Ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν (ρωσικά: Сергей Александрович Есенин, 3 Οκτωβρίου 1895 - 28 Δεκεμβρίου 1925) ήταν Ρώσος λυρικός ποιητής. Υπήρξε από τους πιο δημοφιλείς Ρώσους ποιητές του 20ου αιώνα, με σημαντικό έργο.
Ο Σεργκέι Αλεξάντροβιτς Γεσένιν ήταν γιος Ρώσων χωρικών, που γεννήθηκε στην Κεντρική Ρωσία, στο χωριό Κωνσταντίνοβο
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο σπίτι των παππούδων του ,γιατί εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του όταν έφυγαν για να ζήσουν στην πόλη.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτό το γεγονός επέδρασε δραματικά στην διαμόρφωση του χαρακτήρα και του ψυχισμού του. Ίσως-ίσως, όπως λέγεται ,οι επαναλαμβανόμενες αποπλανήσεις και απιστίες, αργότερα, προς τις γυναίκες ήταν αποτέλεσμα της εγκατάλειψής του σε πολύ νεαρή ηλικία από τους γονείς του. Είναι αλήθεια ότι οι ταραχώδεις θείοι του, με τους οποίους πέρασε τα παιδικά του χρόνια του φέρθηκαν πολύ σκληρά, και δεν είναι καθόλου απίθανο αυτού του είδους η μεταχείριση –αν και ίσως με καλή πρόθεση-,να επηρέασε αρνητικά το ευαίσθητο παιδί και η ζημιά που του προκλήθηκε να τον οδήγησε σε μια μόνιμη έλλειψη ψυχικής ισορροπίας.
Από μικρός του άρεσε η ποίηση και διάβαζε Πούσκιν και Λερμοντόφ. Έγραψε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία 9 χρονών.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές γράφτηκε στο λαϊκό Πανεπιστήμιο Σανιάβσκι για να για να παρακολουθήσει τα μαθήματα ιστορίας της λογοτεχνίας .Ύστερα, όμως, από ενάμιση χρόνο, διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας οικονομικών λόγων. Στη συνέχεια,δούλεψε ως διορθωτής κειμένων σε μια εκδοτική εταιρία. Τότε έκανε τις πρώτες του επαφές με τους επαναστατικούς σοσιαλο-δημοκρατικούς εργατικούς κύκλους των οποίων διανέμει τις εφημερίδες, και που «φακελώνεται » από την αστυνομία.
Αρχίζει την πολυτάραχη προσωπική ζωή του, το 1914, σε ηλικία 19 ετών, συζώντας με μια νεαρή συνάδελφό του,την Άννα Ιζριάντοβα.
Στην Αγία Πετρούπολη, όπου βρίσκεται το 1915, συναντά τους Γκοροντέτσκι, Μπέλι, Ίβνεφ,την Άννα Αχμάτοβα,τον Βλαντιμίερ Μαγιακόφσκι,τον Νικολάι Γκουμιλιόφ,την Μαρίνα Τσβετάγεβα,που εκτιμούν τους στίχους του. Εκεί, επίσης, δένεται με φιλία με τον Νικολάι Κλιουέφ,μια μορφή ιδιαίτερης σημασίας γιʼ αυτόν, και με τον οποίο έζησε μαζί για δυο χρόνια.
Επιστρέφει στην Μόσχα και αρχίζει και πάλι να εργάζεται σε ένα τυπογραφείο, που εγκαταλείπει πολύ γρήγορα για νʼ αφοσιωθεί στο γράψιμο, αφήνοντας επίσης τη σύντροφό του Άννα Ιζριάντνοβα, η οποία μόλις του είχε δώσει το πρώτο του παιδί, τον γιο του Γιούρι.
Είναι γνωστό ότι οι δεσμοί που δημιούργησε με τις γυναίκες στη ζωή του ποτέ δεν κράτησαν περισσότερο από ένα χρόνο, μετά τον οποίο τις εγκατέλειπε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γεσένιν στη σύντομη ζωή του, μια και έφυγε μόλις στα 30 του, παντρεύτηκε 6 ή 8 φορές και έκανε 4 παιδιά!.. Η προτελευταία σύζυγός του ήταν η περίφημη γνωστή Αμερικανίδα χορεύτρια η Ισιδώρα Ντάνκαν, η οποία έμενε στο Παρίσι .Την γνώρισε στο σπίτι ενός φίλου του στη Ρωσία ,όπου ήταν καλεσμένη της σοβιετικής κυβέρνησης. Επρόκειτο για μια γυναίκα 18 χρόνια μεγαλύτερή του, που γνώριζε μόλις δώδεκα λέξεις στα ρωσικά. Εκείνος δεν μίλαγε ξένη γλώσσα.
Παντρεύτηκαν, στις 2 Μαίου του 1922 ,πριν να φύγει μαζί της για την Ευρώπη και Αμερική σε τουρνέ.Ο γάμος τους έγινε ένα φημισμένο ρομάντζο, διαφημιζόμενο ως ο έρωτας του χωριάτη ποιητή και της ντίβας.
Αν και είχαν μια πολύ έντονη κοινωνική ζωή ,ο Γεσένιν νιώθει μια κάποια μοναξιά και γράφει ότι, κατά γενικό τρόπο, ένας λυρικός ποιητής δεν θα έπρεπε να ζει πολύ καιρό.
Ο Γεσένιν έβλεπε με συμπάθεια τους σοσιαλιστές επαναστάτες της αριστεράς, και υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917,
Είναι γεγονός ότι υποστήριξε για λίγο την Οκτωβριανή Επανάσταση πιστεύοντας ότι θα έδινε μια καλύτερη ζωή στους χωρικούς. Αυτό άλλωστε φαίνεται και στη συλλογή του «Άλλη χώρα»(1918).Αλλά απογοητεύτηκε γρήγορα και άρχισε να κριτικάρει την Κυβέρνηση των Μπολσεβίκων σε κάθε του ποίημα ,όπως, κυρίως, σε αυτό με τον τίτλο «Ο αυστηρός Οκτώβρης με απογοήτευσε».
`
Από το 1919 προσπαθεί να εξηγήσει την τέχνη και το ποιητικό σύμπαν μέσα από μια ολόκληρη θεωρία στο δοκίμιο «Τα κλειδιά της Μαρίας» και στο άρθρο «Τέχνη και εμπειρία» Έτσι, μαζί με τους ποιητές Ανατόλι Μαριένγκοφ,Βαντίμ Τσερτσένεβιτς και τον Ιβνόφ, θέτουν τις βάσεις του Ρωσικού λογοτεχνικού κινήματος του «ιμαζινισμού». Σύμφωνα με αυτούς, όλη η τέχνη είναι βασισμένη σε εικόνες και είναι η πλαστικότητα αυτών των εικόνων η οποία αποτελεί το κλειδί της ρώσικης λαϊκής τέχνης.
Δεν θʼ αργήσει, όμως, να εγκαταλείψει αυτό το κίνημα αναγνωρίζοντας ότι:
«Το σημαντικό δεν είναι η εικόνα ,αλλά το ποιητικό συναίσθημα του κόσμου»
Είναι η στιγμή που ο Γεσένιν συνειδητοποιεί ότι η Επανάσταση δεν θα μπορούσε να απαντήσει στις προσδοκίες των ονείρων του.
Οι ποιητικές συλλογές του ακολουθούν η μια την άλλη, αλλά συγχρόνως τα σκάνδαλα και οι καυγάδες εξαιτίας των οινοποσιών του.
Τα συχνά μεθύσια του, η καταστροφή που έκανε στα δωμάτια των ξενοδοχείων και τα επεισόδια στα εστιατόρια , πήραν μεγάλη έκταση δημοσιότητας και έγιναν το πρώτο θέμα στον παγκόσμιο τύπο.
Κατά τη διαμονή του με την Ντάνκαν στο Παρίσι ,παθαίνει μια σοβαρή κρίση εξαιτίας του αλκοόλ. Εισάγεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο.
Ο γάμος του με την Αμερικανίδα χορεύτρια ήταν σύντομος και τον Μάιο του 1923 επέστρεψε στην πατρίδα του, πολιορκημένος από τον αλκοολισμό και τη νοσταλγία του για την Ρωσία, όπου και σε λίγο χώρισαν.
Ως γνωστόν, ο Γεσένιν με τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του ταλαιπώρησε και ταπείνωσε την Ντάνκαν σε όλη τη σύντομη σχέση τους ,που την «παντρεύτηκε»,όπως ισχυριζόταν, «για τα λεφτά της ,καθώς και για την ευκαιρία να ταξιδέψουν.»
Η Ισιδώρα Ντάνκαν, δυο χρόνια, περίπου, μετά από τον θάνατό του Γεσένιν, σκοτώθηκε σε ένα τραγικό ατύχημα ,όταν το κασκόλ γύρω από το λαιμό της πιάστηκε στη ρόδα του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε.
Το 1923,ο Σεργκέι επιστρέφοντας στην πατρίδα, νιώθει απογοητευμένος από το ταξίδι και υποφέρει από κατάθλιψη και παραισθήσεις. Δυστυχώς αισθάνεται όλο και περισσότερο μιαν ανικανότητα να γράψει σαν ένας πραγματικός ποιητής και έλεγε: «Δεν γράφω πια ποίηση, δεν κάνω παρά μόνο στίχους».
`
Παντρεύεται ,για τελευταία φορά, με την εγγονή του Λέοντα Τολστόι, Σοφία Αντρέγεβνα Τολστάγια. Ο γάμος αυτός κράτησε μερικούς μήνες μόνο.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών η κατάθλιψη του Γεσένιν χειροτερεύει, αλλά ,η περίοδος αυτή είναι συγχρόνως και πολύ δημιουργική. Τα πιο σπουδαία ποιήματα του είναι προϊόντα αυτής της εποχής.
Τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του, είναι γεμάτα από ασταθή συμπεριφορά εξαιτίας της μέθης: ανησυχίες ,ασθένειες, ποτό…
Είναι ακριβώς αυτό που μας επιτρέπει να ισχυρισθούμε ότι μια άλλη πλευρά του Γεσένιν είναι το ζωώδες, σεξουαλικό, λογοτεχνικό του χάρισμα .
Δυο μέρες μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, στις 27 Δεκεμβρίου του 1925 ,λέγεται ότι έκοψε τις φλέβες των καρπών του με ένα μαχαίρι και έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα με το αίμα του, απευθυνόμενο στον νεαρό εβραίο ποιητή, και φίλο του ,Wolf Erlich.
Το ποίημα του αποχαιρετισμού
Αντίο, φίλε μου, αντίο.
Αγάπη μου, στην καρδιά μου σʼ έχω.
Κι αν χωρίζουμε, της μοίρας μας ήταν γραφτό,
Και πάλι σύντομα στο μέλλον θα ενωθούμε.
Αντίο, φίλε μου ,χωρίς χειραψία ή λέξη να σου πω,
Μη λυπηθείς – ούτε τα φρύδια να ζαρώσεις.
Ο θάνατος τίποτα καινούριο δεν είναι στη ζωή
Και σίγουρα ούτε η ζωή κάτι καινούριο είναι.
`
Την επόμενη μέρα κρεμάστηκε από τις σωλήνες κεντρικής θέρμανσης , με το λουρί της βαλίτσας του(όπως θα κάνει μερικά χρόνια αργότερα η φίλη του-ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα)στην οροφή του δωματίου του, Νο 5,στο Ξενοδοχείο Αγγλία, στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν μόλις 30 ετών.
Λέγεται, επίσης, ότι η φιλία του με τον Τρότσκι τον έκανε επικίνδυνο στα μάτια του Στάλιν για την διαδοχή του Λένιν. Γιʼ αυτό, και όπως υποστηρίζεται, τον δολοφόνησαν μεταμφιέζοντας τον φόνο του σε αυτοκτονία από την μυστική λενινιστική αστυνομία ,και ο φίλος του Τρότσκι δεν μπόρεσε αυτή τη φορά να τον προστατεύσει.
Η αλήθεια και για τις δυο εκδοχές ,τόσο για την αυτοκτονία όσο και για τη δολοφονία, ίσως να μη μαθευτεί ποτέ.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι ήλπιζε αναμφίβολα αυτόν τον θάνατο, τον περίμενε.
«Σε τούτη την πατρίδα που την αγαπώ όλη,
Αφήστε με ήσυχο να βρω τον θάνατό μου».
`
Δεν αποζητούσε ένα δρόμο μακρύ:
«Ναι, εγώ δεν είμαι φτιαγμένος
για μια ήρεμη ζωή και γέλια.
Και όσο πιο μικρός ο δρόμος μου
τόσο καλύτερες οι πτώσεις μου»
`
Κι όμως ,λάτρευε τη ζωή! Είναι ο ίδιος που έγραφε :
«Όχι, όχι, όχι ! Δεν θέλω να πεθάνω.
…….
Λαχταρώ τον ήλιο ,λαχταρώ το φεγγάρι,
Τη λεύκα που σκεπάζει τον φεγγίτη.
……
Θέλω να ζήσω ,να ζήσω, να ζήσω,
Να ζήσω μέχρι να πονέσω μέχρι να φοβηθώ.»
`
Αν και ένας από τους πιο γνωστούς ποιητές στη Ρωσία , το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του απαγορεύτηκε από το καθεστώς του Στάλιν και του Νικήτα Χρουτσόφ. Ο Νικολάι Μπουκάριν κατέκρινε φοβερά τον Γεσένιν και συνέβαλε τα μέγιστα στην απαγόρευση του έργου του. Μόνο το 1966 ξαναδημοσιεύθηκε το έργο του.
Ο Γεσένιν ,ο ίδιος γράφει στην αυτοβιογραφία του :
«Οι καλύτεροι θαυμαστές της ποίησής μας ήταν οι πόρνες και οι ληστές. Διατηρούσαμε μεγάλη φιλία μαζί τους. Οι κομμουνιστές δεν μας αγαπούν επειδή δεν μας καταλαβαίνουν».
Ο Γεσένιν υπήρξε κατά γενική ομολογία, ένας γοητευτικός δημιουργός, που παρόλη τη σύντομη ζωή του άφησε ένα διαρκές και πλούσιο έργο. Στη Ρωσία θεωρείται ως ένας από τους πιο αγαπητούς ποιητές. Οι διανοούμενοι συνάδελφοι του (Οσίπ Μαντελστάμ, Ιωσήφ Μπρόνσκι, Βλαδιμίρ Μαγιακόφσκι), τον θαύμαζαν.
Ενδεικτικό είναι και το απόσπασμα της Πράβντα, 19 Γενάρη του 1926 «ζήτω η δημιουργική ζωή που, ως την τελευταία του στιγμή, ο Σεργκέι Γιεσένιν την τύλιξε με τα πολύτιμα νήματα της ποίησης του!»
Ένας από τους τελευταίους της περιόδου της Επανάστασης, ο Γεσένιν είναι από πλέον προικισμένους νεώτερους Ρώσους ποιητές.
Όπως είπε και ο Μπορίς Παστερνάκ:
«Η γη δεν παρήγαγε καμιά καλύτερη ρίζα ,ποιότητα, ταλέντο και δύναμη δημιουργική και βαθειά. Ο Γεσένιν υπήρξε μια ζωντανή και παλλόμενη ψυχή καλλιτέχνη…»
Το έργο του ,όπως πολλών άλλων ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, ήταν απαγορευμένο από τον Στάλιν, αλλά καταβροχθισμένο κρυφά από τα πλήθη.
Η ποίηση του θεωρείται βαθιά Ρωσική, και παρόλη τη βίαιη συμπεριφορά του, και τα άλλα ανθρώπινα ελαττώματα, θεωρείται ως ήρωας από τον ρωσικό λαό.
Sergei Alexandrovich Yesenin (1895-1925), «90 χρόνια από τον θάνατό του» (εισαγωγή-μτφρ: Γιάννης Σουλιώτης) http://www.poiein.gr/
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Οι σταγόνες
Όμορφες είναι οι μαργαριταρένιες σταγόνες σε μια ηλιόλουστη μέρα
Όταν λάμπουν στα χρυσά τόξα
Ωστόσο, σε θλιμμένο καιρό, σε υγρά παράθυρα,
Τρέμουν σαν σταγόνες μούχλας μαύρου φθινόπωρου.
Όταν λάμπουν στα χρυσά τόξα
Ωστόσο, σε θλιμμένο καιρό, σε υγρά παράθυρα,
Τρέμουν σαν σταγόνες μούχλας μαύρου φθινόπωρου.
Οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι στην λήθη ∙ (Μου είπαν)
Το ανάστημα τους στα μάτια των άλλων
Δεν έχει σημασία, ούτε τα βραβεία αυτού του κόσμου.
(Είναι άνθρωποι που ζουν εδώ, ή εκεί πέρα; Αναρωτιέμαι.)
Το ανάστημα τους στα μάτια των άλλων
Δεν έχει σημασία, ούτε τα βραβεία αυτού του κόσμου.
(Είναι άνθρωποι που ζουν εδώ, ή εκεί πέρα; Αναρωτιέμαι.)
Οι σταγόνες του φθινόπωρου πλημμυρίζουν τις καρδιές , τις φλέβες,
Και τις ψυχές με θλίψη ∙ περιπλανιούνται
Ενώ ήσυχα γλιστρούν στα τζάμια των παράθυρων,
Ποια διασκέδαση ζητούν, τι χαρά; Αναρωτιέμαι …
Και τις ψυχές με θλίψη ∙ περιπλανιούνται
Ενώ ήσυχα γλιστρούν στα τζάμια των παράθυρων,
Ποια διασκέδαση ζητούν, τι χαρά; Αναρωτιέμαι …
Δυστυχισμένοι άνθρωποι, συντριμμένοι από τη ζωή, συχνά γεμάτο
Το μέλλον τους με ψυχικούς πόνους περασμένων χρόνων,
Αν η χαρά ανακουφίζει τη θλίψη και θεραπεύει την ψυχή,
Γιατί θυμούνται τα θλιβερά, και όχι τις ευτυχισμένες στιγμές;
1912
`
Το μέλλον τους με ψυχικούς πόνους περασμένων χρόνων,
Αν η χαρά ανακουφίζει τη θλίψη και θεραπεύει την ψυχή,
Γιατί θυμούνται τα θλιβερά, και όχι τις ευτυχισμένες στιγμές;
1912
`
Έκλαιγες μιαν ήσυχη νύχτα
Έκλαιγες μιαν ήσυχη νύχτα,
Αυτά τα δάκρυα στα μάτια σου, δεν κρύβονταν,
Ήμουν τόσο λυπημένος και τόσο θλιμμένος μέσα μου,
Και όμως δεν μπορούσαμε να ξεπεράσουμε την παρεξήγηση.
Τώρα έφυγες , είμαι εδώ, μονάχος,
Τα όνειρά μου ξεθώριασαν, χάνοντας χρώμα κι απόχρωση,
Με άφησες ,και είμαι πάλι εντελώς μονάχος,
Χωρίς τρυφερότητα και χάδια , στο σαλόνι μου.
Όταν η νύχτα έρχεται ,συχνά, στεφανωμένος με αρωματικά λουλούδια
Έρχομαι εδώ στο μέρος της συνάντησής μας,
Και στα όνειρά μου βλέπω την όψη σου
Και σʼ ακούω να κλαις πικρά, αγάπη μου.
1912-1913
Αυτά τα δάκρυα στα μάτια σου, δεν κρύβονταν,
Ήμουν τόσο λυπημένος και τόσο θλιμμένος μέσα μου,
Και όμως δεν μπορούσαμε να ξεπεράσουμε την παρεξήγηση.
Τώρα έφυγες , είμαι εδώ, μονάχος,
Τα όνειρά μου ξεθώριασαν, χάνοντας χρώμα κι απόχρωση,
Με άφησες ,και είμαι πάλι εντελώς μονάχος,
Χωρίς τρυφερότητα και χάδια , στο σαλόνι μου.
Όταν η νύχτα έρχεται ,συχνά, στεφανωμένος με αρωματικά λουλούδια
Έρχομαι εδώ στο μέρος της συνάντησής μας,
Και στα όνειρά μου βλέπω την όψη σου
Και σʼ ακούω να κλαις πικρά, αγάπη μου.
1912-1913
Πιστεύω στην ευτυχία!
Πιστεύω στην ευτυχία!
Δαχτυλίδι, φοράει η χρυσή Ρωσία,
Ω φύσηξε άνεμε, χωρίς σταματημό!
Ευλογημένος ας είναι αυτός που γιορτάζει
Τη λύπη του βοσκού σου, την μάταιη ελπίδα.
Δαχτυλίδι, φοράει η χρυσή Ρωσία.
Λατρεύω τα άγρια ορμητικά ρεύματα,
Τη λάμψη των αστεριών πάνω από το νερό.
Την ευλογημένη θλίψη, τον τρίμηνο θρήνο,
Τους ευλογημένους ανθρώπους και τους τελευταίους
Βρυχηθμούς από τα άγρια ορμητικά ρεύματα.
Τη λάμψη των αστεριών πάνω από το νερό.
Την ευλογημένη θλίψη, τον τρίμηνο θρήνο,
Τους ευλογημένους ανθρώπους και τους τελευταίους
Βρυχηθμούς από τα άγρια ορμητικά ρεύματα.
1917
`
Αγαπώ πάρα πολύ τη Ρωσία μου
Αγαπώ πάρα πολύ τη Ρωσία μου.
Αν και σʼ αυτή η σκουριά της θλίψης πέφτει σαν ιτιά.
Μου δίνουν γλύκα, το βρώμικο μούτρο των γουρουνιών
Και στην ηρεμία της νύχτας η ηχηρή φωνή των βατράχων.
Είμαι τρυφερά άρρωστος από τα ενθύμια της παιδικής μου ηλικίας.
Η αποχαύνωση, η υγρασία από τα βράδια του Απρίλη στοιχειώνουν τα όνειρά μου.
Θα έλεγα ότι το σφεντάμι μας για να ζεσταθεί
Σκύβει μπροστά στη φωτιά της αυγής.
Ω πόσες φορές σκαρφαλωμένος στα κλαριά περίμενα
Να ξετρυπώσω ή την καρακάξα ή την μάινα!
Κι η φλούδα του όπως άλλοτε ήταν σκληρή;
Σκύβει μπροστά στη φωτιά της αυγής.
Ω πόσες φορές σκαρφαλωμένος στα κλαριά περίμενα
Να ξετρυπώσω ή την καρακάξα ή την μάινα!
Κι η φλούδα του όπως άλλοτε ήταν σκληρή;
Κι εσύ, φίλε μου,
Πιστέ μου φίλε σκύλε με τις βούλες;
Τα γεράματα σʼ έκαναν να ουρλιάζεις, τυφλός,
Και σέρνεσαι στην αυλή, τραβώντας την κρεμασμένη ουρά σου
Και η όσφρηση από τις πόρτες και το στάβλο λησμονημένη.
Πιστέ μου φίλε σκύλε με τις βούλες;
Τα γεράματα σʼ έκαναν να ουρλιάζεις, τυφλός,
Και σέρνεσαι στην αυλή, τραβώντας την κρεμασμένη ουρά σου
Και η όσφρηση από τις πόρτες και το στάβλο λησμονημένη.
Ω! πόσο αγαπητά μού είναι τα παιδικά μας παιγνίδια:
Από τη μητέρα μου έκλεβα ένα κομμάτι ψωμί
Που δαγκώναμε κι οι δυο με τη σειρά μας.
Χωρίς ποτέ να σιχαθεί ο ένας τον άλλο!
Από τη μητέρα μου έκλεβα ένα κομμάτι ψωμί
Που δαγκώναμε κι οι δυο με τη σειρά μας.
Χωρίς ποτέ να σιχαθεί ο ένας τον άλλο!
Δεν άλλαξα.
Σαν καρδιά δεν άλλαξα
Σαν μπλε λουλούδια στα στάρια τα μάτια μου ανθίζουν στο πρόσωπό μου
Απλώνοντας, χρυσή ψάθα ,την πλεξίδα των ποιημάτων μου…
(Από την Εξομολόγηση ενός αλήτη)
1921
Σαν καρδιά δεν άλλαξα
Σαν μπλε λουλούδια στα στάρια τα μάτια μου ανθίζουν στο πρόσωπό μου
Απλώνοντας, χρυσή ψάθα ,την πλεξίδα των ποιημάτων μου…
(Από την Εξομολόγηση ενός αλήτη)
1921
Κουράστηκα να ζω…
Κουράστηκα να ζω στη πατρική μου γη,
με τη νοσταλγία των εκτάσεων του μαύρου σταριού ∙
θʼ αφήσω την καλύβα μου,
θα φύγω σαν ένας αλήτης και ένας κλέφτης…
με τη νοσταλγία των εκτάσεων του μαύρου σταριού ∙
θʼ αφήσω την καλύβα μου,
θα φύγω σαν ένας αλήτης και ένας κλέφτης…
Θα γυρίσω στο πατρικό σπίτι
να χαρώ τη χαρά του άλλου.
Και μια πράσινη νύχτα, κάτω από το παράθυρο,
με το μανίκι του πουκαμίσου μου θα κρεμαστώ.
να χαρώ τη χαρά του άλλου.
Και μια πράσινη νύχτα, κάτω από το παράθυρο,
με το μανίκι του πουκαμίσου μου θα κρεμαστώ.
Ασημένιες ιτιές δίπλα στο φράχτη
θα κατεβάζουν το κεφάλι ακόμη πιο γλυκά.
Και χωρίς να πλυθώ, χωρίς καμιά τελετουργία,
θα θαφτώ κάτω από τα ουρλιαχτά των σκύλων.
θα κατεβάζουν το κεφάλι ακόμη πιο γλυκά.
Και χωρίς να πλυθώ, χωρίς καμιά τελετουργία,
θα θαφτώ κάτω από τα ουρλιαχτά των σκύλων.
Το φεγγάρι θα συνεχίζει να κωπηλατεί στον ουρανό,
χάνοντας τα κουπιά του στα νερά των λιμνών ∙
κι η Ρωσία θα είναι πάντα η ίδια,
χορεύοντας και κλαίγοντας γύρω από τα περιφράγματα.
.
χάνοντας τα κουπιά του στα νερά των λιμνών ∙
κι η Ρωσία θα είναι πάντα η ίδια,
χορεύοντας και κλαίγοντας γύρω από τα περιφράγματα.
.
Γράμμα στη μητέρα μου
Είσαι ακόμη ζωντανή ,αγαπητή μανούλα μου;
Κι εγώ είμαι ζωντανός επίσης .Γεια! Γεια!
Ας έχεις πάντα από πάνω σου μέλι,
Και την απίστευτη λάμψη του βραδινού φωτός.
Μου είπαν ότι κρύβοντας την ανησυχία σου,
Στεναχωριέσαι πολύ για μένα,
Πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου κάθε βράδυ
Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.
Στεναχωριέσαι πολύ για μένα,
Πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου κάθε βράδυ
Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.
Στο σκοτάδι της νύχτας, πολύ συχνά,
Βλέπεις την παλιά σκηνή του αίματος:
Ένα είδος καυγά με κάποιο τυχοδιώκτη
Που μου χώνει ένα Φινλανδικό μαχαίρι στην καρδιά.
Βλέπεις την παλιά σκηνή του αίματος:
Ένα είδος καυγά με κάποιο τυχοδιώκτη
Που μου χώνει ένα Φινλανδικό μαχαίρι στην καρδιά.
Ηρέμησε τώρα ,μανούλα! Και μη λυπάσαι!
Όλα είναι επώδυνη φαντασία απʼ άκρη σʼ άκρη.
Δεν είμαι ,πραγματικά, τόσο κακός μέθυσος,
Ώστε να πεθάνω χωρίς να σε δω.
Όλα είναι επώδυνη φαντασία απʼ άκρη σʼ άκρη.
Δεν είμαι ,πραγματικά, τόσο κακός μέθυσος,
Ώστε να πεθάνω χωρίς να σε δω.
Δεν είναι τίποτα, να είσαι βέβαιη, αγάπη μου,
Όλα αυτά δεν είναι παρά ένας εφιάλτης.
Η ψυχή μου δεν είναι τόσο σάπια
Που να μπορώ να πεθάνω χωρίς να σε δω!
Όλα αυτά δεν είναι παρά ένας εφιάλτης.
Η ψυχή μου δεν είναι τόσο σάπια
Που να μπορώ να πεθάνω χωρίς να σε δω!
Είμαι, όπως πάντα ,ο τρυφερός σου γιος, αγαπημένη μου,
Και το μόνο πράγμα που ονειρεύομαι τώρα
Είναι νʼ αφήσω αυτή τη ζοφερή πλήξη εδώ
Και να ξαναγυρίσω στο μικρό μας σπίτι. Και πώς!
Και το μόνο πράγμα που ονειρεύομαι τώρα
Είναι νʼ αφήσω αυτή τη ζοφερή πλήξη εδώ
Και να ξαναγυρίσω στο μικρό μας σπίτι. Και πώς!
Θα γυρίσω την άνοιξη χωρίς προειδοποίηση
Όταν ο κήπος θα είναι ανθισμένος ,λευκός σαν χιόνι.
Σε παρακαλώ μη με ξυπνήσεις νωρίς το πρωί,
Όπως έκανες πρώτα, εδώ κι οκτώ χρόνια .
Όταν ο κήπος θα είναι ανθισμένος ,λευκός σαν χιόνι.
Σε παρακαλώ μη με ξυπνήσεις νωρίς το πρωί,
Όπως έκανες πρώτα, εδώ κι οκτώ χρόνια .
Μην ενοχλείς τα όνειρα που τώρα πέταξαν,
Μη ταράζεις την μάταιη και ανώφελη πάλη μου
Γιατί πολύ νωρίς γνώρισα εξαιτίας της
Βαριές απώλειες κι ανησυχίες στη ζωή.
Μη ταράζεις την μάταιη και ανώφελη πάλη μου
Γιατί πολύ νωρίς γνώρισα εξαιτίας της
Βαριές απώλειες κι ανησυχίες στη ζωή.
.
Σε παρακαλώ μη μου μαθαίνεις πώς να λέω την προσευχή!
Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής σε ότι έφυγε.
Είσαι η μόνη μου χαρά ,στήριγμα και έπαινος
Και η μόνη μου δάδα που λάμπει πάνω μου.
Σε παρακαλώ μη μου μαθαίνεις πώς να λέω την προσευχή!
Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής σε ότι έφυγε.
Είσαι η μόνη μου χαρά ,στήριγμα και έπαινος
Και η μόνη μου δάδα που λάμπει πάνω μου.
Παρακαλώ ξέχασε τον πόνο και τους φόβους σου,
Και μη στεναχωριέσαι τόσο πολύ για μένα
Μη πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου, αγαπημένη μου,
Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.
Και μη στεναχωριέσαι τόσο πολύ για μένα
Μη πηγαίνεις έξω στην άκρη του δρόμου, αγαπημένη μου,
Τυλιγμένη με την παλιά σου ζακέτα.
1924
μτφρ: Γιάννης Σουλιώτης
✦ ✦ ✦ ✦
Ανείπωτα μπλε, απαλό…
Ήρεμη η πατρίδα μου μετά τη θύελλα, μετά τη μπόρα,
κι η ψυχή μου, απέραντος τόπος,
αναπνέει το άρωμα του μελιού και των ρόδων.
Ηρέμησα κι εγώ. Τα χρόνια έκαναν τη δουλειά τους,
Αλλά για ό, τι πέρασε εγώ δεν βλασφημώ·
σαν τ’ άλογα της τρόικας που μανιασμένα
ξεχύθηκαν σ’ όλη τη χώρα.
Σήκωσαν σκόνη γύρω. Άφησαν ίχνη.
Χάθηκαν από σφύριγμα διαβολικό.
Κι ακόμα εδώ στο δάσος, στο τόπο μας
ακούγονται σαν πέφτουνε τα φύλλα.
Θα αναλύσουμε τα πάντα, ό,τι είδαμε,
σαν τι συνέβη, τι συνέβη μες τη χώρα,
και θα συγχωρήσουμε όσους μας πλήγωσαν πικρά
από ξένο ή δικό μας λάθος.
Δέχομαι, πως ότι έγινε έγινε,
τι κρίμα μόνο που τώρα στα τριάντα –
λίγα απαιτούσα απ’ τη ζωή,
στην παραζάλη της ταβέρνας ξεχασμένος.
Όμως η δρυς η νεαρή μέχρι καρπό να κάνει,
σαν χλόη μόνο λυγίζει στο λιβάδι…
Αχ, νιότη, νιότη ορμητική,
ολόχρυση κι ατρόμητη!
(1925)
(μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Κατσιώλη)
✦ ✦ ✦ ✦
Τώρα κ’ εμείς για κει τραβάμε λίγοι-λίγοι
στη χώρα αυτή που βασιλεύει η ευλογία κ’ η σιωπή.
Ίσως κι εγώ, τα υπάρχοντά μου τα φθαρμένα,
θα πρέπει σύντομα να τα μαζεύω για τα κει.
Δάση μου εσείς αγαπημένα από σημύδες!
Άμμοι της στέπας άμετροι. Και γη μου εσύ!
Μπροστά σ’ αυτόν το μέγα πλούτο που μου φεύγει
δε βρίσκει τρόπο η θλίψη να κρυφτεί.
Α, πόσο, πόσο αγάπησα σ’ αυτόν τον κόσμο
ό,τι ολοζώντανο τυλίγει την ψυχή,
γαλήνη στις οξυές που ανοίγοντας τα κλώνια
ξεχάστηκαν κοιτώντας τον ορίζοντα τριανταφυλλή.
Μέσα στην ησυχία πλήθος σκέψεις έχω πλάσει,
πλήθος τραγούδια αρμόνισα για μένανε. Γι’ αυτό
νιώθω ευτυχής που ανάσαινα και ζούσα
στην αγριεμένη τούτη γη, στον άγριο αυτό καιρό.
Είμαι ευτυχής που φίλησα πολλές γυναίκες,
που μάδησα άνθη, που κυλίστηκα στη χλόη την απαλή·
τα ζώα, σαν τα μικρότερά μου αδέρφια
ποτέ μου δεν τα χτύπησα στην κεφαλή.
Το ξέρω πως εκεί τα δάση δεν ανθίζουν,
δεν κουδουνίζει η σίκαλη τον κύκνειο της λαιμό·
μπροστά σ’ αυτόν τον πλούτο που μου φεύγει
με περιτρέχει ρίγος παγερό.
Το ξέρω πως στη χώρα εκείνη δε θα υπάρχουν
οι κάμποι αυτοί που στο σκοτάδι λάμπουνε χρυσοί,
γι’ αυτό και τόσον ακριβοί μού είναι οι ανθρώποι
που ζουν μαζί μου πάνω εδώ σ’ αυτή τη γη.
1924
* * *
Όχι φωνές, πικρίες και κλάματα.
Αντίο, μηλιές, πούχα αγαπήσει·
μ’ άγγιξε κιόλας το φθινόπωρο
κι η νιότη απόμακρα έχει σβήσει.
Τα καρδιοχτύπια, πάει, περάσανε·
ναι, λίγη ψύχρα − η πρώτη. Το ίσο
χαλί των χωραφιών που αγάπησα
γυμνόποδος δε θα πατήσω.
Αντίο, ωραίες περιπλανήσεις μου,
των αισθημάτων μου άγρια δάση·
νιότη τρελλή που τα τραγούδια μου
παράφορα είχες λαμπαδιάσει.
Κανένα πια τρανό λαχτάρισμα·
μη και μες στ’ όνειρο έχω ζήσει:
Καβάλλα σ’ ένα ρόδινο άλογο
μια χαραυγή έχω διασχίσει.
Φύλλα από μαυρισμένο μέταλλο
σκορπάει τριγύρω το σφεντάνι.
ευλογημένο ας είναι ό,τι άνθησε
πάνω στη γη και θα πεθάνει.
Από το βιβλίο «Σεργκέη Γεσένιν - Ποιήματα», εκδ. Κέδρος, 2000.
Απόδοση Γιάννη Ρίτσου
Βασισμένη στην κατά λέξη μετάφραση της Κατίνας Ζορμπαλά.
✦ ✦ ✦ ✦
Πήγατε
καθώς λεν
στον άλλο κόσμο.
‘Αδειο…
Πετάτε
στ’ άστρα, στις νεφέλες…
Δεν έχει δανεικά πια
ούτε μπίρες.
Νηφάλιος.
‘Οχι Γιεσένιν
δε σας
κοροϊδεύω
κόμπος
η λύπη στο λαιμό μου
όχι το γέλιο.
Σας βλέπω –
με ανοιχτές τις φλέβες σταματάτε,
το σακούλι
με τα δικά σας κόκαλα
βαστάτε.
Μη!
Προς Θεού!
Σας έστριψε τελείως;
Να γίνουν τα μάγουλά σας θέλετε
θανάτου εκμαγείο;
Εσείς
που είσαστε ο πρώτος ο νταής
όπως
στον κόσμο αυτό
κανείς;
Για ποιο σκοπό;
Γιατί;
Απορία φριχτή.
Οι κριτικοί μπουρδολογούν:
Φταίει τούτο
φταίει τ’ άλλο
και το πιο σημαντικό
το ‘χε χάσει το μυαλό
απ’ τις πολλές μπίρες
τα κρασιά…
Λένε
πως αν αφήνατε
τα μποεμιλίκι’ αυτά
και στην εργατική σας τάξη
μένατε κοιτά
θα είχατ’ επηρεαστεί
δε θα ‘σαστε συνέχεια σε καβγά.
Πώς δηλαδή
η τάξη η εργατική
σβήνει τη δίψα της με κβας;
Δε θέλει
κι αυτή να πιει;
Είναι βλαξ;
Λένε
πως αν σας κόλλαγαν
απ’ ΤΟ ΠΟΣΤΟ ΜΑΣ
κανά χαφιέ
τα ποιήματά σας
θα είχανε
πραγματικό εφέ,
και θα
γράφατε
την ημέρα
στίχους εκατό
κουραστικούς
κι ατέλειωτους
σαν του Ντορονίν το λυρισμό. Εγώ όμως λέωπως αν από τέτοι’ ακράτεια
έπασχ’ η ποίησή σας
θα είχατ’ από καιρό
βάλει τέρμα στη ζωή σας.
Είναι θαρρώ καλύτερο
απ’ τη βότκα να πεθάνεις
παρά από ανία!
Το μυστικό
του χαμού σας
δε θ’ ανοίξουν πια
ούτε ο σουγιάς
ούτε η θηλειά.
Αλλ’ ίσως
αν υπήρχε
μελάνι στο ΑΓΓΛΙΑ
να κόψτε
τις φλέβες
δε θα υπήρχ’ αιτία.
Περιχαρείς οι μιμητές σου:
Μπιζ! Ζήτω!
Ολόκληρη στρατιά
αυτόχειρων
σα να ‘σερνες ξωπίσω!
Γιατί αλήθεια
ν’ αυξήσεις
τις τόσες αυτοκτονίες
και συ να πεθάνεις;
Καλύτερα
ν’ αυξήσεις
την παραγωγή μελάνης!
Για πάντα
τώρα
η γλώσσα
πίσω απ’ τα δόντια θα ‘ναι αμπαρωμένη.
Βαρύ
κι ανάρμοστο να τ’ αγγίξεις
το μυστήριο μένει.
Του λαού
του γλωσσοπρωτομάστορα
του πέθανε
ο αηδονόλαλος
ο ρέμπελος ο μαθητής!
Και κουβαλούν
των στίχων τη νεκρική σαβούρα
από παλιές
κηδείες
χωρίς σχεδόν καμι’ αλλαγή
ρίμες στομωμένες
στιβάζουν στην ταφή.
Για το μνημείο σας
το μέταλλο ακόμα δεν εχύθη,
πού είναι
του μπρούντζου ο βρόντος
η γραμμή του γρανίτη;
Πίσω απ’ της μνήμης
τη μαύρη σιδεριά
σωρός
τ’ αφιερώματα
και τ’ αναμνηστικά σκατά!
Τ’ όνομά σας
στο μαντίλι
με τη μίξα του σκουπίζει
τον λόγο σας
ο Σομπίνοβ σαλιαρίζει
και κάτω
από μια ψόφια σημυδούλα μουρμουρίζει:
“Ούτε μια λέξη, ω φίλε μου,
ούτε ένα αχ!”
Αααχ!
και να τα λέγαμε ένα χεράκι
με τον κύριο Λεωνίδα Λοενγκρινάκη!
Είναι να σηκωθεί κάνεις
τιμωρός
και να βροντοφωνήσει:
“Δεν επιτρέπω
τους στίχους αυτούς
κανείς να τους ψελλίσει
Και να τους τσαλαπατήσει!”
Είναι να σφυρίξει
με τα τρία δάχτυλα στο στόμα
ως να κουφαθείτε:
‘Αει γαμηθείτε
Εσείς κι η γιαγιά σας
ο Θεός, η ψυχή σας
κι η μανούλα σας ακόμα.
Για να σκορπίσει
η ατάλαντη κοπριά
ν’ ανοίξει
το σκοτάδι
το σακάκι του
πανιά
να γίνει
καπνός
κυνηγημένος ο Κογκάν
και συφορά του
όποιος συναπαντήσει
τις μύτες
του μουστακιού του που τρυπάν!
Η βρωμιά
ακόμη
δεν έχει αραιώσει.
Δουλειά πολλή…
Μονάχα να προλάβουμε.
Τη ζωή
πρέπει απ’ την αρχή
να ξανακάμουμε
κι όταν την ξαναχτίσουμε
τότε θα την υμνήσουμε.
Τούτοι είναι
δύσκολοι καιροί για την πένα.
αλλά πέστε μου
εσείς
άτομα σακατεμένα
πού
πότε
είδατε μεγάλο κανένα
να διαλέγει
δρόμο πατημένο
κι εύκολο;
Ο λόγος είν’ ο στρατηλάτης
της δύναμης του ανθρώπου.
Εμπρός!
Το παρελθόν με μπάλες κανονιού
να κομματιάσουμε επιτόπου.
Και στις μέρες τις παλιές
να φέρει ο αέρας
μόνο μαλλι’ ανακατεμένα
σγουρά.
Για γλέντια
ο πλανήτης μας
διόλου δεν έχει εξοπλιστεί.
Πρέπει
ν’ αδράξει
τη χαρά
απ’ το μέλλον το απώτερο.
Σ’ αυτή τη ζωή
δύσκολο δεν είναι να πεθάνεις.
Να φτιάξεις τη ζωή
είναι πολύ δυσκολότερο.
[Μετάφραση : Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ]
https://www.bibliotheque.gr/
https://www.bibliotheque.gr/
Ο Αλέξης Πάρνης διαβάζει Σεργκέι Γεσένιν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου