Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Κικέρων (3 Ιανουαρίου 106 π.Χ. - 7 Δεκεμβρίου 43 π.Χ.)



Ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (Marcus Tullius Cicero, 3 Ιανουαρίου 106 π.Χ. - 7 Δεκεμβρίου 43 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας, δικηγόρος και φιλόσοφος, ο οποίος υπηρέτησε ως ύπατος το έτος 63 π.Χ.. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια και θεωρείται ευρέως ως ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες και πεζογράφους

Γεννήθηκε στην έπαυλη της οικογενείας του στο Αρπίνο. Μορφώθηκε στη Ρώμη με δασκάλους τον γραμματικό Λεύκιο Αίλιο (Πραικονίνο Στίλωνα), τον Απολλώνιο Μόλωνα, έναν από τους μεγαλύτερους ρήτορες της Σχολής της Ρόδου, τον Αρχηγό της αποκαλούμενης τετάρτης ακαδημίας Λαρισαίο Φίλωνα, τον επικούρειο Φαίδρο και τον στωικό Διόδοτο. Παράλληλα, παρακολουθούσε τις αγορεύσεις των μεγάλων ρητόρων της εποχής, τον Λεύκιο Λικίνιο Κράσσο, τον Μάρκο Αντώνιο και άλλους. Δασκάλους στο Δίκαιο και στους Νόμους είχε τον οιωνοσκόπο Κόιντο Μούκιο Σκαιόλα και τον μεγάλο ποντίφικα Κόιντο Μούκιο Σκαιόλα. Συνδέθηκε φιλικά με τους ποιητές Μάρκο Άκιο και Αντιοχέα Άρχιο, ο οποίος από το 102 π.Χ. ζούσε στη Ρώμη ως προστατευόμενος του Λούκουλλου. Στον Συμμαχικό Πόλεμο (90-88 π.Χ.) πολέμησε υπό τον στρατηγό Γναίο Πομπήιο Στράβωνα σε ηλικία 18 ετών.

Με το τέλος του πολέμου συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφία και τους Νόμους. Όταν ήταν δικτάτορας ο Σύλλας, το 81 π.Χ., εκφώνησε τον πρώτο του λόγο υπέρ του Κοϊντίου (Pro Quintio) λόγο δικανικό του ιδιωτικού δικαίου. Κατόπιν εκφώνησε το δεύτερο λόγο του, κατά του Χρυσογόνου (Pro Roscio Amerino). Ο Χρυσόγονος ήταν ένας πολύ ισχυρός απελεύθερος του Σύλλα, ο οποίος κατηγόρησε τον Ρώσκιο, αφού πρώτα του πήρε την περιουσία μέσω των προγραφών, για πατροκτονία. Ο νεαρός Κικέρων κέρδισε τη δίκη, αποκτώντας μεγάλη φήμη.

Το 79 π.Χ. έφυγε από τη Ρώμη και επισκέφθηκε για δύο χρόνια την Αθήνα, τη Μικρά Ασία και τη Ρόδο. Λόγος της φυγής του ήταν είτε ότι φοβήθηκε την οργή του Σύλλα είτε κάποιο πρόβλημα υγείας είτε η επιθυμία να συμπληρώσει τις σπουδές του. Στην Αθήνα γνώρισε τον Ασκαλωνίτη Αντίοχο, μαθητή του προαναφερθέντος Φίλωνα, που δίδασκε στο γυμνάσιο του Πτολεμαίου. Στη Ρόδο μαθήτευσε και πάλι στον Απολλώνιο Μόλωνα, ο οποίος, όταν άκουσε τον Κικέρωνα να απαγγέλλει κάποιο ρητορικό γύμνασμα, λέγεται ότι είπε: "Σὲ μέν, ὦ Κικέρων, ἐπαινῶ καὶ θαυμάζω, τῆς δ' Ἑλλάδος οἰκτίρω τὴν τύχην, ὁρῶν ἃ μόνα τῶν καλῶν ἡμῖν ὑπελείπετο, καὶ ταῦτα Ῥωμαῖος διά σου προσγινόμενα, παιδείαν καὶ λόγον.". Όταν επέστρεψε στη Ρώμη, μετά το θάνατο του Σύλλα, ασχολήθηκε με την πολιτική.

Το 75 π.Χ. έγινε ταμίας και στάλθηκε στη Σικελία, όπου έγινε πολύ δημοφιλής για την τιμιότητα και την καλή συμπεριφορά του, τόσο ώστε οι κάτοικοι του νησιού του ανέθεσαν να τους εκπροσωπήσει στη διένεξή τους με τον κυβερνήτη Γάιο Βέρρη, ο οποίος επί τρία χρόνια τους είχε καταληστέψει. Τελικά ο Κικέρων κέρδισε την υπόθεση. Το 69 π.Χ. έγινε αγορανόμος και το 66 π.Χ. πραίτωρ. Τότε έβγαλε και τον πρώτο πολιτικό του λόγο, De imperio Cn Pompei (ή Pro Lege Manilia) για να υποστηρίξει την πρόταση του δήμαρχου Μανίλιου να ανατεθεί στον Πομπήιο, εκτός από την αρχηγία του πολέμου κατά των πειρατών, και ο πόλεμος εναντίον του Μιθριδάτη με έκτακτη πληρεξουσιότητα. Τελειώνοντας η θητεία του ως πραίτορα, δεν πήρε, ως όφειλε, τη διοίκηση κάποιας επαρχίας, αλλά παρέμεινε στη Ρώμη. Με τις δημηγορίες του υπέρ των πελατών του προετοιμαζόταν να πάρει το αξίωμα του υπάτου.

Έγινε Ύπατος το 63 π.Χ. Κατά τη χρονιά που ήταν ύπατος αποκάλυψε τη συνωμοσία του Κατιλίνα κι έσωσε τη Ρώμη από τον κίνδυνο, που αυτή ενείχε. Τότε έβγαλε τους 4 περίφημους λόγους του Κατά Κατιλίνα, δύο στη Σύγκλητο και δύο μπροστά στο δήμο. Γι' αυτό ανακηρύχθηκε Pater Patriae.[12] Δημιούργησε όμως και εχθρούς, καταδικάζοντας σε θάνατο τους πέντε συνενόχους του, που συνελήφθησαν στη Ρώμη, παρά την υπέρ αυτών συνηγορία του Καίσαρα (ο Κατιλίνας κατάφερε να διαφύγει). Ο Δήμαρχος Πόπλιος Κλαύδιος, εχθρός του Κικέρωνα, πρότεινε την ψήφιση νόμου για εκείνους που θα καταδίκαζαν σε θάνατο Ρωμαίους πολίτες άκριτους. Η ψήφιση του νόμου αυτού θα έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του Κικέρωνα, που τότε (58 π.Χ.) είχε πολύ κακές σχέσεις με τους ισχυρούς Καίσαρα, Πομπήιο και Κράσσο, επειδή αυτός ήταν που είχε προτείνει και πετύχει την καταδίκη σε θάνατο των 5 συνενόχων του Κατιλίνα. Γι' αυτό, πριν ψηφισθεί ο νόμος του Κλαύδιου, έφυγε από τη Ρώμη. Η απουσία του κράτησε 16 μήνες. Τον κήρυξαν εξόριστο, ο δε Κλαύδιος έκαψε το σπίτι του στον Παλατίνο Λόφο κι έχτισε στη θέση αυτή ναό της Ελευθερίας. Η περιουσία του βγήκε σε πλειστηριασμό, αλλά, όπως γράφει ο Πλούταρχος, δεν παρουσιάστηκαν αγοραστές.

Επέστρεψε στη Ρώμη από τη Θεσσαλονίκη, όταν, με πρωτοβουλία του δημάρχου Λευκίου Νικίου, ψηφίστηκε Νόμος να ανακληθεί από την εξορία. Την πρόταση υποστήριξαν ο φίλος του ύπατος Λεύκιος και ο Πομπήιος. Η επάνοδος ήταν θριαμβευτική. Ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά: «Η Ιταλία τον εισήγαγεν εις την Ρώμην, φέρουσα αυτόν επί των ώμων της». Με 4 λόγους του ο Κικέρων εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στη Σύγκλητο και στο δήμο, πρότεινε δε να ανατεθεί στον Πομπήιο η αρμοδιότητα του επισιτισμού της Ρώμης. Αλλά η φιλία με τον Πομπήιο δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Η τριαρχία (Καίσαρ, Πομπήιος, Κράσσος) συγκρούστηκε με τη φατρία των ολιγαρχικών όπου ανήκαν ο Κικέρων και ο Κάτων. Το 53 π.Χ. έγινε οιωνοσκόπος. Το 52 π.Χ. υπερασπίστηκε τον Μίλωνα, ο οποίος με την ομάδα του από δούλους και μονομάχους, συγκρούστηκε στην Αππία Οδό με την αντίστοιχη ομάδα του Κλαύδιου, του παλιού εχθρού του Κικέρωνα, και τον σκότωσε. Έβγαλε έναν θαυμάσιο λόγο (Pro Milone) στο δήμο. Τον απήγγειλε όμως κάπως φοβισμένα επειδή το ακροατήριο ήταν εχθρικό προς τον Μίλωνα, με αποτέλεσμα ο Μίλων τελικά να εξοριστεί.

Το 51-50 π.Χ. διετέλεσε ανθύπατος της Κιλικίας, επαναφέροντας στο θρόνο της Καππαδοκίας τον Αριοβαρζάνη και συντρίβοντας τις ληστρικές συμμορίες του Αμανού Όρους. Γι' αυτές τις επιτυχίες του ανακηρύχθηκε imperator από τους στρατιώτες του. Όταν γύρισε στη Ρώμη, είχε ήδη ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στον Καίσαρα και στον Πομπήιο. Ο Κικέρων, αν και έκλινε μάλλον προς την πλευρά του Πομπήιου, δίστασε να πάρει ανοιχτά θέση.

Τον Ιούνιο του 49 π.Χ. πήγε στο Δυρράχιο, αποφασισμένος να ταχθεί με τον Πομπήιο. Μετά την μάχη στα Φάρσαλα, τον Αύγουστο του 48 π.Χ., πήγε στο Μπρίντιζι (Βρινδήσιον), όπου παρέμεινε ένα χρόνο, ώσπου ο Καίσαρ του επέτρεψε να ξαναγυρίσει στη Ρώμη. Το 46 και το 45 π.Χ. έμεινε μακριά από την πολιτική δράση και ασχολήθηκε με το συγγραφικό του έργο. Επανήλθε στην πολιτική μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, την οποία επιδοκίμασε, πιστεύοντας ότι έτσι θα αποκαθίστατο η ελεύθερη πολιτεία. Αλλά σύντομα διαπίστωσε ότι πέθανε μεν ο τύραννος, αλλά όχι και η τυραννία.

Μπήκε επικεφαλής της Αντιπολίτευσης κατά του Αντωνίου, στον οποίο επιτέθηκε με τους περίφημους 14 λόγους του, που ονομάστηκαν φιλιππικοί, από τους περίφημους λόγους του Δημοσθένη κατά του βασιλιά Φίλιππου της Μακεδονίας. Επιδίωξε χωρίς επιτυχία να συνασπιστούν η Σύγκλητος και ο Οκτάβιος εναντίον του Αντωνίου.

Όταν ο Οκτάβιος έγινε Ύπατος, συμμάχησε με τον Αντώνιο και τον Λέπιδο και αποτέλεσαν τη δεύτερη τριανδρία. Προγράψανε πάνω από 200 πολίτες ανάμεσά τους τον Κικέρωνα και τον αδελφό του Κόιντο. Για τον Κικέρωνα επέμειναν ο Αντώνιος και ο Λέπιδος. Ο Οκτάβιος δεν ήθελε τον θάνατό του. Ο Κικέρων βρισκόταν μαζί με τον αδελφό του στο Τούσκλο όταν έμαθε για την προγραφή. Φύγανε για τα Άστυρα, σκοπεύοντας να πάνε στη Μακεδονία και να συνενωθούν με τον Βρούτο, τον δολοφόνο του Καίσαρα. Στο δρόμο χωρίστηκαν κι ο Κόιντος ανέλαβε να βρει λεφτά. Ο Κικέρων περιπλανήθηκε στο Κίρκαιο και στη Γαέτα. Τον συνέλαβαν όμως, ενώ μεταφερόταν με φορείο, οι άνθρωποι του Αντωνίου, ο Εκατόνταρχος Ερέννιος και ο Χιλίαρχος Ποπίλιος (τον οποίο παλιά ο Κικέρων είχε υπερασπιστεί όταν κατηγορήθηκε για πατροκτονία) και τον σκότωσαν. Όταν ο Κικέρων, ακούγοντας θόρυβο από τους διώκτες του που πλησίαζαν, έβγαλε το κεφάλι του από το φορείο, του το έκοψε ο Ερέννιος. Το κεφάλι και τα χέρια, τα οποία επίσης έκοψαν, τα πήγανε στον Αντώνιο, που εκείνη την ώρα προέδρευε σε αρχαιρεσίες. Τα τοποθέτησε στο βήμα, πράξη, που, όπως γράφει ο Πλούταρχος, απεικονίζει την ψυχή του Αντωνίου. Λέγεται ότι, βλέποντας το κομμένο κεφάλι του Κικέρωνα, ο Αντώνιος είπε πως τελείωσαν οι προγραφές και διέταξε να σταματήσουν ενώ η γυναίκα του, η Φουλβία, τράβηξε έξω τη γλώσσα του και την τρύπησε επανειλημμένα με βελόνα, λόγω των όσων είχε πει ο ρήτορας για κείνη και το σύζυγό της.

Ο Κικέρων νυμφεύθηκε την Τερεντία με την οποία απέκτησε τον Μάρκο και την Τυλλία, αλλά τη χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε με την Πουβλιλία, πολύ ευκατάστατη, σκοπεύοντας με τα λεφτά της να πληρώσει τα χρέη του, καθώς είχε χάσει τη μεγάλη περιουσία του. Έτσι τουλάχιστον λέει ο απελεύθερός του, ο Τύρωνας. Η περιουσία η δική του ήταν πολύ μεγάλη, απόδειξη ότι διατηρούσε πολυτελείς επαύλεις στο Τούσκλο, τους Ποτιόλους, τη Φορμία, την Πομπηία και την Κύμη. Ο γιος του Κικέρων Μάρκος Τύλλιος γεννήθηκε το 65 π.Χ. Ως Πολιτικός ο Κικέρων έσωσε την πατρίδα του αποκαλύπτοντας τη συνωμοσία του Κατιλίνα. Στις δημόσιες λειτουργίες που του ανατέθηκαν ανταποκρίθηκε με μετριοπάθεια και ακεραιότητα, πάντα δε υπερασπίστηκε τους φιλελεύθερους θεσμούς. Ήταν όμως ασταθής στον χαρακτήρα, διστακτικός, επιρρεπής στις κολακείες, του έλειπε το σθένος και τον διέκρινε φιλαυτία.

Έργο

Τα συγγράμματα του Κικέρωνα μπορούν να διαιρεθούν στις παρακάτω κατηγορίες:
1 Ρητορικοί λόγοι. Είναι 107, πολιτικοί και δικανικοί (κάποιους τους έγραψε μόνο αλλά ποτέ δεν τους απήγγειλε). Διασώθηκαν 57 ακέραιοι, από 20 λόγους κάποια αποσπάσματα ενώ 30 είναι γνωστοί μόνο επειδή διασώθηκαν οι επιγραφές τους. Οι καλύτεροι ρητορικοί του λόγοι είναι ο De Imperio Cn Pompei, οι κατά Ουέρρου, οι κατά Κατιλίνα, ο Pro Murena, ο Pro Milone και κάποιοι από τους 14 φιλιππικούς κατά του Αντωνίου. Τον δεύτερο απ’ αυτούς ο Ιουβενάλης τον αποκάλεσε divinam Philippicam.
2 Τεχνολογικά συγγράμματα. Είναι 7 θεωρητικά βιβλία, αναφερόμενα στην τέχνη της Ρητορικής. Ο ίδιος τα ονόμασε Oratorii libri.
3 Φιλοσοφικά συγγράμματα. Είναι 13 έργα (De republica, De legibus, Tusculanarum disputationum libri V, De natura deorum, De officiis, κ.ά.) και στηρίζονται σε ελληνικές πηγές. Σε αυτά γίνεται αναφορά και σε 5 χαμένα έργα που χαρακτηρίζονται τα σπουδαιότερα. Ο Κικέρων είναι θαυμαστής του Πλάτωνα, αποδέχεται εν πολλοίς τη διδασκαλία των Στωικών (κυρίως την ηθική), δίνει όμως μεγαλύτερη έμφαση στη νεώτερη ακαδημία, η πιθανολογία της οποίας ταίριαζε με τη ρητορική.
4 Επιστολές. Είναι ίσως ο κορυφαίος Ρωμαίος επιστολογράφος. Στις επιστολές του αναφέρεται στην πολιτική και κοινωνική ζωή του ρωμαϊκού κράτους επί των ημερών του καθώς και εκτενώς σε θέματα που αφορούν την προσωπική του ζωή και δράση. Χωρίζονται σε 4 συναγωγές, προς τους οικείους του, προς τον Αττικό, προς τον αδελφό του Κόιντο και προς τον Μ. Βρούτο.

Σε παιδική ηλικία έγραψε το μικρό ποίημα «Πόντιος Γλαύκος», αργότερα δε τα «Αράτεια», μετάφραση των «Φαινομένων» του Αράτου και τα «Προγνωστικά». Στο έργο του ανήκουν ακόμα ιστορικά έργα όπου αφηγείται τα πεπραγμένα της υπατείας του, προβάλλοντας ιδιαίτερα τον εαυτό του, ένα σύγγραμμα Γεωγραφίας καθώς και άλλα ανέκδοτα κείμενα.

Τα συγγράμματά του αποτελούν πρότυπο ύφους στη λατινική γλώσσα. Στα πρώτα έργα του De inventione rhetorica, Pro Quincio, Pro R. Amerino υπάρχουν επιρροές ρητόρων από την Ασία, οι οποίοι έδιναν έμφαση στο ρυθμό. Στην ασιατική ρητορική ο Κικέρων διέκρινε αφενός την έμφαση στην κομψότητα και αφετέρου την έμφαση στο πάθος (μέσω των εικόνων και των έντεχνα δημιουργημένων ονομάτων). Θαύμαζε άλλωστε τον μεγαλύτερό του ρήτορα Ορτήνσιο, που στους λόγους του συνταίριαζε το πάθος με την κομψότητα.

Στα έργα της ωριμότητάς του μετέβαλε το ύφος του, έχοντας αρνηθεί και την ασιατική (αν και ποτέ δεν απαλλάχθηκε εντελώς από τις επιδράσεις της) και την αττική ρητορική. Είχε επηρεαστεί από τη διδασκαλία του Μόλωνος και τις αρχές της Σχολής της Ρόδου, που βρισκόταν στο μέσο μεταξύ ασιατικού και αττικού ύφους. Επίσης τον επηρέασε η μελέτη Ελλήνων συγγραφέων, κάποιων εκ των οποίων τα έργα μετέφρασε στα λατινικά, όπως τον «Οικονομικό» του Ξενοφώντα, τον «Περί του στεφάνου» λόγο του Δημοσθένη, τον «Κατά Κτησιφώντος» του Αισχίνη, τους διαλόγους «Τίμαιο» και «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα κ.ά. Τα έργα αυτά της ωριμότητάς του χαρακτηρίζονται από την προσεκτική επιλογή των ονομάτων, την αποφυγή της χρήσης ξένων λέξεων κυρίως ελληνικών, την αποφυγή νεολογισμών, από συχνές ρητορικού χαρακτήρα ερωτήσεις, από ταχεία εναλλαγή ερωτήσεων και απαντήσεων, από την επανάληψη κάποιων λέξεων και φράσεων, από ένα προσωπικό ύφος καθότι ο Κικέρων, όπως και όλοι οι Ρωμαίοι συγγραφείς, γράφει σαν να έχει μπροστά του τον αντίπαλό του με τον οποίο συζητά και αντικρούει την επιχειρηματολογία του είτε του διατυπώνει ενστάσεις και τον ειρωνεύεται.


Κικέρων – H δυστυχία μας δεν πρόκειται να πάρει τέλος αν δεν θεραπευθεί πρώτα η ψυχή μας


Πάντως, αυτό βάλ’ το καλά στο μυαλό σου: η δυστυχία μας δεν πρόκειται να πάρει τέλος αν δεν θεραπευθεί πρώτα η ψυχή μας, κι αυτό μόνο με τη φιλοσοφία μπορούμε να το πετύχουμε. Αφού κάναμε λοιπόν την αρχή, ας αφεθούμε στα χέρια της για να μας θεραπεύσει. Θα γίνουμε σίγουρα καλά, αρκεί να το θέλουμε.

Εγώ μάλιστα θα επεκταθώ περισσότερο: δεν θα ασχοληθώ απλώς με το θέμα της θλίψης, αν κι αυτό θα είναι το πρωτεύον ζητούμενο μας, αλλά με το σύνολο των διαταραχών, όπως τις λέω εγώ – ή «ασθενειών», όπως προτιμούν να τις ονομάζουν οι Έλληνες.

Και, πρώτα απ’ όλα, αν δεν έχεις αντίρρηση, θα συνοψίσω τα επιχειρήματά μου, κατά το σύστημα των Στωικών. Ύστερα θα αφήσω τη συζήτηση να κυλήσει ελεύθερα, όπως κάνω πάντα.

Ο γενναίος άνθρωπος είναι και θαρραλέος- δεν θα πω τολμηρός, γιατί αυτή η λέξη χρησιμοποιείται λανθασμένα με κακή έννοια, μολονότι παράγεται από την τόλμη, η οποία βέβαια είναι αξιέπαινη. Όμως, όποιος είναι θαρραλέος, είναι βέβαιο ότι δεν αφήνει τον φόβο να τον κυριεύσει, διότι το θάρρος απέχει πολύ από τη δειλία.

Ωστόσο, ο άνθρωπος που κινδυνεύει από τη θλίψη κινδυνεύει και από τον φόβο. Διότι, όταν κάτι μας θλίβει με την παρουσία του, η ιδέα ότι μας απειλεί και ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστεί κοντά μας γεννά στην ψυχή μας τον φόβο. Άρα η θλίψη δεν συμβιβάζεται με τη γενναιότητα. Ο άνθρωπος που απειλείται από τη θλίψη απειλείται επίσης και από τον φόβο, όπως και από την αθυμία και τη μελαγχολία. Όσοι προσβάλλονται από παρόμοιες διαταραχές, νιώθουν επίσης ένα αίσθημα υποταγής και είναι έτοιμοι να ομολογήσουν, αν χρειαστεί, πως έχουν ηττηθεί. Όμως, όποιος παραδέχεται κάτι τέτοιο, ομολογεί ταυτόχρονα πως είναι άτολμος και δειλός.

Ο σοφός άνθρωπος δεν έχει καμία από αυτές τις ιδιότητες. Άρα είναι απρόσβλητος από τη θλίψη. Κανείς δεν είναι σοφός αν δεν είναι γενναίος. Άρα ο σοφός άνθρωπος δεν απειλείται από τη θλίψη.

Συν τοις άλλοις, ο σοφός οφείλει να είναι μεγαλόψυχος, και ο μεγαλόψυχος είναι αήττητος· όποιος είναι αήττητος περιφρονεί τις ανθρώπινες μικρότητες και τις αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού. Όμως, κανείς δεν μπορεί να περιφρονήσει τα αίτια της θλίψης του. Οπότε ο γενναίος άνθρωπος δεν πάσχει ποτέ από θλίψη. Ωστόσο, όλοι οι σοφοί είναι γενναίοι. Άρα ο σοφός δεν απειλείται από τη θλίψη. Κι όπως όταν έχει κάποιο πρόβλημα το μάτι μας δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει σωστά και να εκπληρώσει την αποστολή του -το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα όργανα και για ολόκληρο το σώμα μας-, έτσι και η ψυχή μας, όταν είναι ταραγμένη, δεν μπορεί να επιτελέσει σωστά το έργο της.

Όμως, το έργο της ψυχής είναι η ορθή χρήση της λογικής, και η ψυχή του σοφού είναι πάντοτε σε θέση να χρησιμοποιήσει τη λογική με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Επομένως, δεν πάσχει ποτέ από διαταραχές. Η θλίψη είναι ψυχική διαταραχή. Άρα ο σοφός άνθρωπος θα είναι πάντοτε απαλλαγμένος από τη θλίψη.

Είναι επίσης πιθανόν ο μετρημένος άνθρωπος – οι Έλληνες τον αποκαλούν σώφρονα και την αρετή του σωφροσύνην τη λέξη αυτή εγώ άλλοτε τη μεταφράζω ως εγκράτεια», άλλοτε ως «μετριοπάθεια», άλλοτε, πάλι, ως «σεμνότητα». Αναρωτιέμαι αν θα ήταν σωστό να την αποδώσουμε και ως «χρηστότητα», διότι ο ελληνικός όρος περιορίζει τη σημασία της.

Οι Έλληνες αποκαλούν τους «χρηστούς» ανθρώπους χρησίμους., πράγμα που σημαίνει απλώς ότι έχουν κάποια χρησιμότητα. Η δική μας λέξη έχει πολύ πλατύτερη έννοια. Δηλώνει ταυτόχρονα εγκράτεια και έλλειψη κακίας· γι’ αυτό το τελευταίο οι Έλληνες δεν έχουν λέξη, εκτός ίσως από την αβλάβειαν. Η έλλειψη κακίας είναι η ιδιότητα της αθώας ψυχής που δεν μπορεί να βλάψει κανέναν άρα η «χρηστότητα» εμπεριέχει όλες τις άλλες αρετές. Αν δεν είχε τόσο πλατύ νόημα και περιοριζόταν στη στενή σημασία με την οποία συνήθως χρησιμοποιείται, η λέξη αυτή δεν θα είχε αποδοθεί ως εγκωμιαστικό επίθετο στον Λ. Πείσωνα.

Και επειδή ο χρηστός άνθρωπος συνήθως δεν εγκαταλείπει τη θέση του από φόβο, διότι αυτό είναι δείγμα δειλίας, ούτε είναι τόσο φιλάργυρος ώστε να κρατάει για τον εαυτό του κάτι που του έδωσαν ως δάνειο, διότι αυτό είναι δείγμα αδικίας, ούτε διεκπεραιώνει ασυλλόγιστα μια υπόθεσή του, διότι αυτό είναι δείγμα αφροσύνης, η «χρηστότητα» περιλαμβάνει και τις τρεις αρετές ταυτόχρονα: γενναιότητα, δικαιοσύνη, φρόνηση· αν κι αυτό συμβαίνει συχνά με τις αρετές: πάντα υπάρχει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό που συνδέει τη μία με την άλλη.

Άρα θεωρώ και τη ‘’χρηστότητα’’ ως τέταρτη, κατά σειρά, αρετή. Αυτή έχει ως στόχο της να εξουσιάζει και να καταστέλλει τις σφοδρές επιθυμίες της ψυχής και, στήνοντας συνεχή πόλεμο με την φιληδονία, να εξασφαλίζει ηρεμία και σταθερότητα σε όλες τις περιστάσεις, Η ‘’χρηστότητα’’, αν δεν κάνω λάθος, προέρχεται από το ρήμα χρή, το οποίο σημαίνει «πρέπει, είναι ανάγκη» -τώρα το παράκανα με τις ετυμολογίες· δεν πειράζει όμως, ας προσπαθήσω, κι αν η προσπάθειά μου δεν με οδηγήσει πουθενά, πες πως πρόκειται γι’ αστείο, ενώ η «αχρηστία» δηλώνει κάτι που δεν έχει καμία απολύτως χρησιμότητα- γι’ αυτό τον άσωτο άνθρωπο τον αποκαλούμε και «άχρηστο».

Όποιος λοιπόν είναι «χρηστός», ή, αν προτιμάς, μετρημένος και εγκρατής, είναι επόμενο να έχει σταθερό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος που έχει σταθερό χαρακτήρα είναι γαλήνιος και η ψυχή του δεν υποφέρει από διαταραχές, άρα ούτε και από θλίψη. Όλα αυτά είναι δείγματα σοφίας. Άρα η θλίψη δεν αγγίζει τον σοφό.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου