Ο Μάριος Πλωρίτης (πραγματικό όνομα: Μάριος Παπαδόπουλος, 19 Ιανουαρίου 1919 – 29 Δεκεμβρίου 2006) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος-επιφυλλιδογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λογοτέχνης, και θεατρικός σκηνοθέτης.
Ο Μάριος Πλωρίτης γεννήθηκε στον Πειραιά. Πτυχιούχος της Νομικής και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έκανε θεατρικές σπουδές στην Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ. Διετέλεσε κριτικός του θεάτρου και του κινηματογράφου στην εφημερίδα "Ελευθερία" (1945-1965), διευθυντής του θεατρικού τμήματος της ΕΙΡ (1950-1952), καθηγητής της Ιστορίας Θεάτρου στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης (1956-1967). Υπήρξε δε από τους πρωτεργάτες του Θεάτρου Τέχνης μαζί με τον Κάρολο Κουν.
Το μεταφραστικό και κριτικό του έργο είναι σημαντικό. Τα εβδομαδιαία άρθρα του στο Βήμα της Κυριακής "άφησαν εποχή". Ήταν διευθυντής της εφημερίδας Η Νίκη (1965-1967) [1] Υπήρξε μέλος της ΕΣΗΕΑ, της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων, της Ένωσης Θεατρικών Κριτικών και του Ελληνικού Κέντρου θεάτρου.
Είχε κάνει τρεις γάμους. Ένα με την ηθοποιό Έλλη Λαμπέτη (1950 χώρισαν το 1953), δεύτερο με τη Μαρίκα Ανεμογιάννη (1964) και στη συνέχεια (1996) με την Κάτια Δανδουλάκη (με την οποία ήταν ήδη ζευγάρι για πολλά χρόνια, έζησαν μαζί συνολικά 32 χρόνια). Σύντροφος του, επίσης, υπήρξε και η δημοφιλέστερη ίσως ελληνίδα ηθοποιός, η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών και μιλούσε επίσης γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά.
Συγγραφικό έργο
Ο Μάριος Πλωρίτης έγραψε επίσης τα εξής βιβλία:
"Πρόσωπα του νεώτερου δράματος" (1965, δ΄ έκδοση 1978)
"Τα λοφία και οι παγίδες" (1966)
"Τα προσωπεία" (1967)
"Μέγιστον μάθημα" (1975)
Μετέφρασε επίσης τα ακόλουθα έργα: "Γράμματα σ΄ ένα νέο ποιητή" του Ρίλκε (1943), "Ποιήματα" του Μπρεχτ (1978) και ένα πλήθος 100 περίπου θεατρικών έργων των: Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Ουάιλντ, Λουίτζι Πιραντέλλο, Ο Νιλ, Μπρέχτ, Ανούιγ, Ουίλιαμς, Σόμερσετ Μωμ, Βάις κ.ά.
Κατά την περίοδο 1952 - 1962 σκηνοθέτησε περίπου 20 θεατρικά έργα σε αθηναϊκούς θιάσους. https://el.wikipedia.org/
ΕΝΑ «ΕΠΙΚΑΙΡΟ» ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ- “Περί κράτους τινά”
* Τι είναι η τυραννία ενός θνητού ατόμου μπρος στην τυραννία του αθάνατου κράτους;
H ΔΕΙΝΗ πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση που ανεμοδέρνει το πλεούμενο «Ελλάδα», παρακινεί έναν «πολύπαθο» (όπως αυτοχαρακτηρίζεται) αναγνώστη ν' αναρωτηθεί και να ρωτήσει: «Μα γιατί, τελοσπάντων, αυτό το Κράτος (με κεφαλαίο) μας ταλαιπωρεί και μας ξεζουμίζει τόσο λυσσαλέα, με τόσους τρόπους και με τόση αναλγησία;»
H απάντηση είναι πολύ απλή: Μα ακριβώς επειδή είναι το Κράτος. Και κράτος θα πει δύναμη, κυριαρχία οργανωμένη πάνω στο σύνολο των πολιτών.
H τραγική ειρωνεία είναι πως αυτή η κυριαρχία όχι μόνο ασκείται με τη σιωπηρή συγκατάθεση των τελευταίων, αλλά και πως τη λειτουργία της, τα υλικά μέσα της και τα έμψυχα όργανά της τα πληρώνουν οι κυριαρχούμενοι. Ο πολίτης-θύμα αμείβει τον θύτη-κράτος, και συντηρεί οικονομικά τα εργαλεία και τη διαδικασία της θυσίας - το θήραμα οπλίζει τον κυνηγό του και το σφάγιο αρματώνει τον σφαγέα του.
Και αν τυχόν το θύμα απαυδήσει κάποτε και εξεγερθεί κατά του θύτη, τότε αντιμετωπίζεται και στιγματίζεται και καταπολεμάται σαν εχθρός του κράτους και πολέμιος του κοινωνικού συνόλου, και «πατάσσεται» με τη βία (που ο ίδιος του έχει προμηθεύσει) εν ονόματι του νόμου και της τάξεως και του γενικού συμφέροντος...
ΣΤΑ μέσα του 16ου αιώνα, ο Etienne La Boetie, αδερφικός φίλος του Montaigne, είχε γράψει ένα από τα πιο πύρινα δοκίμια κατά της τυραννίας με τον τίτλο «Για την εθελοδουλεία» («Pour la servitude volontaire»), όπου αναρωτιόταν: «Πώς γίνεται τόσοι άνθρωποι... τόσα έθνη να υποκύπτουν σ' έναν μόνο τύραννο, που δεν έχει άλλη δύναμη από εκείνη που του δίνουν; Που δεν έχει τη δυνατότητα να τους βλάψει, εκτός από τη δική τους επιθυμία να τον υπομείνουν. Που δεν θα μπορούσε να κάμει κακό άλλο, εκτός από εκείνο που θέλουν οι ίδιοι να δέχονται, αντί να του αντισταθούν».
Αλλά τι είναι η τυραννία ενός θνητού, ευάλωτου ατόμου μπρος στην τυραννία του αθάνατου, απόρθητου κράτους; Και μάλιστα, όπως έχει αυτό εξελιχθεί σήμερα σε μηχανή ατέρμονων βασανιστηρίων, καταπίεσης, αφαίμαξης, εξευτελισμού, εμπαιγμού, βιασμού των πολιτών - που το χρυσώνουν κι από πάνω για τον σαδισμό του, την αδηφαγία του, την ωμότητά του.
ME ΤΟΝ υπερθετικό της επαναστατικής ρητορείας, ο νεότερος από τους ηγέτες της Γαλλικής Επανάστασης, ο Saint-Just, έλεγε:
«Ολες οι τέχνες έχουν δημιουργήσει αριστουργήματα. H τέχνη της διακυβέρνησης δεν έχει δημιουργήσει παρά τέρατα».
Και λίγο αργότερα, θα γράψει:
«Ο λαός δεν έχει παρά έναν επικίνδυνο εχθρό: την κυβέρνησή του».
Υπερβολές; Ο διόλου επαναστάτης, νηφάλιος αμερικανός φιλόσοφος R. Emerson, δεν δίσταζε να εξηγήσει και να υπερθεματίσει:
«Το δίδαγμα της πολιτικής πείρας είναι ότι η κυβέρνηση - που έχει δημιουργηθεί για να εξασφαλίζει προστασία και ευμάρεια στους πολίτες - έχει καταντήσει το κυριότερο εμπόδιο, το πιο επιζήμιο στοιχείο με το οποίο έχουμε να παλέψουμε... Ο απατεώνας και ο τρομοκράτης και ο κακοποιός που συναντάμε παντού, είναι η κυβέρνηση».
Και για να συμπληρώσουμε τις ιερεμιάδες: Ο επαναστάτης φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε θα πει, με το στόμα του Ζαρατούστρα:
«Κράτος λέγεται το πιο παγερό απ' όλα τα παγερά τέρατα. Και επίσης παγερά ψεύδεται· και τα ψέματα αυτά έρπουν από το στόμα του: "Εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός"... Το κράτος ψεύδεται σ' όλες τις γλώσσες του καλού και του κακού, και ό,τι κι αν πει, λέει ψέματα - ό,τι κι αν έχει, το 'χει κι αυτό κλεμμένο».
Αλλά δεν είναι μόνο οι επαναστάτες και οι φιλόσοφοι που έχουν τόσο λαμπρή ιδέα για το κράτος και τους κρατικούς ηγέτες. Ακόμα κι εκείνοι που έχουν ασκήσει εξουσία (και μάλιστα, απολυταρχική) όπως ο Φρειδερίκος B´ της Πρωσίας, ο επιλεγόμενος και «μέγας», τους καταμαρτυρούν:
«H δολιότητα, η κακοπιστία και η διπροσωπία είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των περισσότερων από τους ηγέτες των κρατών».
ΠΩΣ, λοιπόν, με όλα αυτά τα χαρίσματα που έχει και με τη δύναμη που του παρέχουμε εμείς, να μην είναι το κράτος ασύδοτο, τυραννικό, αρπακτικό, ανελέητο, απατηλό απέναντι στο κοπάδι που κουμαντάρει - έχοντας μάλιστα την αξίωση απ' αυτό να είναι (όπως λένε οι Γάλλοι) «cocu, battu, et content» - κερατωμένο, δαρμένο κι ευχαριστημένο;
Θεωρητικά, «έργο της πολιτικής είναι να δημιουργεί φιλία», όπως λέει ο Αριστοτέλης. Πρακτικά, το κράτος δημιουργεί δουλεία, που έχει και τούτη την ιδιοτυπία: όσο πιο ισχυρό είναι το κράτος, τόσο πιο σκληρή είναι η δουλεία που επιβάλλει - όσο πιο ανίκανο, τόσο πιο αλλοπρόσαλλη κι ανερμάτιστη, και άρα εξίσου αφόρητη και ακόμα πιο εξοργιστική. Είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι και μένει Κράτος - δυνάστης, σφετεριστής και λαφυραγωγός...
ΣΗΜ. Περιττό να προσθέσω πως κάθε ομοιότητα των παραπάνω με την παρούσα «διακυβέρνηση» της χώρας μας, είναι εντελώς συμπτωματική!
Παγκοσμιοποίηση και Ελληνες
ΕΙΜΑΣΤΕ και οι πρώτοι – όχι μόνο στο ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου και στην Eurovision, αλλά και στην έχθρητα για την παγκοσμιοποίηση: Σύμφωνα με έρευνα της TNC Icap σε 64 χώρες, οι Ελληνες είναι οι μεγαλύτεροι αρνητές της εν λόγω κυρίας (72%)1. Τουτέστιν απορρίπτουν τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς, όπου τα πάντα (από την οικονομία ως τα πολιτιστικά αγαθά) να διακινούνται ελεύθερα.
Ποιοι οι λόγοι αυτής της αποστροφής; Κατά την έρευνα και τους αναλυτές της, οι εξής: Αγνοια – Ξενοφοβία – Κίνδυνος καταστροφής της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας του κάθε λαού – Καχυποψία για την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα – Πεποίθηση πως παγκοσμιότητα σημαίνει απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ. Ας δούμε, λοιπόν, έναν-έναν τους λόγους αυτούς.
1. Πάγια αρχή του Δικαίου είναι ότι «Αγνοια νόμου δεν συγχωρείται» (και άρα, τιμωρείται). Κι όμως, οι πολίτες (που, στη δημοκρατία, είναι, θεωρητικά, και νομοθέτες διά μέσου των αντιπροσώπων τους-βουλευτών) αγνοούν ουσιαστικά τη νομοθεσία του τόπου τους. Οχι επειδή έτσι θέλουν, αλλά επειδή η πανσπερμία των νόμων, οι γριφώδεις πολυπλοκότητες και «σκουληκομερμηγκότρυπές» τους, οι αλληλοαναιρέσεις και οι αντιφάσεις τους, κρατάνε σε σκοτάδι αδιαπέραστο τον μέσο πολίτη – που, ακόμα κι όταν καταδικάζεται ή απαλλάσσεται δεν γίνεται σοφότερος για την αθωότητα ή την ενοχή του… Εδώ, οι ίδιοι οι νομοθέτες-βουλευτές δεν ξέρουν συχνά τι νόμους ψηφίζουν… εδώ ο ένας υπουργός σκαρώνει νόμους που οι συνυπουργοί του τούς αγνοούν ή τους ακυρώνουν, εκούσια ή ακούσια – προς δόξαν του παράφωνου οργανέτου που λέγεται κυβέρνηση – και έχουμε την αξίωση να τους ξέρουν οι «άσοφοι» πολίτες;
Βέβαια, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ακριβώς νόμος. Φιλοδοξεί, όμως, να γίνει παγκόσμιος νόμος υπεράνω νόμων, εθίμων, και εθών. Αλλά κανένας υπέρμαχός της δεν έκανε τον κόπο να εξηγήσει απλά, καθαρά και ειλικρινά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της νέας Δωδεκαδέλτου, ή μάλλον Μυριοδέλτου. Πώς, λοιπόν, να τα γνωρίζει ο δύσμοιρος «αγνώς» (ο αγνοών) ακόμα και τις εγχώριες διατάξεις για τη χωματερή της γειτονιάς του;
2. Δεν είναι τόσο η ξενοφοβία που «μαστίζει» τους Ελληνες, όσο – αντίθετα – η ξενομανία. Στους δυο αιώνες ελεύθερου βίου, ύψιστος κανόνας της κοινωνικής ζωής είχε (έχει) γίνει ο άκριτος θαυμασμός, η τυφλή εισαγωγή, ο οικτρός μαϊμουδισμός ξένων προϊόντων, τρόπων, γλωσσών, ιδεών. Το άκρον άωτον της κοινωνικής ανόδου αποτελούσε (αποτελεί) η περιένδυση με αγγλικά υφάσματα, γαλλικά φορέματα, ιταλικά παπούτσια, αμερικανικές μπλούζες – και μάλιστα, με κατάστηθες επιγραφές ή συνθήματα. (Χαρακτηριστικά: το λαϊκό «κολακευτικό» επίθετο «μέγκλα» [σπουδαίος, έξοχος] ετυμολογείται ως «ελληνοποίηση του «made in England»!)… Τα περισσότερα καταστήματα, εστιατόρια, κέντρα κλπ. έχουν προμετωπίδες ξενικές… πάμπολλα περιοδικά μας έχουν ξενικούς τίτλους… H «καλή κοινωνία συνδιαλεγόταν άλλοτε γαλλιστί… τώρα, ο πάσα ένας τρυπώνει και μια «αγγλικούρα» σε κάθε φράση του, ενώ οι νέοι μας έχουν κατασκευάσει ένα γλωσσικό ιδίωμα όπου κυριαρχούν στραμπουλιγμένα αμερικάνικα… Νυχτοήμερα, ακούμε αμερικάνικη μουσική, τραγουδάμε αμερικάνικα τραγούδια, χορεύουμε αμερικάνικους χορούς – με λίγη σάλτσα από αραβικό χορό της κοιλιάς. Και πάει λέγοντας Gr-anglais!..
Ποια, λοιπόν, «πολιτιστική ιδιαιτερότητά μας απειλείται, όταν, κυκλοφορώντας στην Αθήνα ή στην περιφέρεια, νομίζεις πως έχεις εκτιναχθεί σε κάποιο κακέκτυπο επαρχιακής πόλης του Τέξας, του Middle West ή των Ζουλού;
Αλλά για να είμαστε δίκαιοι: Ξενοφοβία υπάρχει κι εδώ, τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της εισροής ξένων μεταναστών, που ορισμένοι τους χρεώνονται, δίκαια ή άδικα, πλήθος φόνων, διαρρήξεων, οργανωμένου εγκλήματος. Αλλά πού δεν ανθεί αυτή η φοβία;.. Οσο για την παλιότερη ξενοφοβία μας, τη χρωστάμε στις τραγικές εμπειρίες μας, όχι μόνο απ’ τις αλλοτινές τουρκοκρατίες και φραγκοκρατίες, αλλά και από τις νεότερες ξενόδουλες μοναρχίες, ξενικές κατοχές, ξενοκίνητες δικτατορίες. Είναι όμως ξενοφοβία αυτό; ‘H είναι μνήμη «οικείων κακών» – στα οποία βάλαμε κι εμείς το χέρι μας, ανεχόμενοι, αποδεχόμενοι, προσφερόμενοι ακόμα, στις ξενοδουλείες;
3. H πεποίθηση πως η παγκοσμιοποίηση ισοδυναμεί με απόλυτη ηγεμονία των ΗΠΑ, δεν είναι δικό μας εφεύρημα, αλλά εισαγόμενη κι αυτή.
Παράδειγμα, υπεράνω υποψίας: Πριν από 5 μήνες, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (23.1), ο Γ. Γραμματέας του ΟΗΕ κ. K. Ανάν διαπίστωνε πως «ο κόσμος διολισθαίνει στον νόμο της ζούγκλας». Ποιος είναι ο νόμος αυτός; Το δίκαιο του ισχυροτέρου, βέβαια. Και ποιος είναι ο μοναδικός ισχυρότατος επί Γης – οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά; Μα οι ΗΠΑ, φυσικά. Που – προσθέτω, εγώ – εφαρμόζουν την κλασική πασπαρτού συνταγή: «Ετσι θέλω, αυτό διατάζω, η θέλησή μου είναι ο μοναδικός λόγος (αιτία, νόμος) («Hoc volo, sic jubeo, sit pro ratione voluntas»2.
Και ο κ. Ανάν συνεχίζει: «Ενώ είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε στην αναγκαιότητα της παγκοσμιοποίησης… φτάσαμε στο σημείο ν’ αμφιβάλλουμε αν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη διατήρηση της τόσο εύτρωτης παγκόσμιας τάξης μας.» Και πιο ξεκάθαρα: «Τόσο η διεθνής τρομοκρατία όσο και ο πόλεμος εναντίον της έχουν αποτέλεσμα την υποβάθμιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα διχάζουν τους ανθρώπους με βάση τη θρησκεία, την εθνική τους υπόσταση και τις πολιτιστικές καταβολές τους.
Πολύ πιο ρητά, ο αμερικανός οικονομολόγος Τζωρτζ Σόρος γράφει: «H παγκοσμιοποίηση έχει στρεβλώσει τη διεθνή κατανομή των πλουτοπαραγωγικών πόρων προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων και προς ζημία του κοινού καλού»3.
Ποιος αγνοεί ότι πυρφόροι αυτών των υποβαθμίσεων, διχασμών και στρεβλώσεων είναι οι ΗΠΑ, με την ακατάσχετη δίψα πλουτισμού, την ασυδοσία των μεγάλων επιχειρήσεων, τον θρησκευτικό-ακροδεξιό δεσποτισμό και σκοταδισμό τους, και την «παραδοσιακή» πίστη τους πως είναι «ο περιούσιος λαός, που ο Κύριος τον έστειλε να σώσει την αμαρτωλή ανθρωπότητα»;
Αυτή την αντίληψη – όπου άτομα και έθνη, δίκαια και δικαιώματα, πολιτισμοί και περιβάλλον δεν είναι παρά «μπρούτη ύλη» για την κρεατομηχανή του παγκόσμιου κιμά – θέλουν να την υψώσουν σε οικουμενικό νόμο, μέσα από την ψευδεπίγραφη παγκοσμιοποίηση.
Πώς, λοιπόν, να μην αντιστρατεύονται οι λαοί έναν τέτοιο Πύργο της Βαβέλ, που μόνη του αρχή είναι η αρχή «Ο Κόσμος είμαι Εγώ» και μοναδικός νόμος του, ο νόμος της ανομίας;
……………………………..
1. Βλ. «Τα Νέα», 9.6.2005. – 2. Ιουβενάλης, Σάτιρες, VI, 22. – 3. «New York Review», «Τα Νέα», 15.5.2005
H ειρωνεία των λέξεων
ΔΕΝ υπάρχει μόνο η ειρωνεία της Ιστορίας. Υπάρχει και η ειρωνεία της ιστορίας των λέξεων: Μερικές εκτινάζονται κάποια στιγμή, γίνονται διάσημες (ή διαβόητες), προκαλούν σάλο μέγα… έπειτα ξεχνιούνται για καιρό – και, κάποια μέρα, ξαναφυτρώνουν απρόσμενα. Αλλά, συχνά, γίνεται και μ’ αυτές εκείνο που έλεγε ο Μαρξ για τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα: «Την πρώτη φορά παρουσιάζονται σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα»1. Που, όμως, δεν είναι και τόσο φαρσική. Παράδειγμα:
THN πρωτοχρονιά του 1966, μεταδόθηκε διάγγελμα του τότε βασιλιά, που «ευχαριστούσε όσους τον εβοήθησαν (να μαγειρέψει το πραξικόπημά του της 15.7.1965 και την Αποστασία) και εξέφραζε την «αγάπη του για όλους τους Ελληνες», εξαιρώντας, όμως, τους «οργανωμένους εσωτερικούς εχθρούς του έθνους», ήγουν τους κομμουνιστές και τους «συνοδοιπόρους» τους. Και εξηγούσε:
«Ο κομμουνισμός αποτελεί μίασμα γεννηθέν έξω της Ελλάδος και κινούμενον έξωθεν. Ηθική του είναι το ψεύδος και η προδοσία».
Αυτή η λέξη «μίασμα» έβαλε φωτιά στα ήδη υπερθερμασμένα τόπια, διαμαρτυρίες και διαπληκτισμοί ξέσπασαν στη Βουλή και στον Τύπο, η λέξη έγινε σύμβολο της διχαστικής πολιτικής των Ανακτόρων – ώσπου η επιδρομή των άλλων πραξικοπηματιών (των Απριλιανών) υπεξήρεσε πάσαν εξουσία, κατέλυσε Βουλή και Τύπο, και έστειλε σε φυλακές, βασανιστήρια και εξορίες, «μιάσματα» και μη…
KAI να που τώρα, ύστερ’ από 38 χρόνια, η ξεχασμένη λέξη ξεμύτισε πάλι από το πουθενά. Φυσικά, οι διαφορές από τότε είναι τεράστιες: αν η χαρίεσσα αυτή λέξη στάθηκε προανάκρουσμα μιας εθνικής τραγωδίας (της δικτατορίας 1967-74), σήμερα προκαλεί περισσότερο σαρκασμούς παρά ανησυχίες: Οι συνθήκες είναι ολότελα άλλες – ο θρόνος έχει απολακτισθεί, η δημοκρατία μας είναι στέρεα θεμελιωμένη κλπ. – και μιασματολόγος δεν είναι ένας «ελέω Θεού» εστεμμένος αλλά ένας αιρετός νομάρχης. Που, δεν χώρισε τους Ελληνες σε πατριώτες και προδότες, όπως ο Γλυξβούργος, αλλά τους Αλβανούς (μετανάστες και μη) σε εργατικούς φιλοξενούμενους και σε ανθελληνικά «μιάσματα».
Από την τραγωδία, λοιπόν, του 1965-74, στη φάρσα του 2004; Οχι και τόσο φάρσα, ξαναλέω. Γιατί ο νομαρχικός αφορισμός απηχεί μια «ιδεολογία» που ενδημεί στις τάξεις του κυβερνώντος κόμματος και που όχι μόνο δεν καταδικάζεται από την ηγεσία του αλλά, αντίθετα, υπουργοποιείται, νομαρχοποιείται, βουλευτοποιείται, και δέχεται δημοσίως πρωθυπουργικούς εναγκαλισμούς.
ΑΥΤΟΙ οι πυρφόροι του σωβινισμού, του λαϊκισμού, της ξενοφοβίας και ξενηλασίας δεν διστάζουν να διακηρύσσουν πως «η επανάστασις (η δικτατορία) έκανε πολλά καλά στην πατρίδα», πως «όσοι εψήφισαν υπέρ της βασιλευομένης δημοκρατίας είναι το πιο δημοκρατικό και το πιο νομιμόφρον τμήμα του ελληνικού λαού»… Δεν διστάζουν να παίρνουν μέρος στις «γιορτές μίσους» για τον Εμφύλιο – και κατά των παλιών «μιασμάτων», φυσικά. Δεν διστάζουν να συδαυλίζουν την ξενοφοβία αρκετών «μέσων Ελλήνων» με εθνικιστικές και μεγαλοϊδεατικές κορώνες, ιδιαίτερα εναντίον των νυν «μιασμάτων» – που, και αυτά, έρχονται (όπως και τα του 1966) «έξωθεν» και αυτά είναι «μισέλληνες» και «προδότες»2.
Και τα τολμούν όλα αυτά, επειδή ξέρουν άριστα πως δρουν με το αζημίωτο, πως η ηγεσία του κόμματός τους όχι μόνο δεν θα τολμήσει να τους αποκηρύξει αλλά ούτε να τους επιπλήξει καν. Πώς να αψηφήσει τις ψήφους των εθναμυντόρων και καθαρόαιμων Ελλήνων – που είναι, άλλωστε, σαρξ εκ της σαρκός της;
Στο βιβλίο του «H Ελπίδα», με τις εμπειρίες του από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ο Αντρέ Μαλρώ γράφει: «Εχω δει τις δημοκρατίες να επεμβαίνουν εναντίον των πάντων, εκτός εναντίον των φασιστών»3. Πού να έβλεπε τις Νέες Δημοκρατίες!
ΤΩΝ κυβερνώντων μας η γενική απραξία (που έγραφα την περ. Κυριακή) συνοδεύεται από την αφασία τους μπρος στους λόγους και τα έργα των πιο αντιδραστικών στελεχών τους. Και είναι αυτονόητο πως, στις περιπτώσεις αυτές ιδιαίτερα, η ανοχή ισοδυναμεί με συνενοχή.
Μπορεί η ηγεσία της N.Δ. να διαλαλεί πως (θέλει να) είναι κυβέρνηση όλων των Ελλήνων και ν’ αναδειχθεί σε κόμμα του «κοινωνικού κέντρου». Ομως, η σιωπή της – δηλαδή, η ευμένειά της – μπρος στις ακροδεξιές εκρήξεις ουκ ολίγων «προβεβλημένων» εκπροσώπων της, και μάλιστα η επιβράβευσή τους με οφφίκια, θυμίζει μάλλον το «ιστορικό» απόφθεγμα του στρατηγού B. Καρδαμάκη, του αρχιτέκτονα «των εκλογών βίας και νοθείας» του 1961:
«Οσον δεξιότερον, τόσον καλύτερον!»
1. H 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (1852). Μετάφρ. Φ. Φωτίου, Θεμέλιο, 1975, σελ. 15. – 2. Βλ. σχετικά «Τα Νέα», 9.3, 13.3., 7.9 και «Το Βήμα» 11.9. – 3. L’ Espoir, 1937, A,I, III,3.
Το Αύριο, το Χτες και οι νέοι
ΣΤΗ μικρή συμποσιακή παρέα (παραμονή Χριστουγέννων) ήρθε ο λόγος και για την… Ιστορία. Ακριβέστερα, για την άγνοια της Ιστορίας. Ακόμα και της ελληνικής. Ακόμα και της πρόσφατης.
Οσοι απ’ τους συνδαιτυμόνες είχαν κάποια σχέση (συγγενική, διδακτική) με τους νέους και νεότατους, συμφωνούσαν πως ουκ ολίγοι τους, ακόμα και φοιτητές και σπουδαστές, δεν γνωρίζουν (αλίμονο!) το άμεσο παρελθόν του τόπου μας και των άλλων τόπων. (Περιττό να προσθέσω πόσο βαρύτατα ένοχος είναι, γι’ αυτό, η μέση Παιδεία μας). Για τους δυο Παγκόσμιους Πολέμους, την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, τον Ψυχρό Πόλεμο, τη δικτατορία, ξέρουν λιγότερα παρά για την… Τρωική εκστρατεία ή για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο – που, αυτά τουλάχιστον, τα διδάχτηκαν (όπως τα διδάχτηκαν) στο Γυμνάσιο και το Λύκειο…
Και όχι μόνο δεν γνωρίζουν, αλλά – το δραματικότερο – αδιαφορούν να μάθουν. Τα περασμένα, ακόμα και τα προχτεσινά, τους φαίνονται μακρινά, ξεπερασμένα, άσχετα με – και άχρηστα για τη δική τους ζωή και το δικό τους μέλλον.
TI τους ενδιαφέρει, λοιπόν; Μόνο το Σήμερα και το Αύριο – που, πιστεύουν – δεν επηρεάζονται απ’ το Χτες. H πρόοδος καλπάζει, λένε, κι αυτά τα «παλιά», που ήταν σημαντικά πριν λίγα χρόνια, έχουν ελαχιστοποιηθεί ή/και εκμηδενισθεί από τις ιλιγγιώδεις ανακατατάξεις και τις επιστημονικές, τεχνικές κλπ. κατακτήσεις. «Τι μας νοιάζει το νεκρό παρελθόν; Μόνο το παρόν είναι ζωντανό, και μόνο το μέλλον έχει… μέλλον»…
Αλλά, και πάλι, αυτό το Παρόν και το Μέλλον τ’ αντιμετωπίζουν ατομικιστικά κι ωφελιμιστικά. Στόχος τους μόνος, ν’ αποχτήσουν κάποιες γνώσεις και τεχνικές, που να τους εξασφαλίσουν, όσο γίνεται πιο γρήγορα, μιαν όσο γίνεται καλύτερη «θέση», και χρήμα όσο γίνεται πιο άφθονο. Λες και πρόκειται να ζήσουν σ’ ένα ωκεάνιο ερημονήσι με πλούσια βλάστηση, απ’ όπου θα πασχίζουν, αυτοί, ν’ αποσπάσουν τους πιο πολύχυμους καρπούς για πάρτη τους. (Ξέρουν οι αναγνώστες πόσο φιλονεϊστής είμαι, πόσο τιμώ και σέβομαι τους νέους που μοχθούν για ουσιαστική μάθηση και γνώση. Αλλά, δυστυχώς, υπάρχουν και οι άλλοι…).
KAI αναρωτιέσαι: αυτοί οι τελευταίοι δεν υποψιάζονται το στοιχειώδες: πώς το δικό τους μέλλον είναι άρρηκτα εξαρτημένο κι αλληλένδετο με το μέλλον όλων των άλλων, με το μέλλον όλου του κόσμου πια, στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας – όποιο νόημα, καλό ή κακό, δώσεις στη λέξη;
Μέρες που είναι, θα μπορούσαμε να τους χαρίσουμε ένα μικρό δώρο – που, αυτοί, ίσως να το χλεύαζαν σαν «σκουριασμένη φιλολογία», αλλά που περικλείνει το αυτονόητο: «Μέσα σε τόσους πολλούς, εσύ, ταλαίπωρε, αποτελείς ένα μόριο, που πρέπει πάντοτε να τείνει και να αποβλέπει στο σύνολο, μολονότι το μέγεθός του [σου] είναι μικροσκοπικό. Και δεν έχεις καταλάβει ακόμη… ότι για χάρη του γίνεται το καθετί, για να εξασφαλισθεί δηλαδή στη ζωή του σύμπαντος [του συνόλου] διάρκεια και ευτυχία, και ότι τίποτα δεν γίνεται για σένα, αλλά ότι εσύ υπάρχεις επειδή υπάρχει το σύνολο»1… Κι ένα ακόμα παραδώρο: «Αναγκαστικά το όλον προϋπάρχει του μέρους. Αν εκμηδενισθεί ολόκληρο το σώμα, δεν υπάρχει ούτε χέρι ούτε πόδι»2.
Ετσι, άποδες και άχειρες, θα χτίσουν το «μέλλον» τους σ’ έναν ασώματο κόσμο;
KAI είναι ασώματος αυτός ο κόσμος μας, μια και αυτο-ακρωτηριάζεται ασταμάτητα από πολέμους, σφαγές, γενοκτονίες… κατατρύχεται από εγκληματικούς φανατισμούς… ασφυκτιά απ’ τον φόβο της τρομοκρατίας… στιγματίζεται από τερατώδεις ανισότητες πλούτου και φτώχειας… αφανίζει ανελέητα το επίγειο, ενάλιο, εναέριο περιβάλλον – κάθε πηγή ζωής – για χάρη του πιο χυδαίου πρόσκαιρου κέρδους. Τι μέλλον μπορούν να έχουν οι νέοι σ’ έναν τέτοιον αυτοχειριαζόμενο κόσμο, σ’ έναν τέτοιο θάλαμο αερίων και αιμάτων, όπου δεν είναι μόνο «ο θάνατός σου ζωή μου» αλλά και «ο θάνατός σου θάνατός μου»;
ΦΥΣΙΚΑ, δεν φταίνε οι νέοι γι’ αυτόν τον πρωτόφαντο Αρμαγεδώνα. «Ετσι τα βρήκαμε, – λένε -. Τι μπορούμε να κάνουμε;». Κι όμως, μπορούν.
Πρώτα, να συνειδητοποιήσουν την τραγικότητα και το αδιέξοδο αυτής της αυτοκαταστροφής – κι όχι να την παρακολουθούν απαθείς και αδρανείς, σαν μοιραίο «τετελεσμένο γεγονός», σαν κατακλυσμό που τίποτα δεν μπορεί να τον στερέψει.
Αλλά για να τη συνειδητοποιήσουν, σ’ όλη την έκτασή της, ανάγκη πάσα να ξέρουν το επίσης στοιχειώδες: πως το μέλλον διαμορφώνεται από το παρόν, και το παρόν απ’ το παρελθόν. Δηλαδή, από την (περιφρονημένη) Ιστορία. Αυτή φωτίζει τις ρίζες και τις έκπαλαι συνθήκες του σημερινού και αυριανού (τρισχειρότερου) αφανισμού, αυτή δαχτυλοδείχνει τις χρόνια καλλιεργημένες νοοτροπίες του τυφλού ωφελιμισμού, τα παλαιόθεν καθιερωμένα συμφέροντα, την παγιωμένη θεοποίηση της κερδομανίας, τις διαχρονικές διασυνδέσεις των αρπάγων. Οταν δεν γνωρίζεις τα αρχικά αίτια και αίτιους, δεν μπορείς να τα και να τους αντιμετωπίσεις. Μένεις ανυποψίαστος, άοπλος, ανοχύρωτος στις επιδρομές τους. Οι ανίδεοι Ιστορίας γίνονται (οι Ελληνες το ξέρουμε καλά) τα πιο πρόθυμα θύματα, τα πιο εύκολα αθύρματα των δημαγωγών, των λαοπλάνων, των απατεώνων, των κερδολάγνων.
Αμα γνωρίζεις, όμως, το ποινικό μητρώο τους, άμα ξέρεις πώς τα παλαιά εγκλήματα γεννούν καινούργια φοβερότερα, τότε – και, αυτό, είναι το δεύτερο και σπουδαιότερο – τότε, μπορείς να τους αντισταθείς, να προσπαθήσεις ν’ αποτρέψεις την υποτροπή τους. Με λόγο και με πράξη. Οσο «μικρός» κι αν είσαι, όσο «στενός» κι αν είναι ο χώρος σου.
Και αυτό δεν είναι ρητορικό, «ηθικοπλαστικό»… χρέος. Είναι αυτοάμυνα. Είναι το ουσιαστικό θεμέλιο του περιβόητου μέλλοντός σου. «Ο νέος, με την άρνηση θ’ αρχίσει για να δικαιολογήσει την παρουσία του», έλεγε ο Γκαίτε. Ομως, εδώ, δεν πρόκειται για παρουσία, αλλά για επιβίωση: άρνηση στα κακώς κείμενα, τα ανθρωποβόρα, δηλαδή αντίσταση. «Αντιστέκομαι, άρα υπάρχω». Και δεν υπάρχω, δεν θα υπάρξει κανένας, αν δεν υπάρξουμε ομόθυμα όλοι – προπάντων, οι νέοι – αντιστεκόμενοι…
1. Πλάτων, Νόμοι, I, 903C. Μετάφρ. B. Μοσκόβη, Καρατζάς, 1988. – 2. Αριστοτέλης, Πολιτικά, A,I, 1254A, 19. Μετάφρ. B. Μοσκόβη, Καρατζάς, 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου