Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Γιάννης Καμπύσης (Ιούνιος 1872 - 23 Νοεμβρίου 1901)

Ο Γιάννης Καμπύσης (Ιούνιος 1872 - 23 Νοεμβρίου 1901) ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφές και μεταφραστής. Η συνεισφορά του στα νεοελληνικά γράμματα είναι μικρή σε ποσότητα, κυρίως λόγω του πρόωρου θανάτου του αλλά και του εκλεκτισμού του, αλλά μεγάλη σε σημασία, εξ αιτίας της ανανεωτικής διάθεσής της.
Γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1872 στην Κορώνη. Ο πατέρας του, Αναστάσιος, ήταν ζωγράφος και αγιογράφος που εργαζόταν σε όλη την επαρχία Μεσσηνίας. Ξάδερφος από τη μεριά της μητέρας του ήταν ο πρωτοποριακός ποιητής Τάκης Παπατσώνης.
Ο Γιάννης Καμπύσης γεννήθηκε με ασθενική κράση και αυτό τον εμπόδιζε να παίρνει μέρος στα παιχνίδια των συνομηλίκων του όταν ήταν παιδί. Ήταν μοναχικό παιδί και προτιμούσε τη μελέτη, τη μουσική και τους αρχαιολογικούς χώρους αντί για τις παρέες των συνομηλίκων του. Το πνευματικό περιβάλλον όχι μόνο της οικογένειας αλλά και της ευρύτερης περιοχής αναμφισβήτητα επηρέασε τα ενδιαφέροντά του και παράλληλα του έδωσε την ευκαιρία να διευρύνει τους ορίζοντές του: η Καλαμάτα γνώριζε τότε μεγάλη οικονομική και πνευματική ακμή. Εκεί είχε την πρώτη του επαφή με το θέατρο και μάλιστα έπαιρνε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις. Παράλληλα ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με το επάγγελμα του πατέρα του.
Το 1888 η οικογένεια Καμπύση πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει ο Γιάννης νομικά. Τελείωσε τη σχολή το 1894, αλλά η νομική επιστήμη δεν τον ενδιέφερε καθόλου και ποτέ δεν εργάστηκε ως δικηγόρος. Επί μια τριετία, (1896-1899) ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Παράλληλα, από το 1893 άρχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα. Το 1895 δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του, το "Παουλίνα-Παουλίνα". Αυτό και κάποια άλλα διηγήματά του εμπνευσμένα από τον τόπο καταγωγής του, εντάσσονται σε μία θεματική ενότητα με τίτλο "Χωριάτικη Ζωή". Ως το 1898 ασχολήθηκε με την πεζογραφία και το θέατρο. Το πρώτο θεατρικό του έργο, "Το μυστικό του γάμου", δημοσιεύτηκε το 1893. Τα πιο παραγωγικά του χρόνια στον θεατρικό τομέα ήταν τα χρόνια 1897-1899, όταν και έγραψε τα έργα "Η μις Άννα Κούξλεϋ" (1897), "Οι Κούρδοι" (1897) και "Το δακτυλίδι της μάνας" (1898). Συνεργαζόταν επίσης με τα περιοδικά "Εστία", που τότε είχε αναλάβει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και "Φιλολογική Ηχώ" που διηύθυνε ο Ιωάννης Γρυπάρης.

Η κοσμοθεωρία του για τη λογοτεχνία αυτήν την πρώτη περίοδο ήταν επηρεασμένη από το ανανεωτικό κλίμα της πεζογραφίας της γενιάς του '80, με την στροφή του ενδιαφέροντος στο λαό της υπαίθρου. Επίσης, αρχικά αντιμετώπισε θετικά τις γλωσσικές θεωρίες του Ψυχάρη και έγινε ο πιο φανατικός από τους υποστηρικτές του. Τις πνευματικές του ανάγκες κάλυπτε η έκδοση του πρωτοποριακού περιοδικού "Η Τέχνη", σε συνεργασία με τους Γρυπάρη και Κώστα Χατζόπουλο. Μέσω του περιοδικού αυτού εισήχθη στην Ελλάδα το λογοτεχνικό ρεύμα του συμβολισμού και η βορειοευρωπαϊκή λογοτεχνία.

Το 1898 παραιτήθηκε από τη θέση του στο Υπουργείο, θέση που ούτως ή άλλως δεν τον ενδιέφερε αλλά την είχε αποδεχθεί λόγω οικογενειακών πιέσεων. Εξ άλλου η οικονομική άνεση της οικογένειας του επέτρεπε να ασχολείται αποκλειστικά με τα λογοτεχνικά και φιλολογικά του ενδιαφέροντα. Στο πλαίσιο του γενικού προβληματισμού και των αναζητήσεών του πραγματοποίησε το ταξίδι στη Γερμανία, τον Οκτώβρη του 1898, επηρεασμένος και από τη γενική τάση των νέων της εποχής, που απομακρύνονταν πλέον από τις γαλλικές επιδράσεις και "ανακάλυπταν" το βορειοευρωπαϊκό πνεύμα. Το διάστημα της παραμονής του εκεί ήταν καθοριστικό για την πνευματική του εξέλιξη: αγάπησε τη χώρα σαν δεύτερη πατρίδα και επηρεάστηκε από τον νιτσεϊσμό. Γνώρισε και τις σοσιαλιστικές ιδέες, αλλά δεν είχε ούτε το χρόνο, ούτε τις προαπαιτούμενες γνώσεις για να τις αφομοιώσει σωστά. Οι νέες ιδέες τον οδήγησαν σε αναθεώρηση πολλών από τις προηγούμενες αντιλήψεις του για θέματα γλωσσικά και λογοτεχνικά και τον έφεραν σε ρήξη με παλιούς φίλους και συνεργάτες, όπως οι Ιωάννης Γρυπάρης και Γιάννης Ψυχάρης.

Ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που προήλθε από κρυολόγημα τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Στη δεύτερη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας (1899-1901) ασχολήθηκε με τη συγγραφή θεατρικών έργων επηρεασμένων από τον συμβολισμό, μεταφράσεων, ποίησης και κριτικών άρθρων και μελετών. Παράλληλα ίδρυσε μαζί με τον Δ. Χατζόπουλο (Μποέμ) το περιοδικό "Ο Διόνυσος" (1901), που συνέχισε το ανανεωτικό πνεύμα του περιοδικού "Η Τέχνη".
Η υγεία του όμως συνεχώς επιδεινωνόταν και το κρυολόγημα εξελίχθηκε σε φυματίωση. Τελικά πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 1901 στην Αθήνα, σε ηλικία 29 ετών. Στην κηδεία του εκφώνησε επικήδειο λόγο ο Κωστής Παλαμάς.

Εργογραφία

Πεζογραφία

Το πεζογραφικό του έργο αποτελείται από 6 σύντομα διηγήματα και μία νουβέλα. (Οχτροί και φίλοι, 1894-1896). Από τα διηγήματα, τα τρία είναι εμπνευσμένα από την ιδιαίτερη πατρίδα του και εντάσσονται σε μία ενότητα με τίτλο "Χωριάτικη Ζωή" (1894-1896). Αυτά είναι τα εξής:
Παουλίνα-Παουλίνα
Το μάτι του δράκοντα
Ο Γιάννης Μάνταλος

Σε αστικό περιβάλλον εκτυλίσσονται τα άλλα τρία διηγήματα,
Στερνή ματιά
Καινούργιες μυρωδιές
Τα ρόδα του Ηλιογάβαλου

Θέατρο

Στόχος του ήταν η ανανέωση του ελληνικού θεάτρου, που ως τότε κυριαρχείτο από κατώτερης ποιότητας γαλλικά έργα. Η προσπάθεια ανανέωσης είχε ξεκινήσει το 1894 με την παρουσίαση των Βρυκολάκων του Ίψεν. Όσοι συγγραφείς είχαν γνωρίσει τα επιτεύγματα του -βορειοευρωπαϊκού κυρίως- θεάτρου στον τομέα του αστικού δράματος, τον νατουραλισμό και το ψυχολογικό δράμα, θέλησαν να το μεταφέρουν και στην Ελλάδα. Ανάμεσα στους ανανεωτές αυτούς ήταν και ο Καμπύσης. Τα θεατρικά του έργα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα νατουραλιστικά και τα συμβολιστικά. Το θεατρικό του έργο «Οι Κούρδοι» το ανέβασε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1903 η Νέα Σκηνή του Κ. Χρηστομάνου ενώ «Το δαχτυλίδι της μάνας» μελοποιήθηκε από τον συνθέτη Μ. Καλομοίρη.

Νατουραλιστικά έργα
Ψυχολογικά δράματα 
Μυστικό του γάμου(1896)
Η φάρσα της ζωής (1896)
Η γιορτή του (γράφτηκε το 1895, δημοσιεύτηκε το 1917)
Η μις Άννα Κούξλεϋ (1897)
Κοινωνικά δράματα
Οι Κούρδοι (1897)
Οι Λεκαπηνοί (γράφτηκε το 1900, δημοσιεύτηκε το 1904)

Συμβολιστικά έργα

Ονειροδράματα
Στα σύγνεφα (1899)
Το δαχτυλίδι της μάνας (1898)

Παραμυθοδράματα

Αρήγιαννος (1901)
Ανατολή (1901)

Μεταφράσεις

Μετέφρασε σπουδαία έργα της βορειοευρωπϊκής λογοτεχνίας, όπως:
Διονύσου Διθύραμβοι του Νίτσε
Δεσποινίς Τζούλια του Στρίντμπεργκ
Η πανούκλα στο Μπέργαμο του Γιάκοψεν
Ο κατακτητής του Κνουτ Χάμσουν

Μελέτες

Το κριτικό έργο του είναι πολύ ανώτερο από το λογοτεχνικό. Ξεχωρίζουν ανάμεσα στις μελέτες του τα "Γερμανικά Γράμματα", που δημοσίευε στο περιοδικό "Η Τέχνη", με άρθρα δοκίμια και μελέτες για σπουδαίους γερμανούς, ρώσους και σκανδιαβούς συγγραφείς όπως οι Χάουπτμαν, Στρίνμπεργκ, Τολστόι.

Ποίηση

Συλλογές
Ο ήσκιος της Σοφίας (1898): έξι ποιήματα-θρήνος για την αδερφή του Σοφία που πέθανε εκείνη τη χρονιά.
Το βιβλίο των συντριμμιών (1900):τρία ποιήματα.
Αυτοτελή ποιήματα
"Ευχή" (σονέτο, 1896)
"Η μετάνοιά μου" (1897)
"Το πέρασμα της Μάρθας" (1899)
"προσευχή" (πεζοτράγουδο, 1899)
"Στο Γκαίτε" (1901)
"Η λίμνη" (γράφτηκε στο Μόναχο το 1898, δημοσιεύτηκε μετά θάνατον το 1904)

Εκδόσεις των έργων του

Άπάντα, εκδ. Πηγή, 1972



ΑΝΑΤΟΛΗ
(απόσπασμα)

ΑΝΑΤΟΛΗ

Ἡ σάλα ἑνὸς παλατιοῦ ἔρημου κοντὰ σὲ μιὰν ἀκρογυαλιά. Ἡ θάλασσα κάτου εἶναι ταραγμένη καὶ μουγκρίζουν τὰ κύματά της. Εἶναι πιὰ νυχτωμένο καὶ στὸν οὐρανὸ μαῦρα σύγνεφα κρύβουν τὸ Φεγγάρι καὶ τ' ἄστρα. Κάπου κάπου ἀστράφτει κ' ἡ λάμψη χώνεται ἀπὸ τἀνοιχτὰ παράθυρα μέσα στὸ παλάτι.

Ἀπὸ μιὰ πόρτα μπαίνει μ' ὁρμὴν ἡ ΜΑΡΩ τρομασμένη, στέκεται λίγο, ταλαντεύεται καὶ τέλος ὁρμάει στὸ παράθυρο καὶ φωνάζει.

Η ΜΑΡΩ

Μάνα!.. Μάνα!.. Μάνα, μὴ φεύγεις!.. Ἔλα πίσω· 
φοβᾶμαι!.. Μάνα μου γύρισε στὸ παιδί σου!.. 
Μάνα!.. Μάνα!.. Μάνα, μονάχη μὴ μἀφίνεις!.. 
Εἶν' ἔρημο τὸ σπίτι!.. Ἐνύχτωσε!.. Μανούλα, 
μανούλα, ἡ θάλασσα μουγκρίζει κ' εἶμαι μόνη· 
ἀστράφτει καὶ βροντάει στὸν οὐρανὸν ἀπάνω. 
Φοβᾶμαι!.. Μάνα μου, γύρισε στὸ παιδί σου. 
Μανούλα μου γλυκειά!.. Μανούλα μου γλυκειά!..

(γυρίζει ἀπὸ τὸ παράθυρο).

Ἄχ! ἔφυγε, ἔφυγε καὶ δὲν μἀκούει πιά!..

(σταυρόνει τὰ χέρια της· σὲ λίγο ξεσπάει καὶ μὲ λυγμοὺς).

Ἄχ!.. Ἄχ! δὲν εἶναι καὶ Θεὸς γιὰ νὰ μἀκούσει!.. 
Ποὺ βρίσκομαι; ποὺ νὰ εἶμαι; τί θὰ γένω τόρα; 
σὲ ποιοῦ Δράκοντα, σὲ ποιᾶς Λάμιας τὸ παλάτι 
μἔσπρωξε ἡ Μοίρα νὰ ἔμπω καὶ νὰ κλείσει ἡ πόρτα 
καὶ πιὰ νὰ μαρμαρόσει νὰ μὲ φυλακόσει;

Ἄχ! μάνα μου, ὅσο τὴ φωνή σου ἄκουα ἀπόξω 
κι ὅσο τὰ κλάηματά μας τὴ μαρμαρωμένη 
τὴν πόρτα ἐδιάσκιζαν κ' ἐσμήγαν σ' ἕνα κλάημα 
θάρρευα στὴν ἀγάπη σου, μάνα, κ' ἐζοῦσα… 
καὶ τόρα σὺ ἀπολπίστηκες καὶ μἀπαράτησες 
καὶ συντροφιὰ μ' ἀφίνεις νύχτα κἐρημιά!..

Ποὺ βρίσκομαι!.. ποὺ νὰ εἶμαι! Τί θὰ γένω τόρα; 
Ἄχ! Δράκοντα εἶναι τὸ παλάτι καὶ σὲ λίγο 
ἀφ τὰ κυνήγια του ποὺ θὰ ξαναγυρίσει 
θἀκούσω τὴ φωνή του: «Κρέας μοῦ μυρίζει 
ἀνθρωπινό!..» νὰ πεῖ καὶ θὰ παγόσω ἐγώ!..

(Ἀκούγεται τρομερὴ βουὴ στὰ ὑπόγεια τοῦ παλατιοῦ).

Ἄχ! ἔρχεται!.. Μάνα!.. Μάνα!.. Μάνά μου πού εἶσαι; 
Δράκοντα, εἶμαι φτωχή, ἀρφανὴ μοναχοκόρη! 
Λυπήσου με! Ἄσε τὴ Ζωὴ κἔχε με σκλάβα!..

(Ἡ ταραχὴ δυναμόνοντας ὁλοένα κορυφοῦται).

Δρακοντοβασιληᾶ, γονατίζω μπροστά σου!..

(γονατίζει).

Ἀπὸ μιὰ πόρτα μπαίνει σιγὰ σὰ νὰ σέρνεται μιὰ μαρμαρωμένη μορφὴ καὶ προχωρεῖ στὴ σάλα ψαίλνοντας παράδοξα καὶ πονετικά.

Η ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΗ ΜΟΡΦΗ

Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα 
νὰ μαρμαρόσει!.. 
Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα 
πὼς θὰν τὸ σώσει 
μιὰ δυνατὴ Ψυχὴ ποὺ θἄρθει ἀπὸ τὰ ξένα μέρη 
νὰ καρτερέσει 
ἀκοίμηστη κι ἀφόβητη ν ὢς ποὺ νὰ ξημερώσει 
καὶ νἄβγει ὁ Γήλιος!.. 
Εἶμαι τὸ Βασιλόπουλο ποὺ τὸ …

(ἐξακολουθῶντας ὁλοένα τὸ διάβα του βγαίνει ἀπὸ μιὰν ἄλλη πόρτα, ἐνῶ ἡ φωνή του ἀκούγεται ἀκόμα σβυνόμενη σιγὰ σιγὰ)

ἐμοίρανεν ἡ Μοίρα 
πὼς θὰν τὴν πάρ…

(χάνεται κ' ἡ φωνή).

Η ΜΑΡΩ (σαστισμένη).

Τί ἀκουσα; νἆναι ἀλήθεια τάχα ἢ φαντασιά μου;! 
Εἴταν τὸ Βασιλόπουλο τὸ μαρμαρωμένο 
κἐγὼ στὸν πύργο βρίσκομαι τὸ μαγεμένο;! 
Ἐγὼ εἶμαι τάχα ἡ Μάρω ἀπὸ τὰ ξένα μέρη 
ποὺ δυνατὴ Ψυχὴ θἀρθεῖ νὰ καρτερέσει 
ἀκοίμηστη κι ἀφόβητη ὢς ποὺ νὰ ἔβγει ὁ Γήλιος;!

(ἄξαφνα).

Ναί! Γώ εἰμαι ἡ Μάρω καὶ τὸ Βασιλόπουλο θὰν τὸ πάρω!..

(σηκόνεται· γυρίζει· ψάχνει προσεχτικά).

Δὲ μὲ φοβίζουν οἱ ἀστραπὲς τόρα καθόλου 
καὶ τὸ βοητὸ τοῦ Ὠκεανοῦ σύντροφο τὄχω 
κ' εὐλογημένη ἡ ὥρα ποὺ ἔφυγες, μανούλα!.. 
Θέλω τ' ὅ,τι ξανοίχτη ἐντός μου νὰν τὸ βγάλω… 
Ὅταν ὁ Γήλιος τὸν Ὠκεανὸ γυρίσει, 
τὴν πρώτη ἀχτίδα στὸ παλάτι θὰν τὴ ρίξει 
καὶ μὲ τὸ Φῶς του περασμένο ἀφ τὴν Ψυχή μου, 
ἀπάνω στὸ μαρμαρωμένο Βασιλόπουλο 
θὰ πέσει νιότη καὶ Ζωὴ νὰν τοῦ χαρίσει! 
Κ' ἐγώ εἰμαι Ἐκείνη ποὺ θὰ ξαφνιστεῖ μπροστά του! 
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μάρω καὶ τὸ Βασιλόπουλο θὰν τὸ πάρω!..

Θέλω τ' ὅ,τι ξανοίχτη ἐντός μου νὰν τὸ βγάλω 
γιατί θυμοῦμαι ἀπὸ παιδούλα τὰ ὀνειρά μου. 
Ἀπάνου στὰ παιχνίδια μου τὰ κορασίσια 
καὶ μὲς τὶς φιλενάδες καὶ συντρόφισσές μου 
τὸ μακρινό μου τὄνειρο τὸ ἀπιαστο τότες 
ἐρχόταν ἄξαφνα καὶ μοῦ ἔσφιγκε τὰ φρένα 
καὶ μοῦ εἰταν τὰ παιχνίδια μου κ' οἱ φιλενάδες 
ἀπόξενες, μικρές, φτωχὲς καὶ τιποτένιες· 
κ' ἡ μάνα ποὺ μὲ γέννησε κάποτες μοῦ εἰταν 
κ' ἐκείνη ταπεινὴ κ' ἡ δίχως χάρη ἀπ' ὅλες!.. 
Κ' εἶπα μιὰ μέρα: «Μάνα, μοῦ εἶναι τὸ χωριό μας 
μικρό, νὰ ζήσω πιὰ ἐδὼ πέρα δὲ μπορῶ!..» 
κι' αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπη της ἦρθε μαζί μου 
καὶ τριγυρνούσαμεν ἔτσι μέρα καὶ νύχτα 
γι' ἄγνωστον πόθο ἐγὼ κι αὐτὴ γιὰ φύλαξή μου, 
ὢς ποὺ βρεθήκαμε σ' αὐτὸ μπρὸς τὸ παλάτι. 
Ἡ ξώπορτά του ὁλάνοιχτη μᾶς καρτεροῦσε 
κ' εἴταν τριαντάφυλλα στὸ περιβόλι πλῆθος 
κ' ἐδίψασα τὴ μυρουδιά τους νἀγροικήσω. 
Ξέγνοιστη μπῆκα μόνη μου στὸ περιβόλι 
κι ὅτι ἄγκιζα νἀδράξω ἕνα μπουμπούκι ὡραῖο 
κλείστηκε ἡ πόρτα ξάφνου μὲ μεγάλον κρότο 
κι ἀπὸ τὴ μάνα μου βρέθηκα χωρισμένη, 
φυλακισμένη ἐγὼ κ' ἐκείνη ἀπόξω μόνη!.. 
Μὲ φώναζε! τῆς φώναζα!.. Οἱ φωνὲς τοῦ κάκου!.. 
Μαρμάρωσεν ἡ πόρτα!.. Ἐκλαίγαμε κ' οἱ δυό μας!.. 
Ἦρθεν ἡ νύχτα!.. Τὰ τσακάλια, οἱ λύκοι οὐρλιάζαν!.. 
Ὁ οὐρανὸς συγνέφιασεν, ἄστραφτε, ἐβρόντα!.. 
Ὁ ὠκεανὸς ἀντάρευε!.. Κ'εἴταν τρομάρα!.. 
Ἡ μάνα μου ἀπολπίστηκε, δείλιασε τότες 
καὶ πιὰ δὲ μὲ θυμήθη κἔφυγε τρεχάτη… 
εὐλογημένη ἡ ὥρα καὶ μακαρισμένη, 
γιατί εἰμαι νἀναστήσω ἐδὼ τὸ Βασιλόπουλο, 
γιατί εἰμαι Ἐκείνη, ποὺ θὰ πάρει σὰν ξυπνήσει!.. 
Ἐγώ εἰμαι ἡ Μάρω καὶ τὸ Βασιλόπουλο θὰν τὸ πάρω!..

Θέλω τ' ὅ,τι ξανοίχτη ἐντός μου νὰν τὸ βγάλω!.. 
Θέλω νὰ τραγουδήσω καὶ μὲ τὰ τραγούδια μου 
τὰ σύγνεφα νὰ λυόσω καὶ στὸν οὐρανὸ 
νὰ στήσω τὸ Φεγγάρι ὁλόγυιομο καὶ γύρο 
νἀπλώσω μιὰ λαμπρότατη φωτοχυσία 
κ' Ἀφέντισσα ἔτσι τῶν πνευμάτων τῶν ψαλτάδων 
νὰν τὰ καλέσω ἐδὼ καὶ νὰν τοῦ βαυβακαλίσουν 
τὸν ὕπνο του τὸ λίγο πιὰ μ' ὄνειρα κ' ἔργα!..

(ξαστερόνει ὁ Οὐρανὸς καὶ λαμπρότατη φωτοχυσία σκορπιέται ἀπὸ τὸ Φεγγάρι).

Ἐλᾶτε πνεύματα ψαλτάδες, τόρα!.. Ἐλᾶτε!..

Διαβάστε περισσότερα:https://www.greek-language.gr/



Γιάννης Καμπύσης, Μυστικό του Γάμου, Η Φάρσα της ζωής

Στην Καλαμάτα τα φτωχά κορίτσια όλες τις καθεμερνές εργάζουνται τον αργαλειό και το μετάξι. Πολλά απ' αφτά, μόνα τους συντηράνε τα σπήτια τους. Μα τις κυργιακάδες μαζέβουνται, πότε στης μιας και πότε στης άλλης το σπήτι οι γειτονοπούλες, και διασκεδάζουν. Χορέβουν τους Καλαματιανούς με τραγούδια δικά τους. Τραγούδια άγραφα, που τα ξέρουν όλες, που τα μαθαίνουν η μια από την άλλη, χωρίς να θυμούνται και ποια τα πρωτόβγαλε . . . . Τραγούδια κάθε τόσο καινούργια. Από τα τραγούδια εκείνα θα σας πω ένα, που μέκαμε εντύπωση ξεχωριστή . . . . Του Χάινε η μελαχολική χάρη ωμορφότερα δε θα μπορούσε ναν το πει . . . . Σ' ένα στίχο αλάκερη του Χάρτμαν φιλοσοφία . . . .
Το μήλο πούνε στη μηλιά το παραγιναμένο
δεν πέφτει δε μαραίνεται κι' ούτε πουλιά το τρώνε! . . .
Το τρων τα λάφια και ψοφούν ταρκούδια κι' ημερόνουν
κι' άμα το φάνε οι νιόπαντρες ποτές τους δε γεννάνε!
Αχέ το φάει κι' η μάνα μου να μη με κάμει εμένα! . . .
Τα κορίτσια της Καλαμάτας σε σύνολο, είνε ένας Κρυστάλλης . . . . Είνε κι' αφτά, που με δυναμόνουν την αγάπη της γλώσας μου! . . . Τα κορίτσια της Καλαμάτας — τα τραγούδια τους, νά! μια από τις αρμονίες του milieu. Του milieu, που ζητάνε με τέτιον πόθο κείνοι, που στα τρυφερά τους όνειρα, παρουσιάζεται αγαπητικιά πεντάμορφη η Τέχνη η φεβγάτη! . . .
Και λαός, που έκαμε τα δημοτικά μας τραγούδια δεν είνε αιώνια καταδικασμένος να διώχνει την Τέχνη! . . . Ο δασκαλισμός, εβδομήντα τόρα χρόνια, αρώστεια μας είνε περαστική . . . Μετά τον Τούρκο ο δάσκαλος. . . . Είταν κι' αφτό γραφτό μας! . . . Όμως θα φύγει κι' αφτός σιγά-σιγά! . . .
Αθήνα 20 Αυγούστου 1895.

«Βεβαιώθηκα, πως αποφάσισες πια να τυπόσεις δυο δράματα και σου γράφω. Μα μην υποθέσεις, πως το γράμμα αυτό, που θα λάβεις, έχει σκοπό να σε στομόσει. Όχι! θα σου δείξει μόνο αυτό κ' εκείνο και συ πια είσαι ελεύτερος να κάμεις ό,τι θελήσεις.

Σκέφτουμαι πρώτα-πρώτα, ποια είνε η αφορμή, που σέκαμε να γράψεις· αλλ' όχι! αυτό είνε πολύ: που σέκαμε ναποφασίσεις να δημοσιέψεις. Έγραψες τίποτα έξοχο; τίποτα πρωτότυπο; καινούργιο πράμα; ή, ας πούμε κι' α δεν έγραψες καινούργιο πράμα, εκείνο, πώγραψες, είνε χωρίς λάθη τεχνικά, λάθη τέτια, που να μη σκοντάφτουνε τη γλυκειάν απόλαψη, που αιστάνεται ο καλλιτέχνης αναγνώστης, άμα ρουφάει το έργο του καλλιτέχνη ποιητή; Γιάννη, εδώ δε σου ρίχνω δίκιο. Βιάστηκες πολύ! παραπολύ! Μήτε τα χρόνια σε βάραιναν δα, μήτε κι' η απογοήτεψη σε κυρίεψε τόσο! (1) Δε σε ξέρω τόσο καλά; . . . Όμως για να διούμε τι θα δημοσιέψεις . . .

Το «μυστικό του γάμου» σε πράξες τρεις. Θέλεις να σε πω τα καλά του ή τα κακά του; Θα σε πω κι' από τα δυο, γιατί κι' από τα δυο έχει. Οι χαραχτήρες των προσώπω δεν είνε πολύ άτεχνοι. Της Όλγας μάλιστα είνε και κάμποσο αληθινός. Μόνο, που ζουγραφιέται χλιαρά λίγο. Είνε τόντις υπόδειγμα υστερικής κόρης, και νιόθω ζωντανά μοντέλα να είχες, άμα την εσύλαβες. Και λέγω μοντέλα, γιατί δε φαίνεται να είχες ένα μόνο· μα και δυο και τρία, αν ένοσες στην Όλγα, τα μισοκατάφερες. Της έπλασες χαραχτήρα πιτυχημένο. Τα υστερικά στίγματα πέφτουνε το ένα απάνου στάλλο και το φτωχό κορίτσι τραβάει ταντίποινα της αρώστειάς του με πολλήν αλήθεια.

Όσο όμως πίτυχες στο χαραχτήρα της Όλγας δεν πίτυχες στο χαραχτήρα τ' Αλέκου. Τονέ θέλεις πνευματιστή και θεόσοφο. Καλά! Τονέ θέλεις όμως και δυνατό πνεύμα πρωρισμένο να κάμει τίποτα μεγάλο; . . . Έτσι τουλάχιστο μισοφαίνεται. Εγώ δε λέω: ο θεοσοφισμός κι' ο άκρατος μυστικισμός ακόμα, μπορεί να προσβάλουνε την ψυχή αθρώπου, που σκέφτεται κι' ερευνά. Μπορεί ναν τονέ κρατήσουνε αιχμάλωτό τους και ναν τον κάμουνε και φανατικό. Μ' ανίσως τ' αθρώπου αυτού η ανωμαλία είνε heureuse που θέλει ο Λομπρόζος, θα περάσει από τα παλάτια της θεοσοφίας και του μυστικισμού ο άθρωπος αυτός και δε θα μείνει για πάντα. Δεν είνε δυνατό, πνεύμα, που τραβιέται στην αποκάλυψη των κρυμένω, να μην το τραβήξουν και τα θέλγητρα τ' αντίθετου κόσμου του θετικού, να θελήσει ναν τα βυζάξει! Μη νομίσεις, πως είνε δύναμη θέλησης να μνίσκει κανείς σταθερός σ' ωρισμένη ιδέα, στο τέλος παθολογική. Αδυναμία ψυχική είνε· και προληφτικός κατανταίνει ο άθρωπος, που θέλεις εσύ με δυνατή θέληση. Σε παρακαλώ εδώ να μη με νομίσεις φανατισμένη με θεωρίες, όπως εκείνη του Munk.

Καημένε! αφού από την πρώτη πράξη ως την τρίτη περνάει τόσος καιρός· αφού τ' Αλέκου του γίνουνται τόσα· αφού κι αυτό το milieu, υποτίθεται, που τον εστρίμωξε στις ιδέες του εκείνες, άλλαξε πια, γιατί αυτός να μνίσκει ακόμη σε τόσο φανατισμό;!

Μ' αρέσει ο κ. Λάκης. Έχει τη μόρφωση της εποχής, και την ιδιότητά του, ως υπέρτερου κάθε πρόληψης τη δείχνει κάθε τόσο. Κι' όμως, επιτρέπεται σ' ένα σοφό τέτιο να μην εφαρμόζει της επιστήμης τα μέσα από μόνο το λόγο της στοργής στην κόρη του; Μεγάλο πράμα η στοργή, δε λέω . . . δεν ξέρω κιόλα! . . . Παιδιά εγώ δεν έχω! , . .

Τ' άλλα πρόσωπα, γιναμένα να φιγουράρουν το πλαίσιο της όλης εικόνας, δε μας μέλλει ναν τα εξετάσουμε βαθιά· ας πούμε πως είνε καλούτσικα φτιασμένα.

Κι’ έτσι με την ανάλυση τω χαραχτήρων ας μπούμε στην υπόθεση. Η σύλληψη μιας υπόθεσης τέτιας, είνε αρκετά καλή· ίσως όχι πολύ πρωτότυπη, μ' αυτό δε βλάφτει. Βέβαια! θέλησες το θεόσοφον Αλέκο ναν τον απατήσεις, θέλησες ναν τονέ κάμεις να συντύχει την υστερική Όλγα και ναν την περάσει για το εξιδανικεμένο πρόσωπο, που η εξέλιξη, κατά τις ιδέες του, θα καταντήσει τον άθρωπο· και γίνουνται, όσα γίνουνται. Ωραία τόντις υπόθεση. Μα δεν την έσφιξες. Χρόνο, περσότερο, κρατάει η διεξαγωγή της· κι' εδώ δείχτεται η αδυναμία του τεχνίτη· η αδυναμία σου. Όχι, γιατί δεν ένοσες, κατά τα κλασικά το χρόνο, άλλα γιατί μακραίνοντάς τον δεν έδειξες στην ψυχή τ' Αλέκου το πέρασμά του και την επίδρασή του. Κι' εδώ θυμάμαι του Schopenhauer τα λόγια: «pour le même motif, on sait que le plus grave defaut d'un auteur dramatique est que ses caractéres ne se soutiennent pas, c'est-à-dire qu'ils ne soient pas tracés d'un bout à l'autre, comme ceux que nous ont représentés les grands poëtes, avec la constance et l'inflexible logique, qui président au développement d une force naturelle» (2). Και μην πάρεις το motif αυτό, πως είνε στο μέρος σου, γιατί ο αθρώπινος χαραχτήρας αν είνε για τρίτο λόγο invariable, κατά Schopenhauer, όμως για δεύτερο είνε empirique. Έπειτα το invariable ή και το le caractére individuel est innè ερμηνεύουνται με τέτιον τρόπο, που δε μπορείς ναν τα επικαλεστείς για να προστατέψεις τον ήρωά σου! . . .

Πώς γίνεται τόρα αυτή η απάτη; ας διούμε. Χωρίζεις το δράμα σου σε τρεις εποχές, δηλαδή σε τρεις πράξες. Καλά! Η πρώτη εποχή αρχίζει, που η Όλγα μαραίνεται από την υστερική ανορεξιά κι' ο Αλέκος φρεσκοφερμένος από τα νοσοκομεία της Nancy κ' ενθουσιασμένος με τη suggestion, παρμένη από πνευματιστική άποψη, και με τις ιδέες του τις γνωστές, έρχεται ναν τη γιατρέψει. Η αρχή της θεραπείας είνε η πρώτη πράξη. Οι σκηνές όμως δεν έρχουνται καλά όλες. Η πρώτη ξάφνου σκηνή του κ. Λάκη με τον Αλέκο είνε λίγο άτεχνη· κι' αν όχι αλάκερη, το μέρος όμως, που δηγείται ο κ. Λάκης πως πρωτοπαρουσιάστηκε η ανορεξία της Όλγας φαίνεται γιναμένο για να ειπωθούν αυτά. Θα με πεις: και πώς αλλιώς πρέπει να μαθευτεί η πυρκαγιά και τα επακόλουθά της; Δεν ξέρω! Εγώ δράματα δε γράφω! Συ, αν ήσουν μεγάλος και γέρος καλλιτέχνης μπορούσες ναν το βρεις μονάχος σου και ναν το φέρεις έτσι τεχνικά, που εγώ, ξάφνου, η παρατηρήτρα να μην παρατηρούσα την τεχνική αυτή ατέλεια. Έχει κι' άλλα λάθη η πρώτη πράξη. Πολύ γλήγορα τελειόνει το σοαρέ· άτεχνα έρχεται η αφορμή που ο Αλέκος διατυπόνει τις ιδέες του και την tèlépathie του κ' είνε περιττές κάμποσες κουβέντες. Ωραίο είνε το τραγούδι της «άγιας πόλης» και κάπως άγαρμπο το τραγούδι του «πουλιού».

Η δεύτερη εποχή είνε δυνατώτερη! Δεν έχει κι αυτή τέχνη πολλή μα και μερικές σκηνές της είνε αρκετά τεχνικές· οι τελευταίες να πω! Είνε η εποχή, που η Όλγα γιατρεμένη πια από τη θεραπεία εκείνη τ' Αλέκου τον αρεβωνιάζεται. Πέφτουν καλούτσικα ο έρωτας κι' η αρεβώνα. Κι ο χαραχτήρας τ' Αλέκου δεν έχει λόγο να είνε αλαγμένος. Η απάτη δεν έχει γίνει ακόμα. Η Illusion του φανταστικού κόσμου παραμένει κι' ο Αλέκος δε εμπήκε ακόμα στην Άγια Πόλη! . . .

Στην τρίτη εποχή όμως τα πράματα άλλαξαν, χωρίς ναλλάξει ο Αλέκος! Σου τη συχορνώ όμως κι' αυτή, γιατί δείχτει την Όλγα καλά· πολύ τεχνικά αναλύεται και με λίγα λόγια, έστωντας και χλιαρά, ο χαραχτήρας της. Ο κ. Λάκης πολυλογάει κάπως — φαίνεται ναν τ' αρέσει τόντις η πολυλογία — στη γυναίκα του· εκείνη, μουγκή πολλές φορές, ανοίγει το στόμα της τώρα κάμποσο· κι' ο Αλέκος, ο αγαθώτατος Αλέκος εδώ δείχτεται πια όλος. Ωραία είνε η σκηνή τω δώρων της Όλγας. Κι' η δήγηση της πρώτης νύχτας του γάμου δεν είνε άσκημη· μήτε κι άσεμνη, αν τη βρουν πολλοί τέτια. Ωραία είνε κι' η λύση του κι' ικανοποιεί πολλούς! Ξαναπέρνουνται! Πώς ζούνε πια; ας το σκεφτεί, όπως θέλει καθένας. Το θέμα είνε, πως ξαναπέρνουνται. Ας πιστέψω εγώ κάνε, πως ο Αλέκος θα γίνει πια άθρωπος, κι' η Όλγα, που από κείνονα πέρνει το είνε της, καθόλου παράδοξο να γίνει κι' αυτή γυναικούλα· και . . . τότες κάθουνται εκείνοι καλά! . . .

Αυτό είνε Το «μυστικό του γάμου» . . . Βγάνω ένα συμπέρασμα: πως η σύλληψη με την εχτέλεση δεν περπάτησαν μέσα σου μ' ίδια βήματα. Μα για να μη με περάσεις κακιά, σου λέω, πως κι' η εχτέλεση μου χαμογελάει. Έπειτα δεν ξεχάνω, πως είνε έργο αυτό παιδιάστικο· δηλαδή τώκαμες παιδί είκοσι-είκοσιενός χρονών, αφού το διάβασα για πρώτη φορά πρόπερσυ το καλοκαίρι. Κι' έχουν να πουν πολύ αυτά· κι απόδειξη η «Φάρσα της Ζωής» έργο που τώκαμες εφέτος το καλοκαίρι. Είνε ασύγκριτη η τεχνική διαφορά της «Φάρσας» από το «μυστικό». Έχει μορφή αυτή! Μα μη νομίσεις πως είνε κι αριστούργημα. Ας εξετάσουμε και τη «Φάρσα» ναν το διείς! . . .

Η thèse της «Φάρσας» είνε να δείξει την κακομοιριά της ζωής και μπορούσες να βάλεις μότο αποκάτου τον τίτλο της το στίχο του Dante «tanto è amara che poco è più morte;», όπου το amara κουαλιφικάρει το selva από τους προηγούμενους στίχους της Κόλασης, κι' όπου το selva μπορεί να παρθεί αλληγορικά και για τη ζωή, ή καλίτερα το στίχο του δικού μας του Σολωμού «κι' είνε βάρος του η ζωή» (3) — Τόρα που ανάφερα και θυμήθηκα το Σολωμό, πρέπει να σε πω τη μεγάλη μου χαρά, που αφιερόνεις το πρώτο σου βιβλίο στη σκιά του, στη λάμψη του δηλαδή. Ξέρω, πως δεν τώκαμες γιατί τώπε ο κ. Ψυχάρης προχτές στο «Άστυ» (4). Εσύ με το είπες εδώ και τόσον καιρό και δεν ξεχάνω το γλυκύτατό σου ανοιχτό γράμμα (5), που έγραψες μέσα σ' ένα τριανταφυλένιο μεθύσι από κείνα, που σε ρίχτει η ατέλειωτη και παρθενική ευωδιά, που σκορπάνε οι στίχοι του — .

Της δίνω και συβολισμό εγώ· με κάνει κάνε να σκέφτουμαι κι' έτσι. Κι' η εχτέλεση αυτής της ιδέας δεν έρχεται κακά. Τη διαιρείς τη «Φάρσα» σε τρεις πράξες, που τις χωρίζουνε τη μια από την άλλη ώρες μόνο. Σ' ώρες μόνο γίνεται το δράμα αλάκερο· δράμα αληθινό. Μικρές είνε οι πράξες· μα δεν το νομίζω αυτό ελάτωμα. Αφού μπορείς να πεις ένα πράμα με τόσα λόγια, γιατί ναν το πεις μάλλα τόσα;

Η πρώτη πράξη δεν είνε τόσο καλλιτεχνική. Δεν ξέρω καλά α φαίνεται, όπως φαίνεται, γιατί ακλουθάει η δεύτερη κι' η τρίτη πράξη, ή γιατί τόντις έχει καλαιστητική ατέλεια, μα δε φαίνεται έτσι ώμορφη. Φαίνεται σαν introduction γιναμένη για την ξεμολόηση τ' Αντρέα. Κι' αυτή η ξεμολόηση σκεπάζει — τεχνικό ελάτωμα — κι' ό,τι άλλο θες να πεις στην πρώτη: δηλαδή το δείξιμο της γενικής νευραστενείας κι' όσων είνε απάνου στη σκηνή κι' όσων δεν είνε: τ' απαραίτητο, για το δέσιμο, γράμμα τ' αδερφού τ' Αντρέα, και μερικά άλλα ακόμα. Μα η δεύτερη κι' η τρίτη πράξη είνε ώμορφες. Τεχνικές πράξες είνε. Ελατώματα αν έχουν είνε τόσο μικρά που τα σκεπάζει η άλλη ωμορφιά τους. Τα συχαρίκια μου γι' αυτές. Βλέπεις, πως σου λέω τα καλά σου κι' ενθουσιάζουμαι κιόλα; Και δεν έχει μόνο αυτά τα προτερήματα η «Φάρσα». Χαραχτήρες δείχτει ζωντανούς· σπαρταριστά είνε όλα τα πρόσωπα· δεν είνε πλαστό κανένα, σαν τον Αλέκο. Ο Κωστής είνε τέλειο πράμα· ο Γιάνκος· ο Αντρέας το ίδιο. Η οικογένεια της κ. Τριάφτη είνε κινητοσκόπιο. Η Φρόσω μόνο μπορούσε να είχε άλλο χαραχτήρα αφού μάλιστα, όπως την έχεις τόρα, μιάζει πολύ με το χαραχτήρα του Τάσου· κι' όχι γιατί δεν είνε αληθινός και πιτυχημένος ο χαραχτήρας της, αλλά γιατί . . . τι τα θέλεις ό,τι δεν μπλεσάρει γινάμενο από άντρα, από γυναίκα φαίνεται βαρύτερο πάντα. Κι ένα άλλο προτέρημα του έργου σου είνε η δύναμη, που δείχνουν τα πρόσωπα, που δε φαίνουνται· ο Μήτσος, ο κ. Τριάφτης· ο Γεράσιμος. Το μαντολίνο του Γεράσιμου είνε μια καλλιτεχνική παρατήρηση πρώτης δύναμης! Το μαντολίνο νικάει τον Αντρέα. Την κατάπληξη, που δίνουν οι επιληφτικοί ή υστερικοί — υστερικοί· λες κάπου πως το σώμα της έγινε σαν κουλούρα — παροξυσμοί της Κατίνας κι' η πασιεντζομανία της, η αδιαντροπία η παθολογική της Φρόσως, η αναίδεια του Τάσου, κρατάνε στη θέση του τον Αντρέα. Το μαντολίνο όμως τον καταβάλει . . . Αυτό έλειπε . . . ήρθε κι' εκείνο· τελευταίο μάλιστα! . . . Κι' η στερνή σκηνή του Τάσου με τη Βασίλω, είνε όλους διόλου, σε βεβαιόνω, θαυμάσια! . . .

Σε είπα: Το δράμα σου με κάνει ακόμα να συβολίζω και τα πρόσωπα και προσπαθώ ναν τους βρω τη θέση τους του καθενός.

Η «Φάρσα της Ζωής» αξίζει. Αριστούργημα βέβαια δεν είνε! Υπάρχει πού και πού τέτιο πιπίλισμα μα το σύνολο του δεν είνε αριστούργημα. Συ είσαι μικρός ακόμα να κάνεις αριστουργήματα! . . .

Και τόρα γενικότερα πράματα. Γιατί αγκαλιάζεις τόσο την παθολογία; γιατί δε μπορείς να ξεκολήσεις από την hérédité; και τάλλο δράμα σου, — ο Ντίνος μας — που με δηγήθηκες την υπόθεση προχτές από κει είνε βγαλμένο! Τάχα δεν είνε ζητήματα άλλα, όμοια μεγάλα, κοινωνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά; Η hérédité μπορεί να πει κανείς εξαντλήθηκε πια. Είπαν κι' είπαν! Στον τόπο μας, είνε αλήθεια, δε γράφηκε τίποτα, που νανακατόνει ένα τόσο ψηλό ζήτημα· μα τα έργα αυτά, που θες να παρουσιάσεις και με κάπιαν αξίωση — ή όχι; — έχουν σχηματισμό κάπως διεθνότερο και δε θαν τα κρίνει κανείς, μήτε σχετικά με τις Ελληνικές τραγωδίες, μήτε σχετικά με τα λαϊκά δράματα. Κ' εγώ, που στάκρινα, όχι αφτηρά, αλλά δίκια, στάκρινα σχετικά με την τέχνη την απόλυτη και της τεχνοτροπίας την τελευταία εξέλιξη. Κι' αν επρόκειτο, κάνοντας τον κριτικό, να δημοσιέψω μιαν κάπια κρίση στις φημερίδες, να είσαι βέβαιος, πως ποτές δε θα σέκρινα έτσι· δε θα σέκρινα δηλαδή, σα φιλενάδα, που σου λέει μυστικά την κρίση της! Η κρίση μου αυτή από σένα θα διαβαστεί μονάχα· και συ ξέρεις, ποια ιδέα έχω εγώ για άλλα σκηνικά έργα της Ελληνικής παραγωγής, που κίνησαν μάλιστα περσότερο θόρυβο, στην παράσταση τους, τόσο από το κοινό, όσο κι' από την κριτική.

Ο «Βασιλικός » του Μάτεση κι ο «Βουρκόλακας» του Εφταλιώτη δεν παραστάθηκαν, φίλε μου· και πόσοι τους ξέρουν; . . . Αλλά τι έχει να κάνει; . . . Αμ ο «Ψυχοπατέρας» του κ. Ξενοπούλου κι' αν παραστάθηκε και τι; . . . »

* * *

Κι' εγώ πούλαβα αφτό το γράμα απάντησα στη στιμή!

« . . . μήτε αξίωση, έχω πως έγραψα αριστουργήματα, μήτε η κρίση σου με φάνηκε αφτηρή. Ίσως μήτε κι' όσο έπρεπε δίκια . . . Η αγάπη σου ξεχειλίζει πού και πού. Όμως δεν πρέπει ναν την ξέρω μόνος εγώ! . . . Θες δε θες θαν τη βάλω μπρος στο βιβλίο μου . . . Μη φοβάσαι για τις αλήθειες, που λες, πως θα με βλάψουν. Όποιος νιώσει το γράμα σου . . . τέλειωσε! κι' α με κατηγορήσει κι' αν πει πως δεν αξίζω τίποτα κι' α φανταστεί, πως δεν έχω μήτε την ελπίδα καν, πως κάτι μπορεί να φτιάσω με τον καιρό, λόγο του κουτουρού δε θα πει . . . Σκεφτικός θάνε άθρωπος και μακρυσμένος από πρόληψες κι' ό,τι κι' αν πει ωφέλεια θα με δόσει. — Το γράμα σου είνε ο πρόλογος, που πεθυμούσα . . . πώς τον αποθυμούσα! . . . »

Διαβάστε περισσότερα : http://www.hellenicaworld.com/


Φρίντριχ Νίτσε -Διονύσου Διθύραμβοι 

Μεταφραστής: Γιάννης Καμπύσης


ΓΙΑ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΠΛΟΥΤΟΥ

Δέκα χρόνια πᾶνε —,
δὲ μἔφτανε καμιὰ σταλαγματιά,
κανένα ἀγέρι ὑγρούτσικο, καμιὰ δροσιὰ ἀπ’ Ἀγάπη
—μιὰ ἄβροχη χώρα...
Τόρα παρακαλῶ ἐγὼ τὴ σοφία μου 
νὰ μὴ γένει φιλάργυρη σ’ αὐτὴ τὴν ξερασιά· 
πλημμύρα ἡ ἴδια, ἡ ἴδια στάλαζε δροσιά, 
ἡ ἴδια νὰ εἶσαι τῆς ὠχρῆς τῆς ερημιᾶς βροχή!

Μιὰ φορὰ διάταζα τὰ σύγνεφα
νὰ φεύγουν ἀπὸ τὰ βουνά μου, —
ἄλλοτ’ ἔλεγα «φῶς περσότερο, σεῖς σκοτεινιές!»
Σήμερα τὰ δελεάζω νὰ ἔρχουνται·
σκοτάδι ἀπλῶστε γύρο μου μὲ τὰ μαστάρια σας!
—θέλω νὰ σας ἀρμέξω, ὦ ἀγελάδες του ὕφους!


Σοφία θερμογάλακτη, γλυκειὰ δροσιὰ τσῆ ἀγάπης 
ἀπάνου ἀπὸ τὴ χώρα πλημμυρίζω.

Μακριά, μακριά, ὦ ἀλήθειες 
ποὺ σκοτεινὰ θωρεῖτε!
Δὲ θέλω ἀπάνου στὰ βουνά μου 
στρυφνὲς χωρὶς ὑπομονὴ νὰ βλέπω ἀλήθειες.
Χρυσῆ ἀπὸ τὸ χαμόγελο
σήμερα ἐγγύς μου τὴν ἀλήθεια,
ἀπὸ τὸν Ἥλιο γλυκερή, μαύρη ἀπὸ τὴν ἀγάπη, —
μιὰν οὐρμασμένη ἀλήθεια κόβω ἀπὸ τὸ δέντρο.

Τὸ χέρι ἀπλόνω σήμερα
στῆς τύχης τα σγουρόμαλλα,
ἀρκετὰ φρόνιμος, τὴν τύχη
νὰ ὁδηγήσω σὰν παιδί, νὰν τηνὲ ξεγελάσω.
Θέλω φιλόξενος σήμερα νὰ εἶμαι 
στὸν ἐνοχλητικό,
τοῦ πεπρωμένου ἐνάντια ἀγκάθια ἐγὼ δὲ θέλω νἀπλόνω
— ὁ Ζαρατούστρας δὲν εἶναι σκαντζόχοιρος.

Ἡ ψυχή μου,
ἄπληστα μὲ τὴ γλώσσα της,
ἔγλυψε πιὰ ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ,
σ’ ὅλα τὰ βύθη ἐβούτηξε.
Μὰ πάντοτε ὅμοια μὲ φελλό,
πάντοτε πάλε ἀπάνου πλέχει,
σὰ λάδι ἀπάν’ σὲ θάλασσες σκοῦρες θαυματουργεῖ·
γιὰ χάρη τούτης τῆς ψυχῆς μὲ λένε: ὁ εὐτυχισμένος.

Ποιὸς εἶναι, μου πατέρας, μάνα;
Ὁ πρίγκηπας ὁ γεμιστὸς δὲν εἶναι μου πατέρας
καὶ τὸ ἥσυχο χαμόγελο μητέρα;
Τὸ συνοικέσιο αὐτῶν τῶν δυὸ δὲ γέννησεν ἐμένα,
τὸ αἰνιγματόζωον ἐμένα,
τοῦ φωτὸς τὸ ζιζάνιον ἐμένα,
κάθε σοφίας τὸν ἄσωτον ἐμένα Ζαρατούστρα;

Ἄρρωστο σήμερα ἀπὸ τρυφεράδα,
δροσιστικὸ ἀγεράκι,
κάθεται ὁ Ζαρατούστρας καρτερῶντας στὰ βουνά του —
στὸν ἴδιο τὸ χυμό του
γλυκασμένος, βρασμένος,
κάτου ἀπὸ τὴν κορφή του,
κάτου ἀφ’ τὸν πάγο του,
ἀποσταμένος καὶ μακάριος,
ἕνας δημιουργὸς στὴν ἕβδομή του τὴν ἡμέρα.

— Ἥσυχα!
Μιὰ ἀλήθεια ἀπάνου μου διαβαίνει
ὅμοια μὲ σύγνεφο, —
μὲ κεραυνοὺς ἀδιόρατους μὲ συντυχαίνει.
Σὲ ἀργειὲς πλατειές σκάλες ἀπάνου
σὲ μένα ἡ εὐτυχία της ἀνεβαίνει·
ἔλα, ἔλα, ὦ πολυαγαπημένη ἀλήθεια!

—Ἥσυχα!
Εἶναι ἡ ἀλήθεια μου!
Ἀπὸ μάτια δισταχτικά,
ἀπὸ ἀνατριχῆλες βελουδένιες

τὸ βλέμμα της μὲ συντυχαίνει,
μὲ ἀγάπη, μὲ κακία, σὰν κορασιοῦ ματιά...
Ἐμάντευε τὸ βάθος της εὐτυχίας μου,
ἐμένα ἐμάντευεν — ἄ! τί ἐφευρίσκει; —
Πορφυρένιος ἕνας δράκοντας κατασκοπεύει
στὴν ἄβυσσο τῆς κορασίσιας τῆς ματιᾶς της.

— Σούτ! Ἡ ἀλήθεια μου μιλεῖ! —
Ἀλλοίμονό σου, ὦ Ζαρατούστρα!
Μοιάζεις σὰν ἕνας,
χρυσάφι ποὺ κατάπιε·
θὰ σοῦ ξεσκίσουν, θὰ σου ἀνοίξουν τὴν κοιλιά!..

Πολὺ πλούσιος εἶσαι,
ἐσύ, καταστροφέα πολλῶν!
Παρὰ πολλοὺς κάμνεις ζηλόφτονους,
παρὰ πολλοὺς κάμνεις φτωχούς...
Σὲ μέν’ τὸν ἴδιο ρίχνει ἥσκιο τὸ φῶς σου—,
τουρτουρίζω· φεύγα μακριά, σὺ πλούσιε,
φεύγα, Ζαρατούστρα, μακριά ἀφ’ τὸν ἥλιο σου!..

Τὰ περισσεύματά σου ἐπιθυμοῦσες νὰ χαρίσεις, νὰ ξεκάμεις,
μὰ ὁ περιττώτατος ὁ ἴδιος εἶσαι ἐσύ!
Φρονίμεψε, ὦ σὺ πλούσιε!
Πρῶτα τὸν ἴδιο σου ἑαυτὸ χάρισε, ὦ Ζαρατούστρα!

Δέκα χρόνια πᾶνε—,
καμιὰ σταλαγματιὰ δὲ σἔφτανε;
Κανένα ἀγέρι ὑγρούτσικο; καμιὰ δροσιὰ ἀπ’ Ἀγάπη;

Μὰ ποιὸς ἔπρεπε νἀγαπήσει ἐσένα,
ὦ ὑπέρπλουτε;
Τριγύρο ἡ εὐτυχία σου ξεραίνει,
φτωχαίνει τὴν ἀγάπη
— μιὰ ἄβροχη χώρα...

Κανεὶς πιὰ δὲ σεὐγνωμονεῖ,
μὰ ἐσὺ ὅλους τοὺς εὐχαριστεῖς,
ποὺ πέρνουν ἀπὸ σένα·
ἔτσι κἐγὼ σὲ διακρίνω,
ὦ ὑπέρπλουτε,
ὦ ἐσὺ φτωχότατε τῶν πλούσιων ὅλων!

Θυσιάζεσαι, σὲ βασανίζει ὁ πλοῦτος σου —
παραδίνεσαι,
δὲ φείδεσαι τὸν ἑαυτό σου, δὲν τὸν ἀγαπᾶς·
πάντοτε σὲ ἀναγκάζει ἡ βάσανο ἡ μεγάλη,
βάσανο τῶν ἀποθηκῶν τῶν παραπληρωμένων,
παραπληρωμένης καρδιᾶς —
μὰ πιὰ κανένας δὲ σεὐχαριστεῖ...

Φτωχότερος νὰ γίνεις πρέπει,
σοφὲ ἄσοφε!
ἂ θέλει; νἀγαπιέσαι.
Μόνο τοὺς ὅσους πάσχουνε ἀγαπᾶνε,
δίνουνε τὴν ἀγάπη τους μόνο στὸν πεινασμένο·
πρῶτα τὸν ἴδιο σου ἑαυτὸ χάρισε, ὦ Ζαρατούστρα!

— Εἶμαι ἡ ἀλήθεια σου...


Ο ΗΛΙΟΣ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ

1

Πολὺ ἀκόμα δὲ θὰ διψᾶς,
φλογισμένη καρδιά!
Ὑπόσχεση εἶναι στὸν ἀγέρα,
ἀπ’ ἄγνωστα στόματα μοῦ σαλπίζεται,
— ἡ μεγάλη αὔρα ἔρχεται...

Ἀπάνου μου φλογιστικὸς τὸ μεσημέρι
ἐστέκονταν ὁ Ἥλιος μου·
γειά σας, ποὺ ἐρχόσαστε, σεῖς ξαφνικὰ ἀγεράκια,
ἐσεῖς τοῦ ἀπογυιόματος πνεύματα δροσερά!

Ἀπόξενος καὶ καθαρὸς φυσάει ὁ ἀγέρας.
Δὲ μὲ στραβοκοιτάζει ἡ νύχτα
μὲ τὴ λοξὴ
τὴν ξελογιάστρα της ματιά;..
Κρατήσου δυνατή, ὦ γενναία μου καρδιά!
Μὴ ρωτᾶς: γιατί; —

2

Ὦ τῆς ζωῆς μου ἡμέρα!
ὁ Ἥλιος πέφτει.
Περίχρυση πιὰ στέκει
ἡ γυαλιστὴ πλημμύρα.
Θερμὰ ανασαίνει ὁ βράχος·
καλὰ ἐκοιμόταν ἡ εὐτυχία σ’ αὐτὸν τὸ μεσημέρι
τὸ μεσημεριανό της ὕπνο;
Ἡ ἄβυσσο ἡ μαυρειδερὴ ἀκόμα παίζει ἀπάνου
εὐτυχία σὲ πράσινα φῶτα.
Ὦ ἡμέρα τῆς ζωῆς μου!
ἔρχεται ἡ νύχτα!
Ἀνάβει πιὰ τὸ μάτι σου
μισοκλεισμένο,
πιὰ τῆς δροσιᾶς σου ἀναβρύζει
δακρυοστάλλαγμα,
πιὰ ἀπάνου ἀπὸ ἄσπρες θάλασσες ἥσυχα τρέχει
πορφύρα τῆς ἀγάπης σου,
ἡ μακαριότητά σου ἡ στερνὴ ἡ δισταχτική..

3

Ὦ εὐθυμία, χρυσῆ, ἔλα!
Σὺ τοῦ θανάτου μυστικότατη
γλυκύτατη προαπόλαψη!
— Παραπολὺ γλήγορα ἐγὼ τὸ δρόμο μου ἔτρεχα;
Νά τόρα ποὺ τὸ πόδι ἀπόστασε,

ἡ ματιά σου μὲ προφτάνει,
ἡ εὐτυχία σου μὲ προβοδεῖ.

Γύρο μονάχα κῦμα καὶ παιχνίδι.
Ὅ, τι βαρὺ εἴταν, ἔπεσε στὴν μπλάβη λησμονιά, —
ἀργὴ στέκεται τόρα ἡ βάρκα μου.
Φουρτούνα καὶ ταξίδι — πὼς τὸ ξέμαθε!
Πόθος κ’ ἐλπίδες πνίγηκαν,
ψυχὴ καὶ θάλασσα γυαλὶ εἶναι.

Ἕβδομη μοναξιά!
Ποτές μου δὲν αἰστάνομουν τόσο κοντά μου
γλυκειὰν ἀσφάλεια,
τόσο θερμὴ τοῦ Ἥλιου τὴ ματιά.
— Ὁ πάγος τῆς κορφῆς μου ἀκόμα δὲν ἀνάβει;
Ἀσημένιο, ἐλαφρό, ἕνα ψάρι
τὸ σκάφος μου τόρα ἔξω πλέχει...


Διαβάστε περισσότερα : https://el.wikisource.org/


Το δαχτυλίδι της μάνας



Το δαχτυλίδι της μάνας (ραδιοφωνικό θέατρο)

Παραμονή Χριστουγέννων. Σε μία καλύβα κοντά στο δάσος ζει μία φτωχή οικογένεια: η μάνα και οι δυο της γιοι. Ο μεγάλος γιος της οικογένειας, ο Ποιητής, βαριά άρρωστος, γνωρίζοντας πως έχει πλέον λίγη ζωή μέσα του, νοσταλγεί τα απάτητα βουνά του τόπου του, τους θρύλους της οικογένειάς του, τις Νεράιδες του Βουνού. Ταξιδεύει με τη φαντασία του κοντά τους, για να τον συντροφεύσουν στις τελευταίες του στιγμές και καρτερά να “σβήσει” στην ποδιά της αγαπημένης του. H μητέρα του, για να τον σώσει, αποφασίζει να πουλήσει τη μοναδική περιουσία της οικογένειας, το δαχτυλίδι που έδωσαν κάποτε οι μοίρες στους προγόνους της, αν και γνωρίζει ότι μια τέτοια κίνηση είναι καταραμένη. Kάπου, κάποτε, σε μια Ελλάδα.

“Το δαχτυλίδι της μάνας” (1898) του Γιάννη Καμπύση είναι θεατρικό έργο, γραμμένο σε ντοπιολαλιά, κι εμπνέεται απ’ τη ζωή του ποιητή και πεζογράφου Κώστα Κρυστάλλη. Έχει χαρακτηριστεί ως μουσικό δράμα αλλά και ως χριστουγεννιάτικο ονειρόδραμα. Το 1917, ο Μανώλης Καλομοίρης το συνέθεσε σε μορφή όπερας, ενώ 51 χρόνια αργότερα, το 1968, το έργο εκφωνήθηκε στο “θέατρο της Τετάρτης” στην Ε.Ρ.Α. 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου