Αριθμός Πρωτοκόλλου 11182/12
Γραφείο Ε4-Τμήμα Διεκπεραίωσης Ενταλμάτων Εκτέλεσης Αποφάσεων
Ημερομηνία - 24 Δεκεμβρίου 20…
Ωρα 17,00
ΚΑΤΑ - ΜΑΡΙΑΣ …………..του……….
Άναψε τσιγάρο ,κοίταξε το έγγραφο που κρατούσε στα χέρια του . Μόλις το είχε καθαρογράψει, η δουλειά του ήταν να καθαρογράφει τέτοια έγγραφα , να τα κάνει ακριβή αντίγραφα από την πρωτότυπη προχειρογραμμένη απόφαση και τέλος να τα σφραγίζει με την στρογγυλή σφραγίδα του κράτους και να τα υπογράφει.
Είχε καθαρογράψει εκατοντάδες τέτοια έγγραφα και ποτέ δεν τον είχε απασχολήσει τίποτα, εκτός από το να κάνει σωστά τη δουλειά του.
Όλα αυτά τα χαρτιά για κείνον, καθώς και για τους υπόλοιπους υπαλλήλους ,δεν ήταν τίποτα άλλο παρά αριθμοί, ποτέ δεν έλεγαν ονόματα, μόνο αριθμούς υπόθεσης και αριθμούς πρωτοκόλλου, όμως σήμερα για τον Δ. ήταν διαφορετικά, για την ακρίβεια όχι σήμερα ,αλλά, εδώ και μερικές ημέρες.
Ήταν μόνος σε ολόκληρη την αίθουσα ,όλα τα φώτα εκτός από αυτό του γραφείου του ήταν σβηστά.
Ήταν αυτός, το έγγραφο που μόλις είχε καθαρογράψει ,η σφραγίδα που απέμενε να βάλει και ένα στυλό για να υπογράψει.
Σήμερα δεν ήταν κουραστική μέρα, εύκολα πέρασε ,λίγη δουλειά και όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, παραμονή Χριστουγέννων ,ο προϊστάμενος , είχε δώσει εντολή να γίνει μια μικρή γιορτή. Είχε παραγγείλει μελομακάρονα ,κουραμπιέδες ,διάφορους μεζέδες ,χυμούς και κρασί, για να ευχηθούν ο ένας στον άλλον.
Μάλιστα ο προϊστάμενος σηκώθηκε κάποια στιγμή ,τους ευχήθηκε και τους είπε ,πως είναι ευχαριστημένος από την απόδοση τους ,αλλά συνάμα πως, πρέπει να προσπαθήσουν ακόμη περισσότερο, για να πιάσουν το στόχο που τους είχαν βάλει «οι επάνω». Το κράτος-όπως είπε - χρειαζόταν χρήματα επειγόντως και στηριζόταν στην αφοσίωση τους και στην ευσυνειδησία τους. Αυτά είπε, ήπιε λίγο κρασί στην υγεία τους ευχήθηκε Καλά Χριστούγεννα και έφυγε.
Ο Δ. καθ΄ όλη τη διάρκεια της γιορτής, παρακολουθούσε αφηρημένα όσα συνέβαιναν γύρω του, άκουγε τις ευχές που του έδιναν οι συνάδελφοί και του φαινόταν σαν να απευθύνονταν σε κάποιο άλλο ,όχι στον ίδιο. Ένοιωθε σαν να ήταν μακριά και απλά να παρατηρούσε τον εαυτό του να απαντάει «χρόνια πολλά και σε σας» η «πως θα περάσετε σήμερα;», «και του χρόνου να είμαστε καλά», «καλά Χριστούγεννα».
Ανυπομονούσε να τελειώσει η γιορτή ,να φύγουν όλοι , να μείνει μόνος και σαν έφυγαν κάθισε στο γραφείο, πήρε το έγγραφο που τον τυραννούσε αυτές τις μέρες.
Αυτό το έγγραφο δεν ήταν ένας απλός αριθμός, ένας απλός αριθμός πρωτοκόλλου, ήταν η Μαρία ,που την γνώριζε τόσα χρόνια.
Του είχε τηλεφωνήσει πριν λίγες μέρες ,ζητώντας του να την βοηθήσει , να κάνει κάτι για να γλυτώσει το σπίτι της, να μην βρεθεί στο δρόμο ,αυτός της είχε υποσχεθεί , πως θα έκανε ό,τι μπορούσε, πως θα την ενημέρωνε για την εξέλιξη της υπόθεσής της, μάλιστα αφού του το ζήτησε επίμονα, της υποσχέθηκε ,πως παραμονή Χριστουγέννων, όταν θα έφευγε από τη δουλειά , θα περνούσε από το σπίτι της για να της πει, αν υπήρχε καμιά εξέλιξη, αλλά και για να πουν τα χρόνια πολλά από κοντά.
Πήρε κάποια τηλέφωνα, μην τυχόν κατάφερνε να αναστείλει η να καθυστερήσει την εκτέλεση της απόφασης, αλλά μάταια, του είπαν ,πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον και να μην προσπαθήσει να κάνει κάτι, γιατί θα βρει τον μπελά του.
Ο Άνδρας της Μαρίας είχε μια μικρή επιχείρηση, τα τελευταία χρόνια δεν πήγαινε καλά, μα αυτός προσπαθούσε να τη κρατήσει με κάθε τρόπο, δεν ήξερε άλλη δουλειά να κάνει μα…και να ήξερε δεν υπήρχαν δουλειές ούτως η άλλως ,έλπιζε απελπισμένα πως θα έρθουν καλύτερες μέρες, αλλά μάταια ,όσο περνούσε ο καιρός τα πράγματα γινόντουσαν χειρότερα, στο τέλος έφτασε να έχει χρέη παντού,…βλέπεις τα έξοδα της επιχείρησης είχαν αύξουσα πορεία ,σε αντίθεση με τα έσοδα που είχαν φθίνουσα , είχε οικογένεια, έπρεπε με κάθε τρόπο να κρατήσει ζωντανή την επιχείρηση, στο τέλος χρωστούσε στο δημόσιο και στα ταμεία, ώσπου εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, τον συλλάβανε για κάποιες μέρες, τον άφησαν ελεύθερο μετά ,είχε βρει δανεικά από κάπου, κάποια χρήματα ,τα έδωσε και αφέθηκε ελεύθερος μέχρι να γίνει διακανονισμός η αν αμφισβητούσε την οφειλή δικαστήριο..μα βγήκε και δεύτερο ένταλμα για άλλα χρέη, τα οποία πλέον με τα πρόστιμα και της προσαυξήσεις είχαν γίνει υπέρογκα για αυτόν.
Μόλις το έμαθε ,κατάλαβε πως δεν θα γλύτωνε τώρα τη φυλακή ,πάλι διασυρμός ,πάλι φυλακή και φυσικά για την επιχείρηση ούτε λόγος, κάποια μέρα μέσα στην απόγνωσή του, έθεσε τέλος στη ζωή του.
Η Μαρία ήταν απελπισμένη, δεν ήξερε τι να κάνει με τα δυο μικρά παιδιά της ,τον μικρό Στέφανο και την Ιουλία, όταν έλαβε έγγραφο από το υπουργείο οικονομικών, πως το σπίτι δημευότανε, αν δεν κατάφερνε να ξοφλήσει το χρέος μέσα στην προθεσμία που της έδινε ο νόμος .
O Δ. πήγε να σφραγίσει το έγγραφο, μα δεν μπόρεσε, κάτι τον σταμάτησε, ένας αλλόκοτος ψυχικός πόνος ,μια κατάρρευση ψυχική, είχε να κοιμηθεί πολλές νύχτες, σκέφτηκε για μια στιγμή να έδινε το έγγραφο σε κάποιον συνάδελφό του να το διεκπεραιώσει αυτός και ο ίδιος να μην ασχοληθεί καθόλου με αυτό …μα ..αισθάνθηκε πως αυτό ήταν κοροϊδία ,ήταν σαν να ήθελε να ξεγελάσει τον εαυτό του και την Μαρία, όχι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, έπρεπε να σκεφτεί κάτι άλλο, η αλήθεια είναι πως του πέρασε από το μυαλό να την βοηθήσει οικονομικά ,αλλά το χρέος ήταν μεγάλο, δεν είχε τόσα χρήματα, είχαν γίνει τόσες περικοπές στον μισθό του που και ο ίδιος τα έβγαζε δύσκολα πέρα.
Έπιασε με το χέρι του τη σφραγίδα, το σήκωσε σαν να ήθελε να βγάλει την πίεση που ένοιωθε μέσα του …μα δεν μπόρεσε, το κατέβασε πάλι και άρχισε να θυμάται, χωρίς να ξέρει γιατί αυτή τη στιγμή ,την σχέση του με τη Μαρία, πριν από χρόνια..
Ήταν ερωτευμένος μαζί της .Θυμήθηκε την μέρα που έδωσαν το πρώτο τους φιλί , πόσο ευτυχισμένος είχε νοιώσει , θυμήθηκε που της είχε κάνει δώρο στη γιορτή της ένα μενταγιόν, το πρόσωπό της, το χαμόγελό της ,την ευτυχία να ζωγραφίζεται στα μάτια της.
Χαμογέλασε στις αναμνήσεις που περνούσαν από το μυαλό του, σα να ήθελε να τις χαιρετήσει που τον επισκεφτήκανε μετά από τόσα χρόνια.
Μετά θυμήθηκε τον χωρισμό τους ,τώρα πια ήξερε, για την ακρίβεια παραδεχότανε ,ότι αυτός είχε φταίξει, τότε έλεγε συνέχεια στον εαυτό του ,πως είχε δίκιο ,ο εγωισμός του, η στείρα περηφάνια, η ατολμία, δεν τον άφησαν να πάει να της μιλήσει, να τη πλησιάσει ,να της πει πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της.
Όχι δεν της είπε ποτέ τίποτα και την έχασε για πάντα από τη ζωή του,η αλήθεια είναι πως είχαν κοινούς φίλους και κάπου- κάπου την έβλεπε, την ρωτούσε ένα «τι κάνεις;» τίποτα άλλο, ώσπου κάποια μέρα, του ήρθε μια πρόσκληση γάμου. Παντρευόταν η Μαρία και τον καλούσε στον γάμο της. Πήγε φορώντας εκτός από κοστούμι και ένα τεράστιο χαμόγελο, της ευχήθηκε να ζήσει ευτυχισμένη, το γαμπρό δε, τον απείλησε χαριτολογώντας με το τετριμμένο αστείο «Πρόσεχε να τη κάνεις ευτυχισμένη ειδάλλως θα έχεις να κάνεις μαζί μου».Ακολούθησε το γαμήλιο τραπέζι, πήγε, χόρεψε, ήπιε, ευχήθηκε κατά πως συνηθίζεται, κάποια στιγμή έφυγε, μπήκε στο αυτοκίνητό του , έπιασε το τιμόνι, κοίταξε το δρόμο, βεβαιώθηκε πως ήταν μόνος, πως κανείς δεν τον κοιτούσε και άφησε ένα δάκρυ να κυλίσει από τα μάτια του, μετά, άναψε τη μηχανή του αυτοκινήτου, πάτησε γκάζι και συνέχισε τη ζωή του. Από τότε, όποτε του ερχόταν στο μυαλό η ανάμνηση της, την έδιωχνε αμέσως, η αλήθεια είναι με θαυμαστό τρόπο το κατάφερνε αυτό, κάποιες νύχτες, σπάνια μόνο….
Μετά παντρεύτηκε και αυτός ,όχι από έρωτα, ήξερε πως αυτά μία φορά γίνονται , απλά συμπαθούσε τη γυναίκα του και του ήταν πιο εύκολο να χειριστεί τη σχέση του μαζί της, άμα δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της ,αν δεν εξαρτιόταν ψυχικά από αυτήν, φυσικά δεν ήταν κανένας σπουδαίος γάμος αλλά καλά τα κατάφερνε, δεν είχε παράπονο, δεν μπορούσε να ζητήσει τίποτα άλλο, αφού δεν τόλμησε τότε…
Η σφραγίδα ήταν στα χέρια του ακόμη, δεν ήξερε τι να κάνει, έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Δεν μπορούσε όμως, μόνο σκεφτόταν, μόνο κοιτούσε την σφραγίδα.
Αφού δεν τον άφηνε η συνείδηση του να βάλει την σφραγίδα, ούτε να δώσει το έγγραφο σε κάποιον άλλον να το σφραγίσει, σκέφτηκε να πει στον προϊστάμενο του, πως αρνείται, αλλά και πάλι τι θα γινόταν; Τίποτα σκέφτηκε, θα του φόρτωναν μερικά ποινικά αδικήματα ,όπως παράβαση καθήκοντος, απείθεια και άλλα και θα απολυόταν.
Και αν το έκανε; θα σωζόταν η Μαρία; όχι βέβαια, κάποιος άλλος θα έκανε την καθαρογραφή και η υπόθεση της θα προχωρούσε κανονικά.
Αδιέξοδο, τίποτα δεν μπορούσε να κάνει. Κάποια στιγμή το βλέμμα του έπεσε στο σωρό των άλλων εγγράφων, που είχε να διεκπεραιώσει και σκέφτηκε , έστω πως έσωζα τη Μαρία, αυτοί εδώ πάλι;…όχι δεν είναι αριθμοί, δεν είναι αριθμοί πρωτοκόλλου, δεν είναι απλά χαρτιά το ένα πάνω στο άλλο, όχι, είναι άνθρωποι, άνδρες ,γυναίκες ,κορίτσια μικρά παιδιά, είναι δυστυχισμένοι, φοβούνται, τις νύχτες βλέπουν εφιάλτες, δεν ξέρουν τι θα απογίνουν, αν θα ξεφύγουν ποτέ τους από αυτόν τον εφιάλτη.
Σηκώθηκε απότομα από το γραφείο του χαιρέτησε τον φύλακα και βγήκε έξω από το κτίριο.
ΙΙ
ΩΡΑ 19.30
Χιονόνερο έπεφτε εκείνη τη νύκτα, η πόλη φαινόταν όμορφη, φωταγωγημένη καθώς ήταν, με τη γιορτινή της φορεσιά ,με τα στολίδια της ,τον κόσμο να περπατάει βιαστικά στους δρόμους , ανυπομονώντας να φτάσει σπίτι του, για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων.
Ο Δ. περπατούσε αργά ,σαν να προσπαθούσε με κάποιο τρόπο να αναβάλλει τη στιγμή που θα έφτανε στο σπίτι της Μαρίας ,ήθελε να καθυστερήσει τη στιγμή που θα έπρεπε να της πει ,πως δεν γίνεται τίποτα, πως του είναι αδύνατο να κάνει κάτι.
Με το χέρι στη τσέπη, κρατούσε σφικτά τη σφραγίδα και το διπλωμένο έγγραφο της απόφασης, κάποια στιγμή ,καθώς αφέθηκε να κοιτάζει τη γιορτινή βιτρίνα ενός καταστήματος , άκουσε παιδικές φωνές, να του ζητάνε χρήματα, γύρισε και είδε δύο μικρά παιδιά να τον κοιτάνε έχοντας απλωμένο το χέρι τους ,πίσω τους ήταν ένα τόσο μεγάλο χαρτόκουτο που θα μπορούσε να χωρέσει ένα σκυφτό καθισμένο άνθρωπο μέσα του.
Στο κουτί , έχοντας τα πόδια έξω από την κούτα και το σώμα του μέσα, καθόταν ένας άνδρας απροσδιορίστου ηλικίας αξύριστος με αχτένιστα μαλλιά ,με άδειο βλέμμα και παρατηρούσε αν θα είχε αποτέλεσμα η προσπάθεια των παιδιών, καθώς κοντοστάθηκε ο Δ.. χωρίς να έχει αποφασίσει τι θα κάνει, ο άγνωστος άνδρας του είπε -σε παρακαλώ δώσε κάτι να αγοράσω στα παιδιά μου- ο Δ. έβγαλε από τη τσέπη του δύο ευρώ και τα έδωσε ,προχώρησε λίγο και μετά γύρισε το πρόσωπο του για να τους ξαναδεί ,καθόντουσαν ανάμεσα σε δύο καταστήματα που είχαν βιτρίνες εορταστικές λόγο των ημερών με μπάλες χρυσαφιές, κόκκινες ,ασημένιες γεμάτες . Απαραίτητα το χριστουγεννιάτικο δένδρο ,ο άγιο Βασίλης να φέρνει δώρα και από κάπου ακουγόταν το «Ω έλατο, ω έλατο, μ΄ αρέσεις πως μ΄ αρέσεις…….».
Ο Δ. σκέφτηκε αφού η πόλη δεν μπορεί να τους ζήσει, αν μη τι άλλο τους χαρίζει γιορτινή ατμόσφαιρα και χαμογέλασε πικρά. Άρχισε να βαδίζει γρηγορότερα ο Δ.. όταν άκουσε φωνές πίσω του ,γύρισε το κεφάλι του και είδε δυο αστυνομικούς να διώχνουν τα δύο παιδιά και τον πατέρα, τους είδε να μαζεύουν τα πράγματά τους ,την χάρτινη κούτα και να φεύγουν κάτω από το ειρωνικό βλέμμα των αστυνομικών ,οι οποίοι τους χλεύαζαν και τους έλεγαν να μην τους ξαναδούν εκεί, γιατί όπως είπαν «θα τους πάνε μέσα».
. 5
Ο Δ. σκέφτηκε η πόλη δεν ανέχεται να βλέπει άστεγους. Προφανώς η παρουσία τους ,χαλούσε την γιορτινή εικόνα της πόλις ,έπρεπε να πάνε σε κάποιο απόμερο σημείο για να μην τους βλέπει κανείς , και όλοι απερίσπαστοι να κάνουν τις δουλειές ,να προετοιμαστούν για τις γιορτές ,χωρίς να βλέπουν τέτοιες εικόνες, ίσως να μην ήθελαν να φαίνονται για να μην βλέπει ο κόσμος την μοίρα που, ίσως και αυτόν τον περιμένει, όπως κάποιοι άνθρωποι αποστρέφουν το βλέμμα τους, σαν δουν ένα ανάπηρο ,επειδή χωρίς να το συνειδητοποιούν τους θυμίζει το εύθραυστο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ήταν παρείσακτοι στην πόλη και τους φερόταν σαν να ήταν σκουπίδια, μόνο που η πόλη ξεχνούσε πως, αυτά τα σκουπίδια είναι τα παιδιά της, τα παιδιά που σκότωσε η ίδια και τώρα τα θεωρεί άχρηστα και πως, ίσως, κάποια στιγμή ξεμείνει από παιδιά.
Κάποια στιγμή ο Δ.. έφτασε στο σπίτι της Μαρίας, του άνοιξε με ένα όλο ελπίδα χαμόγελο, είχε αποφασίσει να της πει την αλήθεια ,όμως ο ενθουσιασμός της, που τον είδε, ήταν μεγαλύτερος από ότι φοβόταν.
Καθώς μιλούσαν ,είδε το όλο ελπίδα πρόσωπο της ,τα βλέμματα του Στέφανου και της Ιουλίας να τον κοιτάνε σαν σωτήρα ,δείλιασε, δεν μπόρεσε να πει την αλήθεια ,μόνο σαν ρώτησε η Μαρία αν έχει κάτι νεότερο, αν έμαθε τίποτα ,αν μπόρεσε να κάνει κάτι, ψέλλισε «ίσως ,υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να γίνει κάτι», όμως η Μαρία δεν άκουσε τίποτα από αυτά που είπε, δεν άκουσε «το ίσως μικρή πιθανότητα», άκουσε μόνο το «να γίνει» και ούτε «το να γίνει» άκουσε «θα γίνει» δεν άφησε τον εαυτό της να ακούσει τίποτα άλλο.
Τον φίλησε στο μάγουλο και του είπε ευχαριστώ. Ο Δ.. ένοιωσε να τρέμει ,κάτι να του σφίγγει την ψυχή, δεν ήξερε τι να πει, τι να κάνει ,όταν η μικρή Ιουλία άπλωσε τα χέρια της και του έδωσε ένα δώρο τυλιγμένο σε κόκκινο γυαλιστερό χαρτί, με χρυσαφί φιόγκο, πετάχτηκε η Μαρία και του είπε…
«Έφτιαξα μελομακάρονα και σου έβαλα λίγα, ευχαριστώ για ό,τι κάνεις για μας» .
Κοίταξε τα μάτια της Ιουλίας και είδε τα αθώα μάτια της να τον κοιτάνε , το χαμόγελο της να σκορπίζει τη χαρά παντού και ίσως, σαν να του φάνηκε μια ευγνωμοσύνη και ένοιωσε να ζαλίζεται, ήθελε να φύγει ,είπε πως τον περιμένουν ,πως έπρεπε να βιαστεί, η Μαρία τον έβαλε να υποσχεθεί ,πως θα ξαναπάει σπίτι τους ο Δ. έγνεψε καταφατικά. Σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης του, δεν είχε σταματήσει να σφίγγει με το χέρι του τη σφραγίδα, να αγγίζει το έγγραφο ,ήθελε να ουρλιάξει πως «να ..εδώ είναι η απόφαση, πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα, παρά μόνο να την σφραγίσει και να την υπογράψει»,αλλά τελικά δεν είπε τίποτα, απλά έφυγε.
Όταν μπήκε στο αυτοκίνητό ,είδε πως τον κοιτούσαν τρία χαμογελαστά πρόσωπα ,του Στέφανου, της Ιουλίας και της Μαρίας ,τον χαιρετούσαν ,έκανε να χαμογελάσει και αυτός ,δεν είχε ιδέα αν τα κατάφερε ,χαιρέτησε ,έφυγε.
Ο Δ. θα έκανε μόνος του Χριστούγεννα, η γυναίκα του είχε πάει στους γονείς της ,ζούσαν σε κάποιο χωριό στην επαρχία, είχαν υποσχεθεί μεταξύ τους, πως θα έκαναν πρωτοχρονιά οπωσδήποτε μαζί, λες και υπήρχε, κάποιος λόγος για να το επιβεβαιώσουν.
ΙΙΙ
ΩΡΑ 21.30
ΟΔ. άναψε το χριστουγεννιάτικο δένδρο στο σπίτι ,πήγε στο γραφείο του, έβγαλε από την τσέπη του τη σφραγίδα και το έγγραφο ,έβαλε ένα στυλό δίπλα .Τα κοιτούσε ,προσπαθούσε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει ,τι ήταν σωστό, ποια η λύση. Βγήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να κοιτάζει γύρω του ,άναψε τσιγάρο ,πήρε ένα ποτήρι κονιάκ και έβρεξε το στόμα του.
Η ματιά του ,έπεσε στο παράθυρο του απέναντι διαμερίσματος, είδε να κάθονται με τα επίσημα ρούχα τους ,μια οικογένεια ,ίσως κάποιοι φίλοι, κάποιοι συγγενείς, ποιος ξέρει; μετά σκέφτηκε πως αυτοί δεν κρατούσαν τη σφραγίδα, δεν ήξεραν τίποτα για αυτήν… η έκαναν πως δεν ήξεραν; μήπως απλώς του την είχαν αφήσει στα χέρια του για να κάνει αυτός την άσχημη δουλειά, αλλά και αυτός δεν είχε σκεφτεί να τη δώσει σε κάποιον άλλον; για να μην ξέρει τίποτα; να μην συμμετέχει σε τίποτα; ίσως θα ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει ,όπως αυτοί που δεν την κρατάνε, «αφού δεν την κρατάω στα χέρια μου είμαι αθώος, δεν ξέρω τίποτα», τώρα κοιτούσε ένα ζευγάρι να χορεύει κάποιον ερωτικό χορό αγκαλιασμένο,
«να κρυβόμουν σε κάποιον έρωτα ,σε κάποιον δικό μου κόσμο να ζήσω, ωραία θα ήταν, ,αλλά η σφραγίδα είναι εδώ και με κοιτάει, με ρωτάει, τι θα κάνεις; …όχι δεν μπορώ να την δώσω σε άλλον, θα ήταν υποκρισία, θα έκανα πως δεν ήξερα για κάτι που ήξερα» ,μετά γύρισε το βλέμμα του προς την γωνία του δρόμου, είδε τέσσερις έφηβους να ψάχνουν στα σκουπίδια, φορούσαν ελαφριά ρούχα, κάτι έλεγαν, κάτι βρήκαν, κάτι πήραν, εξαφανίστηκαν.
«όχι δεν μπορώ δώσω τη σφραγίδα, να κάνω πως δεν ξέρω ,πως είμαι ανεύθυνος, αμέτοχος, την κρατάω στα χέρια μου και δεν θα κάνω πως τάχατες δεν την κρατάω ,μόνο που δεν μου αρέσει ο κόσμος που ζω, που κρατάω την σφραγίδα όλων εγώ και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό, που πάντα θα υπάρχει κάποιος να την κρατάει, δεν θέλω να παίξω αυτό το ρόλο είτε κρατάω τη σφραγίδα είτε όχι, αφού την κράτησα έστω και μια φορά, ξέρω ,είτε την έχω εγώ, είτε την δώσω σε άλλον, όποιος και να τη κρατάει ,πάντα θα την κρατάω, όλοι μας θα την κρατάμε .
Μπήκε στο σπίτι αφού πρώτα κοίταξε τα γύρω μπαλκόνια φωταγωγημένα με δεκάδες χρωματιστά λαμπάκια να αναβοσβήνουν το καθένα στον δικό του ρυθμό ,από κάπου ακούγονταν χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Κάθισε στο γραφείο, κοίταξε τη σφραγίδα ,σκέφτηκε …<δεν μπορώ να το αντέξω και να έσωζα τη Μαρία ,όλοι οι άλλοι; όλοι αυτοί οι αριθμοί ,οι αριθμοί πρωτοκόλλου ,μα…δεν είναι αριθμοί ,δεν είναι αριθμοί πρωτοκόλλου ,είναι παιδιά, κορίτσια ,άνδρες ,γυναίκες , άνθρωποι, ως πότε θα τους βάζουμε σφραγίδα; μέχρι να έρθει και η δική μας σειρά να μας βάλουν σφραγίδα;;;>
Τότε θα καταλάβουν όλοι αυτοί ότι τίποτα δεν είναι μόνο για τους άλλους, μόνο τότε θα καταλάβουν τι σημαίνει η σφραγίδα;
Και εγώ, δεν μπορώ ούτε να τη βάλω ούτε να μη τη βάλω, δεν υπάρχει λύση, αν αρνηθώ θα με πετάξουν σαν χαλασμένο εξάρτημα ,σαν ελαττωματικό γρανάζι μιας μηχανής που μας τρώει σιγά- σιγά όλους.
Και τι θα γίνει ;; τίποτα απλά θα πάρει άλλος την σφραγίδα.
Δεν αντέχω, σκέφτηκε ο Δ.. ,ήθελε να ξεφύγει με κάθε τρόπο ,όμως δεν υπήρχε διέξοδος .
Άρχισε να σκέφτεται πως δεν ήθελε να ζει πια, πως δεν τον ενδιέφερε τίποτα, πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, σαν να μην ήταν ο ίδιος αυτός που έπρεπε να ενεργήσει να κάνει κάτι, αλλά κάποιος άλλος, σαν να έβλεπε κινηματογραφική ταινία και να ήθελε να φύγει στη μέση του έργου, σαν να έβλεπε τον εαυτό του ηθοποιό μιας παράστασης που δεν ήθελε να παίξει.
Σαν ένας ηθοποιός, που πριν πέσει η αυλαία, κατά τη διάρκεια του θεατρικού έργου, του δράματος, θέλησε να υποκλιθεί στο κοινό και να φύγει.
Σηκώθηκε από το γραφείο του ,κρατώντας τη σφραγίδα ,το έγγραφο, πήγε με αργά βήματα στο μπάνιο ,γέμισε τη μπανιέρα με ζεστό νερό, δεν ένοιωθε τίποτα ,ήταν ψυχικά νεκρός, δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα, ακούμπησε τη σφραγίδα και το έγγραφο δίπλα στη μπανιέρα ,πήρε ένα ξυράφι ,το τοποθέτησε δίπλα του.
Η σκέψεις περνούσαν η μία πίσω από την άλλην στο μυαλό του , «όχι δεν μπορώ να κάνω πως δεν ξέρω, δεν μπορώ να δώσω τη σφραγίδα μα… και δεν θέλω να είμαι συμμέτοχος αυτής της παράστασης» .
Μπήκε στη μπανιέρα, τοποθέτησε το ξυράφι κάθετα στο σαπούνι ,ακούμπησε το χέρι του πάνω ,έβαλε το σαγόνι πάνω στο χέρι του, άφησε το βάρος του κεφαλιού του ελεύθερο πάνω στο χέρι του και μετά από λίγο άρχισε να κυλάει το αίμα.
Πήρε τη σφραγίδα , το αίμα ανακατεύτηκε με το γαλάζιο της σφραγίδας ,κοίταξε το έγγραφο και το σφράγισε, μετά με αργές κινήσεις ξάπλωσε στη μπανιέρα και έκλεισε τα μάτια, από εδώ και πέρα δεν θα ξανάβλεπε την ζωή ,μόνο θα την ονειρευότανε .
Στην αρχή δεν σκεφτόταν τίποτα ,μετά από λίγο άρχισε να ζαλίζεται ,να κρυώνει ,ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα του ,εικόνες άρχισαν να κυλάνε στο μυαλό του.
ΩΡΑ 23.30
Ένας χαμένος έρωτας……το αίμα κυλάει….την οικογένεια του …το αίμα κυλάει…..το ζευγάρι που χόρευε…το αίμα κυλάει…τα παιδιά που έψαχναν στα σκουπίδια …το αίμα κυλάει…..η σφραγίδα που έγραφε με μεγάλα γράμματα Ελληνική Δημοκρατία …..το αίμα κυλάει…….το πρόσωπο της μικρής Ιουλίας καθώς του έδινε το δώρο….το αίμα κυλάει…… χαρτιά με αριθμούς πρωτοκόλλου ….το αίμα κυλάει……..Ελλάδα …το αίμα κυλάει…..τα μπαλκόνια στολισμένα , «άγια νύχτα ,σε προσμένουν με χαρά οι χριστιανοί…» από κάπου …το αίμα κυλάει.
Μετά προσπάθησε να σκεφτεί κάτι χαρούμενο, μια τελευταία χαρούμενη εικόνα , προσπάθησε να σκεφτεί κάποιο πρόσωπο ,δεν μπόρεσε ……να ….κοιτάξτε ,αρχίζει να βλέπει μια πεντακάθαρη εικόνα .
Μια πλώρη πλοίου…το αίμα κυλάει….βλέπει καθαρά το καπούνι ,τα ρέλια, την καδένα που συγκρατεί την άγκυρα, το πρωραίο βίντζι, τους κάβους…..το αίμα κυλάει … κοίταξε πως η πλώρη σκίζει τη θάλασσα ……το αίμα κυλάει…….τη βαθιά θάλασσα πόσο γαλάζια είναι …. τα κύματα ….το αίμα κυλάει…..ένα κοπάδι Δελφίνια να παίζουν με το κύμα…… το αίμα κυλάει……. μικρά δελφίνια χαρούμενα αγαπημένα …το αίμα κυλάει…..τον ουρανό καθαρό χωρίς σύννεφα …. Το αίμα κυλάει………. ήλιο λαμπρό…..το αίμα κυλάει…….. δελφίνια παίζουν σαν μικρά παιδιά …….αθωότητα ….το αίμα κυλάει…….ανέμελα….το αίμα κυλάει……..ελεύθερα….το αίμα κυλάει….τίποτα δικό τους …το αίμα κυλάει…..το πέλαγο δικό τους…..το αίμα κυ…
ΤΕΛΟΣ
Η φωτογραφία είναι από http://www.prso.info/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου