Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Ο ΧΟΡΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Jack Vettriano - The Singing Butler
 
Νικηφόρος  Βρεττάκος - Ο χορός του κορυδαλλού 

Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου – ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν’ ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κόσμος γυρίζει έξω απ’ τη νύχτα.
Πως ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου. Πως όλα
τα κύτταρά μου είναι λίμνες που αναδίνουνε φως.
Κι είσαι συ που με βοήθησες ν’ ανακαλύψω πως τ’ αστέρια είναι
πεντάγραμμα,
πως τ’ αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
τη μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
Και πως ο ήλιος αυτός είναι ο μέγας εξουσιοδοτημένος του στερεώματος,
να ‘ναι ο πανταχού παρών – σ’ όλα τα βάθη του.
Να βρίσκει χιλιάδες φλεβίτσες και να διακλαδίζεται μες στο γρανίτη,
να φορεί στέφανο χρυσό στο κεφαλάκι του βρέφους
που περιμένει το πλήρωμά του στο σκοτάδι της μήτρας,
ν’ αναβλύζει απ’ τα βάθη των θαλασσών,
να κυκλοφορεί μες στα χρώματα των ζωγράφων
και μες στους στίχους των ποιητών
και μες στα πόδια που χορεύουν
και μες στους ήχους του «αλληλούια».
Κι η σιωπηλή παρουσία σου μ’ έμαθε πως σιωπή δεν υπάρχει.
Άκουσα να θροΐζει η ψυχή σου όπως ένας πευκώνας το καλοκαίρι.
Τα δάχτυλά σου μ’ αγγίξαν σαν ένα σμήνος πουλιών.
Κι όταν χαμογελάς ακούω μιαν άρπα.
Κι όταν σκέφτεσαι ακούω που σκέφτεσαι.
Κι όταν αγαπάς τα παιδιά που ευλόγησεν ο Ιησούς, πάλι, ακούω.
Κι ακούω το ρόδινο σύννεφο όταν ακουμπάει στο βουνό.
Κι ακούω το στάχυ όταν πίνει μια σταγόνα νερού.
Κι όταν τη νύχτα κοιτάζεις τον ουρανό
ακούω τ’ αστέρι που πλέει μες στο βλέμμα σου.
Κι είναι αυτό που ακούω πολύ δυνατότερο
απ’ αυτό που γράφω κι απ’ αυτό που μπορώ να σου ειπώ.
Όλα είναι γραμμένα. Αρκεί να μπορεί να διαβάζει η καρδιά
τα ψηφία της κτίσεως. Οι στίχοι είναι αντίλαλοι.
Απόψε τελειώσανε όλες οι λέξεις μου.
Ακούω το ποτάμι ζητώντας να ξεκλέψω τα λόγια του.
Αφουγκράζομαι στο άπειρο το χαίρε των κόσμων
που παραπλέουν ο ένας τον άλλο – χαιρετιώνται κι αποχωρίζονται.
Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος έχει μια μόνο λέξη.
Όλα λένε: «Αγάπη». Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.
Αλλά εγώ σ’ αγαπώ. Και γι’ αυτό κομματιάζω
τη λέξη «αγάπη» σε χιλιάδες ρινίσματα
και ζυμώνω τα χρώματα, όχι σα να ‘ναι να ειπώ ή να γράψω,
αλλά σα να ‘μαι ο παντοκράτορας ενός μεγάλου περβολιού
και να θέλουν τα χέρια μου να υφάνουνε κρίνα.
Είσαι εσύ, που με φύσηξες σαν ένας αγέρας απ’ τα ανοιχτά του Θεού.
Το νερό σου περίσσεψε κάτω στις ρίζες μου κι έκαμε
ν’ ανοίξει η ψυχή μου σαν μια φωτεινή φυλλωσιά,
κι είμ’ εγώ που σου ετοίμασα στέγη.
Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.
Κι έκαμα να φυτρώσουνε κάτω στο γύρο του φουστανιού σου αγριολούλουδα,
που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα όταν χορεύεις
ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις και τινάζεσαι ανάλαφρα
σα να ζητάς να πιαστείς απ’ το υπέρτατο φως.
Δεν ξέρω τι θα ‘πρεπε να σου γράψω, τι να σου ειπώ.
Πρέπει να ‘ναι μεγάλος ο κήπος που θα σε περπατήσω.
Κι ευτυχώς που είναι ο κόσμος απέραντος και τον έχουμε όλοι μαζί
και μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει.
Θα τυλίξω στα δάχτυλά μου τα νήματα του νερού,
θα ξεδιαλέξω το μετάξι του ήλιου απλώνοντάς τον πάνω σε άνθη
αχλαδιάς,
θα βγάλω το μπρισίμι απ’ το ζέφυρο,
να σου φτιάξω ένα ένδυμα γάμου.
Απόψε σε παντρεύω με την αιωνιότητα.
Περνώ το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησής μου στο δάχτυλό σου.
Περνώ στα μαλλιά σου ένα στέφανο λεμονιάς
που στάζει χαραυγή και δροσιά, που στάζει αγάπη.
Το ‘χω κομμένο από την παιδική αστροφεγγιά της καρδιάς μου.
Ο ουρανός μοναχά το’ χει αγγίξει. Σ’ το πρόσφερα σήμερα.
Περπάτησα όλο το Μάη μ’ ανοιγμένα τα χέρια μου.
Η ψυχή μου ξεχείλιζε και τη μάζευα
όπως ξεχειλίζει μια κούπα νερό,
όπως ξεχειλίζει το φως σ’ έναν κόρφο ξεκούμπωτο.
Δίπλωσα στην παλέτα μου το ουράνιο τόξο,
ανάλυσα της δύσης το βυσσινί μέσα στη φούχτα μου,
να σε φτιάξω να ταιριάζεις με τη δημιουργία του Θεού.
Κι όχι όπως μοιάζει το ένα αστέρι με το άλλο.
Να ξεχωρίζεις στην παγκόσμια τάξη.
Και πάντοτε να χορεύεις μ’ ένα φουστάνι ουρανό,
μ’ έναν θύσανο ήλιου ολόγυρα στα μαλλιά σου,
με τα χέρια σου ν’ ανεβαίνουν ανάλαφρα, όμοια
με δυο κρίνους που προσφέρονται στην Παναγία την άνοιξη.
Από τη συλλογή Ο χρόνος και το ποτάμι (1957) 

Dancers in a Studio - Edgar Degas

Κ. Καρυωτάκης - Ο χορός  

Τα φώτα μες στη μυρωμένη κάμαρα
ξεχύνονται μυριόχρωμα
και γυναικών στο διάβα τους χαϊδεύουνε
αφρόστηθα βελούδινα.
Η πόλκα σαν ακούγεται γοργόρυθμη,
το κάθε τι ηλεχτρίζεται
και στο παρκέτο τα ζευγάρια ρίχνονται
σ’ ένα τρελό τρικύμισμα.
Τ’ άσπρα κορμάκια ξαναμμένα αφήνονται
στις αγκαλιές να γείρουνε
κι εκεί μες στων σαρκών το συναπάντημα
σβήνουν τους λάγνους πόθους τους.
Στην ηδονή τα μάτια σαν λιγώνουνε,
πέφτουν βαριά τα βλέφαρα
και της αγάπης η μουρμούρα πνίγεται
στις μουσικής της κύματα.
Σε μια στιγμή, σ’ ένα αγερένιο πήδημα,
μες στου χορού το πέταγμα,
δυο χείλια σμίγουνε, κι ανατριχιάζουνε
αγκαλιαστά δυο σώματα.

Dance At Bougival Pierre Auguste Renoir

 Τζακ Κέρουακ - Μπλουζ του κονιάκ

«Μόλις που πρέπει να πληρώσεις
τα τέλη σου στον παράδεισο –
Ο παράδεισος θα ΄ναι αδιάφορος
γι’ αυτόν τον αδιάφορο σκύλο.
(Μα και πάλι, η τίμια αδιαφορία
ήταν καλύτερη απ’ την ανημποριά)
………………………………αλήθεια,
όταν ακούω σάπια λόγια
για δικαιοσύνη και δημοκρατία
και ξέρω πως οι υποκριτές
λένε ψέμματα μες απ’ τα
ψεύτικά τους δόντια
Δεν είμαι αδιάφορος προς τον θεό,
είμαι αδιάφορος για μένα
σ’ αυτή τη γη
Δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα
πιο γελοίο από μένα πάνω
στη γη  –
Στ’ αλήθεια!»



A dance to the music by Nicola Poussin

Βύρων Λεοντάρης, [Πάμε να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε]

«Τόσα φιλιά – μα δίχως χείλη
τόσες αφές – μα δίχως χέρια
τόσοι φρουροί – μα δίχως πύλη
τόσες ειδήσεις – δίχως περιστέρια

Τόσοι αγώνες – δίχως μάχη
τόσες μαγείες – δίχως θάμα
Κρυφά θα φύγει δίχως να ‘χει
αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας

— Άλισον, Τζέφρυ, Ουίλλιαμ, Σάντυ…
Τους ήξερες ποτέ; Άγνωστά μας
ονόματα στην αλισάχνη
τώρα που βούλιαξαν πια τα δικά μας

Έρωτας – δίχως ν’ αγαπάμε
Ζωή – χωρίς ποτέ να ζούμε
Έλα λοιπόν κι απόψε, ας πάμε
να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε

Τι μπέρδεμα η ζωή μας, τι ιστορία…
—Σάμπως να υπάρχει πια Ιστορία
δική σου ή άλλη… —Τι σκαλίζεις
τα σπλάχνα του ραδιοφώνου;

Ήμασταν θάλασσα κι έχουμε γίνει
σάπια βροχή και τιποτένια.
Ξύσε το λούστρο των νυχιών σου,
το ρίμελ, το make up και μίλησέ μου

— Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,
ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε
λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου
να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε…»
(Βύρων Λεοντάρης, «Ψυχοστασία», Ύψιλον/βιβλία)


 Two Ballet Dancers, Edgar Degas

 Federico Garcia Lorca  - Μικρό Βιενέζικο Βαλς 

«Στη Βιέννη είναι δέκα κορίτσια,
ένας ώμος όπου κλαίει με λυγμούς ο θάνατος
κι ένα δάσος με ταριχευμένα περιστέρια.
Υπάρχει ένα κομμάτι από το αύριο
μες το μουσείο της πάχνης.
Υπάρχει μια αίθουσα με χίλια παράθυρα.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς με το στόμα κλεισμένο.

Αυτό το βαλς, το βαλς, το βαλς,
του ναι, του κονιάκ και του θανάτου
που στη θάλασσα βουτάει την ουρά του.

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,
με την πολυθρόνα και το νεκρό βιβλίο,
στο μελαγχολικό το διάδρομο,
στη σκοτεινή σοφίτα του κρίνου,
στο κρεβάτι μας της σελήνης
και στο χορό που ονειρεύεται η χελώνα.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς το κοψομεσιασμένο.

Στη Βιέννη είναι τέσσερις καθρέφτες
όπου παίζουνε το στόμα σου κι οι ήχοι.
Υπάρχει ένας θάνατος για πιάνο
που βάφει γαλανά τ’ αγόρια.
Υπάρχουνε ζητιάνοι πάνω στις σκεπές.
Υπάρχουνε κορδέλες δροσερές του θρήνου.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς που ξεψυχάει στα χέρια μου.

Γιατί σε θέλω, αγάπη μου, σε θέλω,
στη σοφίτα όπου παίζουν τα παιδιά,
κι ονειρεύομαι φώτα παλιά της Ουγγαρίας
μες στους θορύβους απ’ το χλιαρό απόγευμα,
κοιτώντας πρόβατα και κρίνα από χιόνι
στη σκοτεινή σιωπή απ’ το μέτωπό σου.

Αι, άι, άι, άι!
Δέξου αυτό το βαλς του «Σε θέλω πάντα».

Στη Βιέννη θα χορέψω μαζί σου
με μια μεταμφίεση που θα ‘χει
κεφάλι από ποτάμι.
Κοίτα τι όχθες από υακίνθους έχω!
Το στόμα μου θ’ αφήσω ανάμεσα στα πόδια σου,
την ψυχή μου σε φωτογραφίες και κρίνους,
και στα σκοτεινά κύματα των βημάτων σου
θέλω, αγάπη μου, αγάπη μου, ν’ αφήσω,
βιολί και τάφο, τις κορδέλες του βαλς.»




The Dance Foyer at The Opera, 1872 by Edgar Degas

MAΡKOΣ ΜΕΣΚΟΣ  - Ο ΧΟΡΟΣ

Μάτια κλειστοί μάτια στο φως — ποιο ταξίδι;

Στροφές στροφές στο ταψί με τα γόνατα και του Μαγιού οι μυρω-
¬διές τα κόκκινα κοράσια ανταμώνουν τον πικρόν Καρατζιόβα
αχ! μην πάνε τζάμπα, μόνοι κι αγκαλιασμένοι να χορέψουν πουλιά
στον αέρα• ασπίδες-όρκοι κρυφοί στις ρεματιές, πατούσες ματωμένες
χαμηλά το τραγούδι — στη μνήμη των νεκρών φίλων χορεύουν σαν
αγαπημένη (κι άφαντη) δικαιοσύνη (όση βροχή μπορεί να κρατήσουν
τα φύλλα στα δέντρα).
Πουλιά περίεργα τσιμπολογούνε το νερό
παίρνοντας το ελάχιστο μερτικό τους• τόσο μόνο. Στον θάνατον
επιστρέφουνε στη μακρινή πατρίδα έλεγαν οι μεγάλοι. Με κομμέ-
¬νη γλώσσα τραυλίζουν μιλώντας, μουσικές κοκαλωμένες στη λίμνη.
Μα εγώ δεν θέλω τις οξιές που ανθίζουνε στο βιός του Σουλεϊμάν
αγά, επιθυμώ πιο πολύ τον άλλον τον Αράμικο — φθόγγοι πού σηκώ-
¬νονται από την άβυσσο, για να πετάξουν, ψυχανεμίσματα μυστικών μικρών
ελπίδων, κλέφτες σιωπηλοί σαν τ’ αεράκι πού κόπασε• εσύ
φυλάξου όταν ηχήσει βαριά ό ρυθμός: το μαστίγιο υψωμένο
θα σε λιανίσει εάν δεν λυγίσεις• με το χώμα ένα γίνου και
μη λησμονήσεις όταν θαρθεί ή σειρά σου πόσο πονούσες σακάτης
βήμα το βήμα μια στον αέρα μια κάτω στην πέτρα την παγερή, ά-
πλερος σύντροφος κι εσύ, τόσους αιώνες τόσοι αγώνες τόσοι χοροί
πληγές πού χορεύουν μάτια χέρια πόδια μέτωπο πληγές• και μαντίλι.
MAΡKOΣ ΜΕΣΚΟΣ, (Χαιρετισμοί, 1995)


Fabian Perez -Tango in Paris 

 Χόρχε Λουίς Μπόρχες - ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ

Πού να βρίσκονται; ρωτά η ελεγεία
για κείνους που πια δεν υπάρχουν, μαθές,
σα να υπήρχε ένα μέρος όπου το Χθες
είναι το Σήμερα, το Ακόμα ή το Επιπλέον μία.
Πού να βρίσκονται (επαναλαμβάνω) από απάχηδες τόσες γενιές
που πήγαν κι έστησαν μια τρομερή νύχτα
σε σκονισμένους χωματόδρομους ή σε χαμένες γειτονιές
του στιλέτου και της μαγκιάς τη σέχτα;
Πού να βρίσκονται εκείνοι που πέρασαν;
Στην εποποιία ένα επεισόδιο κόμισαν χορηγία
κι ένα θρύλο στο χρόνο. Που δίχως καμία κακία,
όφελος ή ερωτικό πάθος ο ένας τον άλλον μαχαίρωσαν;
Τους ψάχνω μέσα στους θρύλους τους, στην τελευταία
θράκα που, όπως ένα αναπάντεχο τριαντάφυλλο,
κρατάει κάτι από εκείνον τον ψυχωμένο όχλο
στο Κοράλες και στην Μπαλβανέρα την ωραία.
Σε ποια σκοτεινά στενοσόκακα ή τόπο έρμο
του άλλου κόσμου θα κατοικεί η γρανιτένια
η σκιά εκείνου του Μουράνια,
του μαχαιροβγάλτη απ’ το Παλέρμο;
Κι εκείνος ο μόρσιμος Ιμπέρα (που κι οι άγιοι
τον λυπούνται) σ’ ένα γιοφύρι του δρόμου, του Νιάτου,
του αδερφού του, έδωσε χτύπημα θανάτου.
Στα φονικά τον ξεπερνούσε κι έγιναν οι φόνοι πάγιοι.
Μια μυθολογία κοφτερών εγχειριδίων
σβήνει αργά μέσα στη λήθη.
Ένα τραγούδι για άθλους ελήφθη
μέσα στο θόρυβο των αστυνομικών δελτίων.
Μα υπάρχει κι άλλη θράκα, κι άλλου πυρακτωμένου ρόδου,
από τη στάχτη που τους φυλάει ακέραιους.
Εκεί βρίσκεις μαχαιροβγάλτες αγέρωχους
και το βάρος του αθόρυβου μαχαιριού ενός βάρδου.
Αν κι αυτό το εχθρικό στιλέτο ή τ’ άλλο στιλέτο,
ο Χρόνος, τους έστειλε κάτω απ’ το χώμα,
σήμερα, έξω απ’ του χρόνου το παραπέτο,
το θάνατο, εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν μεσ’ του τάνγκο το σώμα.
Μεσ’ στις χορδές της μουσικής βρίσκονται,
στης κιθάρας το αργό το παίξιμο,
και λέει μια μιλόνγκα μ’ αλέγρου ρυθμού πλέξιμο
για το γιορτάσι και την αθωότητα σαν πέτονται.
Γυρίζει ο κίτρινος τροχός πάνω απ’ το κενό
μ’ άλογα και με λιοντάρια. Ακούω την ηχώ
και με του Αρόλας και του Γκρέκο τα τάνγκο ξεψυχώ
που είδα κάποτε να χορεύουν στο στενό,
κάποια στιγμή που αναδύεται απ’ το πουθενά,
δίχως πριν ούτε μετά, ενάντια στη λήθη,
που θυμίζει της ίδιας της απώλειας τα ήθη,
το χαμό και το ανακτημένο ξανά.
Στ’ ακόρντα υπάρχουν πράγματα παλιά, στους στίχους:
στο άλλο πάτιο και στης κληματαριάς τους γρίφους.
(Πίσω απ’ τους καχύποπτους τοίχους
ο Νότος κρατάει την κιθάρα και τη λαβή του ξίφους).
Εκείνο το ξέσπασμα, το τάνγκο, εκείνη η διαβολιά, της ζωής τα μεστά χρόνια προκαλεί.
Φτιαγμένος από σκόνη και χρόνο, ο άνθρωπος διαρκεί λιγότερο κι απ’ του μεσημεριού την αντηλιά, που δεν είναι άλλο από Χρόνος. Το τάνγκο ένα ψεύτικο Χθες φτιάχνει, όπου βγαίνει αληθινή κατά
κάποιο τρόπο η απίθανη ανάμνηση ότι ένας σ’ έναν ανάστατο τόπο,
στον καβγά, σε μια γωνιά του προαστίου έχει πεθάνει.”



EDVARD MUNCH The Dance of Life


Τσαρλς Μπουκόφσκι - Ο χορός της ζωής

«Η περιοχή που διαχωρίζει την ψυχή απ’ το μυαλό

προσβάλλεται ποικιλοτρόπως

από την εμπειρία –

Κάποιοι χάνουν όλο το μυαλό και γίνονται ψυχή:

τρελοί.

Κάποιοι χάνουν όλη την ψυχή και γίνονται μυαλό:

διανοούμενοι.

Κάποιοι τα χάνουν και τα δυο και γίνονται:

αποδεκτοί.»



Henri de Toulouse-Lautrec - At the Moulin Rouge: The Dance, 1890


Emily Dickinson - I cannot dance upon my Toes

I cannot dance upon my Toes—
No Man instructed me—
But oftentimes, among my mind,
A Glee possesseth me,

That had I Ballet knowledge—
Would put itself abroad
In Pirouette to blanch a Troupe—
Or lay a Prima, mad,

And though I had no Gown of Gauze—
No Ringlet, to my Hair,
Nor hopped to Audiences—like Birds,
One Claw upon the Air,

Nor tossed my shape in Eider Balls,
Nor rolled on wheels of snow
Till I was out of sight, in sound,
The House encore me so—

Nor any know I know the Art
I mention—easy—Here—
Nor any Placard boast me—
It's full as Opera—

http://studiokinoume.blogspot.com/


Pedro Alvarez Tango Nuevo II

 Τσέζαρε Παβέζε - Τελευταίο μπλουζ, για να διαβαστεί κάποια μέρα 

«Ήταν μονάχα ένα φλερτ
εσύ βέβαια το ήξερες-
κάποιος πληγώθηκε
πολύ καιρό πριν.
Όλα μοιάζουν
και ο χρόνος περνά-
μια μέρα έρχεσαι
μια μέρα θα πεθάνεις.
Κάποιος πέθανε
πολύ καιρό πριν-
κάποιος που προσπάθησε
μα δεν ήξερε.»
(Cesare Pavese, Τα ποιήματα, PRINTA)

Henri Matisse; La danse (second version)

Σύλβια Πλαθ - Οι νυχτερινοί χοροί

Ένα χαμόγελο έπεσε στο γρασίδι.
Ανεπίστρεπτο!
Και πού θα καταφύγουν
οι νυχτερινοί σου χοροί. Στα μαθηματικά;
Τέτοια άψογα άλματα και στροβιλίσματα-
θα ταξιδεύουν
στον κόσμο για πάντα, δεν θα αποστερηθώ
ολότελα το κάλλος, το δώρο
της μικρής σου ανάσας, τη μυρωδιά του βρεγμένου
χόρτου που αναδίνει ο ύπνος σου, κρίνα, κρίνα.
Η σάρκα τους είναι ασύγκριτη.
Ψυχρές πτυχές οίησης, η κάλα,
κι η τίγρης, που στολίζεται-
στίγματα και καυτά ολάνοιχτα πέταλα.
Οι κομήτες
έχουν τόση απόσταση να διανύσουν,
τόση παγωνιά, τόση λησμοσύνη.
Κι έτσι οι χειρονομίες σου φυλλοροούν –
ζεστές κι ανθρώπινες, έπειτα το ρόδινο φως τους
αιμορραγεί και ξεφλουδίζεται
περνώντας μέσα από τις μαύρες αμνησίες των ουρανών.
Γιατί μου δόθηκαν
αυτά τα φώτα, αυτοί οι πλανήτες
που πέφτουν σαν ευλογίες, σαν νιφάδες
εξάγωνες, λευκές
πάνω στα μάτια μου, στα χείλη μου, στα μαλλιά μου
ακραγγίζουν και λιώνουν.
Στο πουθενά.

[μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου –
από τη συλλογή «Άριελ», εκδόσεις Μελάνι 2012]

Baroque dance by Nicolas Lancret

 Γιάννης Ρίτσος - Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής 

(Απόσπασμα)


Χιλιάδες αποσιωπητικά τ’ αστέρια. Φίλησε με.
Χιλιάδες στόματα χρυσά λιγάκι λυπημένα
πάνου στο στόμα σου. Κ’ οι στίχοι ως πέρα απ’ τα μεσάνυχτα
κάτου απ’ τη λάμπα που καπνίζει. Μυρίζει πετρέλαιο.

Στυφός ο ουρανίσκος απ’ το φιλί κι απ’ την αγρύπνια.
Σίγουρα θάχει αυτό το φάρμακο και κίνα. Είναι πικρό.
Μια κουταλιά της σούπας πριν από τον ύπνο.

Δεν το ξέχασα το φάρμακο, μητέρα,
τόσο πικρό τόσο γλυκό – το βράδυ ο δρόμος τα ποιήματα.
Τούτο το σφίξιμο δω πάνου στα μελίγγια. Η μυρωδιά του φαρμακείου.
Και μια κόκκινη φλέβα που δουλεύει
στο αναπαυμένο χέρι του έξω απ’ το σεντόνι σαν κλαδί σπασμένο.



 The Ball by Victor Gabriel Gilbert


 Μίλτος Σαχτούρης - Ο χορός

Ἀπὸ τὶς πόρτες ἔμπαιναν εὐτυχισμένοι στολισμένοι
ἄλλοι φορούσανε σπαθιὰ κι ἄλλοι μαχαίρια
κρατοῦσαν ὄνειρα ζεστὰ στὰ παγωμένα χέρια
ὄνειρα ποὺ ἔκαιγε ὁ πυρετὸς λουλούδια
πρόβαλαν στοὺς καθρέφτες μενεξέδες
ὡραῖα πρόσωπα μὲ σταγόνες ἀσήμι
στὸ μέτωπο καὶ στὰ μάγουλα
κόκκινα χέρια καὶ τριαντάφυλλα πηχτὰ
ὁ ἔρωτας ποὺ ἔκαιγε ψηλὰ στὶς καπνοδόχες
ὁ ἔρωτας ποὺ ἔσταζε στοῦ δρόμου τὸ αὐλάκι
ὁ ἔρωτας ποὺ βογγοῦσε κάτω ἀπ᾿ τὰ πατήματα
τῶν παπουτσιῶν
ὁ ἕνας νὰ κατέβει τρέμοντας ἑτοιμόρροπες σκάλες
ὁ ἄλλος νὰ τὶς ἀνέβει τρέχοντας
γιὰ νὰ προφτάσουν τὸ αἷμα νὰ μὴν παγώσει
καὶ τὴν καρδιὰ νὰ μὴ σκιστεῖ
ὥσπου τὰ φέρετρα νὰ γίνουν αὔριο ἄσπρες βάρκες
καὶ μέσα νὰ τραγουδᾶνε εὐτυχισμένοι οἱ νεκροί»

(Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα, Κέδρος)

The Dance of Spring by Edward Atkinson Hornel

  Γιώργος Σεφέρης - Ο κ. Φιλοποίμην Α. Παχυμέρης χορεύει

Νόθος πατέρας του Ι. Κωλέττη ή αντίδικος του Διονυσίου κόμητος Σολωμού,
χορεύει στο φως της ασετυλίνης που αψηλώνει τ’ άστρα του βουνού,
χορεύει ανάμεσα στις Αιγυπτιώτισσες προικοφόρες και στους πρωινούς αγωγιάτες,
ενώ το δεξί παράλυτο χέρι του τρέμει ετοιμοθάνατο πάνω σε εικοσάχρονες πλάτες.
Έξω από τον κύκλο του φωτός η νύχτα γεμάτη καστανιές και τριζόνια
σκύβει και χύνεται στο πέλαγο που περιμένει να εξαντληθούν τα χρόνια·
να τελειώσουν οι συζητήσεις μας για τη βασιλεία και τη δημοκρατία,
η κομματιασμένη μας ζωή σε καρέκλες και σε τραπεζάκια, με τόσην απιστία.
Όμως ο κ. Παχυμέρης, Φιλοποίμην του Αμβροσίου,
χορεύει ένα μελίπηκτο ταγκό, ογδοντάρης συνταξιούχος του λαθρεμπορίου.
Έμπορος φτερών στρουθοκαμήλου, χρηματοδότης του Αλ Καπόνε, τ’ ανίψια του (τριάντα) περιμένουν να πεθάνει.
Όμως την ύστατη στιγμή, την ώριμη χολή, ποιός δε γυρεύει να τη γλυκάνει,
κι ας παίζει αυτός ο μαύρος άνθρωπος, άλλοτε τρόφιμος κάποιου φρενοκομείου της Κερκύρας,ένα βιολί ναυαγισμένο στα χέρια του που υποδύεται την αδικία της μοίρας,
χορεύει ο κ. Παχυμέρης· η κόρη που αγκαλιάζει είναι όμορφη· μόλις βγήκε από το ΓΑΛΛΙΚΟ παρθεναγωγείο·
της έταξε, αν χορέψει μαζί του και στα σκοτεινά, να δώσει λεφτά για το κοινοτικό υδραγωγείο.
Ο κ. Παχυμέρης, Φαβρίκιε, είναι άνθρωπος της πραγματικότητας και ξέρει να την αντιμετωπίσει.
Λέει πως η ψυχή είναι «ασθένεια που κάποτε ο πολιτισμός θα την εξοβελίσει».
Λατρεύει την «επιστήμη» και το κονφόρ· μισεί την τέχνη· θα ’δινε 100.000 ντάλλαρς για να μην υπάρχει.
Σε τούτο βρίσκει σύμφωνο και τον τοπικό κομματάρχη
που κάθε βράδυ συζητά με τον καθαρευουσιάνο δάσκαλο περί του αρχαίου ελληνικού κλέους
και περί των δοξασιών της Δύσεως που διαφθείρουν τους νέους…
Μέσα στο σκοτάδι οι καστανιές, το πέλαγο, οι Σποράδες και τα τριζόνια
προσμένουν, έξω απ’ την πραγματικότητα να περάσουν τα χρόνια. Θεοί, πόσα χρόνια;»
Ζαγορά, 6. 8. 1935
(Από τη συλλογή, «Τετράδιο γυμνασμάτων Β’», Ίκαρος 1976)

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ - Ελληνικός χορός

 Γιάννης Σκαρίμπας  - Χορός συρτός

ΚΑΛΛΙΟ χορευτάρας νάμουνα , πέρι
Κόλλες που να κράτω και μολυβάκια
Θάσερνα συρτό χορό χέρι με χέρι
Μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια
Κι εν’ αψηλό τραγούδι για σιρόκους
Θάρχιζα, γι αφροπούλια και για ένα
Γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους
Που θάρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα.
Με δίχως του αναστεναγμούς της Πολυδούρη
Μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι
– κι οι πένες μου πενιές σ’ ένα σαντούρι
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου καράβι!
……………………………………………
Γιαλό – Γιαλό να φεύγουμε και –άντε-
Να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια
Κι εκεί – λες κομφετί μέσ’ στο λεβάντε-
Όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια.
Κι σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία
Βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα
Με όλα μου – ανοιγμένα – τα βιβλία
Καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα…

Ν. Λύτρας Γιορτή στα Μέγαρα

Γιάννης Σκαρίμπας  - Το βαλς χωρίς ντάμα

ΩΡΑΙΑ διασκεδάσαμε, κυρία, στο σπίτι
(συνέχεια στης νύχτας τα’ αμίλητα μάκρη)
με τουτ’ τη λίγον τι βαμμένη μου μύτη
στην άκρη
Εγώ, μπρος στο φίνο σου χαμογέλιο
Κι εσύ μπρος σ’ αυτό το άναυδο φρύδι,
Περίεργο επαίξαμε – οι δυο μας- και τέλειο
Παιγνίδι.
Στα μούτρα μου απόμεινε ύστερα χρώμα
Βαθύ ροζ απ’ τα χείλη σου, Μα εμένα, Κυρία
Σε κυττάνε ακίνητο το μπλάβο μου όμμα
Και κρύα..
Ω νάχα κι εγώ μεσ’ στο στήθος καρδίτσα
(και όχι, για να κρούω τις φούχτες, μια σούστα)
αχ πως θα στην έπιανα καρφίτσα- καρφίτσα
τη φούστα.
Και πως, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
Ωραία θα στάφιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
Μου τέλεια.
Μα εγώ στης πνοής σου για να φτάσω το μύρο,
Των ποδιών μου πατώ – στο κενό – στις μυτίτσες
Και αχ στην κλωστή μου πόσες φέρνω τριγύρω
Βολτίτσες.
Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
– με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλεια
στον αέρα να φέρνω, και νάχω παλάμες
δυο ζύλια..


Ρέγκος Πολύκλειτος-Σκυριανό Πανηγύρι, 1938

Κατερίνα...Σκιντζή - Ζεϊμπέκικος χορός...

Ο πιο μοναχικός χορός , παρά τα μάτια που τον βλέπουν...
ο πιο όρθιος καημός , παρά τα βάσανα που τον τρέφουν... 
το πιο μεγάλο ψήλωμα ψυχής,
παρά το βίδωμα του βλέμματος στη γη...
η πιο κραυγαλέα σιωπή ,
παρά τη θέληση του αχ! με το άπειρο να ενωθεί...
Τι κι αν είναι αντρικός χορός ,
όλοι όσοι έχουν σθένος ασθενές,
μπορούν για λίγα λεπτά να ιαθούν
και ας εκτεθούν ,
γιατί ο πόνος είναι πολύ βαρύς για να ' ναι μοναχικός,
πρέπει και οι γυναίκες με την ωραία τους οδύνη ...
κάποτε να εκφραστούν...
χωρίς για τίποτα να έχουν να ντραπούν...
εκείνη …την ιερή στιγμή ,
που νοιώθουν ότι βγαίνει στο σεργιάνι η ψυχή...
Ίσως φίλε - φίλη
που... μπορεί να κατακρίνεις ή να καταλαβαίνεις,
την επόμενη μέρα είναι που έρχεται πάντα η ντροπή …
αλλά το τραγούδι και ο πόνος , έχουν λίγο μοιραστεί
και στο σύμπαν ίσως σκορπιστεί...
σαν τα χέρια πουλιά ,
που απλώνονται ικετευτικά
πότε προς τη γη πότε προς τον ουρανό
όταν κεραυνός ψυχής χτυπάει το σώμα ,
με αυτόν … τον ιερά ανθρώπινο χορό…


Jean Groberg - Greek Dancer

 Γεώργιος Σουρής -ΧΟΡΟΣ

(Αφιερούται εις το Παλάτι)
«Μισόγδυτα, λαχταριστά τα στήθη τρεμουλιάζουν
και με παλμό σαν τρομαχτά πετούνε περιστέρια
τα δυο τους κιτρολέμονα… Μες στις καρδιές φωλιάζουν
χιλιάδες πόθοι…κι οι ματιές χυτά πετούν αστέρια!
Μιλούν στο βαλς αμίλητα καρδιές ζευγαρωμένες…
Ω! πόσο λέει πλιότερα τ’ αχείλι που σωπαίνει!…
Στου βαλς απάνου τα φτερά πετούνε μεθυσμένες,
κι απ’ το κεφάλι το μυαλό στα πόδια κατεβαίνει.
Διαμαντοσπιθοβόλημα τα μάτια σου θαμπώνει…
Στριφογυρνάς κι ηλεκτρισμός γλυκά σε γαργαλίζει…
Τον ώμο τον αφρόπλαστο, σαν κόρακας το χιόνι,
το μαύρο χέρι σου θαρρείς και πλιότερο ν’ ασπρίζει.
Βαρκούλες μες στα κύματα που χύν’ η αρμονία
τα ζεύγη φεύγουνε, πετούν χάνονται, μα πάλι
μπροστά σου χύνονται γοργά στου βαλς την τρικυμία
και πάλι ξαναχύνονται μες στου χορού τη ζάλη…
Το ένα τ’ άλλο κυνηγά, μα μυστικά κρατιέται
δεμένο απ’ του μουσικού το μαγικό δοξάρι,
στο γύρνα γύρν’ αναπνοή μ’ αναπνοή φιλιέται
και κάνει τόσους ο χορός από μονούς ζευγάρι!…
Χορεύετε!… Παντού χορός στη φύση βασιλεύει!
Χορεύουν οι πλανήτες μας, χορεύουν οι κομήτες,
η γης μας βαλς αιώνιο στον ουρανό χορεύει,
χορεύουν οι αξέγνοιαστοι ελεύθεροι πολίτες,
χορεύουν όσοι δέσανε γερά το γαδαρό τους.
Χορεύουν οι τρανοί τρανοί, χορεύουν βασιλιάδες,
μα τον παρά για τα βιολιά φορτώνουν στο λαό τους,
κι αυτός βαρεί τον ταμπουρά, για να γλεντούν αγάδες!»
(Τα τραγούδια του Ραμπαγά)


Θεόφιλος - Ο χορός των Μεγάρων (Τράτα)

Γιάννης Υφαντής -  Ο χορός του μεσημεριού

[Από την ενότητα Α]
Σκέλια του βράχου φως και θάλασσα.
Στην πύρα του μεσημεριού, ο αέρας
Τρέμισε, πύκνωσε κι ανάδεψαν
Ίσκιοι με ψίθυρους φτενούς και διψασμένους
Χορεύοντας την άσαρκη εξορία τους
Σ’ έσυρα τότε στη σπηλιά και προς το βάθος
Πάνω στην άμμο σούλυσα τη ζώνη…
Έπεσ’ ο ήλιος∙ κουρασμένοι
Απλώσαμε τα μέλη στην απέραντη
Νύχτα της ερημίας…
Με ξύπνησε το γέλιο των αχτίδων
Απάνω στις βρεμένες πέτρες
Στις κόχες σου δυο πράσινα χαλίκια
Τα δόντια σου πετράδια σφηνωμένα
Και στα πλευρά σου πελαγίσιος άνεμος
Έσερνε το δοξάρι του δροσίζοντας
Της μνήμης μου τα μάτια με σκοπό
Βαθιά νοσταλγικό
και είπα «Σήκω
αγαπημένη
να πάρουμε σειρά
βαρέθηκα
τα αιώνια πράματα»
Σκέλια του βράχου φως και θάλασσα.
Από τη συλλογή Μανθρασπέντα (1977)

 Οι Μούσες χορεύουν με τον Απόλλωνα. Μπαλντασάρε Περούτζι,

Ο Χορός της Αρκούδας


The Dancing Bear by Adolf Humborg

Γιάννης Ρίτσος - Η Σονάτα του Σεληνόφωτος 


......................................................
135 Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση
πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά
του ἀρκούδα25
μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια26
σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο
ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει27τό σούρουπο
140 καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν
πιά νά βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς
ἀρκούδας —
κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί —
ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια
δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά
παιδιά, τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς,

145 καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα
ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο
παιχνίδι της,
δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση,
τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν
χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
150 μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου —
τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση
τῆς ζωῆς
πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της.28

Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι;
Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
155 ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της,
χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς
ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε
τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. 

....................................................
Απόσπασμα 


The Dancing Bear
by Marie Francois Firmin-Girard

Αγγελος Σικελιανός - Ιερά Οδός 
...........................................
Μα να· στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο
τον κοντινό προβάλανε τρεις ίσκιοι.
Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν,
και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες
συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες

Και να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
και μ’ είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω
να τον κοιτάξω, τράβηξε απ’ τον ώμο
το ντέφι και, χτυπώντας το με το ‘να
χέρι, με τ’ άλλον έσυρε με βία
τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε
στα δυο τους σκώθηκαν βαριά... Η μία,
(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,
με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο
το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάν

μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη
ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο να ‘ταν
ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της
πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία.
Και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,
σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο
μικρό παιδί, ανασκώθηκε κι εκείνο
υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα
του πόνου του το μάκρος και την πίκρα
της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα
στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια!
Αλλ’ ως από τον κάματον εκείνη
οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ’ ένα
πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας
στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο
ακόμα απ’ το χαλκά που λίγες μέρες
φαίνονταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια
την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,
να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της
γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται
ζωηρά...

Κι εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα
έξω απ’ το χρόνο, μακριά απ’ το χρόνο,
ελεύτερος από μορφές κλεισμένες
στον καιρό, από αγάλματα κι εικόνες·
ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο...
Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία
του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,
δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα
με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του κόσμου, τωρινού και περασμένου,
μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου
του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα
δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες
ο φόρος της ψυχής... Τι ετούτη ακόμα
ήταν κι είναι στον Άδη...
Και σκυμμένο
το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,
καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος
κι εγώ του κόσμου, μια δραχμή...
Μα ως, τέλος,
ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,
και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου
με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι
το δρόμον οπού τέλειωνε στα ‘ρείπια
του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα.
Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογγούσε:
«Θά ‘ρτει τάχα ποτέ, θε νά ‘ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζί;»
...............................................

Απόσπασμα



A Dancing Bear  by August Jernberg


Μιχαήλ Μητσάκης - Αρκούδα 
 

Χόρεψε καλά, ταλαίπωρη αρκούδα, χόρεψε καλά, δια να μη φάγη λακτισμούς ο πισινός σου! Χόρεψε γρήγορα και χόρεψε θερμά, δια να μη σου αργάσουν* το τομάρι οι ξυλιές! Χόρεψε τεχνικά και χόρεψ' εύθυμα, διότι το βράδυ, μέσα εις την πνιγηράν σας τρύπαν, όπου άγχεται το στήθος σου, δεν θα βρεθή ούτε καν ένα κόκαλον να γλείψης! Χόρεψε ποικιλότροπα, διότι θα δεθής σκληρότερα, και ισχυρότερα θα σφίξη ο κημός* την μύτην σου! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να γελάσουν οι διαβάται που περνούν! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να σε ίδουν οι κυράδες του μεμακρυσμένου μαχαλά, που σε κοιτάζουν απ' τας θύρας, από τα παράθυρα, και μειδιούν με τα παράξενά σου τα καμώματα! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να διασκεδάσουν τα παιδόπουλα, όπου πολιορκούν τον βλάχον και την ορχηστρίδα* του, φαιδρά δια το σπάνιον φαινόμενον, κι οπού σε βλέπουν έκπληκτα, και σε περιεργάζονται και σε θαυμάζουν και σ' εμπαίζουν και χοροπηδούν τριγύρω σου κι αυτά, και προσεγγίζουν όσον δύνανται, και πού και πού επιχειρούν ν' αδράξουν τρίχες αιφνιδίως και βιαίως από την μαύρην σου προβιάν, καθώς διαβαίνεις έμπροσθέν των! Και αν από τα μάτια τα μικρά σου, κάποτε, τα θαμβωμένα, στιγμιαίον όνειρον αποστασίας διελαύνει, συλλογίσου, ότι υπάρχουν εις τον κόσμον και άλλαι αλυσίδες, και χονδρότεραι! Και αν, ενίοτε, το βλέμμα το καμμύον* σου, μ' έρωτα προσηλούται εις του αντικρύ βουνού τα πλάτη, σκέψου πως πριν να κάμης κι έν' ακόμη βήμα δι' εκεί, περισσότερ' από μίαν θενά είν' αι ράβδοι που θα σου συντρίψουν τα πλευρά! Και αν από τον σκοτισμένον νουν σου, και τ' ασφυκτιώντα στέρνα σου, και την ψυχήν σου την βασανισμένην, πόθος περνά, ανάμνησις, επιθυμία, μάταιον ορμέμφυτον, ω, ενθυμήσου πως δεν έχεις πλέον ούτε νύχια κοπτερά, ούτε οξείς οδόντας, ούτε μυς αδρούς, ούτε αλκήν πνευμόνων, ούτε σφρίγος αίματος!

http://ebooks.edu.gr/


Girls Dancing Painting by Marianna Koos


Διήγημα:
Σμαραγδή Μητροπούλου -  Ο χορός των αναμνήσεων 

«Άνοιξε το παράθυρο να μπει, δροσιά να μπει του Μάη…» γλυκό νοσταλγικό τραγούδι που με ξυπνά. Πάλι ξέχασα ανοιχτό το ραδιόφωνο χθες βράδυ.
Μια αχτίδα φωτός κατορθώνει να τρυπώσει από τις γρίλιες στο μικρό μου καθιστικό. Σίγουρα ο ήλιος θα’ χει ανατείλει τώρα. Σηκώνομαι αργά από το κρεβάτι κι ανοίγω το παράθυρο που βλέπει στο δρόμο. Νιώθω να κουράζομαι εύκολα, τελευταία.
Σηκώνω ψηλά το κεφάλι μήπως κι ανακαλύψω έστω ένα τόσο δα κομματάκι ουρανού ανάμεσα στη βουή της λεωφόρου και στα ψηλά, πολυώροφα κτίρια.
Τι καινούργιο περιμένεις να δεις, αλήθεια; αναρωτιέμαι.
Λιγάκι ουρανό, έστω και γκρίζο, ακούω τον εαυτό μου να λέει.
Ρίχνω μια ματιά στο ημερολόγιο που κρέμεται στον τοίχο της κάμαράς μου. Χαμογελώ αχνά…
Σαν σήμερα… τότε… μονολογώ..
Ναι, σήμερα δεν είναι μια μέρα σαν τις άλλες.
Μια σκέψη που μου ’ρχεται στο νου, με κάνει και κοκκινίζω.
Χαμογελώ αινιγματικά.
Ανοίγω την βαριά σκαλιστή ντουλάπα-απομεινάρι από άλλες εποχές- που «αγωνιά να αναπνεύσει», στριμωγμένη ανάμεσα στο κρεβάτι και στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Βάζω το χέρι μου ανάμεσα στα σκουρόχρωμα κρεμασμένα ρούχα και βγάζω ένα μακρύ, μεταξωτό φόρεμα, με δαντέλες στα μανίκια και το μπούστο, σε χρώμα βαθύ γαλάζιο. Με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις το αφήνω να γλιστρήσει πάνω μου.
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
Θαρρείς κι ένα μαγικό ραβδί σταματά το χρόνο και στη θέση του γερασμένου ειδώλου που με κοιτά, βρίσκεται η Ευανθία, η μοναχοκόρη του άρχοντα Σαρρή, από την Πάτμο, που ονειρευόταν μια ζωή γεμάτη απέραντο γαλάζιο.
Η Ευανθία… η μοναχοκόρη του άρχοντα Σαρρή… εγώ…. με τον κρυφό καημό στα στήθη, που δεν ήταν άλλος από τον Αγγελή το βιολιστή.
Τον πρωτοαντίκρισα στο πανηγύρι του Θεολόγου, να παίζει μουσική και να τραγουδά για αγάπες κι έρωτες, θάλασσες και μαϊστράλια. 8 Μάη, τότε που τα τριαντάφυλλα, το αγιόκλημα και οι βουκαμβίλιες ήταν στις δόξες τους.
Έσερνα το χορό παρακαλώντας τον Άγιο που γιόρταζε να με βοηθήσει να κλέψω έστω ένα βλέμμα του Αγγελή.
Θαρρείς κι οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί εκείνο το βράδυ.
«Μιλήσαμε» ο ένας στον άλλο με τις ματιές μας. Και είπαμε πολλά.
Κι ένα ζεστό απόγευμα, δώσαμε το πρώτο μας φιλί στο μουράγιο.
Ένα φιλί κι ένα μενταγιόν με μια γαλάζια καρδιόσχημη πέτρα που μου κρέμασε στο λαιμό λίγο πριν φύγει απ’ το νησί.
Θα σε περιμένω… θα σε περιμένω… επανέλαβα μέσα μου πολλές φορές, καθώς το πλοίο απομακρυνόταν από το λιμάνι.
Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Σαν να τον κατάπιε η θάλασσα.
Στους μήνες και στα χρόνια που πέρασαν δεν μπόρεσα να μάθω κάτι γι’ αυτόν.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Μοναχά στη σφαίρα του ονείρου.
Κάπου είχα διαβάσει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος απ’ τον πόνο των γκρεμισμένων ονείρων έστω κι αν αυτά κράτησαν τόσο λίγο όσο μια στιγμή.
Δεν μπορείς να θρηνείς μια ζωή για έναν έρωτα που κράτησε όσο το πετάρισμα ενός βλεφάρου… σε ποιο βιβλίο άραγε το είχα δει αυτό;
Η ξανθομαλλούσα Ευανθία, η νησιωτοπούλα, έδωσε τη θέση της στην κυρία Εύη, σύζυγο μεγαλεμπόρου. Σ’ ένα ρετιρέ μιας σικ (πάντα σιχαινόμουν αυτή τη λέξη, αλλά…) περιοχής της Αθήνας, προσποιούμουν ότι ζούσα. Μόνη μου παρηγοριά οι γλάστρες με τις βουκαμβίλιες και τα γιασεμιά στο μπαλκόνι μου, να μου θυμίζουν εκείνο τον Μάη που το όνειρο του έρωτα γεννήθηκε και πέθανε την ίδια στιγμή.
Μια τρικυμισμένη θάλασσα η ζωή μου…
Κι απάγκιασα σ’ ένα μικρό ημιυπόγειο διαμέρισμα μετά την οικονομική καταστροφή και το θάνατο εκείνου… του άντρα μου.
Μόνη.
Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, φορώ και πάλι το γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα που φορούσα τότε… κρεμώ τη γαλάζια καρδιά στο λαιμό… και νοερά κατεβαίνω στο λιμάνι, με την ελπίδα να αντικρίσω έναν παλιό, ξεχασμένο έρωτα.
Είναι αυτές οι ώρες δικές μου, καταδικές μου, που μπορώ να ονειρεύομαι, που μπορώ να τον νιώθω κοντά μου…. να με κρατά σφιχτά και να μου ψιθυρίζει λόγια γεμάτα αγάπη….
Σήμερα, όμως, τώρα, οι δυνάμεις μου σαν να με εγκαταλείπουν. Το άτακτο χτύπημα της καρδιάς μένει να μου θυμίζει το άλλοτε ξένοιαστο, ρομαντικό κορίτσι…
Κλείνω τα μάτια κι ακούω μουσική…. και φωνές… πολλές φωνές…
«Κυρία Εύη! Κυρία Εύη!»
Κάποιος με ταρακουνά.
Όμως εγώ, δεν είμαι πια εδώ, ταξιδεύω. Μοναδικές μου αποσκευές ένα φιλί κι ένα μενταγιόν.
Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο.
https://www.fractalart.gr/


Two Greek Soldiers Dancing by Ferdinand Victor Eugene Delacroix


Τώρα που  στήσαν το χορό

Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Περιοχή: Μακεδονία


Τώρα που στή Μαρία μου,
τώρα που στήσαν το χορό,
τώρα που στήσαν το χορό,
να ‘μαν κι εγώ να τραγουδώ.

Να ‘μαν κι εγώ Μαρία μου,
να ‘μαν κι εγώ να τραγουδώ,
να ‘μαν κι εγώ να τραγουδώ,
όλες οι βέργες είναι δω.

Όλες οι βε Μαρία μου,
όλες οι βέργες είναι δω,
δική μου η βέργα δε είναι δω,
πάει εις τη βρύση για νερό.

Πάει εις τη βρυ Μαρία μου,
πάει εις τη βρύση για νερό,
πάει εις τη βρύση για νερό,
κι εγώ στη στράτα καρτερώ.


 Θεόφιλος -Γλέντι στο χωριό
Παροιμίες 
Ο λύκος σαν λείπει αφ' το χορό του, τι γάμος θε να γείνη;. 

Χόρεψε, αράπη. - Δεν αδειάζω, αφέντη.

Τι έχεις γέρο που χορεύεις;  Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια.

Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό.

Τρεις άδουσι, δύο δε χορεύουσι.

Όποιος είν' έξω απ' το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.

Οπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη.

Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.

Χόρευε κυρά Ντουντού, κοίτα και το σπίτι σου.

Αγάπαγε η Μάρω το χορό βρήκε και άντρα χορευτή.

Αλλού βαρούν τα όργανα κι αλλού χορεύει η νύφη.

Ανύπαντρος σαν παντρευτεί δεν πρέπει να χορεύει, μόνο σακί στον ώμο του κριθάρι να μαζεύει.

Μοναχός σου χόρευε κι' όσο θέλεις πήδα.

Θα τον χορέψω στο ταψί.

Λείπ' ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια.

Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει.

Ο χορός καλά κρατεί.

Έξω απ το χορό πολλά τραγούδια λένε.

Αγάπα η Μάρω το χορό, κ' ηύρ' άντρα με τη λύρα, ξαπέζα και χόρευε, Μάρω η κακομοίρα.

Οπου γάμος και χορός κι' ο Κουτρούλης μάγερας.

Θέλει ο κάτης, και χορεύγουν οι ποντικοί.

Ακούς την αρκούδα και χορεύει 'ς του γείτονά σου την αυλή, καλώς να την δεκτής και 'ς τη δική σου.

Μη κυττάζης τα στραβά πόδια, κύττα που χορεύει ίσα. 

Στο χορόν οντάν εμπαίντς 'ς ση γαϊντάν θα ιεύς. Οταν μπης ς το χορό, θα ταιριάξης το σκοπό.

Στο χορόν π' εμπαίν τον κώλον ατ' θα λαϊζ. Οποιος μπαίνει 'ς το χορό θα κουνάη τον πισινόν του.

Στον τόπο το χορό.

Εμπης σο χορό, ά χορέπ': Μπήκες στο χορό, θα χορέψεις.

Κατά τον τοίχο το χορό.

Μωρέ ποντίκι μπροστινό κατά τον τοίχο το χορό, η κουμπάρα μας η γάτα κατά μάς έχει τα μάτια.

Στα τελευταία του χουρού απουλάχτισις τουγ γάμουν. 

Δε στραβάρις που θουρού κι γυρεύγουν γκι χουρόν" (Δες στραβάρες που θωρώ και γυρεύουν και χορό).

Η φακή μι του κρουμμύδιν γκι η χουρός μι του πιχνίδιν" (Η φακή με το κρεμμύδι κι ο χορός με το παιχνίδι).

Χόρευε και μεις γελάμε, κι αύριο θα σ' αναγελάμε.

Το ψωμ' είναι μες στ' αμπάρι, το τυρί μες στο πιθάρι, κι ας ορίση και να φάη και να πιη, κι ο χορός καλά κρατεί.

Καμμιά βολά ήτανε, λέει, καμμιά κι εχόρευγε γκαι τσ' είπασι, λέει, άντρας σου 'ρθε. Λέει, το ψωμ' είναι μες στ' αμπάρι.

Τρίγγ του λιλί, να χουρέψ' του πιδί.

Χόριβι κυρά Μαριώ κι έχει κι έννοια στου χουρό.

Κάλλια εδώ κουτσαίνοντας, παρά εκεί χορεύοντας.

Θα σι κάνου να χουρέψ'ς σαν του νηστ'κό τ' αρκούδ.

Δεν αλλάζω το χορό μου, τον σκοπό των ποδαριώ μου.

Αλλοι σκάφτουν και κλαδεύουν κι άλλοι πίνουν και χορεύουν.

Σε ξένο χορό μπαίνει, ή μη μπαίνης, ή μη βάνης το πόδι.

Των καλών ναυτών γυναίκες τον Απρίλιονα χερεύουν.

Χορεύουν τα σιδερικά, πηδά και η βελόνη.

Σαν έρτη η νύφη 'ς το χορό, μην εβιαστής να την ι'ής.

Αγάπαε η γριά το χορό, κ' ευρήκε άντρα ταμπουρλή.

Θα σι κάνου να χουρέψ'ς στου ντιψί. 

Εμπα στου χουρό να σι δούμε, κυρά Μαριώ.

Δίχως λύρα και βιολί εχορεύγαν οι λωλλοί.

Επήγε στοχ χορό αμμ' ήφυ εν αχόρευτος.

Των Αι-Σαράντων είναιν, ας χορέψουμε γκι ας είναι.

Τι χορό να κάνω εγώ. Τα παπούτσια που φορώ στον τσαγκάρη τα χρωστώ.

Πώς χορεύουν οι Μανιάτες σαν μπερδουκλωμένες γάτες.

Οπ' έχει ρόκα και παιδί, στο χορό να μην εμπε
https://www.pro-dance.gr/



Ο χορός του Ζαλόγγου, ή Οι Σουλιώτισσες, του Claude Pinet

Ο Χορός του Ζαλόγγου 
 
Ο χορός του Ζαλόγγου είναι θρύλος με πυρήνα ιστορικό γεγονός που συνέβη μετά την οριστική κατάληψη του Σουλίου από τα στρατεύματα του Αλή πασά, τον Δεκέμβριο του 1803. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1803 (παλαιό ημερολόγιο), στη κορυφή του όρους Ζάλογγο, εξελίχθηκαν γεγονότα τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα μια ομάδα Σουλιωτισσών και Σουλιωτών με τα παιδιά τους να αποφασίσουν να πεθάνουν ελεύθεροι παρά να πέσουν στα χέρια των Τουρκαλβανών. Έτσι, προτίμησαν, με μία πράξη αυτοθυσίας, αντί να ατιμαστούν από τον αιώνιο εχθρό τους, να πέσουν από την άκρη του γκρεμού. Ορισμένες πηγές της εποχής, ή μεταγενέστερες, αναφέρουν πως οι Σουλιώτισσες έπεσαν «εν χορώ» και τραγουδώντας.

Η περίπτωση του Ζαλόγγου γρήγορα έγινε γνωστή όχι μόνο τον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο αλλά και στην Ευρώπη, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, προκαλώντας ιδιαίτερη συγκίνηση και θαυμασμό.

Το 1802, ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων επανέλαβε τις προσπάθειές του να καταβάλει τους Σουλιώτες. Ήδη στις αρχές του 1803 η κατάσταση των πολιορκημένων είχε γίνει δύσκολη, καθώς άρχισαν να λείπουν οι τροφές και τα πολεμοφόδια. Επιπλέον, για να διασπάσει τους αντιπάλους του, έστειλε στο Σούλι τον Κίτσο Μπότσαρη (ο Αλή Πασάς είχε ήδη καταφέρει, χρησιμοποιώντας και πάλι την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», η φάρα των Μποτσαραίων να φύγει από το Σούλι και να έρθει με το μέρος του) με προτάσεις ειρήνης αλλά με τον όρο να γίνει ο τελευταίος αρχηγός, στη θέση του Φώτου Τζαβέλλα. Η πονηρή τακτική του Αλή είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις αλλά να αρχίσουν και διαμάχες μεταξύ των Σουλιωτών. Αποτέλεσμα των διαμαχών αυτών ήταν να φύγουν, θυμωμένοι, από το Σούλι και ο Μπότσαρης και ο Τζαβέλλας. Έτσι το Σούλι έχασε τους δύο πιο ικανούς πολέμαρχούς του.

Στο τέλος, μετά την προδοσία του Πήλιου Γούση, ο Αλής κατέλαβε το Αβαρίκο, κυκλώνοντας τους Σουλιώτες, φέρνοντάς τους σε τραγική θέση. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1803, μερικοί από αυτούς κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να σωθούν ενώ οι υπόλοιποι παραδόθηκαν, στις 12 Δεκεμβρίου, με τη συμφωνία να αφεθούν να φύγουν με τα όπλα τους, όπου αυτοί ήθελαν. Όμως στο Κούγκι, αποθήκη τροφών και πολεμοφοδίων των Σουλιωτών, ο καλόγερος Σαμουήλ με πέντε συντρόφους του απέρριψαν την παράδοση και ανατινάχθηκαν, σκοτώνοντας πολλούς άνδρες του Αλή. Τότε ο Αλή πασάς θεώρησε πως έπαυσε να ισχύει η συνθήκη του με τους Σουλιώτες και τους επιτέθηκε ενώ αυτοί όδευαν προς την Πάργα και το Ζάλογγο. Όσοι κατευθύνονταν προς την Πάργα μπόρεσαν, πολεμώντας σκληρά, να ξεφύγουν από τη μανία των Αλβανών και να περάσουν στην Κέρκυρα καθώς οι Παργινοί δεν τους δέχθηκαν, μετά από διαταγή του Αλή. Αντιθέτως, οι 100 οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο βρέθηκαν πολιορκημένες. Ένα μέρος τους, με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη, κατάφερε διενεργώντας έξοδο να ξεφύγει αλλά οι υπόλοιποι Σουλιώτες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Τότε 22 γυναίκες και 6 άνδρες αυτοκτόνησαν πηδώντας, μαζί με τα παιδιά τους, από το ψηλότερο σημείο του βουνού σε ένα βάραθρο. Κατά τα ίδια γεγονότα η κόρη του Νότη Μπότσαρη, ενώ μετέφερε στους ώμους της την τραυματισμένη μητέρα της, βλέποντας ότι κινδύνευαν να συλληφθούν, έριξε τη μητέρα από έναν βράχο στον ποταμό Αχελώο και έπεσε και η ίδια.

Ο ερευνητής του δημοτικού τραγουδιού, Αλέξης Πολίτης απορρίπτει τον θρύλο για το τραγούδι και τον χορό των γυναικών που έπεσαν στο Ζάλογγο και, εξετάζοντας τις διαθέσιμες ελληνικές και ξένες πηγές για το γεγονός, διαπιστώνει πως το περιστατικό έχει ιστορικό πυρήνα, διανθίστηκε όμως από τους μεταγενέστερους με λεπτομέρειες από φήμες τις οποίες είχαν ακούσει, χωρίς να τις ελέγξουν αυστηρά. Επίσης παραδίδει και μία εκδοχή, την οποία συνέλεξε ο Περικλής Ζερλέντης το 1866, στο γειτονικό χωριό Καμαρίνα. Κατ' αυτήν στη Μονή Ταξιαρχών, στη ρίζα του βράχου του Ζαλόγγου, είχαν καταφύγει 300 Σουλιώτες κατά των οποίων επιτέθηκε δύναμη 2.000 διωκτών τους και τους περικύκλωσε. Οι Σουλιώτες όρμησαν προς την κορυφή του βράχου για να περάσουν στην άλλη πλευρά και να γλυτώσουν. Την κορυφή όμως είχαν καταλάβει ήδη οι εχθροί τους με αποτέλεσμα οι Σουλιώτες να βρεθούν ανάμεσα σε δύο πυρά. Τότε οι τελευταίοι πέταξαν τα παιδιά τους στον γκρεμό και πολέμησαν, άντρες και γυναίκες, με τα σπαθιά τους εναντίον των Αλβανών. Μέσα στη μάχη, άλλοι γκρεμοτσακίστηκαν και άλλοι πήδησαν για να γλυτώσουν ή έστω να σκοτωθούν. Οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν αλλά μερικοί έπεσαν σε θάμνους και γλύτωσαν. Οι άνδρες του Αλή Πασά καταδίωξαν τους διασωθέντες οι οποίοι έπνιξαν τα παιδιά που φώναζαν, προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί.

Κατά τον Αλέξη Πολίτη επίσης, το δημοτικό τραγούδι «Έχε γειά καημένε κόσμε», που αναφέρεται στο περιστατικό, δεν είναι βέβαιης γνησιότητας και η πρωιμότερη καταγραφή του είναι από το 1908

Αναφορές στο γεγονός

Ο χορός του Ζαλόγγου, έργο του Ανδρέα Βρανά

Ιάκωβος Μπαρτόλντυ

Πρώτος που κατέγραψε το γεγονός αυτό, ήταν ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης Ιάκωβος Μπαρτόλντυ, που έτυχε την εποχή εκείνη (1803-1804) να βρίσκεται στα Ιωάννινα. Η έστω και πολύ περιληπτική αναφορά του στο γεγονός κρίνεται περισσότερο αντικειμενική, με δεδομένο ότι δεν ήταν και τόσο ευνοϊκός προς τους Έλληνες, ούτε όμως και με τον Αλή Πασά, που όμως δεν τον εμπόδισε να τονίσει τη γενναιότητα των Σουλιωτών, αλλά και την αγριότητα των τμημάτων του Αλή Πασά. Στην αναφορά του εκείνη στο έργο του Ταξίδιον εις την Ελλάδα 1803 - 1804, (δημοσιεύτηκε στη γερμανική το 1805, και σε γαλλική μετάφραση το 1807), σημειώνει (σε ελεύθερη μετάφραση):«Καμιά εκατοστή απ' αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν».

Ο Μπαρτόλντυ δεν διευκρινίζει αν ο θάντατος των γυναικόπαιδων ήταν αποτέλεσμα αυτοκτονίας, ή θηριωδίας.

Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ

Δεύτερος που κατέγραψε το γεγονός, περισσότερο λεπτομερώς, ήταν ο Άγγλος στρατιωτικός, περιηγητής και αρχαιολόγος, Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, από πληροφορίες που συνέλεξε το 1805, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας στα Ιωάννινα, τις οποίες συμπεριέλαβε στο σύγγραμμά του Περιήγηση στη Βόρεια Ελλάδα. Στην αναφορά του αυτή σημειώνει:«Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές γυναίκες που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα ».

Στη δεύτερη ιστορικά αυτή αναφορά γίνεται σαφής λόγος για αυτοκτονία και βρεφοκτονία, ενώ προστίθενται 6 άνδρες, ο δε αριθμός των γυναικών περιορίζεται στις 22, χωρίς να γίνεται και εδώ μνεία για χορό. Σημειώνεται όμως ότι το σύγγραμμα αυτό δημοσιεύτηκε 33 χρόνια αργότερα, το 1835, επί βασιλείας του Όθωνα.

Χριστόφορος Περραιβός

Τον ίδιο όμως χρόνο, το 1815, (έξι χρόνια πριν την επανάσταση του 21), δημοσιεύεται και η πρώτη ελληνική αναφορά στο περιστατικό που περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκδοση της Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας του Χριστόφορου Περρραιβού που τυπώθηκε στη Βενετία, που αποτελεί και την πρώτη ουσιαστικά ελληνική πηγή του γεγονότος.
Κατ' αυτή, όταν τα στρατεύματα του Αλή απέτυχαν και την φορά αυτή να αιχμαλωτίσουν τους Σουλιώτες που όδευαν προς την Πάργα, και παρά τις συνομολογήσεις που είχαν κάνει μαζί τους, αφού ξεκουράστηκαν επί τριήμερο, επιτέθηκαν ξαφνικά στο Ζάλογγο όπου διαβιούσαν όσοι Σουλιώτες είχαν συνθηκολογήσει νωρίτερα με τον Αλή Πασά, αναφέροντας σχετικά…«τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. Άρχισαν μ' όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα αναγκαία ν' αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού».

Στην πρώτη αυτή ελληνική καταγραφή του περιστατικού σημειώνεται αφενός ο αριθμός των γυναικών, στο περίπου, «έως 60», και ότι προηγουμένως «εσυμβουλεύθησαν», (με την κυριολεκτική ερμηνεία της λέξης), όπου κατόπιν συμβουλίου αποφάσισαν πλέον συνειδητά τη βρεφοκτονία και τη δική τους στη συνέχεια αυτοκτονία. Και ενώ αναφέρεται εδώ πρώτη φορά ο «χορός», δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία. Πάράλληλα γίνεται μνεία περί της προδοσίας που είχε σχετικά σημειωθεί, για την οποία οι προδότες αναγνωρίζουν το σφάλμα τους, πολεμώντας γενναία, πλην όμως αυτό όπως αποδείχθηκε το πλήρωσαν περισσότερο τα γυναικόπαιδα. Στην επόμενη έκδοση του έργου αυτού, το 1857, απαλείφθηκε το περιστατικό της προδοσίας και η λεπτομέρεια του χορού, η δε αναφορά στο γεγονός είναι ψυχρή χωρίς συναισθηματικά στοιχεία.

Φρανσουά Πουκεβίλ

Το 1820 ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ που διέμενε 10 σχεδόν χρόνια στην αυλή του Αλή Πασά, εκδίδει τους 3 πρώτους τόμους του έργου του Ταξίδι στην Ελλάδα. Στο 3ο τόμο περιλαμβάνει το επεισόδιο ως ακολούθως (ελεύθερη απόδοση)«...τις γυναίκες τις γκρέμισαν από τα ύψη των βουνών στις αβύσσους του Αχέροντα, τα παιδιά πουλήθηκαν στα παζάρια».

Εδώ γίνεται σαφής αναφορά για θηριωδία και όχι για βρεφοκτονία ούτε και για αυτοκτονία. Τον επόμενο όμως χρόνο που εκδίδονται οι άλλοι τόμοι περιλαμβάνεται το γεγονός με περισσότερη λεπτομέρεια:«Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μιά το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν».

Στη νεότερη αυτή αναφορά περιλαμβάνεται πλέον ο χορός 60 γυναικών καθώς και η βρεφοκτονία και αυτοκτονία τους, που ταυτίζεται με την αναφορά του Περραιβού, με επιπλέον μια σημείωση ημερομηνίας στο περιθώριο: 22 Δεκεμβρίου 1803 (π. ημερ.).

Κλωντ Φωριέλ

Το 1823 ο Γάλλος ιστορικός ακαδημαϊκός και φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ συγκεντρώνει τα υπομνήματα των τραγουδιών που θα εκδώσει το επόμενο καλοκαίρι του 1824. Σ' αυτά ο Φωριέλ αναφερόμενος στη 2η μέρα εκείνης της μάχης φαίνεται ν' ακολουθεί πιστά τον Περραιβό προσθέτοντας πολλές παραστατικές λεπτομέρειες:«..ήταν ακόμα αβέβαιη, όταν εξήντα γυναίκες, βλέποντας πως στο τέλος θα σκοτώνονταν οι δικοί τους, μαζεύονται σ' ένα απότομο ψήλωμα στον γκρεμό, που στη μία πλευρά του ανοιγόταν ένα βάραθρο και στο βάθος του το ρέμα άφριζε ανάμεσα στους μυτερούς βράχους που γέμιζαν τις όχθες και τη κοίτη του. Εκεί αναλογίζονται τι έχουν να κάνουν, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που τους φαντάζονται κιόλας να τις κυνηγούν. Αυτή η απελπισμένη συζήτηση στάθηκε σύντομη, και η απόφαση που ακολούθησε ήταν ομόγνωμη. Οι περισσότερες απ' αυτές τις γυναίκες ήταν μητέρες, αρκετά νέες, και είχαν μαζί τα παιδιά τους, άλλες στο βυζί ή στην αγκαλιά, άλλες τα κρατούσαν από το χέρι. Η κάθε μια πήρε το δικό της, το φίλησε για τελευταία φορά και το έριξε ή το έσπρωξε γυρνώντας το κεφάλι στον διπλανό γκρεμό. Όταν δεν είχαν πια παιδιά να γκρεμίσουν, πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό, γύρω – γύρω, όσο πιο κοντά γινόταν στην άκρη του γκρεμού και η πρώτη απ' αυτές, αφού χόρεψε μια βόλτα φτάνει στην άκρη, ρίχνεται και κυλιέται από βράχο σε βράχο ως κάτω στο φοβερό βάραθρο. Ωστόσο ο κύκλος, ή ο χορός συνεχίζει να γυρνάει, και σε κάθε βόλτα μια χορεύτρια αποκόβεται με τον ίδιο τρόπο, ως την εξηκοστή. Λένε πως από κάποιο θαύμα, μία απ' αυτές τις γυναίκες δεν σκοτώθηκε πέφτοντας».

Η λεπτομερής αυτή περιγραφή του χορού του Ζαλόγγου, με τις εξήντα γυναίκες, προκάλεσε τη συγκίνηση και τον θαυμασμό, προσέδωσε στο περιστατικό διεθνή πλέον εμβέλεια και κυριάρχησε σ' όλες τις μετέπειτα ιστορικές αναφορές.

Ιμπραήμ Μανζούρ εφέντη

Μία μαρτυρία της αυτοθυσίας των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο, μας παρέχει ο Σουλεϊμάν αγάς, Αλβανός αξιωματικός στις υπηρεσίες του Αλή πασά και αυτόπτης μάρτυρας του ιστορικού γεγονότος στο Ζάλογγο. Την μαρτυρία διασώζει ο Γάλλος εξωμότης Ιμπραήμ Μανζούρ εφέντη (Ibrahim Manzour efendi), αξιωματικός του μηχανικού στις υπηρεσίες του Αλή πασά Τεπελενλή, στο έργο του Απομνημονεύματα από την Ελλάδα και την Αλβανία στα χρόνια της διακυβέρνησης του Αλή πασά, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1827.

Η λεπτομερής αυτή περιγραφή του χορού του Ζαλόγγου δεν έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστή, παρά το γεγονός ότι καταγράφει πως οι Σουλιώτισσες προτίμησαν τον θυσιαστικό θάνατο με χορό και τραγούδι από την ατίμωση. Κατά τον Αλέξη Πολίτη, στην πραγματικότητα ο Μανζούρ χρησιμοποίησε την εκδοχή του Πουκεβίλ, τροποποιώντας τη και διανθίζοντάς τη με λυρικές λεπτομέρειες για να γίνει πιο συγκινητική. Ακολουθεί το σχετικό κείμενο σε πιστή φιλολογική μετάφραση:«Τον Δεκέμβριο του 1803, οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν. Η συνθήκη τούς παραχωρούσε το δικαίωμα να εγκατασταθούν παντού όπου έκριναν πρόσφορο, εκτός από τα βουνά τους. Οι ατυχείς αποφάσισαν να μοιραστούν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μία θα πήγαινε στην Πρέβεζα, η άλλη στην Πάργα. Είχαν δοθεί διαταγές να τις σφάξουν και τη μία και την άλλη ομάδα. Ξεκίνησαν γι' αυτή την αξιοθρήνητη μετανάστευση. Οι Αλβανοί εμφανίζονται στην ομάδα της Πάργας με σκοπό να τους ξεκάνουν˙ το ένστικτο αναπλήρωσε την εμπειρία˙ σχηματίζοντας τετράγωνα τάγματα, κλείνουν στο κέντρο τις γυναίκες, τους γέροντες, τα παιδιά και τα κοπάδια και υπό την προστασία αυτού του σχηματισμού, εξαιρετικά πολεμικού, εισήλθαν στην Πάργα, μπροστά στα μάτια των σφαγέων, που είχαν λάβει την ανταμοιβή του αίματός τους.Η ομάδα της Πρέβεζας δεν είχε την ίδια τύχη. Είτε γιατί η επίθεση ήταν ακαριαία, είτε γιατί καταπτοήθηκε, δεν κατέστη δυνατόν να προβάλει αντίσταση, και σε άτακτη υποχώρηση, κατέφυγε σε ένα ελληνικό μοναστήρι, που λέγεται Ζάλογγο. Ανώφελο καταφύγιο! Οι Μωαμεθανοί, σπάζοντας την πόρτα, περικύκλωσαν τα θύματά τους ...˙ ο βιασμός, ο φόνος, οι φρικαλεότητες μιας σφαγής, βεβηλώνουν αυτόν τον χώρο και εξολοθρεύουν τα λείψανα των δυστυχισμένων Σουλιωτών.Εκατό γυναίκες που έμεναν με μια ομάδα παιδιών, βρέθηκαν χωρισμένες από αυτούς και ψηλά από ένα βράχο στον οποίο είχαν σκαρφαλώσει, έγιναν μάρτυρες της φρικτής μοίρας των συντρόφων τους˙ τους απείλησαν με τη σειρά τους! αλλά μια ξαφνική απόφαση τους υποσχέθηκε μια βοήθεια ενάντια στην ατίμωση και τη ντροπή των βασάνων. Έδωσαν τα χέρια και στο πλάτωμα του βράχου αρχίζουν ένα χορό του οποίου ένας ανήκουστος ηρωισμός ενέπνεε τα βήματα, και του οποίου η αγωνία του θανάτου επέσπευδε την πτώση. Πατριωτικά τραγούδια την συνόδευαν˙ οι επωδοί τους αντηχούσαν στα αυτιά των Μωαμεθανών ... Ο ουρανός χωρίς αμφιβολία τις άκουγε! Στο τέλος των επωδών τους, οι εκατό γυναίκες έβγαλαν μια διαπεραστική και παρατεταμένη κραυγή, της οποίας ο ήχος έσβησε στο βάθος ενός τρομερού βάραθρου όπου παρασύρθηκαν μαζί με κείνες όλα τα παιδιά».

Στο τέλος της διήγησης ο Ιμπραήμ Μανζούρ μας πληροφορεί, επίσης, για τον ποιος ήταν ο εξιστορών το γεγονός:«Ο Σουλεϊμάν αγάς, Αλβανός αξιωματικός, περίλυπος μάρτυρας αυτής της αξιομνημόνευτης τραγωδίας, μου διηγήθηκε όλες τις λεπτομέρειες. Κατά τη διήγηση αυτού του γεγονότος δάκρυα έβρεξαν τα βλέφαρά του˙ εντούτοις ανήκε στο στρατό του Αλή».

https://el.wikipedia.org/



 Harem Dancers by Stephan Sedlacek

Η σημασία του χορού στην αρχαία Ελλάδα

Από τα πανάρχαια χρόνια ο χορός υπήρξε το σύμβολο της συνειδητής παρουσίας της ζωής. Το όργανο που χρησιμοποιεί ο χορός είναι το ανθρώπινο σώμα. Ο Χορός είναι τελετή, είναι συμμετοχή και όχι θέαμα. Είναι δεμένος στενά με τη θρησκεία με τη γιορτή, τη δουλειά, με τον έρωτα, με τον θάνατο.

Οι άνθρωποι χόρεψαν τον πόλεμο, την ειρήνη, το γάμο, το θερισμό, τη σπορά, χόρεψαν τη φύση.Ο χορός έχει μια δύναμη που υπερβαίνει το νόημα των λέξεων. Χάρη στο ρυθμό και την ιδιορρυθμία του αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ύπαρξής μας, διότι προτού θεωρηθεί τέχνη είχε προορισμό πολύ πιο ζωτικό και αναγκαίο. Στις πρώτες εκδηλώσεις του στους πρωτόγονους λαούς ο άνθρωπος απευθυνόταν στον χορό για να αυξήσει τις δυνάμεις του, με το χορό προσπαθούσε να αντιδράσει σε ότι του ήταν αδύνατο να πολεμήσει με τις δικές του δυνατότητες, στο χορό εύρισκε διέξοδο στις φυσικές ή στις πνευματικές αδυναμίες του. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν αλλά και επιθυμούσαν επίσης, να ευχαριστήσουν να εξευμενίσουν ή και να προδιαθέσουν οι άνθρωποι τους θεούς τους. 



Στους αρχαίους πολιτισμούς σ’ ολόκληρο τον κόσμο παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος χορεύει τις περισσότερες φορές από θρησκευτική ανάγκη, επωφελείται από το χορό και από τον ερεθισμό που του προκαλεί. Μέσα σε αυτούς τους πολιτισμούς, μέσα σε αυτές τις δομημένες κοινωνίες του παρελθόντος μπορούμε να συναντήσουμε κάποιους στόχους του χορού:

Πρώτα απ’ όλα ο άνθρωπος μπορεί και χορεύει κάθε στιγμή, επειδή κάθε στιγμή μπορεί να είναι γι’ αυτόν μια τελετουργική στιγμή.Έπειτα διότι είναι μια μορφή κοινωνικής επιβεβαίωσης, ένα μέσο έκφρασης της φυλετικής αφοσίωσης και δύναμης.Είναι ακόμη ένα μέσο θρησκευτικής λατρείας κι ένας άμεσος τρόπος επικοινωνίας με τους θεούς σαν μορφή ιεροτελεστίας.Και μπορεί επίσης να χρησιμεύσει σαν μέσο έκφρασης της φυσικής διαχυτικότητας, της δύναμης και της ευκαμψίας.Στην αρχαία Ελλάδα ο χορός κατείχε πρωταρχική θέση και γνώρισε μεγάλο σεβασμό.

Πίστευαν οι αρχαίοι ότι τα άστρα και οι πλανήτες του ουρανού εκτελούσαν κάποιου είδους κοσμικό χορό. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αντιλαμβάνονταν το χορό σαν ξεχωριστή υπόσταση. Αντί γι’ αυτό ήταν στενά συνδεδεμένος με άλλα είδη εμπειριών. Έτσι η λέξη «ορχείσθαι» που μεταφράζεται «χορεύω» είναι ρυθμικές κινήσεις από τα μέρη ή και ολόκληρου του σώματος.. Επίσης η λέξη «Μουσική» η τέχνη των Μουσών περιλάμβανε τη μουσική, την ποίηση και τον χορό που για τους Έλληνες εκείνης της εποχής ήταν όλα μέρος του ίδιου πράγματος.

Οι πηγές για τον αρχαίο ελληνικό χορό είναι πολλές. Ξέχωρα από τις φιλολογικές πηγές, είναι τα λόγια από τα τραγούδια που γράφτηκαν για χορό, στίχοι ποίησης όπως π.χ. τα Ομηρικά έπη, τα γραπτά των φιλοσόφων και μορφές γραπτού λόγου από ιστορικούς διαφόρων χρονικών περιόδων. 


Οι αρχαιολογικές πηγές μας δίνουν πληθώρα πληροφοριών όπου περιλαμβάνουν αγάλματα, ανάγλυφα, ξυλόγλυπτα, τοιχογραφίες, πήλινα αγγεία, που όλα μας δίνουν πραγματικές απεικονίσεις του χορού.Αυτές οι πηγές επίσης μας αναφέρουν ότι από τις πιο συνηθισμένες χρήσεις του χορού στην ζωή των αρχαίων Ελλήνων ήταν στην εκπαίδευση. Οι επιφανέστεροι Έλληνες φιλόσοφοι ενίσχυσαν σθεναρά αυτή την τέχνη, ως μία ιδανική ολοκλήρωση του σώματος και του πνεύματος.

Ο Αριστοτέλης όρισε την εκπαίδευση σαν ένα μείγμα μουσικής και γυμναστικής, ενώ ο Σωκράτης υποστήριζε ότι πρέπει να διδάσκεται ευρύτερα, λέγοντας ότι εκείνοι που τιμούν τους θεούς με το χορό είναι και οι καλύτεροι στον πόλεμο. Ο Πλάτωνας έγραψε «το να τραγουδάει και να χορεύει ωραία κανείς σημαίνει ότι έχει καλή παιδεία» αφιερώνοντας ένα μεγάλο μέρος της προσοχής του στη σημασία του χορού για την εκπαίδευση στην πραγματεία του των «Νόμων».Δίνει έμφαση στο γεγονός ότι υπάρχουν δύο είδη χορού και μουσικής: το ευγενικό που έχει σχέση με το ωραίο και το έντιμο και το μη ευγενικό, αυτό που μιμείται το άθλιο ή άσχημο .

Στους «Νόμους» ο Πλάτωνας αναφέρει ότι «ο χορός προέκυψε από τη φυσική επιθυμία των νεαρών πλασμάτων να κινήσουν τα σώματά τους για να εκφράσουν διάφορα συναισθήματα και ειδικά τη χαρά. Και συνεχίζει λέγοντας ότι θα έπρεπε όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια να είναι όμοια εκπαιδευμένα με ανώτερη μουσική και χορό.Επίσης αναφέρει ότι η αίσθηση της αρμονίας και του ρυθμού που πράγματι συνθέτουν χορούς
από τις φυσικές και ενστικτώδεις κινήσεις είναι χάρισμα των θεών και των Μουσών.

Η μουσική και ο χορός θα έπρεπε να είναι αφιερωμένα στους θεούς … εφόσον οι ίδιοι οι θεοί χορεύουν και «δημιουργούν» χορούς…

Οι ανώτεροι χοροί θα πρέπει να επιδρούν πάνω στο μαθητή, όχι μόνο στην υγεία, στη χάρη και την ομορφιά του σώματος, αλλά και στην καλοσύνη της ψυχής και την ισορροπία του πνεύματος…»

Ανάλογα με το χαρακτήρα του κάθε χορού, ο Πλάτων τους διαιρεί σε τρεις κατηγορίες:

α) τους Πολεμικούς, β) τους Θρησκευτικούς, γ) τους Ειρηνικούς.

Οι πολεμικοί χοροί είχαν σαν σκοπό την προπαρασκευή των ανδρών για τον πόλεμο και τους αγώνες. Ο αρχαιότερος πολεμικός χορός είναι ο χορός των «Κουρητών». Σύμφωνα με τη μυθολογία οι ίδιοι οι θεοί δίδαξαν το χορό στους ανθρώπους. Και είναι η Ρέα αυτή που σύμφωνα με την παράδοση έμαθε το χορό στους Κουρήτες (που το όνομα τους σημαίνει νέοι) στο νησί της Κρήτης για να καλύψουν με το θόρυβο των ασπίδων και των ξιφών τους το κλάμα του μικρού παιδιού του Δία για να το γλιτώσουν από τον πατέρα του τον Κρόνο που καταβρόχθιζε τα παιδιά του και να μην χάσει το θρόνο του.Ένας επίσης από τους πιο σπουδαίους χορούς είναι ο «Πυρρίχιος» που κατά τον Πλάτωνα είναι μια μίμηση του πολέμου, μια αναπαράσταση των φάσεων του με τη συνοδεία αυλού ή λύρας και τραγουδιών. Η ονομασία του προέρχεται από τη λέξη «πυρ» και σημαίνει τον κόκκινο χορό.

Κατά μία άλλη εκδοχή τον χορό αυτό τον επινόησε ο Πύρριχος που ήταν γιος του Αχιλλέα ή κατ’ άλλους ήρωας της Κρήτης. Ο Πυρρίχιος ήταν γνωστός σ’ ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα. Στην Σπάρτη τον θεωρούσαν προγύμνασμα του πολέμου και τον χόρευαν στη γιορτή των Διόσκουρων, ενώ στην Αθήνα τον χόρευαν στις γιορτές των Παναθηναίων.

Οι χορευτές χόρευαν τον Πυρρίχιο πάνοπλοι. Αρχικά γινόταν ένα είδος παρέλασης με στροφές με στροφές προς τα πλάγια (έκνευση), οπισθοχωρήσεις (ύπειξη) άλματα σε ύψος και χαμηλώματα (ταπείνωση). Ακολουθούσαν οι κινήσεις της επίθεσης, οι στάσεις της άμυνας και γενικά όλες οι κινήσεις του πολεμιστή, όπως η στιγμή που ρίχνει το ακόντιό του, το τόξο του, ή κινήσεις με τη λόγχη του. Οι κινήσεις αυτές ήταν ρυθμικές προσαρμοσμένες στον ήχο που προκαλούσαν τα χτυπήματα των όπλων (κλαγγή).

Ειδικά στα αγόρια ο χορός διδάσκονταν σαν ένα βοήθημα στη στρατιωτική εκπαίδευση στην Αθήνα και τη Σπάρτη. Στην «παλαίστρα» και στο «γυμνάσιο» λάβαιναν μέρος σε πυρρίχιους και σε άλλους χορούς που ήταν σχεδιασμένοι για την προετοιμασία τους στην εκτέλεση των κινήσεων της μάχης και ανήκαν σε διάφορες κατηγορίες όπως:

Ποδισμός: (γρήγορη μεταβολή των κινήσεων των ποδιών, για να ασκηθεί ο πολεμιστής σε μάχη σώμα με σώμα).

Ξιφισμός: Κατ’ απομίμηση μάχη, στην οποία ομάδες από νέους ασκούνταν στην πολεμική τέχνη με χορευτική μορφή.

Ώμος: Μεγάλα άλματα με κοντάρι, για να προετοιμασθούν στην υπερπήδηση ψηλών κορμών ή για το σκαρφάλωμα σε τοίχους και φρούρια.

Τετράκομος: Επιβλητικοί σχηματισμοί ομάδων από στρατιώτες που προχωρούσαν μαζικά κατά του εχθρού ή προστάτευαν τους εαυτούς τους μέσω των διασταυρωμένων ασπίδων. 


Υπήρχε όπως λέγεται κι ένας πολεμικός γυναικείος χορός προς τιμή της θεάς Άρτεμης, τον
οποίο είχαν ιδρύσει και είχαν χορέψει για πρώτη φορά στην Έφεσο οι Αμαζόνες.Πολλοί από τους πολεμικούς χορούς μετατρέπονται σε θρησκευτικούς (π.χ. διονυσιακοί χοροί όπως ο διθύραμβος).Ο πολεμιστής, ο χορευτής κάνει ορισμένες κινήσεις που είναι σαν να προσπαθεί μέσα στη μάχη να πετάξει ή να αφαιρέσει το βάρος από το σώμα του προσπαθώντας να αψηφήσει το νόμο της βαρύτητας για να ξεφύγει από το χώμα. Ταυτόχρονα αυτά τα άλματα, αυτές οι κινήσεις γίνονται στην προσπάθεια να ξυπνήσουν τις χθόνιες ενέργειες τις γήινες ενέργειες να αποκτήσουν δύναμη όχι μόνο από τον ουρανό αλλά και από τη γη.

Σε τόσο μεγάλη εκτίμηση είχαν το χορό ώστε ήταν συνήθεια γενικά παραδεκτή για τους φιλόσοφους, τους πολιτικούς, τους στρατηγούς και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες στον αιώνα του Περικλή να εκτελούν μόνοι τους χορούς μπροστά σε κοινό πολλών χιλιάδων, σε δημόσιες στιγμές, στην επιστροφή από μια στρατιωτική εξόρμηση ή νίκη. Ο Σοφοκλής ενώ ήταν ακόμη νέος διαλέχτηκε για να παίξει τη λύρα και να οδηγήσει το χορό της νίκης μετά από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Ο Λουκιανός σημείωνε ότι οι Έλληνες αξιολογούσαν το χορό σε τέτοιο βαθμό ώστε:«… οι ευγενέστερες και μεγαλύτερες προσωπικότητες σε κάθε πόλη είναι οι χορευτές, οι οποίοι ντρέπονται τόσο λίγο γι’ αυτό, ώστε να επιδοκιμάζουν τον εαυτό τους περισσότερο για την επιδεξιότητά τους, παρά για το ότι είναι ευγενείς».

Για τους θρησκευτικούς χορούς επίσης υπάρχουν αρκετές πληροφορίες.Σχεδόν όλοι αυτοί οι χοροί είχαν ιδιαίτερη μυστικιστική σημασία και προσπαθούσαν να περάσουν μηνύματα στους ανθρώπους στο να μπορέσουν να δουν ότι αποτελούν και αυτοί αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης. Ο άνθρωπος μπορεί να χορεύει την εξέλιξη την προσωπική, την εξέλιξη της ψυχής, την εξέλιξη του Σύμπαντος και η ιστορία μας δείχνει κυκλικούς χορούς ή σπειροειδής μορφής. Ακόμα και σήμερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας χορεύεται ο χορός του Θησέα ή αλλιώς ο χορός του Λαβύρινθου. (Στους παραδοσιακούς δημοτικούς μας χορούς λέγεται ότι η παραλλαγή του είναι ο χορός Γέρανος).Είναι ακριβώς αυτός ο λαβύρινθος ένα από τα σύμβολα της εξέλιξης του ανθρώπου. Όπως ο άνθρωπος που με κυκλικές μορφές πηγαίνει στο βάθος του εαυτού του, βγαίνει και συνεχίζει ώσπου νικάει τον Μινώταυρο, σύμφωνα με τον μύθο. Κι έρχεται η δεύτερη φάση του χορού, που ο άνθρωπος νικάει τον λαβύρινθο, βγαίνοντας από εκεί νικητής.Δεν υπάρχουν στην αρχαιότητα μυστήρια και θρησκευτικές τελετές που να μη συνοδεύονται από το χορό. Όλοι δε όσοι θεμελίωσαν τέτοια μυστήρια, (όπως ο Ορφέας, ο Μουσαίος κ.α ) ήταν απαραίτητο να μυηθούν στο ρυθμό και στο χορό.
Οι χοροί αυτοί εκτελούνται από πιστούς άνδρες και γυναίκες γύρω από το βωμό της εκάστοτε θεότητας με συνοδεία από ειδικά τραγούδια και ύμνους στους οποίους μάλιστα οφείλουν συχνά το όνομά τους. 


Οι γνωστότεροι από αυτούς ήταν οι εξής :

Ο Παιάν που τον τραγουδούσαν και τον χόρευαν στην αρχή προς τιμή του Απόλλωνα για να σταματήσουν οι ασθένειες και αργότερα προς τιμή και άλλων θεών όπως του Ασκληπιού , του Πάνα, της Αθηνάς και άλλων.
Ήταν μία δέηση ή μια προσευχή για την καταπολέμηση των ασθενειών.Αργότερα τον χόρευαν για να εκφράσουν τη χαρά, την επιτυχία ή τη νίκη τους.

Υπάρχουν επίσης πλήθος από χορούς που χόρευαν οι γυναίκες προς τιμή της εκάστοτε θεότητας όπως τα Άνθεα και τα Παρθένεια που ήταν αφιερωμένοι στην Ήρα, ο χορός των Πεπλοφόρων για τη Δήμητρα και φορούσαν τα πέπλα σε ανάμνηση της θεάς που καλυμμένη με πέπλο αναζητούσε την κόρη της, ο χορός της Καλαθίσκου που ονομάστηκε από το χαρακτηριστικό καπέλο που φορούσαν οι κοπέλες όταν χόρευαν.

Στους θρησκευτικούς χορούς εντάσσονται και οι Διονυσιακοί χοροί που είχαν το οργιαστικό τυπικό προσπαθώντας να φτάσουν όσο το δυνατό πιο πολύ τους Βάκχους και τις Μαινάδες.Τους ειρηνικούς χορούς τους διαιρούμε σε χορούς ιδιωτικής ζωής και σε χορούς θεάτρου. Οι χοροί της ιδιωτικής ζωής χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:α) τους χορούς των συμποσίων, β) τους χορούς των γάμων, γ) τους χορούς του πένθους.Οι χοροί των συμποσίων είναι γνωστοί από την Ομηρική Εποχή. Τους εκτελούσαν είτε επαγγελματίες, είτε οι προσκαλεσμένοι ιδιώτες. Συνήθως οι επαγγελματίες ήταν γυναίκες ορχηστρίδες που εκτελούσαν τους χορούς κρατώντας κρόταλα.Και οι γαμήλιοι χοροί αναφέρονται στον Όμηρο όπου οι νέοι και νέες χορεύουν και
τραγουδούν με συνοδεία αυλού ή λύρας το βράδυ του γάμου.

Οι χοροί του πένθους ήταν κυρίως ρυθμικοί βηματισμοί όπου οι χορευτές με τα χέρια υψωμένα έτσι ώστε το ένα να αγγίζει το κεφάλι και το άλλο να είναι λίγο πιο ψηλά ακολουθούσαν θρηνώντας την εκφορά του νεκρού.Το ελληνικό θέατρο ήταν στενά συνδεδεμένο με το ξεκίνημα του χορού.

Οι θεατρικοί χοροί εκτελούνταν με συνοδεία τραγουδιού από τους υποκριτές οι οποίοι ειδικά λέγονται ορχηστές και διαιρούνται στις εξής κατηγορίες:α) χορό της τραγωδίας, β) της κωμωδίας, γ) χορό της σατυρικής ποίησης.

Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η ελληνική τραγωδία προήλθε από το διθύραμβο, στη διάρκεια του οποίου οι ανοιξιάτικες τελετουργίες της γονιμότητας και της αναγέννησης έπαιρναν τυπικό χορικό και δραματικό χαρακτήρα, ώστε τελικά να αποκτήσουν τη μορφή έργου. Ο αρχαίος κοινός χορός που γινόταν στην ορχήστρα, κατέληξε να γίνει ο χορός, που ήταν ένα ουσιώδες στοιχείο του ελληνικού δράματος. Ο χορός λοιπόν για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας ολοκληρωμένος τρόπος να ζούνε τον κόσμο γιατί ήταν γνώση, τέχνη και θρησκεία ταυτόχρονα. Ήταν η πλήρης σοφία που αποτελούσε τη δημιουργική δύναμη του κάθε ανθρώπου που ολοένα αναγεννιέται και δρα στην ψυχή του. Έτσι η παράδοση ενεργοποιεί το μύθο, την πράξη του να ξαναζείς την αρχή, το ξεκίνημα του ανθρώπου και του θείου που ο ίδιος ο άνθρωπος φέρνει μέσα του και αυτό που είναι το μέλλον του, η δική του εξέλιξη.





ΜΟΥΣΙΚΗ 


Στίχοι:  
Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσική:  
Διονύσης Σαββόπουλος
 

1.Διονύσης Σαββόπουλος

Ας κρατήσουν οι χοροί
και θα βρούμε αλλιώτικα
στέκια επαρχιώτικα βρε
ώσπου η σύναξις αυτή
σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί

Mέχρι τα ουράνια σώματα
με πομπούς και με κεραίες
φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα
κι ιστορία οι παρέες

Kάνει ο Γιώργος την αρχή
είμαστε δεν είμαστε
τίποτα δεν είμαστε βρε
κι ο Γιαννάκης τραγουδεί
άμα είναι όλα άγραφα κάτι θα βγει

Kαι στης νύχτας το λαμπάδιασμα
να κι ο Άλκης ο μικρός μας
για να σμίξει παλιές
κι αναμμένες τροχιές
με το ροκ του μέλλοντός μας

O ουρανός είναι φωτιές
ανεμομαζώματα
σπίθες και κυκλώματα βρε
και παρέες λαμπερές
το καθρεφτισμά τους στις ακρογιαλιές

Kι είτε με τις αρχαιότητες
είτε με ορθοδοξία
των Eλλήνων οι κοινότητες
φτιάχνουν άλλο γαλαξία

Να κι ο Mπάμπης που έχει πιει
κι η Λυδία ντρέπεται
που όλο εκείνη βλέπετε βρε
κι ο Αχιλλέας με τη Zωή
μπρος στην Πολαρόιντ κοιτούν γελαστοί

Τότε η Έλενα η χορεύτρια
σκύβει στη μεριά του Τάσου
και με μάτια κλειστά
τραγουδούν αγκαλιά
Εθνική Ελλάδος γεια σου

Τι να φταίει η Bουλή
τι να φταιν οι εκπρόσωποι
έρημοι και απρόσωποι βρε
αν πονάει η κεφαλή
φταίει η απρόσωπη αγάπη που `χε βρει

Mα η δικιά μας έχει όνομα
έχει σώμα και θρησκεία
και παππού σε μέρη αυτόνομα
μέσα στην τουρκοκρατία

Να μας έχει ο Θεός γερούς
πάντα ν’ ανταμώνουμε
και να ξεφαντώνουμε βρε
με χορούς κυκλωτικούς
κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς

Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα
να πυκνώνει ο δεσμός μας
και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές
με το ροκ του μέλλοντός μας



Στίχοι:  
Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Μουσική:  
Χρήστος Τόλιος

1.Βασίλης Παπακωνσταντίνου

 
Η αφεντιά μου δίνει ρέστα
η πίστα μοιάζει με παλαίστρα
μπαίνω στη μάχη με χορό
αντίπαλος μου μόνο εγώ.

Κι εσύ που με παράτησες
στο λέω πως την πάτησες
θέλει αγώνα η μοναξιά
το ξέρω αυτό πολύ καλά.

Γι’ αυτό λοιπόν χορεύω χορεύω
χορεύω και παλεύω παλεύω
με μένανε χορεύω και παλεύω
και να που δραπετεύω.

Γι’ αυτό λοιπόν χορεύω χορεύω
με μένα τα χω βάλει και παλεύω
καλύτερα με μένα να παλεύω
παρά με σένα να χαροπαλεύω.

Για δες που όλ’ αυτά τα χρόνια
μαύρα μου φαίνονται τα χιόνια
και το ουίσκι θαλασσί
τα είχες βάψει όλα εσύ.

Με φώναζες με τ’ όνομά σου
ήμουνα η ταυτότητα σου
μας ήξερε η αστυνομία
όχι σαν δυο μα σαν μια.

Γι’ αυτό λοιπόν χορεύω χορεύω
χορεύω και παλεύω παλεύω
με μένανε χορεύω και παλεύω
και να που δραπετεύω.

Γι’ αυτό λοιπόν χορεύω χορεύω
με μένα τα χω βάλει και παλεύω
καλύτερα με μένα να παλεύω
παρά με σένα να χαροπαλεύω.

Και εκει που σ’ έσβηνα απ’ την λίστα
γκρεμοτσακίστηκα στην πίστα
να δεις ξεφτίλα και ρεζίλι
γελούσαν τα φρικιά κι οι σκύλοι.

Αλι αλι αλίμονό μου
πονάω απ’ τον φεμινισμό μου
τώρα παλεύω να σταθώ
μα αρχηγός μου είμαι εγώ.

Γι’ αυτό ξαναχορεύω χορεύω
χορεύω και παλεύω παλεύω
με μένανε χορεύω και παλεύω
και να που δραπετεύω.

Γι’ αυτό λοιπόν χορεύω χορεύω
με μένα τα χω βάλει και παλεύω
καλύτερα με μένα να παλεύω
παρά με σένα να χαροπαλεύω.

Γι’ αυτό λοιπόν χορεύω χορεύω
χορεύω και παλεύω παλεύω
με μένανε χορεύω και παλεύω
και να που δραπετεύω.

Γι’ αυτό λοιπόν χορεύω χορεύω
με μένα τα χω βάλει και παλεύω
καλύτερα με μένα να παλεύω
παρά με σένα να χαροπαλεύω.


Στίχοι:  
Χρήστος Θηβαίος
Μουσική:  
Χρήστος Θηβαίος

1.Χρήστος Θηβαίος

 
Κάτω στο βυθό μες στης πολιτείας την τσιμεντένια ψυχή
από τις επιλογές του, βλέπω τον καθένα μας
να προσπαθεί να σωθεί.. τσίρκο αναμμένο
είναι ο τόπος κι εμείς σχοινοβάτες
σ’ αυτό το κλουβί.

Και χορεύω, χορεύω, χορεύω
και τη μοίρα μου μες στου χορού τις στροφές
ξεγελάω και την παρασέρνω.

Καθημερινά άλλοι αποφασίζουν για μένα σ’ αυτόν τον κλοιό
σκύβω στην εφημερίδα κι είναι σαν να σκύβω
ανέμελος σ’ έναν γκρεμό
μέσα στην αρένα το θέαμα κι ο θεατής είμαστε εμείς.

Και χορεύω, χορεύω, χορεύω
και τη μοίρα μου μες στου χορού τις στροφές
ξεγελάω και την παρασέρνω.
Και χορεύω, χορεύω, χορεύω και άναρχος
μες στου χορού τις στροφές τη μοίρα μου
εγώ κοροϊδεύω.
Χορεύω και με δικαιώνω
και τη μοίρα μου που μου την έχει στημένη
στο γλέντι μου απάνω σκοτώνω.


Να ‘ταν ο πόλεμος χορός - Παντελής Θαλασσινός
Στίχοι: Κώστας Φασουλάς
Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
 Να 'ταν ο πόλεμος χορός (Πετροπόλεμος) 
 Κρυβόμουν πίσω από τη μέρα 
είχαν οι πέτρες μου τελειώσει 
φώναζες, φώναζα «αέρα» 
μα είχε η σφεντόνα μου παλιώσει.
 Κάτω απ’ τον ίσκιο ενός δέντρου 
απότιστου και πληγωμένου
 φέγγανε σαν μικρά διαμάντια 
τα λάφυρα του νικημένου 
Σπαθί ασημένιο το φεγγάρι 
μαχαίρι χάρτινο η βροχή. 
Πόλεμος και ανακωχή μαζί 
παγαίνανε ζευγάρι. 
Σε σημαδεύω με δεν ρίχνω 
φίλος μου είσαι κι όχι εχθρός. 
Να’ταν το τόξο μου δοξάρι 
 νά ’ταν ο πόλεμος χορός 
Νύχτα, σαν τέλειωνε η μάχη 
φάνταζε πέτρινος ο κήπος. 
Σώπαιναν άνθρωποι και βράχοι
 κι άλλαζε της καρδιάς ο χτύπος
 Κρατούσε ο χρόνος το δρεπάνι 
μα ήταν αθέριστη η ελπίδα 
κι όταν λογάριαζε πως χάνει 
πέταγε πέρα την ασπίδα

 Leonid Afremov

Το βαλς του γάμου - Ελένη Καραΐνδρου. Από την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου: Ο μελισσοκόμος




Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή 
Μουσική: Λένα Πλάτωνος 
Τραγούδι : Λένα Πλάτωνος & Αντώνης Κοντογεωργίου 

Το χοντρό μπιζέλι χορεύει τσιφτετέλι 
χορεύει τσιφτετέλι στο χορό των μπιζελιών
 και τα κολοκυθάκια χτυπάνε παλαμάκια 
πάνω στην πρασινάδα και πάνω στο γκαζόν. 

 Μ’ ένα πράσινο καινούργιο παπιγιόν 
προχωρώ για τον χορό των μπιζελιών 
Ήρθ’ η ώρα πια κι εγώ, ήρθ’ η ώρα πια κι εγώ 
να χορέψω με λαχτάρα, αγκαλιά με μια αγκινάρα 
το πρώτο μου τανγκό. 

Βλίτα και σπανάκι χορεύουνε συρτάκι
 χορεύουνε συρτάκι στο χορό των μπιζελιών 
κι η μπάμια η μεγάλη χορεύει πεντοζάλη 
πάνω στην πρασινάδα και πάνω στο γκαζόν. 

Μ’ ένα πράσινο καινούργιο παπιγιόν 
προχωρώ για τον χορό των μπιζελιών 
Ήρθ’ η ώρα πια κι εγώ, ήρθ’ η ώρα πια κι εγώ 
να χορέψω με λαχτάρα, αγκαλιά με μια αγκινάρα
  το πρώτο μου τανγκό.

 Argentine Tango by Sheri Chakamian

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ 
 Το τανγκό των Χριστουγέννων

 Το τανγκό των Χριστουγέννων είναι ελληνική δραματική ταινία του 2011, σε σκηνοθεσία Νίκου Κουτελιδάκη. Το σενάριο βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Γιάννης Στάνκογλου, Γιάννης Μπέζος, Αντίνοος Αλμπάνης και η Βίκυ Παπαδοπούλου. Η ταινία τοποθετείται στην περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών σε ένα στρατόπεδο στον Έβρο. Ο Στέφανος Καραμανίδης είναι υπολοχαγός και ερωτευμένος με τη Ζωή, τη γυναίκα του αντισυνταγματάρχη. Θέλει να ζητήσει από εκείνη να χορέψουν τανγκό στη γιορτή των Χριστουγέννων, όμως δεν ξέρει να χορεύει. Γι' αυτόν τον λόγο, ζητά τη βοήθεια του φαντάρου του, Λάζαρου Λαζάρου, ο οποίος είναι κρυφά ερωτευμένος μαζί του

 Η ταινία ξεκινά στο σήμερα, σε ένα φαρμακείο, όπου ένας ηλικιωμένος άνδρας συναντά έναν νεαρό άντρα και κλονίζεται. Τότε πάει στο σπίτι του και ψάχνει να βρει μία προτομή της Θεάς Αφροδίτης.

Σε ένα στρατόπεδο στον Έβρο, κατά την περίοδο της Δικτατορίας, αρχίζουν τις ετοιμασίες για να υποδεχτούν τα Χριστούγεννα. Ο διοικητής του στρατοπέδου Μανώλης Λόγγος, ώστε όλα να είναι έτοιμα έως τότε, απαγορεύει τις άδειες των οπλιτών. Ο Καραμανίδης, ένας υπολοχαγός, είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του διοικητή και είναι αρκετά θλιμμένος, γιατί υπήρχε φόβος να μην την ξαναδεί, καθότι ο διοικητής προσμένει μετάθεση στην Αθήνα. Σε μία γιορτή στη λέσχη, ο Καραμανίδης, βλέπει τη Ζωή να μη χορεύει και να θαυμάζει αυτούς που χορεύουν τανγκό, η οποία μάλιστα ήταν αρκετά απογοητευμένη με τον άντρα της, καθότι παντρεύτηκε και μικρή.

Ο υπολοχαγός, ξαφνιάζει έναν φαντάρο, ο οποίος είχε αναλάβει τα καλλιτεχνικά της γιορτής των Χριστουγέννων, λέγοντας του να του μάθει να χορεύει τανγκό. Έτσι, εξασφαλίζοντας να έχει υπηρεσία τα Χριστούγεννα, τον διέταξε να έρχεται κρυφά κάθε βράδυ στο γραφείο του ΑΥΔΜ, και να του κάνει μαθήματα. Παράλληλα, όμως, Λάζαρος, μαθαίνει από την αδελφή του ότι η μητέρα τους αργοπεθαίνει και του ζητά να σπεύσει ταχέως να τη δει. Όταν αιτείται άδεια από τον Καραμανίδη, εκείνος την αρνείται και του λέει ότι αν τον έχει μάθει να χορεύει έως τη γιορτή, τότε θα του τη δώσει.

Σε κάποια φάση, όταν η μητέρα του φαντάρου χειροτέρευσε πολύ, εκείνος δοκίμασε να κάνει "μαντραπήδα". Αν και τον σταμάτησε ο υπολοχαγός, τελικά, δεν είπε τίποτα, και τον άφησε να φύγει. Εκείνος όμως επέστρεψε, και πήγε αμέσως να συνεχίσει το μάθημα τανγκό στον Καραμανίδη, λέγοντάς του ότι είναι πολύ άσχημο να είσαι ανήμπορος να έχεις αυτό που πραγματικά θέλεις. Κι ενώ χορεύουν, ο Καραμανίδης σκεφτόταν τη Ζωή και έγειρε προς αυτήν να τη φιλήσει φιλώντας τον Λαζάρου, τότε ο Λαζάρου λιποθυμά από πνευμονία και τον πάνε στο νοσοκομείο.

Η γιορτή έφτασε, αλλά αρχικά, η Ζωή δεν εμφανίστηκε. Κατόπιν, όταν εμφανίστηκε, ο άντρας της σηκώθηκε να μιλήσει με τον Ταξίαρχο, ο οποίος του είπε για τη μετάθεση και ότι ήταν έτοιμη. Ήδη ο Καραμανίδης πήγε και ακολούθησε τα βήματα που του υπέδειξε ο Λαζάρου και επάνω στον χορό της είπε ότι την αγαπά κι ότι εκείνος είχε στείλει έναν δίσκο με τανγκό.

Η ταινία τελειώνει στο σήμερα, όταν ο ηλικιωμένος συναντά ξανά τον νεαρό και του λέει ότι γνώριζε τον πατέρα του και ότι ήταν ίδιοι, πράγμα που εξέπληξε τον νεαρό, γιατί όλοι λέγανε το αντίθετο. Κατόπιν, του λέει ότι τον λένε Λόγγο και ο ηλικιωμένος, που ήταν ο Λαζάρου αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί. Έτσι, πάει κι επισκέπτεται τη Ζωή και της δίνει την προτομή, ενώ στέλνει και τον δίσκο με τα τανγκό στον Καραμανίδη χωρίς να εμφανιστεί.

https://el.wikipedia.org/



Salsa Dancing Painting by Mike Halem

Χορεύοντας με τους λύκους - Dances with Wolves

Η κινηματογραφική ταινία Χορεύοντας με τους Λύκους (αγγλικά: Dances with Wolves) είναι επική γουέστερν ταινία, η οποία σκηνοθετήθηκε και συμπαράχθηκε από τον Κέβιν Κόστνερ, στην οποία επίσης πρωταγωνιστεί. Είναι κινηματογραφική προσαρμογή του ομότιτλου βιβλίου που δημοσιεύτηκε το έτος 1988,του συγγραφέα Μάικλ Μπλεικ. Η ταινία επικεντρώνεται γύρω από την ιστορία ενός υπολοχαγού, ο οποίος ταξιδεύει στο εσωτερικό της Αμερικής για να βρει μια στρατιωτική βάση, καθώς και την σχέση του με κάποιους ντόπιους Ινδιάνους.

Η ταινία έλαβε θετικές κριτικές και προτάθηκε για 12 βραβεία Όσκαρ, 6 Χρυσές Σφαίρες και 9 βραβεία BAFTA.

Η ταινία θεωρείται ότι είχε έναν πολύ μεγαλο αντίκτυπο στις ταινίες είδους Γουέστερν.Το 2007,η ταινία επελέγη απο την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου.

Το έτος 1863 ο υπολοχαγός Τζον Ντούμπαρ τραυματίζεται στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Θέλοντας να ξεπεράσει τον τραυματισμό του,πηγαίνει στην Νότια Ντακότα με στόχο να εντοπίσει μια στρατιωτική βάση. Στην πορεία όμως, θα καταφεύγει σε καταυλισμό Ινδιάνων, όπου θα αναπτύξει σχέσεις με αυτούς τους ανθρώπους και θα δεθεί τελικά με αυτούς. 

Ηθοποιοί και Χαρακτήρες

Κέβιν Κόστνερ ως ο Υπολοχαγός Τζον Ντάνμπαρ/Χορεύοντας με τους Λύκους ( Šuŋgmánit Tȟáŋka Ób Wačhí)
Μαίρη ΜακΝτόνελ ως η Στεκόμενη Α (Napépȟeča Nážiŋ Wiŋ)
Γκράχαμ Γκριν ως το Πουλί που Κλωτσάει (Ziŋtká Nagwáka)
Ρόντνεϊ Γκραντ ως ο Άνεμος που Πετάει (Pȟehíŋ Otȟáte)
Τζίμμυ Χέρμαν ως η Πέτρα Καλφ (Íŋyaŋ Ptehíŋčala)

  Paul Gauguin: Breton Girls Dancing, Pont-Aven, 1888

Swing kids – ''Τα παιδιά του swing'' (1993)

Στη Γερμανία των 1930΄s , παραμονές του πολέμου, το απαγορευμένο σουίνγκ γίνεται πράξη πολιτικής αντίστασης και μια παρέα παιδιών μαθαίνει το lindy hop, το σωστό, το λάθος, την επανάσταση και την επιβίωση. Στα plus, η vintage γκαρνταρόμπα.



Art by John Reinhard Weguelin (1888) - “The Garden of Adonis.”


ΑΣ ΧΟΡΕΨΟΥΜΕ - SHALL WE DANCE

Έτος παραγωγής: (1937) Στο Παρίσι του 1937, ο Πετρόφ, μέλος των ρωσικών μπαλέτων, ονειρεύεται να εισάγει τις κλακέτες και τους ρυθμούς της τζαζ στο κλασικό μπαλέτο. Ερωτευμένος με τη Λίντα Κιν, διάσημη αρτίστα του μιούζικ χολ, την ακολουθεί σ' ένα κρουαζιερόπλοιο στην Αμερική. Η αντίθεση ανάμεσα στο κλασικό και το μοντέρνο, αλλά και η σύμμειξή τους, είναι ένα θέμα που το συναντάμε συχνά στα μιούζικαλ του Φρεντ Αστέρ. Η ταινία σηματοδοτεί την τελευταία δουλειά του συνθέτη Τζορτζ Γκέρσουιν, ο οποίος έγραψε τα αξέχαστα τραγούδια. Και βέβαια, οι χορογραφίες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού αφήνουν άφωνους ακόμη κι αυτούς που δεν δηλώνουν φίλοι του είδους. 
Διακρίσεις: 1938 Υποψήφια για ΟΣΚΑΡ (τραγουδιού "They Can't Take That Away from Me") και υποψήφια για Mussolini Cup στο Φεστιβάλ Βενετίας 1937) Διάρκεια: 109' Παραγωγή:ΗΠΑ 
Παίζουν: Φρεντ Αστέρ, Τζίντζερ Ρότζερς, Edward Everett Horton, Eric Blore, Jerome Cowan Σκηνοθέτης: Μαρκ Σάντριτς

  Fred Astaire - Famous Ceiling Dance

 
La dans e de la maiée en plein air - Pieter Brueghel



πηγές

https://itzikas.wordpress.com/
https://3pointmagazine.gr/
https://whenpoetryspeaks.blog/
http://www.authors.gr/
http://taadelfia.blogspot.com/
http://www.greek-language.gr/
https://www.greeklyrics.gr/
https://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/
https://whenpoetryspeaks.blog/
http://www.stixoi.info/









1 σχόλιο: