Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΑΓΚΑΔΙΑΝΟΣ ( 1954-2017) - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

Ο Σταύρος Λαγκαδιανός γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954 και πέθανε το 2017.Σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠΑ και ασχολήθηκε με την δικηγορία.Από την εφηβεία του άρχισε να γράφει πρωτόλεια διηγήματα αλλά γρήγορα προχώρησε στη συγγραφή πιο ώριμων και ολοκληρωμένων διηγημάτων. Τότε είναι που συνειδητοποιεί ότι το μυθιστόρημα και η νουβέλα είναι τα είδη που τον απασχολούν και σε αυτά θέλει να δοκιμαστεί.
Κατά την διάρκεια της ζωής του είχε την μοναδική τύχη να γνωριστεί με μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας και να αναπτύξει με αυτούς στενές σχέσεις. Γνωρίζει την Έλλη Αλεξίου, η οποία επιδοκιμάζει χωρίς ενδοιασμούς την λογοτεχνική αξία του.Είναι η πρώτη που τον ενθαρρύνει με θέρμη. Το 1975 γνωρίζει και συνδέεται με στενή φιλία με τον Μιχάλη Κατσαρό. Ζει μαζί του την δύσκολη ζωή του ποιητή .Πιστεύοντας ο ποιητής στην αξία του τον ωθεί να εκδώσει βιβλία του.Η πιο μεγάλη τιμή είναι η γνωριμία του με τον μεγάλο Γιάννη Ρίτσο . Η γνωριμία τους πολύ γρήγορα γίνεται στενότατη φιλία και οικειότητα καθώς ο ποιητής τον αποδέχτηκε όχι μόνο ως λογοτέχνη αλλά και ως άνθρωπο. Πέρασαν πολύ χρόνο μαζί, μέχρι το θάνατο του ποιητή. Υπήρξε ο δάσκαλός του σε πολλά, που τον επηρέασαν στην σκέψη και στη ψυχή του.
Απρόσμενη η γνωριμία του και με τον άλλο μεγάλο, τον Οδυσσέα Ελύτη. Γνωριμία που γρήγορα κι αυτή μετουσιώθηκε σε φιλία στενή μέχρι τον θάνατο του ποιητή.
Το 1985 εκδίδεται το πρώτο του βιβλίο το''Έν-δυο ,κάτω'' από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ. Το 1988 πάλι από την ΕΣΤΙΑ εκδίδεται το βιβλίο ''Από το 1 έως το 31". Το 2003 εκδίδεται το "Τσαλακωμένο Φουστάνι'' από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ και το 2010 το "Πέρασαν πάνω μου..'' από τις εκδόσεις ΠΥΛΕΣ.
Ταυτόχρονα έγραφε τακτικά κείμενα και άρθρα σε εφημερίδες όπως στην ''Ελευθεροτυπία 'και αργότερα στην ''Εφημερίδα των Συντακτών''.
Και τα τέσσερα βιβλία του απέσπασαν ευνοϊκότατες κριτικές από γνωστούς κριτικούς και με αφορμή τους έδωσε σειρά συνεντεύξεων σε πολλά έντυπα.
Το δεύτερο μεγάλο πάθος του υπήρξε η καλλιτεχνική φωτογραφία ,καθώς την θεωρούσε ως τέχνη στενά συνδεδεμένη με την έμπνευση και την γραφή του. Σπούδασε κοντά στο Πλάτωνα Ριβέλλη ,στον ''Φωτοχώρο" και μελέτησε σε βάθος τους μεγάλους φωτογράφους του 20ου αιώνα και αρκετούς μεταγενέστερους. Η φωτογραφική του προτίμηση στράφηκε σε αυτήν που ονομάζεται ''φωτογραφία του δρόμου'' και στους τσιγγάνους που περιόδευαν την χώρα. 
Ολοκλήρωσε κι άλλα μυθιστορήματα που δεν πρόλαβε να εκδώσει ,όπως επίσης υπάρχουν πολλά κείμενα του με απόψεις ,προβληματισμούς κριτικές για ποικίλα θέματα σχετικά με την τέχνη και την φιλοσοφία γενικότερα.  http://stavroslag.blogspot.com/


ΒΙΒΛΙΑ 

i.Εν, δυο, κάτω (1985 )

Λαγκαδιανός Σταύρος - Έν-δυο ,κάτω
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Σελίδες: 168
Έτος Έκδοσης: 1985


Περιγραφή


... Ο άνεμος έσπρωχνε τη-βροχή κι εκείνη έφερνε την ελευθερία των φυτών στη δουλεία της πέτρας κι έκανε την πέτρα επαναστάτρια. Ο λοχαγός Πολυφήμου σταμάτησε. Κοκκάλωσε. Ξεφύσηξε, μετά κουνήθηκε μπρος πίσω νευρικά, παίξαν τα μάτια του. Η βροχή είχε ήδη ξεσηκώσει τον άνεμο κι ο Πολυφήμου στεκόταν βουβός. Μετά ξέσπασε με γροθιές στο πρόσωπο του φίλου διατάζοντας «προσοχή, ρε! Κάτω τα χέρια, ρε! προσοχή, ρε! Κάτω τα χέρια, ρε!». Ο γιατρός όμως δεν είχε σηκώσει ούτε φρύδι; Ο Πολυφήμου χτυπούσε, αίματα πετάχτηκαν. «Κωλόπαιδο» ούρλιαζε και χαστούκιζε. «Προσοχή, ρε! Αλτ! Κάτω τα χέρια, ρε!». Μα ποια χέρια, τ' ανύπαρκτα; Αυτά, που δεν σηκώθηκαν ποτέ; Ο Μύρωνας, μπροστά μου, τραντάχτηκε. Ξεχώρισα ένα κίτρινο ποταμάκι να διασχίζει δειλά - δειλά το παντελόνι του, να πηγαίνει αξεθώριαστο μαζί με τη βροχή, σιγανό, ζεστό, κίτρινο ποταμάκι.«Κώστα, δεν μπορώ, δεν μπορώ» είπε σιγά κι έφερε το μπράτσο στα μάτια του»…
Ο Μεγάλος Δυτικός Άνεμος φύσηξε δυνατότερα. Η πράσινη γη του έστελνε τις ευωδιές της ρίζας και του ανθού. Κύκλους πάνω μας τα ψαρόνια σκούζαν…
Η αστραπή ξεκόλλησε ένα κομμάτι ουρανού και γάζωσε τα σύννεφα! Ο Πολυφήμου τραβήχτηκε. «Παλιόκαιρε!» και μούντζωσε τη βροχή. Εκείνη όμως σιγανή αδιαφορούσε για τα φάσκελα. Έπεφτε σκυφτή κι ο Μεγάλος Δυτικός Άνεμος σφύριζε στα φύλλα των ευκαλύπτων τον πόνο της κάψας(;), που τώρα αναλυόταν σε λυγμούς χαράς(;). «Διαολόκαιρε!» κι ο Πολυφήμου με βήμα γρήγορο, κοφτό, κοντός διάνος, φεύγει, διασχίζει την μεγάλη αυλή και χάνεται στο σκοτάδι μιας πόρτας. Πίσω του χιλιάδες μάτια παρακολουθούσαν τις μαύρες μπότες του να πηγαινοέρχονται «εν-δυο, εν-δυο» και τη βροχή ήσυχη και ταπεινή να τον μουσκεύει δυνατά ...https://www.oldbooks.gr/


✦✦✦✦✦✦✦✦

Αποσπάσματα 


Απόσπασμα που έχει συμπεριληφθεί στο βιβλίο της Έλενας Χουζούρη"Στρατός περνούσε…" στη Νεοελληνική Λογοτεχνία - Εκδόσεις Μεταίχμιο



(για της οικονομία της ανάρτησης έχει παραλειφθεί τμήμα)
…’’Εσύ ,ρε ,τι κάνεις;-ήρθε σε μένα (ο λοχίας), ’’δικηγόρος!’’. ‘’δηλαδή, ψεύτης! ‘’Μπρος, πάρε τον μπόγο.’’ Τον σήκωσα. ’Ένα Κάτω’’. Κάθησα οκλαδόν.’’ Ένα πάνω.’’ Μετράει 30 φορές. Ζαλίζομαι, τρέμουν πόδια ,τρέμουν χέρια, πόνος στο στήθος ,γέρνω, πέφτω. Πατάει τα πόδια μου .’’Δεν τραβάς άλλο ,ε!! γαλατάς είσαι ,ε; θα σε λιώσω!.
Έβλεπα θολά τα παιδιά να κάνουν το ίδιο ,πάνω-κάτω τον μπόγο ,ημικάθισμα,30, 40, 50,φορές ,άλλα έπεφταν ,άλλα σταματούσαν κι αυτός τα σήκωνε με το ένα χέρι. Μετά σταμάτησε. ‘’Γιάννη, τι ώρα είναι; τι θα γίνει;’’ ,σιωπή ,ο ξάδελφος κοιμόταν καθιστός. ‘’Σηκωθείτε’’, η φωνή του λοχία δυνατή ,στέρεη μας σήκωσε. Σέρνοντας τα πόδια μας μπήκαμε στο άλλο δωμάτιο. Δυο γλόμποι και παρέα μας οι ήρωες της φυλής ,Καραισκάκης και Κολοκοτρώνης κι άλλοι πολλοί ,όλα παλληκάρια όμορφα ,σοβαρά στα κάδρα τους. Ο Γιάννης ως χειρουργός στην ειδικότητα έσφαξε τον Καραισκάκη. Καλά του’ κανε. Μυστήριος άνθρωπος ήταν αυτός ο Καραισκάκης. Γιός καλογριάς! Καλά να πάθει. Αλλά ο φουκαράς ο Κολοκοτρώνης γιατί να μείνει μ’ ένα μάτι; Δηλαδή ,γιατί αυτή η πληρωμή από την πατρίδα; Κι ο Κανάρης χωρίς μουστάκια; Αυτό ήταν πια βέβηλο! Ξέραμε πως μουστάκι ίσον δύναμη και αντρισμός. Κι ο Μιαούλης ο καημένος ,καρατομήθηκε κι αυτός. Τι καλός άνθρωπος! Με το χαμόγελο στα χείλη. Τον έφαγε ο κοντός ,ο νεοσύλλεκτος που είχε πει εκείνο το αστειάκι κι έφαγε σαπάκι στον ιματισμό.Τι κακό έπαθε ο Μαυροκρδάτος; Έπεσε σε μένα. Ο προδότης, ο Αγγλόδουλος! Τον ξύρισα στεγνό ,χωρίς σαπουνάδα μόνο με σάλιο.
……………………………………………………………………………………
Καμιά ώρα ξυρίζαμε, σαλιώναμε ,αποκεφαλίζαμε ήρωες .Μετά φωνάζαμε. Εμένα μου’ τυχε μια κότα. Την έκανα καλά ,πήρα και μια μπουνιά σα βραβείο. Ο Γιάννης στα τέσσερα γαύγιζε. Ένας άλλος τον κοντράριζε γουρουνίσια κι ένας τρίτος ,ο διαιτητής ,νιαούριζε παραπονεμένα. Ο σπουργίτης τιτίβιζε στον φεγγίτη. Ήταν ο κοντούλης ,ο πονηρούλης ο νεοσύλλεκτος, που είχε κουρνιάσει στον ανοιχτό φεγγίτη και μας κελαηδούσε. Φάνηκε έτσι λίγο φεγγάρι. Φάνηκε και λίγο δροσιά κι ανασάναμε. Κι ο σπουργίτης, το κοντούλικο το φανταράκι ήταν μαζεμένο ψηλά . ‘’να κατέβω ,κυρ-λοχία; Να κατέβω;’’ Φώναξε και συνέχισε να καλαηδά. Και δώστου το φεγγάρι πίσω του κι αυτό να κελαηδά. ‘’Ρε συ’’ φώναξε σ’ ένα παιδάκι μαζεμένο ντροπαλό. ‘’Από πού είσαι;’’ ‘’Απ’ τα Κύθηρα’’ ‘’Τραγούδησε ,ρε ,τραγούδησε’’. Και το παιδί τίναξε το κεφαλάκι του ψηλά και τραγούδησε τα ‘’Κύθηρα’’, καθαρά ,χωρίς κόμπους στη φωνή του ,ωραία. ‘’Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε. Μελωδικά, πανέμορφα. Και χάχανα δεν ακούστηκαν. Όλοι μας σταματήσαμε. Και φέραμε βόλτα το παιδάκι που τραγουδούσε τόσο όμορφα! Τόσο ξεκούραστα!
Και είδα έναν ήλιο πίσω απ’ το φεγγίτη. Και το λοχία είδα που είπε ξυνός ‘’αντέστε από δω ρε κωλόπαιδα’’ και γύρισε το κεφάλι του μαζί με τον αγκώνα να μην τον στραβώσει ο ήλιος που έβλεπα στο φεγγίτη, κι έφυγε, έφυγε. Και το παιδί τραγουδούσε όλο και πιο δυνατά .Και ‘μεις δεν το αγγίζαμε. ποτέ δεν θα τα βρούμε….’’.Μέναμε όρθιοι στη προσοχή. Είδα τα μάτια του μεγάλα ,πράσινα ,θαλασσινά. Με φύσηξε κι όλας ο άνεμος απ’ τα κύματα. ΄Ηρθε κοντά μου το θαλασσοπούλι,ενώ ο ήλιος έπαιζε κυνηγητό στα λευκά σπίτια με το φως του.
‘’Τα Κύθηρα

ii. ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΑ ΩΣ ΤΟ 31 (1988)


Λαγκαδιανός Σταύρος - Από το 1 έως το 31
Εκδότης - ΕΣΤΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης -Δεκέμβριος 1988
Αριθμός σελίδων - 320
Διαστάσεις - 21x14

Παρουσίαση

...Αρρωστημένο χέρι, ψάχνει να κομματιάσει την πυκνοκατοικημένη πολιτεία. Το χέρι του που τρέμει σ' αυτό εδώ το φθινόπωρο, προσπαθεί με το πιοτό και το δάκρυ να αναστήσει την ηλικία, το χρόνο, τη χαρά και το μούδιασμά τους. 1960. Τη θυμάται απ' το καλαντάρι που άλλαξε μαγικά και έφερε την πρώτη του μηνός του 1960... Τίποτα άλλο, μια μετάβαση του χρόνου. Τίποτα άλλο... Το μεγάλο σπίτι της Πειραϊκής δεχόταν το σκληρό χειμώνα απονήρευτο. Κύματα λύσσαγαν στα βράχια. Το ποντίκι, μια ανάμνηση ροζ τριαντάφυλλου, τα υπόλοιπα σκόνη... Το σίγουρο πια κρυβόταν στις αντοχές των βράχων. Το αβέβαιο, σπαρταρούσε στο θυμό της θάλασσας... Και τα χρώματα που σχημάτιζαν το ενδιάμεσο στοιχείο, μοσκοβολούσαν ναφθαλίνη και εκείνο το άφθονο άρωμα της καθαριότητας των ασπρόρουχων... 31 χρονών πια, ανασταίνει το πεθαμένο με τη βεβαιότητα πως οι νεκροί εμάς τους ζωντανούς μας βλέπουν από τότε που σβήσανε, χαμένους... ένα πανί μιας βάρκας που ξέμεινε ή ένα κουπί που πρόλαβε να σώσει τη θύελλα στους αρμούς του... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) https://www.politeianet.gr/

✦✦✦✦✦✦✦✦
Αποσπάσματα

i. ( ο χαρταετός)
.... ο ήλιος είχε πέσει. Κρύο. Δεν θυμάμαι καθαρή Δευτέρα που να μην έκανε κρύο το απόγευμα. Ο θείος Μίμης φόρεσε τα γάντια του ,τεχνίτης ,πήρε στα χέρια του το σπάγγο που μια άφηνε μια τράβαγε '' έτσι το φέρνουμε ,Νότη, μια του δίνουμε χάρη μια του την παίρνουμε''. Ε΄χα μείνει έκπληκτος με την δεξιοτεχνία του θείου Απ'π τα δάχτυλα του πατέρα έτρεχαν αίματα ο σπάγγος του τα 'χε φαει λωρίδες λωρίδες. ''Μα τί στο καλό ,μεγάλο πράγμα αυτός ο αετός ,θεόρατος ..'' ,σκεπτόμουνα και απορούσα. Σιγά-σιγά βράδιαζε κι ο αετός είχε κατέβει στα 50 μέτρα. Βούιζε ο τόπος ,τόσος ο θυμός του, που τον παίρναμε από κει πάνω ,τί να πω! ΄''έλα ,έλα ,σιγά -σιγά'' .40,30,20,10 μέτρα πάνω από τα κεφάλια μας,βρυχόταν το θηρίο ,αέρινο ψάρι ο αετός! Τι λύσσα που είχε να μείνει εκεί στο βοριά! Κόντευαν να μου βγούν τα μάτια από αγωνία και θαυμασμό. Να 'βλεπες πώς σπαρτάραγε..Πώς έκανε η ουρά του ,πώς τεντωνόταν ο σπάγγος του. Τα σκουλαρίκια του είχαν μαδηθεί ,η ουρά του είχε μείνει μισή Είχε τρύπες η λαδόκολλα ,το προσωπό του, οι μπαρμπέτες του πετάριζαν τρομαγμένες ,η μια είχε σπάσει.. Είχα τρομάξει κι έπεφτε το σούρουπο. Ο αετός κατατρυπημένος πήρε μια βόλτα όλος και κρακ έπεσε στις πέτρες μπροστά μας ,10 μέτρα από την καγκελόπορτα του κτήματος. Δεν θα ξεχάσω που 'τρεξα να τον πιάσω και κοντοστάθηκα. Δεν μπορούσα ,είχαν σπάσει τα καλάμια είχε σκιστεί το χαρτί, η ουρά μαγκωμένη στις πέτρες .Άκουσα τον πατέρα μου να μου λέει ''άντε ,ρε Νίκο ,φέρτον μέσα να τον έχουμε του χρόνου'', μα δεν τον πλησίαζα ,καθόμουν μπρούμητα ένα μέτρο πιο πέρα και τον κοίταζα πεσμένο ..Ανατρίχιαζα ,κάτι σαν πουλί που ψόφησε μου 'μοιάζε ο Ολυμπιακός μας, κάτι ακίνητο και κρυφό,Και που λες,έτσι που τον έβλεπα να τραβοτανιέται από τον αέρα, ένα κουρέλι ,δάκρυσα. Είδα στον σπάγγο ένα γραμματάκι ,μόνο ένα του είχε μείνει. Έσκυψα και το πήρα ,ούτε που τον ακούμπησα ,όμως. Εγραφε ΄΄φύσα ,φύσα αέρα να πας τον Ολυμπιακό πιο πέρα'' κι έκλαιγα και κατουριόμουν από το κρύο...

ii.
……………………………………………………………………………..
Το πρωΐ έξω από τα δικαστήρια ,στα σκαλιά ,είδε την τσάντα του ν’ ανατινάζει το κτίριο των δικαστηρίων.Έκρυβε βόμβα; .ένα ‘όχι’ και δεκάδες ‘άστε τον ,άστε τον…’. Πήγε και κάθισε στο καφενείο να πιεί καφέ. Τότε μέσα στην θαμπάδα του μυαλού του ,στην ομίχλη της στοάς ,σκιές περιστεριών έσκυβαν το κεφάλι στο λεπίδι του ήλιου. Από την κρεμάστρα, τα παλτά των δικηγόρων έσταζαν τόση σοβαρότητα. «Νάτος» είπε , «ξεπετιέται πάλι ο σερβιτόρος ,ο περίφημος άντρας του Πύργου ,τότε στο νησί». Έκανε ‘’αχ’’ και έσκυψε το κεφάλι του στον αγκώνα του. Ο άντρας με δυο δρασκελιές άρχισε κι αυτός να σερβίρει λεπίδια του ήλιου στους θαμώνες. Ώστε το 1 που έγινε 31 ήταν για να δει αυτή την σκηνή; Ένα ένα τα κεφάλια των συναδέλφων του να πέφτουν στο δίσκο του άντρα; Και δίπλα τα περιστέρια να γουργουρίζουν την σφαγή.
«Μη» φώναξε» και πολλοί τον κοίταξαν. «Φτάνει!’’ ξαναφώναξε ιδρωμένος. Τα πρώτα χρόνια ο λώρος ,στα μεσαία ο πόνος ,και τώρα ούρλιαζε. Και η θηλειά; Και η πορεία; Και τα καταπραϋντικά; Γι’ αυτό το τέλος; Όχι.
Και θύμωσε που το κεφάλι του κύλισε στα χέρια του,κωφάλαλος ο ίδιος να βαστάει την γλώσσα του στα δάκτυλα του……..

iii.
Ένα δάχτυλο δείχνει από την άμμο τον ουρανό, τα γλαρονήσια απέναντι δεν έχουν μέρος να σταθούν. Τα καίει ο ήλιος .Κι ούτε ένας γλάρος. Το δάκτυλο είναι ξύλο ,έρχεται από την άμμο και δείχνει τον ουρανό. Τα δικά του δάκτυλα στο χώμα δείχνουν πέτρες,τορπίλες,βράχους, πρόσωπα παππούδων του ,θείων ,γυναικών του. Βράχοι τα μάτια του και κρυσταλλάκια από τους αφρούς των κυμάτων που σπάνε πάνω τους. Ένα λευκό σπίτι ,τρεις πόρτες γαλάζιες ,αφήνει την υποψία ανθρώπων. Ο Νίκος κατάλαβε για πρώτη φορά, πως ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει μείνει ,όλα να έχουν χαθεί,η ιστορία του ,ο ίδιος ,τίποτα πια ,τα ξεραμένα φύκια θα υπάρχουν ,τα μυρμήγκια ανήσυχα θα δουλεύουν και θα τριγυρνούν σ’ ένα μέτρο άμμου ,όπως εκείνος πριν στην έρημο. «Δεν έχει σημασία που εγώ χάνομαι» γύρισε και μίλησε στη Έλλη ,«όσο ακόμα ένα δάκτυλο μου θα δείχνει τον ουρανό, όπως το ξύλο ,εκείνο το σπίτι ,το βουνό ,το βράχο ,το νησί ,ακόμα κι λείψω ,εκείνο το δάκτυλο θα με δείχνει κάθε απόγευμα..» της μίλησε σιγά. Είδε τα χτίσματα των παιδιών στην άμμο,στέρεα κάστρα με στοές και προπύργια.. «Μια πολιτεία φτιάξαν τα ψαροπαίδια» ψιθύρισε. Το κοκόρι αντηχεί απ’ τα χαλάσματα ,παράξενο κοκόρι να λαλεί το καταμεσήμερο! «Σε θέλω να είσαι γυνή ,δεν αντέχω τίποτα που να καλύπτει».
Ο Νίκος στάθηκε στην μέση της παραλίας. Φώναξε δυνατά. Ούτε ενδιαφέρθηκε κανένας για την φωνή του. Μόνο για τη φωνή του κόκορα όλα έδειχναν να ενδιαφέρονται. Πλησίασε το λευκό σπίτι ολόγυμνος.
«Ε..» φώναξε. Τίποτα. Ο μαύρος σκύλος κοιμόταν κοντά στις άσπρες πέτρες και γύρω από το κεφάλι του ζωΰφια γυρόφερναν , εκείνος όπως πέτρα ανάμεσα στις άσπρες πέτρες ,ακίνητος. Πιο πέρα ένα ξεχαρβαλωμένο αυτοκίνητο με πεταμένα τα καθίσματα στην άκρη, ρόδες ,τιμόνι, σίδερα. « Κανείς;..ε…» φώναξε πάλι δυνατά. «Δεν είναι κανείς εκεί ;» η θάλασσα από κάτω είχε φουσκώσει. Μια συκιά στην άκρη του σπιτιού. Αγριοκάτσικα ξαπόσταζαν. Ξαναφώναξε. Τίποτα. Απ’ το βουνό φωνή σπίνου ή λούγαρου. Σε λίγο ακούστηκε το βαρύ φτερούγισμα των περιστεριών που πέρασαν από πάνω του και κάθισαν στο ψήλωμα του βράχου. Τα φωτογράφισε αργά- αργά , ένα-ένα ,χώμα και περιστέρι ένα.Η κίνηση για τον Νίκο βρισκόταν πια στην κάθε στάση. Ήταν που κατάλαβε ότι κίνηση δεν φαίνεται πάντα ,πολλές φορές υποψιάζεσαι πως κάτι κινείται κι ας είναι στη θέση του ,όπως τώρα στο μάκρος της άμμου διακρίνει εκείνη τη ζέστη να παίζει στα μάτια του…..Οι κότες τρέχουν στη σκιά του κατεστραμμένου αυτοκινήτου ,ο κόκορας πίσω τους,βιαστικός τις προφταίνει και τις βολεύει στη στιγμή.
Μετά τρέχει στο ψηλό βραχάκι και κακαρίζει μ’ όλη του την δύναμη. Ο Νίκος αισθάνθηκε να τον κεντρίζει αυτή εικόνα..κι αυτό ,ακόμα, το ξύλινο δάκτυλο που έδειχνε κάτι αόριστο στον ορίζοντα. Ένα κοτέτσι η ζωή του. Χυμένα λάδια ,σκασμένα λάστιχα πεταμένα ,οι πουλάδες ,το κοκόρι..Έτσι είναι ζωή του ,όπως αυτή η συκιά ,η σωτηρία της δροσιάς μέσα στη ζέστη ή το λεωφορείο που έρχεται επιτέλους τόσο ξένο ,τόσο παράξενο και τον παίρνει μαζί του; Βράδυ ,το φεγγάρι λούζει τα σκαλιά .Εκείνα βαθαίνουν ,κολπώνονται ,ξεχειλίζουν σαν θάλασσα ,και βγάζουν το φως του ,το βλέπεις να κατρακυλά σταγόνα-σταγόνα.
Μικρά κλαίνε στις αυλές ,θέλουν να κοιμηθούν ,τα σκυλιά γαβγίζουν στις μάντρες. Η γριά σέρνεται πόδια της αργά πάνω στα πεζούλια. Μια μαύρη γάτα φεύγει από την ποδιά της. Ακούγεται ο ήχος από τις παντόφλες της να αγκομαχά ,να τρίζει ,να φοβίζει. «Μαύρη γριά, σ’αγαπώ» ψιθυρίζει ο Νίκος. Ο σκύλος σηκώνεται στα δυο του πόδια..ο άνθρωπος πέφτει στα τέσσερα χαιδεύοντας τον .Δεν είναι νύχτα αυτή……..


iii.ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ ( 2003 )


Συγγραφέας:ΛΑΓΚΑΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Εκδότης:ΙΚΑΡΟΣ
Έτος κυκλοφορίας:2003
Σελίδες:340
Διαστάσεις:14x21
ISBN:960-7721-88-8

Περίληψη

Το μυθιστόρημα του Σταύρου Λαγκαδιανού περιγράφει με άμεσο αλλά και πολύ ποιητικό τρόπο την ζωή και την προσωπικότητα μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας γυναίκας. Δεν είναι τυχαία η ταύτιση της όμορφης κοπέλας του ΄37 με το τσαλακωμένο φουστάνι ως τίτλο της ζωής της. Ο φόβος, η μισαλλοδοξία, ο φθόνος, οι ενοχές κρύβονται στις πτυχές του φουστανιού της. Η Ελευθερία, η ηρωίδα του βιβλίου, επέμενε να φορά τσαλακωμένο το βυσσινί της φουστάνι. Ποιά είναι όμως η Ελευθερία; Μια φυγή από τα καθιερωμένα και νοσηρά ή μια φυγή προς τα ύποπτα, τα άρρωστα, από πάθος και ανομολόγητα όνειρα; Η Ελευθερία των καιρών και των άστοχων αναζητήσεων; Η Ελευθερία από τη συνείδηση και τις ενοχές; Μήπως ένας τόπος που διεκδικεί ως δική του την ανάλογη Ελευθερία; Μήπως η Ελευθερία μιας γυναίκας που ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στον έσω και τον έξω κόσμο της; Τι θά 'θελε να αποφύγει; Τι υπέστη; https://www.ianos.gr/


✦✦✦✦✦✦✦✦
Αποσπάσματα

i.
Σάββατο. Μέρα δροσερή για Απρίλη. Μα ήταν ακόμα στο έμπα του ,τι να σου κάνει, 5 Απρίλη 1938; Η Ελευθερία βγήκε έξω. Την συνόδευσε ένας εφηβικός ήλιος που τη κρατούσε μαλακά απ’ τους ώμους. Γυρόφερνε το χωριό. Σ’ ένα κιόσκι δυο γυναίκες στα μαύρα πλέκαν. «Περιμένετε το λεωφορείο;»
«Ναι ,κόρη μου ,δυο ώρες…».
Κούνησε το κεφάλι της. Ένιωσε βαθειά να ΄ρχεται από μέσα της η ανάγκη να εξετάζει λεπτομερώς ,να περιεργάζεται σαν έντομο τον απέραντο τούτο κόσμο ,ίσως γιατί πίστευε πως κι ένα μόριο του να εξαντλούσε,τον είχε μάθει ολόκληρο. Και να ,στον τοίχο πάνω στον
ασβέστη κάτι στρογγυλά μαύρα γράμματα. Πλησίασε. « ούτε γνωρίζω από πού ήρθα ούτε ξέρω πού θα πάω ,αυτό που γνωρίζω και όχι πάντοτε ,είναι ότι στο κενό ,στο στερεό και στο
υγρό υπάρχω ,δηλαδή γίνομαι ορατός ».Ξαναδιάβασε,ξαναδιάβασε. Σκέφτηκε πως ,ναι, αυτός γράφει και για κείνην και πως οι λέξεις γράφτηκαν και για τις δυο γυναίκες που περίμεναν ώρες το λεωφορείο ,πως ναι ,γράφτηκαν και για τους ψαράδες πέρα που ετοιμάζονταν για την βραδινή ψαριά,πως ναι ,γράφτηκαν και για όσους πίνανε καφέ στο καφενείο του μακαρίτη του πατέρα της ,πως γράφτηκαν και για τον ιερωμένο και για τον κόσμο, τη συνοδεία του νεκρού για το νεκροταφείο .«Αλλά για στάσου ,μπορεί να γράφτηκαν και για τον νεκρό» μουρμούρισε ,«ναι, ναι ,τα γράμματα αυτά ανήκουν εδώ » κι έσκυψε και πήρε μια στάλα χώμα και χάιδεψε τις λέξεις, « Α΄,μπράβο ,το λεωφορείο ήρθε!» Οι γυναίκες με κόπο ανέβηκαν. «Ναι », είπε, «γράφτηκαν και για το ότι το λεωφορείο ήρθε τελικά ».

ii.
(Για την οικονομία του χώρου έχουν παραληφθεί κάποια τμήματα)

Δεν πείνασαν όχι. Μα, έφτανε αυτό; Καλοκαίρι με τους Γερμανούς να ‘χουν πιάσει πια όλα τα πόστα και να αλωνίζουν σ’ όλη τη χώρα. Αύγουστος ήταν ,και να η πικραμένη Ελευθερία με τα μαύρα ως κάτω ,καλογριά ,και μαντήλα πίσσα, γύρναγε σαν φάντασμα στην αυλή. Ψέλλισε στην αρχή μετά μίλησε ,άφησε το πανέρι με τα τυλιγμένα ,έτρεξε Άρπυϊα του δάσους.« Μάνα, ο Γιώργος ,ο αδελφός μου, είναι κάτω, έρχεται αργά με πατερίτσες! Ξέρεις,
μάνα, ένα ποδάρι μόνο έχει ,μόνο ένα. Ο Γιώργος!» «Παναγία μου ,Χριστέ μου ,παιδάκι μου» ούρλιαξε από χαρά η κυρία Ερασμία ενώ άπλωνε την αγκαλιά της σαν τα δίχτυα που ρίχνανε οι ψαράδες στη Τιβεριάδα. «Μαριγωωώ» φώναξε με όλη την δύναμη της ψυχής, «μωρή Μαριγωωώ ,ο άντρας σου,ο Γιώργος!» .Η Μαριγώ ,τρέχοντας από το πλυσταριό, παράσερνε ό τι έβρισκε,σκάφες ,καφάσια ,κουτάλες ,καζάνια ,ρούχα ,σανίδες ,κουβάδες.
«Θεέ μου ο Γιώργος μου» φώναξε ,«μετά πόσο καιρό χωρίς σημάδι! Θεέ μου ,πες μου πως δεν είναι ψέματα».
Βγήκαν κι οι τρεις απ’ την αυλόπορτα να τον καλωσορίσουν .Και είδαν ,κι έβλεπαν ,τον μαχητή Γιώργο τους ,νικητή της Αλβανίας , με πείσμα που χαράκωνε το πρόσωπο του ,ν’ ανεβαίνει αργά ,με μόχθο ,,με τις πατερίτσες στις μασχάλες ,την κακοτράχαλη ανηφορίτσα ,υποβασταζόμενος από το αγόρι με το κουρεμένο γουλί κεφάλι και το περιβραχιόνιο του Ερυθρού Σταυρού στο μπράτσο. «Νάτος ,νάτος » είπαν και οι τρείς.

iv.Μόνο με τον Άνεμο


Σταύρος Λαγκαδιανός -Μόνο με τον Άνεμο
Εκδόσεις - Νέα Σύνορα , Λιβάνη)
ISBN - 13 9789602364178

Αποσπάσματα

Ο Λογοθέτης .μ’ όλο το βάρος των δώδεκα γενιών στις πλάτες του πετούσε ,πετούσε ασταμάτητα « Να τη η Κεφαλονιά» ψιθύρισε κι ο ιδρώτας έμπαινε στο ασπράδι των ματιών του. Πέρασε πάνω από τα βουνά της. Θαύμασε τις ανοιχτές παραλίες της και μετά είδε που μπλέδιαζε περισσότερο η θάλασσα ,πως σκούραινε και μαύριζε και ξανοίγονταν κάτω απ’ το φως ,πέρα μακριά .Με μια αναπνοή κι ένα ουρλιαχτό ο Λογοθέτης ξεχύθηκε στο νερό ,πετούσε μόλις πάνω απ’ τη δροσιά των αφρών. Μέρες πετούσε έτσι και καμιά στεριά να ξαποστάσει. Αντίθετα ,όσο συναντούσε βράχια που εξείχαν από την τρικυμισμένη θάλασσα ,μυτερά που σούβλιζαν τον άνεμο, τα ξεπερνούσε κι άφηνε πίσω του τα θαλασσοπούλια που τον κοιτούσαν με θαυμασμό.«χόρτασε πια η ψυχή μου ποτάμια και λίμνες και φιλικά δένδρα μ’ απάγκιες φωλιές ,ας ξανοιχτώ» είπε.
Όμως ,ώρα με την ώρα ο άνεμος, η βροχή που ξανάρχισε στη μέση του πελάγους, τα κύματα που ανέβαιναν ψηλά να τη πιάσουν ,άρχισαν να του αφαιρούν τα δυνατά πλοηγήσιμα και πρυμναία φτερά..Ο γερο-Λογοθέτης ,ένα αερόπλοιο που πέταγε τα περιττά του βάρη για να υψωθεί. Δεν έδινε καμιά σημασία που τα φτερά του μαδιούνταν ένα-ένα, που τα πούπουλα είχαν χαθεί από το στήθος του ,που τα άλλα φτερά της ράχης του είχαν ξεριζωθεί κι έμενε τώρα γυμνός να τουρτουρίζει πάνω απ’ τα λοφάκια των κυμάτων .Κι αν τον έβλεπε κανείς θα ‘λεγε πως μια ψειριασμένη κότα ,με την πέτσα της αλλού ροδαλή αλλού μαύρη ,μελανιασμένη ,πέταγε με τα φτερά της φαγωμένα, ρημαγμένα .Τον θείο- Λογοθέτη δεν τον ένοιαζε τίποτα. Ούτε που βρεχόταν ολόκληρος πια γιατί δεν μπορούσε να πετάξει ψηλά
......................................................................................................
Και ,να ,που κόντευε να τον σκεπάσει το πρώτο κύμα .Να που τον σκέπασε ολόκληρο ,αλλά βγήκε νικητής. Πηδούσε με κραυγές κι αλαλαγμούς πολεμικούς ,έσκιζε με το βάρος του στήθους του το νερό ,έβαζε όρθια την καρίνα των πνευμόνων του και πετούσε, πολύ λίγο πια. Έπεφτε πάλι. Τα πόδια του είχαν πανιάσει και πια ίχνος από φτερό ή χνούδι δεν υπήρχε στα μουσκεμένα ως το βάθος κόκαλα του . Τούρθε να κλάψει ,προτίμησε,όμως, να λυσσάξει κι όρμησε με περισσότερη δύναμη στα κύματα. Δεν έβλεπε τίποτα.
«Μια ξηρά ,μια ξηρά Θεέ μου». Η θάλασσα σταχτιά ,έβραζε κι ανασήκωνε λαίλαπες και θηρία Και να το μεγάλο κύμα ήρθε και τον σκέπασε ολόκληρο.Φράξανε τα ρουθούνια του,κόπηκε με έναν απαίσιο θόρυβο το ράμφος του και γέμισε αίματα μπρος του ο αφρός. Τα μάτια του φτωχού θείου Λογοθέτη γύρισαν ανάποδα. Αλλά τούτος ο θείος όρμησε ξανά στο κύμα και τσακίστηκε ψελλίζοντας «εγω πρόλαβα και γνώρισα τόσες λίμνες ,τόσα ποτάμια, τόσα δέντρα και απάγκιες φωλιές ,,γιατί να μη γνωρίσω και τη θάλασσα;»
(για την οικονομία της ανάρτησης έχουν παραλειφθεί αρκετά τμήματα)


v.ΠΕΡΑΣΑΝ ΠΑΝΩ ΜΟΥ (2010)



Σταύρος Λαγκαδιανός - ΠΕΡΑΣΑΝ ΠΑΝΩ ΜΟΥ
Εκδόσεις - Πύλες 2010



Απόσπασμα

…..Πέρασαν πάνω μου γίγαντες τέχνης και γενναιοδωρίας και φωνές που τραγουδούσαν το σεμνό σούρουπο, μεγάλοι για να είναι ανθρώπινοι ,μικροί για για να μην είναι. Πέρασαν πάνω μου και με φλόγες, χάδια ,φιλιά κι αγκαλιές αλλά και σκληρές διαταγές ,με λεηλάτησαν χωρίς να σκορπίσουν τον κίονα, που ήμουν, σ’ άψυχους σπονδύλους κατάχαμα, αιμόφυρτους. Πέρασαν ,με λεηλάτησαν ,με ανατίναξαν, μου άλλαξαν το αίμα με ροές Αμαζόνειων αιμάτων της ιστορίας. Με κατακρεούργησαν. Πέρασαν πάνω μου άλλοτε με χαρές ,άλλοτε βίαια ,λυσσάρικοι βοριάδες.

Και δεν με απόλυσαν ποτέ. Ποτέ δεν αισθάνθηκα το γλυκερό αγέρι της αρρώστιας από μια οριστική απώλεια. Λεηλατήθηκα σαν που πέρναγαν πάνω μου, δεν απωλέστηκα. Απών απολογήθηκα ,μα δεν άφησαν τα εντόσθια μου να τα καταβροχθίσουν οι καιροί.
Συναρμολογήθηκα πάλι Από εκείνους που περνούσαν πάνω μου, μ’ ένα τους νεύμα, μ’ ένα χειροφίλημα, μ’ένα μαντήλι που μοσχομύριζε. Διαλύθηκα μα δεν έμεινα στιγμή αποδεκατισμένος. Εκείνοι που πέρναγαν πάνω μου την διάλυση μου την μετέτρεπαν σε ταπεινή βροχή. Και πόσους βράχους σύρανε πάνω μου ,αυτοί οι πελταστές και ξωμάχοι ,αυτοί οι κενταυρίωνες και μονομάχοι και ιππότες. Όγκους βράχων και τεμάχια βουνών και πεδιάδων , να προλάβουν το φως που χανόταν. Αυτοί οι έφηβοι, πρώτοι το χώμα να πατούσαν λίγο! Και μετά η νύχτα.

vi. Οι δικές μου λέξεις ( 2019) 








Σημείωμα της επιμελήτριας

Ο Σταύρος Λαγκαδιανός και στα πεζά κείμενα του ,μυθιστορήματα και διηγήματα, πλάθει έναν λόγο που μπορεί να θεωρηθεί ιδιόμορφος και ως προς αυτή καθαυτή την γραφή και ως προς το ύφος. Σε κάθε αφήγηση του ενσωματώνονται εκρήξεις συναισθήματος που τείνουν προς την ποιητικότητα ,αν αυτήν την ορίσουμε ως λόγο με συναισθηματικό φορτίο ,λυρισμό ,αισθαντικότητα και ποιητικά τεχνάσματα. Κι αυτές οι συναισθηματικές εξακτινώσεις, άλλοτε συνειδητές ,άλλοτε ακολουθώντας την ροή του λόγου , μετα-πλάθουν την διττότητα της εκφοράς σε ένωση της ποίησης με το πεζό, του ονειρικού πετάγματος με την ρεαλιστική γείωση εισάγοντας ποιητικές φόρμες στην πρόζα..Η έλξη του από αυτή την ένωση , ιδιοσυγκρασιακό ,εξάλλου, γνώρισμα, τον ωθούσε συνεχώς στην συγγραφή και κειμένων αρκετά μακριά από τον πεζό λόγο . Αυτά τα κείμενα, τα χωρίς συγκεκριμένο μύθο , τα γεννημένα από τους πιο προσωπικούς συλλογισμούς του ήταν και το πεδίο δοκιμής της εκφραστικής του προσπάθειας , γραμμένα πάντα με συνειρμικό τρόπο και με έντονα τα στοιχεία του φανταστικού και ίσως μιας υποφώσκουσας αλληγορίας.

«Οι δικές μου λέξεις» συγκεντρώνουν αυτά τα γνωρίσματα και ειδολογικά συγγενεύουν με τα « πεζοποιήματα ,τα poems en proze » όπως τα ονόμασαν σπουδαίοι γάλλοι λογοτέχνες του 19ου αιώνα.

Με τον προσωπικό συνειρμικό του ύφος ,τις λέξεις ,την βάση του φωνήματος ή της αφωνίας, άλλοτε τις υμνεί ,άλλοτε τις καταβαραθρώνει ,μιλώντας πάντα για την δύναμη τους ,την ικανή να νοηματοδοτήσει κάθε έκφανση της έσω και έξω ζωής ,ενώ ταυτόχρονα αυτές νοηματοδοτούνται από τις εικόνες ,τις σκέψεις, τις ανάγκες ,τις συμπεριφορές του ανθρώπου δίνοντας ανθρωποποιητική λεκτική υπόσταση ακόμα και στα άψυχα. Οι λέξεις ποτέ δεν καταγράφονται, δεν ομολογούνται στο κείμενο ,«υπάρχουν», ζωντανές ,«αστραποβόλες» ,όπως γράφει ο ίδιος στο κείμενο. Ο λόγος του χειμαρρώδης ,σε πολλά μέρη του κειμένου συνθέτει αυθόρμητες ,ανεπιτήδευτες ομοιοκαταληξίες επιδιώκοντας μια περίεργη προσωπική μουσικότητα. 
Άντα Τζιλιβάκη. 

Υ. Γ.: το έργο διαμορφώθηκε και πήρε την τελική μορφή του μετά τον θάνατο του συγγραφέα. τα σχόλια και οι επισημάνσεις μου έχουν ως βάση τις πολλές συζητήσεις ανάμεσα στον Σταύρο λαγκαδιανό και μένα. Αυτές με βοήθησαν να παρουσιάσω τα εσωτερικά κίνητρα και την όλη μορφή, τον λόγο και την γλώσσα που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας, το τι τελικά είναι «οι δικές του λέξεις». 

Αποσπάσματα

Λέξεις λιβανιού στα ρείθρα των μνημείων. Λέξεις καπνιστές της μνήμης των νεκρών και λέξεις κοκκινόχωμα με πρίνους και αγκάθια ,λέξεις της ρίγανης και του θυμαριού, ν’ ανοίξει ο εαυτός τα θαύματά του να απολαύσει.
Λέξεις ουρλιαχτά που σπάζουν τους τοίχους τις νύχτες και ξεκουφαίνουν τα άστρα. Λέξεις ποτάμια που ρέουν ανεπαίσθητα, ακίνητα λες, στη θάλασσα, ποτάμια ταξιδεμένα με ψαροκάικα και νησίδες κατάφυτες από θυμάρι.
.................................
Λέξεις του χαμού και του νοσταλγικού νοτιά ,λέξεις τυφλές που οδηγούνται σ’ άλλες λέξεις με βαθιά μπλε μάτια στυλωμένα, ακίνητα στους τάφους και στα μνημεία. Επιμνημόσυνες λέξεις εσπερινών Λέξεις βρόχοι του Ιούδα και ποικίλοι αγροί καταραμένων. Λέξεις «λαμά-σαβαχθανί» ,ακατάληπτες λέξεις στα νέφη και στα πορφυρογέννητα μάγουλα του Ραφαήλου. Λέξεις, Κασσιανής τροπάρια κι ύμνοι του Ρωμανού. Λέξεις ηρωϊκές που σηκώνουν στρατιές κι άλλες που κατεβάζουν φτερούγες αγγέλων. Αυτοκρατορικές λέξεις ρωμαϊκών θριάμβων και ψιθυριστά μισόλογα κρεματορίων.





Απόσπασμα από συνέντευξη  του Σταύρου Λαγκαδιανού στον Δημήτρη Γκιώνη "Ελευθεροτυπία" 2010

ΑΡΝΙΕΜΑΙ 

Αρνιέμαι να βλέπω κομμάτια της μνήμης πασαλειμμένα στους τοίχους των σταθμών των τρένων ,σήμερα που πολεμιέται όταν θυμώνει και γίνεται ποταμός κραυγών. 
Να χάνεται το βλέμμα μου πριν από τον ορίζοντα ,εδώ στην πόλη της Αθήνας ,μαραμένης από τις διαθέσεις των ανέμων κι ο ορίζοντας κόβεται από ρευστές φέτες συμπαγών αερίων μιας εποχής που ξέχασε στα εργοστάσια τη μορφή του ανθρώπου. 
Ο χώρος να παραμένει απών ,ενώ η τάξη είναι γεμάτη κουφούς πολίτες. 
Να μην αφήνεται τίποτα ήσυχο είτε ζει είτε πεθαίνει ,διάτρητο στην οχλαγωγία ,τρυπημένο από την δημοσιότητα ,η φασαρία να γεμίζει την απουσία νοήματος …την τόση πλήξη. 
Η τέχνη να παίζει ταμπούρλο ενώ το φλάουτο θα της έδινε περισσότερη χάρη. Δεν έχει σημασία τι θα ψιθυρίζει ,αλλά ο τρόπος που θα μισανοίγει τα ,χείλη της. Κι αυτή την θα την ξεκοίλιαζαν μ’ ένα στιλέτο στη γωνία ,ενώ εκείνη είναι εκεί ,στις κολόνες του Παρθενώνα, στα μάρμαρα, στα ξεπετάγματα των περιστεριών ,για να θυμίζει ότι από το ανάποδο μετριέται το ίσο. 
Τα βιβλία ,τα βαγονάκια των λέξεων ,της γνώσης ,της ελπίδας ,της πείρας να καταντούν εμπορικό αλισβερίσι στα χέρια «ειδικών» ,σαν μοντελάκια να προσπαθούν να εντυπωσιάσουν απ’ τις βιτρίνες τον πελάτη ,όχι τον αναγνώστη. 
Η ελευθερία να πουλιέται με τα ηρεμιστικά στα φαρμακεία και με την ηρωΐνη στις γωνίες. Τον φόβο μπροστά στην ευθύνη της ελευθερίας , που τώρα μετατράπηκε σε τρέλα. Ασύμμετρες ισορροπίες πολιτικής ορθότητας. 
Την παραπλάνηση σαν τρόπο ζωής και σκέψης ,την αδιαφορία που κατάντησε να ‘ναι η αντοχή των ανθρώπων που δεν θέλουν να γνωρίζουν τίποτα. 
Να πεθαίνω χίλιες φορές τη ημέρα ενώ οι άλλοι επιμένουν ότι ο θάνατος είναι μακριά ακόμα…

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ 

 Δρόμος στη λίμνη Ιωαννίνων

Κούκλα στη σκάλα
Κούκλα στο παράθυρο Μοναστηράκι 2








Κοριτσάκι που διαβάζει







2 σχόλια: