Artwork by Vimark
Και ξαφνικά ήρθε η μέρα
που οι καθρέφτες έδειχναν περίεργο τον κόσμο.
Τα σχήματα, τα λουλούδια, τα χρώματα
είχαν ανάμεσά τους ένα χέρι, ένα μάτι, μία αγκάλη,
πάντα κάτι λίγο απ’ αυτούς,
κι αναρωτιόντουσαν γιατί πείσμωσε έτσι ο καιρός.
Άρχισαν σιγά σιγά
να μην ψάχνουν κάτι ολοκληρωμένο
και δεν τους κακοφαινόταν αν το μισό τους πρόσωπο
μαζί με μια ψηλή λεύκα κι ένα άγουρο πρωτοβρόχι
μόστραρε στην κορνιζαρισμένη φωτογραφία τους.
Κι ούτε παραπονιόντουσαν που το σπίτι γέμισε από παράξενες εικόνες τους
όπου φαινόταν μόνο το χέρι τους να χαϊδεύει τα κύματα
ή τα πόδια τους μόνο που περπατούσαν σε δρόμους
γεμάτους φεγγάρια και βροχή ασταμάτητη.
Όμως μήπως είχαν δίκαιο οι καθρέφτες;
Τώρα που το σκεφτόντουσαν καλύτερα
πότε έμειναν ακίνητοι και ήσυχοι απέναντί τους;
Πάντα ενώ καθρεφτιζόντουσαν,
δε σηκωνόντουσαν στα ξαφνικά να φωνάξουν στα σπουργίτια
ή να μιλήσουν στη θάλασσα που διαρκώς ήθελε κουβέντα
κι έτσι φαινόταν μόνο κάποιο τμήμα απ’ το είδωλό τους
ανακατεμένο με κύματα και φτερά;
Και δε μπαίναν απ’ το παραθύρι τους καταιγίδες
από άστρα, ουρανό και φως
και πλημμύριζε ο χρόνος τους
κι αυτοί σκορπιζόντουσαν στους ανέμους
να καλωσορίσουν τα σύννεφα και τα πουλιά;
Κι ακόμα δεν έτρεχαν πίσω από όνειρα, βαρκούλες, χαρταετούς,
και το μόνο που τους έμενε ήταν ένα φτερό πουλιού
ή κάποιο χαμόγελο ή ένα γαλάζιο κυματάκι στο στήθος;
Κοίταξαν τις αλλόκοτες φωτογραφίες τους μ’ ένα χαμόγελο
και δεν είπαν τίποτα.
Τι να έλεγαν άλλωστε
έτσι ερωτευμένοι που ήταν
μ’ όλου του κόσμου την ομορφιά;
Ιωάννα Αθανασιάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου