Ο Γιάννης Ρίτσος (1 Μαΐου 1909 - 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Το έργο του συμπληρώνουν πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα. Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Πολιτικά ανήκε στην Αριστερά (συγκεκριμένα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).
Ο Ρίτσος νόσησε από φυματίωση, ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Αφού πέρασε από διάφορα σανατόρια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.
Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην Ε.Δ.Α. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και στην Κούβα. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο. Με το πέρας της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος έγινε ευρέως γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι κ.ά. Πολλά ποιήματα του Ρίτσου έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωστότερα εξ αυτών: Η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος αλλά και άλλα.
Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων του Ρίτσου περιλαμβάνονται το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1909 στη Μονεμβασιά. Ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας Ρίτσου. Ο πατέρας του Ρίτσου, Ελευθέριος, γεννήθηκε το 1872 και είχε καταγωγή από την Κρήτη. Ο Ελευθέριος Ρίτσος ήταν κληρονόμος τεράστιας κτηματικής περιουσίας και βασιλόφρων. Είχε συναναστροφές με τον κλήρο και είχε ελλιπείς γνώσεις καθώς τελείωσε μονάχα το δημοτικό. Η μητέρα του Ρίτσου ήταν η Ελευθερία Βουζαναρά, γεννημένη το 1879, κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο. Οι δυο τους παντρεύτηκαν όταν ήταν ακόμα εκείνη 13 ετών και είχε συμφωνηθεί ότι θα συζούσαν οριστικά μόλις τελείωνε το γυμνάσιο..
Το ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά, καθώς ο Ελευθέριος ήταν μανιώδης χαρτοπαίχτης και γυναικάς. Η οικογένεια Ρίτσου απέκτησε τελικά τέσσερα παιδιά, τη Νίνα το 1898, τον Δημήτρη το 1899, τη Σταυρούλα (Λούλα) το 1908 και τον Γιάννη το 1909.
Η οικογένεια ζούσε απέναντι από την Παναγία τη Χρυσαφίτισσα. Αργότερα εγκαταστάθηκε οριστικά, μετά τη γέννηση του Γιάννη, σε ένα σπίτι που αγόρασε ο Ελευθέριος στην είσοδο της καστροπολιτείας, δίπλα στα τείχη.
Νεανικά χρόνια
Το σπίτι του Γιάννη Ρίτσου, στη Μονεμβασιά, και η προτομή του.
Η ζωή του Ρίτσου κατά την παιδική του ηλικία στη Μονεμβασιά ήταν ανέμελη και πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια κοντά στη φύση. Η μητέρα του, που ήταν καλλιεργημένη, του έδειχνε πολλή αγάπη και τρυφερότητα. Η γιαγιά του η Άννα του έλεγε παραμύθια, όπως επίσης κι ένας Μωραΐτης, που φρόντιζε αυτόν και τη Λούλα, μετά τη δολοφονία του παππού τους το 1910. Ο Ρίτσος από μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών. Η μητέρα του τον υποστηρίζει απόλυτα σ' αυτή του την κλίση και θεωρεί πως κάποια μέρα θα διαδεχθεί τον Κωστή Παλαμά. Αργότερα τον εγγράφει ως συνδρομητή στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων.
Η ανεμελιά των παιδικών χρόνων σταματά με την έναρξη του σχολείου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να παίζει από τα να παρακολουθεί τα μαθήματα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται πολλές φορές όρθιος στη γωνία τιμωρημένος. Τα τετράδιά του ήταν γεμάτα ζωγραφιές. Είχε πει κι ο ίδιος κάποτε:
Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες, σβήνοντας τους αριθμούς.
Ενώ για τις τιμωρίες του έλεγε:
Σαν να μ' άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα.
Κι ακόμη:
Νομίζω πως ο άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του δεν ξέρει τι σημαίνει παραβίαση της απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις, έμαθα να δουλεύω την ποίηση, ξεπερνώντας τες.
Ο Ρίτσος ό,τι έχασε από το σχολείο το βρήκε στη βιβλιοθήκη της μητέρας του, όπου εκεί συνάντησε για πρώτη φορά την Αριστερά, πράγμα που ενοχλούσε τον πατέρα του.
Το 1917 η οικογένεια Ρίτσου δέχτηκε το πρώτο της οικονομικό πλήγμα: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του Ελευθέριου Βενιζέλου απαλλοτριώθηκαν τσιφλίκια ή δόθηκαν σε ακτήμονες. Οι Ρίτσοι, που δεν ήξεραν άλλη δουλειά, παρά μόνον αυτή, τα έχασαν σχεδόν όλα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο αδελφός του, που σπούδαζε, ασθένησε με τον προάγγελο της φυματίωσης, την υγρά πλευρίτιδα. Ο πατέρας ξόδεψε πολλά λεφτά για τη θεραπεία του γιου του χωρίς όμως επιτυχία. Το 1921 ασθένησε από φυματίωση και η μητέρα του. Ο Δημήτρης δεν τα κατάφερε και πέθανε από φυματίωση στις 6 Αυγούστου 1921, ενώ λίγο αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, όταν η μητέρα έμαθε για τον θάνατο του Δημήτρη, δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή στην Πορταριά Μαγνησίας. Στο ενδιάμεσο, η αδελφή του Νίνα, και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1921, είχε παντρευτεί τον χωροφύλακα του χωριού και είχε φύγει από το σπίτι, με αποτέλεσμα η Λούλα και ο Γιάννης να μείνουν μόνοι και να δεθούν πολύ.
Η Λούλα και ο Γιάννης ήρθαν πολύ κοντά μετά από αυτά τα τραγικά γεγονότα. Η μόνη παρηγοριά του ποιητή ήταν η αδελφή του και η ποίηση, ενώ τα μόνα έξοδα που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν η συνδρομή του περιοδικού, στο οποίο μάλιστα δημοσίευσε το 1924-1925 τις πρώτες του συνεργασίες με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα». Ο Γιάννης Ρίτσος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ενώ στο Γύθειο, γενέτειρα της μητέρας του, παρακολούθησε τα μαθήματα του γυμνασίου.
Η αρρώστια
Τον Σεπτέμβριο του 1925, ο Γιάννης Ρίτσος και η αδελφή του, Λούλα, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Εκεί έπιασαν ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Μπενάκη. Ο θείος Λεωνίδας, που ζούσε στο Λονδίνο και που τους είχε βοηθήσει και παλαιότερα, τους συνδράμει χρηματικά, ενώ η Λούλα έπιασε δουλειά, προετοιμάζοντας τις σπουδές της για τη Φιλοσοφική Σχολή. Ο Γιάννης από την άλλη δεν έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για όλα αυτά. Έπιασε αργότερα δουλειά ως δακτυλογράφος σε γραφείο ενός συμβολαιογράφου, στη βιβλιοθήκη του οποίου γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά κ.ά. Έως το 1926, τα πράγμα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια, ώσπου ένα πρωί η Λούλα είδε τον αδελφό της να κάνει αιμόπτυση στο λαβομάνο. Ο ιατρός της οικογένειας τον έστειλε στη Μονεμβασιά, όπου, όπως πίστευε, θα έβρισκε καλύτερη περιποίηση. Τελικά, μετά από τη δίμηνη παραμονή του στην Αθήνα, επέστρεψε στην πατρώα γη. Επιστρέφοντας ο Ρίτσος από τη Μονεμβασιά είχε έτοιμες δύο ποιητικές συλλογές: Στο Παλιό μας Σπίτι και το Δάκρυα και Χαμόγελα. Τον Ιανουάριο του 1927 η αιμόπτυση επανήλθε και ήταν βέβαιο πλέον ότι έπασχε κι αυτός από φυματίωση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 εισήλθε στο νοσοκομείο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου για τα επόμενα τρία χρόνια ήρθε σε επαφή με διάφορους αριστερούς και συνδικαλιστές. Ο «δάσκαλός» του είναι ο Βασίλης, ο οποίος θα εκτελεστεί αργότερα από τους Γερμανούς, στην Κατοχή.
Στο σανατόριο του «Σωτηρία» θα γνωριστεί με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Αντάλλασσαν ποιήματα ο ένας στον άλλον και λόγω της αγάπης τους για την ποίηση θα βρουν παρηγοριά. Ο ίδιος ο ποιητής αφηγείται στον Κ. Σταματίου:
Υπήρχε μια μεγάλη "αίθουσα υποδοχής" με το μοναδικό πιάνο με ουρά στη «Σωτηρία». Τ' απόγευμα, πήγαινα εκεί και έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική. Ακούγοντας το πιάνο η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της και έτσι γνωριστήκαμε.
Εκεί μέσα ανέπτυξαν θερμούς δεσμούς φιλίας οι δύο ποιητές. Μάλιστα ο ένας έχει αφιερώσει στον άλλον και ποιήματα.
Ο ποιητής, μετά το πέρας του τρίτου έτους της παραμονής του στο νοσοκομείο, δεν είχε πια λεφτά για την παραμονή του. Κατόπιν, τον μετέφεραν σε στρατιωτικό νοσοκομείο, για να καταλήξει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, ένα ερειπωμένο και άθλιο κατάλυμα. Οι συνθήκες εκεί ήταν απαράδεκτες. Έτσι, ο Ρίτσος στέλνει ένα γράμμα στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών και τονίζει τα προβλήματα που βιώνουν καθημερινά οι ασθενείς εκεί πέρα. Ο Ρίτσος θα πει αργότερα για εκείνη την εμπειρία του:
Στην Καψαλώνα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου σαν εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου.
Στην Καψαλώνα ο Ρίτσος, μαζί με άλλα ποιήματά του, από το προηγούμενο σανατόριο, συνθέτει τις πρώτες του ποιητικές συλλογές: Τρακτέρ και Πυραμίδες.
Δεκαετία 1930-1940
Τον Απρίλιο του 1931, η αδελφή του Λούλα παντρεύεται έναν μετανάστη από την Αμερική, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, ο οποίος θα συνδράμει οικονομικά και τον αδελφό της, τον Γιάννη. Έτσι, ο Ρίτσος θα βρει περισσότερο χρόνο για τη συγγραφή ποιήσεως.
Το 1932, την οικογένεια την ξαναβρήκε συμφορά: Ο πατέρας του Ρίτσου, που ζούσε μόνος στη Μονεμβασιά, δεν είχε τα προς το ζην και σε συνδυασμό με την άρνησή του για βοήθεια από τους συγχωριανούς του έχασε τα λογικά του και τρελάθηκε. Τον μετέφεραν εν τέλει το 1934 στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου.
Η αδελφή του που είχε πάει στην Αμερική επέστρεψε για να τον φροντίσει και εν τω μεταξύ είχε κλονιστεί πολύ κι αυτή με όλα αυτά που συνέβαιναν στην οικογένειά τους. Την περίοδο αυτή ο Ρίτσος προσπαθεί να ακολουθήσει το επάγγελμα του χορευτή και του ηθοποιού σε ένα θέατρο στην Κυψέλη, με τη διάσημη Ζωζώ Νταλμάς, αφού ο γάμος της αδελφής του δεν κράτησε πολύ και αναγκάστηκε να εργαστεί
Ο Επιτάφιος
9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης. Η ιστορική φωτογραφία που ενέπνευσε τον Επιτάφιο του Ρίτσου.
Το 1934 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Τρακτέρ, ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το Μάιο του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις είχαν κορυφωθεί στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μαΐου η μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών πνίγεται στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο Ριζοσπάστης, την επόμενη ημέρα, δημοσιεύει φωτογραφία, στην οποία αποτυπώνεται η μητέρα του Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από τη σορό του, μόνη στο μέσο της διασταύρωσης των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Η φωτογραφία συγκλόνισε τον ποιητή και ταυτόχρονα τον ενέπνευσε: Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο Ριζοσπάστης στις 12 Μαΐου του 1936 τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο Μοιρολόι.
Επιτάφιος - Απόσπασμα
V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
Ο Ρίτσος ολοκληρώνει τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδίδονται από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, τα οποία κάηκαν μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου του 1936. Το ποίημα αυτό έγινε ένα από τα γνωστότερα στο ελληνικό κοινό ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1936, ο Ρίτσος έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι παραστάσεις που έδινε ως χορευτής και ως ηθοποιός (και οι οποίες δεν τον έκαναν ιδιαίτερα υπερήφανο) τον ταλαιπώρησαν τόσο, που τον οδήγησαν στο να υποτροπιάσει η υγεία του. Αυτή τη φορά, από τον Οκτώβριο του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938, έζησε στο σανατόριο της Πάρνηθας, στο οποίο συγγράφει το Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα και την Εαρινή Συμφωνία, χάριν του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Οι συμφορές τόσο για την οικογένεια, όσο και για τον ίδιο συνεχίστηκαν, όταν η αδελφή του η Λούλα επισκέφτηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1937 την αδελφή τους και της είπε ότι είδε τον Θεό. Ακολούθως, θα κατευθυνθεί κι εκείνη στο Δαφνί, όπου βρισκόταν ο πατέρας της και μάλιστα στις 5 Νοεμβρίου 1938 θα δει να βγάζουν τη σορό του πατέρα της από τον απέναντι θάλαμο. Ο Ρίτσος εμπνεύστηκε από τα παθήματα της αδελφής του και θα γράψει το ποίημα Τραγούδι της Αδελφής μου, για το οποίο ο Κωστής Παλαμάς θα γράψει στο τελείωμα του τετράστιχου: «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις.».
Θα βρείτε την Εαρινή Συμφωνία εδώ :
Τραγούδι της Αδελφής μου
Στην αδελφή μου ΛΟΥΛΑ
Στους τρικυμισμένους καθρέπτες
Των λυγμών
Θραύεται το ήρεμο πρόσωπο
Της αιωνιότητας
Κι όμως ακόμη ακούμε εντός μας
Το φλοίσβισμα της ηρεμίας.(Διαβάστε ολόκληρο το ποίημα κάνοντας click ΕΔΩ)
Στις 30 Νοεμβρίου 1937, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον δέχτηκε ως μέλος της με 22 ψήφους μεταξύ 27. Φεύγοντας από το σανατόριο, προσλήφθηκε από το Βασιλικό Θέατρο. Εκεί γνώρισε τον Μάνο Κατράκη· η φιλία τους θα κρατήσει για πάντα. Εκεί συνάντησε και τον Τάκη Φιλιακό, που είχαν ήδη γνωριστεί και αργότερα θα μεταπηδήσουν στην Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Ι. ή Γ. Βάμβας. Το 1940 θα εκδοθεί το Εμβατήριο του Ωκεανού, αλλά τα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τον πρόλαβαν και εγκαταστάθηκε κατάκοιτος στο σπίτι του Τάκη Φιλιακού. Κατόπιν εντάχθηκε και στο Μορφωτικό Τμήμα του Ε.Α.Μ.
Ο ηθοποιός Στέλιος Βόκοβιτς, βλέποντάς τον να πεινά, να είναι άρρωστος και δυστυχής, απευθύνθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις και ο Αλέκος Λιδωρίκηέγραψε ένα άρθρο για τη σωτηρία του ποιητή και πρότεινε δημόσιο έρανο. Οι προσφορές έφτασαν, αλλά ο Ρίτσος τις αποποιήθηκε
Εμβατήριο του Ωκεανού
(απόσπασμα)
[...]
ΠΙΣΩ απ’ τους βράχους έρπει ερημικήη ασημένια σκέψη της σελήνης.
Στο παιδικό προσκέφαλο γυαλιστερά κοχύλιακυανές φωνές του ωκεανού στον ύπνοοι Σειρήνες με λύρες από κόκαλα ψαριών.
Ω Θεά του μακρινού νησιούστο πελαγίσιο σου άντρο οι σταλακτίτεςκι αν μελωδούν τον ύπνο της ωχρής γαλήνηςκι αν το λαμπρό σου στήθος αμιλλάταιτον μπλαβό κύκλο του έναστρου πελάγουκι είναι ένα στέφανο ξανθό από μέλισσεςγύρω στην κρήνη όπου το φως εισδύει αδιόρατοαρωματίζοντας τη σκιά των τρισμεγάλων δέντρων—το ξέρεις πως θα φύγει ο πολυμήχανος.
Ο Λαέρτης με το σκύλο του πάνω στο βράχοθα περιμένει μάταια.
Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνόςχρυσός απ’ τ’ αυγινό νερόμε ορθή την ήβη σχεδιασμένη στην κορνίζα του ήλιουφεύγαν η Ναυσικά κι οι ωραίες παρθένες έντρομεςπίσω απ’ τα δέντρακαι τα γυμνά τους πέλματα μετέωραλαός περιστεριών από άσπρο φωςφτερούγιζαν στην πράσινη αντανάκλαση της χλόης.
…Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσατο βραδινό τραπέζι μας λιτό.Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξηκαι το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζεστα ελληνικά χωμάτινα λαγήνιασκηνές από την Τροία.
Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρακι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυσκυφτή και λυπημένη κάτω απ’ τ’ άστρακαι στα περβάζια του νησιού στενάζαν τα κορίτσιαπου αρραβωνιάστηκαν τον Οδυσσέα.[...]
[...]
ΠΙΣΩ απ’ τους βράχους έρπει ερημικήη ασημένια σκέψη της σελήνης.
Στο παιδικό προσκέφαλο γυαλιστερά κοχύλιακυανές φωνές του ωκεανού στον ύπνοοι Σειρήνες με λύρες από κόκαλα ψαριών.
Ω Θεά του μακρινού νησιούστο πελαγίσιο σου άντρο οι σταλακτίτεςκι αν μελωδούν τον ύπνο της ωχρής γαλήνηςκι αν το λαμπρό σου στήθος αμιλλάταιτον μπλαβό κύκλο του έναστρου πελάγουκι είναι ένα στέφανο ξανθό από μέλισσεςγύρω στην κρήνη όπου το φως εισδύει αδιόρατοαρωματίζοντας τη σκιά των τρισμεγάλων δέντρων—το ξέρεις πως θα φύγει ο πολυμήχανος.
Ο Λαέρτης με το σκύλο του πάνω στο βράχοθα περιμένει μάταια.
Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνόςχρυσός απ’ τ’ αυγινό νερόμε ορθή την ήβη σχεδιασμένη στην κορνίζα του ήλιουφεύγαν η Ναυσικά κι οι ωραίες παρθένες έντρομεςπίσω απ’ τα δέντρακαι τα γυμνά τους πέλματα μετέωραλαός περιστεριών από άσπρο φωςφτερούγιζαν στην πράσινη αντανάκλαση της χλόης.
…Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσατο βραδινό τραπέζι μας λιτό.Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξηκαι το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζεστα ελληνικά χωμάτινα λαγήνιασκηνές από την Τροία.
Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρακι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυσκυφτή και λυπημένη κάτω απ’ τ’ άστρακαι στα περβάζια του νησιού στενάζαν τα κορίτσιαπου αρραβωνιάστηκαν τον Οδυσσέα.[...]
Κατοχή, αντίσταση, διώξεις
Σχεδόν σε όλη την Κατοχή ο Ρίτσος ήταν καθηλωμένος από την ασθένειά του. Αρχικά συγκατοικούσε με την Έλλη Αλεξίου στην Καλλιθέα και αργότερα με το ζεύγος Τάκη Φιλιακό και Μιράντας Βούλγαρη. Εκείνη την περίοδο γράφει το μυθιστόρημα Στους πρόποδες της σιωπής, το οποίο φτάνει σχεδόν τις 1000 σελίδες και συνήθιζε να το διαβάζει σε όσους τον επισκέπτονταν. Με τα γεγονότα των Δεκεμβριανών, πολλές σημειώσεις και ποιήματα του Ρίτσου καίγονται από το πρόσωπο στο οποίο τα είχε εμπιστευτεί να τα φυλάει, λόγω φόβου. Ωστόσο, ο Ρίτσος είχε διαφύγει από την Αθήνα με πολλούς οπαδούς του Ε.Α.Μ., που κατευθύνονταν προς τη βόρεια Ελλάδα. Σε αυτή του τη σκληρή δοκιμασία γράφει το μονόπρακτο Η Αθήνα στ' άρματα. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) επιστρέφει στην Αθήνα και γράφει στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα ενώ μέσω αυτού δημοσίευε και ποιήματα υπό το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλιώτης. Την περίοδο εκείνη γνωρίστηκε με σπουδαίους ποιητές, όπως τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Τάσο Λειβαδίτηκ.ά., όπως επίσης και τη μελλοντική του γυναίκα (1947). Αξιοσημείωτα έργα εκείνη την εποχή ήταν το Ο σύντροφος μας Νίκος Ζαχαριάδης και το Υστερόγραφο της δόξας, που αναφέρονταν στον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος είχε αποκηρυχθεί από το Κ.Κ.Ε.
Ρωμιοσύνη
Ρωμιοσύνη
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
http://users.uoa.gr/
Μεταξύ του 1945 και 1947 συγγράφει τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Το 1948 εξορίζεται στη Λήμνο και συγκεκριμένα στο Κοντοπούλι. Εκεί θα αρχίσει να ζωγραφίζει ακουαρέλες και να κάνει σκίτσα συγκρατουμένων, ενώ παράλληλα θα ξεκινήσει και αλληλογραφία με την Καίτη Δρόσου, που στη συνέχεια θα γίνουν δελτάρια, με λίγες λέξεις. Κατόπιν, θα αρχίσει αλληλογραφία και με την αδελφή του Λούλα. Στη Λήμνο ο ποιητής τον Φεβρουάριο του 1949 γράφει το Καπνισμένο Τσουκάλι.
Καπνισμένο Τσουκάλι
Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει, μας κυνηγάει
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος
Τον Μάιο του 1949 μεταφέρθηκε στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να μη μιλά για αυτό το μέρος, παρά μόνο μέσω των ποιημάτων του. Τα χειρόγραφα της Μακρονήσου διασώθηκαν από τον Μάνο Κατράκη σε μπουκάλια που θάφτηκαν στη γη. Τα πήρε μαζί του έπειτα, στον Άη Στράτη. Από το «Αναμορφωτήριο της Μακρονήσου» απολύθηκε τον Ιούλιο του 1950. Παρόλα αυτά φυλακίστηκε ξανά, ενώ ήταν βαριά άρρωστος. Η παραμονή του ήταν βραχύχρονη στο νησί και μεταφέρθηκε στον Άη Στράτη. Στο ενδιάμεσο υπήρξε εκστρατεία στο εξωτερικό για την απελευθέρωση του ποιητή. Εξέχοντες προσωπικότητες που βρέθηκαν στο πλευρό του μεταξύ άλλων ήταν ο Πάμπλο Πικάσο, ο Πάμπλο Νερούδα και ο Λουί Αραγκόν.
Στις 30 Μαρτίου του 1952 εκτελούνται ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του. Στην Αθήνα διαμένει με τους Φιλιακούς. Ο Ρίτσος επηρεασμένος από το γεγονός γράφει το ποίημα Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο, το ποίημα κυκλοφόρησε με σκίτσο του Μπελογιάννη, φιλοτεχνημένο από τον Πάμπλο Πικάσο. Τον Αύγουστο του 1952 ο Ρίτσος απολύεται πλέον οριστικά. Στην Αθήνα διαμένει ξανά με τους Φιλιακούς. Το 1953 κυκλοφορούν μεταφράσεις του ποιητή ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ, ενώ το 1954 εκδίδεται η Αγρυπνία, που περιελάμβανε τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η Αγρυπνία γράφτηκε στα χρόνια της εξορίας και τη μετέφερε, μαζί με έργα του ζωγραφικής, στον διπλό πάτο της βαλίτσας του, φεύγοντας από τον Άη Στράτη. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1954 παντρεύεται με τη Γαρυφαλιώ Γεωργιάδου ή Φαλίτσα, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί ο ίδιος, και τον Αύγουστο του 1955 γεννιέται η μονάκριβη κόρη τους, Έρη Ρίτσου.
Κυρά των Αμπελιών
Κυρά των Αμπελιών
Κυρά των αμπελιών
που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα
τα σπίτια των αϊτών και των τσοπάνων.
Πάνω στη φούστα σου ο Αυγερινός.
Δύο αγουροξυπνημένες μέλισσες
κρεμούσανε στ’ αυτιά σου σκουλαρίκια
και τα πορτοκαλάνθη σου έφεγγαν
τη μαύρη την καμένη στράτα.
που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα
τα σπίτια των αϊτών και των τσοπάνων.
Πάνω στη φούστα σου ο Αυγερινός.
Δύο αγουροξυπνημένες μέλισσες
κρεμούσανε στ’ αυτιά σου σκουλαρίκια
και τα πορτοκαλάνθη σου έφεγγαν
τη μαύρη την καμένη στράτα.
Ο Ρίτσος το 1956 θα γνωριστεί με τον Νίκο και τη Νανά Καλλιανέση, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει έναν νέο εκδοτικό οίκο, τις εκδόσεις Κέδρος. Ο «Κέδρος» θα γίνει το συγγραφικό «σπίτι» του Γιάννη Ρίτσου, καθώς μέσω αυτού εξέδωσε μεγάλα του έργα, όπως η Σονάτα του Σεληνόφωτος κ.ο.κ., ενώ θα εκδώσει και διάφορες μεταφράσεις ξένων συγγραφέων, όπως του Τολστόι. Η Νανά με τον Ρίτσο δέθηκαν με στενούς δεσμούς φιλίας έκτοτε. Η Νανά συμπαραστάθηκε στον Ρίτσο αλλά και στο έργο του από την πρώτη στιγμή μέχρι και τις κατοπινές του δυσκολίες. Ο Ρίτσος με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος θα παραλάβει το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης κι από εκεί κι έπειτα ξεκίνησε και η διεθνής αναγνώριση. Το 1956 τον προσκάλεσαν στη Σοβιετική Ένωση μαζί με άλλους διανοούμενους της εποχής. Επιστρέφοντας από το πολυπόθητο ταξίδι κάθε αριστερού της εποχής, γράφει και δημοσιεύει στην εφημερίδα Αυγή 36 κείμενα με τίτλο «Η Σοβιετική Ένωση σήμερα». Κατόπιν ακολούθησαν άλλα δύο ταξίδια: στη Ρουμανία, όπου ταξίδεψε με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγγελο Τερζάκη και Μενέλαο Λουντέμη. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Τσεχοσλοβακία. Γύρω στο 1960 είχε ολοκληρώσει την Ανθολογία Ρουμανικής Ποίησης και με την επιστροφή του από την Τσεχοσλοβακία εργαζόταν στην Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων Ποιητών. Εκείνη την περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί 6 ποιήματα του Ρίτσου από τον Επιτάφιο, με ερμηνευτή τον μεγάλο Έλληνα τραγουδιστή Γρηγόρη Μπιθικώτση. Στη δεκαετία του 1960 ο Ρίτσος γράφει ποιήματα για τους Γρηγόρη Λαμπράκη και Σωτήρη Πέτρουλα. Προς το τέλος της δεκαετίας θα μελοποιηθεί ξανά από τον Μίκη Θεοδωράκη και η Ρωμιοσύνη, ενώ τέλος η εξορία θα τον ξαναβρεί το 1967 με τη χούντα των Συνταγματαρχών.
Διαβάστε την Σονάτα του Σεληνόφωτος εδώ:
1967-1973: η Δικτατορία
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου το ζεύγος Φιλιάκου και ο Ρίτσος όδευαν προς στο σπίτι, όπου συγκατοικούσαν. Στο Σταθμό Λαρίσης αντικρίζουν τανκς. Ο Τάσος Φιλιάκος λέει πως θα γυρίζουν πολεμική ταινία, ο Ρίτσος αμέσως κατάλαβε: «Τι ταινία! Πραξικόπημα είναι». Φτάνοντας στην οδό Παπαναστασίου, όπου έμεναν, ο Ρίτσος ετοίμασε τις βαλίτσες του, περιμένοντας να έρθουν τον πάρουν. Οι φίλοι του τού είπαν να κρυφτεί. Εκείνος αρνήθηκε. Στις 6 το πρωί τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στον Ιππόδρομο (Παλαιό Φάληρο), όπου ήταν ήδη συγκεντρωμένοι διάφοροι δημοκράτες και αριστεροί. Μετά από λίγες μέρες οδηγείται ξανά στην εξορία, με προορισμό τη Γυάρο («το νησί του διαβόλου», όπως το έλεγαν από τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου). Ωστόσο, συνέλαβαν και τη γυναίκα του Φαλίτσα, την οποία την κράτησαν στο Βαθύ Σάμου σε συνθήκες απομόνωσης. Αυτό κράτησε λίγο, καθώς μετά από δύο εβδομάδες την άφησαν ελεύθερη. Εκείνη, που ήδη είχε ενημερωθεί από τον Ρίτσο πού βρίσκεται, ταξιδεύει στη Σύρο, για να μπορέσει να του στείλει κάποια χρειώδη.
Στην Ευρώπη ιδιαίτερα, η διεθνής κοινότητα αρχίζει και εναντιώνεται στη χούντα των Συνταγματαρχών. Διαδηλώσεις και εκκλήσεις για την απελευθέρωση των κρατουμένων, καθώς και καταγγελίες αναγκάζουν τους δικτάτορες να βελτιώσουν το φαίνεσθαι, έτσι κλείνουν το στρατόπεδο στη Γυάρο και το μεταφέρουν σε δύο χωριά της Λέρου, στο Λακκί και στο Παρθένι. Την 1η Ιουλίου μετέφεραν και τον Ρίτσο. Άλλο ένα δημιούργημα θα περιληφθεί στην Τέταρτη Διάσταση, ο μονόλογος Αίας, που τον ξεκίνησε αμέσως μετά την άφιξή του στη Λέρο τον Αύγουστο. Ήδη από την παραμονή του στη Γυάρο (αλλά και πιο πριν) θα ανακαλύψει άλλο ένα καλλιτεχνικό ιδίωμα, τη ζωγραφική, το οποίο θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του.
Για το Εικαστικό έργο του Γιάννη Ρίτσου δείτε εδώ:
Το 1968, οι πολιτικές εξελίξεις έρχονται να ταράξουν τον ποιητή. Αρχικά, έρχεται η διάσπαση του Κ.Κ.Ε. σε ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού τον Φεβρουάριο. Και τον Αύγουστο, τα τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία. Η απογοήτευσή του έκτοτε θα αποτυπωθεί αλληγορικά σε διάφορα ποιήματά του.
Την ίδια χρονιά η Φαλίτσα, η γυναίκα του, ανησυχούσε για την υγεία του Γιάννη. Έτσι ταξιδεύει στη Λέρο, όπου αρχικά δεν της επέτρεψαν να τον δει. Όμως το επάγγελμά της την βοήθησε να τα καταφέρει, καθότι ιατρός. Με συνοδεία ενός συναδέλφου της και του στρατοπεδάρχη την οδήγησαν σε αυτόν, χωρίς όμως να τους επιτραπεί να ανταλλάξουν την παραμικρή κουβέντα την ώρα που τον εξέταζαν.
Στις 16 Ιουνίου, ο ποιητής ξύπνησε με αιματουρία και ίλιγγο, καθώς και πόνους στα νεφρά. Ο στρατιωτικός ιατρός μιλά για νεοπλασία στην ουροδόχο κύστη. Κατόπιν τον μετέφεραν στον Άγιο Σάββα, όπου επιβεβαιώθηκε πως έχει καρκίνο. Στο νοσοκομείο χειρουργείται και τέλος στις 12 Σεπτεμβρίου επέστρεψε ξανά στη Λέρο. Η εξορία του στη Λέρο τελειώνει, όταν στις 19 Οκτωβρίου του ανακοινώθηκε η απόλυσή του. Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Σάμο, όπου είχε κατ' οίκον περιορισμό. Κρυφά, πήρε μαζί του ποιήματα και ακουαρέλες, τα οποία τα είχε κρύψει στον διπλό πάτο της βαλίτσας του.
Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα
Σχήματα διαλυμένα, κινούμενα· - η πολλαπλή ανησυχία
κ' η επίβουλη ρευστότητα - ν' ακούς το θόρυβο του νερού ολόγυρά σου
αστάθμητο, βαθύ, ανεξέλεγκτο· κ' εσύ ανεξέλεγκτος, ελεύθερος σχεδόν.
Ήρθαν, σε λίγο, απορημένες γυναίκες
και κάτι γέροντες μαζί, με σταμνιά, τενεκέδες, κατσαρόλες,
πήραν νερό για τις ανάγκες του σπιτιού. Το νερό πήρε στάσεις.
Σώπασε το ποτάμι σα ν' άδειασε. Νύχτωνε. Κλείσαν οι πόρτες.
Μονάχα μια γυναίκα, χωρίς στάμνα, απόμεινε έξω, στον κήπο,
διάφανη, υδάτινη στο φεγγαρόφωτο, μ' ένα λουλούδι στα μαλλιά της.
15.V.68
(Από την έκδοση)
https://www.politeianet.gr/
Στη Σάμο, ο ποιητής θα συνεχίσει να δημιουργεί. Εκεί γράφει τη συλλογή Κιγκλίδωμα, το οποίο αναφέρεται στο τρομοκρατικό κλίμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Παράλληλα, παρακολουθεί ελληνόφωνους σταθμούς του εξωτερικού. Στη Σάμο, ο ποιητής θα ζήσει την απόλυτη μοναξιά λόγω του περιορισμού του, θα νιώσει την κατάλυση της δημοκρατίας, μιας και όχι απλώς δεν του επέτρεπαν να κυκλοφορεί, αλλά ούτε και να αλληλογραφεί. Η κάθε του κίνηση παρακολουθούνταν είτε από το ΕΑΤ-ΕΣΑ είτε από τους χαφιέδες. Του είχε στοιχίσει που δεν μπορούσε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους, παρά μόνο με την οικογένειά του, μάλιστα πολλοί φοβόντουσαν να του πουν και καλημέρα. Αν και αποκομμένος, οι τρεις συλλογές του Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα γραμμένες σε τσιγαρόχαρτο θα βγουν κρυφά από την Ελλάδα, το 1969, με τη βοήθεια της Χρύσας Προκοπάκη με κατεύθυνση τη Γαλλία. Το 1971 θα εκδοθούν στη Γαλλία, σε μια δίγλωσση έκδοση που προλόγιζε ο Λουί Αραγκόν[43]. Εκεί, έλαβε και ο Μίκης Θεοδωράκης τα Λιανοτράγουδα, τα οποία και μελοποίησε και κυκλοφόρησε αργότερα υπό τον τίτλο 18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας.
Το 1970 ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα ήρθε για να βρει τον ποιητή: Πεθαίνει η αδελφή του, η Νίνα. Αυτό θα γίνει η αφορμή για να γράψει το ποίημα Η Ελένη. Τη χρονιά εκείνη ο Ρίτσος εμφανίστηκε ξαφνικά στην Αθήνα. Προσκλήθηκε ως τιμώμενο πρόσωπο στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Λονδίνου, μαζί με τον Πάμπλο Νερούδα. Οι δικτάτορες δεν μπορούσαν να του απαγορέψουν να πάει. Έτσι, ο Στυλιανός Παττακός τον κάλεσε στο γραφείο του ώστε να τον αποτρέψει να αναφερθεί αρνητικά για το καθεστώς· ο Ρίτσος αρνήθηκε, παίρνοντας πάλι την άγουσα για τη Σάμο και το Καρλόβασι. Παρόλα αυτά, δεν κάθισε έκτοτε πολύ στη Σάμο, καθώς η υγεία του χειροτέρεψε. Τον Δεκέμβριο του 1970 χειρουργήθηκε στη Γενική Κλινική Αθηνών. Από εκεί κι έπειτα παρέμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του, στο διαμέρισμα της οδού Μιχαήλ Κόρακα, ενώ προηγουμένως, τον Οκτώβριο, αίρεται και ο κατ' οίκον περιορισμός.
Πέρασε πια ο καιρός των ανταγωνισμών· στερέψανε οι επιθυμίες·ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότηταςόπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις —έστω αδιάφορες,μα πάντα πραϋντικές— η νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,φτιάχνοντας πότε πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.
Λίγο λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν· άλλωστεμήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια·εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,τα κρεβάτια που πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια· — πάντοτε κούφιασαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων· —απόξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα που περιέχουνπατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.
http://www.greek-language.gr/
Το 1972 ο Ρίτσος γράφει το Κωδωνοστάσιο και την Γκραγκάντα, τα οποία θα περιέλθουν στη συλλογή Γίγνεσθαι. Και τα δύο ποιήματα, κυρίως το δεύτερο, είναι μια προσπάθεια από τον ποιητή να ξεφύγει από τα χαλεπά γεγονότα που ζούσε εκείνη την εποχή. Στην Γκραγκάντα ο Ρίτσος συνοψίζει θεματικά και μορφικά όλη του την ποιητική εμπειρία, σπάζοντας και ξεπερνώντας την κοινωνική πραγματικότητα.
Τον Μάρτιο του 1973, κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του αντιδικτατορικού περιοδικού Συνέχεια. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, σε αυτό το τεύχος, θα αναφερθεί στον Ρίτσο. Στο τεύχος συμμετέχει και ο ίδιος ο ποιητής με δύο αυτοσχόλια. Κατόπιν, τον Απρίλιο, ο Μαρωνίτης συνελήφθη και βασανίστηκε (το περιοδικό είχε σύντομη ύπαρξη, καθώς και μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου η χούντα το απαγόρευσε).
Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς (1973) συλλαμβάνεται η Νάνα Καλλιανέση, η εκδότρια του Κέδρου, κατηγορούμενη για υπόθαλψη αντιστασιακών κινήσεων καθώς και για έκδοση κομμουνιστικών βιβλίων. Ο εγκλεισμός θα της κλονίσει την υγεία. Ο Ρίτσος έκανε μια δημόσια εμφάνιση στις 15 Νοεμβρίου (1973), συμμετέχοντας σε διαδήλωση.
Στις 17 Νοεμβρίου 1973, ο ποιητής θα ζήσει από κοντά τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Την επόμενη μέρα θα αναχωρήσει με προορισμό τον Κάλαμος Αττικής όπου θα συνθέσει το Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας, όπου αναλύει με τρόπο ποιητικό το χρονικό εκείνης της εξέγερσης. Η εξέγερση εκείνη ήταν η αρχή του τέλους για τη δικτατορία. Ακολούθως, έπονται τα γεγονότα στην Κύπρο, με το πραξικόπημα του Νίκου Σαμψών. Μια νέα τραγωδία ακολουθεί, καθώς χιλιάδες άνθρωποι ξεριζώνονται από τα σπίτια τους, αγνοούνται, και πεθαίνουν. Ο Ρίτσος παρακολουθεί με ταραχή τα γεγονότα αυτά από τη Σάμο. Αμέσως, όπως κάθε φορά, αρχίζει και αποτυπώνει τις σκέψεις του στο χαρτί: επιστρέφει στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο και συνθέτει το ποίημα Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο. Η συμφορά αυτή στην Κύπρο, ήταν το εφαλτήριο για την πτώση και της δικτατορίας. Το καλοκαίρι του 1974, η δικτατορία ήταν παρελθόν και ξεκινούσε η μεταπολίτευση.
Διαβάστε το Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας εδώ
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ "Ημερολόγιο μιας εβδομάδας" του Πολυτεχνείου
Διαβάστε το Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας εδώ
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ "Ημερολόγιο μιας εβδομάδας" του Πολυτεχνείου
Μεταπολίτευση
Ο Ρίτσος έπειτα από είκοσι χρόνια επισκέπτεται ξανά τη Μονεμβασιά, τη γενέθλια γη. Αρχίζει πάλι να εμπνέεται και συνθέτει κι άλλα ποιήματα, που αφορούν την αγάπη και τη μνήμη. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1974 πεθαίνει ο συγγραφέας Κωστής Βάρναλης και ο Ρίτσος θα απαγγείλει ένα ποίημα στην κηδεία, το Χαιρετισμός στον Ποιητή.
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης θα γίνουν τα χρόνια της αναγνώρισης για τον ποιητή. Αρχίζουν οι βραβεύσεις και οι διακρίσεις. Αρχίζει και γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό, ακόμα και σε αυτούς που δε γνωρίζουν από ποίηση ή δεν ασχολούνται. Τα μέσα δημοσιεύουν άρθρα και φωτογραφίες του. Μετά από εξορίες, διώξεις και απομόνωση, η αγάπη του κόσμου εκφράζεται με πρωτόγνωρες εκδηλώσεις. Εκείνος αρχίζει και ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να παραλάβει βραβεία που του δόθηκαν. Το 1975, παραλαμβάνει από τη Βουλγαρία, το Διεθνές Βραβείο Γκεόργκι Δημητρόφ. Έπειτα από την Ιταλία, το 1976 το Αίτνα-Ταορμίνα κ.ά.
Το 1977, θα κερδίσει την ύψιστη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών: Το Βραβείο Λένιν, για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών. Ο Ρίτσος θα το δεχτεί με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Τη χρονιά αυτή γράφει Το Τερατώδες Αριστούργημα, κλείνοντάς το με το ποίημα Γίγνεσθαι. Ο υπότιτλος του έργου αυτού είναι «Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα».
Τα ταξίδια και οι διακρίσεις θα συνεχιστούν και τα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά, ο Ρίτσος, που είχε προταθεί πάνω από δύο φορές για το Βραβείο Νόμπελ, λέγεται ότι δεν το πήρε για πολιτικούς λόγους, καθώς, ως αναφέρεται, η Σουηδική Ακαδημία πολλές φορές εκπληρώνει πολιτικούς σκοπούς.
Το 1980 ήταν η χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας. Ο Ρίτσος ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση προσκεκλημένος για να τους παρακολουθήσει. Αργότερα θα ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για τα Δημήτρια, όπου θα ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης της πόλης.
Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο Στρατής Τσίρκας. Ο Ρίτσος συνέθεσε έναν ποίημα για εκείνον. Γενικότερα, ο Ρίτσος συνεχίζει και γράφει, ασταμάτητος, ποιήματα.
Το 1984 πεθαίνει ο Μάνος Κατράκης, επιστήθιος φίλος και συνεξόριστος του Ρίτσου. Το γεγονός τον βυθίζει στο πένθος. Κατόπιν, έπονται κι άλλοι θάνατοι φίλων του, όπως της Νανάς Καλλιανέση, του Τάσου Λειβαδίτη, του Τάσσου και του Γιάννη Τσαρούχη. Οι εξελίξεις αυτές θα του δημιουργήσουν ένα συναίσθημα μεγάλης ερήμωσης.
Οι διακρίσεις θα συνεχιστούν κι αυτή τη δεκαετία. Το 1987 ο δήμαρχος της Αθήνας του δίνει το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής της Πόλης. Αργότερα ο Ρίτσος ταξιδεύει στην Κύπρο, όπου θα του δοθεί ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ΄. Εκείνο το ταξίδι έμελλε να είναι και το τελευταίο του εκτός συνόρων. Στις 3 Σεπτεμβρίου ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη Σάμο. Θα την αποχαιρετήσει με το ποίημα του, Το Τελευταίο Καλοκαίρι (τρόπον τινά, προφητικό)
Το τελευταίο καλοκαίρι
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών.Καιρός να ετοιμάσεις τις τρεις βαλίτσες
— τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα
που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
Εγώ,τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη,
θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα,
μάλλον πως έχω αφαιρέσει πολλά,
καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο
κάτω απ’ τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο.
Καρλόβασι, 3.IX.89https://www.thelook.gr/
Θάνατος
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990. Η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του, τη Μονεμβασιά. Άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.
Μόσχα - Βραβείο Λένιν
Βραβεύσεις
Πρώτο Κρατικό Βραβείο ποίησης "Η Σονάτα του σεληνόφωτος" (1956)
Μέγα διεθνές βραβείο ποίησης (Βέλγιο, 1972)
Διεθνές βραβείο "Γκεόργκι Δημητρώφ" (Βουλγαρία, 1975)
Mέγα βραβείο ποίησης "Αλφρέ ντε Βινύ" (Γαλλία, 1975)
Διεθνές βραβείο "Αίτνα-Ταορμίνα" (Ιταλία, 1976)
"Βραβείο Ειρήνης του Λένιν" (ΕΣΣΔ, 1977)
Διεθνές βραβείο "Μποντέλο" (1978)
Μεταφράσεις του έργου του
Εκτεταμένη ποιητική απόδοση των έργων του Ρίτσου έχει εκδοθεί (δίγλωσση) στην περσική γλώσσα από τον Πέρση ποιητή Φερεϊντούν Φαριάντ, φίλο του Ρίτσου, που πήρε για την εργασία του αυτή το Ελληνικό Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης το 2006.
Ω, η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ ένα πρέπει ή δεν πρέπει,λες κι ήταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείαςπου χώρισε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισετο ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το απ’ τη μέση και κάτω.
Πολύ τη λυπόμουν. Παρά λίγο να βλάψει και μένα. Αν την δοξάσανε τόσοήταν γιατί τους γλίτωσε απ’ το να πράξουν το ίδιο. Στο πρόσωπό τηςτιμήσαν τη δική τους αντίθεση νεκρή· — αυτοσυχωρέθηκαν,αθωώθηκαν και ησύχασαν.Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα,θα την είχαν μισήσει. Μοναδική της σκέψηήταν ο θάνατος. Και τώρα λέω: μια κι ήξερεότι δεν ήταν τρόπος να τον αποφύγει, αντί να τον προσμένειαργά, βαριά, γερνώντας ανωφέλευτα, προτίμησενα τον προλάβει, να τον προκαλέσει μάλιστα, στ’ όνομαμιας πονηρής κι ιταμής γενναιοφροσύνης, αντιστρέφοντας το φόβοόλης της ζωής και της επιθυμίας της σε ηρωισμό, αντιστρέφονταςτον ίδιο της αναπότρεπτο θάνατο σε μιαν ευτελή αθανασία,ναι, ναι, ευτελή, παρόλη της την εκτυφλωτική λαμπρότητα. Πώς το άντεξε, θε μου,αυτή η αιώνια φοβισμένη ώς το θυμό, η αιώνια τρομαγμένημπροστά στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα,μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό;Ποτέ τηςδεν άφησε τον Αίμονα να της αγγίξει το χέρι. Πάντα μαζεμένησάμπως για να μη χάσει τίποτε, αναδιπλωμένη στον εαυτό της,με το ’να χέρι της χωμένο στο μανίκι του άλλου,με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με τα φρύδια σμιγμένα,πρόθυμη μόνο να παρασταθεί σ’ όλες τις δυστυχίες,νιώθοντας ίσως περηφάνια για την δυστυχία της — ποιά δυστυχία;
Ποτέ της δε φόρεσε ένα κόσμημα· ώς και τον αρραβώνα τηςτον καταχώνιασε σ’ ένα σεντούκι, περιφέρονταςτη σκοτεινή αλαζονεία της μες στις νεανικές παρέες μας,επισείοντας πάνω απ’ τα γέλια μας το σκυθρωπό της βλέμμασα γυμνό ξίφος ματαιότητας.Κι αν, κάποτε,έκανε να βοηθήσει στο τραπέζι, να φέρει ένα πιάτο, μιαν υδρία,θαρρείς πως κουβαλούσε στις παλάμες της ένα γυμνό κρανίοκαι τ’ ακουμπούσε ανάμεσα στους αμφορείς. Κανείς πια δε μεθούσε.
Είπαν για τον Γιάννη Ρίτσο
Αν κάποιος θα ’θελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα, θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό· στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία· στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατεσπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις. Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το «υπαινικτικά» λέει περισσότερα για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς. Με προσωπεία και δάνειες φωνές αρθρώνει την αλήθεια του. […]
Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), τέσσερα θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του χαλκέντερου δημιουργού.
Χρύσα Προκοπάκη, «Εισαγωγή». Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, επιλ. Χρύσα Προκοπάκη, επιμ. Χρύσα Προκοπάκη, Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 2000, 9-10.
Ο Γιάννης Ρίτσος απαγγέλει τη Κυρά των αμπελιών 1
Μετά τον Επιτάφιο ο Ρίτσος βαδίζει στο δρόμο της νεωτερικότητας, φροντίζοντας να υπογραμμίσει την εσωτερική ενότητα διαδοχικών καταθέσεών του με μουσικογενείς τίτλους: Το τραγούδι της αδελφής μου (1937), Εαρινή συμφωνία (1938), Το εμβατήριο του ωκεανού (1940), Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (1943). Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο Ρίτσος επέστρεφε προσωρινά στην έμμετρη παραδοσιακή δυναμική διακόπτοντας τη νεωτερική θητεία του στον ελεύθερο στίχο, χωρίς να την εγκαταλείπει όμως επί μακρόν, όταν ένιωθε έντονες συναισθηματικές δονήσεις, που προκαλούνταν από πολιτικά και εθνικά τραύματα: ο θρήνος της μάνας του σκοτωμένου νεαρού εργάτη της Θεσσαλονίκης (Τάσος Τούσης) ωθεί τον ποιητή στο να συνθέσει τον Επιτάφιο, η εξορία από τη χούντα (Παρθένι Λέρου) τον οδηγεί στο να γράψει τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968, 1973), η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο τον κατευθύνει στην κατασκευή του έμμετρου ποιήματος Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο(1974).
Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι στην έμμετρη δυναμική των Δεκαοχτώ λιανοτράγουδων εντάσσει με λειτουργικό τρόπο οργανικά γνωρίσματα της νεωτερικής έκφρασης. Αφθονούν οι εικόνες, των οποίων η πραγμάτωση όμως δεν γίνεται αντιληπτή με όρους ρεαλισμού, ενώ η πυκνή διαδοχή καταστάσεων και συναισθημάτων οδηγεί το ποιητικό υλικό στο να μην καλύπτεται ολικά από ένα συναίσθημα ή από μία σκέψη, όπως λίγο πολύ επιβάλλει η παραδοσιακής κοπής λυρικότητα: «Τ’ άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά, κατάγναντα στον ήλιο, / πυροβολεί με το παλιό, στενό παράθυρό του», «στα βράχια ελάφια πελεκάν, τα σίδερα μασάνε», «Κι αυτοί μέσ’ απ’ τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα / κάνουν πικρό να βγάλουν το “αχ” και βγαίνει φύλλο λεύκας»· πρόκειται για χαρακτηριστικές, ποιητικά δραστικές εικόνες από τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα, έλλογες μεν, αλλά μη επιβεβαιώσιμες ρεαλιστικά.
Δημήτρης Κόκορης, «Εισαγωγή». Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Δημήτρης Κόκορης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009, ιε΄-ιστ΄.
[…] ο Ρίτσος έγραψε τους μεγάλους δραματικούς μονολόγους και τα πολυφωνικά ποιήματα που περιέχονται στον τόμο που ονομάζει Τέταρτη διάσταση, αλλά και σε άλλους τόμους, και χρησιμοποίησε, με πρωτότυπο τρόπο, διάσημους ήρωες από την ελληνική μυθολογία και λογοτεχνία, όπως ο Αγαμέμνονας, η Ελένη, ο Φιλοκτήτης, ο Ορέστης, ο Αίας, η Περσεφόνη, ο Τειρεσίας, και άσημους, όπως η Χρυσόθεμις, η Ισμήνη και η Φαίδρα· ανώνυμους, ανθρώπους από την καθημερινή ζωή, όπως ο Φαροφύλακας, ο Τοιχοκολλητής, ο Τροχονόμος, ο Οδηγός του ασανσέρ, ο Ξένος, η Γυναίκα με τα Μαύρα, στη Σονάτα του σεληνόφωτος, οι Γέροι, στο Χορικό των σφουγγαράδων· και υπαρξιακά σύμβολα, όπως είναι το σπίτι, το παράθυρο, ο καθρέφτης, ο τοίχος, η σκάλα, η γέφυρα, ο φάρος κ.ά.
Στο καθένα από τα έργα αυτά, ο Ρίτσος, μέσα από διαφορετικά πρόσωπα ή προσωπεία, επώνυμα ή ανώνυμα, μυθολογικά ή σύγχρονα, και μέσα από διαφορετικά σύμβολα, αντικρίζει, ερευνά και σχολιάζει ταυτόχρονα, από τη σκοπιά του κι από τη σκοπιά του κόσμου, τον κόσμο και τον εαυτό του· και στο καθένα από τα πρόσωπα αυτά ή προσωπεία, ή σε καθένα από τα σύμβολα, μπορεί να βρίσκεται, σε κάποιες στιγμές του βίου του, ο ποιητής, ο καθένας μας και ο καθολικός και αιώνιος άνθρωπος.
Οι μύθοι, τα πρόσωπα, τα προσωπεία και τα σύμβολα που χρησιμοποίησε στα έργα αυτά μαρτυρούν την τιτάνια βούληση του ποιητή να χωρέσει μέσα σ’ αυτή την πολυσχιδή τέταρτη διάσταση της όρασής του το απέραντο, περίπλοκο και αντιφατικό πανόραμα του κόσμου, και να γνωρίσει, να κατανοήσει και να εναρμονίσει μέσα, και μέσα μας, τον ακατανόητο αέναο κύκλο της ζωής, της φθοράς, του θανάτου και της αναγέννησης.
Χρίστος Αλεξίου, «Μια απόπειρα ανάλυσης της Τέταρτης Διάστασης του Γιάννη Ρίτσου». Διεθνές Συνέδριο. Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος. Οι εισηγήσεις, επιμ. Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Στρατής Μπουρνάζος, Μουσείο Μπενάκη — Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2009, 151-152.
Οταν έρχεται ο ξένος - Γιάννης Ρίτσος
Τα 12 ποιήματα για τον Καβάφη ανήκουν σ’ ένα φιλολογικό είδος που είχε μεγάλη διάδοση στην Ελλάδα το 19ο αιώνα, και που μπορούμε να το ονομάσουμε «χαιρετισμό στους ποιητές». Σημαντικότερος εκπρόσωπός του είναι αναμφισβήτητα ο Παλαμάς, ο δημιουργός μιας πλούσιας σειράς ποιημάτων αφιερωμένων σε όλους, μπορούμε να πούμε, τους έλληνες ποιητές των αρχών του 19ου αιώνα. Για να δώσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, ας θυμηθούμε το περίφημο τετράστιχο που αφιέρωσε στον Ρίτσο, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα:
Το ποίημά σου το πικρό, το ζουν ιχώρ κ’ αιθέρας,
καθάριος όρθρος της αυγής, μηνάει το φως της μέρας.
Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης
ρυθμός. Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις.
ή τον τελευταίο, καθυστερημένο επίγονο του είδους, που είναι ο Χαιρετισμός στον Γιάννη Ρίτσο της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη. Αυτό το φιλολογικό είδος παρουσιάζει αρκετά σταθερά χαρακτηριστικά. Περιορίζομαι να επισημάνω δύο: είναι ποιήματα γραμμένα με την ευκαιρία δημόσιων γεγονότων (επέτειοι, παρουσιάσεις και δημοσιεύσεις έργων)· ακολουθούν συστηματικά την αποστροφή στο δεύτερο πρόσωπο, με το διπλό χαρακτήρα του εγκώμιου (που υπερισχύει) και της σατιρικής επίθεσης.
Τα 12 ποιήματα σέβονται τον πρώτο «κανόνα» (κι αυτά είναι γραμμένα με την ευκαιρία μιας επέτειου, των 100 χρόνων από τη γέννηση του Καβάφη), αλλά αντί για την αποστροφή, χρησιμοποιούν το τρίτο πρόσωπο. Δεν είναι λοιπόν μια προσφορά στη μνήμη του Καβάφη, δεν είναι —όπως έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά— «poesie per Kavafis»: είναι μάλλον μια «αξιοποίηση» του Καβάφη, μια ανασκαφή του Καβάφη, μια αναμόρφωση της καβαφικής γραφής μέσα από την οποία ο Ρίτσος επανεξετάζει τη δική του γραφή.
Μάσιμο Πέρι, «Καβάφης/Ρίτσος», μτφ. από τα ιταλικά: Λήδα Μοσχονά. Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα 1981, 273.
Αποχαιρετισμός - Γιάννης Ρίτσος
[…] Μια ουμανιστική διάθεση διακρίνει ολόκληρο το έργο του και αυτό είναι η πιο σημαντική ορίζουσα της ποίησής του.
Σε άμεση συνάφεια με τον ουμανισμό αυτό βρίσκεται η αγάπη του για το παιδί, στο οποίο αφιερώνει τέσσερις ολόκληρες ποιητικές συλλογές. Η πρώτη γράφεται το 1955, με την ευκαιρία της γέννησης της κόρης του Έρης. Επιγράφεται Πρωινό άστρο και φέρει υπότιτλο Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών για την κορούλα μου. Εκδίδεται την ίδια χρονιά και περιλαμβάνεται στο Β΄ τόμο των Ποιημάτων του. Εννέα χρόνια αργότερα κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του με παιδικά ποιήματα. Την αφιερώνει στο Φωτούλη και στην Έρη και την τιτλοφορεί Παιχνίδια του ουρανού και του νερού. Ύστερα από μακροχρόνια κυοφορία στα 1978 εκδίδεται η τρίτη συλλογή με παιδική ποίηση με τίτλο Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί η τέταρτη συλλογή ποιημάτων για παιδιά με το σαιξπηρικό τίτλο Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, που περιέχει ποιήματα για παιδιά του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Οι δύο τελευταίες συλλογές έχουν συμπεριληφθεί στον πρώτο τόμο των Ποιημάτων του. Τέλος, ο θάνατος της μικρούλας Φωτεινούλας ΦΙΛΙΑΚΟΥ εμπνέει τον ποιητή και γράφει το ποίημα Αναφυλλητό, που περιλαμβάνεται στο Β΄ τόμο των Ποιημάτων του, στη συλλογή ΥΔΡΙΑ. Πρόκειται για ένα λυρικό ελεγειακό ποίημα με σημείο αναφοράς τη νεκρή Φωτεινούλα, ο θάνατος της οποίας δίδει την ευκαιρία στον ποιητή να φιλοσοφήσει για την κοσμολογική ισοτοπία ζωή vs θάνατος, να εξυμνήσει την πρώτη και να θρηνήσει για το δεύτερο.
Γεώργιος Δ. Παπαντωνάκης, Εισαγωγή στην παιδική ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Οδυσσέας, Αθήνα 1996, 12-13.
Γιάννης Ρίτσος, Πρωινό Άστρο
Ο χαρακτηρισμός πολυγράφος για τον Ρίτσο λίγο έχει νόημα, αν δεν προσδιορίσουμε το μέγεθος της πολυγραφίας του. Γιατί το ποιητικό του έργο (και σ’ αυτό θα πρέπει να υπολογίσουμε και τις 41 ανέκδοτες ακόμη συλλογές του) είναι σε όγκο τόσο μεγάλο, που σε σύγκριση με αυτό το έργο των συνήθων πολυγράφων ποιητών να φαίνεται ισχνό. Λ.χ. είναι τρεις φορές μεγαλύτερο από το ογκώδες ποιητικό έργο του Παλαμά, το οποίο, με τη σειρά του, είναι σχεδόν διπλάσιο σε έκταση από το ποιητικό έργο του Σικελιανού, που θα μπορούσε κι αυτός να χαρακτηριστεί πολυγράφος ποιητής. Με άλλα λόγια, ο Ρίτσος είναι —κατά πολύ— ο πολυγραφότερος Νεοέλληνας ποιητής (ενδεχομένως και ο πολυγραφότερος ποιητής του αιώνα μας παγκοσμίως), κι αυτό είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της πολυγραφίας του.
Το δεύτερο είναι η ποιότητά της. Με την εξαίρεση των πολιτικών ποιημάτων του, που είναι προφανές ότι ο Ρίτσος τα έγραφε όχι από πραγματική ποιητική ανάγκη (ότι έκανε συνειδητά μια παραχώρηση στην ιδεολογία του), τα ποιήματά του που πέφτουν κάτω από ένα ανεκτό αισθητικό επίπεδο είναι πολύ λιγότερα απ’ όσα θα περίμενε κανείς από έναν τόσο πολυγράφο ποιητή — κι αυτό αποτελεί ποιητικό φαινόμενο. Δεν βρίσκω ποιητή της εποχής μας που θα μπορούσε ως προς αυτό να παραβληθεί με τον Ρίτσο. Ίσως ο μόνος καλλιτέχνης με τον οποίο θα μπορούσαμε, αναλογικά, να παρομοιάσουμε τον Ρίτσο είναι ο Πικάσσο, τα καλλιτεχνικά αποθέματα του οποίου ήταν αξιοθαύμαστης, για τον όγκο τους, ποιότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υπέρμετρη έκταση αποβαίνει εις βάρος του ποιητικού έργου του Ρίτσου: το καθιστά δύσχρηστο, αφού κάνει την πρόσβασή μας στα καλύτερα ποιήματά του κοπιαστική. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία του, αν κρίνουμε την αξία ενός ποιητικού έργου από το άθροισμα της αξίας των σημαντικών ποιημάτων που περιέχει και όχι από το άθροισμα της αξίας των ποιημάτων που το αποτελούν. Τα σημαντικά ποιήματα του Ρίτσου, αυτά που καθορίζουν το ποιητικό του ανάστημα, είναι ποιήματα τέτοιας συναισθηματικής διαύγειας και συγκινησιακής πυκνότητας, που όμοιά τους δεν συναντάμε συχνά στη νεοελληνική ποίηση. Αυτά τα ποιήματα, πιστεύω, καταξιώνουν τον Ρίτσο ως μεγάλο ποιητή. Στα ποιήματα αυτά, που είναι τα περισσότερα μικρής εκτάσεως και τα οποία όλα μαζί συγκροτούν ένα ποιητικό corpus όχι μικρότερο σε όγκο από το corpus των καλύτερων ποιημάτων άλλων μεγάλων ποιητών, ο Ρίτσος εκφράζει το αίσθημα της φθοράς και του χρόνου (που είναι, μαζί με το συναφές αίσθημα της καθημερινότητας, τα βασικά του θέματα) λεπτότερα απ’ ό,τι ο Καβάφης και ο Σεφέρης.
Νάσος Βαγενάς, «Ένας Πικάσσο της ποίησης». Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, Κέδρος, Αθήνα 1999, 111-112.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου