Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΥΡΑΤΗΣ "ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΑΣΤΕΡΙΟΥ" (Διήγημα για μεγάλα παιδιά).


Κοίταζε με θαυμασμό την πλατεία Συντάγματος, όπου χιλιάδες φώτα αναβόσβηναν ρυθμικά. Όλα τα δέντρα ήταν φωτισμένα και πιο πολύ εκείνο, το μεγάλο και πιο λαμπερό. Άραγε να ξεχώριζε από τον ουρανό;

«Μπαμπά, από πόσο ψηλά φαίνεται το δέντρο μας;»
«Νομίζω πως οι πιλότοι το έχουν δει από 2.000 μέτρα. Για περισσότερο δεν ξέρω».
«Μπαμπά, αυτοί στον διαστημικό σταθμό το βλέπουν με τους δορυφόρους τους;»
«Δεν ξέρω, παιδί μου», ψιθύρισε απορημένος ο πατέρας και αφέθηκε στην οδήγηση.
Παραμονές Χριστουγέννων και όλη η πόλη ήταν φωταγωγημένη. Παντού λαμπάκια που αναβόσβηναν στο ίδιο μήκος κύματος φωτός. Αυτό ο μικρός δεν το ήξερε, αλλά μια σκέψη τού τριβέλιζε το μυαλό: έτσι όπως αναβόσβηναν τα φώτα, τι θα νόμιζαν οι εξωγήινοι αν μας έβλεπαν; Θα ήξεραν αυτοί από Χριστούγεννα και γιορτές; Θα περίμεναν τα παιδιά τους Άη Βασίλη με τα δώρα; Ο μπαμπάς του οδηγούσε τη μεγάλη Σιτροέν και καμάρωνε για τις τεχνικές δυνατότητες του αυτοκινήτου.
«Μπαμπά, τι να σκέφτεται το αυτοκίνητό μας για τα φώτα που αναβοσβήνουν;»
«Τίποτε, αγόρι μου, δε σκέφτεται. Αν πλησιάσουμε πολύ κοντά, θα τα θεωρήσει επικίνδυνα και θα σταματήσει σε απόσταση ασφαλείας. Μια μηχανή δεν ξέρει από γιορτές και Χριστούγεννα. Εντάξει;»
Η άλλη μέρα ήταν η παραμονή των Χριστουγέννων. Όλοι ξάπλωσαν νωρίς γιατί τους περίμεναν πολλές δουλειές. Την Κωνσταντίνα την πήρε αμέσως ο ύπνος. Ο Παύλος φόρεσε τις πυτζάμες, πήγε στο παράθυρο και κόλλησε στο τζάμι. Κάποια σύννεφα πέρασαν μπροστά του, μα δεν τον εμπόδισαν να φανταστεί αυτό που έβλεπε. Τ’ αστέρια αναβόσβηναν, μικρά φωτάκια ενός τεράστιου δέντρου που όμως δεν το έβλεπε. ‘‘Ίσως γιατί είναι τεράστιο σαν τον ουρανό’’σκέφτηκε. Έφερε στο νου του τα γιορτινά φώτα της πλατείας Συντάγματος και χαμογέλασε. Το τζάμι έγινε πιο σκοτεινό από τα χνώτα, αλλ’ αυτός δεν το κατάλαβε. Φαντάστηκε το άλλο δέντρο εκεί έξω, εκεί ψηλά, και σκεφτόταν αν είναι ένα ή πολλά. ‘‘Ποιο να είναι άραγε το πιο ψηλό δέντρο στο Σύμπαν;’’ αναρωτήθηκε. Αμέσως όμως μετάνιωσε για τις σκέψεις του. ‘‘Αυτοί εκεί πάνω είναι πιο μπροστά από μας, δε θα πιστεύουν πια σε μάγους και Άη Βασίληδες. Κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει με τα φώτα τους… Μήπως νομίζουν τα φώτα μας σινιάλα και μας απαντούν; Και τι να μας λένε;’’
Ένιωσε λίγη ψύχρα και ξεκόλλησε από το τζάμι. «Καληνύχτα», είπε δυνατά στο Σύμπαν και γύρισε γρήγορα στο κρεβάτι.
Η αδερφή του ξύπνησε και ανακάθισε στο κρεβατάκι της. «Παύλο, σε ποιον είπες καληνύχτα;» ρώτησε μέσ’ από τα χασμουρητά της.
«Στ’ αστέρια», απάντησε αυτός τραβώντας τις κουβέρτες ως το κεφάλι.
Η Κωνσταντίνα, όμως, μια και είχε ξυπνήσει, είχε όρεξη για κουβέντα. «Παύλο, μιλάνε τ’ αστέρια;»
«Όχι», ακούστηκε η φωνή του σαν μέσα από πηγάδι.
«Τότε με ποιον μίλαγες;»
«Με κανέναν. Σκεφτόμουν αν αυτοί που κατοικούν στον ουρανό φτιάχνουν χριστουγεννιάτικα δέντρα».
«Γιατί όμως δε φαίνονται τα δέντρα και φαίνονται μόνο τα φωτάκια;»
«Ούτε τα φωτάκια φαίνονται», απάντησε ο Παύλος βγάζοντας το κεφάλι έξω από τις κουβέρτες. «Μόνο η λάμψη τους μας κάνει να νομίζουμε ότι είναι φωτάκια σε δέντρο».
Η Κωνσταντίνα πήγε στο παράθυρο, άγγιξε το μουτράκι της στο τζάμι και προσπαθούσε να βρει το δέντρο του ουρανού. Κάποια στιγμή έξυσε αμήχανα το κεφάλι της. «Ναι, αλλά αυτά τα φωτάκια είναι αναμμένα όλες τις νύχτες. Συνέχεια έχουν Χριστούγεννα στον ουρανό;»
«Δίκιο έχεις», απάντησε σκεφτικός ο αδερφός της. «Μπορεί να είναι κάτι άλλο, αλλά απόψε μου φάνηκε ότι τρέμουν πιο δυνατά, αλλιώτικα».
«Τι;» είπε η Κωνσταντίνα και γύρισε προς το μέρος του.
Ο αδερφός της σηκώθηκε και πήγε στο διπλανό τζάμι. Κοίταξε προσεκτικά για λίγο και συμφώνησε πάλι μαζί της. «Μάλλον έτσι είναι, άρα δεν πρέπει να είναι φώτα στολισμένου δέντρου. Κάτι άλλο συμβαίνει».
Ακολούθησε μικρή σιωπή, κι επειδή ο ύπνος πιέζει πιο έντονα τα παιδικά βλέφαρα, χασμουρήθηκαν και τα δύο.
«Πάμε να κοιμηθούμε τώρα», είπε ο Παύλος. «Θα ξανακοιτάξουμε αύριο βράδυ, να δούμε τι γίνεται».
Το πρωί, 24 Δεκεμβρίου, ήταν πολύ σπουδαία μέρα γιατί θα κατέβαιναν για τα γιορτινά ψώνια. Αφού πάρκαρε ο πατέρας το αυτοκίνητο, μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία Συντάγματος.
«Μπαμπά, να καθίσω εγώ εδώ μέχρι να τελειώσετε τα ψώνια;» ζήτησε ο Παύλος.
«Εντάξει», συμφώνησε η μαμά, «αλλά να μην απομακρυνθείς πολύ από το δέντρο. Δε θ’ αργήσουμε».
Μεγάλο παιδί πλέον, δέκα χρονών ήταν και πήγαινε μόνος του σχολείο, και οι γονείς του τον εμπιστεύονταν. Οι άλλοι κατηφόρισαν την Ερμού και χάθηκαν στο πλήθος.
Ο Παύλος περιεργάστηκε πρώτα τα σπιτάκια με τα δώρα. Μετά, πλησίασε προς το δέντρο με τα χιλιάδες φωτάκια. Κάθισε σε μια μεριά, όπου δεν τον ενοχλούσαν οι βιαστικοί διερχόμενοι, και ύψωσε διστακτικά το βλέμμα προς τα πάνω. Έτσι μικρός που ήταν νόμισε πως η κορυφή έφτανε στα σύννεφα, στην άκρη του ουρανού.
«Τι είναι αυτό;» μουρμούρισε σιγανά. «Βγαίνουν και τη μέρα αστέρια;» Αστέρια ήταν αυτά που κατέβαιναν ή τίποτε άλλο; Η απόσταση μίκραινε και ο Παύλος δεν τρόμαζε! ‘‘Τέτοιες γιορταστικές μέρες κανένας δε θέλει να κάνει κακό σε κανέναν’’, σκεφτόταν το αθώο παιδικό μυαλό.
Τρεις τεράστιες μπάλες στάθηκαν πάνω από τη στολισμένη πλατεία, κι όπως άνοιγαν οι πόρτες τους, άνοιγε από την έκπληξη και το στόμα του παιδιού. Τρεις σκάλες έφτασαν από τις ανοιχτές πόρτες στη γη και…
…Και ο Παύλος δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Στράφηκε ξανά γύρω του, η ίδια αδιάφορη κίνηση. «Μήπως ονειρεύομαι;» είπε και έδωσε μια τσιμπιά στο μάγουλό του. Όχι, ξύπνιος ήταν, αλλά ο μικρός δεν είχε ακούσει τίποτε για αγνά, παιδικά μάτια που βλέπουν όσα θαύματα δεν βλέπουν οι σκοτεινές ψυχές των μεγάλων. Το δέχτηκε πολύ απλά: αφού έτσι γινόταν, έτσι ήταν, τι μπορούσε να κάνει αυτός; Έξι περίεργα όντα πάτησαν το πόδι τους στη γη και παρατάχτηκαν σε μια σειρά. Έκαναν επισκόπηση της πλατείας και αμέσως εντόπισαν το παιδάκι που τα κοίταζε. Ήταν πάνω κάτω στο ίδιο ύψος. Α, είχαν κι αυτά από δύο μάτια, πιο μεγάλα όμως και εξογκωμένα. Είχαν και δυο πόδια και βάδιζαν προς το μέρος του! Χέρια δεν είχαν, ούτε άλλα όργανα εκτός από δύο κεραίες που εξείχαν λίγο από το κεφάλι τους. Φορούσαν ένα εφαρμοστό, γαλαζοπράσινο ρούχο, μπορεί να ήταν και το δέρμα τους. Πώς θα καταλάβαινε αν ήταν φιλικοί αφού δεν έβλεπε από πού θα χαμογελούσαν; Το παιδί, όμως, δε φοβόταν τους επισκέπτες του ουρανού, ήταν μόνο ολόκληρος μια απορία, αλλά και ένα καλοσυνάτο βλέμμα.
Το στρογγυλό πρόσωπο, με τα περιστρεφόμενα μάτια, βρίσκεται πολύ κοντά του. Αρχίζει να συσπάται και στο μέσον σχηματίζεται ένα μικρό βαθούλωμα, κάτι σαν υποψία στόματος. Το παιδί νιώθει ότι του χαμογελούν, αλλά δείχνουν ανησυχία. Ποιο από τα έξι όντα μίλησε; Σχηματίζουν ένα μικρό τρίγωνο, μπροστά του στέκεται ο αρχηγός, αυτό που κουνάει την αριστερή κεραία. Φτάνουν λέξεις στ’ αυτιά του.
«Θέλετε βοήθεια;»
«Όχι, γιατί;» ρωτάει απορημένος ο Παύλος. Δεν τον απασχολεί που μιλάνε τη γλώσσα του, γιατί για να φτάσουν ως εδώ οι εξωγήινοι θα είχαν λύσει άλλα σημαντικότερα προβλήματα. «Δεν έχω χαθεί και δε φοβάμαι, συνεχίζει ο Παύλος. Εγώ δε ζήτησα βοήθεια από κανέναν».
Το πλήθος συνεχίζει να περνάει αδιάφορο· τώρα με τα κινητά τηλέφωνα, κανένας δεν απορεί που οι άνθρωποι μιλάνε μόνοι τους στο δρόμο.
Η κεραία μιλάει ξανά. «Μας καλέσατε και ήρθαμε. Από τι κινδυνεύετε;»
Το παιδί φαίνεται να τα χάνει. «Εγώ; Εμείς, πότε;»
Τα έξι όντα σχηματίζουν κύκλο γύρω από το δέντρο, μπροστά του πάντα ο ίδιος συνομιλητής. «Τα φώτα σας αναβοσβήνουν συνέχεια στον κώδικα κινδύνου. Στον ίδιο χώρο, στον ίδιο χρόνο, κι ύστερα σταματάει το σήμα κινδύνου. Κάθε χρόνο, αυτή την εποχή, ζητάτε βοήθεια από τον ουρανό», είπε ο αρχηγός της αποστολής.
«Α, αυτό είναι;» φώναξε χαρούμενος ο Παύλος. «Είναι φώτα γιορτής και όχι σήματα κινδύνου αυτά που βλέπετε».
«Τι είναι γιορτή;» ρώτησε μια άλλη κεραία.
«Να», είπε ο Παύλος. «Πριν 2.000 χρόνια ήρθε ένα παιδί από τον ουρανό για να μας σώσει και το δρόμο του φώτιζε ένα μεγάλο αστέρι. Από τότε εμείς δεν ξεχάσαμε αυτή την επίσκεψη και στήνουμε φωτισμένα δέντρα για να μοιάζουν με αστέρι. Ετούτες τις μέρες θυμόμαστε, δε φοβόμαστε», είπε το αγόρι χαμογελώντας.
Ο επικεφαλής μίλησε ήρεμα. «Εμείς νομίσαμε ότι κινδυνεύατε και απαντούσαμε με τα φώτα μας ότι θα ’ρθουμε να βοηθήσουμε. Γι’ αυτό είμαστε σήμερα εδώ».
«Σας ευχαριστώ πολύ», είπε ο Παύλος, «αλλά δεν κινδυνεύουμε γιατί μας έχει σώσει εκείνο το παιδί».
Ξαναμίλησε η ίδια φωνή: «Πριν 5.000 χρόνια ζούσαμε κι εμείς στο σκοτάδι, ώσπου ένα αστέρι έλαμψε τόσο δυνατά που αποκτήσαμε φως δικό μας. Από τότε σταμάτησαν οι πόλεμοι και οι έχθρες ανάμεσά μας και βάλαμε σκοπό να βοηθάμε όποιον μας το ζητάει. Είστε σίγουροι πως δεν κινδυνεύετε; Όλος ο πλανήτης σας τέτοιες μέρες στέλνει σήματα κινδύνου. Μήπως χάσατε το φως του Σωτήρα σας και του ζητάτε να σας φωτίσει πάλι;»
«Δεν ξέρω», ψιθύρισε ο Παύλος. «Μπορεί να είναι κι έτσι, γιατί ακόμα έχουμε πολέμους και φτώχεια στη γη. Θέλουμε πολύ την ειρήνη αλλά ίσως ξεχάσαμε πώς ήταν εκείνο το φως που μας έσωσε. Εξάλλου, δε φτάνουν έξι ανθρωπάκια να μας σώσουν, χρειάζεται ο ήλιος μόνιμα στην καρδιά μας…»
«Έτσι είναι», απάντησαν μαζί και οι έξι κεραίες. «Αλλά αφού μια φορά είδατε το αληθινό φως, δεν μπορεί, κάποτε θα το ξαναβρείτε. Γι’ αυτό θα γυρίσουμε πίσω ήσυχοι: όσο στέλνετε σήματα κινδύνου αυτές τις μέρες, θα πει πως ξέρετε ότι κινδυνεύετε μόνο από τον εαυτό σας. Αυτή η γνώση θα σας σώσει οπωσδήποτε».
«Γεια σας, καλό ταξίδι», είπε ο μικρός.
«Γεια σου, καλή ανάμνηση», είπαν χαρούμενα οι κεραίες.
Κοιτούσε τα διαστημόπλοια που ανυψώνονταν, όταν δυο χέρια τον ταρακούνησαν.
«Παύλο, ξέρεις τι σου πήραμε;» φώναξε η Κωνσταντίνα.
«Εσύ τι θα ήθελες;» ρώτησε ο πατέρας.
Γύρισε και τους κοίταξε, έναν προς έναν. «Να γίνει ο κόσμος μας όπως ήθελε ο μικρός Χριστός πριν 2.000 χρόνια…»
Σιωπηλοί επέστρεψαν στο σπίτι τους. Κάπου-κάπου η Κωνσταντίνα ψιθύριζε στο αυτί του αδερφού της: «Θα κοιτάξουμε το βράδυ το δέντρο στον ουρανό;»
«Ναι, κι απόψε κι αύριο και πάντα θα κοιτάμε στον ουρανό», απάντησε ο Παύλος. «Ξέρεις, μπορεί να ξαναδούμε εκείνο το αστέρι της Βηθλεέμ να φωτίζει πάλι τη γη…»


Φωτογραφία : ΛΙΑΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου