Η Ειρήνη Μάρκου (Βοντορήνη) (1917 - 24 Αυγούστου 2010) ήταν Ελληνίδα λαϊκή ποιήτρια, βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών..
Γεννήθηκε το 1917 στ’ Απεράθου της Νάξου. Εκεί φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο και στις δύο τάξεις του Ελληνικού, ενώ τα καλοκαίρια βοηθούσε τον πατέρα της στις αγροτικές εργασίες. Παντρεύτηκε σε ηλικία 16 ετών και απέκτησε οκτώ παιδιά, εκ των οποίων το τέταρτο (ήταν το πρώτο αγόρι μετά από τρία κορίτσια) απεβίωσε σε ηλικία ενός έτους. Υπήρξε υφάντρα, ράφτρα και μαμή. Όταν τα παιδιά της μεγάλωσαν, ξενιτεύτηκε στην Αθήνα και για να τα ζήσει αναγκάστηκε να δουλέψει ως καθαρίστρια και παραδουλεύτρα. Απεβίωσε στις 24 Αυγούστου 2010 .
Βραβεία
Το 1980 δημοσίευσε την πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Τα Σαράντα Κοχλίδια», αποτελούμενη από 7.994 στίχους, για την οποία βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
πηγή φωτογραφίας https://www.facebook.com/
Εργογραφία
Η Ειρήνη Μάρκου έχει χαρακτηριστεί ως «Ένας Σύγχρονος Θηλυκός Όμηρος» καθώς τα ποιήματα που έγραψε, στη διάλεκτο του χωριού της, είναι σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο - το μέτρο που χρησιμοποιείται στη δημοτική ποίηση. Ο ποιητικός λόγος της είναι απτός, ενώ οι αφηρημένες έννοιες (π.χ. η χαρά) ζυμώνονται, σαν το ψωμί:Χαρά προπαρασκεύσατη κι αλαφροζυμωμένητ΄ αέρ΄ αέρα πήρασι και σ’ έχουν καμωμένηκι αέρας είσαι και περνάς κι αφήνεις τον αέρα
Με το έργο της έχουν ασχοληθεί αρκετοί ερευνητές, μεταξύ αυτών:
Ο συμπατριώτης της Μάνος Ι. Ελευθερίου, δάσκαλος και υπεύθυνος Πολιτιστικών Θεμάτων στο Υπουργείο Παιδείας.
Ο συγγραφέας και κριτικός Μιχάλης Γ. Μερακλής, ο οποίος παρουσίασε τη λαϊκή ποιήτρια στο 'Τέταρτο Συμπόσιο Ποίησης', το 1984, με θέμα «Αφιέρωμα στο δημοτικό τραγούδι».
Δημοσιευμένες Συλλογές
1980 Τα Σαράντα Χοχλίδια 7.994 στίχοι Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών.
1981 Το Απείραχτο
1981 Η Ανάσα Του Αιγαίου
1983 Τ’ Ανεμόμυλου Το Τέλος
1984 Ψάχω Να Δω Μες Τ’ Άθωρο 18.000 στίχοι
1987 Η Φωνή Της Ειρήνης
Ειρήνη Μάρκου "Βοντορήνη"
(Συνέντευξη 1981 Μέρος 1ο)
Τα Σαράντα Χοχλίδια
‘’Ένα χοχλίδ΄ ερώτηξα κάτω στα Λιαρίδια,
πώς ήτονε και ΄βρέθηκε μες τ΄ άλλα τα χοχλίδια.
Κι είπε μου «Δες με και θα δεις, ψάξε με και θα μάθεις,
γγίξε δαχτύλι΄ απάνω μου α΄ θες κοντά μου νάρθεις.
Βάλε με στη μπαλάμη σου, υραποῢρισέ με,
κι α΄ μπιάνουνε τα μάθια σου κάτσε και διάβασέ με.
Ξεφάνερα διαβάζεται η ζήση στο κορμί μου,
πο΄ βάστου και πο΄ βρέθηκα, πώς είμαι και πώς ήμου.
Είχα καρδιά μαρμάρινια, φύτρα μαρμαριδένια,
κι ήζου στα χώματα του Ζα χωρίς σκοτούρας έγνοια.
Είπε μο΄ «ω που με θωρείς, ήμου μια μπέτρα πλούσα,
μα φάασί με τα νερά, που με κατρακυλούσα.
Ω κουτουλιές που τσ΄ ήφαα κι αξαμπωθιές θεέ μου,
μα πώς ερημοβάσταξα σε φτό ντο πράμα πε μου.
Ω και πον΄ ήξερε γκανείς τ΄ άρημα βάσανά μου,
μες τη γκαρδιά του ποταμού τ΄ αδικοσκότωμά μου.
Ω κι ήντ΄ αδικοσκοτωμός ηύρηκε ντο κορμί μου,
δεν ήτονε καλύτερα ποτές μου να μην ήμου;
Χρόνια ΄ρχεται ο ποταμός επά και ξετελειώνει
και κουβαλεί συγγούρδουλα κε έρχεται και με χώνει.
Και χρόνια πάλι η θάλασσα ουντέρνει και τα παίρνει
και τω νε ξαναδώνει μια κι απάνω μου τα φέρνει.
Του ποταμού ΄πε γκάταρα, «άλι που να στερέψεις,
να ξεραθείς και να χαθείς να μη ξαναπορέψεις.
Που να μη ξαναδείς νερό να δέσει το κορμί σου,
μα ήντα δύναμη ΄ναι φτη πόχει η πέρασή σου.
Μα που τα βρίσκεις τα νερά και πώς τ΄ ανεμαζώνεις,
πώς ρίχτεσαι και πιάνεσαι και κουτουλάς κι απλώνεις.
Ω που να μη ξαναφανείς, κορμί να μη στεριώσεις,
το ρυάκα πούχεις και περνάς να μη ξανανερώσεις.
Μα με τη θάλασσα ΄μοιαξες, μαζί τζη συγγενεύγεις
κι απόθε αγγίξεις αφαιράς και παίρνεις και λιεύγεις;
Κι α΄ τη στιμής που μ΄ έπιασε μες τα δικά τζη ούλια,
τρώει με και λιεύγει με σιά και κούλια κούλια.
Στα χείλια τζ΄ εφαώθηκα και λίη λίη λιώνω
και κάνω το παράπονο παρέα με το μπόνο.
Άλι που να τη δω ξερή να μη ξανασαλέψει
να μη ντην εύρη πια ψαράς να τη ξαναψαρέψει.
Όπου να πέσει παωνιά και να τηνε παώσει
να σταματήξει να κουνεί να μη μου ξαναδώσει.
Ω η καρδιά μου πως λυά, σα ντον αθό να πέσει,
ξέρουντο μπάρεμ΄ από κει όπου μου να με κλαίσει;
Πού πάει άρα η ζωή και σβήνεται το δει μας,
η σκέψη μας, η γνώση μας και η πορπάτηξή μας.
Το ‘έλιο, το τραούδι μας, η πίκρα, η χαρά μας,
η ομορφκιά, η λεβεδιά, τα τόσα θώρητά μας.
Η σπούδα τω ντόσω χρονώ, το φως των ομαθιώ μας,
η ζωντανή μας δύναμη, τα κάλλια ντω γκαλλιώ μας.
Κάνεις το σα μπιταφτικού σήμερα κι αρωτάς με
και σκάβγεις μέσα μου να δεις κι αναποδοϋράς με;
Δεν είναι πιο καλύτερα να μη μου λες ια μένα,
να βγάνεις τώρα πράματα στη μέση περασμένα;
Μόνου η πέτσα στέκεται, δε με θωρείς κι ατή σου;
ντρέπομαι που θα σου το πω, μα πάρε με μαζί σου!
Τα λόϊα φτα μου ζώσασι ντα πισινά μπαΐδια
και μούρθεν όχι μόνο φτο, μόν΄ όλα τα χοχλίδια
νάτονε τρόπος από κει να βάλω να παρθούσι
στση θάλασσας τα στόματα να μη ξαναγλυφτούσι.
Την ώρα πούπε φτα ια δε, με του μυαλού το πάσσο
κι είπα να κάμω το καλό να σκύψω να το πιάσω,
να ένα κύμα τρίφερτο και παίρνει το με ρήση
και δεν εξαναμπρόβαλε να μου ξαναμιλήσει…’’
62 στίχοι από ένα ποίημα 7.994 δεκαπεντασύλλαβων στίχων , ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΟΧΛΙΔΙΑ , βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών , της μεγάλης λαϊκής ποιήτριας Ειρήνης Μάρκου (Βοντορήνης ) , μια συνομιλία της με ένα βότσαλο, ένα χοχλίδι, έναν άνθρωπο , γραμμένο στην απεραθίτικη διάλεκτο . Η μάνα – γλώσσα, δύσβατη και δύσκολη, αλλά αυτή μας έφτιαξε ό,τι είμαστε. Γι αυτό και την αγαπούμε, τη σεβόμαστε και τη μιλούμε όσο και όπου μπορούμε.
Μάνος Ελευθερίου .
Ειρήνη Μάρκου "Βοντορήνη"
(Συνέντευξη 1981 Μέρος 2ο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου