Ο Μήτσος Μυράτ (Σμύρνη, 26 Δεκεμβρίου 1878 - Αθήνα, 3 Ιανουαρίου 1964) ήταν Έλληνας ηθοποιός από τους σημαντικότερους του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και πρωτεργάτης της ελληνικής θεατρικής σκηνής.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη. Κατόπιν συστάσεων του Κλέωνα Ραγκαβή ο Μυράτ μετέβη για σπουδές της δραματικής τέχνης στο Παρίσι.
Όταν ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ εξήγγειλε την απόφασή του για δημιουργία (ίδρυση) στην Αθήνα Βασιλικής Θεατρικής Σχολής, ο Μυράτ πείσθηκε από τον Ραγκαβή να εγκαταλείψει τη Γαλλική πρωτεύουσα και έγινε αμέσως δεκτός μεταξύ των πρώτων μαθητών της νεοσυσταθείσας Σχολής. Δυστυχώς όμως η Αθηναϊκή κοινωνία δεν είχε ακόμη την κατάλληλη παιδεία θεωρώντας ότι οι ηθοποιοί είναι άτομα λίγο «ελευθέρων ηθών». Έτσι, μόλις τρεις μήνες μετά, η Σχολή διαλύθηκε και, ενώ ο Μυράτ ήταν έτοιμος να επιστρέψει στη Σμύρνη, λήφθηκε η απόφαση περί ιδρύσεως της Νέας Σκηνής από τον Χρηστομάνο.
Στον νέο αυτό θεατρικό οργανισμό ο Μυράτ εργάστηκε μέχρι της διαλύσεώς του. Στη συνέχεια συνεργάστηκε επί 26 χρόνια με την πρωταγωνίστρια της Νεοελληνικής Σκηνής, τη Μεγάλη Κυρία του Ελληνικού Θεάτρου Μαρίκα Κοτοπούλη.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Μήτσος Μυράτ υπήρξε μία από τις κύριες μορφές της αναγεννήσεως του Νεοελληνικού Θεάτρου κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αποδίδοντας με εξαιρετική επιτυχία τους πλέον σημαντικούς ρόλους του σύγχρονου διεθνούς δραματολογίου.
Παντρεύτηκε την επίσης μεγάλη κυρία του Θεάτρου Κυβέλη, από την οποία απέκτησε τον Αλέξανδρο Μυράτ 1905 μετέπειτα αρχιτέκτονα και μια κόρη, τη Μιράντα 1906, τη μετέπειτα μεγάλη ηθοποιό. Το 1908 παντρεύεται τη Χρυσούλα Κοτοπούλη (αδελφής της Μαρίκας), με την οποία απέκτησε τον Δημήτρη και τη Ρίτα Μυράτ. Από το 1936 μέχρι το Β’ Π.Π. εργάσθηκε στο «Βασιλικό Θέατρο» Αθηνών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με συγγραφές και σωρεία μεταφράσεων θεατρικών έργων εκ των πρωτοτύπων τροφοδοτώντας το ελληνικό θέατρο. Επίσης συνέγραψε τα μυθιστορήματα «Το φως της σκηνής» και «Η τραγική ζωή ενός κωμικού», που δημοσιεύθηκαν τις παραμονές του πολέμου στην εφημερίδα «Ελεύθερος άνθρωπος», καθώς και στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Μακεδονία» με τον τίτλο «Εσύ και όχι άλλη». Επίσης έγραψε και δύο οπερέτες, «Ο πρωταθλητής» και «Η χαρτορίχτρα», που παίχτηκαν από τον θίασο του Μακέδου.
Τέλος, αυτοβιογραφικές αναμνήσεις εξέθεσε στα βιβλία του «Η ζωή μου» (Πυρσός, 1928 / Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016) και «Ο Μυράτ κι εγώ» (εκδ. 1950).
ΜΗΤΣΟΣ ΜΥΡΑΤ
Η ΖΩΗ ΜΟΥ
Αντρέας Δημητριάδης: Ο Μήτσος Μυράτ και η εργαλειοθήκη της υστεροφημίας
Η Ζωή μου του Μήτσου Μυράτ είναι η πρώτη αυτοβιογραφία ηθοποιού που εκδόθηκε στην Ελλάδα, το 1928. Η δράση αρχίζει από τη Σμύρνη και τα ανήσυχα χρόνια της νιότης, μεταφέρεται στην Αίγυπτο, όπου ο νεαρός Μυράτ αναζητά την τύχη του, συνεχίζεται στο Παρίσι, με το όνειρο μιας θεατρικής καριέρας, και καταλήγει στην Αθήνα του 1900, ακριβώς στο ξεκίνημα μιας ιδιαίτερα κρίσιμης δεκαετίας για το ελληνικό θέατρο. Δύο πρόσωπα σφραγίζουν από το σημείο αυτό και έπειτα τις εξελίξεις: ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος και η Κυβέλη Αδριανού. Χώρος συνάντησης και των τριών ένας θίασος, μία κοινή προσπάθεια, το όραμα για ένα καινούριο θέατρο. Μέσα σε λίγα χρόνια, καλλιτεχνική δημιουργία και προσωπική ζωή θα πλεχτούν μεταξύ τους με δεσμούς αξεδιάλυτους, για να οδηγηθούν από τη μεθυστική επιτυχία στην ανεξέλεγκτη πτώση. Η καταστροφή ωστόσο δεν θα είναι ολοσχερής. Το γλυκόπικρο τέλος της αυτοβιογραφίας αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας νέας αρχής και μιας πιο ώριμης δημιουργικής πορείας. Η αφήγηση σταματά το 1906, όταν ο συγγραφέας είναι μόλις 29 χρονών.
Η μελέτη του Αντρέα Δημητριάδη συνθέτει με αδρές γραμμές ολόκληρη την καριέρα του Μήτσου Μυράτ που κράτησε πάνω από πενήντα χρόνια, ενώ παράλληλα εξετάζει το σύνολο της συγγραφικής δραστηριότητας του ηθοποιού• επιπλέον, αντιμετωπίζει τον αυτοβιογραφικό λόγο ως ιδιόμορφη ιστορική πηγή, κυρίως όμως «διαβάζει» το κείμενο ως ένα εργαλείο που σμιλεύει το παρελθόν, έτσι ώστε αυτό να αποκτήσει ειρμό και νόημα, προκειμένου να φανεί χρήσιμο για την κατασκευή μιας θετικής δημόσιας εικόνας. Μετά από έρευνα και συστηματική διασταύρωση των αφηγήσεων του Μυράτ, ο Δημητριάδης επιχειρεί να διακρίνει τον βαθμό απόκλισης της αυτοβιογραφίας από τα πραγματικά γεγονότα, δείχνοντας μεγάλη κατανόηση -όχι όμως απεριόριστη- για όσες σκόπιμες ανακρίβειες διαπιστώνει.
Απόσπασμα
Γεννήθηκα στη Σμύρνη… (είναι τώρα ερείπια) το 18.. (καλύτερα να κρύψω τα χρόνια μου), στη Σμύρνη… Δεν έχει σημασία, αφού καμιά πόλις δεν θα ερίζει μετά θάνατον για μένα.
Από μικρό παιδάκι είχα λατρεία για το θέατρο. Ήμουν θυμάμαι στο νηπιαγωγείο όταν σε κάποια εορτή του σχολείου ο μεγαλύτερός μου αδελφός απήγγειλε ένα μονόλογο. Η ανάμνηση αυτή είναι ολοζώντανα χαραγμένη στη μνήμη μου. Ένα μικρό ξύλινο θεατράκι πρόχειρα στημένο στη μεγάλη αυλή του σχολείου και ο αδελφός μου έκανε τον τυφλό μ’ ένα ραβδί στο χέρι. Η απαγγελία του είχε ενθουσιάσει το πλήθος των θεατών. Εγώ στριμωγμένος σε μια γωνίτσα ένιωθα τα δαγκώματα της ζήλειας. Η καρδούλα μου κτυπούσε δυνατά κι έλεγα μέσα μου: «Ναι, εγώ θα το ’λεγα καλύτερα».
Οι γονείς μου δεν τολμούσαν να πάνε στο θέατρο χωρίς εμένα. Ένα βράδυ ο πατέρας ζήτησε να με ξεγελάσει ότι θα πήγαιναν δήθεν με τη μητέρα σε κάποια επίσκεψη. Κατάλαβα ότι μου λέει ψέματα. Μόλις τους άκουσα να κλείνουν την εξώπορτα τινάχτηκα γυμνός απ’ το κρεβατάκι μου, έτρεξα στην κάμαρά τους που ’βλεπε στο δρόμο και απ’ τις γκρίλιες παρακολουθούσα με αγωνία να ιδώ πού θα πήγαιναν, γιατί θα ’πρεπε να πάρουν το δρόμο αριστερά. Τους είδα να στρίβουν δεξιά, το δρόμο του θεάτρου. Εκάθισα γυμνός στο επάνω σκαλοπάτι της σκάλας μας και έκλαιγα όλη τη νύχτα. Κάποτε γύρισαν απ’ το θέατρο. Πρώτη ανέβαινε τη σκάλα η μητέρα μου. Σήκωσα με λύσσα τα χέρια μου και, δίνοντάς της δυο μούντζες, της είπα ανάμεσα στους λυγμούς μου: «Να, να, να πεθάνεις που δε με πήρες στο θέατρο». Ξοπίσω ανέβαινε ο πατέρας και με υπεδέχθη με ξύλο αλύπητο.
Το σπίτι μας ήταν πολύ κοντά στο μεγάλο θέατρο της Σμύρνης. Θα ήμουν τεσσάρων ετών τότε που κάηκε το θέατρο. Ο πατέρας μ’ έπαιρνε πολύ συχνά καβάλα στον ώμο του. Εκείνο το βράδυ παίζανε τον Λάζαρο το βοσκό. Θυμάμαι ακόμη τη σκηνή που ρίχνει ένας δηλητήριο στο ποτήρι του άλλου. Στο μυαλουδάκι μου δεν μπορούσε να χωρέσει πως αυτό ήταν ψέμα. Ενόμιζα ότι τον δηλητηριάζανε στ’ αλήθεια, έτρεμε η καρδούλα μου και ρωτούσα ολοένα τον πατέρα μου:
«Τι θα γίνει τώρα μπαμπά; Θα πεθάνει αυτός;»
«Όχι παιδί μου, αυτά όλα γίνονται στα ψέματα».
«Στα ψέματα», επανέλαβα και σώπασα. Αυτό μ’ απογοήτευσε κάπως. Δέκα λεπτά μετά το τέλος της παραστάσεως το θέατρο πήρε φωτιά. Την άλλη μέρα ο πατέρας μού λέει:
«Μήτσο, ξέρεις, το θέατρο κάηκε χθες το βράδυ».
Έπεσα κάτω στο πάτωμα και σπάραζα απ’ το κλάμα. Έκανα πολύ καιρό να παρηγορηθώ. Στο σχολαρχείο είχαμε για μάθημα τη μετάφραση της Ιλιάδος. Αυτό ήταν το πιο αγαπημένο μου μάθημα. Ήμουν ξετρελαμένος με την έριδα Αχιλλέως και Αγαμέμνονος. Το είχα αποστηθίσει όλο, και σε κάθε ευκαιρία ανέβαινα σε μια καρέκλα να τ’ απαγγείλω.
Ο πατέρας δεν μου ’λεγε ποτέ προ του φαγητού ότι θα με πήγαινε στο θέατρο. Αυτό μου έκοβε την όρεξη κι απ’ τη χαρά μου δεν έτρωγα. Μου το ’λεγε μετά το φαγητό.
Η σοφίτα του σπιτιού μας είχε μεταβληθεί σε θέατρο. Διοργάνωνα κάθε τόσο παραστάσεις και καλούσα τα διάφορα παιδιά της γειτονιάς βάζοντας είσοδο ένα μεταλλίκι το άτομο για να καλύψω τα διάφορα μικροέξοδά μου. (Περίεργο, τότε τουλάχιστον είχα λίγο επιχειρηματικό πνεύμα.) Σπαθιά ξύλινα, καπέλα από χαρτόνι, και άλλα σύνεργα για το διάκοσμο της σκηνής. Για μαντέλο προμηθευόμουνα απ’ τα ντουλάπια της μάνας μου τις κουβέρτες και κατά προτίμησιν τις κόκκινες. Πολύ συχνά, οι κόκκινες αυτές κουβέρτες έγιναν αφορμή να μου κοκκινίσει τα μάγουλα… η μητέρα μου. Είχα για βοηθούς τους δυο μικροτέρους αδελφούς μου. Ο Βελέιλ ή ο Υιός της νυκτός ήταν το ευνοούμενόν μου έργο και ψόφαγα κυριολεκτικά για μονομαχίες. Μια μέρα κατά την παράσταση, μονομαχούσα με τον έναν απ’ τους αδελφούς μου κι αυτός δεν εννοούσε να πέσει......
Διαβάστε περισσότερα http://legacy.cup.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου