A Musical Conversation, 1674
Ο Πίτερ ντε Χόοχ (ολλανδικά: Pieter de Hooch, 20 Νοεμβρίου 1629 - 24 Μαρτίου 1684) ήταν Ολλανδός ζωγράφος της χρυσής εποχής της ζωγραφικής στην Ολλανδία, διάσημος για τους πίνακες με θέματα της καθημερινότητας. Ήταν σύγχρονος του Γιοχάνες Βερμέερ στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά στο Ντελφτ. Το έργο των δύο καλλιτεχνών έχει κοινή θεματολογία και ύφος.
Ο ντε Χόοχ γεννήθηκε στο Ρόττερνταμ, γιος του πλινθοκτίστη Χέντρικ Χέντρικς ντε Χόοχ και της μαίας Αννέτχε Πίτερς. Ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας και το μακροβιότερο από τα αδέλφια του. Σχετικά με τον πρώιμο βίο του λίγα είναι γνωστά και οι περισσότερες αρχειακές καταγραφές αναφέρουν ότι εργάστηκε στο Ρόττερνταμ, στο Ντελφτ και στο Άμστερνταμ. Σύμφωνα με τον πρώτο του βιογράφο, τον Άρνολντ Χαουμπράκεν, σπούδασε ζωγραφική στο Χάαρλεμ με δάσκαλο τον τοπιογράφο Νικολάες Μπέρχεμ, με συμμαθητή τον Γιάκομπ Όχτερφελτ (Jacob Ochtervelt) και έγινε γνωστός για τις σκηνές "kamergezichten" (απεικονίσεις δωματίων με κυρίους και κυρίες να συνομιλούν). Ωστόσο, το έργο του ντε Χόοχ μοιάζει να συνεχίζει το πνεύμα του Χέντρικ Σοργκ (Hendrik Sorgh), ενός προγενέστερου ζωγράφο από το Ρόττερνταμ, που διέθετε μεγάλη επιδεξιότητα στη διάταξη μορφών σε εσωτερικούς χώρους. Ξεκινώντας το 1650, εργάστηκε ως ζωγράφος και υπηρέτης για κάποιον έμπορο λινών και συλλέκτη έργων τέχνης, ονόματι Γιούστους ντε λα Γκρανζ (Justus de la Grange) στο Ρόττερνταμ. Οι υπηρεσίες προς τον έμπορο απαιτούσαν να τον συνοδεύει στα ταξίδια του στη Χάγη. στο Λέιντεν και στο Ντελφτ, όπου και τελικά μετοίκησε. Είναι πιθανόν ότι ο ντε Χόοχ παρέδωσε τα περισσότερα από τα έργα του εκείνης της περιόδου στον ντε λα Γκρανζ, ως αντάλλαγμα της απολαβής σίτισης και στέγασης από αυτόν, όπως ήταν η συνήθης πρακτική της εποχής για τους ζωγράφους και σε μια μεταγενέστερη απογραφή καταγράφηκε η κατοχή έντεκα πινάκων του από τον ντε λα Γκρανζ.
Στο Ντελφτ ο ντε Χόοχ νυμφεύτηκε την Γιαννέτιε φαν ντε Μπουρχ (Jannetje van der Burch), με την οποία απέκτησαν επτά παιδιά. Όσο ήταν στο Ντελφτ, επίσης, πιστεύεται ότι έμαθε πολλά πράγματα από τους ζωγράφους Κάρελ Φαμπρίτιους και Νικολάες Μες (Nicolaes Maes), που ήταν από τα πρώτα μέλη της Σχολής ζωγραφικής του Ντελφτ. Έγινε μέλος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της πόλης το 1655, δύο χρόνια μετά τον Βερμέερ. Η θυγατέρα του Άννα γεννήθηκε στο Ντελφτ στις 14 Νοεμβρίου 1656.Με βάση το γεγονός ότι η σύζυγός του παρέστη σε μια βάπτιση στο Άμστερνταμ το 1660, μπορεί να καθοριστεί ότι τότε είχε μετοικήσει στο Άμστερνταμ, αν και η μεγάλη επιτυχία του νέου μεταφορικού μέσου trekschuit (τρεκσχάουτ, είδος πλεούμενου που συνδύαζε πανιά και έλξη με άλογα και κινούνταν στα ειδικά για το σκοπό αυτό διαμορφωμένα κανάλια), μπορούσε να σημαίνει ότι το ταξίδι στο Άμστερνταμ ήταν πλέον εύκολο να πραγματοποιηθεί
Τα πρώιμα έργα του ντε Χόοχ ήταν κυρίως σκηνές στρατιωτών και χωρικών σε στάβλους και ταβέρνες, όπως ήταν τα έργα του Άντριεν φαν Οστάντε, αν και τα χρησιμοποίησε για να αναπτύξει μεγάλη δεξιότητα στον φωτισμό, το χρώμα και την προοπτική και όχι για να εξερευνήσει περισσότερο αυτά τα θέματα.
Ο χαρούμενος πότης, περ. 1650
Το άδειο ποτήρι, περ. 1652
Αφού έκανε τη δική του οικογένεια, στα μέσα της δεκαετίας του 1650, εστίασε περισσότερο σε οικιακές σκηνές. Πιθανόν απεικόνιζε τη δική του οικογένεια, αν και τα έργα του με τις καλοβαλμένες γυναίκες που θηλάζουν και φροντίζουν τα παιδιά τους παραπέμπουν ίσως στο γεγονός ότι είχε παρακολουθήσει τη μητέρα του στα καθήκοντά της ως μαίας.
Γυναίκα που θηλάζει, 1658
Γυναίκα με βρέφος στην αγκαλιά της, 1658
Αυλή σπιτιού στο Ντελφτ, 1658
Στο έργο του φαίνεται η οξυδερκής παρατήρηση των λεπτομερειών της καθημερινότητας, που παράλληλα λειτουργούσαν ως καλά οργανωμένες ηθικοπλαστικές ιστορίες. Οι πίνακές του συχνά δείχνουν πολύπλοκη και λεπτή διαχείριση του φωτός, παρόμοια με αυτήν του Βερμέερ, ο οποίος ζούσε στο Ντελφτ την ίδια εποχή με τον ντε Χόοχ.
Χαρτοπαίκτες σε ηλιόλουστο δωμάτιο, 1658
Γυναίκα προετοιμάζει ψωμί με βούτερο για ένα αγόρι, 1661
Μια γυναίκα πίνει μαζί με στρατιώτες, 1658
Θέματα και συνθέσεις παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ των ντε Χόοχ και Βερμέερ. Οι ιστορικοί τέχνης του 19ου αιώνα υπέθεταν ότι ο Βερμέερ είχε επηρεαστεί από τα έργα του ντε Χόοχ και όντως ο ντε Χόοχ είναι αυτός που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το συνδυασμό των ανθρώπινων μορφών με τη γεωμετρία του εσωτερικού χώρου. Με ανάλυση που έγινε με ακτίνες Χ στον πίνακα εσωτερικό δωματίου με γυναίκα που ζυγίζει χρυσό νόμισμα έδειξε ότι ο ντε Χόοχ αρχικά είχε αρχικά δοκιμάσει να τοποθετήσει μια άλλη μορφή στην άδεια καρέκλα, ώστε να παρουσιάζει μεγαλύτερη αληθοφάνεια σε σχέση με του Βερμέερ.
Εσωτερικό δωματίου
με γυναίκα που ζυγίζει
χρυσό νόμισμα, περ. 1659-1662
|
Γυναίκα που κρατά
ζυγαριά, περ. 1665 του Βερμέερ
|
Ο ντε Χόοχ είχε επίσης κοινή θεματολογία και συνθέσεις με τον Εμάνουελ ντε Βίττε, αν και ο ντε Βίττε είχε αφιερωθεί περισσότερο στην απεικόνιση σκηνών από εσωτερικό ναών, αφού μετοίκησε στο Άμστερνταμ το 1651. Ο ντε Βίττε ασχολείται περισσότερο με τους ίδιους τους χώρους, γεμίζοντας τις εικόνες του με αντικείμενα, ενώ ο ντε Χόοχ εστιάζει περισσότερο σε ανθρώπους και στις σχέσεις μεταξύ τους, αφήνοντας τους χώρους του κενούς από περιττά αντικείμενα, που δεν "υποστηρίζουν" το θέμα.
Το μάδημα της πάπιας, περ. 1665-1668
Δυο γυναίκες που συνομιλούν, ένας άνδρας κι ένας σκύλος, 1680-1684
Κατά τη δεκαετία του 1660 άρχισε να ζωγραφίζει για λογαριασμό εύπορων πατρόνων στο Άμστερνταμ και έγινε γνωστός για τις σκηνές με "χαρούμενες συντροφιές" και τα οικογενειακά πορτρέτα σε πλούσια εσωτερικά, με μαρμάρινα δάπεδα και υψηλές οροφές
Οικογενειακό πορτρέτο σε πλούσιο εσωτερικό, 1663
Χαρούμενη συντροφιά, 1663-1666
.Η αίθουσα συμβουλίων στο Δημαρχείο του Άμστερνταμ, 1663
Κατά τη διαμονή του στο Άμστερνταμ συνέχισε να ζωγραφίζει τις οικιακές σκηνές του, αλλά τόσο τα εσωτερικά όσο και οι μορφές που βρίσκονται σε αυτά είναι πολύ πιο πλούσια.
Γυναίκα ξεφλουδίζει μήλα, 1663
Ένα παιδί φέρνει ψωμί, 1663
Ελάχιστα είναι γνωστά για τον τρόπο ζωής του στο Άμστερνταμ, αν και είναι γνωστό ότι είχε επαφές με τον Εμάνουελ ντε Βίττε. Το 1670 διέμενε στην Konijnenstraat.σε μια περιοχή εκτός των τειχών της πόλης, κοντά στην "Βέστερκερκ" (Westerkerk), όπου εκκλησιαζόταν η οικογένειά του. Οι περισσότεροι ιστορικοί τέχνης πιστεύουν ότι τα έργα του ντε Χόοχ μετά το 1670 έγιναν πιο στυλιζαρισμένα και η ποιότητά τους ήταν υποδεέστερη. Αυτό μπορεί να συνέβη λόγω της θλίψης που τον κατέλαβε με τον θάνατο της συζύγου του το 1667, σε ηλικία 38 ετών, γεγονός που τον άφησε μόνο του με οικογένεια μικρών παιδιών. Μετά το 1680, το ύφος του γίνεται πιο αδρό, με σκοτεινότερα χρώματα. Κάποτε γινόταν ευρέως αποδεκτό ότι απεβίωσε σε άσυλο το 1684, αλλά τα έγγραφα από το ίδρυμα αυτό δείχνουν ότι στην πραγματικότητα αυτός που απεβίωσε εκεί ήταν ο γιος του, που επίσης λεγόταν Πίτερ. Το έτος θανάτου του καλλιτέχνη παραμένει αδιευκρίνιστο.
Περίπατος στο Δημαρχείο του Άμστερνταμ (επιλεγόμενο και Départ pour la promenade) – περ. 1663–65
Γυναίκα δίνει χρήματα σε υπηρέτρια (1670)
Μουσική εκδήλωση σε αυλή (1677)
A Game of Ninepins, c. 1665
Interior with a Mother and Child and a Servant c.1656
Portrait de famille dans une cour de Delft (1658-1660)
Personnages dans une arrière-cour (1663-1665)
Woman with a child in a pantry, 1658.
Woman and Maid in a Courtyard
A Woman Preparing Bread and Butter for a Boy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου