Φωτογραφία : Κώστας Κωνσταντινίδης
Ήταν φωτιά που έρεε σαν κρασί...
Ήταν φωτιά που έρεε σαν κρασί,
μια λευκό, μια ροζέ, μια κόκκινο.
Φλόγα αληθινή!
Έπεφτε και έκαιγε τα λογικά,
έκανε εκρήξεις,
έσερνε καράβια και τα εξώκειλε σε μέρη με χάδια και άσπιλα λάγνα φιλιά.
Ήταν περίεργη αυτή η αντίφαση πραγματικά...
Και το γέλιο έσταζε ζεστασιά μέχρι την καρδιά.
Το τζάκι είχε φουντώσει, τα ξύλα έτριζαν,
σπίθες και βλέμματα τρεμόπαιζαν, ψίθυροι έγνεφαν.
Έλεγαν με τον ρυθμό και την μυρωδιά από την στάχτη και την φωτιά
ότι το σώμα αποζητούσε και ζητιάνευε να πιει κρασί, να φτάσει μέχρι τον βυθό,
να κλάψει σαν παιδί, να σβήσει την πυρκαγιά.
Θέριευε και αντάρευε,
την αποζητούσε και το βλέμμα γλάρωνε.
Όχι από νύστα,αυτή είχε χαθεί
αλλά από πόθο που αχόρταγα χτυπούσε το κορμί.
Θέλει ψυχή αυτό το φιλί, θέλει καρδιά,
θέλει δύο ζωές να καίγονται στην αχόρταγη πυρά.
Και το κρασί έρεε, γινόταν ποτάμι θεριό
και οι σπίθες ξεσηκώνονταν, φίδια πλεχτά,
το έριχναν στο χορό.
Ετριζε το ξύλο, χοροπήδαγε η καρδιά,
γλώσσες πύρινες σηκώνονταν όλο και πιο ψηλά.
Φιλί γλυκό, αγκαλιά.
Θεριό, θεριό ο έρωτας και εσύ χαμένος στο γέλιο, στην δική της ματιά.
Αυτή η σάρκα μια αθώα, μια πονηρή,
έφτασες μέχρι τον πάτο το ποτήρι αλλά ήθελες και άλλο κρασί.
Σε ζάλιζε και σε έκαιγε μέχρι το πρωί.
28-11-2018....
Είναι απατηλό το δάκρυ...
Είναι απατηλό το δάκρυ γλυκιά μου Αφροδίτη...
Όπως κατεβαίνει γλυκό το αίμα στις φλέβες,
σκέψεις, απορίες και φοβέρες γίνονται νούφαρα λιλά
που αρμενίζουνε στην λίμνη του πουθενά.
Και εσύ εκεί καθρεφτίζεις την μοιραία ομορφιά σου,
αναρωτιέσαι το πορφυρό κόκκινο που έχει κρυφτεί στην λάγνα ματιά σου.
Τι αλήθεια, τι ψέμα, τι λόγια της γης καμωμένα,
τι λέξεις αέρινες με ονειρόσκονη στεφανωμένα.
Και το βλέμμα χάνεται στο βυθό της λίμνης,
πάλλεται και δονείται στον κάθε ήχο, στο κάθε γραπτό.
Και ένας Άρης, Άρης πύρινος, καυτός,
να περιμένει ένα σου νεύμα, να γίνει ορατός.
Δάκρυ φιλί, γλυκιά μου Αφροδίτη,
μέσα στης σάρκας τον δυνατό ρυθμό,
καθώς κράζουν τα τύμπανα του πολέμου,
άραγε της Ειρήνης ποιο θα είναι το μερτικό?
Δάκρυ φιλί και ένα πορφυρό σε αγαπώ.
25-11-2017
Το λάδι της δύσης.
Όλο το λάδι από τις ελιές της ειρήνης,
είχε βαφτεί πορτοκαλόχρυσος θησαυρός,
είχε απλωθεί σε όλη την θάλασσα,
λείος, υδάτινος, λαμπερός.
Αστραποβολούσε και σεργιάνιζε,
με την τελευταία αγκαλιά του ήλιου
γινόταν ένα με τον ουρανό.
Αχ γλυκιά που ήταν η ζωή!!
Βέβαια όταν νευρίαζε φουρτούνιαζε πολύ,
δεν ήταν πλοίο με πυξίδα και καιρό,
ήταν ένας άνθρωπος με συναισθήματα και εγωισμό.
Σαράκι ο εγωισμός,
δεν τον άφηνε να γίνει λιμάνι,
ακόμα και λάδι λείος που γινόταν,
δεν γινόταν άγκυρα, να γειάνει.
Ταξίδευε, ταξίδευε και αναζητούσε,
τον άνθρωπο να καταλάβει,
τι η καρδιά του ζητούσε.
Αλλά αυτή δεν του έλεγε πολλά,
σαν την νυχτιά του είχε μυστικά,
μόνο όταν ο ήλιος σπινθιροβολούσε,
πότε πότε καταλάβαινε ότι την ίδια την ζωή του, αδικούσε.
Την ήθελε την άγκυρα, ήθελε να την ακούσει να πιάνει γη,
αλλά ο εγωισμός, η περιπέτεια,
του είχαν μπει μέχρι το πετσί.
Αυτή η δύση όμως,
του είχε ημερέψει την καρδιά
την είχε λειάνει, μέλι ολόχρυσο την είχε κάνει.
Και είχε χυθεί μαζί με την λογική,
μέχρι εκεί που πήγαινε ο νους του σε κάθε παρελθόν, σε κάθε ψυχή.
Είχε φτάσει μέχρι τα έγκατα του εαυτού του και εκεί κατάλαβε την μοναξιά, την άκουσε που καθόταν πάνω στο χτύπο από την δική του καρδιά και μονολογούσε.
Ήθελε να μοιράσει τότε το εγώ του,
να γίνει τρωτός στον άλλον εαυτό του.
Δεν το περίμενε αυτό.
Η έκπληξη ήταν βέλος ξαφνικό!
Βελούδο η ματιά, ο ήλιος χόρευε το τελευταίο του χορό πριν έρθει η νυχτιά.
Σήμερα τα αστέρια θα ήταν πιο φωτεινά
γιατί κατάλαβε, αισθάνθηκε πολλά.
Τι πορτοκαλόχρυσος θησαυρός!!!
Απλωνόταν με πάθος το τελευταίο φως.
Ήθελε απεγνωσμένα δυο φιλιά, έναν καλό λόγο, μια χρυσή αγκαλιά.
Λάδι από τις ελιές όλου του κάμπου της ζωής,
όλο το αγαπώ μιας ψυχής.
Δέντρα, νερό, άγκυρα σε ένα λιμάνι,
ένα πρωινό, μια νέα αρχή να κάνει.
Να δει μαζί με ένα άλλο εγώ το εμείς μιας δύσης,
δυο καρδιές σε έναν ρυθμό χωρίς πολλά λόγια και παρεξηγήσεις.
Να μιλάει η καρδιά, χωρίς λόγια περιττά.
Τι καπετάνιος, τι φουρτούνες, τι σειρήνες, τι αναμπουμπούλες??!!!
Όλα τα είχε γευτεί, αλλά πιότερο ήθελε της αγάπης το φιλί.
Ήταν σαν αυτό το πορτοκαλί του ήλιου λίγο πριν πάει να κοιμηθεί,
όταν αγκαλιάζει την αγαπημένη του θάλασσα και της δίνει καυτό του έρωτα φιλί.
Ήθελε το εγώ να γίνει εμείς.
14-4-2019
Κάβο Μαλιάς, Ακρωτήρι των Αγγέλων...
Ω στο κάβο Σαντάντζελο γλυκές μου πορτοκαλοκόκκινες τουλίπες,
φλόγες που αγναντεύουν μαζί με τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα τα άγρια κύματα των ψυχών!
Φαναράκια που ριγούν από τις καμπάνες του Άι Ταξιάρχη,
πάνω σε πέτρες αφημένες,
στις τελευταίες πλαγιές του Πάρνωνα αγκαλιασμένες και ηλιόλουστα ζωγραφισμένες.
Πάνω στα σκληρά μονοπάτια ριγούν οι μνήμες,
καημοί, λόγια της σιωπής, παραπονεμένες ιστορίες.
Δάκρυ από το αρμυρό νερό,
ρυτίδες από τον ήλιο τον βλοσυρό,
που πελεκά με την θάλασσα γράφοντας κεφάλαια ζωής,
πάνω στα αγκωνάρια, στους βράχους της φυγής.
Και όπως περνούν οι ριπές,
λες και μιλούν οι νεράιδες με τις νύμφες και τις μούσες τις θεϊκές,
να λικνίζονται κάνοντας σπονδή,
λέγοντας σιωπηλά τραγούδια που τα συντροφεύει η αρμύρα και η θαλασσινή αύρα από την αντάρα του πελάγους την κοσμογονική.
Χορός πάνω στην πέτρα την καυτή.
Θάλασσα, ήλιος και ψυχή.
Μιλούν τα ξωτικά,
μαντεύουν με τα θροΐσματα τα μελλούμενα,
πάνω σε αυτή την γη,
την αφημένη στην λαίλαπα του ανέμου, του ήλιου και στης θάλασσας την αγκαλιά.
Ο ουρανός ήταν έναστρος...
Ο ουρανός ήταν έναστρος,
χάιδευε γλυκά το νέο φεγγάρι.
Το σκούνταγε πονηρά,
το χάιδευε με τα πεφταστέρια,
του τραγούδαγε με τον ρυθμό της σιωπηλής ανάσας όλο χάρη.
Σαν κρόταλα που ακούγονταν μακριά,
εξαϋλωμένα από τα φύλλα, τα κλαδιά και τους ήχους
άκουγες τα πλάσματα της νύχτας να λένε πολλά,
ψιθύρους και συνωμοσίες,
μυστικά και στίχους.
Λύρες και βοές, υπόκωφες χορδές
και δυό ζευγάρια χείλη, δυο καρδιές,
να λένε για αγάπη, για του πόθου το βαθύ κόκκινο,
για δόσιμο ψυχής και όρκο ζωής,
μέσα από την σταγόνα του έρωτα,
αχόρταγες φλόγες και φωτιές.
Χείλη πλάνα και γλώσσες φλογερές,
σάρκες να τυλίγονται, φονικές από πόθο ματιές
και αυτές να ανταγωνίζονται τις σιωπές,
να γίνονται της σάρκας όλο και πιο απαιτητικές.
Ο αγέρας είχε κρυφτεί και το νεογέννητο φεγγάρι έκλεινε τα μάτια από ντροπή.
Άτια αχαλίνωτα οι αισθήσεις, μόνο οι ψίθυροι, τα χάδια,
τα σώματα κατάχαμα και τα φύλλα που θρόιζαν σαν να χάιδευαν την σάρκα.
Αυτή είχε αναψοκοκκινήσει λες και ήταν ξύλα αναμμένα πάνω στην θράκα,
από το πάθος είχε θεριέψει,
είχε εκρηκτικά φουντώσει,
είχε ανταρτέψει.
Έλαμπε από ιδρώτα,
αστερένια και γυμνή,
πρόστυχη παρθένα, θεϊκή.
Το μυαλό είχε ταξιδέψει,
δεν υπήρχε πουθενά,
μόνο ο αγέρας που και που ακουγόταν λες και το είχε πάρει μακριά.
Και η καρδιά χτυπούσε ακατάστατα και έδινε ατίθασο ρυθμό,
πείραζε μια το φεγγάρι, μια τον έναστρο ουρανό.
12-11-2018
Άκου, άκου την βροχή...
Άκου, άκου την βροχή!
Χορεύει πάνω στα κεραμίδια,
μπαλαρίνα αληθινή.
Φώναξε, φώναξε δυνατά!
Κάπου πάλλεται από αγάπη,
μια ευαίσθητη καρδιά.
Κοίτα, κοίτα το φύλλο πώς γυρίζει!
Με τον άνεμο γλυκά,
τα σιγοψιθυρίζει.
Μύρισε, μύρισε ζωή,
δυο μάτια του έρωτα,
σε σκέφτονται πολύ.
Πες του, πες του να προσέχει!!
Μην πάρει αποφάσεις,
που η ψυχή του δεν αντέχει.
Δύο χείλη καυτά, μια τρυφερή ματιά,
ψυχή, καρδιά σε αυτού την αγκαλιά προστρέχει.
Φωτιά, αγέρας, τα δικά της τα φιλιά.
Καρδιά μου πρόσεχε, μην την πληγώσεις.
Κάθε ψυχή έχει την περηφάνια της,
έχει μυαλό, σε παρατηρεί,
κοιτάει τα όρια σου, την αλήθεια σου,
εάν κάθε λόγο τον εννοείς.
Σταγόνα, αίμα του έρωτα, θα χυθεί.
Ψέμα, ψέμα που σκάβει την στιγμή.
Γίνεται αμφιβολία, γίνεται πληγή.
Διπλή ζωή, μεγάλη μαχαιριά,
θα το μετανιώσεις,
αλλά θα είναι αργά.
Μπορεί με το ίδιο σκοπό να σου φερθεί,
αλλά σε σέβεται και σε αγαπά πολύ.
ΨΥΧΗ.
2-12-2016
Ήταν φωτιά που έρεε σαν κρασί,
μια λευκό, μια ροζέ, μια κόκκινο.
Φλόγα αληθινή!
Έπεφτε και έκαιγε τα λογικά,
έκανε εκρήξεις,
έσερνε καράβια και τα εξώκειλε σε μέρη με χάδια και άσπιλα λάγνα φιλιά.
Ήταν περίεργη αυτή η αντίφαση πραγματικά...
Και το γέλιο έσταζε ζεστασιά μέχρι την καρδιά.
Το τζάκι είχε φουντώσει, τα ξύλα έτριζαν,
σπίθες και βλέμματα τρεμόπαιζαν, ψίθυροι έγνεφαν.
Έλεγαν με τον ρυθμό και την μυρωδιά από την στάχτη και την φωτιά
ότι το σώμα αποζητούσε και ζητιάνευε να πιει κρασί, να φτάσει μέχρι τον βυθό,
να κλάψει σαν παιδί, να σβήσει την πυρκαγιά.
Θέριευε και αντάρευε,
την αποζητούσε και το βλέμμα γλάρωνε.
Όχι από νύστα,αυτή είχε χαθεί
αλλά από πόθο που αχόρταγα χτυπούσε το κορμί.
Θέλει ψυχή αυτό το φιλί, θέλει καρδιά,
θέλει δύο ζωές να καίγονται στην αχόρταγη πυρά.
Και το κρασί έρεε, γινόταν ποτάμι θεριό
και οι σπίθες ξεσηκώνονταν, φίδια πλεχτά,
το έριχναν στο χορό.
Ετριζε το ξύλο, χοροπήδαγε η καρδιά,
γλώσσες πύρινες σηκώνονταν όλο και πιο ψηλά.
Φιλί γλυκό, αγκαλιά.
Θεριό, θεριό ο έρωτας και εσύ χαμένος στο γέλιο, στην δική της ματιά.
Αυτή η σάρκα μια αθώα, μια πονηρή,
έφτασες μέχρι τον πάτο το ποτήρι αλλά ήθελες και άλλο κρασί.
Σε ζάλιζε και σε έκαιγε μέχρι το πρωί.
28-11-2018....
Η φωτογραφία είναι από https://gr.pinterest.com/
Είναι απατηλό το δάκρυ...
Είναι απατηλό το δάκρυ γλυκιά μου Αφροδίτη...
Όπως κατεβαίνει γλυκό το αίμα στις φλέβες,
σκέψεις, απορίες και φοβέρες γίνονται νούφαρα λιλά
που αρμενίζουνε στην λίμνη του πουθενά.
Και εσύ εκεί καθρεφτίζεις την μοιραία ομορφιά σου,
αναρωτιέσαι το πορφυρό κόκκινο που έχει κρυφτεί στην λάγνα ματιά σου.
Τι αλήθεια, τι ψέμα, τι λόγια της γης καμωμένα,
τι λέξεις αέρινες με ονειρόσκονη στεφανωμένα.
Και το βλέμμα χάνεται στο βυθό της λίμνης,
πάλλεται και δονείται στον κάθε ήχο, στο κάθε γραπτό.
Και ένας Άρης, Άρης πύρινος, καυτός,
να περιμένει ένα σου νεύμα, να γίνει ορατός.
Δάκρυ φιλί, γλυκιά μου Αφροδίτη,
μέσα στης σάρκας τον δυνατό ρυθμό,
καθώς κράζουν τα τύμπανα του πολέμου,
άραγε της Ειρήνης ποιο θα είναι το μερτικό?
Δάκρυ φιλί και ένα πορφυρό σε αγαπώ.
25-11-2017
Φωτογραφία : Vasilis Kekakis
Το λάδι της δύσης.
Όλο το λάδι από τις ελιές της ειρήνης,
είχε βαφτεί πορτοκαλόχρυσος θησαυρός,
είχε απλωθεί σε όλη την θάλασσα,
λείος, υδάτινος, λαμπερός.
Αστραποβολούσε και σεργιάνιζε,
με την τελευταία αγκαλιά του ήλιου
γινόταν ένα με τον ουρανό.
Αχ γλυκιά που ήταν η ζωή!!
Βέβαια όταν νευρίαζε φουρτούνιαζε πολύ,
δεν ήταν πλοίο με πυξίδα και καιρό,
ήταν ένας άνθρωπος με συναισθήματα και εγωισμό.
Σαράκι ο εγωισμός,
δεν τον άφηνε να γίνει λιμάνι,
ακόμα και λάδι λείος που γινόταν,
δεν γινόταν άγκυρα, να γειάνει.
Ταξίδευε, ταξίδευε και αναζητούσε,
τον άνθρωπο να καταλάβει,
τι η καρδιά του ζητούσε.
Αλλά αυτή δεν του έλεγε πολλά,
σαν την νυχτιά του είχε μυστικά,
μόνο όταν ο ήλιος σπινθιροβολούσε,
πότε πότε καταλάβαινε ότι την ίδια την ζωή του, αδικούσε.
Την ήθελε την άγκυρα, ήθελε να την ακούσει να πιάνει γη,
αλλά ο εγωισμός, η περιπέτεια,
του είχαν μπει μέχρι το πετσί.
Αυτή η δύση όμως,
του είχε ημερέψει την καρδιά
την είχε λειάνει, μέλι ολόχρυσο την είχε κάνει.
Και είχε χυθεί μαζί με την λογική,
μέχρι εκεί που πήγαινε ο νους του σε κάθε παρελθόν, σε κάθε ψυχή.
Είχε φτάσει μέχρι τα έγκατα του εαυτού του και εκεί κατάλαβε την μοναξιά, την άκουσε που καθόταν πάνω στο χτύπο από την δική του καρδιά και μονολογούσε.
Ήθελε να μοιράσει τότε το εγώ του,
να γίνει τρωτός στον άλλον εαυτό του.
Δεν το περίμενε αυτό.
Η έκπληξη ήταν βέλος ξαφνικό!
Βελούδο η ματιά, ο ήλιος χόρευε το τελευταίο του χορό πριν έρθει η νυχτιά.
Σήμερα τα αστέρια θα ήταν πιο φωτεινά
γιατί κατάλαβε, αισθάνθηκε πολλά.
Τι πορτοκαλόχρυσος θησαυρός!!!
Απλωνόταν με πάθος το τελευταίο φως.
Ήθελε απεγνωσμένα δυο φιλιά, έναν καλό λόγο, μια χρυσή αγκαλιά.
Λάδι από τις ελιές όλου του κάμπου της ζωής,
όλο το αγαπώ μιας ψυχής.
Δέντρα, νερό, άγκυρα σε ένα λιμάνι,
ένα πρωινό, μια νέα αρχή να κάνει.
Να δει μαζί με ένα άλλο εγώ το εμείς μιας δύσης,
δυο καρδιές σε έναν ρυθμό χωρίς πολλά λόγια και παρεξηγήσεις.
Να μιλάει η καρδιά, χωρίς λόγια περιττά.
Τι καπετάνιος, τι φουρτούνες, τι σειρήνες, τι αναμπουμπούλες??!!!
Όλα τα είχε γευτεί, αλλά πιότερο ήθελε της αγάπης το φιλί.
Ήταν σαν αυτό το πορτοκαλί του ήλιου λίγο πριν πάει να κοιμηθεί,
όταν αγκαλιάζει την αγαπημένη του θάλασσα και της δίνει καυτό του έρωτα φιλί.
Ήθελε το εγώ να γίνει εμείς.
14-4-2019
Φωτογραφία : Alexandros Bougadis , από την ομάδα Όμορφη Σπάρτη
Κάβο Μαλιάς, Ακρωτήρι των Αγγέλων...
Ω στο κάβο Σαντάντζελο γλυκές μου πορτοκαλοκόκκινες τουλίπες,
φλόγες που αγναντεύουν μαζί με τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα τα άγρια κύματα των ψυχών!
Φαναράκια που ριγούν από τις καμπάνες του Άι Ταξιάρχη,
πάνω σε πέτρες αφημένες,
στις τελευταίες πλαγιές του Πάρνωνα αγκαλιασμένες και ηλιόλουστα ζωγραφισμένες.
Πάνω στα σκληρά μονοπάτια ριγούν οι μνήμες,
καημοί, λόγια της σιωπής, παραπονεμένες ιστορίες.
Δάκρυ από το αρμυρό νερό,
ρυτίδες από τον ήλιο τον βλοσυρό,
που πελεκά με την θάλασσα γράφοντας κεφάλαια ζωής,
πάνω στα αγκωνάρια, στους βράχους της φυγής.
Και όπως περνούν οι ριπές,
λες και μιλούν οι νεράιδες με τις νύμφες και τις μούσες τις θεϊκές,
να λικνίζονται κάνοντας σπονδή,
λέγοντας σιωπηλά τραγούδια που τα συντροφεύει η αρμύρα και η θαλασσινή αύρα από την αντάρα του πελάγους την κοσμογονική.
Χορός πάνω στην πέτρα την καυτή.
Θάλασσα, ήλιος και ψυχή.
Μιλούν τα ξωτικά,
μαντεύουν με τα θροΐσματα τα μελλούμενα,
πάνω σε αυτή την γη,
την αφημένη στην λαίλαπα του ανέμου, του ήλιου και στης θάλασσας την αγκαλιά.
Φωτογραφία : Kostas Orologas
Ο ουρανός ήταν έναστρος...
Ο ουρανός ήταν έναστρος,
χάιδευε γλυκά το νέο φεγγάρι.
Το σκούνταγε πονηρά,
το χάιδευε με τα πεφταστέρια,
του τραγούδαγε με τον ρυθμό της σιωπηλής ανάσας όλο χάρη.
Σαν κρόταλα που ακούγονταν μακριά,
εξαϋλωμένα από τα φύλλα, τα κλαδιά και τους ήχους
άκουγες τα πλάσματα της νύχτας να λένε πολλά,
ψιθύρους και συνωμοσίες,
μυστικά και στίχους.
Λύρες και βοές, υπόκωφες χορδές
και δυό ζευγάρια χείλη, δυο καρδιές,
να λένε για αγάπη, για του πόθου το βαθύ κόκκινο,
για δόσιμο ψυχής και όρκο ζωής,
μέσα από την σταγόνα του έρωτα,
αχόρταγες φλόγες και φωτιές.
Χείλη πλάνα και γλώσσες φλογερές,
σάρκες να τυλίγονται, φονικές από πόθο ματιές
και αυτές να ανταγωνίζονται τις σιωπές,
να γίνονται της σάρκας όλο και πιο απαιτητικές.
Ο αγέρας είχε κρυφτεί και το νεογέννητο φεγγάρι έκλεινε τα μάτια από ντροπή.
Άτια αχαλίνωτα οι αισθήσεις, μόνο οι ψίθυροι, τα χάδια,
τα σώματα κατάχαμα και τα φύλλα που θρόιζαν σαν να χάιδευαν την σάρκα.
Αυτή είχε αναψοκοκκινήσει λες και ήταν ξύλα αναμμένα πάνω στην θράκα,
από το πάθος είχε θεριέψει,
είχε εκρηκτικά φουντώσει,
είχε ανταρτέψει.
Έλαμπε από ιδρώτα,
αστερένια και γυμνή,
πρόστυχη παρθένα, θεϊκή.
Το μυαλό είχε ταξιδέψει,
δεν υπήρχε πουθενά,
μόνο ο αγέρας που και που ακουγόταν λες και το είχε πάρει μακριά.
Και η καρδιά χτυπούσε ακατάστατα και έδινε ατίθασο ρυθμό,
πείραζε μια το φεγγάρι, μια τον έναστρο ουρανό.
12-11-2018
Φωτογραφία: Παύλος Παυλίδης
Άκου, άκου την βροχή!
Χορεύει πάνω στα κεραμίδια,
μπαλαρίνα αληθινή.
Φώναξε, φώναξε δυνατά!
Κάπου πάλλεται από αγάπη,
μια ευαίσθητη καρδιά.
Κοίτα, κοίτα το φύλλο πώς γυρίζει!
Με τον άνεμο γλυκά,
τα σιγοψιθυρίζει.
Μύρισε, μύρισε ζωή,
δυο μάτια του έρωτα,
σε σκέφτονται πολύ.
Πες του, πες του να προσέχει!!
Μην πάρει αποφάσεις,
που η ψυχή του δεν αντέχει.
Δύο χείλη καυτά, μια τρυφερή ματιά,
ψυχή, καρδιά σε αυτού την αγκαλιά προστρέχει.
Φωτιά, αγέρας, τα δικά της τα φιλιά.
Καρδιά μου πρόσεχε, μην την πληγώσεις.
Κάθε ψυχή έχει την περηφάνια της,
έχει μυαλό, σε παρατηρεί,
κοιτάει τα όρια σου, την αλήθεια σου,
εάν κάθε λόγο τον εννοείς.
Σταγόνα, αίμα του έρωτα, θα χυθεί.
Ψέμα, ψέμα που σκάβει την στιγμή.
Γίνεται αμφιβολία, γίνεται πληγή.
Διπλή ζωή, μεγάλη μαχαιριά,
θα το μετανιώσεις,
αλλά θα είναι αργά.
Μπορεί με το ίδιο σκοπό να σου φερθεί,
αλλά σε σέβεται και σε αγαπά πολύ.
ΨΥΧΗ.
2-12-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου