Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

"Όταν η νιότη συνάντησε το όνειρο - Σαλονίκης Ιστορίες" των Θοδωρή Βουτσά, Θοδωρή Μπελίτσου, Νικόλα Παναγιωτόπουλου


-1-


              Όταν η νιότη… 

                            …συνάντησε το όνειρο 

Σαλονίκης Ιστορίες 

[φωτ. Έρση Κλημεντίδου] 




Συν-γράφουν

 Θοδωρής Βουτσάς 

Θοδωρής Μπελίτσος 

Νικόλας Παναγιωτόπουλος 

Φωτογραφικό υλικό διέθεσε ο Νίκος Καμπύλης 


Δεκέμβρης 2019


-2-


Όταν η νιότη συνάντησε το όνειρο


[φωτ. Εύα Μιμιλίδου] 


Σαλονίκης … Ιστορίες 


Ιστορίες μισοαληθινές ή μισοψεύτικες αναδύονται από το υποσυνείδητο και ξεχύνονται στο νου καθώς ξαναέρχεται στη μνήμη η χρυσή φοιτητική πενταετία στη Σαλονίκη. 

Ιστορίες παράλογες, γιατί παράλογη είναι η νιότη· μα και λογικές, γιατί τελικά από το στόχο δεν ξεφύγαμε. 
Ιστορίες προσωπικές ή μήπως όχι μόνο; 
Ιστορίες που ζουν στο εσωτερικό σύμπαν του καθένα αλλά σαν τις ακούς νιώθεις πως υπάρχουν και στο δικό σου. 
Ιστορίες διαφορετικού ύφους μεν, αλλά από καρδιάς. 
Ιστορίες ξεχωριστές, εν τέλει γοητευτικές, μιας και συνδέονται με μια εποχή που νομίζαμε πως αρκεί να κουνήσεις λίγο τα χέρια και θα πετάξεις, πως όλα μπορούν να γίνουν, πως δεν υπάρχει τίποτε ακατόρθωτο. 
Ιστορίες νοσταλγικές, άλλες αστείες, άλλες ρομαντικές, και όχι μόνο, με επίκεντρο την Φτωχομάνα ή την Αρχόντισσα του Βορρά, κράτα όποιο χαρακτηρισμό θες, όπως την γνωρίσαμε στα χρόνια της ανεμελιάς, στα οποία ξαναγυρίσαμε νοερά οι τρεις μας, υλοποιώντας μια ιδέα του παλιού μας συμφοιτητή Νίκου Καμπύλη, ο οποίος συνέδραμε με φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του. 
Μεθύσαμε ξανά και τραγουδήσαμε: 

«Αχ Σαλονίκη μου, γυρίζω πάλι, σ’ ένα σου μπαρ φτιάχνω κεφάλι»

 -ο-ο-ο-


-3-

Ο Λευκός και η Ομόνοια 



Νικόλας Παναγιωτόπουλος


Όταν ήταν μικρός ο Λευκός Πύργος, έπαιζε στην παραλία με την Ομόνοια. 

Αχώριστη παρέα σου λέω! 
Μέρα νύχτα ξεσήκωναν με τις φωνές τους τις γειτονιές στο πόδι. 
Ο Λευκός την αγάπησε, αλλά εκείνη λέει τον έβλεπε δυστυχώς μόνο σα φίλο. 
Τι κρίμα θα μου πεις. 
Έτσι είναι όμως. 
Όταν μεγάλωσαν τελικά, η Ομόνοια τάφτιαξε λέει με το Μπακάκο. Το φαρμακέμπορα. 
Τον είδε, την είδε, αγαπήθηκαν, τέλος. 
Αγκαλιά πιασμένοι φύγαν μαύρη πέτρα για Αθήνα. 
Ο Λευκός έμεινε με τον μαρασμό να χαζεύει το άδειο απέναντι στις τριγύρω πλάκες και τη γειτόνισσα θάλασσα. 
Μην κλαις πασά μου, τούλεγε η φουκαριάρα η θάλασσα, μην κλαίς, αλλά αυτός τίποτε. Τελικά μόνο αυτή τον πονούσε κι έμεινε κοντά του. Άλλοτε πικρή, άλλοτε μικρή, άλλοτε ασπρομάλλα, ή ακόμη και καθρέφτης, πάντα όμως αληθινή και δίπλα του. 
Κι εκείνη η άλλη; Η Ομόνοια; Τον είχε μάλλον ξεχάσει για πάντα. 
Όντως. 
Οι αγαπημένοι κατεβήκαν Αθήνα και σα νέο ζευγάρι στριμωχτήκαν κάπου στο κέντρο. Έλεγες ραντεβού στην Ομόνοια, βρισκόσουν στο Μπακάκο. 
Έλεγες ραντεβού στο Μπακάκο, εννοούσες Ομόνοια. Αχώριστοι, δε λέω. 
Δεν είχε όμως καλή συνέχεια, γιατί κάποτε ο Μπακάκος τη βαρέθηκε και την έκανε. Για να την ψιλοσυνεφέρουν οι περίοικοι, της έχωσαν στο κατακέφαλο ένα πράγμα κοφτερό, κάτι δήθεν που τρέχει. Δυστυχώς δεν έτρεξε ποτέ, αλλά ευτυχώς κάποτε κάποιος σκέφτηκε να την αφήσουν επιτέλους ήσυχη και το γδύσαν από πάνω της. 
Εκείνη ντράπηκε, μαζεύτηκε στα μισά της και άφησε κάποια δήθεν άγρια να το παίξουν πάνω της τα ήμερα. Τίποτε φοβερό. Να λιαστούνε ρε παιδί μου. Έτσι κι αλλιώς παιδιά της σάρκας της δεν ήταν. Σιγά τα λάχανα. 
Και θα μου πεις, εδώ τελειώνει η ιστορία; 
Μπορεί και ναι. Δεν ξέρω. 
Εύχομαι όμως όχι.


-4- 



Ο Λευκός τελικά πάντως, δεν έφυγε από κει που ήταν ποτέ. Έμεινε με τους Παοκτσήδες που τον λάτρεψαν εξ αρχής. 
Ίσως επειδή οι ξεριζωμένοι έχουν ίδιας στόφας καρδιά. 
Ίσως επειδή από χρόνια είχαν βάλει κι οι δύο γυαλιά μαύρα. 
Έτσι μου έχουν πει και μάλλον πρέπει νάχουν δίκιο. Εγώ πια αδυνατώ, γιατί τα χρόνια που πέρασαν γράφουνε πια δεκάδες. 
Όταν ήταν μικρός ο Λευκός Πύργος, έπαιζε στην παραλία με την Ομόνοια. 
Έτσι λέει η παράδοση τουλάχιστον... 
Εγώ την πιστεύω.

(Ας αποφασίσει τελοσπάντων και αυτό το καράβι με το όνομα «Ελευθέριος Βενιζέλος» τι θα κάνει με τα παιδιά που δεν είναι της σάρκας του, δεν είναι της σάρκας σου και πού θα τα αδειάσει. Ή όποιος είναι πιο πάνω από αυτό. Εκτός κι αν η αλήθεια δε λέγεται πια σαν παραμύθι κι ο ξένος πόνος διαφέρει τόσο πια απ’ το δικό σου.....) 



-ο-ο-ο-


[φωτ. Νίκος Καμπύλης]


-5-



Άϊντα!! 

Νικόλας Παναγιωτόπουλος 

Οκτώβριος του 1974. 

Όταν είδα βαλίτσα και ρούχα στοιβαγμένα και ένα με το «γεια σου», κατάλαβα επιτέλους και στα όρθια το τι θα πει «φεύγω». 
Φίλησα μάννα σταυρωτά, 
-Θες να σε πάω; Ρώτησε ο πατέρας μου, 
-Όχι, θα το κόψω με τα πόδια είπα και πριν το καλοκαταλάβω είχα πάρει βαλίτσα, όνειρα, τσιγάρα, γυαλιά και φαντασία στην τσέπη για το ταξίδι το μεγάλο. 
Θεσσαλονίκη! 
Φοιτητής και μόνος! 
Τι λες τώρα! 
Με γκαρσονιέρα σένια και μόνος! 
Άϊντα!!!!!!!!!!!!! 
Τι περιμένεις; 
Μα ήδη έτρεχα ποδαράτα με αυτό το ασήκωτο βάρος της μαύρης βαλίτσας που κουβάλαγε ότι θα είχα συνέχεια βγαλμένο: Ρούχα! 
Τι λες τώρα; 
Σιγά μην κάνει κρύο εκεί πάνω. 
Έχεις κάνει κυρά μου Ομόνοια Σύνταγμα με τα πόδια χειμώνα και με ψιλόβροχο; 
Σιγά και μην έχεις… 
Τα μασάμε εμείς αυτά… 
Φοιτητής, πρωτοετής, εργαστήρια, συμφοιτήτριες, ταβερνάκια, ε ρε τι μεταπτυχιακό θα πάρουμε στα γρήγορα! 
Αυτή η ρουφιάνα βαλίτσα δεν παίζεται. Με έχει λαχανιάσει. Κι αυτός ο μολυβής σταθμός του τραίνου, χάθηκε ο κόσμος νάταν λίγο κοντύτερα; 
Φτου σου γαμώ την ατυχία μου. 
Α να. Επιτέλους η γέφυρα να περάσω από πάνω και νάβγω απ’ τη μεριά των γραμμών. 
Αυτή η βαλίτσα δεν παίζεται. Τον ασήκωτο έχει μέσα. Ρε μάννα τι έβαλες μέσα; Βιβλία; Ότι έγινε έγινε. Πάμε γι άλλα κόλπα τώρα. Τόσο ασήκωτα είναι ρε συ τα πλυμένα ρούχα; Θα σου ξηγήσω εγώ στο γυρισμό. 
Επιτέλους, φτάσαμε. 
Ουφ η πλατφόρμα. 
Μούσκεμα έγινα γαμώ την τρέλα μου που ήθελα και μαγκιές με βαλίτσες πρωϊνιάτικα.


-6- 


Εντάξει. 9.30. 
Τι ώρα λέει φεύγει αυτό το πράγμα για κει πάνω; 
Κάτσε να δω αυτό το περίεργο χαρτονάκι. 9.40. Σούπερ. 
Καλά, τόσο στο φτύσιμο ρε συ είναι αυτό το μέρος και δεν πάει κανένας; Κάτι πέντε έξι περιμένουν σα τις τρίχες του καραφλογιεγιέ που τα φέρνει μπρος, μπας και κόψει κάνα χρόνο από την καράφλα του. 
Συμπρωτεύουσα σου λέει μετά. 
Ρε μπας και πάω κει πάνω και δυστυχήσω γαμώ την τρέλα μου με τους Λευκοπυργιώτες; Εντάξει, μια σταλιά είναι σε σχέση με ότι έχω περπατήσει εδώ κάτω, αλλά δε μπορεί, πόλη μου φάνηκε με το σχολείο στην πενταήμερη ρε γαμώτο, όχι χωριό. 
Ρε μπας και είναι καμιά κωμόπολη που λένε και μας δουλεύουν όλοι ψιλό γαζί; 
Τι διάολο, κανείς δεν ταξιδεύει για κει πάνω; 
9.41. 
Πέρασε η ώρα κι ακόμα νάρθει αυτό το βαριανάσεμα γαμώ τα τραίνα μου.
Όταν πάντως ήμουνα μικρός, παραδέχομαι ότι γούσταρα να είμαι πάνω στο γεφυράκι και να περνάει από κάτω το τσουφ τσουφ και να γεμίζει τον τόπο καπνούς και ομίχλες, δε σε βλέπω δε με βλέπεις πάρε το μηδέν…… 
Ερχόταν από την άκρη μαύρο κι άραχνο, ξεφύσαγε, έλα να δούμε τι θα δούμε κι αυτή τη φορά, πφφφφφφφφφ μας γέμισες καπνούς, χαχαχαχαχαχα! 
Τι θόρυβος κι αυτά τα βαγόνια! 
Τι νάχουνε μέσα; Και σένα τι σε νοιάζει; 
Έλα ντε. Για άλλο λόγο είμαι εδώ. 
9.47 Τι θα γίνει θα πάμε κωμόπολη γαμώ την ατυχία μου ή όχι σήμερα; 
Εδώ που τα λέμε, κι αυτό το λεωφορείο το 10 που περίμενα ώρες ατέλειωτες στη Μητρόπολη για να με κατεβάσει σπίτι, υποτίθεται πως πέρναγε κάθε 20 λεπτά. 
Τόδες εσύ ποτέ στο εικοσάλεπτο; 
Ποιό εικοσάλεπτο; 
Ξέρεις πόσα εικοσάλεπτα κρύβει μέσα της μια ώρα; 
Αν δεν είναι το ένα μετά το άλλο; Άπειρα. 
Πω πω, πολύ φυσική θυμάσαι πασά μου! 
Εισαγωγικές τέλος, δεν το είπαμε; 
Ο στόχος επετεύχθη!
 9.54 
Τελικά σε αυτό τον τόπο έχει αποφασιστεί να γυρίζουν όλα στην τύχη. 
9.40 λέει αναχώρηση. 
Πού την είδατε γαμώ την ατυχία μου; 
Η κωμόπολη που δήλωσα φταίει να δεις. 
Τι τάθελες και συ τα μακρυά ρε; 
Λες να χάλασε το ρημάδι αυτό και να περιμένω το επόμενο; 
Πότε είναι το επόμενο; 
Τι ρωτάω; 
Όλα εδώ έρχονται φεύγουν, αγγλικά, φροντιστήρια, σχολεία, τρέχα δε θα προλάβεις, παράτα τα και πήγαινε με τα πόδια, πού πάνε όλοι, πού πήγαν όλοι και μ’ αφήσανε μόνο με ταρίφα τα εικοσάλεπτα. 
Ταρίφα. 
Τι θυμήθηκα τώρα! 
Στην κωμόπολη είναι δίχρωμα! Άσπρα μπλε! Έλα Παναγία μου… 
10.07 
Αυτό το εικοσάλεπτο πολύ έχει αργήσει και έχω αρχίσει να τα παίρνω.


 -7- 


Αυτός εκεί ο μακρυμάλλης μάλλον σαν και μένα θα είναι. Δυστυχισμένο τον κόβω, βαλίτσα έχει, στα κιλά μου πάνω κάτω γύρω στα 65 κιλά, παχύς σκελετός, γυαλιά, διαβαστερό σπασικλάκι μου μυρίζει, δεν πα να τον ρωτήσω μπας και μοιραστούμε περίμενε και δυστυχία; 
-Φιλαράκι μήπως είσαι και συ για Θεσσαλονίκη; 
-Ναι ρε φίλε. Έχω ξεροσταλιάσει εδώ στο κρύο. Και συ; 
-Ναι. Πού στο διάολο το κρύψανε; Λες να χάλασε και περιμένουμε εδώ σαν τα κατσίκια; -Μα να σου πω. Και από το δικό μου μυαλό έχει περάσει. Ας περιμένουμε λίγο και μετά δεν ξέρω…. Να πάμε κάπου να δούμε τι θα γίνει με το εισιτήριο; 
-Δεν έχεις άδικο, του λέω. Πρώτη φορά και συ για πάνω; 
-Ναι, μου λέει. Γεωπονική. 
-Εγώ Φυσικομαθηματική. 
-Έχεις σπίτι; 
-Έχω αλλά με μια σόμπα. Μου έχουν πει πως πρέπει να τη γεμίζω πετρέλαιο. Φάση θάχει. -Ρε συ, τελικά είναι πόλη ή κωμόπολη; Έχω μπερδευτεί. 
-Φιλαράκι δεν παίζεσαι! Χαχαχαχαχα! Πόλη βέβαια! Και η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ελλάδα! Έχεις χιούμορ! χαχαχαχαχα. 
-Χιούμορ έχω, τραίνο δεν έχω και η ώρα έχει φτάσει 10.27. 
Πάει τέλειωσε. Πάω σε κείνον εκεί τον τραινάρχη με το στρογγυλό στο χέρι να δω τι θα γίνει. Δεν αντέχω πια με αυτό το περίμενε.

 -Με συγχωρείτε κύριε, περιμένω το τραίνο για Θεσσαλονίκη εδώ και μια ώρα. Από τα εκδοτήρια μου είπαν 9.40 αναχώρηση. Είμαι εδώ από τις 9.30 και τραίνο δεν έχω δει ούτε για δείγμα. Τι θα γίνει θα με πάτε Θεσσαλονίκη σήμερα ή όχι; 
Το γκρίζο καπέλο με τη γκρίζα στολή και κάτι σε μαύρα παπούτσια με το Playmobil που τα φόραγε σχεδόν σαν άνθρωπος, έμεινε ξαφνικά ακίνητο. 
Του την έσπασα του ΟΣΕ. 
Ε, καιρός ήτανε! Εμείς δεν έχουμε νεύρα δηλαδή; 
Θα του τη χωθώ λίγο παραπάνω…. 
-Τι θα γίνει θα πάω Θεσσαλονίκη ή πλήρωσα άδικα; 
-Δε θα πας! Είπε το Playmobil το ντυμένο στα γκρίζα! Για την ακρίβεια όσο είσαι εδώ δεν θα πας ποτέ. 
-Γιατί κύριέ μου; Ξεμείναμε από τραίνα; 
-Όχι νεαρέ μου, είπε το Playmobil με ύφος επτά καρδιναλίων. 
Ο σταθμός που θες είναι ο αποπάνω. 
Εδώ είναι ο σταθμός Πελοποννήσου…. 
Άϊντάαααααα!!!!!!!!!!!!!! 

Χριστούγεννα του 2015. Είπε ότι αύριο θα χιονίσει. 
Τη θυμήθηκα γαμώτο! 
Ξέρεις ποια. Σε είπα! 
Μας μεγάλωσε. Μας άντρωσε. Μας αγάπησε. Γι αυτό και εμείς οι μη ιθαγενείς τη λατρέψαμε. Κάνουμε λέει γιορτές στις Αθήνες (μεγάλοι πια) και κοντεύουμε να πάμε για μπάνιο κυκλοφορώντας με κοντομάνικα. Της ανωμαλίας το άγγελμα. Ας όψεται όμως το προάγγελμα! Ρε σεις, Καμάρα ρε, χιόνι ρε, σομπίτσα με το συγκάτοικο και κουλουράκι μικρό ρε. Τζάμια θολά να γράψουμε ότι γουστάρουμε ρε. Κρύο με τα φιλαράκια ρε. Μπορεί και να ανοίξουμε κάνα βιβλίο άμα λάχει ρε! Άϊντα να δούμε άσπρη μέρα ξανά! Άιντάααααααααααα!!!!!!!!!!!!!!! 

-ο-ο-ο-


-8-



[φωτ. Νίκος Καμπύλης] 

Σ’ αναζητώ... 

Θοδωρής Βουτσάς 

Αφήνοντας τη Θεσσαλονίκη απόγευμα, έχω μια γλυκιά στενοχώρια αποχωρισμού. Ο ήλιος δύει μέσα στην θάλασσα, και βλέπω το κιτρινο-κόκκινο στους κάθετους δρόμους. Παίζει μαζί μου κρυφτό κατά μήκος της Β. Όλγας. Εμφανίζεται χαρακώνοντας τον δρόμο με τις ακτίνες του στη Μπότσαρη, Παρασκευοπούλου, Αγ. Τριάδος. 
Το παρόν δεν είναι αθώο. Έχεις την εντύπωση πως σαν νοσοκόμος που ξέρει το ιστορικό σου, προσπαθεί να απομακρύνει καθετί επικίνδυνο, λειτουργεί κατευναστικά, σηκώνει προστατευτικά χωρίσματα. Αρκεί όμως ένα τίποτε, μια εικόνα, για να σηκώσει στην μνήμη ένα κύμα αναμνήσεων που σε παρασύρει και δραπετεύεις από το περιφρουρούμενο παρόν. 

Η Θεσσαλονίκη δεν είναι η πόλη που γεννήθηκα και έτσι δεν μπορώ να την νοιώσω μάνα, δεν την συνδύασα με οικογενειακές παραστάσεις. Είναι η πόλη όπου μέθυσα, ξενύχτησα, η πόλη όπου ερωτεύτηκα, άγγιξα για πρώτη φορά απόκρυφο γυναικείο δέρμα, έζησα εκστατικός οργασμό γυναίκας, ένοιωσα μοναξιά, και μέσα από την περιπλοκότητα του έρωτα άρχισα να καταλαβαίνω πόσο περίπλοκη είναι η ζωή. Ίσως είναι γι’ αυτό η πόλη που θεωρώ ερωμένη, κρατώντας μαζί της μια σχέση με μεγάλες αποχές και παράφορες σύντομες επανασυνδέσεις. 
Είναι η πόλη όπου κάθε δρόμο της, κάθε πλατεία ή παρκάκι, κάθε γωνία και πεζοδρόμιό της το έχω συνδέσει με μια ματιά (αυτές οι ματιές!), ένα ξενύχτι, ένα μεθύσι, μια προσμονή, μια εξομολόγηση, γέλια μέχρι δακρύων, κλάματα χωρίς δάκρυα, μια μόνιμη υγρασία συγκίνησης στα μάτια. Εδώ πάντα σ’ αυτή την Πόλη, το τώρα μου, ζητιανεύει λίγη γεύση απ’ το χτες....... 
Έχει βραδιάσει πιά. Έχω απομακρυνθεί. Η εθνική με πηγαίνει μακριά, αλλά ο “ερωτικός fm” στο ράδιο με συνδέει σαν ομφάλιος λώρος με την Πόλη και την ντοπιολαλιά της με τα υπερτροφικά λάμδα. 
Σ’ αναζητώ.... Σ’ αναζητώ στη Σαλλλονίκη ξημερώματα... 

Αυτό μου λείπει από την Θεσσαλονίκη.. Οι αξημέρωτες νύχτες. Οι ατέλειωτες κουβέντες με τους κολλητούς, για όλα και τίποτε. Οι βόλτες το βράδυ. Εκείνη η πρώτη φορά που


 -9- 


ξημερώματα κοίταξα μέσα από τις τρύπες του κάστρου και είδα αυτήν την θέα, την πόλη να ξυπνάει νωχελικά, μαζί με το αρχαίο της παρελθόν μέσα από τις ανασκαφές, τον πύργο φρουρό, τον κόλπο πέρα με τα καράβια σε μια αγκαλιά από φρέσκο φως. 
Και να πως ο χρόνος γυρίζει τούμπα και ξεχνάς τα σημερινά και ξαναζείς το τότε!!! Και δεν είναι μόνο αυτό. Αυτή η τούμπα γίνεται κάθε φορά που θα βρεθώ στην Θεσσαλονίκη. Τα μαγαζιά και τα στέκια εκείνης της εποχής, είναι τα στέκια μου ακόμη. Μπορεί τα περισσότερα να έχουν άλλη όψη και χρήση, αλλά εγώ περνάω πάντα, από την Βενιζέλου «Παπασουλιώτη» με τα χημικά και «Κούνιο» με τα φωτογραφικά, τον «Μόλχο» με τα βιβλία, κατεβαίνω στο «Όλυμπος-Νάουσα», ανεβαίνω την πλατεία Ιπποδρομίου, μπροστά από τον «Νίκο» και το «χρυσό παγώνι», περνάω από την «Βακούρα», ανηφορίζω την Μιαούλη, στο 53 όπου έμενα και φτάνω στην Κωνσταντινουπόλεως, στην στάση του ΟΑΣΘ μπροστά από το Ιπποκράτειο.


«ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΜΟΛΧΟ» 

Καμιά φορά λέω να σταθώ σ’ αυτή τη στάση και να μπω στο 8-31 μήπως στην επόμενη στάση ανέβει εκείνη. Μια λεπτή Μελαχρινή φιγούρα, σταράτη με κατάμαυρα μάτια, έναν λαιμό κύκνου και μια απίστευτη μύτη και attitude, σαν της Κλεοπάτρας της Αιγύπτου στον Aστερίξ. Κάθε φορά που ανέβαινε στο λεωφορείο, τα μάτια της θα εύρισκαν πάντα τα δικά μου, και τότε, σαν να μέναμε μόνοι μέσα στο γεμάτο λεωφορείο κοιτιόμασταν κάθε δύο ανάσες μια φορά, μέχρι την Αγγελάκη. Μερικές φορές πλησίασα περισσότερο να την δω καλύτερα (από την ταραχή μου θα ήταν αδύνατο να πω λέξη), όμως εκείνη απομακρυνόταν, σαν εξωτικό που δεν σε αφήνει να πλησιάσεις. 
Μόλις κατεβαίναμε λες κι ο πρωινός Βαρδάρης μάς ξύπναγε από ζωντανό όνειρο, εγώ τραβούσα προς το Χημείο με το κεφάλι κάτω κι εκείνη έστριβε δεξιά για Κτηνιατρική. Αλλάζαμε μια τελευταία ματιά στο πεζοδρόμιο της ΔΕΘ, μπροστά από το σιντριβάνι και είμαι σίγουρος πως άκουγα «τα λέμε!». Αυτό από τέλη ’75 μέχρι τον Ιούνιο του ’76. 
Ήταν εξεταστική, βράδυ, Ιούνιος, με την περίεργη δροσερή ζέστη της Θεσσαλονίκης. Διαβάζαμε στο σπίτι μου με τον Γιώργο (συμφοιτητής και φίλος), όταν βγήκαμε για διάλειμμα από το διάλειμμα του δήθεν διαβάσματος. Μόλις κάνουμε δυο βήματα στην Μιαούλη, βλέπω μια παρέα από δύο αγόρια και δύο κορίτσια να ανηφορίζουν. Μου κόβονται τα πόδια. Η μελαχρινή με το καθηλωτικό βλέμμα, περνάει μπροστά μου και οι ματιές μας συναντιούνται! Πιθανώς, πριν ανακαλυφθούν οι γλώσσες οι άνθρωποι έλεγαν τα πάντα με βλέμματα. Το βλέμμα της είχε ένα συνωμοτικό χαμόγελο, δεν ξέρω τι ακριβώς μου είπε, αλλά θυμάμαι πως εγώ είπα:


-10- 


- Γιώργο καληνύχτα! 
Και κάνοντας μεταβολή επιτάχυνα το βήμα να προφτάσω τους τέσσερις. Τους βρήκα στην μοιραία στάση «Ιπποκράτειο». Την ίδια στιγμή εμφανίστηκε το 31 και στα μάτια μου έμεναν όλα ακίνητα εκτός από το 31 που επιβράδυνε, οι πόρτες άνοιξαν, και ανέβηκαν οι τρείς από τους τέσσερεις. Το λεωφορείο έφυγε, κι έμεινε μόνη στην στάση «εκείνη»! 
Πλησίασα, και της μίλησα, σαν να είχα προβάρει λόγια δεκάδες φορές. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είπαμε, εγώ τις εξομολογήθηκα πως την βλέπω εδώ κι ένα χρόνο, πως έφτασα να παίρνω επίτηδες το λεωφορείο μόνο για να την συναντήσω, εκείνη αρνήθηκε πως είχε προσέξει κάτι, και βρεθήκαμε να λέμε τα γνωστά άσχετα που φέρνει η ταραχή και η αμηχανία, καθισμένοι σ’ ένα παγκάκι της παλιάς παραλίας. Πιστεύω δεν ακούγαμε τι λέγαμε, αλλά υπήρχε γύρω μας αυτό το βαρομετρικό χαμηλό που είναι έτοιμο να ξεσπάσει. 
Ξαφνικά άρχισε να τρέμει. Έπιασα την παλάμη της και την έσφιξα. Όλο το σώμα της παλλόταν. 
- Να σε πάω στο σπίτι σου; ρώτησα. 
- Είναι η συγκάτοικός μου και δεν θέλω να με δει έτσι, είπε. 
- Πάμε στο δικό μου σπίτι, πρότεινα. Μέχρι να σου περάσει. Την έπιασα από την μέση, στηριζόταν πάνω μου, την πρόσεχα σαν κάτι πολύ εύθραυστο. Μύριζε απίστευτα λουλούδια και φρεσκολουσμένα μαλλιά. Το κατάλευκο δέρμα της είχε μια γυαλάδα από λίγο ιδρώτα της ταραχής. Μάντευα την γεύση αυτού του ιδρώτα. Περάσαμε την πόρτα του διαμερίσματος, για να την ξανανοίξουμε δύο μέρες μετά. 

-ο-ο-ο


Σινέ «Ηλύσια» και «Ναυαρίνον» 



 «Μοδιάνο»


-11-





Αχ Σαλονίκη μου, γυρίζω πάλι 

Θοδωρής Μπελίτσος 

«Αχ Σαλονίκη μου, κοντεύει χρόνος, μ’ έχει ξεχάσει κι είμαι μόνος». Στίχος, στοιχειό, το τραγούδι του Χάρη και του Πάνου. Παράπονο και μαράζι που ξεπηδούσε χρόνια ολόκληρα από τα σώψυχά μου, σαν την αντίκριζα στην ΕΤ3 να λέει το δελτίο ειδήσεων. Με την κατάμαυρη αλογίσια χαίτη δεμένη πίσω με μια λευκή κορδέλα, όπως τότε, και το αλησμόνητο βλέμμα στο χρώμα το γαλαζοπράσινο, ακριβώς ίδιο όπως του αζουρίτη που είχα δει στα εργαστήρια του Σολδάτου στη Γεωλογία. Και με την τόση δα ελίτσα δίπλα στη μύτη που με μάγευε, γιατί χαλούσε τη συμμετρία του προσώπου και της χάριζε την απόλυτη γοητεία. Μόνο που αντί για «Αχ Σαλονίκη μου», εγώ τραγουδούσα «Αχ Νίκη μου». Δυο συλλαβές, σημάδι ανεξίτηλο, χαραγμένο βαθιά μέσα μου, για πάντα. Ο πρώτος έρωτας που δεν ξεχνιέται ποτέ, όπως λένε. Εκεί την γνώρισα, εκεί την έχασα. Μεγάλος καημός, ούτε στον εχθρό μου. 
Θεσσαλονίκη! Πρώτη φορά, μόνος κι ανέμελος, αφέντης του εαυτού μου. Ξεχνιέται αυτό! Άγουρο αντράκι, σχεδόν παιδί, κι ένας κόσμος απέραντος, άγνωστος, γεμάτος γοητεία και μυστήριο, ανεξερεύνητος. Μια συνεχής αναζήτηση που άρχισε τότε και δεν έχει τελειώσει ακόμα, μάλλον δεν θα τελειώσει ποτέ: μουσικές, βιβλία, μυρωδιές, επιστήμη, ιδεολογίες, έρωτας, όλα καινούργια, όλα για πρώτη φορά. Πέντε χρόνια μάθαινα τους ανθρώπους και σμίλευα τον εαυτό μου. Πέντε ολόκληρα χρόνια... σαν ψέμα μοιάζει. 
«Αχ Σαλονίκη μου! Ακόμα σε θυμάμαι, ακόμα σ’ αγαπάω». Πάλι οι Κατσιμιχαίοι. 
Οι ταβέρνες στα Κάστρα, τα αρμενοβίλ του Νίκου στην Ιπποδρομίου, τα σουβλάκια ο «Πανσερραϊκός» στην Κασσάνδρου, οι μπουγάτσες, τα γαλατάκια της ΜΕΒΓΑΛ, τα κοτόπουλα στο «Βάσο», οι γυναίκες στην Τσιμισκή, το απρόσιτο «Όλυμπος-Νάουσα», το γηπεδάκι της ΧΑΝΘ, το σινέ-Βακούρα, οι συνελεύσεις στο αμφιθέατρο, οι ολονύχτιες αναλύσεις περί παντός ώσπου να σκάσουν μύτη οι σαλεπιτζήδες κι οι κουλουράδες, ο Χατζηπαναγής, ο Γκάλης... Αυτές κι άλλες τόσες αγαπημένες θύμησες. 
Και φυσικά ατέρμονα τουρνουά στη δηλωτή και στο τάβλι, ακόμα και στην καρδιά της εξεταστικής, όταν εκτός από τα Τρόφιμα και τον Τσατσαρώνη, εγώ είχα κι άλλο πόνο, πιο υπαρξιακό, τον πονόδοντο για τη Νίκη. 

-ο-ο-ο-


-12- 

Γειτονιές… 

[φωτογραφίες-λεζάντες Νίκος Καμπύλης] 

Σαράντα Εκκλησιές 

Εικόνα από το παράθυρο του ημιυπόγειου διαμερίσματος.                  Το μπακάλικο



 Στο όλον σουρεάλ να και η Ζατέλη στο παράθυρο της κουζίνας.


  Καφέ Χαβανέζα της Μελενίκου 
[η φωτό διαδικτυακό αλίευμα]

-13-






Τα «Τροφίμια» 

Νικόλας Παναγιωτόπουλος 

-Παναγιωτόπουλε σειρά σου να μαζέψεις σκουπίδια για κάτω, μου έριξε ο Θάνος ένα καθωσπρέπει σούρουπο και μέσα σε μια εξεταστική. 
-Και γιατί εγώ ρε μεγάλε; Του αντιγύρισα. Εγώ έλειπα δύο μέρες. Γιατί δεν τα κατεβάζει ο Γιαννάκης; 
-Άστον αυτόν, μου λέει ο Θάνος. Είναι κουρασμένος. Έπλυνε και όλα τα πιάτα του νεροχύτη. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό ε; Τάπλυνε όλα δύο φορές και τα στέγνωσε κιόλας. Αφού είναι ψυχασθενής, δεν τον ξέρεις; Εγώ πάλι, μάζεψα σκουπίδια και κατέβασα την τελευταία φορά. Σωστός; 
-Σωστός. Λοιπόν, άκου, του είπα. Θα το ρίξουμε στο τάβλι. Όποιος χάσει κι έρθει ουραγός την έκατσε. Διπλή χαρά. Και χάνει και κατεβάζει σκουπίδια! Λέει; 
-Και τι θα γίνει ρε με τη Χημεία Τροφίμων που δίνουμε αύριο; Πότε θα διαβάσουμε; 
-Δικέ μου σιγά το θέμα. Τόχουμε ξαναδώσει, το μισοξέρουμε, κάπου έχουμε κρατήσει και κάτι SOS. Ξεκινάμε με ένα διάλειμμα, μετά ρίχνουμε κατά τα γνωστά ένα καμικάζι ξενύχτι, διπλό νες πριν φύγουμε, κατεβαίνουμε στις 10 και το δίνουμε. Τι λες; 
-Γιαννάκη! Παράτα τα Τρόφιμα, άρχεται τουρνουά! φώναξε ο Θάνος και γω έτρεξα για τραπεζάκι, καφέδες, τσιγάρα, τασάκια, φώτα και πικάπ. Άλλωστε θα γινόταν όπως πάντα στο δωμάτιό μου. 
Όσο για το Γιάννη, αρκέστηκε σε ένα 
-Σήμερα την κάτσατε κι οι δυο σας 
και μετακόμισε τάχιστα δίπλα στο γραφείο μου με εκείνα τα μαλακά Marlboro στο ένα χέρι και εκείνο τον άχρηστο αναπτήρα του στο άλλο. 
Μέναμε με το Θάνο και το Γιάννη στις Σαράντα Εκκλησίες, Βιζυηνού 9. 
Συνάδελφοι όλοι. Χημικοί. 
Δυστυχώς, απεδείχθη πως παραήταν ψηλό το σκορ που είχαμε συμφωνήσει και πέρασε ένα βράδυ ολόκληρο και καπάκι μία ολόκληρη μέρα για να τελειώσουμε. 
Μόνο που αυτή η μέρα δεν ήταν και τόσο τυχαία γιατί δίναμε και οι τρείς Τρόφιμα. 
Ξέρεις τώρα, "Γάλα είναι το προϊόν της συνεχούς αμέλξεως κλπ" να μην το χοντρύνουμε πρωϊνιάτικα και έχουμε τίποτε εφιάλτες το βράδυ πούρχεται! 
Εννοείται πως Τρόφιμα σε εκείνη την εξεταστική δεν κατέβηκε κανένας. 
Από μας τους τρείς δηλαδή.


-14- 


Γιατί όλοι οι υπόλοιποι τρέξαν κατά το δοκούν και σιγά μη δεν τόκαναν. 
Κάποια στιγμή δεν άντεξα. Πήρα εκείνη τη LUBITEL που ο Κλέαρχος μούχε δείξει πώς να δουλεύω και εμφανίζω και αποθανάτισα τη στιγμή. 
Με εκείνη τη φοβερή ταυτότητα στο χέρι ο Θάνος λέει στο Γιαννάκη που παίζει 
-Έτσι και το ξαναφέρεις αυτό θα σου κλείσω και τα δύο χέρια μεσ’ το τάβλι. Απ’ την επόμενη θα σε βάζω να τα σπας μπρος και μετά να ρίχνεις. Ξηγηθήκαμε; 
Το Thorens στην άλλη άκρη πάντα γύρναγε στις 33 στροφές. 
Μπορεί και με κανένα Eric Clapton για αυτοσυγκέντρωση. 
Αυτό όμως ιστορικά δεν έμεινε. 
Αυτό που έμεινε είναι τα αποτελέσματα του ταβλιού αυτού (βγήκα δεύτερος για την ιστορία) που τοιχοκολλήθηκαν στο σπίτι φάτσα κάρτα όπως έμπαινες, για να ξέρεις τουλάχιστον με τι έχεις να κάνεις. 
Εννοείται πως ονομάστηκαν "Τροφίμια" και χαίρουν δόξης μεγάλης μέχρις σήμερον! 
Γεια σου ρε Θάνο αρχηγέ, στη Χρυσούπολη Καβάλας που είσαι πια σήμερα! 
Γεια σου ρε Γιαννάκη στην Αθήνα ουραγέ "Μα τι δεν παίζω σωστά και χάνω;" 
Με την αγάπη μου ρε παιδιά που σας ξαναθυμήθηκα. 
Από αυτή τη μπαλκονόπορτα ξέρεις, χυνόταν αποκάτω η Ευαγγελίστρια και το μάτι σου έκοβε όλη τη Σαλονίκη, παραλία και τα ρέστα, φτάνοντας (όταν δεν είχε μούχλα) μέχρι τα κίτρινα φώτα της Εθνικής για Κατερίνη. 
Στο αποκάτω διαμέρισμα, ίδιο δωμάτιο με το δικό μου, έμενε ο Νίκος Διαμανταρίδης, φυσικός σήμερα, καθηγητής και Καιρός για το MEGA επί χρόνια. 
Κάθε που έδειχνε με το δάχτυλο κατά Θεσσαλονίκη μεριά για να πει Καιρό, σε διαβεβαιώ ότι γέλαγε συνέχεια. Εσύ μπορεί και να μην το καταλάβαινες. 
Εγώ όμως που τον ήξερα, γέλαγα πάντα κάθε που μου ξεκίναγε τα «στη Θεσσαλονίκη ο καιρός»….. 
Σιγά και μη δε θυμόταν τι γινότανε! 
Αχ αυτά τα κίτρινα της Εθνικής φώτα για Κατερίνη. 
Κάποτε όλοι αναγκαστήκαμε να πάρουμε το δρόμο τους χωρίς επιστροφή. 
-Διαμανταρίδη σταμάτα πια να γελάς! 
Τροφίμια. 
Τί αγώνας! 
-Κοίτα ρε που δεν το κόβει με τίποτα! Ρε σεις μαζέψτε τον σας λέω, μαζέψτε τον!

 -ο-ο-ο



Φοιτητικό δωμάτιο εμπνευσμένο από τον μινιμαλισμό! 
[φωτογραφία-λεζάντα Ν. Καμπύλης]



-15-




Το απαλλοτριωμένο κουτάλι 



Θοδωρής Μπελίτσος 



Την είχα πρωτοδεί στο λεωφορείο. Συνήθως ως το Χημείο πήγαινα με τα πόδια καθώς έτσι εξοικονομούσα τα εισιτήρια για το σινεμά της εβδομάδας. Αλλά είχα ξενυχτήσει με το Χάρη, τον μέγα ρεμπετοσυλλέκτη, ακούγοντας ρεμπέτικα στο Δεύτερο πρόγραμμα, είχε κι ένα βαρδάρη που έκοβε μύτες, οπότε πήρα τον ΟΑΣΘ. Ρε φίλε, «Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε. Ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας», που έλεγε ο Παπάζογλου. Με το που την είδα, φώτισε ο τόπος. Τι οπτασία ήταν αυτή! Μαθητριούλα, με μπλε ποδιά και λευκή κορδέλα στο κατάμαυρο μαλλί, τρίτη λυκείου πήγαινε, σε ένα σχολείο που υπήρχε λίγο πιο κάτω από την Αγία Σοφία. Αυτά τα έμαθα αργότερα, βέβαια. 
Κάτι σε Κρυσταλλοδομή είχαμε εκείνη την ημέρα αλλά προτίμησα να κάνω έρευνα πεδίου στην ορεία κρύσταλλο που βρέθηκε στο δρόμο μου και στο lapis lazuli των ματιών της, τον αζουρίτη που λέγαμε. Μαγεύτηκα. 

Ο Σεπτέμβρης του ’78 ήταν το κάτι άλλο. Τέτοια πίεση δεν είχα ξανανιώσει κι αμφιβάλλω αν ξανάνιωσα από τότε. Πρωί βράδυ στα εργαστήρια, ούτε θυμάμαι τώρα ποιών μαθημάτων, Τροφίμων, Φυσικοχημείας, μπορεί και Οργανικής Β΄ ή Ενόργανης Ανάλυσης, ανάκατα είναι όλα στο μυαλό μου. Το Χημείο είχε γίνει σπίτι μας. Μόνο το ντιβάνι έλειπε. Παράλληλα, διάβασμα για την Α΄ εξεταστική, την οποία είχε διακόψει βίαια ο σεισμός του Ιουνίου κι αμέσως μετά καπάκι η Β΄ εξεταστική. Και φυσικά ατελείωτες ώρες πάλης στα εργαστήρια, με τα οξέα να τρυπάνε τα παντελόνια, τα ιζήματα να αρνούνται να κατακάτσουν όσο έπρεπε και οι μετρήσεις στις προχοΐδες και στους ζυγούς να μη θέλουν να συμμορφωθούν με την πραγματικότητα. 
Εντατικοποίηση σπουδών που λένε. Είχαμε ξεπεράσει κατά πολύ το σταχανοβίτικο σλόγκαν της ΚΝΕ «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα». Ποιον αγώνα, δηλαδή; Ο μοναδικός αγώνας που με έκαιγε ήταν η πάλη στα μαρμαρένια αλώνια με τον Γιαννακουδάκη και τον Τσατσαρώνη, και μετά να δω τι θα έκανα με την Οργανική που κουβαλούσα από το δεύτερο έτος, μεταφορά-μεταφερομένου όπως λέγαμε στη φοιτητική γλώσσα. Ευτυχώς, είχα επιβιώσει από τον Σιπητάνο, τη νύχτα της σφαγής του Αγίου Βαρθολομαίου, με ένα ουρανοκατέβατο πεντάρι, πραγματικό σωσίβιο στην αιματοβαμμένη θάλασσα των αποτελεσμάτων. 
Μα, όπως λέει ένα αρχαίο φοιτητικό ρητό, όποιος περνάει τα μαθήματα, χάνει στον έρωτα. Δυστυχώς, δεν ευοδώθηκε ο δεσμός μου με τη Νίκη, τον πρώτο, ας τον πούμε, 

-16- 

έρωτα που δεν ξεχάστηκε ποτέ. Έπεσε θύμα «σε άνιση πάλη κι αγώνα» με τα αντιδραστήρια και τα ρυθμιστικά διαλύματα. Μεγάλος καημός, ούτε στον εχθρό μου. 
Κατέβηκα στην Αγίας Σοφίας, μαζί της εννοείται, όπως θα κατέβαινα κάθε πρωί από τότε, είτε είχε βαρδάρη είτε όχι, με συνέπεια φυσικά, να με χάσουν οι ταξιθέτριες του σινεΒακούρα. Γιατί βέβαια η Νίκη δεν γούσταρε ούτε Ταβιάνι, ούτε Μπερτολούτσι. Προτιμούσε Τραβόλτα και Bee Gees. Ούτε την μπάλα γούσταρε η Νίκη, οπότε αντίο Αλεξάνδρειο, αντίο και στο Χατζηπαναγή. Και βέβαια ήταν πλήρως απολιτίκ. Μόλις είχε αποφοιτήσει από τη Μανίνα και τη Σούπερ Κατερίνα κι έκανε μεταπτυχιακό στο Φαντάζιο. Είχε κι ένα λεύκωμα «Περί έρωτος», το οποίο, εάν σώζεται, φέρει κάπου το αυτόγραφό μου με την περισπούδαστη φράση: «Καλώς ήρθες έρωτα παντοδύναμε». 
Αλλά σιγά μη με ένοιαζαν όλα αυτά. Αχ! «Θεσσαλονίκη μάγισσα, πλανεύτρα» του Καζαντζίδη. Τυφλοβδομάδα που λένε· σε στραβώνει και βλέπεις μόνο αυτό που θες να δεις. Πώς θα εξοικονομήσω φράγκα με ένοιαζε, για να έχω να κεράσω ένα παγωτό, μια μπουγάτσα, ένα σινεμά. Είχα ψοφήσει της πείνας, γιατί τα κουκιά ήταν λίγα: «Πεθαίνω για σένα και ας είσαι απάτη» που έλεγε ο Λαυρέντης. Μηχανευόμουν κόλπα για να μπω τζάμπα στη Λέσχη κι αν δεν τα κατάφερνα την έβγαζα με κουρού και τα κακάο της ΜΕΒΓΑΛ. Τότε ήταν που απαλλοτρίωσα το κουτάλι της Π.Φ.Λ.Θ. «Πανεπιστημιακή Φοιτητική Λέσχη Θεσσαλονίκης», αν σε δυσκολεύουν τα αρχικά. Έτσι για το γαμώτο, που δεν με άφηναν να μπω. 
Λίγες εβδομάδες αργότερα ξέσπασε η μεγάλη απεργία των βοηθών, που κράτησε κοντά δυο μήνες. Εργαστήρια, παραδόσεις, όλα μείναν πίσω. Εμείς, ως φοιτητικό κίνημα, αποχή εννοείται, συμπαραστάτες στον δίκαιο αγώνα, που δεν θυμάμαι τώρα τι αιτήματα είχε, αλλά θα είχαν τα δίκια τους για να απεργούν τόσες εβδομάδες. Σταμάτησαν λίγο πριν από την εξεταστική, την οποία σακάτεψε ο σεισμός και όλα πήγαν το Σεπτέμβρη. Το σεισμικό κούνημα είχε αρχίσει από το Μάη αλλά εγώ ζούσα σε άλλον πλανήτη κι αναζητούσα άλλα κουνήματα, που δεν έλεγαν να φανούν. Σκαστή από το φροντιστήριο αυτή, σκαστός από τον Γεωργάτσο εγώ, αλλά μια τα δοκάρια, μια η άμυνα, η φάση δεν κατέληγε σε γκολ. Στο τσακ κάλυψα τις απουσίες από τα εργαστήρια της Βιοχημείας. 
Με το σεισμό και την εντατικοποίηση που προέκυψε το Σεπτέμβρη, «πάει ο ήλιος, πάει κι η Αμοργός» που έλεγε η Μαρινέλλα. Η Νίκη πέταξε σ’ άλλη φωλιά. Εδώ που τα λέμε, ευτυχώς. Αν δεν γινόταν η απεργία κι ο σεισμός, ακόμα στο τρίτο έτος θα ήμουν. Αλλά το παράπονο, παράπονο: «Κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο», τραγούδησε για μένα ο αξέχαστος Παπάζογλου. 
Χρόνια μετά, όταν την είδα να εκφωνεί τις ειδήσεις στην ΕΤ3, θυμήθηκα το κουτάλι. Το ξέθαψα κι άρχισα ν’ ανακατώνω τον χυλό... 

-ο-ο-ο-



-17- 





Μια κουβέρτα που τη λέγαν Θο 



Νικόλας Παναγιωτόπουλος

Πώς ήταν ο Θόδωρας; 
Να σου πω. 
Παίρνουμε ένα Πιρς Μπρόσναν. Του βάζουμε κάνα πεντόκιλο, τον κατεβάζουμε ίσως ένα δύο πόντους, του βάζουμε ένα απλό τζινάκι ή ενίοτε παντελονάκι με τσάκιση ραφτάδικη, του φοράμε κάτι σε απλό από πάνω, αφήνουμε το ίδιο χαμόγελο και νάτος … έτοιμος! 
Εγώ βέβαια, στα μέσα της δεκαετίας του 70 όταν τον γνώρισα, δεν είχα ιδέα περί Πιρς και πράσινα άλογα. Τότε άλλωστε το μόνο εν χρήσει πράσινο που έπαιζε ήταν το πράσινο στρατιωτικό τζάκετ που φορούσαν όλες και όλοι, ενώ είχε πολύ πλάκα όταν στο σταθμό Λαρίσης έβλεπες το φοιτηταριό να καβαλάει στο τραίνο για Θεσσαλονίκη. 
Κάτι μάλλον σε επιστράτευση έφερνε το μελίσσι των τζάκετ, παρά σε πάμε άλλη μία στα βόρεια, για την όποια συνέχεια, μέχρι επιτέλους να πάρουμε αυτό το ρημάδι πτυχίο. 
-Κάθε που μπαίνω στο δωμάτιό σου, νομίζω ότι μπαίνω στο Καραϊσκάκη ρε, του λέω. Όλα τα έπιπλα σε κόκκινο άσπρο. Δε ζαλίζεσαι; 
-Όχι, μου λέει. Πρέπει όλα να ακολουθούν τη Θο. 
-Και ποια είναι αυτή; Δεν κρατήθηκα να μη ρωτήσω. Άλλωστε ήμουν ψαρωμένος πρωτοετής και αυτός ήδη στο τρίτο έτος, περπατημένος και παλιός.
 -Η κουβέρτα μου, μου λέει. Που οφείλει να είναι κόκκινη. Που οφείλει πάντα να είναι στρωμένη. Γιατί πάντα όποια κυρία έρχεται εδώ, πρέπει να νιώθει άνετα. Και στο κρεβάτι ακόμη πιο άνετα. Ό,τι κι αν έχει ή ό,τι κι αν μεταξύ μας συμβεί. Κατάλαβες;
 -Γι’ αυτό έχεις σε πρώτη μόστρα για χρήση κι αυτό το πικαπάκι Thorens; 
-Ακριβώς, μου λέει. Όσα μάλιστα από αυτά κάνεις και συ στη μετέπειτα φοιτητική ζωή σου, θα καταλάβεις άμεσα γκομενικά τη σημασία του. 
Είχε δίκιο. 
Θα μου πεις, είχε και τάχωνε. 
Λάθος. Ήταν ένα φτωχόπαιδο που μαζί με δύο τότε άλλους, το Μήτσο και το Γιώργο, Κυψελιώτες κι αυτούς, νοίκιαζαν ένα τριάρι στη Μάτση για 2.500 δραχμές, ζούσε και σπούδαζε με ένα πεντακοσάρικο το μήνα, αλλά τον άρχοντα δεν τον κάνουν τα λεφτά. Μπορεί ο αέρας του. Μπορεί και το πόσο κιμπάρης είναι. Ο Θόδωρας πάντως, ακροβατούσε ανάμεσα στην Καιτούλα και την Καιτάρα, μαθήτριες, φίλες και συμμαθήτριες στο Γυμνάσιο, ίσως επειδή ποτέ δε μπόρεσε να διαχωρίσει για τον εαυτό του, αν ήθελε τόσο κοντά του την Αγγλική που σπούδαζε ή κάτι πιο Οριεντάλ που κατά βάθος αγαπούσε. 

-18- 

Τα υπόλοιπα ήταν λεπτομέρειες, γιατί μόλις η μαθητική ποδιά έφευγε, η Θο αγκάλιαζε το εκάστοτε θηλυκό γλυκά και τίμια σα να μην υπήρχε αύριο, σα να είχαν όλα τριγύρω χαθεί, σα να μην υπήρχε πια κάτι περισσότερο από αυτό το χαοτικό Thorens TD 150 να γυρνάει ατελείωτα σε κείνες τις ευπρόσδεκτες 33 στροφές και σε ήχους χυμένους απλόχερα σα Meddle, Dark side of the moon ή Carpenters, πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα χάδια του Θόδωρα. 
Έκανα ό,τι έκανε. 
Απέκτησα και γω ένα Thorens TD 166.
 Δεν έκανα ποτέ το δωμάτιό μου βέβαια Καραϊσκάκη, όπως και ποτέ δεν με απασχόλησε κάποια Θο, που θεώρησα ότι μάλλον σα πατέντα ανήκε αλλού. Ας πούμε ότι ήμουνα σαν τύπος και πιο συνηθισμένος. Η θεωρία πάντως του Θόδωρα είχε όντως αποτέλεσμα. Όπως και εκείνη η τελετουργία καθαρισμού της πίπας κάθε τόσο, όσο και της μυρωδιάς που άφηνε στο φοιτητικό δωματιάκι, σα μια δόση παραπάνω φιλοσοφίας ή στιγμιαίας, ενδεχομένως, καλοπέρασης σε κάποιο «ανάμεσα». 
-Δίνω γλωσσολογία, την περνάω και παίρνω πτυχίο, μου είπε ένα βράδυ. Θα μας φιλοξενήσεις μαζί με το Μήτσο στο δυάρι σου με το συγκάτοικο φάντασμα; 
-Και το συζητάς; Του είπα. Είσαστε ευπρόσδεκτοι πάντα. Τόσα χρωστάω στους δυό σας. 
Μείνανε μαζί στο άλλο δωμάτιο. Δώσανε και οι δύο το τελευταίο μάθημά τους, την ίδια μέρα. Ο Μήτσος, ξέροντας ότι το περνάει, κάλεσε την τότε καλή του που φώναζε τον εαυτό της «Η ωραία της Περαίας», για ένα τελευταίο. Ήρθε με κάτι τσάντες γεμάτες προχωρημένα γυναικεία εσώρουχα. Μόλις θα έφευγε ο Μήτσος, βλέπεις, είχε βγάλει εισιτήρια για Αμερική, να παντρευτεί ένα βλαχοαμερικάνο που της είχαν κανονίσει εξ αποστάσεως.
 Όταν βγήκε με το Μήτσο από το διπλανό μετά την τελευταία τους, βρήκε όλα τα εσώρουχα κρεμασμένα από το ταβάνι, τους τοίχους, τις αφίσες, τα φωτιστικά του δωματίου μου και το Θόδωρα μαζί με μένα να καπνίζουμε τις πίπες μας και να ποντάρουμε στο ποιο ζεύγος θα ήταν καλύτερο για το βλάχο στην πρώτη τους συνεύρεση. 
Νομίζω ότι και μετά από 3 πλυσίματα ο Clan με το Flying Dutchman θα είχαν αφήσει επαρκές χαρμάνι για να φχαριστηθεί διπλά και ο βλάχος. 
Τη μέρα που έφυγε ο Μήτσος, βγήκαν τα αποτελέσματα και του Θόδωρα. Το είχε περάσει. -Πάμε Βάγγο, μου λέει. Θα κεράσω το τελευταίο μπιφτέκι στη Θεσσαλονίκη. Το αξίζεις. -Καιτούλα; Καιτάρα; Καμία μαζί μας; Τον ρώτησα. 
-Καμία, μου λέει. Όχι ότι δεν το αξίζουν. Το αξίζουν και με το παραπάνω. Εγώ δεν θα το αντέξω. Κλείνει ο κύκλος Σαλόνικα και θα πιούμε για το τέλος μόνοι. Θα μου πεις και για τη δική σου Καιτούλα που γουστάρεις τρελλά πανάθεμά σε, αλλά είναι γκόμενα φίλου σου. 
Πήγαμε στην ταβέρνα του Βάγγου οι δυό μας. Αυτή που ήταν σκαρφαλωμένη πάνω σε κείνη την ανηφόρα για κατσίκια μετά το τέρμα των λεωφορείων στις Σαράντα Εκκλησιές. 
Αυτή που τιμούσαμε σπάνια, όταν υπήρχαν χαρές και φράγκα. 
Εκεί φύγαν οι ρετσίνες σα νερό, χάθηκα, χάθηκε, λίγα πράγματα θυμάμαι, μέθυσα, στο κατέβασμα πείραξα δύο μετέπειτα φίλες, τη Μαρία και την Αφροδίτη, που κάνανε Φυσικό, έφαγα μια μπάτσα από το Θόδωρα που τους ζήτησε συγνώμη αλλά η κατάσταση ήταν εξ ορισμού βλαμμένη, εκείνες μας πήγαν σπίτι τους για καφέ να με συνεφέρουν και εγώ λύγισα σε ένα κλάμα, φεύγει ο Θόδωρας, γιατί ρε Καιτούλα, συγνώμη κορίτσια, από αύριο να μάθεις να είσαι και συ πια μόνος… Την επομένη το πρωί, πήγα στο δωμάτιο που τον κοίμιζα. 
-Φεύγω. Έχω εργαστήριο. Σου φτιάχνω καφέ. Όταν θα γυρίσω, θάχεις φύγει. Πριν την κάνεις, θέλω μια χάρη από σένα. Πάνω στο πικάπ θα βρεις εκείνο το δίσκο που μούφερε ο Τσονίδης απ’ την ΥΕΝΕΔ των 10cc. Θέλω να μου γράψεις όλα τα λόγια από το I am not in love. Της Αγγλικής φιλολογίας είσαι πια, ξέρεις να το κάνεις. Εμένα μου διαφεύγουν κάποια σημεία και θα τόθελα ολόκληρο. 

-19- 

-Φύγε. Θα γίνει, μου είπε και γω κατέβασα με χίλια ζόρια το πτώμα μου προς τη ΦΜΣ και τα εργαστήρια που περίμεναν. 
Όταν γύρισα, αργά το απόγευμα, βρήκα την πόρτα μου μοναχικά ξεκλείδωτη. 
Μια άδεια μυρωδιά από ξεθυμασμένο καπνό πίπας με κοκκάλωσε. Πάνω στο πικάπ, με τους 10cc ακόμη στο πλατό, υπήρχε ένα χειρόγραφο σημείωμα και πάνω τα δεύτερα κλειδιά μου που του είχα αφήσει. 
Ήταν τα λόγια που είχα ζητήσει. Αφήνοντας επιπλέον ένα κενό μετά, στα ελληνικά έγραφε: 
«Καιτούπολη, Χαραλαμπιδούπολη για μένα πια τέλος. Ένας κύκλος έκλεισε, ένας άλλος ανοίγει. Σου αφήνω παρακαταθήκη ό,τι μπορώ να σου αφήσω και ξέρω πως αξίζεις. Διπλωμένη και από καθαριστήριο θα βρεις στο κρεβάτι μου τη Θο. Σε ευχαριστώ για όλα. Καλές επιτυχίες παντού». 
Θα ήταν άτιμο να κρύψω ότι έκλαψα. 
Ναι ρε, έκλαψα πολύ.
 Για το πόσο όμορφο μπορεί να γίνει το τώρα, η στιγμή, όταν ξέρεις να ζήσεις με λίγα, να μεγαλώνουν οι στιγμές, να πονάς και να το δείχνεις, ή ακόμη να πονάς και επειδή δεν το θες να μη φαίνεται τίποτε. 
Η ανάσα της στιγμής αλλά που έζησα. 
Η γοητεία του έχασα αλλά εγώ θα διαλέξω το πώς. 
Ή κάπως έτσι. 
Τον ξαναείδα από τύχη μάλλον, χρόνια μετά. 
-Δε μετάνιωσες ρε για την Καιτούλα τουλάχιστον, δεν κρατήθηκα να μην τον ρωτήσω. 
-Δεν θα σου απαντήσω, μου είπε. Και δεν απάντησε κάτι περισσότερο πέρα απ’ την περισυλλογή του και ίσως ένα βλέμμα του που έστειλε τεχνηέντως αλλού. 
Κούνησα αμίλητος το κεφάλι πάνω κάτω.
 Όταν βγήκε ο πάπυρος του πτυχίου, πήγα και τον πήρα για πάρτη του. Έτσι είχα μάθει κι έτσι έπρεπε. 
Από την άλλη η Θο θάπρεπε να συνεχίσει το έργο της. 
Δεν ήταν όμως γραφτό της. 
Το βράδυ του σεισμού της Θεσσαλονίκης, αχρησιμοποίητη και από το καθαριστήριο του Θόδωρα, την έδωσα στο Γιώργο και τη Βάνα που συνάντησα στο ΑΧΕΠΑ και η Βάνα τουρτούριζε μέσα στο κατακαλόκαιρο με δυο κατάγματα στα πόδια. 
Ο Γιώργος τη σκέπασε και γω έφυγα με την εικόνα της ζεστασιάς και της αγάπης αυτών των παιδιών, σε μια νύχτα που πόναγε, αλλά και τα Καρέλια είχαν ξεχυθεί ποτάμια από τα περίπτερα. Όχι, ο καπνός της πίπας είχε χαθεί, αλλά το γέλιο του Θόδωρα θαρρώ ακόμα κρατούσε σε ένα ντεγκαντάνς από γέρνω πράσινα, κίτρινα ή κόκκινα δικέ μου και αν δεν προσέξεις την έβαψες άσχημα. 
Στο τελευταίο μου βλέμμα, η Θο, με γερμένα τα κρόσσια στους ώμους της Βάνας, μου έκλεινε το μάτι νομίζω. 
-Έκανες το σωστό, μου φάνηκε πως είπε και γω χάθηκα σε κείνη τη νύχτα, που κούναγε κίτρινα, κούναγε κόκκινα, αλλά τόσοι φίλοι κάπου κει στα γρασίδια της Βιβλιοθήκης με περίμεναν να φτάσουμε σε μια άλλη αυγή μαζί…. -

ο-ο-ο-


-20- 

Γειτονιές… 

[φωτογραφίες-λεζάντες Νίκος Καμπύλης]


Βαρδάρης



Βαρδάρης




Στη στροφή πριν το Μακεδονία Παλλάς.


Καφεζυθ… ο Θερμαϊκός στην Τούμπα, Κονίτσης.



-21-




Έλα ρε Αμφιθέατρο ΦΜΣ! 

Νικόλας Παναγιωτόπουλος 


Στην αρχή σκέφτηκα να το αφήσω έτσι. Με ένα "Μου αρέσει" και νάχω καθαρίσει. Μετά, 3 ώρες αργότερα, όταν η πολλή δουλειά της ημέρας είχε κοπάσει, η ρουφιάνα συνείδηση δε με άφηνε και είπα να μην του το αρνηθώ. Ο Αγγελούδης άλλωστε σήκωσε τη φωτό, εγώ φταίω; Γιατί είναι ένα αμφιθέατρο που γούσταρα (και όλοι γουστάραμε στα χρόνια μας, εδώ που τα λέμε) μιας και βοήθαγε μόνο του να "βοηθηθείς" στις εξετάσεις, ο νοών νοείτω. Ήταν και ζεστό το χειμώνα. Ήταν και ξύλινο. Πού και πού τριζάτα έγερνε και κανένα κάθισμα στην πλάτη, αν ήσουν κομμάτι άτυχος. Το καρεκλάκι που κατέβαζες επίσης, συνήθως κατέβαινε λίγο πιο χαμηλά από ό,τι θα σε βόλευε, όχι τόσο γιατί ήσουν εσύ παχύς, αλλά επειδή κάποιοι - με κάποιο τρόπο- τόχαν πιθανώς ξεφτιλίσει στο πάτα με πάτα με, πριν από σένα. Ήταν απίθανο στις συνελεύσεις. Γέμιζε όλο τάχιστα, ξέρεις, με κάπνα και στοχασμό, κουκιά και γκόμενες, καθοδηγητές και κακόμοιρους, έτοιμους όλους για αγώνες λαϊκούς και "πώς είπατε" γιατί τόχασα! Σε φάσεις ημιγεμίσματος, έγραφε πιο καλά να κάθεσαι στο θρανιάκι και να ακουμπάς την αρβύλα στο καρεκλάκι. Με ένα τσιγαράκι στο χεράκι και κάνα βλεμματάκι πιθανά σε κατάλληλο "περιβάλλον", έδωσε τύχη σε πολλούς, μπορεί και σε μένα. 
Κρεμασμένη πάνω στον πίσω τοίχο και μέσα από κάτι φινιστρίνια πονηρά κι απόρθητα, δούλευε κάποια βράδια και η μηχανή προβολής, όταν το ΦΟΘΚ ξεκίνησε. Μετά έγινε Καραγκιόζικα, χώρος για ψάξιμο, πολλά, που να σου λέω. Εμένα όμως, πιο πολύ μου γούσταρε που κάποιος φίλος, φυσικός σήμερα, όταν έφτασε η ώρα να μαζευτούν οι κόλλες της Οπτικής (ή Πυρηνικής, που ήταν τα δύο αγγούρια των τότε φυσικών), μπήκε μέσα κύριος από την κεντρική πόρτα, μέσα στο γενικό κατέβασμα όλων από τα έδρανα, "Μην αργείτε κύριε, γρήγορα", του είπαν οι βοηθοί, έδωσε βιβλιάριο, κόλλα (απαντημένη φαρσί από καλοστημένο συνεργείο συναδέλφων) και την έκανε τρέχοντας γελώντας μέχρι το σπίτι του. Νομίζω το μόνιμα κολλημένο χαμόγελο που κουβαλάει μέχρι σήμερα, τούχει μείνει από τότε. Ήταν η τελευταία πράξη, πριν κλείσει η δική του παράσταση που λεγόταν ΠΤΥΧΙΟ. Ήμουν κι εγώ εκεί. ΦΜΣ λεγόταν τότε, χωρίς κάγκελα, χωρίς αυτοκίνητα. Μετά, η γνώση και οι απόψεις πλήθυναν φαίνεται, οπότε το κάγκελο τριγύρω κρίθηκε απαραίτητο. 3 χρόνια πριν τα ξανάδα. ΦΟΘΚ reunion. Φοβού τον Ηρακλή και δώρα φέροντα. Ήταν ίδιο. Φαινομενικά. Ίσως όχι ξανασπρισμένο. Ίσως αμακιγιάριστο κι αυτό, παρέα στα ψαρά ή ανύπαρκτα δικά μας μαλλιά. Δικό σας, ρε Σταμάτη Γαργαλιάνε, εσένα και των παιδιών σου. Κατουρημένο, αγιάτρευτο, ψιλοκαμμένο, αγχωτικό, κλεμμένο(!), ας μας φωνάξετε ξανά να έρθουμε κοντά του. Και έκοψα και το τσιγάρο ρε γαμώτο......! Πάει η μαγεία! 


-22- 


Αλλά και μια παγωμένη μέρα που λες, γράφουμε εξετάσεις, αν θυμάμαι καλά Πετρογραφία, ή Κρυσταλλοδομή. Κάθομαι γω πίσω δεξιά, σχεδόν τοίχο (πασαλίδικα πράματα) και ο Γιαννάκης ο συγκάτοικος κάτω αριστερά, πολύ μπροστά. Βλέπεις τον έβαλαν άλλοι να κάτσει και πρακτικά την είχε κάτσει τη βάρκα, πριν καν αυτή ανοιχτεί απ’ το λιμάνι. Μία ώρα μετά τον έπιασε ο βοηθός, επιμελητής (δε θυμάμαι ακριβώς) να αντιγράφει, του μονόγραψε την κόλλα και του είπε να φύγει. Εκείνος, εντελώς αποκαρδιωμένος ο φουκαράς, έχοντας χάσει κάθε επαφή από τα νεύρα του, του αντιγύρισε: Γιατί μου πήρες την κόλλα; Μόνο εγώ αντιγράφω εδώ μέσα; Δώσε μου την κόλλα μου πίσω, αλλιώς θα κάτσω εδώ μέχρι το τέλος! Έκατσε μέχρι το τέλος μουρμουρίζοντας. Δεν πήρε πίσω την κόλλα του. Εγώ μάλλον πρέπει να το πέρασα, γιατί θυμάμαι το φουκαρά που το ξανάδωσε χωρίς εμένα. Κάποιες φορές εκεί μέσα έκανε πολύ κρύο........ 


(Η φωτο είναι του Αλ. Αγγελούδη από τις πρόβες των Καραγκιόζικων του Ρώτα από τα παιδιά του ΦΟΘΚ και σκηνοθέτη τον Ηρακλή Δούκα, στο τροποποιημένο για τις ανάγκες της "υπερπαραγωγής" Μεγάλο Αμφιθέατρο" της Φυσικομαθηματικής Σχολής εν έτει 1976. Κάπως αλλιώς λέγεται βέβαια σήμερα, αλλά -ρε φιλαράκι- δε νομίζω δα νάχει καμιά ιδιαίτερη σημασία. Έχει;) 

-ο-ο-ο


Έξω από το κτήριο του Χημείου, την άνοιξη του 1977. [φωτ. Ν. Καμπύλης] 
Πίσω: Νίκος Παπαδόπουλος, Νίκος Καμπύλης, Γεωργία Τσερόλα, Τάκης Τσακίρης, Χάρης Γιαβής. Μπροστά: Δημήτρης Σόκουτης, Νώντας Κολιτζογιαννάκης, Κανέλα Τεκέρταλη, Γιάννης Παπαδόπουλος.


-23- 


Εκλογές στο Χημείο 
[φωτ. Νίκος Καμπύλης] 


Φοιτητικές εκλογές 


Βουλευτικές Εκλογές 1977


-24- 

Φοιτητικές παρατάξεις 

Όλα τα λουλούδια ανθισμένα! 
[αρχείο Θ. Μπελίτσος]




-25-





Ναυάγια στα Κάστρα 

Θοδωρής Μπελίτσος 

Ήταν κάτι σαββατόβραδα στα Κάστρα που δεν θέλαμε να ξημερώσουν. Το τι ξύδι πίναμε εκεί, δεν λέγεται. Τραγούδι; Οι βατραχοφωνάρες μας ακούγονταν ως την Καμάρα, σε όλη τη γκάμα του πενταγράμμου. Δεν υπήρχε νότα που δεν την σκοτώσαμε και μουσικός που μας άκουσε και δεν αυτοκτόνησε. Ρεπερτόριο; Από Καζαντζίδη μέχρι Πάνο Τζαβέλλα. Γιατί, ως γνωστόν, τα ξύδια κι η επανάσταση πάνε μαζί. Και «νύχτες με δυο φεγγάρια» είδαμε και «ήλιο σαν αχινό κι ερωτευμένα πουλιά και ψάρια να κολυμπάνε στον ουρανό». Το χάραμα, ζωντανά ναυάγια, ψάχναμε καρνάγιο για επισκευή, ένα πάπλωμα σε ένα κάποιο δωμάτιο να χωθούμε. Κι είχαμε και την αγωνία να μην περάσει νωρίς ο συμπαθής Κνίτης με τον κυριακάτικο Ριζοσπάστη και διακόψει ό,τι είχε προκύψει, εάν είχε προκύψει τέλος πάντων. 
Την τελευταία μου βραδιά στην καρντασούπολη είπα να την περάσω με δυο-τρεις φίλους, καραβοτσακισμένους σαν κι εμένα, που είχαν ξεμείνει στην πόλη έρμαια των ανέμων κάθε εξεταστικής που άλλαζαν ρότα ανάλογα με τις διαθέσεις καθηγητών, επιμελητών και λοιπών αρμοδίων. Μόλις είχα ορκιστεί. Είχα παραλάβει το πτυχίο από τα χέρια του Γιαννακουδάκη, του ίδιου που λίγους μήνες ενωρίτερα με ρωτούσε ειρωνικά «είστε φοιτητής, εδώ;» κάποτε που πήγα να ρωτήσω την επίδοσή μου στη Φυσικοχημεία 2, ακροτελεύτιο εμπόδιο ώστε να πάω επί τέλους φαντάρος· «να δεις και συ τι θα κάνεις στη ζωή σου», όπως αγωνιούσε η μάνα στο τηλέφωνο και με έριχνε στο φιλότιμο: «υπάρχουν και τα μικρότερα αδέρφια σου, ο πατέρας αγκομαχάει για το μηνιάτικο» κι άλλα τέτοια ψυχοπονιάρικα. 
Αλλά μην το βασανίζω άλλο. Πήρα το περιπόθητο πτυχίο κι έδωσα τον «νενομισμένον όρκον», χωρίς τήβεννο κι άλλα αποκριάτικα που δεν συνηθίζονταν τότε. Υπάρχουν και οι σχετικές φωτογραφίες -ας είναι καλά ο Χάρης, ο μόνιμος φωτογράφος μου- οι οποίες αποδεικνύουν το αληθές του πράγματος, διότι τελευταία πολλοί μοστράρουν κορνίζες με γιαλαντζί πτυχία και κλέβουν τις θέσεις της εξουσίας· άλλο ζήτημα αυτό, ας μην ξεφύγω. 
Οι δυο-τρεις αιώνιοι φοιτητές που μέναμε μαζί σε ένα ερείπιο στην Κολόμβου, με συγκίνησαν σφόδρα, αφού είχαν την έμπνευση να μου απονείμουν το κύπελλο του πτυχιούχου, ως τον πρώτο της συντροφιάς που πήρε πτυχίο. Κάπου υπήρχε μια φωτογραφία και με αυτό αλλά δεν την βρίσκω. Σπεύσαμε περιχαρείς να πανηγυρίσουμε στον Λευκό Πύργο. Οι οπαδοί δεν ακολούθησαν αλλά πανηγύρισα μόνος μου με αυτοσχέδιο γηπεδικό συνθηματάκι: «το έζησα κι αυτό, το έζησα κι αυτό, κύπελλο κυανέρυθρο στον Πύργο το Λευκό», καθότι μάλλον ήμουν ο πρώτος, ίσως και ο μόνος, πάνθηρας που πήρε κύπελλο στη Θεσσαλονίκη. 

-26- 

Καταλήξαμε, πού αλλού, στα Κάστρα. Η βαλίτσα έτοιμη, στη μία τη νύχτα περνούσε το τρένο που ερχόταν από Γιουγκοσλαβία, και μετά η Σαλονίκη θα αποτελούσε μια γλυκιά ανάμνηση. 
Ήπιαμε, τι ήπιαμε, δεν θυμάμαι. Χορέψαμε, τι χορέψαμε, ούτε αυτό θυμάμαι. Όχι το τρένο των μία, ούτε το τρένο φεύγει στις οκτώ, δεν πρόλαβα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ένα κουδούνισμα στην πόρτα να τρυπάει τ’ αυτί μου, έναν ήλιο από μια γρίλια να με τυφλώνει και ένα παράφωνο κασετόφωνο να κλαίει στη γειτονιά: «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια». 
Και στα Κάστρα· ναυαγούν και στα Κάστρα, ψιθύρισα. 

[Οι φωτογραφίες της ορκωμοσίας είναι του Χάρη Γιαβή. Στη δεξιά η χειραψία μου με τον Γιαννακουδάκη. Στην αριστερή οι φυσιογνωμίες είναι γνωστές αλλά από ονόματα θυμάμαι μόνο τον Γιάννη Αλωνάρη (ο δεύτερος από δεξιά με το μουστάκι) και την Μαρία Κουνέλη (η ψηλή πίσω από την κοπέλα με τα γυαλιά)]. 


-ο-ο-ο




28 Ιουνίου 1980 
Πτυχιούχος! 
Έξω από στο Χημείο
με το Χάρη Γιαβή
για μια τελευταία φωτογραφία
πριν από την αναχώρηση
για άλλες πολιτείες.


Το «Υποβρύχιο» στην Τούμπα.             Το ξημέρωμα, σαλέπι ζεστό για το στομάχι. 
[φωτ. Ν. Καμπύλης]


-27-



Πάμε Σύνταγμα μέσω Θεσσαλονίκης; 
(Όλυμπος – Νάουσα) 

Νικόλας Παναγιωτόπουλος 


Έχω την αίσθηση – και συμπαθάτε με αν κάνω λάθος – πως όλα αυτά τα παράδοξα των τελευταίων ετών σε αυτόν τον τόπο, ακουμπάνε πρωταρχικά σε μία μάλλον εύπεπτη και εν πολλοίς γλυκανάλατη τσουλήθρα, που τεχνηέντως βαφτίσαμε κατόπιν περισπούδαστα «Πτώση Αξιών». Μετά, τη στήσαμε μπάστακα σαν το Δρομέα, αυτό το αηδιαστικό πράσινο που τρέχει και δυστυχώς το ρημάδι δεν χαλάει να το εξαφανίσουνε μπας και ηρεμήσουν τα μάτια μας. Άσε που έτσι και το πιάσεις κόβεσαι σαν κι αυτούς που το γυρνάνε από δώ κι από κει γιατί δεν έχουν τι να το κάνουν. 
Στο τέλος πάντως, απλώσαμε χαλαρά στην τηλεόραση μια αρίδα από δω ίσα με απέκει, γυρίσαμε μία δεξιά και μια αριστερά νωχελικά τη μισογεμάτη κεφάλα μας και ανάψαμε πασαλίδικα ένα βαρύ τσιγάρο. Το που θάπεφταν οι στάχτες βέβαια, ήταν και παραμένει παγερά αδιάφορο. Δεν θα ψάξω για αιτίες, γιατί έτσι τελικά μπορεί και να χαλάσουμε τις καρδιές μας. Εντάξει. Έχουμε πλέον εξαντλήσει όλες τις κινήσεις, αλλά ο πονοκέφαλος πονοκέφαλος. Γι αυτό, από αλλού θέλω να δούμε το θέμα. 
Άλλωστε, πιο πολλά μοιράζεσαι γνωστικά όταν ακούς, παρά όταν το ξεφτιλίζεις στις ξυλοκουβέντες. Εύκολα, αν παίξεις τη RAM σου λίγο μπρος-πίσω, εκεί θα καταλήξεις και συ, όπως άλλωστε και γω λίγο πιο πριν αλλά και όσες άλλες φορές πιο παλιά το αναρωτήθηκα. Εδώ λοιπόν, ξέρω ότι απέναντί μου στέκεται και με προκαλεί ένα κάτι τις ασαφές, ένα μάλλον τίποτα. Για σένα και τη φαντασία σου ας του δώσουμε ένα άλλο όνομα για να μην του χαλάσω τη μόστρα. Ας το πούμε « κενό». 
Αυτό το «κενό» με αφουγκράζεται. 
Αυτό το «κενό» σε αφουγκράζεται. 
Από μεριάς του βέβαια, δε μπορεί να κάνει και κάτι άλλο! 
Κάποιος όμως πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα. Ποιό είναι αυτό, πότε και πώς, είναι αυτό που χωρίζει τη «στατική στιγμή» από το «δυναμικό πάω». Αν δεις αυτά τα δύο σαν σημεία ονειρικά, όπως τους πρέπει, κάπως θα δεις ότι συνδέονται. Η σύνδεσή τους, εν είδει γεφυριού, έχει ένα όνομα πολλά χρόνια τώρα. 
Πιθανώς να φορτίζεται νοηματικά και να εκφορείται ηχητικά με κάτι σαν «Αξιοπρέπεια». Αν παίζει ακόμη αυτή η λέξη. Ξέρεις, αυτή που χάθηκε από τότε που μια άλλη ροκιά, το «Φιλότιμο», κατάντησε τσολιαδάκι MADE IN CHINA για καλτσωμένους με πέδιλα στο Μοναστηράκι. Ή από τότε που ντόπιοι τσίφτες, χαμένοι πίσω από τις έντεχνες τσίκνες των ιθαγενών σουβλακερί με περιούσιο - τζάμπα - είδος την άρπα κόλα ΣΥΓΝΩΜΗ, γελάνε προκλητικά και ατιμώρητα μπροστά στα μούτρα μας.Ή από τότε που το παγωμένο χαμόγελο


 -28- 


της άγνοιας κάποιων θεωρητικά δικών μας, απέναντι στην όποια άνεση και γνώση κάποιων θεωρητικά αλλοτρίων, μας αφήνει αδιαμαρτύρητα άφωνους όσο και εκστατικά κοκαλωμένους. 
Και δε σχετίζεται ούτε με το «κερδίζω» ούτε με το «χάνω». Αλλά με το ποιός ΕΣΥ (πραγματικά) ΕΙσαι. Και κυρίως που θέλουνε να σε πάνε.



Κάθε φοιτητικό μου μεσημέρι στη Σαλονίκη, κατά τις 2, με την προϋπόθεση ότι υπήρχαν λεφτά, έφευγα με το μοτοποδήλατο από τις Σαράντα Εκκλησιές και κατέβαινα ΌλυμποςΝάουσα για φαγητό σε πακέτο. Ψώνιζα για μένα, τους συγκατοίκους και όποιες άλλες υπάρξεις μας έκαναν την τιμή να φάνε μαζί μας. 
Τα γεροντάκια στο ταμείο ήταν τόσο συμπαθητικά! 
Όρθια πάντα πίσω από εκείνο τον πάγκο που έβλεπες φάτσα κάρτα μπαίνοντας, δεν είδα ποτέ να είναι χωρίς αυτό το τυπικό κουστουμάκι, τη γραβάτα, ένα γέρικο πλην αληθινό χαμόγελο, ένα «καλωσήλθατε» που μόνο στη Σαλονίκη έχουν ένα ιδιαίτερο τρόπο να λένε απ’ την ψυχή τους και να είναι, ενώ παράλληλα περνούσαν με μολυβάκι στα κατάστιχα ότι τα γκαρσόνια τους έδειχναν πάνω στους δίσκους να «χτυπήσουν», κάπου στη μέση της πορεία τους προς τα αριστοτεχνικά στημένα τραπέζια με τους εκλεκτούς εξ ορισμού πελάτες. 
Ποτέ δεν κατάλαβα αυτός ο τίτλος «Όλυμπος – Νάουσα» τι έκρυβε από πίσω του, για να είμαι ειλικρινής, αλλά δε νομίζω να μας μπερδεύει και ιδιαίτερα εδώ αυτό. Μεταξύ μας, εγώ θεωρούσα ότι πότε το ένα γερόντι ήταν ο Όλυμπος και πότε η Νάουσα και τούμπαλιν, αλλά ιστορικά ρε παιδί μου δεν έκατσε ποτέ να ρωτήσω μπας και το επαληθεύσω! Αυτές άλλωστε ήταν συνήθεις σκέψεις της μοναξιάς μου, όταν πήγαινα σε αυτό το άντρο της ευγένειας μόνος και κάθε φορά έμπαιναν σα σκέψεις για να μπαίνουν για το όσο περίμενα και μέχρι νεωτέρας. 
Αρκετές φορές όμως, εύρισκα καθισμένους στην ενδοχώρα πελάτες φίλους, οπότε έπινα πιθανόν και κάτι μαζί τους, όση ώρα περίμενα για να «με ετοιμάσουν»! Συνήθως παρκάριζα ακριβώς απέξω, αφήνοντας κρεμασμένο το κράνος στο τιμόνι. Μέχρι που κάποια φορά, βγαίνοντας έξω, βρήκα μόνο το κράνος... 
Επειδή όμως ο διάολος έχει πολλά ποδάρια, το ίδιο βράδυ έπιασα το μηχανάκι μου με τον κλέφτη επάνω. Βιαζόταν λέει να πάει κάπου και το βούτηξε! Πτυχίο πήρα. Άρα, όπως καταλαβαίνετε, δεν τον σκότωσα. Τελείως τουλάχιστον... 
Μία άλλη φορά, φτάσαμε στην είσοδο μαζί με το Μάνο Κατράκη. Συνοδευόταν από τη γυναίκα του. Στην είσοδο έκανε συνήθως πιάτσα ένας συγκεκριμένος λαχειοπώλης. 
«Τι μου κάνεις μωρέ; Είσαι καλά;» είπε το θεατρικό τέρας στον λαχειοπώλη με εκείνη τη φωνή που σάρωνε. 
Θυμάμαι τη στιγμή σαν τώρα. Όχι τόσο για τη φωνή. Αλλά για τη χειρονομία του θεατρανθρώπου αυτού που πέρασε τεχνηέντως και βουβά ένα χαρτονόμισμα των 50 δραχμών στον πλανόδιο, για να εισπράξει ένα σιωπηλό «Σε ευχαριστώ», μετατρέποντας μπροστά στα απορημένα μάτια μου το μεγάλο σε απέριττο και τη βραχνάδα σε ανθρωπιά ενός αγνώστου μέχρι τότε επιπέδου, μην πω και μέχρι σήμερα. 

-29- 

Για την είσοδο αυτή, τη στιγμή, τη φωνή, τον αέρα, τη σιωπή του χρόνου, τα αμφιθέατρα, τα θέατρα, το άχρωμο σήμερα, το απλό γαμώτο, Μάνο Κατράκη σε ευχαριστώ... 
Ετεροχρονισμένα ή μη, δεν έχει δα και καμιά σημασία... 
Το Όλυμπος-Νάουσα άλλωστε, δεν υπάρχει πιά εδώ και χρόνια. Ένα μεγάλο μέρος της καρδιάς μου για τη Θεσσαλονίκη χάθηκε με αυτό. Τα μαύρα παντελόνια με τα άψογα λευκά σακάκια, τα σχεδόν κολλαρισμένα από του πλυσίματος την επανάληψη, αλλά και τα άψογα κολλαριστά τραπεζομάντηλα με τα πετσετάκια τα πάνινα και τα ποτήρια τα ζεστά, πέρασαν πια στην ιστορία. 
Δεν ξέρω εκείνο το κομμάτι της παραλίας, εκτός από την πάγια μουρμούρα των κυμάτων, πόσα στο εξής θάχει να σκέφτεται. Σίγουρα πάντως, θα έχει να προβληματιστεί σοβαρά για μία έστω και στοιχειωδώς επάξια συνέχεια, αν σέβεται και στο ελάχιστο τα κίτρινα παραλιακά φώτα της ομίχλης που της κάνουν παρέα εδώ και χρόνια. 
Εγώ πάντως, ταμπουρωμένος πίσω από τον προσωπικό μου συμβιβασμό, δεν μπορώ να πω πως δεν σκέπτομαι αυτό που οι Κινέζοι στοιχειοθετούν σκελετικά σε λόγο και περισπούδαστα πετάνε, πως «Ότι ανεβαίνει κάποτε θα πέσει». Στην προκείμενη περίπτωση, το εστιατόριο που κράτησε σταθερή την ποιότητα φαγητού, εξυπηρέτησης και κοσμιότητας, σε μια πόλη που κουβαλάει κατά κόρον πονεμένες μυρωδιές από χαμένες πατρίδες, πέρασε αξιοπρεπώς το αιώνιο λευκό του πίσω από το πέπλο του «υπάρχω». 
Σε αυτό που κάποιοι αναίσχυντα ίσως και να λένε «in», χάθηκε τελευταία και η πλώρη του, διακριτικά, φιλήσυχα, αρμονικά, σχεδόν φιλόξενα, σε αυτή τη θάλασσα που όλοι μας καλούμε παρελθόν. 
Ίσως γιατί μπορεί και να ξεπεράστηκε. 
Ίσως γιατί και κτιριακά να μην άντεχε άλλο. 
Ίσως γιατί χάθηκε το γεροντάκι Όλυμπος και το φιλαράκι του τον πήρε στο κατόπι σύντομα μαζί με τις μαυρομύτες, τον πάγκο και την ευγένεια πριν ο επόμενος «καλωσήλθατε» αντικαταστάτης βρεθεί. 
Να σου πω όμως κάτι; 
Όσα χρόνια εγώ τόζησα -και υποθέτω χιλιάδες πριν αλλά και μετά από μένα- ήταν πάντα ένα σημείο αναφοράς. Γιατί εκτός των άλλων δεν έβαλε ποτέ νερό στο κρασί του. Ή γιατί η ιστορία του δε φτήνυνε σε πείσμα καιρών σάπιων ακόμη και σε περιπτώσεις αντιπαράθεσης με μεταγενέστερα υποκατάστατα -χωρίς αμφιβολία- αξιακώς υπερτιμημένων. Ή γιατί η πραγματική Ιστορία αν θες, γράφεται από απλούς καθημερινούς ανθρώπους που το στίγμα τους περνάει τεχνηέντως κατόπιν στα αζήτητα, επειδή κάποιους κατοπινούς «στεγνούς» απλά ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΒΟΛΕΥΕΙ. 
Υπό το πρίσμα αυτό, αν και εξυπηρέτησε ισότιμα από βασιλείς μέχρι απλά φοιτητάκια σαν και μένα, έσβησε γλυκά στην ιστορία αφήνοντας πίσω του αυτό που σήμερα λίγοι απολαμβάνουν επάξια. 
Μια αξιοπρέπεια που δικαιωματικά ανέκαθεν το περιέβαλε. 
Μέσα στην αγκαλιά της, άφησε την τελευταία του πνοή κι αυτό...

 -ο-ο-ο-




-30-



Δελφοί. 

Μηδέν άγαν (τίποτε δεν είναι ολοκληρωμένο) 
Δελφοί.
 Γνώθι σαυτόν.(Να ξέρεις ποιός είσαι) 
Ανάμεσά τους ΕΙ (συνειδητά να ΕΙσαι) 
Αθήνα. 
Σε σένα μιλάω ταξιδιώτη μου, αν 
και για όλα όσα ακολουθούν, ξέρεις ρωτώ και μένα: 
- Θες να είσαι στο 500 π.Χ. ή προτιμάς 2015 μ.Χ.; 
- Θες να είσαι στην Πνύκα ή προτιμάς Σύνταγμα; 
Σε σένα 
που απορίες λες σε γέμισαν, μ’ απάντηση δεν πήρες, 
μετά είπες σε πούλησαν κι έτσι μπορεί να ήταν 
και γω ήδη βαρέθηκα να λέω πως πάω γι άλλα. 
Μαντάτα που ’ψαξες να βρεις μπας και σωθεί η πόλη, 
τα ξύλινα τα τείχη σου όπου κι αν πας, ’δώ ήταν! 
Τη γλώσσα τους σε ξέμαθαν να ακούς, μα σου μιλούν αιώνες! 
Δεν τα ακούς περίτεχνα της δάφνης τα χαμένα; 
Εγώ πάντως που έφυγα ψάχνοντας γιατροσόφι,
 στα ξύλινα με γύρισαν ευθύς και προς τα με ρωτάω. 
Πάνω τους, μόνη, σιωπηλή γυρνά βαριά μία κόρη. 
Ευθυτενής λένε, κι απόμακρη, μα ίσως και να σφάλλουν.
 «Αξιοπρέπεια» τη φώναζαν οι εκεί, μα θα ξαναρωτήσω. 
Ε δε μπορεί, στο Σύνταγμα που μου ’πανε για νάρθω, 
από την τρύπα όταν θα βγω κι από τη γκρι βολή μου 
κάποιος θα ξέρει να μου πει, κάτι, να μου τη δείξει. 
Αν λύσω τη γραβάτα μου και με νομίσουν ίδιο 
μπορεί και κάποιος να μου πει πως ίσως τη γνωρίζει... 

Νικόλας Παναγιωτόπουλος


 -ο-ο-ο


-31-





Μυρωδιά πικραμύγδαλου 



Θοδωρής Μπελίτσος 



-Има соба, има соба, ИМА СОБА!!! Στην τρίτη κραυγή ξύπνησα. Μια εξαίσια μυρωδιά πικραμύγδαλου ένιωσα να αιωρείται στο δωμάτιο καθώς ακόμα βρισκόμουν ανάμεσα στο ξύπνιο και στο όνειρο. Τι όνειρο κι αυτό! Στη Θεσσαλονίκη, λέει· φοιτητής, λέει· στα εργαστήρια Οργανικής λέει, παλεύω να φτιάξω κάτι ακολουθώντας μια συνταγή. Αυτό δεν «λέει» μόνο, όντως συνέβη. Σ’ εμένα έκατσε η βενζαλδεΰδη. Δεν ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα κι όταν διάβασα τη διαδικασία παρασκευής, ακόμα λιγότερο. 
Αμυδρά θυμάμαι κάτι ατέλειωτους βρασμούς bain-marie (σε υδρόλουτρο, στην απλή ελληνική χημική διάλεκτο), συνεχόμενη ορθοστασία για τον έλεγχο της θερμοκρασίας κι έπειτα κάτι διχρωμικά κάλια και θειικά οξέα που είχαν καταστρέψει παντελόνια και παντελόνια. Κι όταν επιτέλους έφτασε η ώρα της αναθεματισμένης απόσταξης, σιγανή φωτιά στον Bunsen για να φύγει πρώτα το οινόπνευμα (αιθανόλη το λέγαμε εμείς), να φύγουν και οι υδρατμοί, κι ύστερα αγωνία ώσπου να φτάσει το θερμόμετρο στους 178 για να βγουν διστακτικά πέντε-έξι σταγόνες στην άκρη του ψυκτήρα, από τις οποίες οι μισές γίνονταν ατμός, τις έψαχνες στο ταβάνι του εργαστήριου, τις κυνηγούσες να μην βγουν από τους αεραγωγούς και τις έχανες στην πλατεία του Χημείου. Οπότε, φτου κι απ’ την αρχή. 
Ε, λοιπόν, ενώ την είχα μισήσει την βενζαλδεΰδη, μόλις ένιωσα τη μυρωδιά των ατμών της, ξετρελάθηκα. Το άρωμα πικραμύγδαλου που απλώθηκε στο εργαστήριο, σε ανέβαζε σε τέτοια ύψη που έλεγες, δωσ’ μου αντιδραστήρια να ξαναρχίσω. 
Τι σου είναι η χημεία, φίλε μου! Πέντε καρβουνάκια ζευγαρωμένα με τις υδρογονίτσες τους, πιασμένα σε κύκλο με ένα έκτο, προσπαθούν να συγκρατήσουν το έβδομο αδερφάκι τους, το πιο τσαχπίνικο, που ερωτεύτηκε μια οξυγονίτσα και προσπαθεί να την κάνει από το μαντρί. 
Ε, σ’ αυτό το ερωτευμένο ζευγάρι οφείλεται το θεσπέσιο άρωμα, η μοσκοβολτάδα που απλώνεται στον αγέρα, όταν σπάζει κανείς πικραμύγδαλα, κουκούτσια από βερίκοκα ή ροδάκινα. Από κει την αιχμαλωτίζουν οι χημικοί μέσα σε σαπούνια, οδοντόκρεμες, καλλυντικά, γλυκά, ακόμα και σε φάρμακα. Ένα ανυπότακτο ζευγάρι χημικών στοιχείων δημιουργεί τόση απόλαυση. Έτσι είναι. Η ομορφιά πάντα οφείλεται στη διαφορετικότητα. Τα λέει η φύση, αλλά ποιος τη διαβάζει; 
Ζαλισμένος από την ονειροπόληση, τη δεύτερη φορά είπα να αφήσω τον ψυκτήρα να ζεσταθεί, ώστε να χαρμανιάσουμε ομαδικώς, αλλά το άγρυπνο μάτι της βοηθού με προσγείωσε. 
-Τον ψυκτήρα κ. Μπελίτσο, μην ξανακάνετε το ίδιο λάθος! 
-Τον ψυκτήρα! Ξαναείπε πιο επιτακτικά, σαν είδε πως έκανα τον κουφό. 
Τώρα πώς στο όνειρο η φωνή της βοηθού έγινε «има соба», άντε να βρεις άκρη. Όνειρα είναι αυτά, ό,τι θένε δείχνουν. 

-32- 


«Има соба» ήταν μια τσίγκινη ή χαρτονένια ταμπελίτσα που έβλεπες σε δεκάδες μαγαζιά στη Βενιζέλου, στη Δραγούμη, στην Εγνατία, στην Αντιγονιδών, ανεξαρτήτως εμπορικού αντικειμένου, παντού. Ρουχάδικα, παπουτσάδικα, ρολογάδικα, γυαλοπωλεία, δισκάδικα, παγωτατζίδικα, φαγάδικα, ακόμα και τα περίπτερα, ένα «има соба» το είχαν. Η εξήγηση είναι απλή. Κάθε ΣΚ αριβάρανε, από Σκόπια μεριά, εκατοντάδες Γιουγκοσλάβοι για ψώνια. «Има соба» πάει να πει σλαβιστί, «υπάρχει δωμάτιο»· «rooms to let» που λέμε σε άπταιστα τουριστικά ελληνικά. 
Οι Γιουγκοσλάβοι ήταν η χαρά του μαγαζάτορα και του ξενοδόχου. Κάνανε τα ψώνια τους, πίνανε το ούζο τους στον «Τόττη» στην Αριστοτέλους, τρώγανε τα τρίγωνα Πανοράματος και γέμιζε ο μπεζαχτάς δολάρια και μάρκα· και τα δηνάρια, στην ανάγκη, καλοδεχούμενα ήταν. Εντυπωσιακές Σλάβες, με κόκκινο βαμμένο μαλλί, προκαλούσαν αίσθηση στην Ερμού, στην Παύλου Μελά και στην Τσιμισκή και γοήτευαν τους επίδοξους εραστές της πόλης. Πανύψηλοι Βέλιμιρ, Γιόβαν, Μπόρις, Ντράγκαν, Πέτκο και με άλλα παρόμοια και δυσκολότερα ονόματα, με ακόμα πιο εξωτικές καταλήξεις-γλωσσοδέτες, διαβάζανε αραχτοί στις καφετέριες τη «Нова Македонија», χωρίς κανείς να ενοχλείται ιδιαίτερα τότε, αφού παραδίπλα ευσταλείς Σαλονικείς ξεφύλλιζαν τη χορταστική «Μακεδονία» της Κυριακής. 
Φαίνεται, ακόμα κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα το μεθυστικό άρωμα πικραμύγδαλου που γαλήνευε τα θέλω και τα εγώ. Τώρα που το σκέπτομαι, σε αυτό το γαλήνεμα των ενστίκτων μπορεί να είχαν συμβάλει λίγο και οι αποτυχημένες μου προσπάθειες να τιθασεύσω τη βενζαλδεΰδη στο μπουκαλάκι της. 

Έγραφα στο «Ζωές μετά...» πως η όσφρηση είναι η πιο παρεξηγημένη αίσθηση καθώς η μυρωδιά δεν πιάνεται. Αιωρείται. Τη νιώθεις αλλά δεν υπάρχει κιόλας. Αυτό είναι που την κάνει γοητευτική. Δεν αποθηκεύεται ούτε αρχειοθετείται. Είναι το λανθάνον τεκμήριο του πολιτισμού. Κάτι σαν τα κουάρκ. Δεν τα βλέπεις, δεν τα ακούς αλλά νιώθεις την ύπαρξή τους στα ελάχιστα μικρο-κλάσματα του δευτερολέπτου που ζουν. Έτσι κι η μυρωδιά εμφανίζεται για μια στιγμή και χάνεται. Αλλά αυτή τη μοναδική στιγμή μπορεί να αλλάξει την πορεία μιας ζωής, την πορεία μιας σχέσης, τις τύχες του κόσμου. Αν είναι μεθυστική, προκαλεί ευφορία και διάθεση συνδιαλλαγής και φιλίας. Αν είναι βαριά και καταθλιπτική, μπορεί να οδηγήσει σε βιασμό σώματος και ψυχής, ακόμα και σε πόλεμο. 
Έχουμε και λέμε, λοιπόν. Η όραση δημιουργεί ψευδαισθήσεις και προσδοκίες. Η ακοή βάζει τα πράγματα στη θέση τους· επαληθεύει ή διαψεύδει τη φαντασίωση. Φτάνει να θες ν’ ακούσεις! Μα για να την βρεις την αλήθεια, δεν αρκεί η διαπεραστική όραση και η καλή ακοή. Πρωτίστως απαιτείται ευαίσθητη όσφρηση και απαλή αφή. Η όσφρηση ολοκληρώνει τις σχέσεις· και το χάδι τις στερεώνει και τις κρατά σφιχτοδεμένες. Μόνο μη ξεπέσεις στη γεύση· καταναλωτική αίσθηση, καταστρέφει ό,τι δημιουργούν οι υπόλοιπες. 

Αυτό συνέβη μάλλον κι εδώ, στα Βαλκάνια εννοώ. Κάποιοι γελάστηκαν από το άρωμα και έκαναν το λάθος να δαγκώσουν το πικραμύγδαλο. Η ευφορία μετατράπηκε σε δηλητήριο, το δηλητήριο σε μίσος, το μίσος σε αρρώστια και η αρρώστια σε επιδημία που απλώθηκε και κατέστρεψε κάθε όμορφο όνειρο. 
-Κάτι σου έχει πέσει δίπλα στο κρεβάτι. Η φωνή της γυναίκας μου με επανέφερε στην πραγματικότητα. 
Έσκυψα και είδα ένα μισάνοιχτο μπουκαλάκι, από αυτά τα παλιά των ενέσεων με τη λαστιχένια τάπα, με την ετικέτα «Εργαστήριον Οργανικής Χημείας, παρασκευή βενζαλδεΰδης». Θυμήθηκα. Αποβραδίς, ψάχνοντας υλικό για το αφιέρωμα, το είχα ανακαλύψει σε μια κούτα με διάφορα ενθύμια και το μυαλό μου πέταξε σε κείνα τα χρόνια. Το πήρα στα χέρια μου. Ακόμα ανέδυε τη μυρωδιά πικραμύγδαλου που τόσες μνήμες είχε ανασύρει: «има соба», άντε να καταλάβει ο άλλος. Μια τρελή σκέψη πέρασε προς στιγμή από το μυαλό μου, αλλά μέσα στο φιαλίδιο είχε απομείνει ελάχιστη ποσότητα πλέον.
 Το τάπωσα ευλαβικά και το κράτησα «δι’ ιδίαν χρήσιν».

-33-




 Στα εργαστήρια 
[φωτ. Νίκος Καμπύλης] 



18-12-1976 Εργαστήριο
Ποσοτικής Ανάλυσης


Από τα αριστερά:
Νίκος Καμπύλης
Γιώργος Κονιδάκης
Μερκούρης Κανατζίδης
Βύρων Σισμανίδης
Δημήτρης Γκουντάνης
[;]
Τάκης Τσακίρης
Θαν. Τσιόλκας [εμπρός]





Δευτεροετείς στο Εργαστήριο
Ποσοτικής Ανάλυσης, 19 Δεκ. 1976. Νέοι και ωραίοι!


Από τα αριστερά:
Γιώργος Κονιδάκης,
Νίκος Καμπύλης,
Βύρων Σισμανίδης,
Κώστας Ευαγγέλου,
Θανάσης Τσιόλκας,
Χριστίνα Τομαζινάκη,
Δημήτρης Γκουντάνης.
[;]




Εργαστήριο Ποσοτικής

Δεξιά ο κλίβανος

Νίκος Καμπύλης
Χριστίνα Τομαζινάκη
Θανάσης Τσιόλκας









-34- 



Εργαστηρίων συνέχεια 




Εργαστήρια Ποιοτικής
Α΄ έτος, 1975


Αναγνωρίζονται:
Αριστερά: Αθ. Καψάλης, Χρ. Σταυράτης, Τάσος Καλαμπόκας,
ένας Ιορδανός, Δημ. Ντάσιος,
Κ. Ζαμβρακίδης & 10ος στο βάθος με το μακρύ μαλλί ο Ιωσήφ Μανίκης.
Δεξιά: Σανλίογλου, Κλημεντίδου
και μετά τα δύο αγόρια η έτερη Σανλίογλου.
[φωτ. Ιωσήφ Μανίκης]







Εργαστήριο Τροφίμων, 13 Απριλίου 1979 
Γιάννης Παπαδόπουλος, Θοδωρής Μπελίτσος, Σπύρος Παπακωνσταντίου, Ντέπυ Παντελίδου 


Κονιδάκης, Καμπύλης, Μισοπολινού



-35-



Πάμε Εστίες ρεεε! 

Νικόλας Παναγιωτόπουλος 

Εκείνο το μεσημέρι του βλαμμένου Ιούνη, πρέπει ο Αίολος να κοίταζε επίτηδες αλλού, σε αντίθεση με τον ήλιο που μας είχε καρφώσει στο κατακέφαλο και τάχαμε συνεπώς όλοι οι εν Σαλονίκη παίξει. 
Ήταν εξεταστική περίοδος, εντάξει, αλλά μέσα στο μεσημεριανό βαλάντωμα ένας υπνάκος με ανοιχτό το μπροστινό παραθύρι αλλά και πάγια επίσης το πίσω του φωταγωγού για ρεύμα, ήταν μέσα στην ησυχία το απόλυτο. 
Αυτό το απόλυτο όμως διάλεξε να διαταράξει η κεφάλα του Τσονίδη που παραμέρισε τις κουρτινούλες και χώθηκε στην ηρεμία μου μπερδεύοντας όπως πάντα συλλαβές και ήχους αλά Ορεστιάδα στυλ, όπως μόνο αυτός ήξερε. 
-Πστ ρε, κοιμάσαι; Κακώς κάνεις. Ντύσου ατάκα και πάμε Εστίες! 
-Τσονίδη παίρνεις κάτι; Τι να κάνουμε δικέ μου στις Εστίες μεσημεριάτικα; Εδώ δεν έχει τίποτε της προκοπής στο καταχείμωνο, τι ζόρι τραβάμε να τρέχουμε εκεί με τη ζέστη του κερατά; 
-Έχω δίσκο ρε, έχω δίσκο άπαιχτο σου λέω! Τον ακούω ώρες τώρα στην αίθουσα μουσικής με τον ενισχυτή και ψάχνω κι άλλους για να τη βρούμε παρέα! Πάρε την ΕΚΟ σου και έλα, θα με θυμηθείς! 
-Τσονίδη κοιμάμαι! Γιατί δεν τον φέρνεις εδώ να τον παίξουμε στο Thorens; 
-Στα τέτοια μας, πάρε την ΕΚΟ κι έλα! Θέλω Watt, κατάλαβες; μου πέταξε κατάμουτρα και βγήκε από το παράθυρο, που στο μεταξύ μου είχε στρογγυλοκάτσει. Το ημιυπογειάκι μου βλέπεις, πρέπει να ήταν το μοναδικό στις Σαράντα Εκκλησίες που αν και το μισό μέσα στο χώμα χάζευε, μαζί με μένα σαν ήμουν όρθιος, όλη τη Σαλονίκη. Με μια προϋπόθεση: Να μην είχε παρκάρει κανένας μπροστά στο παράθυρό μου.
 -Ο άλλος ο ρουφιάνος λες να είναι εδώ; συνέχισε, έχοντας ήδη σταθεί όρθιος απέξω, Να τον παίρναμε μαζί να μην κλαίει. 
-Τον Κλέαρχο εννοείς ρε χαμένε; 
-Ποιόν άλλο; 
-Το πιθανότερο είναι ότι κοιμάται. Δεν τον ξεσηκώνω, γιατί πιθανότατα είναι ξενύχτης. 
Ο Κλέαρχος έμενε δύο ορόφους πιο πάνω από μένα βλέπεις, και τα δύο φοιτητόσπιτα επικοινωνούσαν με ένα καλώδιο που ξεκίναγε από το MIC του ενισχυτή μου, μέχρι ένα 

 -36- 

δεύτερο-χεράτο/λαμπάτο ενισχυτή που είχε φτιάξει ο ίδιος και κατέληγε σε μια άδεια κούτα ΝΟΥΝΟΥ με μεγάφωνο για ηχείο. 
Για να γίνουν βέβαια όλα αυτά, περνούσε μέσω μπάνιου δικού μου, φωταγωγού της πολυκατοικίας, μπάνιου δικού του και μισού καθιστικού, κάτω από το κρεβάτι του! Η δουλειά όμως γινόταν τζάμι! 
Ο Τσονίδης είχε πει: Πιάνο ρε με κλασσικά και Χατζιδάκια και τέτοια χαΐρι δε θα κάνεις. Άκου ρε τίποτε μπλουζ σαν αυτά που ακούει αυτός ο άχρηστος -εννοώντας εμένα- και σπάσε λίγο νότες, βρώμισε λίγο τον ήχο σου και θα κάνεις ιστορία. Είσαι καλός. Ναι ήταν καλός. 
Ακόμη είναι. Ο Τσονίδης έπιανε τα ταλέντα από χιλιόμετρα. Έπαιζε βλέπεις κι αυτός. Φήμες λένε ότι παίζει ακόμα. Έτσι μου πέταξε πριν 5 μέρες ο Γκούτνερ που τον βλέπει, λόγω πόλης, αραιά και πού. Και ξέρεις, ο Τσονίδης δεν παίζει απλά. Χρωματίζει παίζοντας. Αν και ποτέ του δεν είχε κιθάρα, ό,τι έπιανε στα χέρια του, από τόξο μέχρι έγχορδο, γινόταν Gibson, ήθελε δεν ήθελε. Δεν είχα αλλά ούτε και έχω ακούσει ποτέ τέτοιο πράγμα, τέτοιο άντερο, να παίζει. 
Κάποτε, για να καταλάβεις, πήγε να πάρει μια συνέντευξη από τους Socrates. 
Τόπαιζε και κάτι σα Γιάννης Πετρίδης στη Σαλονικιώτικη ΥΕΝΕΔ βλέπεις, μπας και βγάλει κάνα φράγκο και ξεφύγει από την τρελή μιζέρια της Εστίας, ή της Αμπατζόγλου με την υγρασία της, όπου και τον είχα πρωτογνωρίσει το ’75. 
Αφού τα μίλησαν και τάπαν στο Καψής, αυτοί ξεκινήσαν πρόβα. Ο Τσονίδης έμεινε λίγο να παρακολουθεί αλλά στο τέταρτο δεν κρατήθηκε. Τον έτρωγε το βρωμόχερο, βλέπεις. -Μάγκες, μπορώ να τζαμάρω και γω λίγο μαζί σας; Να πάρω αυτήν εδώ την κιθαρούλα, άμα δε σας χαλάει; 
Έκαναν το λάθος να του πουν ναι. 5 λεπτά μετά είχε μείνει μόνος με το Σπάθα να κατεβάζει αγγέλους του ουρανού για πλάκα. Ο Τουρκογιώργης -καλά νάναι ο άνθρωπος ακόμη θα θυμάται τι έπαθε εκείνη τη μέρα. Ο Γιαννάκης ο Σπάθας, επίσης. 
-Γιατί κάνεις ρε αυτές τις μαλ… με στυλό στα μποτάκια σου; Τον ρώτησα μια φορά. 
-Για νάμαι διαφορετικός μέσα στην καθωσπρέπει Ιατρική ρε, μου απάντησε το άτομο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ήταν διαφορετικός. Κρυμμένος πίσω από κάτι αμπέχονα, που εύρισκες σε κάθε τσέπη και πέννα, κάτι τζίν της συμφοράς και αυτά τα καστόρια που είχε διακοσμήσει με BIC, προφανώς κάποια ώρα που βαριόταν, ποτέ δεν έδειξε ή ανέφερε εγωκεντρικά το τι τεράστιο ταλέντο στην κιθάρα ήταν. Αυτοδίδακτος. Μπλουζάκιας, ροκάς μέχρι κόκκαλο, έπαθε πλάκα κόσμος με το βρωμόχερό του στο σολάρισμα. Εγώ από τους πρώτους. 
-Μη σε ακούω σε λα, γκραγκ και τέτοια, θα σε τσακίσω, μου είπε όταν παίξαμε για πρώτη φορά μαζί. Θέλω να μου σβήνεις, θέλω ύφος, αίσθημα και ξέρω πως τόχεις….. 
Όταν φτάσαμε στις Εστίες εκείνο το μεσημέρι, με τράβηξε στην αίθουσα μουσικής που κράταγε τα κλειδιά. Έβγαλε τη δωδεκάχορδη ΕΚΟ μου από το κάλυμμα, με έστρωσε σε ένα κάθισμα πιο ξερό κι από παγκάκι και άνοιξε ενισχυτές, παράθυρα, πόρτες, όλα. 
-Αρχίζει το σεξ μεγάλε, μου λέει και κατέβασε το βραχίονα σε ένα δίσκο πικάπ της συμφοράς, αλλά που τα Watt ήταν υπεραρκετά για να σηκώσεις στο λεπτό δύο Εστίες στο πόδι για πλάκα. 
Και αυτό ακριβώς έκανε! 
Εγώ έμεινα. Είχε δίκιο. Το ξενοδοχείο της Καλιφόρνιας έσκισε πατώματα, καρέκλες, πιάνα, παράθυρα, έκανε ένα ντου μέχρι το βοηθητικό του Ηρακλή και νομίζω ακόμη εκεί θα είναι. 
You can check out any time you like 
But you can never leave……. 
-Πώς το κάνει ρε αυτό, να να, καλά είναι μεγάλος… Χα, κάτσε όχι δεν το κάνω σωστά, καλά είναι πολύ μεγάλος, ακουγόταν πού και πού από τον Τσονίδη, που απτόητος παρόλο τον κόσμο που είχε κατεβάσει στην αίθουσα συνέχιζε να παίζει, χαμένος σε σολάκια, ακόρντα λοξά, τζαζέ, Θεέ μου δε θέλω να θυμάμαι. 
Μετά, κόλλησε! 

-37- 

Μόλις πήγαμε στο New Kid in Town, ο Τσονίδης κέρωσε. 
-Πώς το κάνει ρε αυτό το σπάσιμο, μου λες; Καλά ζωγραφίζει το άτομο, κάτσε, όχι δεν είναι έτσι, όχι ρε, κοίτα να δεις ρε τι απλό ήταν … 
Η ΕΚΟ μου βέβαια πρέπει να είχε λαλήσει. Πώς κατάφερνε να σολάρει με δωδεκάχορδη έλα και μένα να μου πεις. 
Welcome to the Hotel California 
It’s a lovely place…
 -Το Γκούτνερ ρε, πέστου νάρθει! Πού είναι κι αυτός; Διαβάζει; Εδώ έχουμε σηκώσει όλη την κόλαση στο πόδι! φώναξε κάποια στιγμή… 
Δε θυμάμαι αν ήλθε τότε και ο Βασίλης ο Γκούτνερ, που του είχε από τότε τρελή αγάπη, γιατί ήταν κι αυτός βρωμόχερο και από ό,τι φαίνεται, είναι ακόμα. 
Θυμάμαι όμως πως όταν σηκώσαμε τη βελόνα από το πικάπ, άφθονα καντήλια, Άγιοι, Παρθένες και έτερα αγιογραφημένα ή μη, ακουγόντουσαν ανάκατα από ανδρικές και γυναικείες φωνές από την απέξω, ενώ μέσα, γύρω μας, εξελισσόταν ένα τοπίο σχετικά ομιχλώδες από τα τσιγάρα, πλην κατανυκτικό, αν και τα αυτιά μας βούιζαν ακόμη σε στυλ «ξαναβάλτο που σου λέω, ξαναβάλτο»! 
-Θα φάμε ξύλο ρε, αλλά δε γαμ… είπε το άτομο και άφησε την ΕΚΟ κάτω κοιτώντας με με εκείνο το βλέμμα, που ό,τι και νάχε κάνει σαν τσόγλανος -που εξ ορισμού ήταν- του το συγχώραγες. 
Τώρα πάντως έμαθα ότι τον φωνάζουν Χρίστο και είναι Καθηγητής Νευροχειρουργικής στο Ιπποκράτειο, ενώ ο Γκούτνερ, σα Βασίλης, καθηγητής ανάμεσα στα άλλα πουλολογίας στο Βιολογικό. 
-Ο Τσονίδης τόπαιζε από λα ενώ είναι από ρε, μούλεγε προχτές γελώντας. -Τον βλέπεις ρε Βασίλη στη Σαλονίκη; 
-Κάθε 2-3 χρόνια αδιαλείπτως μου λέει….. 
-Παίζει; 
-Πάντως έχει πια μια ακουστική, μου λέει. 
-Πστ ρε Τσονίδη, κοιμάσαι; Κακώς κάνεις. Ντύσου ατάκα και πάμε Εστίες! 
You can check out any time you like 
But you can never leave… 
Εδώ μπαίνει το σολάκι… Δώστα τώρα δικέ μουυυυυυυ!.. 

(Στη φωτο, μάλλον του Κλέαρχου, δεξιά ο Πέτρος Τριανταφύλλης, στη μέση ο Βασίλης Γκούτνερ, το PUCH του Πέτρου και αριστερά ο γράφων με τη μεταπολεμική πατρική καμπαρντίνα. «Γνώρισε δόξες εκεί πάνω πριν γεννηθείς, φρόντισε να φανείς αντάξιος» μου είχε πει ο πατέρας μου όταν μου τη χάρισε. Προσπάθησα νομίζω. Την ίδια κράτησα πάντως πάνω στη μηχανή, μέχρι και μετά το στρατό. Κάποτε την έφαγε ο σκόρος. Στην Αθήνα, όπως αργότερα κατάλαβα, αυτό είναι ένα σύνηθες φαινόμενο. Μην τολμήσεις όμως να συμφωνήσεις με αυτό το τελευταίο μαζί μου, γιατί θα μου τη σπάσεις).

 -ο-ο-ο-

-38-


Η πολιτική πανταχού παρούσα 
[φωτ. Νίκος Καμπύλης] 

Πολυτεχνείο 1978, η πορεία στην Εγνατία 



Πορεία για το Πολυτεχνείο 
του 1976 

Το μπλοκ της Φιλοσοφικής 
Μαζί με τους φοιτητές 
οι καθηγητές 
Δημ. Μαρωνίτης 
και Μαν. Ανδρόνικος
 [φωτ. Μιχ. Παππού] 






Σπανδωνή και Ερμού                              Ο νόμος πλαίσιο οδήγησε στις καταλήψεις 
Απαγορεύεται η στροφή αριστερά 
Μνήμη Γρηγόρη Λαμπράκη


-39-


Γεια χαράδρα Γκόλφω! 

Νικόλας Παναγιωτόπουλος 
-Πλάκα μου κάνεις; 
-Όχι ρε, αλήθεια σου λέω, παίζω κάτι εμβόλιμα με ένα FARFISA και προσέχω και τη φωτιά στη μέση μη σβήσει. 
-Ε, νάρθω να δω τι φωτιές βάζεις! Θα πάρω και τη δικιά σου, τη Μαρία, να δει με τι παιδί βγαίνει! Και πως είπαμε λένε την ομάδα; 
-ΦΟΘΚ, Φοιτητικός Όμιλος Θεάτρου και Κινηματογράφου. 
-Για μια στιγμή νόμισα ότι ξεκίνησες ισπανικά και δεν τόμαθα! Ποιο έργο σκοτώνετε; -Γκόλφω, του Περεσιάδη, αν θυμάσαι απ’ το Γυμνάσιο! 
-Και βέβαια θυμάμαι, ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος και το τσαρούχι σύννεφο! Έτσι τάπαμε με τον Κλέαρχο. Και κάπως έτσι άρχισε. Πήρα τελικά τη Μαρία του και πήγαμε. Κάτσαμε δίπλα-δίπλα στα τσιμέντα. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια παράσταση ποτέ στη ζωή μου. Μπορεί ξέρεις και να μην ξανάδα. 
Νομίζω ήταν η μοναδική παράσταση που έκλαψα. Έκλαψα για τα τεκταινόμενα σε ένα ανακούρκουδο ρυθμό, με μία τρελά ξέχειλη ευαισθησία, που απλωνόταν άναρχα παντού, αλλά και όσο εσύ τη ζητούσες ξανά μέσ’ την παράσταση, εκείνη έφευγε μόνη της πίσω ντροπαλή, χαμένη, σε κύματα, ακριβή… 
Δεν είχα γνωρίσει ποτέ τέτοια άτομα στη ζωή μου. Δεν θα υπερβάλω καθόλου λέγοντας πως δεν ξανασυνάντησα. Όταν μάλιστα έγινα και γω μέλος αυτής της θεατρικής ομάδας, ένα μήνα αργότερα, «Μην τις ξεσυνερίζεσαι Ζήση μου τις γυναίκες, δεν έχουν πιότερο μυαλό, ενός κοκκόρου γνώση έχουν τα παλιογύναικα, άϊντε να πάμε δώθε» με διδασκαλία Ηρακλή σε άπειρες εκφάνσεις, άνοιξε η πόρτα και έμεινα να αγναντεύω το χάος, που λεγόμουν εγώ, που λεγόταν που πάω, που λεγόταν φεγγάρι, που λεγόταν την ψάχνω γενικώς!!!! 
1977. Ένα νταμάρι πίσω από τη Φοιτητική Λέσχη στα τσιμέντα του, ήταν αρκετό για να εκτινάξει το ταλέντο του Ηρακλή και των υπολοίπων σε άλλους πλανήτες… Έκανε και περιοδεία στη Βόρεια Ελλάδα με απαύγασμα τις τρομερές συζητήσεις μετά την παράσταση της ομάδας με τον κόσμο-θεατή. Έναν κόσμο που άλλο περίμενε να δει και 

-40-

 άλλο του παιζόταν. Έναν κόσμο που είχε απολαύσει πολλά στη ζωή του μπουλούκια, αλλά το δικό μας δεν είναι καθόλου υπερβολή να ειπωθεί πως δύσκολα θα ξέχασε. 
Γιατί ήμασταν άλλοι. Μπορεί και διαφορετικοί. Προκαλούσαμε την έκρηξη και αυτή πάντα μας τιμούσε! Κυρίως από τις γιαγιάδες. Ναι, τις γιαγιάδες. 
Η φωτιά πάντα αργοσάλευε στη μέση τής πάντα υπαίθριας σκηνής και οι περιφερειακοί πυρσοί, περιέργως πως, έκαναν τα πάντα κατόπιν σιγή. Ακόμα και τότε που έχοντας παίξει ξυπόλυτοι πάνω στην άμμο, πετάξαμε τα πανωφόρια και χυθήκαμε βραδιάτικα μέσα στη θάλασσα με τους ίδιους αυτούς πυρσούς στα χέρια. Και αυτοί καίγανε, καίγανε, φωτίζανε, δροσίζανε σα νάταν φαντασμένη αυγή. 
«Πορεία μέσα στο λαό» έπαιζε τότε σε τσιτάτο η άρχουσα στο φοιτηταριό νομενκλατούρα. Χεστήκαμε ξέρεις και μεις. Αν κάποιος τόκανε ποτέ στα χρόνια μας καλύτερα, καιρός να φανερωθεί και αυτός κάπου εδώ μαζί μας… 
Γιατί μάλλον με μας ήταν ο ξεχασιάρης και δεν το θυμάται! Γιατί σε τελευταία ανάλυση εμείς το κάναμε πράξη, επειδή απλώς το γουστάραμε! 
-«Καλή σου μέρα Τάσο μου» 
-«Καλή σου μέρα Γκόλφω» 
-«Μην τάχα και μας βλέπουν;» 
-«Κανένας δε μας βλέπει». 
Χαχαχαχαχαχαχαχα. Νομίζεις………… 

Η φωτό, του Κλέαρχου βέβαια, είναι από τις πρόβες στη Νέα Ελβετία της Θεσσαλονίκης. Από αριστερά διακρίνεται η Μακρίνα Ξενίδου (τι μάννα κι αυτή), μια φίλη που έχω ξεχάσει το όνομά της (συμβαίνουν και σε μένα αυτά), ο Ηρακλής Δούκας αγορεύων (σιγά μη γράψω σχόλιο και ακούσω μετά τα σχολιανά μου), η Καιτούλα Νικηταϊδου (τι έρως κι αυτός), ο (πολύς) Ανδρέας Τσάφος, η αγαπημένη Εύρη Σοφρωνιάδου και ο γράφων, που στο κατακαλόκαιρο ντύθηκε με κοτλέ πουκάμισο, παντελονάκι Lee καμένο από κάτι οξέα, χειμερινό, με καμπανούλα, μπας και στη Νέα Ελβετία το παίξει Ελβετία ορίτζιναλ και παγώσουμε, καταμεσίς κατακαλόκαιρο. 
Παραλίγο να ξεχάσω το καλύτερο: με μπότα κρητική μέχρι το γόνατο! 
Φυσικά έβγαλα τη μπέμπελη. Μπορεί όμως και να μην είχα άλλα καθαρά!!!!!!!!!!! 
Ρε τι μυαλό κουβάλαγα τότε! 
Γεια Χαράδρα ρεεεεεε! 

Γεια Χαράδρα; 
Χαχαχαχαχαχαχαχα. Νομίζεις………… 
-ο-ο-ο


Πανεπιστημιούπολη, στο γκαζόν
 [φωτ. Ν. Καμπύλης]

-41- 

Στιγμιότυπα 
[φωτογραφίες-λεζάντες Νίκος Καμπύλης]


Πλατεία Χημείου, μικτή ποδοσφαίρου.
Ο δικός μας Νίκος Στρατηγάκης εφορμά! 



















Σεισμόπληκτοι, στην πανεπιστημιούπολη



















 Σόκουτης & Ανδρέικος.                                                  Γιώργος Ιωάννου, έφυγε νωρίς.


 -42-




Σουρούπωνε στον Θερμαϊκό 

Θοδωρής Μπελίτσος 

Άγνωστος μεταξύ αγνώστων αγνάντευα το πέλαγο. «Επαρχιώτης στην Ομόνοια», έλεγε ο Διονύσης. Κάπως έτσι κι εγώ, ήμουν ένας Αθηναίος «επαρχιώτης» που είχε ανεβεί στο Λευκό Πύργο και κοιτούσε τη θάλασσα. 
Σουρούπωνε στον Θερμαϊκό και το νερό έπαιζε με το φως του δειλινού. Οι όμορφες εικόνες χάιδευαν απαλά την αναστατωμένη μου ύπαρξη. 
«Με καλοδέχθηκε η φτωχομάνα», σκέφτηκα. 

Ένα βροχερό απομεσήμερο του Οκτώβρη το Ακρόπολις Εξπρές με άφησε στο σταθμό σου, όμορφη Θεσσαλονίκη. Με δυο αλλαξιές ρούχα στη μικρή βαλίτσα κι ένα τζάκετ στον ώμο, πήρα τη στράτα προς την Εγνατία. 
«Πήγαινε όλο ευθεία», μου είχαν πει «και θα φτάσεις στην Πανεπιστημιούπολη. Θα περάσεις την Κολόμβου, την Αριστοτέλους, την Καμάρα. Στο Σιντριβάνι θα κάνεις αριστερά και θα βρεις τη Θεολογική». 
Κολόμβου, Αριστοτέλους, Καμάρα. Άγνωστες λέξεις! 
Η νύφη του Βορά ήταν μια γνωστή-άγνωστη. Λευκός Πύργος, Άγ. Δημήτριος, Διεθνής Έκθεση και λόγω ποδοσφαίρου: Καυτανζόγλειο, Τούμπα και Χαριλάου· αυτά ήταν όλα κι όλα τα τοπόσημα που είχα ακουστά κι ανάθεμα αν γνώριζα κατά πού πέφτανε. Ροτόντα, Διαγώνιος, Κασσάνδρου, Ιπποδρομίου, Τσιμισκή, Διοικητήριο, Κάστρα, ήταν ακόμα λέξεις χωρίς περιεχόμενο. 
Προχωρούσα, αγχωμένος, μόνος με τις σκέψεις μου. Στο Βαρδάρη ήταν η ώρα που οι εύκολες είχαν αρχίσει να στήνουν την απόχη τους στα άγουρα αντράκια σαν κι εμένα. Ντράπηκα. Κούμπωσα το μπουφάν μου για να κρύψω τον πόθο που φούσκωσε ξαφνικά το παντελόνι μου και προσπέρασα, δήθεν αδιάφορος. Ντρεπόμουν, μα πώς να κρύψω τα πυρωμένα μου μάγουλα; 
Με χέρι που έτρεμε, κάθε λίγο έψαχνα στην τσέπη να σιγουρέψω πως το μηνιάτικο ήταν εκεί. Τριάντα κατοστάρικα, ένα την ημέρα, αυτή ήταν η επένδυση του πατέρα σε μένα. 
«Αυτά μπορώ και μόλις βρεις σπίτι, θα σου στείλω για το νοίκι», ήταν η αυστηρή οδηγία του.

 -43- 

Στην άλλη τσέπη με ζέσταινε το φυλαχτό με τις ευχές της μάνας. Η φωνή της που τρύπωνε στους λογισμούς μου, έφερε ένα δάκρυ που σκούπισα βιαστικά. 
«Ένα τηλέφωνο κάθε Κυριακή να παίρνεις, αγόρι μου και να προσέχεις». 
Προχωρούσα, ξένος ανάμεσα σε ξένους. Κάποια στιγμή έφτασα στο Σιντριβάνι, ρώτησα και εντόπισα το Χημείο. Αντικρίζοντας το καινούργιο μου λιμάνι, ηρέμησα κάπως κι άρχισα να το εξερευνώ. Πρώτη μου ανακάλυψη, φυσικά, το κυλικείο, μετά το αμφιθέατρο και ακολούθησαν οι έδρες και τα εργαστήρια: Αναλυτική, Ανόργανη, Φυσικοχημεία, Οργανική, Βιοχημεία, Τρόφιμα. 


Με ανοιχτό το στόμα διάβαζα ταμπελάκια με ονόματα που τότε δεν μου έλεγαν τίποτα. Πολύ αργότερα εκτίμησα το επιστημονικό τους μέγεθος: Γιαννακουδάκης, Βασιλικιώτης, Μανουσάκης, Αλεξάνδρου, Βάρβογλης, Σιπητάνος. Ονόματα που θα με βασάνιζαν και θα τα βασάνιζα, μέχρι να πάρω το πολυπόθητο πεντάρι στα μαθήματά τους. 
Μέσα στις προθήκες οι ογκομετρικοί κύλινδροι, οι προχοΐδες, οι σφαιρικές και οι κωνικές φιάλες, τα ποτήρια ζέσεως, τα σιφώνια, τα θερμόμετρα, οι ύαλοι ωρολογίου, οι λύχνοι Μπούνσεν είχαν αρχίσει να μουρμουρίζουν και να ανησυχούν. Παρατηρούσαν τα αδέξια χέρια μου να κρέμονται άχαρα από τους ώμους και αναλογίζονταν το κακό που τα περίμενε. Οι δοκιμαστικοί σωλήνες και οι γυάλινες ράβδοι το είχαν πάρει απόφαση και ετοίμαζαν κλαίγοντας τις διαθήκες τους. Τα αντιδραστήρια, κλεισμένα ερμητικά στα κάτω ράφια, ούτε που φαντάζονταν σε τι μπελάδες είχαν μπλέξει. Μόνο τα οξέα μειδιούσαν χαιρέκακα. Σημάδευαν με πονηρές ματιές το παντελόνι μου και χασκογελούσαν με την αθωότητά μου. 
Βγήκα έξω κάπως ανακουφισμένος. Με σημείο αναφοράς το Χημείο, εύκολα προσανατολίστηκα. Απέναντι η ΦΜΣ, πιο ψηλά οι Εστίες, παρά κει η Φιλοσοφική, η Νομική, οι Γραμματείες, η Βιβλιοθήκη και πέρα μακριά η Λέσχη. Αυτό λοιπόν θα γινόταν το χωριό μου για τα επόμενα τέσσερα ή και παραπάνω χρόνια. 
Γύρω μου φιγούρες άγνωστες, με λευκές ποδιές και απορημένο βλέμμα όπως το δικό μου, τριγύριζαν σαν χαμένες στους ίδιους χώρους και έψαχναν κάτι ή κάποιον να πιαστούν. Δεμένοι ακόμα όλοι μας με τον ομφάλιο λώρο, πασχίζαμε να αποκοπούμε, χωρίς να είμαστε απολύτως σίγουροι αν όντως το θέλαμε. Από διαφορετικές αφετηρίες και με το δικό του προσωπικό όραμα για τη ζωή ο καθένας και η καθεμιά, είχαμε ακολουθήσει το νήμα της μοίρας και αυτό μας οδήγησε – έκοντες ή άκοντες, ποιός το ξέρει; - μέχρι το περίφημο Χημείο. Το Χημείο που αποτέλεσε τον μεταβατικό αμνιακό σάκο πριν από την οριστική αναμέτρησή μας με τη ζωή. 

-44- 

Προσδεθήκαμε και αρχίσαμε να τυλίγουμε γύρω του τα νήματά μας, τους ομφάλιους λώρους μας. Πλέξαμε ένα πολύχρωμο υφαντό, πλουμισμένο με τα χρώματα, τις μυρωδιές και τα υφάδια που κουβαλούσε ο καθένας. Ένα υφαντό που μας ζέστανε, μας πρόσφερε ασφάλεια· ένα υφαντό που καθένας ήξερε πως το δικό του νήμα έπρεπε να το μοιραστεί και με τους άλλους, γιατί αλλιώς το υφαντό-αμνιακός σάκος έπαυε να υπάρχει. Μέσα εκεί δεν παλεύαμε μόνο με τους διαλύτες και με τα ιζήματα. Παράλληλα, μαστορεύαμε το καλούπι του εσωτερικού μας κόσμου, ώσπου να του δώσουμε την τελική του μορφή. 
Λίγα χρόνια μετά, με το δικό του ρυθμό και στη δική του χρονική στιγμή, όποιος ένιωθε έτοιμος ξέπλεκε το νήμα του και αφηνόταν να τον παρασύρει το ρεύμα για άλλους κόσμους. Όμως, όπου και αν ταξίδεψε, δεν λησμόνησε το πολύχρωμο, μυρωδάτο υφαντό που μας σκέπασε και σφράγισε τα καλύτερά μας χρόνια. Κι έρχονται στιγμές που διασχίζει το χρόνο και επιστρέφει σε φανταστικά τοπία, στις φοιτητικές φιγούρες. Φιγούρες με τις οποίες έπαιξε, τραγούδησε, ερωτεύτηκε, μάλωσε και φίλιωσε, ονειρεύτηκε· φιγούρες ανθρώπων που τον διαμόρφωσαν και τις διαμόρφωσε· που μαζί τους έχτισε μια πατρίδα άυλη, παράξενη. Μια πατρίδα που ήταν μαγική, γιατί δεν είχε ορίζοντες. Γιατί ο κόσμος ήταν ακόμα άγνωστος, ανεξερεύνητος και για τούτο γοητευτικός. 

Με αργό βήμα κατηφόρισα την Αγγελάκη προς τη ΧΑΝΘ. Στρίβοντας δεξιά στην Τσιμισκή θυμήθηκα, όταν πρωτοετής έτρεχα εδώ τα πρωινά για να συμπληρώσω στο Βιβλιάριο τις σφραγίδες με τις παρουσίες μου στη Γυμναστική. Κατευθύνθηκα προς το Λευκό Πύργο. Χαμογέλασα. Λίγα χρόνια ενωρίτερα δεν ήμουν παρά ένας Αθηναίος «επαρχιώτης». Πόσο μακρινά φάνταζαν τώρα όλα αυτά. 
Σουρούπωνε στον Θερμαϊκό, όπως τότε. Στη θάλασσα, τα παιχνιδίσματα του νερού με το φως του δειλινού δημιουργούσαν και πάλι όμορφες εικόνες. 
«Όπως με καλοδέχθηκε εκείνον τον μακρινό Οκτώβρη, έτσι με αποχαιρετά η φτωχομάνα του Καζαντζίδη», σκέφτηκα και ξετύλιξα ένα τελευταίο γλυκό που είχα πάρει από τον Νίκο στην Ιπποδρομίου, απέναντι από την πολυκατοικία που γκρέμισε ο σεισμός του ’78. 
Άρχισα να βαδίζω με κατεύθυνση το σταθμό του ΟΣΕ: Διαγώνιος, Τσιμισκή, Αγία Σοφία, Εγνατία, Βενιζέλου, Δραγούμη. Τώρα ήξερα κάθε σοκάκι αυτής της πόλης. 
Σιγούρεψα πως το πτυχίο μου βρισκόταν ασφαλές στη μέσα τσέπη του μπουφάν και άρχισα να πλάθω όνειρα για το μέλλον. 
-ο-ο-ο-




-45-

Τεκμήρια [αρχείο Θ. Μπελίτσου] 




-46-

1975 … 2019 

Θοδωρής Βουτσάς 

Οκτώβρης ’75. Καθισμένοι γύρω από το ραδιόφωνο, μια παρέα συμμαθητές περιμένουμε να ακούσουμε τα αποτελέσματα των εισαγωγικών. Εκνευρισμός αλλά και χαβαλές που κρατάει από την πενταήμερη. Το δωμάτιο είναι μικρό, φτωχικό αλλά οικείο, αφού όλη την χρονιά τα σπίτια της παρέας ήταν ένα σπίτι, οι μανάδες μας ήταν μανάδες όλων. 
Αυτά τα δωμάτια ήταν συνήθως η τραπεζαρία του σπιτιού. Φιλοξένησαν τα πάρτι μας, τα ξενύχτια σε ξόδια των παππούδων, τα οικογενειακά γλέντια, το διάβασμά μας, που ήταν η ευκαιρία ν’ αλλάξουμε ζωή, να φύγουμε από την στενή ρυμοτομία της μικρής πόλης, ν’ αλλάξουμε τάξη, να ζήσουμε ένα ακαθόριστο όνειρο χτισμένο από εικόνες του λαϊκού σινεμά που μας μεγάλωσε. 
Εκφωνητής: 
-Χημικό Θεσσαλονίκης: Παπαθεοδώρου Γεώργιος, Σίνας Νίκος, …μπλα..μπλα… Τοπούζης Σωκράτης, Βουτσάς Θεόδωρος, Μπελίτσος Θεόδωρος … 
Είσαι ήδη στον δρόμο. Τρέχεις προς το σπίτι. Η μάνα και ο πατέρας σε περιμένουν έξω. Αγκαλιές, χαρά και ταραχή μπροστά στο άγνωστο. Θα φύγεις απ’ το πατρικό. Βαλίτσα, όνειρα, αμηχανία. Ένα επαρχιωτόπουλο γεμάτο αυτοπεποίθηση και φόβο, με αποσκευές, λίγο κατηχητικό, λίγη αμφισβήτηση, λίγο Καζαντζίδη, λίγο Deep Purple, συμβουλές: «μη σε μπλέξουν», «να κοιτάς τη δουλειά σου» αλλά και πολλή φαντασία για το ταξίδι. 

Το Χημείο 

Θα βρεθείς μόνος στην μεγάλη πόλη. Από εκεί που ήσουν έτοιμος να αλλάξεις τον κόσμο, τα νέα μεγέθη σε μικραίνουν. Όμως, καθώς κάθε μέρα αγγίζεις την ανάσα της πόλης στο λεωφορείο, ανακαλύπτεις πως κι εδώ είναι μια επαρχία, με μεγαλύτερη έκταση και ύψος. Το ακούς στις κουβέντες των επιβατών. Γυναίκες που ανταλλάσσουν συνταγές, ηλικιωμένοι που μιλάνε για συνηθισμένα οικογενειακά κι αρρώστιες, νεότεροι που μπερδεύουν δουλειές, έρωτες και προδοσίες. Νοιώθεις σαν ένας μικροοργανισμός μέσα σε μια αποικία από χιλιάδες μικροοργανισμούς κι αρχίζεις να ψάχνεις μια δική σου ταυτότητα. 
Το ’75 είναι η χρονιά που και η Ελλάδα ψάχνει την δική της ταυτότητα, μέσα στην τρέλα της μεταπολίτευσης. Η ξαφνική ελευθερία ποτίζει και αμφισβητεί το κάθε τι, τέχνη, μουσική, κινηματογράφο, τηλεόραση, όλα. Ζεις τις αξέχαστες μέρες που όλα δείχνουν να 

 -47- 

ξαναρχίζουν από μια νέα αρχή· πολιτική και έρωτας πέφτουν πάνω σου σαν κύματα. Η ιδέα του έρωτα γίνεται έρωτας για τις ιδέες· και αντίστροφα.

Η Φοιτητική Λέσχη [φωτ. Ν. Καμπύλης]

 Ο έρωτας. Πρώτο και πάνω απ’ όλα, αυτό που σε κάνει δυνατό. Ερωτεύεσαι τα πάντα. Την άγνωστη, που συναντάς το πρωί στο λεωφορείο Νο 8 «Βούλγαρη – Σ. Σταθμός», με τα διαπεραστικά μάτια· την τριαντάρα βοηθό στο εργαστήριο της οργανικής με τις γραμμωμένες γάμπες· την μικροκαμωμένη συμφοιτήτρια με το όμορφο προσωπάκι· την κοπέλα που πουλάει Οδηγητή έξω από την Λέσχη· την Ali MacGraw στο Love Story. 
Είναι η εποχή που πας κάπου τυχαία για ένα απογευματινό καφέ και έχεις μείνει εκεί για μέρες, και αυτό το απόγευμα το αφηγείσαι πάλι και πάλι, μια ολόκληρη ζωή. Είναι τα όμορφα χρόνια που σου έδιναν την ευκαιρία να μιλάς στον άλλο ή να φλερτάρεις, ανώνυμα, άνθρωπος προς άνθρωπο, χωρίς άλλο προαπαιτούμενο. Είναι τα χρόνια που άφησαν στο μυαλό σου μεγαλύτερο αποτύπωμα απ’ ότι μετέπειτα ολόκληρες δεκαετίες. 
Θα ζηλέψεις πολλά στην μεγάλη πόλη, αλλά κυρίως την αστική αύρα των παιδιών από τις μεγαλουπόλεις που είχαν παιδεία, χιούμορ και διαμορφωμένη προσωπικότητα. Θα ζηλέψεις την βιβλιοθήκη και τα διαβάσματα του Νίκου, συμφοιτητής από Αθήνα ο Νίκος με μια βιβλιοθήκη που έπιανε έναν ολόκληρο τοίχο, με βιβλία που τα έχει διαβάσει όλα παρακαλώ!. ... 
Αποκηρύσσεις το Ρομάντσο, τον Μικρό Ήρωα «Γιώργο Θαλάσση»· τα καλοκαίρια πια δεν ξαναπάς ν’ αγοράσεις «Μικρό Σερίφη» και «Μίκυ Μάους»· αρχίζεις να διαβάζεις, να καταπίνεις μαζί με τις χημείες και Έριχ Φρόμ, Κούντερα, Μάρκες, δεν πολύ-καταλαβαίνεις τι είναι παραγωγή ή υπεραξία, αλλά το παλεύεις να διαβάσεις λίγο Μαρξ ή Λένιν ή Καστοριάδη. Και ύστερα, Σεφέρης, Εμπειρίκος, Λειβαδίτης, Εγγονόπουλος, αρχίζουν σιγά σιγά να ανάβουν φως στον συναισθηματικό αναλφαβητισμό του επαρχιωτόπαιδου. 
Ο Μέγας Ανατολικός του Ανδρέα Εμπειρίκου θα επιβεβαιώσει τις υποψίες σου πως η καύλα είναι κάτι που διαπερνά διαγώνια τις τάξεις, τα μορφωτικά επίπεδα, τα φύλα, τα πάντα. 
Κάπου εκεί θα σοβαρευτείς. Θα σταματήσεις τις φάρσες στο τηλέφωνο. Θα συνεννοείσαι με ατάκες γεμάτες νόημα, που διάβασες. Θα αποφασίσεις ότι η ωραιότερη γυναίκα στον κόσμο, μετά τις συνομήλικες Τερέζα Ράσελ και την Καρολίνα του Μονακό, είναι η Ζαν Μορώ. 
Η χούντα άφησε πίσω ένα τοπίο βομβαρδισμένο με «παρτίδα, θρησκεία, οικογένεια» και δημοτικό τραγούδι. Στο σπίτι όλοι μετρούσαν τα λόγια τους· «δεν θα βγάλεις εσύ το φίδι απ’ την τρύπα» ήταν η νοικοκυρεμένη φιλοσοφία τους. Έτσι η δική σου επανάσταση αρχίζει βελούδινα μέσα απ’ την μουσική. Τα δημοτικά βαφτίστηκαν «βλάχικα» και σίγησαν μπροστά σ’ ένα χαρμάνι disco-pop-rock, ρεμπέτικο, επαναστατικό: 

-48- 

Deep Purple: “Smoke on the Water” και «Τ’ όνειρο καπνός». 
Bee Gees: “Stayin’ Alive” και «Υπάρχω»: Καζαντζίδης. 
Bee Gees: “Night Fever” και Τσιτσάνης: «Νύχτες Μαγικές». 
Abba: “Dancing Queen” και «Στο τραπέζι που τα πίνω»: Καζαντζίδης. 
Led Zeppelin: “Stairway To Heaven” και «Τα τραγούδια του αγώνα». 
Ο καλός μύλος όλα τα αλέθει! Τα χορέψαμε, στα μωσαϊκά των σπιτιών μας, στα πάρτι με το ρεφενέ βερμούτ και ξηρούς καρπούς και μετά στις ντισκοτέκ, αναπνέοντας ταυτόχρονα την αύρα μιας αμφισβήτησης για όλα, που ερχόταν από τα πανεπιστήμια Γαλλίας του ’68 και της Αμερικής. 
Δεν ήταν όλα όμορφα, αλλά οι ενδορφίνες που παράγει σε τόνους το σώμα ενός νέου ανθρώπου, τα έκαναν όλα να φαίνονται όμορφα, με την αφελή σκέψη πως η ζωή είναι κάτι λίγο πιο μεγάλο και σοβαρό από την πενταήμερη. Όπως τα επόμενα χρόνια του στρατού, ή τα πρώτα χρόνια με δυο δουλειές και λίγα λεφτά. 

Κάπου εκεί χτυπάει και το βιολογικό σου ρολόι, «πότε θα γίνω πατέρας;». Είτε επειδή η εικόνα του οικογενειάρχη έχει ένα στάτους καταξίωσης και αυτή την καταξίωση κυνηγάς, και νοιώθεις πως είναι καιρός να σοβαρευτείς, είτε γιατί έχει πέσει επιδημία γάμων και βαφτίσεων που αποδεκατίζει την σειρά σου, βρίσκεσαι ένα πρωί σε ένα μαιευτήριο, να κοιτάζεις ένα μικροσκοπικό πλασματάκι που τα έχει χαμένα και το ίδιο ακριβώς αισθάνεσαι κι εσύ. 
Με την πρώτη γέννα, όταν το μικρό χεράκι πιάσει το δάχτυλό σου, νοιώθεις πως είσαι κρίκος μιας αλυσίδας και μόλις η αλυσίδα αυτή απέκτησε ένα νέο κρίκο. Ο χρόνος κόβεται στα δύο. Το πριν του εγώ και το μετά του εμείς. 
Έχουμε ανακαλύψει χιλιάδες φράσεις για την απώλεια της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, αλλά η πιο διαδεδομένη και πετυχημένη είναι «μικρές χαρές»! Ακριβώς το συναίσθημα του χρυσόψαρου που λικνίζεται αμέριμνα και νωχελικά στην γυάλα με την νοσταλγία της θάλασσας. 
Κάπου εκεί, με το Α.Φ.Μ. σου να λάμπει καθημερινά σε δεκάδες χαρτιά της εφορίας, της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, των διάφορων υπηρεσιών, με 60 ώρες δουλειάς την εβδομάδα, θα αναρωτηθείς αν υπάρχει «πραγματική ευτυχία». Η ολοκληρωτική, η παντοτινή, η μονοκόμματη, σαν έπιπλο που το βάζεις στον χώρο σου και όλα αλλάζουν. Οι Άγγλοι το λένε «ουάνς ιν ε λάιφ τάιμ», οι αρχαίοι Έλληνες λένε «όνειρο ζω» αλλά δυστυχώς είναι όνειρο. 
Περνάνε κάτι δεκαετίες σαν βδομάδες, μπροστά σε φορολογικές δηλώσεις, μπροστά στο γκισέ εφορίας, ΙΚΑ, ΤΕΒΕ· εκεί συναντάς συμφοιτητές ή συμμαθητές και ταξιδεύετε παρέα για λίγο. Ή τους συναντάς μέσα στο ασανσέρ ενός νοσοκομείου κι αρχίζεις ν’ ανταλλάσσεις το ιατρικό ιστορικό του πατέρα, μετά της μάνας… Περαστικά! Ευχαριστώ! Να είστε καλά να τους θυμόσαστε… Μόνο σε κάτι εκδρομές πήρες ανάσα. 
Και μια μέρα ένα ακόμη μικροσκοπικό χεράκι σου σφίγγει το χέρι σε ένα μαιευτήριο. Είναι το παιδί του μωρού που σου έσφιξε το δάχτυλο χρόνια πριν. Είναι ένας νέος κρίκος στην αλυσίδα κι εσύ πια ο τελευταίος. Τώρα όμως πλέον ξέρεις πως η ευτυχία είναι μια αγκαλιά, ένα δάκρυ χαράς ή συγκίνησης, ο καφές μιας Κυριακής με φάτσα τον Ήλιο και την Θάλασσα, το χαμόγελο των ανθρώπων που αγαπάς και σε αγαπάνε, ξέρεις πως την ευτυχία δεν αξίζει να την περιμένεις. Την ζεις στα μικρά πράγματα που ξέρεις πως είναι τα μόνα σημαντικά. Η νοσταλγία είναι το βασικό και το μόνιμο στοιχείο στην σκέψη, είναι η δύναμη και η αδυναμία σου. 
Ξέρεις πόσο δίκιο έχει ο Τάσος Λειβαδίτης… 
«Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία μας χρόνια... από ένα τίποτα, ένα αύριο που άργησε να ’ρθει ή ένα λυκόφως, που κράτησε πολύ...»

 -ο-ο-ο-


-49- 



Αναμνήσεις 


Με τον Μανουσάκη στη Σεβίλλη, 12-7-1979 

Όρθιοι: κ. Μανουσάκη, Έφη Μήρτσου, Βάσω Χωματίδου, [;], Μαρία Κουνέλη, ζεύγος Νικολαΐδη, Νίκος Χατζηαντωνίου, Γ. Μανουσακης, Βασίλης Παπαμιχαήλ, Μιχάλης Μιχαήλ, Γιάννης Πιερράτου, Μήτσος Κεφαλάς, Καρακάσης, Θανάσης Τσιόλκας, Τάσος Καλαμπούκας, Ντίνα Παπαλιά, Άγγελος Οικονόμου, Τζώρτζης Γκαρμπολάς, Δημ. Αλεξανδρόπουλος. 
Κάτω: Ειρήνη Λαμπρινού, Ανθή Ράγκου, Χρύσα Δελή, Γιώργος Νανούδης, Ν. Μισαηλίδης, Θοδ. Μπελίτσος, Δημ. Κουκουμπάνης, Χάρης Γιαβής (μπροστά), Άρης Ανθεμίδης. 

Στο πλοίο «Καβάλα-Θάσος», 8-5-1977 
Από αριστερά: Π. Βασιλόπουλος, Χρ. Σταυράτης, Θ. Μπελίτσος, Ντιάνα Πετροπούλου, Χ. Γιαβής, Κ. Τζανετής (ψηλά), [;] Β. Χωματίδου, Ντέπυ Παντελίδου, [;], Φίλ. Σαλίμπας, Γ. Κονιδάκης, Σπ. Παπακων/νου, [;] Ελ. Μασουράκη, Χρήστος [;], Ανθή Ράγκου, [;], Μαρία Στρατηγάκη, Δόξα Πουλάκη, Θανάσης Γιαννακουλάκος, [;] 


Στη Θάσο, Μάιος 1977. 
Από αριστερά: Αντώνης Ντάνης, Δημήτρης Γκουντάνης, Θ. Μπελίτσος, [;], Δημήτρης Λεβέντης, Χάρης Γιαβής. 



-50- 











«…ὡς οὐδείς ἄπολις, μέχρις ἄν ἡ τῶν Θεσσαλονικέων ᾖ πόλις»



 «Κανένας δεν θα μείνει άπατρις, 
όσο θα υπάρχει η Θεσσαλονίκη» 

Νικηφόρος Χοῦμνος (1250-1327)





1 σχόλιο: