Ήρθαν και με βρήκαν οι ορίζοντες,
εκείνα τα παχυλά δάκτυλα των σύγνεφων μου έπλεξαν τα μαλλιά
σαν ρόδα τυλιγμένα σε σώματα φλεγόμενα...
Το δείλι με πρόκαμε,
ανύποπτη η στιγμή στην σκιά της ερημίας,
ήθελα να γράψω στην αύρα του καιρού
το τελευταίο παραμύθι, την ανάσα των ναυτικών στα πανιά,
την κρούστα των φιλιών με ζάχαρη και κανέλα...
Αδημονούσα,
στα μαρτύρια επόπτευα μιαν ώρα, δυο λεπτά,
τρεις οβολούς κι ένα βαρκάρη νιο μαυροντυμένο...
Άρχισα να βαδίζω πάνω στην φωτεινή λωρίδα του κεριού,
αναμοχλεύοντας τα πάθη και τους πόθους,
την λίμνη με τ´ αγάλματα, της γραίας νόνας τον καημό
κι ένα στέρνο ροδόσταμο σαν χάδι εαρινό,
στολίζοντας την εποχή με δάκρυ ωκεάνιο...
Κανείς δεν θα έρθει απόψε,
άδικα βαδίζω, άδικα συλλογιέμαι,
κανείς δεν θα έρθει απόψε,
λείπουν οι άνθρωποι απ´ την σκεπή της ωραιότητος,
τα χελιδόνια ξεμάκρυναν, η άστεγη ματιά μάτωσε, χειμώνιασε...
Χειμώνιασε, τι φρίκη να μην έχει πουθενά ανθρώπους...
(Στους αιώνες της πίστης λυτρωμένοι αετοί τριγυρνούν,
σε χαμάλη καιρό γητευτή, στα παλάτια εμπρός στην ακτή,
σε καλόβολα όπλα νεκρά με το αίμα παντού να κυλά,
στον ιπτάμενο Ολλανδό ναυτικοί, σε λιμάνι που έχει χαθεί...
Παραμύθια που λέει η βροχή, συλλογάται κι αυτή η πτωχή!)
Μαρίνα Σολδάτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου