Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ΒΟΥΛΑ ΜΑΣΤΟΡΗ ( 17 Φεβρουαρίου 1945 - 21 Νοεμβρίου 2016 )

Η Βούλα Μάστορη (1945-2016) γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας το 1975, με το βιβλίο "Με λένε Αλέξη". Τα έργα της διακρίνονται από ρεαλιστικό στοιχείο και φεμινιστική διάθεση. Η πρώτη της μεγάλη επιτυχία ήταν το βιβλίο "Ένα γεμάτο μέλια χεράκι" (1978, 14 εκδόσεις), με θέμα την καταγραφή των σχέσεων μέσα σε μια οικογένεια, θέμα που παρέμεινε κυρίαρχο στα έργα της μαζί με εκείνο της ανίχνευσης της γυναικείας ταυτότητας. Οι δυο αυτοί άξονες βρήκαν την πληρότητά τους στην τετραλογία "Τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι" (1982), "Στο γυμνάσιο" (1991), "Ένα-Ένα-Τέσσερα" (1993) και "Κάτω απ’ την καρδιά της" (1995). Έγραψε συνολικά περίπου 50 βιβλία για παιδιά και εφήβους και τρία για ενήλικες ("Το παραμύθι των ψυχών", 2003· "Γυναίκα μπονσάι", 2012· "Στη χώρα των θαυμάτων", 2016). Βραβεύτηκε από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, το Υπουργείο Πολιτισμού και τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας το 2005 και με αναγραφή του ονόματός της στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα IBBY. Το 2008 υπήρξε υποψήφια για το διεθνές Βραβείο Άντερσεν. Αποσπάσματα βιβλίων της διδάσκονται στα αναγνωστικά και ανθολόγια πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πέθανε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2016, έπειτα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. http://www.biblionet.gr/

Εργογραφία


Παραμύθια-Διηγήματα

Με λένε Αλέξη, εκδόσεις Παπαδόπουλος 1975
Στα φτερά της Μέλισσας – Στη Γη με τα Μυρμήγκια, εκδόσεις Παπαδόπουλος 1977, Έπαινος Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 1977
Ένα γεμάτο μέλια χεράκι, εκδόσεις Κέδρος 1978, Κρατική Τιμητική Διάκριση 1979, εκδόσεις Πατάκη 2001
Εκείνη τη φορά, εκδόσεις Κέδρος 1981, εκδόσεις Πατάκης 1999
Θόδωρος ο Αυτιάς Νο 1, εκδόσεις Κέδρος 1983
Θόδωρος ο Αυτιάς Νο 2, εκδόσεις Κέδρος 1986
Η Ψυλλοελένη, εκδόσεις Νεφέλη 1987, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2000, εκδόσεις Πατάκης 2007
Πού πήγε το φεγγάρι απόψε;, εκδόσεις Γνώση 1988, εκδόσεις Πατάκης 1998
Απορίες παιδιών – Θάλασσα, ΑΣΕ 1988, Βραβείο Ε.Ο.Υ.Δ.Α.Α. στο Διεθνές Φεστιβάλ Υποβρύχιας Φωτοκινηματογράφησης 1988, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1998
Απορίες παιδιών – Γη, ΑΣΕ 1989, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1998
Απορίες παιδιών – Ηλεκτρισμός, ΑΣΕ 1990, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1999
Απορίες παιδιών – Φως, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2000
Ο χιονάνθρωπος πήρε τη μαμά, εκδόσεις Πατάκης 1999, Βραβείο Κύκλου Ελληνικού Παιδικού βιβλίου 2000, Αναγραφή στο Διεθνή Τιμητικό Πίνακα ΙΒΒΥ 2001
Φεγγαροϊστορίες – Στον έβδομο ουρανό, εκδόσεις Πατάκης 2000
Φεγγαροϊστορίες – Το φεγγαράκι είναι τιμωρία, εκδόσεις Πατάκης 2000
Φεγγαροϊστορίες – Χάθηκαν οι φεγγαρακτίνες, εκδόσεις Πατάκης 2000
Φεγγαροϊστορίες – Στα χέρια του μάγου, εκδόσεις Πατάκης 2000
Φεγγαροϊστορίες – Στον κήπο των φεγγαριών , εκδόσεις Πατάκης 2001
Μια προσευχή στον Αϊ-Βασίλη, εκδόσεις Πατάκης 2001
Τα μαγικά μου αυτιά, εκδόσεις Πατάκης 2002
Μυθολογικά παραμύθια – Ο μικρούλης Δίας, εκδόσεις Πατάκης 2003
Μυθολογικά παραμύθια – Ο μικρούλης Απόλλωνας, εκδόσεις Πατάκης 2003
Μυθολογικά παραμύθια – Ο μικρούλης Ερμής, εκδόσεις Πατάκης 2003
Το γιγαντοδαχτυλάκι του Λέανδρου, εκδόσεις Μίνωας 2004, εκδόσεις Λιβάνης 2011
Δωριλένια, εκδόσεις Πατάκης 2005, Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας 2005
Πώς έγινε η μαμά συγγραφέας, εκδόσεις Πατάκης 2010

Μυθιστορήματα

Τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι, ΑΣΕ 1982, Έπαινος Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών 1983, εκδόσεις Πατάκης 1999 (ξαναγραμμένο και με προσθήκη κειμένου)
Ο καλεσμένος, εκδόσεις Γνώση 1983, εκδόσεις Ψυxογιός 1991
Στο γυμνάσιο, εκδόσεις Πατάκης 1991
Ένα-Ένα-Τέσσερα, εκδόσεις Πατάκης 1993
Κάτω απ’ την καρδιά της, εκδόσεις Πατάκης 1995
Το ποτάμι ζήλεψε, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1997, εκδόσεις Πατάκης 2003
Αγάπες με ουρά, εκδόσεις Πατάκης 1999
Μικροί χρονοταξιδιώτες – Χρίστος, το αγόρι που ταξίδεψε στο μέλλον, εκδόσεις Πατάκης 2005
Μικροί χρονοταξιδιώτες – Μελλόντια, το κορίτσι που γεννήθηκε στο μέλλον, εκδόσεις Πατάκης 2006
Το αγόρι των μελισσών, εκδόσεις Πατάκης 2006
ΚουκΛίνα, εκδόσεις Πατάκης 2006
Φι-Γάμα-Πι, εκδόσεις Πατάκης, 2008
Ψίθυροι αγοριών, εκδόσεις Πατάκης 2009

Ποίηση

Η Χώρα με τις δύο Πολιτείες και τις Μυγδαλένιες Κούνιες, εκδόσεις Κέδρος1977, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1997, εκδόσεις Λιβάνης 2011

Θέατρο

Κάποτε σε μια κυψέλη, εκδόσεις Κέδρος 1976, Βραβείο Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς 1977

Μυθιστόρημα για ενήλικες

Το παραμύθι των ψυχών, εκδόσεις Πατάκης 2003/2010
Γυναίκα μπονσάι, εκδόσεις Πατάκης 2012
Στη χώρα των θαυμάτων, εκδόσεις Πατάκη 2016

 ΕΡΓΑ - ΕΠΙΛΟΓΗ

Γυναίκα μπονσάι



"Πάρε τη Νανώ... Τυφλή στον έρωτά της, είχε υποβάλει στον εαυτό της την τεχνική μπονσάι, προκειμένου να ενσωματωθεί στη γιαπωνέζικη κοινωνία. Ναι, είχε γίνει μια γυναίκα-μπονσάι, ζωντανεύοντας στα μάτια μου κινηματογραφικούς κι οπερετικούς μεικτούς έρωτες, όπου ο ένας εκ των δύο εραστών καταδικάζεται με αυτήν τη μείξη και σε πολιτιστική αλλοτρίωση - διότι μια αλλοτρίωση την παθαίνεις έτσι κι αλλιώς με τον έρωτα, κι ακόμη χειρότερα με τον γάμο... Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι όλοι μας, άντρες και γυναίκες, υποκείμεθα λίγο ως πολύ σε ένα είδος τεχνικής μπονσάι, προκειμένου να προσαρμοστούμε στους κανόνες της κοινωνίας μας, ότι όλοι μας από τα μικράτα μας υφιστάμεθα καθημερινά ένα κλάδεμα-μπονσάι..."
Εκείνη ανέκαθεν αντιστεκόταν στην τεχνική μπονσάι που της επέβαλλε η κοινωνία κι επέμενε να απλώνει τις "ρίζες" και τα "κλαδιά" της, όσο και να την περιόριζαν και να την κλάδευαν, ενώ ένας αόρατος φύλακας-τιμωρός προστάτευε το φύλο της. Ο άντρας που αψήφησε αυτόν τον φύλακα-τιμωρό κέρδισε μια θέση στη ζωή της - μια θέση κρυφή όμως ακόμη κι από την εξώγαμη κόρη που απόκτησαν μαζί. Η κόρη, ωστόσο, αμφισβητώντας εξαρχής τις αντισυμβατικές πεποιθήσεις και πρακτικές της μάνας, υιοθέτησε τελικά για τον εαυτό της απόλυτα την τεχνική μπονσάι προκειμένου να ενσωματωθεί στην ίδια τη χώρα που την εφεύρε - την Ιαπωνία... http://www.biblionet.gr/

"Θεωρώ ότι η κάθε κοινωνία επιβάλλει την τεχνική μπονσάι σε όλα τα μέλη της -άντρες, γυναίκες, παιδιά- προκειμένου να ενσωματωθούν σε αυτή. Το κλάδεμα, το λύγισμα και ο περιορισμός των ριζών μπορεί να διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία, αλλά και στην ίδια κοινωνία πολλές φορές επιβάλλεται με διαφορετικό τρόπο ανάμεσα στις κάστες, τα φύλα και τις φυλές. Άλλα μέλη της κοινωνίας αποδέχονται την τεχνική μπονσάι παθητικά, άλλα την αντιμάχονται εντός της «γλάστρας», άλλα την αρνούνται με μια απέλπιδα «έξοδο» και άλλα απλά μαραζώνουν μέσα σε αυτή. Οπωσδήποτε μια λανθασμένη πρακτική της τεχνικής μπονσάι έχει επιπτώσεις στο άτομο, επιπτώσεις που μπορεί να είναι είτε αισθητικές είτε θανατηφόρες. Το ερώτημα που αφήνω ηθελημένα να αιωρείται στο βιβλίο μου είναι κατά πόσο μια κοινωνία θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την επιβολή της τεχνικής μπονσάι και πόσο ή πώς ένα άτομο μπορεί να επιβιώσει καλύτερα μέσα σε αυτή τη «γλάστρα»".
Βούλα Μάστορη

Λίγα λόγια για την υπόθεση

Μία Ελληνίδα ταξιδεύει στην Ιαπωνία για να δει την κόρη της, η οποία ζει εκεί με έναν Ιάπωνα. Δυο γυναίκες με εντελώς διαφορετικές απόψεις και θέσεις: η μητέρα φεμινίστρια, αντισυμβατική κι εναντίον του γάμου, αρνείται ν’ αποκαλύψει τον πατέρα στην κόρη για να την έχει όλη δική της – η κόρη ανέκαθεν αντίθετη με τις επιλογές της μητέρας, δεν τη συγχωρεί που της έχει στερήσει τον πατέρα και ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Ιάπωνά της και να κάνει οικογένεια σύμφωνα, μάλιστα, με τις παλιές γιαπωνέζικες παραδόσεις. Πάνω κι από τις δυο γυναίκες πλανάται ένας αόρατος προστάτης-τιμωρός που θανατώνει όποιον αρσενικό τις παρενοχλεί σεξουαλικά.
Ένας άντρας που μένει μέχρι το τέλος κρυφός εραστής, μια γιαγιά προδομένη από την κόρη της και τον πλατωνικό της έρωτα, ένας παππούς που δεν αγαπήθηκε από τη γυναίκα που λάτρεψε, μια παιδική φιλενάδα που έρχεται από το παρελθόν με εικόνες που στοιχειώνουν...

Απόσπασμα από το βιβλίο (σελ.195-200): 

Το επόμενο Σάββατο το πρωί τα ίδια άτομα ξεκινούσαν πάλι από το Τσικούγκο αλλά αυτή τη φορά για την Όιτα, μια πόλη με θερμές πηγές, όπου και θα έμεναν για μια νύχτα σε ένα ριόκαν* (*=παραδοσιακό γιαπονέζικο ξενοδοχείο). Η επιλογή ξενοδοχείου αυτού του τύπου έγινε ειδικά για την Κατερίνα, αλλά αυτή καθαυτή η εκδρομή ήταν δώρο του Χίρο προς όλους τους για να γιορτάσουν τα γενέθλια της Νανώς. Είχε νοικιάσει για την περίπτωση ένα οκταθέσιο όχημα, ώστε να ταξιδέψουν όλοι μαζί. Δίπλα του κάθισε ο πατέρας του και στις υπόλοιπες θέσεις ανά δύο οι γυναίκες –η Κατερίνα με τη Νανώ ακριβώς από πίσω– και στο τελευταίο κάθισμα τα τρία κορίτσια μαζί. Αυτή η κατάταξη παρείχε μια έστω και χαλαρή ιδιωτικότητα, η οποία επέτρεπε στους συνταξιδιώτες να κάνουν πλέον τη δική τους συζήτηση στη μητρική τους γλώσσα, παρακάμπτοντας την ευγενική σιωπή που επέβαλαν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Ο ήχος της συνομιλίας δεν ξεπερνούσε τα χωροταξικά «σύνορα» της κάθε σειράς καθισμάτων. ακόμη και τα μικρά κορίτσια υπακούοντας στο σιωπηλό ταξιδιωτικό πρωτόκολλο ήταν το ίδιο αθόρυβα – ακόμη και στις παιδικές αψιμαχίες τους. Κάπου και πού η μητέρα του Χίρο περνούσε τα αόρατα διαχωριστικά προσφέροντας σιωπηλή στους συνεπιβάτες της κάποιο φρούτο ή τσίχλα ή μπισκότο ή κουλούρι ή αναψυκτικό ή νερό... όλα βγαλμένα κάθε φορά από μία μεγάλη ταξιδιωτική τσάντα, που φάνταζε στα μάτια των τριών μικρών κοριτσιών στο τελευταίο κάθισμα σαν το κέρας της Αμάλθειας.

Ο Χίρο οδηγούσε προσεκτικά και συγκρατημένα παρέχοντας στη φιλοξενούμενη τη δυνατότητα να απολαμβάνει τη διαδρομή, η οποία περιελάμβανε ενίοτε και κατοικημένες περιοχές. Ο δρόμος ήταν άνετος και το περιβάλλον πάντα καθαρό και περιποιημένο. Δέντρα, γη, βράχοι και ουρανός ήταν στις αποχρώσεις του γκρι, και ανάμεσά τους τα σπίτια με δυσκολία τα ξεχώριζες, λες και βούλιαζαν επίτηδες μέσα στο μουντό γκρίζο τοπίο από κάποια ενοχή για την ίδια την ύπαρξή τους.
—Την άνοιξη η εξοχή είναι πανέμορφη, μάνα. Όλα πρασινίζουν και γεμίζουν λουλούδια. Οι κερασιές ανθίζουν και νομίζεις πως βρίσκεσαι σε μια παραμυθένια χώρα του ροζ... Μην κοιτάς που είναι τώρα όλα τους μουντά... Άνοιξη να ’ρθεις την επόμενη φορά.
—Είναι μεγάλο ταξίδι για μένα... Το ξέρεις. Άλλωστε, το σπίτι στην Ελλάδα σε περιμένει. Η νόνα το άφησε σε σένα, για να μείνεις εκεί και να κάνεις οικογένεια...
—Μάνα, δεν έρχομαι να μείνω στην Ελλάδα.
—Μα γιατί; Είναι πιο καλά εδώ στην Ιαπωνία; Μακριά από όλους μας...
—Μακριά μόνο από σένα. Δεν έχω κανέναν άλλον εκεί στην Ελλάδα. Και φταις εσύ γι’ αυτό! συμπλήρωσε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της.
—Μα τι λες τώρα;
—Ποτέ μου δεν έκανα φίλες, γιατί με τις φίλες μοιράζεσαι μυστικά κι εμένα το δικό μου μυστικό ήταν από αυτά που ένα παιδί δε μοιράζεται με κανέναν. Καλύτερα να ήμουν ορφανή από πατέρα παρά «αγνώστου πατρός». Ποτέ δεν κατάλαβες, μάνα, τη δικιά μου θέση. Εσύ και οι φεμινιστικές σου ιδέες! Πάνω απ’ όλα εσύ κι αυτές, πάνω κι από το ίδιο σου το παιδί!
—Χαμήλωσε, σε παρακαλώ, τον τόνο της φωνής σου...
—Και διατυμπάνιζες πως μ’ έκανες χωρίς να παντρευτείς! Και καμάρωνες πώς εσύ δεν έχεις ανάγκη κανέναν πατέρα για το παιδί σου!
—Σε ακούνε!
—Δε ρώτησες όμως ποτέ αν αυτό το παιδί σου είχε ανάγκη αυτό τον πατέρα! Σκέφτηκες πως ντρεπόταν που δεν είχε πατέρα! Και ότι δεν έκανε φιλίες, μήπως ανακαλύψουν πως είναι μούλικο!
—Δεν υπάρχει φιλία. Ούτε εγώ είχα φίλες...
—Κι επειδή εσύ δεν είχες φίλες, έπρεπε κι εγώ να μην έχω; Ωραία είσαι!
—Μη φωνάζεις! Θα καταλάβουν ότι μαλώνουμε...
—Δε με νοιάζει! Ας καταλάβουν ό,τι θέλουν! Εσύ θέλω να καταλάβεις ότι φταις για ό,τι είμαι!
—Μια χαρά κοπέλα είσαι...

Στα υπόλοιπα καθίσματα οι κουβέντες είχαν παγώσει. Οι λέξεις των δύο Ελληνίδων ηχούσαν μεν ξένες σε νόημα αλλά το συναισθηματικό φορτίο τους υπερπηδούσε το γλωσσικό όριο. Ακόμη και τα μικρά κορίτσια παρακολουθούσαν με προσοχή αυτό το λεκτικό πιγκ πονγκ, το οποίο συνοδευόταν με εικόνα, όσο κι αν η πλάτη του διθέσιου καθίσματος και τα προσκεφάλια του έκρυβαν αρκετά τις δυο αλλοδαπές. Η κοτσίδα τής μιας πηγαινοερχόταν νευρικά ακολουθώντας σπασμωδικά την κίνηση του κεφαλιού, ενώ οι αφέλειες της άλλης απογειώνονταν και προσγειώνονταν απότομα και βαριά στο μέτωπο σε ένα χορευτικό, λες, συγχρονισμό με τις άκρες των υπόλοιπων μαλλιών της, που γλιστρούσαν στις παρυφές πότε των ώμων της και πότε των παρειών της.
—Τουλάχιστον ας είχες κρατήσει την υπόσχεσή σου. «Θα σου πω, όταν τελειώσεις τις σπουδές σου στην Αγγλία» είπες. Τις τέλειωσα, αλλά εσύ ούτε κουβέντα για το φόνο. Ευτυχώς που βρέθηκε ο Πίπης και μου έδωσε τελικά έναν πατέρα. Τα παιδιά, μάνα, θέλουν και μάνα και πατέρα. Εγώ τουλάχιστον έτσι ήθελα. Και έναν πατέρα. Έστω κι αόρατο. Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να μεγαλώσω, αν δε σε συγχωρήσω. Και δεν μπορώ να σε συγχωρήσω, αν δε μάθω για τον πατέρα μου. Αν δεν τηρήσεις την υπόσχεση που μου έδωσες και που μου την πήρες πίσω με το έτσι θέλω...
—Μην ξεχνάς πως κι εσύ μου έδωσες υπόσχεση πως δε θα με ξαναρωτούσες για τον πατέρα σου, αν δεχόμουν να σε υιοθετήσει ο Πίπης...
Το απόβραδο είχαν φτάσει στην Όιτα. Το ριόκαν ήταν μέσα σε μια τεράστια έκταση με κήπους, βραχόκηπους, πέτρινα μονοπάτια, σφεντάμια και μάτσου* (*γιαπονέζικα πεύκα) με περίτεχνο κλάδεμα που τα έκανε να μοιάζουν με γιγάντια μπονσάι, γυμνές κερασιές και δαμασκηνιές με καλλιγραφικά κλαδιά, κιόσκια, τρεχούμενα νερά με μικρούς καταρράχτες, λιμνούλες… και ανάμεσα σε όλα αυτά ήταν διάσπαρτα παραδοσιακά ανεξάρτητα άνετα οικήματα, τα οποία διέθεταν επιπλέον ιδιωτική ημι-υπαίθρια ιαματική φυσική λιμνούλα μέσα σε βραχόκηπο-μινιατούρα – μια προϊδέαση των κύριων εγκαταστάσεων λουτροθεραπείας του συγκροτήματος ριόκαν.

Όταν τους οδήγησαν στο δικό τους κατάλυμα, η Κατερίνα διαπίστωσε έκπληκτη ότι στο εσωτερικό του μόνο το χολ, η τουαλέτα και το λουτρό διέθεταν κανονικές πόρτες. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν ενιαίος και τα δυο τρία λεπτά συρόμενα παραβάν εδώ κι εκεί ήταν περισσότερο διακοσμητικά παρά διαχωριστικά, προσδίδοντας μια επίπλαστη ιδιωτικότητα στα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί – μπροστά στην εσωτερική βεράντα, στο μπουντουάρ των κυριών, στο βεστιάριο και στα δυο μοναδικά κρεβάτια.
—Θα κοιμηθούμε όλοι μαζί εδώ; ψιθύρισε ελληνικά στη Νανώ, ενώ περιέφερε το βλέμμα της ένα γύρο.
—Έτσι γίνεται εδώ με τις οικογένειες, μάνα...
—Μα δεν είμαστε οικογένεια...
—Θα γίνουμε όμως...
—Θες να πεις ότι θα τον παντρευτείς κιόλας;
—Ναι, και μη μ’ αρχίσεις τώρα με τα φεμινιστικά σου… Για μένα ο γάμος δεν ήταν ποτέ ξεπερασμένος θεσμός όπως τον έλεγες. Δεν έχουμε ορίσει ημερομηνία, αλλά έχουμε αποφασίσει να παντρευτούμε. Θα το ανακοινώσουμε επίσημα στο δείπνο απόψε…



Το παραμύθι των ψυχών

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Το βιβλίο γράφει για «μια μακριά αλυσίδα γυναικών, της οποίας κανείς δεν ήξερε πότε είχε ξεκινήσει ο πρώτος κρίκος ή ποια ήταν αυτή που είχε κληρωθεί πρώτη αλλιώτικη. Κι αν τύχαινε ο θάνατος να κόψει τούτη την αλυσίδα, μια καινούρια ξεκινούσε την ίδια στιγμή κάπου αλλού στον κόσμο, πάλι με μια πρωτοκόρη που είχε το γνώρισμα και που αναλάμβανε να γίνει ο μέντορας αυτής της παράξενης φύτρας». Και κάθε τέτοια πρωτοκόρη είχε μάτια αόρατα σ’ όλο της το κορμί κι έβλεπε τη ματιά απ’ όπου κι αν ερχόταν, μύριζε τους ανθρώπους από μακριά –ειδικά τους άντρες–, ερωτευόταν, χωρίς κοινωνικές αναστολές, ένα μόνο άντρα στη ζωή της και μπορούσε να επικοινωνεί μαζί του από μακριά με όνειρα ζωντανά.... Ώσπου μια μέρα μαζί με μια τέτοια πρωτοκόρη γεννήθηκε κι ένας δίδυμος αδερφός...




Έγραψε μεταξύ άλλων η Ιωάννα Κολοβού στην εφημερίδα «Η Βραδυνή» το Σάββατο, 16 Οκτωβρίου 2010

(...) Mέχρι πρότινος η Βούλα Μάστορη ήταν η αγαπημένη του γιου μου. Γνωστή συγγραφέας παιδικών βιβλίων, βραβευμένη, δε νομίζω πως λείπει από καμιά παιδική βιβλιοθήκη, εντασσόμενη πλέον στην κατηγορία των κλασικών. Το εντυπωσιακό μυθιστόρημα «Το παραμύθι των ψυχών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, την εντάσσει αυτόματα στους κλασικούς της Νεοελληνικής Γραμματείας.

Ένα μυθιστόρημα που πέρα από τις προφανείς αρετές του πρωτότυπου ύφους και της γραφής, τα μπρος πίσω στο χρόνο, αποπνέει μια ελληνικότητα αναπόσπαστα δεμένη με το μύθο. Στο φόντο του μύθου η μυροβόλος Χίος, η απέναντι γη της Ιωνίας, ο ευρωπαίος περιηγητής –μοχλός των εξελίξεων- οι δραματικές στιγμές και περίοδοι της νεοελληνικής αλλά και βαλκανικής ιστορίας (όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Διχασμός). Ένα οδοιπορικό των ηρώων του βιβλίου που ξεκινά από τη Χίο -το Πυργί και τη Χώρα-, φτάνει στη Σμύρνη, στο Οδεμήσιο, το Αϊδίνη, το Αξάρι για να καταλήξει σε ένα συγκλονιστικό φινάλε και πάλι στη Χίο.

Η προαιώνια υπαρξιακή αγωνία αλλά και οι τραγικές μορφές των Ελλήνων της Ιωνίας που φεύγουν για τη «μητέρα» -μήτρα της φυλής- πατρίδα, ενώ τα πάντα γύρω τους περνούν από μαχαίρι και φωτιά, η τελική λυτρωτική συμφιλίωση με το θάνατο, περνούν αριστοτεχνικά επεξεργασμένες στο βιβλίο της Βούλας Μάστορη. Η ίδια μοιάζει να αποστασιοποιείται από το όλον δράμα –της Σμύρνης, ας πούμε, που καίγεται- και αφήνει εμάς τους αναγνώστες να δούμε και να θρηνήσουμε τα κουφάρια των κρεμασμένων. (...)



Πώς έγινε η μαμά συγγραφέας


Χρόνος έκδοσης: 2010
Εκδοτικός οίκος: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
Εικονογράφηση: Αντώνης Γαλάτης 


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Ένα βιβλίο για μικρούς και μεγάλους, που απαντάει χιουμοριστικά στο ερώτημα πώς έγινε συγγραφέας η Βούλα Μάστορη.


Στο τέλος της ιστορίας υπάρχει ένα λεκτικό παιχνίδι, το οποίο παρουσιάζει την πορεία ενός κειμένου μέχρι να φτάσει και να γίνει βιβλίο.
***




Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο... 





Η συνέχεια στο βιβλίο...



Στη χώρα των θαυμάτων

"Κοίτα, η Μελίνα δεν ξέρει ότι βρίσκεται στη Χώρα των Θαυμάτων. Προσωπικά πιστεύω στα θαύματα, άσε που, όταν πάψεις να πιστεύεις σε αυτά, θυμώνουν και δεν σου συμβαίνουν - δεν θυμάμαι ποιος το έχει πει αυτό, αλλά δεν έχω κανέναν λόγο να μην τον/την πιστεύω, αφού και σε μένα έχουν συμβεί τα ίδια θαύματα που έζησε η Μελίνα, η οποία, επαναλαμβάνω, για την ώρα δεν ξέρει ότι θα της συμβούν στον δρόμο...

Ούτε συνειδητοποιεί ότι είναι τυχερή που βιώνει την απώλεια του Ανδρέα - όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό. Για να ζήσουμε σωστά, θα πρέπει πρώτα να ζήσουμε και την απώλεια κάποιου αγαπημένου μας."
Δύο άνθρωποι που θα γίνουν ένα, μέχρι ο θάνατος να τους χωρίσει.
Όχι μια ρηχή, εξιδανικευμένη ιστορία αγάπης, αλλά μια διαδρομή μισού αιώνα, δοσμένη με ειλικρίνεια και παρατηρητικότητα, με θυμό και λατρεία, με κυνισμό αλλά κι εφηβική αθωότητα.
Όχι μια ζωή σαν μυθιστόρημα, αλλά ένα μυθιστόρημα που αποστάζει τη ζωή.



Το ποτάμι ζήλεψε

Χρόνος έκδοσης: 2003
Εκδοτικός οίκος: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Mια έφηβη μας μιλάει απλά και αφοπλιστικά για τη ζωή της δίπλα σ' ένα μικρότερο αδερφό που γίνεται "Mαραθωνοδρόμος", καταρρίπτοντας όλα τα μέχρι τότε ιατρικά δεδομένα. Έναν αδερφό που σχεδόν μονοπωλεί την προσοχή των γονιών τους και την κάνει να μεγαλώνει μοιραία στη σκιά του. Έναν αδερφό που της μαθαίνει όμως ν' αγαπάει τη ζωή και να τη διεκδικεί δυναμικά. TO ΠOTAMI ZHΛEΨE είναι ένα μυθιστόρημα που προβάλλει την αγάπη για τη ζωή μέσα από τα λεγόμενα μιας έφηβης που είναι δροσερή, αισιόδοξη, ρομαντική και πάνω απ' όλα μαχητική κι ανατρεπτική, έτσι όπως περιμένει κανείς από μια έφηβη.


ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
"...Ένα βιβλίο αισιόδοξο και τρυφερό, ρομαντικό, σαν τη δροσερή, μαχητική και ανατρεπτική πρωταγωνίστρια της ιστορίας". Ελένη Χωρεάνθη, περιοδικό ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

"...έχει μεγάλη αμεσότητα και ζωντάνια .(...) Είναι ευκολοδιάβαστο, γλαφυρό, σίγουρα μιλάει στην καρδιά και η περίπτωση του Χαράλαμπου γι' άλλη μια φορά μάς πείθει ότι η πίστη μπορεί να μετακινήσει βουνά". Αγγελική Βαρελλά, ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, 1997 

"Ένα πολύ τρυφερό και συγκινητικό βιβλίο για όλους τους φίλους μας που βρίσκονται στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας". ΕΠΤΑ ΜΕΡΕΣ ΤV, 1999

"...ένα χρονικό αλλεπάλληλων συμφορών και ταυτόχρονα ένα έπος αφιερωμένο στους καρπούς που θα γεννήσει η πίστη, η ελπίδα κι η σιδερένια θέληση. Με την ευαίσθητη και διεισδυτική της ματιά..." Ε.Α. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1997

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ (ΣΕΛ. 51-57)

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗ ΣΑΡΩΝΙΔΑ

Έτσι, κι αυτό τo καλoκαiρι, με το που κλείσανε τα σχολεία, την άραξα στη Σαρωνίδα, κι όλα μέλι γάλα. Και είχα πάρει και την Τούλα μαζί. Και, ώσπου να περάσει η βδομάδα, είχε συγκεντρωθεί όλη η παιδοπαρέα. Bέβαια, αυτή τη φορά είχαμε γίνει αγνώριστοι μέσα σ’ ένα χρόνο, γι’ αυτό δεν έλειψαν τα σχετικά σχόλια: «Μουστάκι είναι αυτό, ρε Κώστα;», «Γυναικάρα, η δικιά σου!» «Κατέβα να φάμε, έγινες, Ελένη!» «Τι γαϊδαροφωνή είναι αυτή, ρε Mπίλλυ;». Mετά όμως η παιδοπαρέα γύρισε στα δικά της πάλι. Μόνο που έχασε το «παιδο-» κι έμεινε σκέτα «παρέα» πια. Κατά τ' άλλα, πηγαίναμε όλοι μαζί για μπάνιο κι όταν έφερνε η μαμά το Χαράλαμπο στην παραλία, ο Mπίλλυ έτρεχε και μας τον έφερνε στα βαθιά.
―Ωραίο αγόρι, ο Mπίλλυ! μου ψιθύρισε ένα πρωί η Τούλα.
―Ποιος; O Mπίλλυ; έκανα εγώ απορημένη.
―Ναι, ο Mπίλλυ. Κοίτα τι ωραία μάτια! 
―Ποιος; O Mπίλλυ; ξανά εγώ.
―Ναι, βρε παιδάκι μου! O Mπίλλυ! Τι σου λέω τώρα;
Εγώ ξανακοίταξα τον Mπίλλυ. Για φαντάσου! O Mπίλλυ άρεσε στην Τούλα! O κρεμανταλάς ο Mπίλλυ...
―Κι έχει και ωραίο σώμα! από δίπλα η Τούλα.
―Αν σ' αρέσει τόσο πολύ, φτιάξ’ τα μαζί του, είπα αδιάφορα και συνέχισα τις βουτιές.
Όμως, τι παράξενο! Από κείνη τη στιγμή άρχισα να προσέχω κι εγώ τον Mπίλλυ. Αν με καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Ενώ μέχρι τότε τον έβλεπα σαν «παρέα», τώρα, όταν μου μιλούσε ή μου έριχνε την μπάλα, απέφευγα να τον κοιτάξω στα μάτια. Πηγαίναμε όλοι μαζί βόλτα στην παραλία, κι εγώ στο δρόμο φρόντιζα να βρίσκομαι από πίσω του, έτσι ώστε να τον κοιτάζω χωρίς να με παίρνει είδηση. Μια φορά, όμως, εκείνος γύρισε απότομα το κεφάλι του και με τσάκωσε. Τότε κοκκίνισα, κι εγώ δεν ξέρω γιατί, ενώ η Τούλα μού έσφιξε το αγκα­ζέ και γέλασε.
―Είναι η έκτη αίσθηση που λένε, μου ψιθύρισε. Όταν καρφώνεις το βλέμμα σου πάνω σε κάποιον, εκείνος το νιώθει!
Το ίδιο εκείνο βράδυ, εκεί που τα λέγαμε οι δυο μας στη βεράντα, της ομολόγησα:
―Μου φαίνεται πως μ' αρέσει και μένα τώρα.
―Ποιος; O Mπίλλυ; έκανε παίζοντας μαζί μου η καλύτερή μου φιλενάδα.
―Ε, ναι. Κι άσε τις σάχλες...
―Μπα, εμένα δεν είναι ο τύπος μου! είπε η Τούλα.
―Μα εσύ δε μου 'πες πως είναι ωραίο αγόρι κι όλα αυτά;
―Αυτό το είπα, αλλά εμένα βασικά μου αρέσουν οι ξανθοί. Άσε που ο Mπίλλυ έχει μακριά μαλλιά...
Ναι, ο Mπίλλυ πάντα άφηνε τα μαλλιά του μακριά. Αυτό, μάλιστα, το καλοκαίρι, όταν βρέχονταν, έφταναν μέχρι τη μέση της πλάτης!
―Λοιπόν! Να πεις σ' εκείνον τον Mπίλλυ να κουρευτεί! είπε ο μπαμπάς ένα μεσημέρι. Oι άντρες δεν αφήνουν μπούκλες!
―Έχει τη μαμά του και τον μπαμπά του να του το πουν αυτό, μουρμούρισα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα εγώ. Τι του είμαι εγώ να του πω να πάει να κουρευτεί;
―Είναι στην παρέα σου, επέμεινε ο μπαμπάς. Και πρέπει να προσέχεις τις παρέες σου τώρα, Χριστίνα. Δεν είσαι κοριτσάκι πια.
Σίγουρα δεν ήμουν. Το 'νιωθα κι εγώ πια. Και το 'νιωθε, καταπώς φαινόταν, κι ο Mπίλλυ τώρα. Τον είχα πιάσει κι εγώ να με κοιτάζει επίμονα μια δυο φορές. Κι όταν έφυγε η Τούλα, τον έπιασα περισσότερες. Κι ένα απόγευμα που πηγαίναμε βόλτα στην παραλία και ξέμεινα λιγάκι πίσω με πλησίασε στα γρήγορα και μου είπε χωρίς περιστροφές:
―Μ' αρέσεις. Θέλεις να τα φτιάξουμε;
―Ναι, απάντησα κι εγώ λακωνικά και δήθεν ψύχραιμα.
―Ωραία. Μετά τη βόλτα, σε περιμένω στα βραχάκια της παραλίας.
Στα βραχάκια σφραγίσαμε το «φτιάξιμο» με φιλιά και χάδια και μετά πήγαμε να το γιορτάσουμε με την παρέα, που είχε κιόλας συγκεντρωθεί στο «γέρο» για σουβλάκι και ηλεκτρονικά. Εγώ θα ήθελα να πηγαίναμε μια βόλτα μόνοι μας στην παραλία, αλλά ο Mπίλλυ δεν έχανε με τίποτα το «γέρο».
―Θα πάμε μετά, μου υποσχέθηκε όμως.
Στο «γέρο» εκείνο το βράδυ έγινε το «σώσε». O κυρ Γιάννης, ο «γέρος», όλο άφηνε την ψησταριά του και μας έλεγε να κάνουμε λίγο «κράτει». Όμως είχαμε διαβολικό κέφι όλοι μας εκείνο το βράδυ. Τα ηλεκτρονικά στενάζανε κάτω από τα χέρια μας και οι κραυγές μας έκαναν να τρίζουν οι τζαμαρίες του μαγαζιού, κι ας ήταν ορθάνοιχτες. Στο τέλος, ο μαγαζάτορας ήρθε και μας έδιωξε κακήν κακώς.
―Άντε να ξεφωνίσετε στα σπίτια σας! Μου πήρατε τ' αυτιά. Δε σας αντέχω άλλο! είπε και, αφού μας έβγαλε έξω, έκλεισε τα φώτα στο μαγαζί του με τα ηλεκτρονικά και κούρνιασε πάλι πίσω από την ψησταριά του στο σουβλατζίδικο. 
―Μας χάλασε τη βραδιά ο μαγκούφης, ο παλιόγερος, μουρμούρισε ο Mπίλλυ.
―Εγώ δεν ξανάρχομαι να ψωνίσω από το μαγαζί του, είπε η Ελένη εννοώντας το ψιλικατζίδικο του κυρ Γιάννη, που ήταν δίπλα από τα ηλεκτρονικά του.
―Κι εγώ τέρμα τα σουβλάκια απ' αυτόν, δήλωσε ο Κώστας.
―Μωρέ, θα δεις τι θα του κάνω εγώ..., απείλησε ο Mπίλλυ. Αύριο θα δει... Πάμε, Χριστίνα, και, αγκαλιάζοντάς με, έκανε έτσι και την επίσημη αναγγελία του δικού μας «φτιαξίματος».
―Πού πάμε; τον ρώτησα λίγο πιο κει.
―Σου υποσχέθηκα βόλτα στην παραλία. Πάντα κάνω αυτό που υπόσχομαι. Πάμε! και, σφίγγοντάς με ακόμη πιο πολύ πάνω του, με παρέσυρε σ' ένα αργό ποδαρόδρομο.
―Δεν πρέπει ν' αργήσω, μουρμούρισα.
―Δε θ' αργήσεις. 

―Άργησες! είπε ο μπαμπάς μόλις μπήκα μέσα. Πού ήσουν;
―Με την παρέα, είπα αποφεύγοντας το βλέμμα του.
―Η Ελένη έχει έρθει από ώρα δίπλα, μπήκε στη μέση ο Χαράλαμπος.
―Εσένα δε σου πέφτει λόγος, του ρίχτηκα αμέσως.
―Πού ήσουν, Χριστίνα; η μαμά τώρα.
―Oχ, με φάγατε! Με τον Mπίλλυ ήμουν! Είχαμε πάει βόλτα.
―Μόνοι οι δυο σας; ο μπαμπάς.
―Oι δυο μας.
―Μ' αυτόν το μακρυμάλλη; πάλι μπήκε στη μέση ο Χαράλαμπος.
―Σκάσε εσύ! του πέταξα φουρκισμένη και τότε έφαγα ένα χαστούκι από τον μπαμπά.
―Βασίλη! φώναξε η μαμά και με τράβηξε στο διπλανό δωμάτιο, όπου με κάθισε απέναντί της και, κοιτάζοντάς με κατάματα, μου είπε: Χριστίνα, ο Mπίλλυ θέλει προσοχή.
―O μπαμπάς με χτύπησε.
―Ανησύχησε. Ανησυχήσαμε.
―Κι όταν θ' ανησυχείτε εσείς, θα με βαράτε από δω και πέρα;
―Μη λες ανοησίες.
―Ή επειδή είπα «σκάσε» στο... «χαϊδεμένο» του;
―Μη λες ανοησίες! επανέλαβε σοβαρά η μαμά. Απλά ανησυχήσαμε, κι εσύ δεν έδειξες να το καταλαβαίνεις.
―Δεν μπορώ ν' αργήσω λιγάκι, βρε μαμά;
―Να ειδοποιείς.
―Πώς; Στην παραλία δεν είχε τηλέφωνο.
―Εκεί ήσουν;
―Ναι.
―Με τον Mπίλλυ;
―Ναι.
―O Mπίλλυ θέλει προσοχή, επανέλαβε η μαμά.
―Γιατί; Επειδή έχει μακριά μαλλιά; Κι όποιος έχει...
―Δεν είναι αυτό, και το ξέρεις πολύ καλά.
―Τότε τι είναι;
―Τα «φτιάξατε»;
―Ναι.
―Πρόσεχε. Αυτό σου λέω μονάχα.
―Σήμερα τα κορίτσια, μαμά...
―Ξέρω. Αλλά πρόσεχε με τον Mπίλλυ... Κι ό,τι θες, εγώ είμαι εδώ. 
Το 'ξερα αυτό. Η μαμά ήταν πάντα «εδώ». Ακόμη κι όταν έλειπε με το Χαράλαμπο. Και μπορούσα να τα λέω όλα στη μαμά. OΛΑ. Δε μάλωνε η μαμά – από τότε που είχαμε χάσει τον Άμπο. Έλεγε συχνά «όχι», αλλά έβρισκε τον τρόπο να το δεχτείς. Να, γι' αυτό εκείνο το βράδυ τη φοβήθηκα πιο πολύ από το χαστούκι του μπαμπά. O μπαμπάς είχε δώσει το «μπερντάχι» του, αλλά τον Mπίλλυ δεν τον είχε κουνήσει ρούπι. Όμως, αν η μαμά τα 'βαζε μαζί του, ο Mπίλλυ θα ήταν χαμένη υπόθεση. Γιατί είχε τον τρόπο της η μαμά, σου λέω. Να, εκείνο το βράδυ δε μου 'πε να τα χαλάσω με τον Mπίλλυ, να μην τον ξαναδώ και τέτοια. Όμως αυτό το «Πρόσεχε με τον Mπίλλυ» έκανε καλύτερη δουλειά...


Φι-Γάμα-Πι



Η Ανδρομάχη πάει τρίτη γυμνασίου, έχει φακίδες στη μύτη (φρίκη!), μια μικρότερη αδερφή (σκέτος μπελάς!), μια μοντέρνα γιαγιά (πιο πολύ μαμά της), δύο Φι-Γάμα-Πι (και μία στο περίμενε), ανήκει στους "παρακμιακούς" της τάξης (επιλογή της!), δε νοιάζεται (τάχα μου!) για το "φακή" που της έχει κολλήσει η Νατάσσα (η "ωραία" της τάξης), είναι κρυφά (ναι, καλά!) ερωτευμένη με τον "κούκλο" του σχολείου και έχει μόλις βάλει σιδεράκια στα δόντια της (φρίκη Νο2!). Όμως μέσα σε λίγες μέρες συμβαίνουν γεγονότα που την ανεβάζουν ή τη ρίχνουν, μα οπωσδήποτε την κάνουν να δει ορισμένα πράγματα με άλλο μάτι, όπως, για παράδειγμα, ότι είναι ευλογία να έχεις και αγόρια Φι-Γάμα-Πι. Και, για όσου δεν ξέρουν, Φι-Γάμα-Πι σημαίνει "Φίλος/η Για Πάντα!



Ψίθυροι αγοριών


Όλα όσα λένε τ’ αγόρια μεταξύ τους. Χμ, ίσως όχι «όλα»... αυτά στην πραγματικότητα μπορεί να είναι περισσότερα ή λιγότερα. Πάντως, για τον Παύλο και τους δυο κολλητούς του όλα όσα λένε σε τούτο το βιβλίο είναι τα πιο... καυτά. Και κάτι σαν... προειδοποίηση: Δε λογόκρινα την αθυροστομία των ηρώων μου, διότι πιστεύω ότι δεν υπάρχουν «κακά λόγια» αλλά κακοί άνθρωποι. Β.Μ.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Ψίθυροι αγοριών"

Κεφάλαιο .1.

Στους δρόμους
είδα αγέννητους ανθρώπους
να μας δικάζουν.
Παντελής Υδραίος

Τα παθιασμένα φιλιά με διαφορετικούς συντρόφους μπορεί να τετραπλασιάσουν τον κίνδυνο μηνιγγίτιδας στους εφήβους... προειδοποιούν Αυστραλοί ερευνητές. Και εξηγούν πως τα φιλιά με τη γλώσσα διευκολύνουν την μετάδοση του επικίνδυνου μηνιγγιτιδόκοκκου.

Οι ερευνητές, που δημοσιεύουν τη μελέτη τους στη «Βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση», μελέτησαν 144 εφήβους ηλικίας 15-19 ετών, οι οποίοι είχαν νοσηλευθεί με μηνιγγίτιδα σε αγγλικά νοσοκομεία. Στόχος της μελέτης ήταν να εντοπισθούν τυχόν παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο μηνιγγίτιδας ή παρέχουν προστασία από αυτήν...

«ΟΧΙ, ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ!» έβρισε μέσα από τα δόντια του ο Παύλος διαβάζοντας την ιστοσελίδα και έσφιξε θυμωμένα το ποντίκι του ηλεκτρονικού υπολογιστή του. «Αλλά, πάλι» σκέφτηκε «εγώ είμαι δεκατεσσάρων ακόμη. Μήπως δε με πιάνει αυτή η μελέτη; Άσε που δεν έχω φτάσει στα φιλιά με γλώσσα. Για την ακρίβεια, δεν έχω φτάσει καν σε φιλιά. Για την... πιο ακρίβεια, δεν έχω καν κορίτσι για να το φιλήσω, να πούμε. Το κέρατό μου!.......... Εάν όμως είχα;» μισόκλεισε μοβόρικα τα μάτια του. «Να, ρε πούστη μου, με κόβουν εμένα τώρα όλες αυτές οι ιατρικές μαλακίες... Και προσέχεις κάτι ακόμη; Με διαφορετικούς συντρόφους! Να γίνουμε και μονογαμικοί από πάνω, να πούμε! Μια γκόμενα τη φορά και αυτή σεμνά! Βρε, δε μας χέζεις!» και βγήκε από το διαδίκτυο. 
—Tέλειωσες; έσκυψε πάνω από τον ώμο του η Δανάη, η μεγάλη του αδερφή. Γιατί θέλω να κοιτάξω κι εγώ κάτι. 
—Όλο δικό σου, της παραχώρησε εκείνος τη θέση του ευγενικά, διότι η Δανάη ήταν και μεγαλύτερη και ψηλότερη και με πιο βαρύ χέρι, που λέει ο λόγος.
Εκείνη χάιδεψε την κορυφή του κεφαλιού του με την άνεση που της έδινε η διαφορά τους σε ηλικία και ύψος. 
Ο Παύλος απόφευγε γενικά να στέκεται δίπλα της, διότι τον περνούσε δύο κεφάλια – μπορεί και τρία. Τον άλλο αδερφό τους, τον Πέτρο, τον περνούσε ένα – κεφάλι λέω, διότι τον περνούσε και ένα χρόνο. Εκείνος όμως ήταν έτσι κι αλλιώς «υπεράνω» – και ύψους και ηλικίας. Βουλευτής, βλέπεις! Εντάξει, στη Βουλή των Εφήβων. όμως, από κάπου ξεκινάς, βρε αδερφέ!
—Και μετά το θέλω εγώ! φώναξε τώρα από την κουζίνα ο έφηβος βουλευτής, στρώνοντας τραπέζι, διότι σε λίγο θα ερχόταν ο πατέρας τους για να φάνε. Βγάλανε στο διαδίκτυο κάτι φωτογραφίες από τη Βουλή των Εφήβων. Τις τράβηξαν κρυφά κάποιοι από εμάς με τα κινητά τους – τον Πρωθυπουργό και την Υπουργό Παιδείας την ώρα που αγόρευε ένας μας. Τον Πρωθυπουργό ολοφάνερα να έχει χάσει κάθε επαφή και την υπουργό να ξεροκουτουλάει!
—Α, αυτό σίγουρα θα είναι πιο ενδιαφέρον από το δικό μου, γέλασε η Δανάη. Έλα να το δούμε μαζί! Έλα κι εσύ Παύλο!
Ο Παύλος πλησίασε τάχα ανόρεχτα αλλά ευγνωμονώντας από μέσα του τη Δανάη που για άλλη μια φορά δεν τον άφησε «απ’ έξω». Δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί. Η αδερφή του ήταν ό,τι ήταν, αλλά δεν τον ξεχώριζε τουλάχιστον από τον Πέτρο, ο οποίος, αντίθετα, τον έβλεπε τις περισσότερες φορές σαν κουνούπι – κι από τότε που τον έκαναν βουλευτή, σαν μικρόβιο. 
Ο ιστότοπος που είχε τις φωτογραφίες με το ανάλογο ρεπορτάζ εμφανίστηκε στην οθόνη:

SCHOOLIGANS*
H φαντασία φέρνει νύστα στην εξουσία
Φτιάξανε για τους εφήβους μια Βουλή σαν τη δική τους. Μεγαλόστομη και βαρετή. Κι εκείνη, για εκδίκηση, τους αποκοίμισε! Και μετά τους φωτογράφισε...
Βουλή των Εφήβων, Ολομέλεια
Μέσα στο ναό της Δημοκρατίας την ώρα που ένας έφηβος βουλευτής αγορεύει και όλοι (κάνουν πως) τον παρακολουθούν, μια παρέα εφήβων έχει λυθεί στα γέλια. Βλέπουν τον Πρωθυπουργό της χώρας να κάνει τρελές γκριμάτσες βαρεμάρας και την Υπουργό Παιδείας να χασμουριέται, να γλαρώνει και τελικά να κοιμάται.
Φυσικά καμία από τις τηλεοπτικές κάμερες που ήταν στην αίθουσα δεν κατέγραψε το γεγονός. Ευτυχώς είχε κάμερα ένα από τα παιδιά της παρέας. Χωρίς το υλικό που μας έστειλε, αυτό το ρεπορτάζ δε θα είχε καμιά αξία. Θα ήταν πάλι «υπερβολές των παιδιών».*περιοδικό-ένθετο στα ΝΕΑ

Τα τρία αδέρφια γελούσαν βλέποντας τις φωτογραφίες.
—Σας λέω ήταν τέλεια! είπε μέσα από τα γέλια του ο Πέτρος.
Όταν τον έκαναν βουλευτή, όλοι παραξενεύτηκαν και πιο πολύ ο ίδιος, διότι αυτός γενικά δεν επιζητούσε οφίτσια – ούτε καν απουσιολόγος δεν ήθελε να είναι (και δεν ήταν παρά την υψηλή βαθμολογία του). Όμως, όταν είδε πώς ήταν αυτό το «βουλευτιλίκι», ενθουσιάστηκε. «Καλύτερη κι από πενταήμερη!» τους έλεγε. «Γιατί στην πενταήμερη είσαι με τα ίδια άτομα του σχολείου, ενώ στη βουλή γνωρίζεις καινούριο κόσμο! Και είναι η χαρά του αγοριού! Μιλάμε για υπερβολικά πολλές γκόμενες! Εμείς τα αγόρια είμαστε μόνο το είκοσι τοις εκατό! Και μη θαρρείτε πως όλοι είναι διαβαστεροί και μ’ ένα βιβλίο στο χέρι όλη την ώρα...» Αλλά εκεί που είχε ξετρελαθεί ήταν τη μέρα της Ολομέλειας, όπου είχαν πάει οι πολιτικοί για να τους καμαρώσουν. Ο Πέτρος μετά τούς είπε, εκτός των άλλων, ότι η υπουργός παιδείας κοιμόταν του καλού καιρού και ξυπνούσε όποτε χειροκροτούσαν. «Την έβλεπα που τρανταζόταν σας λέω!» είχε πει στη μητέρα τους που τον κοίταζε δύσπιστα. Τώρα όμως είχε και φωτογραφίες για του λόγου το αληθές. 
—Πάντως, είχαν και τα δίκια τους, είπε τώρα ο Πέτρος. Ήταν σαν να άκουγαν τους εαυτούς τους. Αφού κι εγώ, να πούμε, θα βαριόμουν του κερατά εκεί μέσα, εάν δεν κάναμε το χαβαλέ μας πίσω με την παρέα. Όμως, από την άλλη, κανείς δάσκαλος δε μας είπε να είμαστε αυθόρμητοι και τέτοια. Αφού και μία μαθήτρια που ήρθε με δαχτυλίδι στον αφαλό, της έκαναν παρατήρηση! Όλα κυριλέ και ξενέρωτα. Να δεις πώς το είπε εκείνος ο δημοσιογράφος στα ΝΕΑ... «Έπρεπε να αφήσουν οι έφηβοι στην είσοδο της Βουλής τον έφηβο εαυτό τους για να συμμετάσχουν σε μια πρόβα εξουσίας». Αυτό!
—Και οι τρεις στο διαδίκτυο; ακούστηκε επικριτικά από πίσω ο πατέρας τους μπαίνοντας στο σπίτι και μετά επιτιμητικά: Δανάη;
—Όχι εγώ πάλι! διαμαρτυρήθηκε εκείνη. Έλεος! Δεν είμαι η μαμά τους! Δεν είμαι η μαμά κανενός! και λοξοκοίταξε τον πατέρα τους.
—Τουλάχιστον, στρώσατε τραπέζι..., μουρμούρισε εκείνος και άναψε το φούρνο. Ποιος θα πάει φαγητό στη μαμά;
—Εγώ της πήγα την προηγούμενη φορά, έβγαλε την ουρά του έξω ο Παύλος.
Η μητέρα τους ήταν φαρμακοποιός και, όποτε εφημέρευε, έτρωγε στο φαρμακείο, που ήταν δυο τετράγωνα μακριά από το σπίτι τους.
—Είσαι όμως και ο πιο μικρός, είπε ο Πέτρος.
—Και πρέπει, δηλαδή, να μ’ εκμεταλλεύεστε;
—Όχι, αλλά εσύ είσαι που χρειάζεσαι πιο πολύ μαμά... Θα πρέπει να την προσέχεις για να την έχεις... 
—Όλοι χρειαζόμαστε τη μαμά, είπε ο μπαμπάς. Δανάη, να πας εσύ...
—Όχι. Να πάει ο Πέτρος. Δική του σειρά είναι.
—Εσύ όμως της ζητάς συνέχεια κρέμες και τέτοια..., την κάρφωσε με το βλέμμα του ο Πέτρος για να κάνει μετά το ίδιο και στον αδερφό του: Και ο Παύλος για το σπυρί του... 
—Πέτρο, εφόσον είναι η σειρά σου, θα πας εσύ, τέλειωσε την κουβέντα ο πατέρας τους. Ελάτε τώρα να φάμε.
Όσο έτρωγαν, ο Παύλος καταριόταν αυτό το σπυρί του, το οποίο ήταν σαν εκείνο το μυθικό πουλί, τον φοίνικα, που ξαναγεννιόταν μέσα από τις στάχτες του. Μόνο που αυτό, το σπυρί του Παύλου λέω, είχε διαλέξει τρία ορισμένα σημεία όπου ξαναγεννιόταν κάθε φορά: μύτη, πιγούνι, μέτωπο. Και εξηγώ: τη μια ημέρα εμφανιζόταν στο μέτωπο μεγαλόπρεπο, ροδαλό, κωνικό σαν ηφαίστειο και με ένα σκούρο καφετί στίγμα στην κορυφή, δεχόταν όλες τις «περιποιήσεις» του Παύλου –κρέμες, ζουλήγματα, βρισιές –, έσκαγε κάποια στιγμή κανονικά σαν ηφαίστειο και, αφού μαραινόταν, την άλλη μέρα εμφανιζόταν στη μύτη το ίδιο μεγαλόπρεπο για να δεχτεί τις ίδιες «περιποιήσεις» του Παύλου, μέχρι που έσβηνε (το σπυρί λέω) για να εμφανιστεί την άλλη μέρα στο πιγούνι του. και ούτε καθεξής αλλά όχι πάντα με την ίδια σειρά. Θέλω να πω, δεν έβγαινε πρώτα στο μέτωπο, μετά στη μύτη και τέλος στο πιγούνι. Δεν υπήρχε, δηλαδή, μια καθορισμένη εναλλαγή των σημείων όπου εμφανιζόταν. Σύμφωνα με τον Παύλο, αυτό το έκανε διότι εκτός από «γαμημένο καυλόσπυρο» ήταν και «ύπουλο του κερατά!», χωρίς να διευκρινίζει ποιος ήταν αυτός ο τελευταίος.
Την πρώτη φορά που αυτό το σπυρί είχε εμφανιστεί στο πρόσωπό του είχε επιλέξει τη μύτη του. Ο Παύλος, στα δεκατρία του τότε περίπου, το είχε περιεργαστεί παραξενεμένος –δεν έμοιαζε με τίποτε σπυράκι ανεμοβλογιάς, ιλαράς ή αναφυλαξίας, και τον πονούσε κιόλας– και το μεσημέρι το είχε δείξει στη μητέρα του, η οποία, ως φαρμακοποιός, έπαιζε λιγάκι και το σταθμό πρώτων βοηθειών. «Είναι της ηλικίας σου» είχε αποφανθεί εκείνη μετά την εξέταση. «Μην το πειράξεις και μολυνθεί. Θα περάσει μόνο του». Όμως αυτό, αντί να περάσει, είχε φουντώσει περισσότερο, σαν να τον προκαλούσε να το ζουλήξει. Ο Παύλος αντιστεκόταν στον πειρασμό, παρ’ όλο που το χέρι του όλο προς τα εκεί πήγαινε, κυρίως όσο διάβαζε. «Καυλόσπυρο είναι» τον είχε πληροφορήσει με ένα πονηρό γέλιο ο Πέτρος από το δικό του γραφείο στην άλλη πλευρά. «Θα έχεις μπόλικα από τέτοια τώρα που μπήκες στην εφηβεία» και είχε χαχανίσει σαν να το διασκέδαζε. «Εσύ γιατί δεν έχεις;» τον είχε ρωτήσει αθώα. «Γιατί εγώ...» είχε διστάσει ο Πέτρος για μια στιγμή και μετά είχε πει σαν να ήθελε να κρύψει κάτι: «Γιατί εγώ… γιατί εγώ κάνω μπάνιο κάθε μέρα!»
Αυτό με το μπάνιο ήταν ένα θέμα καθημερινό από τότε που ο Παύλος είχε μπει στην εφηβεία. «Βρομάς σαν βόθρος! Δεν κάνεις κάνα μπάνιο;» του έλεγε ο Πέτρος, μα εκείνος ανασήκωνε τους ώμους του. Μπάνιο έκανε μια φορά την εβδομάδα, και πολύ τού ήταν κατά τη γνώμη του. Και δεν καταλάβαινε πώς η μύτη του αδερφού του ήταν τόσο ευαίσθητη. Σε κανέναν από τους κολλητούς του δε μύριζε. Εντάξει, τα πόδια του μύριζαν λιγάκι μετά το ποδόσφαιρο, αλλά μόνο εάν έβγαζε τα παπούτσια του. Μια μυρουδιά που σ’ εκείνον άρεσε, στο κάτω κάτω. Δεν καταλάβαινε τους «θεατρινισμούς» του αδερφού του – γούρλωνε τα μάτια του, τάχα πως λιποθυμούσε ή πως έκανε εμετό. Κι αυτό στην αρχή, διότι τώρα, όποτε έφτανε η ώρα των παπουτσιών, του έλεγε ως μεγάλος και βάλε αδερφός: «Μην τολμήσεις και τα βγάλεις μέσα στο δωμάτιο, μαλακισμένο, γιατί την έβαψες! Έξω! ΚΑΙ τις κάλτσες! Και, εάν θες να μπεις στο δωμάτιο, τράβα και πλύνε τα βρομοπόδαρά σου και μετά να έρθεις!» και του έκλεινε την πόρτα κατάμουτρα. Που εδώ που τα λέμε, δεν είχε δικαίωμα να το κάνει αυτό, μιας και αυτό το δωμάτιο το είχε μαζί με τον Παύλο. 
—Έχω τεστ άλγεβρας αύριο, είπε τώρα ο Πέτρος γενικά στον αέρα με βαρύ ανάλογο ύφος. Πολύ διάβασμα...
Η Δανάη, που έπιασε το νόημα από τον… αέρα, χαμογέλασε ελαφρά αλλά συνέχισε να τρώει αμίλητη.
—Ούτε πέντε λεπτά δεν κάνεις μέχρι το φαρμακείο, του είπε ο πατέρας που κατάλαβε, βεβαίως κι αυτός, το υπονοούμενο. Και θα χωνέψεις καλύτερα...
—Έχει αποδειχτεί ιατρικά ότι χωνεύεις καλύτερα, εάν ξαπλώσεις...
—Άσε, θα πάω εγώ στο φαρμακείο, επενέβη τότε ο Παύλος.
—Με τι αντάλλαγμα; τον κοίταξε καχύποπτα ο αδερφός του.
—Τίποτε. Έτσι. Από αδερφική αλληλεγγύη...
«Μη χέσω!» είπε από μέσα του ο Πέτρος και μετά φωναχτά: 
—Οκέι. Αλλά έχω μάρτυρες πως δε θα ζητήσεις αντάλλαγμα..., συμπλήρωσε πάντα καχύποπτα.
—Οκέι.
Πάντως, ο Παύλος θα έπαιρνε αντάλλαγμα έτσι κι αλλιώς, όχι από τον Πέτρο αλλά από τη μητέρα του, μόνο που το κρατούσε κρυφό από όλους. Εάν γινόταν, θα το κρατούσε κρυφό κι από τον εαυτό του, που λέει ο λόγος. Οπωσδήποτε, όμως, δεν το παραδεχόταν ότι του άρεσε αυτό που γινόταν – δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Διότι, λέει, δεν ήταν πολύ «αντρικό» αυτό που γινόταν – να σε αγκαλιάζει και να σε φιλάει η μάνα σου σαν μωρό! Διότι αυτό έκανε η μητέρα του, όταν της πήγαινε το φαγητό. Φυσικά, όταν δεν ήταν κανείς πελάτης μπροστά. Αυτό της το είχε θέσει ως όρο απαράβατο ο Παύλος, ανεξάρτητα αν αυτή την ώρα, μεσημεριάτικα, ποτέ σχεδόν δεν υπήρχε ψυχή άλλη μες στο φαρμακείο. 
Αντίθετα με τον Πέτρο, ο Παύλος ήταν ανέκαθεν τρυφερός με τη μητέρα του και, όσο ήταν νήπιο, απολάμβανε φανερά τα μητρικά χάδια, τα οποία και ανταπόδιδε με το παραπάνω. Όλα τα χάδια της οικογένειας τα απολάμβανε – Δανάης, πατέρα και λοιπών συγγενών. Ο Πέτρος, από την πλευρά του, ούτε δεχόταν ούτε έδινε ποτέ του. Το είχε κάνει σαφές από πολύ νωρίς. Χάιδευε μόνο σκύλους και γάτες –και ό,τι άλλο ζώο τύχαινε να βρεθεί στην επικράτειά του– και από μια ηλικία και μετά (άγνωστη ακριβώς ποια) περιέλαβε και το γυναικείο (μη συγγενικό, βεβαίως) φύλο. Και για να ξαναγυρίσουμε στον Παύλο, αφήνοντας τη νηπιακή του ηλικία, είχε αρχίσει να προσέχει πιο πολύ το αντρικό του «ίματζ», το οποίο είχε αναλάβει φιλότιμα ο αδερφός του να φτιάξει – σύμφωνα με το δικό του, βεβαίως. «Κόψε τα μαμακίστικα μους μους, μικρέ, όσο είναι καιρός, αν θες να γίνεις σωστό αρσενικό» του έλεγε κάθε φορά που έβλεπε κάτι σχετικό. Και ο Παύλος τελικά τα είχε κόψει. Τουλάχιστον, φανερά. Και, όποτε η μητέρα του, η οποία ένιωθε την καλά κρυμμένη του επιθυμία για τέτοιες τρυφεράδες (διότι όλες οι μαμάδες τα νιώθουν αυτά), του τις έδινε, εκείνος την έσπρωχνε τάχα μου και, εάν ήταν κάποιος μπροστά, δεν την άφηνε ούτε καν να τον πλησιάσει. «Κομμένα αυτά είπα!» της έλεγε απότομα κι εκείνη καταλάβαινε.
............................................................................................



Περισσότερα για τη συγγραφέα :





































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου