κι όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού, σβηστήκαν.
Ξεχείλιζαν τα λόγια σου ωσάν τα νυχτολούλουδα
μυρώνοντας του ονείρου μου τα μονοπάτια,
κι ήταν τ’ αγέρι, σαν φλογέρα που μας μέθαγε,
σαν το κρασί και σαν τη λύρα που μελώδαε
μες στης καρδιάς τα φύλλα, τα πλουμάτα.
Δροσιά παντού ξεχύνονταν, και είπα:
ψηλά σηκώσου, στα τετράψηλα τ’ αλώνια
οπού χορεύουνε μες στο γλαυκό αντίφεγγο
οι πεθυμιές της σάρκας με το γλυκασμό,
ψυχή μου, έλα να ζήσουμε τον πόθο τον ανείπωτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου