Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

ΞΑΝΘΗ ΚΟΥΤΡΑ "Ο ΜΕΛΤΟΣ" Διήγημα


Vincent van Gogh - Shoes

Απ` τους ανθρώπους δε ζητούσε παρά μόνο ψωμί.
Σα λάχαινε να τον φιλέψουν κάτι τι παραπάνω - λίγο τυρί ή λίγη πίτα- εμειδία ευχαριστημένος κι άπλωνε μουρμουρίζοντας με ντροπή.
-- Άϊ θέλου κι γω πίτα, παλαβός άνθρωπος.
Ύστερα απομακρύνονταν με τις μεγάλες δρασκελιές του.
Για που! Για όλους τους δρόμους....

Ένας άνθρωπος μόνος, σκυθρωπός, παραμελημένος•περπατούσε βαριά στην άκρια του δρόμου.
Πάντα σκυφτός ως να έψαχνε κάτι που είχε χάσει.
Κι άμα ποτέ ανασήκωνε το ξεχτένιστο κεφάλι , έβλεπες ένα αυλακωτό παιδεμένο πρόσωπο, μια τραχιά όψη, δύο σκοτεινά μάτια, αδιάφορα ως να μη σε θωρούσαν.
Δεν είχε καμία κακία τούτο το βλέμμα. Ένα άκακο αγρίμι ήταν.

Φτωχά ντυμένος, ασκεπής με το σακάκι, Χειμώνα Καλοκαίρι, αναριγμένο στον ώμο και ζωσμένος καναβιδένια τριχιά να συγκρατεί το φαρδύ παντελόνι οπού ηταν γυρισμένο ως τον αστράγαλο.
Απόδετος πότε απ` τόνα πόδι και πότε κι απ` τα δύο, βαστούσε τις σκονισμένες αρβύλες του
- που είχαν κάνει δυνατές προσοχές , στα πόδια κάποιου στρατιώτη- γιατί δεν έπαιρνε ποτέ ποδήματα που του έδιναν παρά επήγαινε σε σπίτια οπού είχαν φαντάρους και ζητούσε τα άρβυλα.
Λεω ήταν αυτό κάτι που του είχε απομείνει άμα ήταν νέος και δεν επήγε κείνος στο στρατό.

Οι κουβέντες με τους ανθρώπους, λιγοστές • μία, δύο. Ψιθύριζε πάντα μόνος.
Άλλες φορές πάλι φαίνονταν συλλογισμένος. Σα να κατέχονταν απο σκέψεις σοβαρές...
Κι άλλοτε ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Ποιός ξέρει τι περπατούσε στο μυαλό του...

Έλεγαν ότι είχε έρθει " απο κείθε " απο τα μέρη του Δομοκού. Πως ειχε αδέρφια, συγγενείς •
μα σα πέθανε η μάνα του, πήρε τα μάτια του και τις στράτες...
Αφέθηκε στο έλεος του θεού και των ανθρώπων.

Μόνιμη κατοικία, δεν είχε. Συχνά εκούρνιαζε σ`ένα σκοτεινό κοίλωμα της γης ως σπηλιά, στη λάκα του χωριού, ανάμεσα στις πουρναριές.
Τις περισσότερες φορές όμως, Ιδιαίτερα το χειμώνα οπού εκρουστάλιζε ο έξω κόσμος, έβρισκε καταφύγιο, στο σπίτι του μακαρίτη του Αριστείδη του Καλλιώρα .
Άνθρωπος καλής ψυχής, πτωχός φαμελιάρης έκανε τρόπο να βρεθεί μια γωνιά να στρεχιάσει ο δυστυχής!
Όταν δε βαρυγκομούσε η φαμελιά του επειδή ήταν άνιφτος κι άπλυτος...
κείνος τους έλεε.
- Μη βαρυγκομάτε παιδιά μου• άμα πλαγιάζει ο Μέλτος σπίτι μας, είναι σα να πλαγιάζει ο Χριστός! Σας έχω πει μελετάτε τη Γραφή.
Ω! Πόση ευσέβεια σε τούτο το κόσμο!

Πάρα πολύ αγαπούσε τη φωτιά. Το αναμμένο τζάκι.
Αλλά οι πόρτες δύσκολα άνοιγαν το χειμώνα στους διακονιαραίους...
Συνέβαινε όμως πολλάκις να τον λυπηθεί κάποιος χριστιανός και να τον μπάσει στο σπίτι του.
Μια γερόντισσα χηρευάμενη απ`τα νέα της, σα παντρεύτηκαν τα παιδιά της, έζει μόνη σ`ένα παράμερο σπίτι κείθε απ` το ξεριά.
Κείνη τον καλούσε συχνά να μπει να ζεσταθεί.
Η ίδια κατείχε καλά την ανάγκη • και την αναλγησία του κόσμου...
Τρύπωνε τότε σκυφτός στο καμαράκι• στέκονταν ορθός πίσω της πόρτας.
- Ζύγωσε να ζεσταθείς, του έλεε η γριά.
- Μη στέκεσαι αλάργα.
Τότε στριμώχνονταν στο παραγώνι, συμμαζεμένος , μια στοίβα, σκουτιά κι ανθρωπος•
δε μίλα, δε σάλευε, δε γέλα ούτε καν ψέλλιζε, φοβούμενος μη βαρυγκομήσει η γριά.
Παρά άπλωνε και πύρωνε τις παλάμες, ανασαινοντας ήσυχα το θάλπος της φωτιάς.

Ο Μέλτος ακόμη έτρεφε συμπάθεια για ορισμένα άτομα και ρωτούσε γι`αυτά.
Συχνά με ρώταγε για τον αδερφό μου το Σπύρο, όταν έλειπε το χειμώνα και τη θεία μου τη Βάγια που είχε παντρευτεί μακριά.
- Που είν`η Βάια; πότε θα ρθει;
Τίποτα άλλο.

Και πως να μην ιστορήσω, τα Καλοκαίρια που η αυλή μας, ήταν μια θάλασσα καπνόφυλλα
κι ο τόπος ολόγυρα φλογίζονταν...
Έκαιε ο ήλιος αθόρυβα τις λιάστρες στο κήπο κι έβαζε Χρώμα στις κρεμασμένες αρμάθες...
Οι κότες νυσταγμένες βαριανάσαιναν, οι μολόχες είχαν αφεθεί στο λιοπύρι κι οι γριές
ξέσφιγγαν τα μαντήλια...
Πόδια γυμνά απόδετα, καταή, σε άβολες θέσεις, κυκλωτά στα σωριασμένα καπνόφυλλα,
χώνευαν στη βράση...
Κείνες τις αργοκίνητες ώρες, στη σκιά και στη δρόσο της πελώριας βαθύφυλλης μουριάς,
που μας υπερασπίζονταν μποδίζοντας τον ήλιο να φτάσει τα κεφαλια μας, στρώνονταν
κι ο Μέλτος μαζί με μας να βοηθήσει στο αρμάθιασμα.

Γέμιζε βελόνες, πότε στοχεύοντας στα κοτσάνια, πότε στα φύλλα - οπότε τα μισά έπεφταν-
και τις έδινε σε μας να τις περάσουμε στο σπάγγο.

Μετά απο λίγο, άρχιζε να του " πέφτει" το κεφάλι από τη νύστα• ώσπου τον έπαιρνε ο ύπνος για τα καλά καθιστό. Ακουμπισμένος στο κορμό της μουριάς, σφαλνούσε τα τσίνορα κι έγερνε το κεφάλι κατά το στήθος με τη βελόνα να αιωρείται, απειλώντας να του βγάλει τα μάτια.
Η μάνα μας του εμίλα σιγανά μη τον σκιάξει.
- Μέλτο , γείρε λίγο, να ξαποστάσει το κορμί σου...
- Όϊ, δε θελου, αποκρίνονταν και μετά πίσω τα ίδια...
- Αφού προσκυνάς απ` τη νύστα • γείρε σου λέω, θα σου βγάλει η βελόνα τα μάτια.
- Όϊ δε νυστάζω.
Ύστερα πάλι , στα καλά καλούμενα μας εκοίταε κι άρχιζε να γελά.....
Πάλι η μάνα μας.
- Είναι σωστό, να γελάς συ μόνος; πες μας κι μας να γελάσουμε να ξεπικραθούμε απ` το καπνό.
- Δεν είναι τίποτα θειά, έλεγε ο καψερός, έτσι μήρθε • τι περιμένεις από μένα τώρα,
παλαβός άνθρωπος.
Οποία ταπεινοφροσύνη!

Μια μέρα θυμάμαι , σε ειρηνική σιωπή, ρώτησε άξαφνα.
_ Θειά θα πεθάνει ο Νικόλας;
Επρόκειτο για ένα πολύ γέρο , που έμενε λίγο παραπέρα κι είχε ακουστεί ότι τον περίμεναν οι δικοί του...
_ Σαν έρθει η ώρα του θα βγάλει κι αυτός τη σειρά του ,αποκρίθηκε κείνη.
_ Και γιατί θα πεθάνει, συνέχισε ο Μέλτος.
_ Αυτά Μέλτο δεν είναι δική μας δουλειά. Άλλος τα κανονίζει.
Έμεινε λίγο σιωπηλός και ξαναρώτησε.
_ Θα βαρέσει η καμπάνα;
_ Πως δε θα βαρέσει, είπε η μάνα μας.
_ Θα βαρέσει και για μένα άμα πεθάνω;
_ Τι λες τώρα ρε Μέλτο, η καμπάνα βαράει για όλους άμα πεθαίνουν.
_ Έ, άμα είναι να βαρέσει και για μένα , ας πεθάνω και γω. Είπε χαμηλή τη φωνή.
_ Πάψε με τους πεθαμούς, τον μάλωσε τρυφερά εκείνη. Κανένας δε θα πεθάνει τώρα.
Είναι Καλοκαίρι, δουλειές, φούριες, καπνά να μάσουμε...Δεν έχουμε καιρό για
χασομέρια...

Ο Μέλτος έζησε πολλά χρόνια στο χωριό μας, και τον συμπαθούσαν όλοι.
Τον αγαπούσαν ως και τα μικρά παιδιά• κανείς δεν τον απόπαιρνε ούτε του εμίλα χλευαστικά.
Περιήρχετο τους μαχαλάδες και προτιμούσε να περνά τις αμπάρες όπου διέμεναν άνθρωποι
ταπεινοί και πτωχοί.
Επειδή κι εκείνος υπήρξε μια ταλαιπωρημένη και ταπεινή ψυχή.
Και ορισμένως πολλές φορές καλύτερος απο μας τους" γνωστικούς".
Μήπως τάχατε είπε κακό λόγο, πείραξε ή εξαπάτησε ποτέ κανέναν;
Ποτέ.
Για τούτο εδικαιούτο, μεγάλο μερίδιο σεβασμού.

Από " Βιογραφίες μη Επωνύμων " της Ξανθής Κούτρα.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου