Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

ΑΡΓΥΡΩ ΘΕΟΦΑΝΙΔΟΥ "Το κρυφονέρι της Μπαναγιάς"



Στην κορφή του λόφου,πάνω απ'το χωριό, στέκονταν χρόνια ορθά τα χαλάσματα της Παναγιάς της Ξερικής. Η στέγη με τα ρόδινα κεραμίδια είχε μισογκρεμιστεί στο κέντρο του ναϊσκου,η πόρτα ξεχαρβαλωμένη κρεμόταν απ'τον ένα μεντεσέ,οι εικόνες των αγίων στους τοίχους είχαν ξεθωριάσει απ'του ήλιου και της βροχής τα φιλήματα.Μονάχα στην κόχη του ιερού η ''Άκρα Ταπείνωσις'' διατηρούσε τα χρώματά της και στο σαρακοφαγωμένο τέμπλο η εικόνα της Παναγιάς ολομόναχη (τίς οίδεν τί απόγινε ο Χριστός κι ο Αγιάννης ; )παρατηρούσε κι εφύλαε την ερημιά και τα πουλιά στα κλαδιά του πεύκου ,πού'γερνε τρυφερά πάνω στον ναϊσκο, σα νά'θελε να καλύψει τα ερείπια .
Από 'κεί πάνω κατέβηκε κουτρουβαλώντας στα λιθάρια και στα ξεράγκαθα τ'αρφανό της κυρά-Γιαννιώς αλαλάζοντας : Είδα τη Μπαναγιά, είδα τη Μπαναγιά και μ'έδωκ' ετούτο το ψωμοτύρι ! Γέλασαν οι χωριάτες με τους παραλοϊσμούς του αλαφροϊσκιωτου. Τον αγριοκύτταξε ο παπάς, τού'βανε τις φωνές.
-Δεν έχεις ντροπή ,λιμάρικο βρωμοπαίδι ,να πιάνεις στο στόμα σου την Παναγιά ; Βρωμάει το χνώτο σου απ'την λίμα κι άλλη δουλειά δεν έχει η Τιμημένη να φανερώνεται σε τομάρια σαν του λόγου σου.
Τον πήραν με τις πέτρες τα παιδιά χασκογελώντας σαν είδαν έτσι να του φέρονται οι μεγάλοι. Ένα μάλιστα άρχισε να φωνάζει. -Παναή ,είδες τη Μπαναγιά, Μπαναή ,Μπαναή . Από τότε του κόλλησαν του Παναή το παρατσούκλι ''ο Μπαναής''. Τόν έδιωξε κι ο δάσκαλος απ'το σχολειό, γιατί λέει ξεσήκωνε φασαρίες καθώς τον έδερναν και τον κορόιδευαν τ'άλλα παιδιά.
Εκύλησαν τα χρόνια, έθαψε την χήρα μάνα του, περιμάζεψε στο καλύβι του μια ξενόφερτη κοπελιά γκαστρωμένη σε μούλικα.
Γέννησε εκείνη δυό αγόρια, τ'ανάθρεψε καλά ο Μπαναής, τά'στειλε στο σχολειό να μορφωθούνε. Μα εκείνα τον μισούσανε φριχτά όπως η μάνα τους. Βλάκα τον ανέβαζαν, βλαμμένο τον κατέβαζαν, που δεν ζητούσε ,ως έπρεπε, πολλά για μεροκάματο.
Φτωχό το καλύβι τους, λερός ο ασβέστης στη μαντρούλα, ξεφτισμένος, λερά τα ρούχα τους,πάντα διψασμένες τα καλοκαίρια οι τρεις κοτούλες τους κι ο κόκκορας κι η κατσίκα η Μαριγώ , που με χίλια βάσανα είχε αγοράσει ο ταλαίπωρος , να πίνουν γάλα τα παιδιά να μεγαλώσουν.
Τόνε παράτησαν, λοιπόν, τ'αγόρια κι έφυγαν να πλουτίσουνε, λέγαν, σ'άλλα μέρη. Τόνε παράτησε κι η ξενόφερτη πού'χε περιμαζέψει κι έφυγε μ'έναν πλούσιο και καθαρό, ο Θεός να τον κάμει, εμποράκο, που τριγυρνούσε στα χωριά μ'ένα γαΙδούρι φορτωμένο πραμάτειες αλλόκοτες. Νταντέλες και χρυσά κουμπιά, κυλότες μεταξωτές κι υφάσματα μπαμπακερά κι απαλά ,που τά.φτιαχναν, λέει, μηχανές. Όχι σαν 'κείνα τα χοντρά που ύφαιναν σ'αργαλειούς για την προίκα τους οι κοπελιές του νησιού.
Τόνε παράτησαν κι απόμεινε ρημάδι ο περίγελως του χωριού.
----------------------------------------
Θά'ταν , δε θά'ταν στα πενήντα ο Μπαναής μα το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, οι κυρτωμένοι του ώμοι, τ΄'ασπρα του μαλλιά, τόν έκαμαν να δείχνει εβδομήντα και βάλε. Ήξερε δυo κολλυβογράμματα μα τα χέρια του ήσαν χρυσά , το μυαλό του ξουράφι κι η καρδιά του μάλαμα. Σαν ήθελε κάποιος χωρικός να κάμει κάτι σπουδαίο στο σπιτικό για στο χωράφι του τον Μπαναή καλούσε.
- Μπαναή, θα φτιάξεις εδώ μια ξερολιθιά. Γιατί σαν βρέχει κυλάει το νερό στην πλαγιά και γδύνει τη γης απ'το χώμα.
Κι έτρεχε ο Μπαναής να συλλέξει μια μια τις πέτρες, να πελεκήσει αν χρειαζόταν. Kι έμενε ώρες και μέρες στον ήλιο να χτίζει, να τραβιέται πίσω για να δει αν ταίριαζαν τα λιθάρια μεταξύ τους, ακόμα και στο χρώμα. Άμα κάτι δεν του άρεσε, γκρέμιζε, ξανάχτιζε. Κι έφτιαχνε τέλος έργο τέχνης.
-Μπαναή,έβγαλα τ'αμπέλι, γέρασε πια το ξερίκι, θέλω να κάμω ελιώνα τη γης. Έτρεχε ο Μπαναής να συλλέξει φύλλα φραγκοσυκιάς γιατί ήταν ξερότοπος το χωριό και πώς θα ρίζωναν τα δεντράκια σε τόπο άνυδρο. Άνοιγε τους λάκκους ίσαμε μισό μέτρο βάθος τον καθένα, έβαζε πεντέξι φύλλα στον πάτο,τοποθετούσε το λιόδεντρο με προσοχή, το σκέπαζε ύστερα με τρυφεράδα σαν η μάνα το μωρό της. Κι έβλεπες το νιόφυτο ελιώνα απ'το ύψωμα της Παναγιάς, εύμορφον, αλφαδιασμένο. Κι ας μην είχε μέτρο ο Μπαναής να μετράει αποστάσεις απ'τό΄να δεντράκι στ'άλλο.
-Νά'ρθεις, Μπαναή, να ζουγραφίσεις στον τοίχο του καφενέ.Να σιάξεις ένα καϊκι μ'άσπρα πανιά. Σαν 'κείνο του καπ'ταν Πέτρου, που φέγγει ολάκερο στην θάλασσα σαν βγαίνει για ψάρεμα. Καλός πελάτης ο καπετάνιος,είπε ο καφετζής, κερνάει ούλους σαν μπαίνει στον καφενέ. Δάγκωσε την γλώσσα του, μην ξεστομίσει πως γέμιζε το συρτάρι του τάλαρα κι έπιασε την μίρλα να ρίξει τον Μπαναή στο φιλότιμο, να μην τόνε πληρώσει καθώς πρέπει.
-Να, Μπαναήμ, εβαρέθηκεν ο καπετάνιος να πίνει το καφεδάκι, το ουζάκι του εδώ και κατηφορίζει στον άλλον καφενέ του Μαθιού, που κακό χρόνο νά'χει ο κλέφτης. Που δεν τηράει τα χάλια των παιδιώνε και της γυναικός του, μονάχα κάμει τεμενάδες στους πελάτες μου. Και να τ'άσπρα πιατάκια με την ρέγγα και την ντομάτα και τ'αγγούρι, και να τα καθαρά ποτήρια,πού βρίσκει τα λεφτά κι αγοράζει το νερό ,ο σατανάς. Μέχρι και χάρτινες πετσέτες για να σκουπίζουν τα μουστάκια τους τούς δίνει.
Κι έτρεξε ο Μπαναής, κι έστησε σκάλα και ζωγράφισε ένα καϊκι, μα ένα καΊκι ,θαρρείς κι ήταν ολοζώντανο. Ν'αρμενίζει στα γαλανά νερά και πέρα η ακτή να δροσίζει τα ποδάρια της στη θάλασσα. Ως και γλάρους να τριγυρνάν στο καϊκι για ν'απάξουν τ'αποφάγια κι όσα παλιόψαρα ξερνούσαν τα χέρια των ναυτώνε στα νερά, εζωγράφισε.
Όσο για πλερωμή ; Ένα πιάτο απ'το χθεσινό φαγί κι ένα ξεροκόμματο ψωμί, πού'πρεπε να μουσκεύει δυό μερόνυχτα για να το φάν' οι κότες.Από λεφτά; Ό,τι ο καθένας προαιρούνταν . Γιατ΄'ήσαν άνθρώποι φτωχοί ,λέγαν, κι ας είχανε χωράφια και ζώα και σπιτικά ολασπρισμένα, και ρούχα πεντακάθαρα. Μα τα ζώα θέλουν νερό κι ο ασβέστης νερό ν'αραιώσει και τα ρούχα νερό να πλυθούν. Μα το νερό ήταν ακριβό στον ξερότοπο, το κουβαλούσαν με μουλάρια απ'αντίκρυ σαν άδειαζαν απ'το βρόχινο του χειμώνα οι στέρνες. Ούτε περνούσε απ'το νου του πως τον κορόιδευαν. Εκείνος έτρεχε να κάμει καθώς του ζητούσαν.
Ανέβαινε συχνά στα ερείπια της Μπαναγιάς του ο Μπαναής. Έκλαιγε κρυφά στα πόδια Της Κυράς, καταφιλούσε τα χέρια Της, το Μωρό Της.. Άντεχεν έτσι την πείνα και την βρωμιά και την εγκατάλειψη και τις κοροϊδίες. Και πάντα Την ευχαριστούσε για το ψωμοτύρι που τού'δωσε όταν ,παιδί ακόμα, έπεσε πάνω στην εικόνα της με δάκρυα.
-Μπαναγιά μου πεινάω κι η μάνα όλο κλαίει που δεν έχει να μου δώσει λίγο ψωμοτύρι σαν πού'χουν τ'άλλα παιδιά. Κι η Μπαναγιά η Ξερική, του φάνηκε πως άπλωσε το χέρι της και με την ολοπόρφυρη εσθήτα της τού σγούγγιξε τα δάκρυα και τις μύξες του και δεν τόνε σιχάθηκε όπως οι ανθρώποι .Είχεν αιστανθεί μια παράξενη γλύκα τότε να πλημμυρίζει τα σωθικά του. Κι έμεινε ώρες εκειδά στην εικόνα της, παρηγορημένος, ώσπου τόνε πήρε ο ύπνος μισολιπόθυμο απ'τον καημό και την πείνα. Ούτε που πήρε είδηση την γριά Βγενιώ σαν μπήκε στα ερείπια να προσευχηθεί για την κόρη της ,πού'χε πάρει τον άσχημο δρόμο της πουτανιάς. Τόνε είχε λυπηθεί η καρδιά της γριούλας κι είχε αφήσει δίπλα του το λίγο ψωμοτύρι πού'χεν υποσχεθεί στην Παναγιά να το δώσει σ'όποιον πεινασμένο συναντούσε. Κι ας έμενε εκείνη θεονήστικη αρκεί να της προστάτευε το κορίτσι της.
Δεν ήξερε ο Μπαναής πως ο Θεός της Αγάπης μέσα απ'τους ανθρώπους φανερώνεται. Ούτε πως ο διάβολος ο τρίσκακος τα ίδια κάνει. Όταν ξύπνησε πιά ,παρηγορημένος, είδε δίπλα του την καρό λερή πετσετούλα με το ψωμοτύρι κι είπε πως του τό'δωσε η Μπαναγιά του.
Έτσι περνούσε ο χρόνος με προσευχή και μεροκάματα εδώ κι εκεί. Μια μέρα πο΄'χε στήσει τη σκάλα ν'ασπρίσει το σπιτικό του καφετζή του Μαθιού ,στην κάτω μεριά του χωριού, τον είδαν κάτι λεβεντόπαιδα. Ο Μπαναής ασπρίζει, χασκογέλασαν. Κι ένα αμούστακο παλικαρόπουλο πλησίασε κι άρχισε να κουνάει την σκάλα χαχανίζοντας. Εγκρεμίστηκεν ο Μπαναής, έσπασε θρύψαλα το δεξί του χέρι και βρόντηξε τα γοφιά του. Τόνε επερίχυσεν κι ο κουβάς με τον ασβέστη, μπήκε ο άσπρος πολτός στο ζερβί του μάτι και τον τύφλωσε. Δυό μήνες έκαμε να συνέλθει, να δέσει το κόκκαλο. Με τις φροντίδες της γριάς Βγενιάς ,που τόνε επεριμάζεψε, έγιανε μα δεν έβλεπε πια. Και το χέρι έδεσε ,μα έδεσε στραβά ,παρά τον νάρθηκα από σανίδια και κουρέλια που τού'φτιαξε η γριά.
Όταν πια μπορούσε να πάρει τα πόδια του ανηφόρισε κατά τα ερείπια.
-Μπαναγιά μου, Κυρά μου,πώς θα πορευτώ ο έρμος ; Πώς θα ζήσω; Να δουλέψω πια δεν μπορώ.Όχι,όχι, δεν είναι κακά παλικάρια οι που με γκρέμισαν από την σκάλα. Να παίξουν θέλαν .Μην αφήσεις να πάθουν κακό, Μπαναγιά μου.
Μα τώρα πώς θα ζήσω, Κυρά μου,πώς;
Έγερνε ο ήλιος και χρύσωνε τα λιθάρια στους τοίχους. Κάτι πουλιά είχαν μαζευτεί να κουρνιάσουν στου πεύκου τα κλαριά. Κουράγιο δεν είχε πια να κλάψει ο Μπαναής. Είχαν στερέψει τα δάκρυα, θέλουν νερό να πιείς κι εκείνα για να κυλήσουν. Βγήκ' έξω και στάθηκε απεγνωσμένος να κυττάζει το θάμα. Μα τα ποδάρια του δεν τόνε κρατούσαν πια ορθό ,έκατσε στη ρίζα του πεύκου κι ακούμπησε την πλάτη στον κορμό. Εκεί αποκοιμήθηκε, εκεί, πάνω στις πευκοβελόνες τόνε βρήκε η αυγή. Τόν ξύπνησαν τα χαρούμενα τιτιβίσματα των πουλιών. Ανακάθησε και κύτταξε με τό καλό μάτι γύρω του. Διψούσε, διψούσε πολύ. Μα πού νερό ! Ένοιωσε μια δροσιά στο κορμί του κι ας ήταν κατακαλόκαιρο. Σαν να τον είχαν βρέξει ,το λερό του πουκάμισο ήταν νωπό. Εψηλάφισεν το χώμα. Νωπό κι αυτό, το χρώμα του ήταν πιο σκούρο εκειδά.Αλαφιάστηκε. Κρυφονέρι, εψιθύρισεν. Γονάτισε, άρπαξε με το ζερβί του χέρι ένα χοντρό ξερόκλαδο κι άρχισε να σκάβει τη γης. Όσο μπορούσε να δει με τό'να μάτι είδε. Το θάμα. Όσο έσκαβε τη μαλακή γης τόσο πιο νωπή γινόταν. Ώσπου, πού βρήκε τη δύναμη ; , έπιασε με τα δυό το χέρια το ξύλο και χτύπαε το χώμα. Ω! Μπαναγιά, το νερό ανέβλυσε στη ρίζα του πεύκου. Τόνε σακάτεψε η χαρά, τον έλιωσε, τού'λυσε τις πονεμένες αρθρώσεις.
Εκειδά τον βρήκε νεκρό η γριά Βγενιά πούχεν ανησυχήσει σαν ξύπνησε και δεν τον είδε στις λερές κουρελούδες του. Εκεί κοντά άνοιξαν τον λάκκο και τον έθαψαν οι χωρικοί. Εκεί διάβασε δυο λόγια μόνον απ'την νεκρώσιμη ακολουθία ο παπάς. Μα ο Μπαναής είχε ένα χαμόγελο χαρούμενο στο πρόσωπό του κι ούδ' ένοιωθε πόνους πια στο τσακισμένο του κορμί, ούδε πείνα ή δίψα. Μονάχα τρισευτυχισμένος κρατούσε στο στήθος του τον σταυρό απ'τα πευκόξυλα πού φτιαξε αντί για σάβανο η γριά Βγενιά. Τό'να του μάτι γαλήνια κλειστό.Το άλλο, το καμμένο απ'τον ασβέστη δεν είχε βλέφαρο,μήτε βολβό καλά καλά. Είχε απομείνει ξέσκεπο και σκοτεινό ,σαν για να ελέγχει την σκοτεινή άβυσσο της ανθρώπινης κακίας.
Εφύτεψαν δέντρα οι χωριάτες, έβανε μαστόρους ο παπάς να συμμάζεψουν το εκκλησιδάκι. Θά' βγαζε κάμποσο χρήμα στην γιορτή Της απ'τα κεριά, τίς λειτουργιές και τις παρακλήσεις.
Τον έρμο τον Μπαναή τόν ελησμόνησαν όλοι.
Μονάχα τ'απογεύματα ανηφόριζε η γριά Βγενιώ να κάμει την προσευχή της ,μετά απ'την Παναγιά ,στον Μπαναή. Κι εκείνος της έδειχνε την ευγνωμοσύνη του. Απ'τ'αγιασμένο χώμα του έβγαινε ένα άρωμα ουράνιο, μονάχα για την Βγενιώ την πονεμένη, την φτωχιά, την πεντάρφανη, σαν που ήταν στην ζωή του ο Μπαναής.
.
© α.θ.
η φωτό είναι της  Evi Karpathi-Nasiopoulou











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου