγε και σ´αγαπώ.Βρε ούστ! Τον άφησε στο πουθενά αβύζαχτο,αχάδευτο,σκατωμένο ,το σ´αγαπώ της έλειψε. Τι σήμαινε το σ´αγαπώ ;
 Ό,τι σαλαγούσε μέσα του ,κέντριζε .Πέτρα η ψυχή του . 
« Δε πα να γαμηθει η καριόλα » .
Ολα τα παιδιά εγκαταλειμένα ηταν εκεί μέσα ,αλλα όλο και κάποιος τα ξεγύρευε πότε πότε.Ναι ,ειχε δει και μάνες δακρυρροούσες εκει μέσα .Ερχονταν να χαρίσουν χάδι στα παιδιά τους που η ρημάδα η τύχη τους τα στερούσε . 
Εκείνος θαρρείς και είχε πέσει απο τον ουρανό.Πολλά παιδιά τα υιοθετούσαν και έβρισκαν μια αγκαλιά,ενα σπίτι.Εκείνος ηταν ο καταραμένος .Τον περιεργάζονταν σαν αξιοπερίεργο και τον απέρριπταν. 
Σκατά ζωή ,σκατένιος κόσμος. 
Όταν ήρθε η ώρα να τον γνωρίσει δεν ήξερε απο που να τον πρωτοφτύσει

iii. Από το διήγημα "Αποσκευές"

Κάθεται στον καφενέ κάτω απ΄ τη μουριά, δίπλα στου πατέρα τη στοργική ματιά. Της προσφέρει μια γκαζόζα να ξεδιψάσει... 
Ο ξεχαρβαλωμένος νευροψυχισμός της Αγοράς έχει κατακάτσει. Το τερέτισμα των τζιτζικιών πάνω στη μουριά σιγά σιγά ξεκουρδίζεται. Εξαϋλωμένες οι μορφές του μόχθου ρίχνουν νωθρές ζαριές στο τάβλι. Πίνει.... 
Τιθασευμένα τα χελιδόνια κάνουν τις τελευταίες τους στροφές επιδεικτικά και τρυπώνουν στη θαλπωρή των φωλιών τους κάτω απ΄ τα στρογγυλά μπαλκόνια του λιμανίσιου αρχοντικού . 
Η ματιά της πλανιέναι στον μακρινό ταρσανά.Εκει που φτιάχνονται τα σκαριά .Εκει που ξεκινούν τα όνειρα πριν μπούνε στα εισαγωγικά 
Η ώρα μπαίνει στο μελί. Γλυκά κρασάτα τα μάτια του δειλινού. Ένα φεγγάρι της γέμισης άρχισε να αχνοφέγγει. Η πιπερίλα της μέρας απομακρύνεται και την αφήνει να πέσει χαλαρά στη γοητευτική μαρμαρυγή της νύχτας. Πίνει τη γκαζόζα της να ξεδιψάσει τα δεκαοχτώ της χρόνια. Πως ξεδειψούν αυτά ζωή; Μου λες; 
Στο λαιμό του γλαρωμένου μικρολίμανου ρουμπινένια πετράδια τα λαμπαδόρια υπακούουν στο κάλεσμα του βενζινοκίνητου γρι γρι. Μόλις άναψε τη μηχανή του και σχίζει διακριτικά τα νερά σεβόμενο την επιβλητικότητα του μωβ. Σαν ξελιμανιάσει, θ’ ανοίξει τη μηχανή του και ντουγρού θα χυθεί για την καλάδα. Ροδαλόμορφος προς το μαβί ο ορίζοντας, σκέψη ταξιδιάρα... πίνει ... 
«Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν» έγραψε ο Σολωμός. 
Αφήνει την ψυχή της χαλαρή στον καφενέ, κάνει την γκαζόζα της πηγάδι και της βάζει καλαμάκι. Φορτώνει το κορμί της στο τελευταίο λαμπαδόρι! 
«Γειά σου πατέρα»ψελλίζει δακρυσμένη και του κουνά το μαντήλι της «ΑΝΤΙΟ παιδί μου με την ευχή μου... θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» απάντησε θολή η γαλανή ματιά του και βούλιαξε στο δάκρυ της. 
Ενα πηγάδι ...ενα καλαμάκι...και τα δεκαοχτώ της χρόνια .Τι άχαρη λέξη οι αποσκευές!!! 
Ηταν Σεπτέμβρης όταν το τελευταίο λαμπαδόρι έσβησε μές τον μαβί ορίζοντα


Βιογραφικό 

Η Βαρβάρα Βαγιάκου – Βλαχοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λήμνο. Έζησε στην Τυνησία και βόρεια Ιταλία. Άρχισε να γράφει, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα. Η στέρηση της ιδιαίτερής της πατρίδας, της Λήμνου, της έδωσε το λάκτισμα να την παινέψει. Έτσι, ραμφίζοντας την παιδική της ηλικία, έγραψε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Με βοριάδες και νοτιάδες από τις εκδόσεις Λύχνος.
Ακολούθησαν:
• Σα φυλαχτό απ’ τη Σμύρνη, εκδόσεις Καλέντης
• Επάγγελμα οικιακά, εκδόσεις Καλέντης
• Να μη ξεχνάς είν’ αμαρτία να ξεχνάς, εκδόσεις Λύχνος
• Στης μάντρας τα τραφώματα, ποιητική συλλογή, εκδόσεις Λύχνος
• Το παραμύθι του γάμου, θεατρικό στην ντοπιολαλιά. Παίχτηκε από το Λύκειο των Ελληνίδων Λήμνου.
• Τι άρωμα φοράς γιαγιά, εκδόσεις Μ. Σιδέρη
Το Ανάβλεμμα και το Σαμπάν σαγκάτ είναι έργα της, δημοσιευμένα σε σειρές στον λημνιακό τύπο, εφημερίδα Λήμνος. Δημοσιεύει εδώ και πολλά χρόνια σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι ενεργό μέλος του Λυκείου των Ελληνίδων Αθηνών και Λήμνου.
Έχει δύο παιδιά και πέντε εγγόνια.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου