Ήταν πάντα φτωχά τα λόγια, στο παραθύρι διέκρινες την σιωπή,
και συ θαμμένο μυστικό που διαρκεί, δυστυχισμένη ωραιότητα...
Η ομίχλη κυνηγά τους ίσκιους,
η γηραιά άβυσσος την αχαλίνωτη ταχύτητα των ταξιδιών σου...
Γιατί μεγάλωσες;
Ένα παιδί θαμμένο στην γέφυρα σε άφησε στ´ απέναντι μαράζι,
γυμνό, ορφανό και στα δυο μοιρασμένο...
«Σε αφουγκράζομαι να τρέμεις τις νυχτιές,
να λύνεις και να δένεις τα μαρτύρια
κι έτσι είρων, όπως πάντα, να μισείς αγγέλους κι εμβατήρια...
Γιατί μεγάλωσες;
Δεν απομένει πια να δω τους χάρτες και τα μπάρκα,
στα ναυτολόγια των νεκρών να σ´ ανασύρω με συμπάθεια
κι έπειτα να πιάσω το σκοινί και να λυθούν οι κάβοι με απάθεια...
Φύγε, γιατί μαράζωσες στου δρόμου τα μισά,
με το γλυκό του κουταλιού σου μισοφαγωμένο,
το χέρι στο χαρτί παρατημένο,
σαν το τραγούδι που δεν έχει τελειωμό...
Στον ερχομό σου στην Ιθάκη καταπίνεις σπηλιές, χρησμούς
και ρόδα Ανατολής, σαν Λαιστρυγόνας και ποτέ σου δεν μπορείς
σαν Κύκλωπας να φτιάξεις ένα τείχος...
Γιατί μεγάλωσες και εξαντλήθης, ποιητή;
Φύγε, ειρωνικά κι ειρηνικά, εξαφανίσου,
χρήσιμη η άχρηστη να γίνει η ζωή σου...»
Τω επιδόξω ποιητή...
Μαρίνα Σολδάτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου