σε κάποιον Κιθαιρώνα ανταριάζουν
τη σκόνη μίας άφεγγης σιγής.
Βήματα δεν μετριούνται, ούτε καν ψίθυροι
σκυφτοί καθώς βαδίζουμε στα βέλη του αινίγματος.
Τι κι αν το βράδυ αργεί; Διαχέει τ’ απομεσήμερο
βαθιές πληγές και ρεύματα φωτός.
Τα υγρά λάθη σβήνουν τη δίψα της αρμύρας
με δάκρυα πικρής δροσιάς.
Πολλά ψιθύρισε σαν έπεφτε η Σφίγγα
από θνητό μυαλό τάχα νικημένη.
Χαμογελά ο συντριμμένος πίσω απ’ τις πέτρες
στο μεγαλείο του γερμένος.
Αρκετά δεν πονέσαμε για να γίνουμε αγάλματα,
σοφία ν’ αστράφτουν σαν στέκονται ή κυματίζουν.
Τα θρηνητικά τραγούδια θα γίνουν θούριοι,
το αγκάλιασμα της νύχτας θα δώσει απάντηση.
Υπόκωφες οι μουσικές θα πάψουν να ρέουν,
όσο οι κλαγγές των όπλων θα μετρούν το Σύμπαν.
Στο ανηφόρι εμείς, με λάβαρα σκισμένα και θαμπά,
μικροί ταξιδευτές πήλινου αίματος,
κρυστάλλινης φυγής γυρολόγοι θλιμμένοι.
Πατέρα, κάν’ το ταξίδι προς τον ζόφο θαλερό,
κράτα κοντά μας όλους τους συντρόφους!
Δεν μας τύλιξε στα πέπλα του ο κάτω κόσμος…
Όσο τρελά θα λικνίζεται μια δίφυλλη μέρα
στο λιόγερμα θα φτάσουμε, γυμνοί και προδομένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου