Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

John William Waterhouse -  Penelope and the Suitors  (1912).

Ομήρου Οδύσσεια
τ
Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Τά νίπτρα. ( Αποσπάσματα )
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη


Τότες από το θάλαμο κι η Πηνελόπη φάνη,
παρόμοια με την Άρτεμη και τη χρυσή Αφροδίτη.
55 Φέρανε πλάγι της φωτιάς και θέσαν το θρονί της,
που τορνευτό με φίλντισι κι ασήμι τό 'χε φτιάξει
ο μάστορης ο Ικμάλιος, μαζί μ' ακουμποπόδι
συνταιριαστό, και με προβιά μεγάλη σκεπασμένο·
σ' εκείνο απάνω η φρόνιμη καθόταν Πηνελόπη.
60 Απ' τα παλάτια πρόβαλαν και δούλες ασπροχέρες,
που σήκωσαν τα φαγητά και τα λαμπρά τραπέζια,
και τα ποτήρια που έπιναν οι αγέρωχοι μνηστήρες.
Κι έρριξαν χάμου τις φωτιές απ' τους φανούς, και βάλαν
άλλα περίσσια απάνω τους ξύλα για φως και ζέστα.
65 Τότες αρχίζει η Μελανθώ ξανά με το Δυσσέα·
«Ακόμα θα μας τυραννής, ώ ξένε, εδώ τη νύχτα,
στο σπίτι τριγυρίζοντας, κοπέλες να ματιάζης;
Σου σώνουν, κακορίζικε, τα πόφαγες, και φεύγα,
Ή τάχα θες με τις δουλειές να πεταχτής στο δρόμο;»
70 Και λέει αγριοκοιτώντας την ο μέγας Οδυσσέας·
«Γιατί με τόσο, αθεόφοβη, με κατατρέχεις άχτι;
Τάχα πού 'μαι έτσι δα λερός και φτωχικά ντυμένος,
και βγαίνω και ψωμοζητώ στης πείνας την ανάγκη;
Τέτοιοι 'ναι κείνοι που στη γης γυρίζουν και ζητάνε.
75 Κι εγώ είχα σπίτια μιά φορά στον κόσμο, κι ήμουν πλούσιος,
κι ευτυχισμένος, κι έδινα σ' εκείνους που γυρνούσαν,
και γύρευαν, όποιοι ήτανε, κι απ' ό,τι είχαν ανάγκη·
και δούλους είχα αρίθμητους κι άλλα καλά περίσσια,
που έχουν αυτοί που καλοζούν και που τους λένε αρχόντους.
80 Μα ο Δίας άλλα θέλησε, και μου τα ρήμαξ' όλα·
Κι εσύ, ώ γυναίκα, κοίταξε μη χάσης τη λαμπράδα
που σε στολίζει ανάμεσα σε τόσες άλλες δούλες,
μαζί σου αν τύχη κι άξαφνα χολιάση η δέσποινά σου,
ή αν έρθη, σαν που ελπίζουνε, στο Θιάκι ο Οδυσσέας.
85 Κι αν πάλε εκείνος χάθηκε και γυρισμό δεν έχει,
να, ο γιόκας του ο Τηλέμαχος, μεγάλος με τη χάρη
του Απόλλωνα· δε δύνεται να πράξη εδώ γυναίκα
κακό, χωρίς να ξέρη αυτός, τι πια παιδί δεν είναι.»
Κι η Πηνελόπη η γνωστικιά τον άκουσε, κι αμέσως
90 την παρακόρη μάλωσε, και φώναξέ της κι είπε·
«Αδιάντροπη κι αθεόφοβη, τη βλέπω σου την κάκια,
που απάνω στο κεφάλι σου θα πέση αυτή κατόπι.
Σα να μη γνώριζες μαθές, μιάς κι άκουγές με τότες
πως μέσα, στο παλάτι μου ποθούσα να ρωτήξω
95 τον ξένο για τον άντρα μου, γιατί βαρειά 'χω λύπη.»
Κατόπι της κελάρισσας της Ευρυνόμης κρένει·
«Φέρε, Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβιά αποπάνω,
ο ξένος να καθίση εκεί, να λέη και να μ' ακούγη
σαν του μιλώ, τι λαχταρώ να τον καλοξετάσω.»
100 Είπε, κι εκείνη πρόθυμα φέρνει σιμά και στήνει
σκαμνί καλοπελέκητο, με την προβειά αποπάνω.
Κάθισ' εκεί ο πολύπαθος κι ο θείος Οδυσσέας,
κι η Πηνελόπη η φρόνιμη μ' αυτά τα λόγια αρχίζει·
«Ξένε, εγώ πρώτα πρώτα αυτό να σε ρωτήξω θέλω·
105 ποιός είσαι εσύ, και πούθενε; ποιά η χώρα σου, οι γονιοί σου;»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα, εσένα δεν μπορεί μήτε στης γης την άκρη
ψεγάδι να σου βρη θνητός. Ως τα ουράνια εσένα
πηγαίνει η φήμη σου· ο καλός παρόμοια βασιλέας
110 φημίζεται σαν κυβερνάη λαό πολύ κι αντρείο,
με δίκιο και θεοφοβιά. Η γης του βγάζει στάρι,
τα δέντρα φέρνουνε καρπούς, τα πρόβατα πληθαίνουν,
χαρίζει ψάρια η θάλασσα, κι όλος ο κόσμος έχει
και πλούτια και καλοτυχιά με την καλοδηγιά του.
115 Τώρα κι εμένα ρώταγε στο σπίτι σου ό,τι άλλο,
όμως πατρίδα και γενιά να πω μη μου γυρεύης,
παλιές μην έρθουν θύμησες και με γεμίσουν πόνους,
γιατ' είμαι πολυστέναχτος. Και μες σε ξένο σπίτι
δεν πρέπει να μοιρολογώ και στεναγμούς να βγάζω,
120 τι φρόνιμο τ' ανέπαυο παράπονο δεν είναι,
μην κάποια δούλα σου, ή κι εσύ, χολώστε και θαρρέψτε
πως το μεθύσι μ' έπιασε, και πλημμυρώ στα δάκρυα.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Ώ ξένε, όλες τις χάρες μου, την ομορφιά, το σώμα,
125 οι αθάνατοι μου αφάνισαν αφότου στην Τρωάδα
με τους Αχαιούς ξεκίνησε ο άντρας μου ο Δυσσέας.
Άν τη ζωή μου ερχότανε να διαφεντέψη εκείνος,
κι η δόξα μου θα πλήθαινε, κι όλα καλά θα βγαίναν·
τώρα έχω πίκρες· τι πολλά δεινά μου φέρνει η μοίρα.
130 [ Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι,
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυνθο με τα δασά τα δέντρα,
κι όσοι σ' αυτό το λιόλουστο νησί μας λημεριάζουν,
θέλω δε θέλω με ζητούν, κι όλο χαλνάν το βιός μου. ]
Γιά δαύτο, μήτε ξένο έγώ, και μήτε ικέτη ακούγω,
135 μήτε κανένα κήρυκα, του κόσμου δουλευτάρη,
μόνε μου τρώει τα σπλάχνα μου του Οδυσσέα ο πόθος.
Αυτοί για γάμο βιάζουνται, κι εγώ τους πλέχνω δόλους.
Και πρώτα θεός με βοήθησε να σοφιστώ να στήσω
θεόμακρο στον πύργο μου πανί, και να το φάνω,
140 ψιλόκλωστο κι αμέτρητο. Και λέω τους: —Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας.
μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα
το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου,
που τό 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη,
145 σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση,
σαν κοίτεται ασαβάνωτος, πού 'ταν και τόσο πλούσιος.
Αυτά είπα, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές τους.
Λοιπόν, τις μέρες έφαινα το θεόμακρο πανί μου,
150 τη νύχτα όμως το ξέφαινα σαν έφερναν τα φώτα.
Τρείς χρόνους τους κρυφόπαιζα, κι έτσι τους έπειθα όλους·
μα οι εποχές σαν έφεραν τον τέταρτο το χρόνο,
και τα φεγγάρια χάνονταν, και πλήθαιναν οι μέρες,
οι δούλες, σκύλες άπονες, με πρόδωσαν, κι εκείνοι
155 ήρθαν και μ' έπιασαν εδώ, και μου βαριομιλήσαν,
Και τότες πια με το στανιό το τέλειωσα απ' ανάγκη.
Μήτ' από γάμο γλυτωμό δε βλέπω τώρα, μήτε
άλλον πια τρόπο· στην παντρειά με σπρώχνουν οι γονιοί μου
κι ο γιός μου, βλέποντας το βιός που τρων αυτοί, σκυλιάζει,
160 τι τώρα που άντρας έγινε και νιώθει, θα φροντίζη
το σπίτι του σαν άνθρωπος που τον τιμάει ο Δίας.
Ως τόσο λέγε μου κι εσύ τη φύτρα, τη γενιά σου·
δε θά 'σαι απ' του παραμυθιού το δρύ και το λιθάρι.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
165 «Γυναίκα πολυσέβαστη του θεϊκού Οδυσσέα,
ως πότε εσύ θένα ζητάς να μάθης τη γενιά μου;
Μα θα στην πω, και πιότερος ας γίνεται ο καημός μου·
αυτή 'ναι η τύχη του θνητού που λείπει απ' την πατρίδα
τόσον καιρό, όσο βρίσκουμαι κι εγώ ξενιτεμένος,
170 και τυραννιέται σε πολλές γυρνώντας πολιτείες.
Όμως και πάλε θα σ' το πω το που ρωτάς να μάθης.
Είναι μιά γης κατάμεσα του μελανού πελάγου,
η Κρήτη, η ώρια κι η παχειά κι η τριγυρολουσμένη.
Κατοίκους έχει αρίθμητους, και χώρες ενενήντα.
175 Κάθε λαός κι η γλώσσα του. Ζούν Αχαιοί στον τόπο,
ζούνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια,
και Κύδωνες, και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες.
Κι είν' η Κνωσό, χώρα τρανή, που ο Μίνωας του μεγάλου
του Δία σύντροφος εννιά, κι εννιά κυβέρναε χρόνους,
180 του Δευκαλίωνα ο γονιός, του αντρόψυχου γονιού μου,
που εξόν εμένα, γέννησε το ρήγα Ιδομενέα.
Στό Ίλιο αυτός ακλούθησε τους δυό του Ατρέα γόνους
με τα καράβια του. Αίθωνας εμένα τ' όνομά μου,
κι εγώ ο νεώτερος, αυτός καλύτερος και πρώτος.
185 Εκεί είδα το Δυσσέα εγώ, και ξενοφίλεψά τον,
τι του ανέμου η μάνητα τον πέταξε στην Κρήτη,
στην Τροία καθώς αρμένιζε, λοξά από το Μαλέα,
κι ήρθε στην Αμνισό, κοντά στης Ειλειθυίας το σπήλιο,
μέσα στα κακολίμανα, και σώθη απ' τα δρολάπια,

...................................................................................






Η Πηνελόπη στον αργαλειό και οι μνηστήρες.Μινιατούρα από έκδοση στα γαλλικά του έργου του Βοκάκιου De claris mulieribus, περίπου 1440.
Βρετανική Βιβλιοθήκη











Είπε, και πιότερη όρεξη της φέρανε για κλάμα
250 εκείνα τα ολοφάνερα του Οδυσσέα σημάδια.
Και σάνε καλοχόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα,
τότες του ξαναμίλησε κι απάντησέ του κι είπε·
«Και πρώτα σε συμπόνεσα, μα από τα τώρα, ώ ξένε,
μες στο παλάτι αγαπητός και σεβαστός θα μου είσαι.
255 Εγώ τα ρούχα τού 'δωκα που τώρα μου ιστορούσες·
τα δίπλωσα και τά 'βγαλα απ' το θάλαμο, κι απάνω
θηλυκωτήρι λαμπερό του κάρφωσα στολίδι.
Μα αυτός δε μου γυρίζει πια να τον δεχτώ στο σπίτι·
μοίρα κακή τον έστειλε στο βαθουλό καράβι,
260 το μαύρο Ίλιο για να δη, τ' αναθεματισμένο.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα πολυσέβαστη του τέκνου του Λαέρτη,
την ομορφιά σου μη χαλνάς, μη λυώνης την καρδιά σου,
θρηνώντας για τον άντρα σου. Κι όχι κακό πως τό 'χω,
265 τ' είναι πολλές που χάσανε και κλαίν το σύγκοιτό τους,
που το φιλί του χάρηκαν, και τέκνα του γεννήσαν,
κι ας ήταν άλλος, κι όχι αυτός, που λεν σα θεός φαινόταν.
Μα πάψε πια τα κλάματα, το τι θα πω ν' ακούσης·
τι θα μιλήσω αληθινά, και δε θα σου το κρύψω,
270 πως άκουσα το γυρισμό του θεϊκού Οδυσσέα,
που ζη κοντά στων Θεσπρωτών τη γης την καρποφόρα,
και φέρνει θησαυρό πολύ που σύναξε απ' τον τόπο.

...........................................





Η Πηνελόπη στον αργαλειό της.
Τμήμα της ταπισερί "THE STORY OF PENELOPE AND THE STORY OF THE CIMBRI WOMEN"
French or Franco-Flemish, περίπου 1480-83
Βοστόνη, Μουσείο Καλών Τεχνών

πηγή 










Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Μακάρι, ώ ξένε, ο λόγος σου τέλος να βρη· και τότες
310 θένα 'χης την αγάπη μου, και τόσα πλούσια δώρα,
που θα σε μακαρίζουνε όσοι θνητοί σε βλέπουν.
Μα άλλα η ψυχή μου προμηνά, κι αυτά, θαρρώ, θα βγούνε.
Μήτ' ο Δυσσέας δεν έρχεται και μήτ' εσύ δε θά 'βρης
προβόδωμα· δεν έχει πια το σπίτι νοικοκύρη,
315 σαν το Δυσσέα που στάθηκε στους τιμημένους ξένους,
πάντα καλός να προβοδά και να καλωσορίζη.
Νίψτε τον τώρα, κοπελιές, και στρώστε του κλινάρι
με μαλακά παπλώματα και χράμια και φλοκάτες,
που ως τη χρυσόθρονην Αυγή να χαίρετ' από ζέστα.
320 Και λούστε τον κι αλείψτε τον, άμα γλυκοχαράξη,
να πάη με τον Τηλέμαχο στο γέμα να καθίση
μες στο παλάτι. Θά το βρούν πικρό οι κακοί μνηστήρες,
που να κακοκαρδίζουνε τον ξένο πάντα θέλουν,
μα αυτοί πια δε θα δύνουνται να κάμουν τα δικά τους,
όσο αν θυμώνουνε. Και πως, ώ ξένε, εσύ θα μάθης,
325 εγώ αν τις άλλες ξεπερνώ στα φρένα και στη γνώση,
στα δείπνα μας αν κάθεσαι λερός, κακοντυμένος,
μες στο παλάτι; των θνητών οι μέρες είναι λίγες·
όποιος μας φαίνεται άσπλαχνος κι έχει άσπλαχνη τη γνώμη,
όλοι οι ανθρώποι και σα ζη τον καταριούνται ετούτον,
330 και σαν πεθάνη, τον γελούν και τον καταφρονούνε.
Πάλε, όποιος φαίνεται γλυκός, κι έχει γλυκειά τη γνώμη,
η δόξα του ως τα πέρατα σκορπιέται από τους ξένους,
κι όλος ο κόσμος εκεινού καλό όνομα του δίνει.»
................................................




Η Πηνελόπη, ο μικρός Τηλέμαχος και ο Λαέρτης. Μινιατούρα από χειρόγραφο του 16ου αι. Εθν. Βιβλιοθήκη Γαλλίας














«Ξένε, κάτι άλλο θέλω εγώ να σε ρωτήξω ακόμα,
510 τι φτάνει τώρα της γλυκειάς ανάπαψης η ώρα,
για κείνους που ύπνο χαίρουνται, πολύ καημό κι αν έχουν.
Μα εμένα λύπη αμέτρητη μου έχει δοσμένη η μοίρα.
Όσο 'ναι μέρα την περνώ, με σπαραγμούς και κλάψες,
στο σπίτι μέσα τα έργα μου κοιτώντας και τις δούλες·
515 μα η νύχτα μιάς και κατεβή, κι όλους τους πάρη ο ύπνος,
μες στο κλινάρι κοίτουμαι, και την πικρή καρδιά μου
έννοιες την πνίγουνε σκληρές, που να θρηνώ με κάνουν.
Κι όπως η Αηδόνα η λυγερή και κόρη του Παντάρου,
γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση,
520 στώ δέντρων καθώς κάθεται τα πυκνωμένα φύλλα
και με συχνά γυρίσματα μύριους σκοπούς αλλάζει.
τον Ίτυλο, το τέκνο της, θρηνώντας, που τον είχε
σκοτώσει ανήξερα, το γιό του βασιλέα του Ζήθου,
κι εμένα ο νους μου μιά απ' εδώ και μιά απ' εκεί γυρίζει,
525 ή να σταθώ με το παιδί, και να φυλάω δωπέρα,
το έχει μου, τις δούλες μου, και τ' αψηλά παλάτια,
με σεβασμό στο ταίρι μου και στη φωνή του κόσμου,
ή τον καλύτερο Αχαιό μνηστήρα ν' ακλουθήσω,
που στο παλάτι βρίσκεται, και δίνει πλέρια δώρα.
530 Κι όσο ήτανε μικρό παιδί δε δέχονταν ο γιός μου
άντρα να πάρω και να βγώ απ' του Δυσσέα τους πύργους·
μα τώρα που έγινε κι αυτός μεγάλο παλληκάρι,
λυπάται το πολύ το βιός που οι Αχαιοί του τρώνε,
και τους θεούς παρακαλεί να φύγω απ' τα παλάτια.
535 Μ' άκουσε τώρα τ' όνειρο που είδα, και ξήγησέ το.
Είκοσι χήνες θρέφω εδώ με το βρεχτό σιτάρι,
που χαίρουμαι να τις θωρώ και να τις καμαρώνω.
Μέγας αϊτός απ' το βουνό κατέβη αγκιστρομύτης,
και τα λαιμά τους έσπασε· νεκρές στρωθήκαν όλες
540 μες στα παλάτια κι ο αϊτός ανέβη στους αιθέρες.
Κι εγώ θρηνούσα κι έσκουζα μες στ' όνειρό μου τότες,
και γύρω οι ωριοπλέξουδες Αχαιΐδες συναχτήκαν,
απ' τις φωνές μου, που ο αϊτός μου σκότωσε τις χήνες.
Κι εκείνος ήρθε κάθισε στο ξώστεγο αποπάνω·
545 κι ανθρώπινα λαλώντας μου με μπόδιζε να κλαίγω·
«Θάρρος, του κοσμοξάκουστου του Ικάριου ώ θυγατέρα·
αλήθεια 'ναι, κι όχι όνειρο, και ξάστερο θα σού 'βγη.
Οι χήνες τους μνηστήρες σου σημαίνουν, κι εγώ που ήμουν
ως τώρα αϊτός, ο αντρας σου τώρα είμαι και γυρίζω,
550 να δώσω τέλος φοβερό σε κάθε σου μνηστήρα.»
Είπε, κι εμένα μ' άφησε του ύπνου η γλύκα τότες,
και κοίταξα, κι αγνάντεψα τις χήνες στην αυλή μου,
που έτρωγαν στάρι σαν προτού στη γούρνα τους τριγύρω.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας κι απάντησέ της·
555 «Αλλιώτικα αυτό τ' όνειρο, γυναίκα, δεν ξηγιέται,
γιατί ο Δυσσέας ο ίδιος πως θα το τελέση σου είπε,
και φαίνεται ολοκάθαρο το τέλος των μνηστήρων·
μήτ' ένας απ' τη μαύρη του δε θα γλυτώση μοίρα.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και του κρένει·
560 «Έχουμε, ώ ξένε, ονείρατα ζαβά, με κούφια λόγια,
κι απ' όσα ονειρευόμαστε, σωστά δε βγαίνουν όλα.
Δυό θύρες τ' άλαφροΐσκιωτα τα όνειρα έχουν πάντα·
με κέρατο φτιαστή τη μιά, με φιλντισί την άλλη·
Όσα όνειρ' από το φιλντισί το πριονιστό διαβαίνουν,
565 χαμένα είναι κι ανώφελα, και τους θνητούς γελάνε·
πάλε όσα απ' τα καλόξεστα τα κέρατα περάσουν,
αληθινά του βγαίνουνε του ανθρώπου που τα βλέπει.
Μα εμένα το έρμο μου όνειρο δεν πρόβαλε αποκείθε·
πόση χαρά θα τό 'χαμε, κι εγώ και το παιδί μου.
570 Κι άλλο εγώ κάτι θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
ζυγώνει η τρισκατάρατη η Αυγή που θα με πάρη
απ' του Οδυσσέα το σπιτικό· θα βγάλω τώρα αγώνα
τ' αξίνια που έστηνε σειρά μες στα παλάτια εκείνος,
σαν καραβιού στραβόξυλα, δώδεκ' αξίνια και όλα
575 με μιά σαϊτιά που έρριχνε μακρόθε τα περνούσε,
τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα βάλω τώ μνηστήρων·
κι εκείνον που ευκολώτερα τεντώση το δοξάρι,
κι αξίνια δώδεκα με μιά σαΐτα του περάση,
θ' ακολουθήσω, αφήνοντας τον πύργο αυτόνε, που ήρθα
580 νιόπαντρη εγώ, και βρήκα τον ώριο και βιός γεμάτο,
που πάντα θα θυμάμαι τον και μέσα στ' όνειρό μου.»
....................................................


https://www.mikrosapoplous.gr/



Ο Οδυσσέας ως ταπεινός ζητιάνος παρουσιάζεται στην Πηνελόπη, που κάθεται σκεφτική. Oι υπόλοιπες μορφές της σκηνής απεικονίζουν πιθανόν τον Τηλέμαχο, το Λαέρτη και το χοιροβοσκό Εύμαιο. Πήλινο "μηλιακό" ανάγλυφο. 460-450 π.Χ. (Νew York, Metropolitan Museum of Art 30.11.9.)https://www.liberal.gr/



Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Η άλλη Πηνελόπη

Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη

με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωσηστην ιδέα «Οδυσσέας»που άφηνε τους μνηστήρες χρόνιανα περιμένουν στο προαύλιοτων μυστικών συνηθειών του κορμιού της.Εκεί στο παλάτι του νησιούμε τους φτιαχτούς ορίζοντεςμιας γλυκερής αγάπηςκαι το πουλί απ’ το παράθυρονα συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειροείχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσηςτην προσωπογραφία του έρωτα.Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλοβαστώντας μια κούπα καφέπρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστόςνα βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.Η σκιά του στον τοίχοσημάδι από έπιπλο που μόλις το σηκώσαναίμα από αρχαίο φόνομοναχική παράσταση του Καραγκιόζηστο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνοςόπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιάτο αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ’ τα χέριαη πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώοτο χώμα και το φτυάριτο γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.
Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρατην υποβλητική μουσική του φόβουτα κρουστά της παραίτησηςτο γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέραςχωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνουτις περίπλοκες συγχορδίεςμιας άπειρης ευγνωμοσύνηςγια ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεταινεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωταόχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματααγγίγματα και δαγκώματαφωνούλες στα σκοτάδιαμυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτόςκαι του ’κλεισε την πόρτα.
Φωτ.: Αττικός ερυθρόμορφος σκύφος (αγγείο πόσης με δύο οριζόντιες λαβές) από το Chiusi (σημερινή Τοσκάνη). Αποδίδεται στον "Ζωγράφο της Πηνελόπης" (επώνυμο αγγείο). Στην κύρια όψη του αγγείου απεικονίζεται ο Τηλέμαχος με την Πηνελόπη (σκηνή η οποία δίνει άλλωστε το συμβατικό όνομα στον ανώνυμο αγγειογράφο του συγκεκριμένου αγγείου). Η Πηνελόπη, μπροστά από τον αργαλειό της, όπου υφαίνει το πλούσια διακοσμημένο σάβανο του γερο-Λαέρτη, κάθεται απελπισμένη σε δίφρο. Η στάση της φανερώνει απόγνωση και λύπη. Μπροστά της στέκεται το Τηλέμαχος κρατώντας δύο δόρατα. Στην άλλη όψη του αγγείου εικονίζεται η αναγνώριση του Οδυσσέα από τη γριά υπηρέτριά του] https://www.liberal.gr/

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ 

And your absence teaches
me what art could not
Daniel Weissbort


Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
–απουσία από τη ζωή –
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«πού είσαι έλα σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά...
Η εκλεκτή καρδιά σου
– εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –
θα ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρουδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.
https://www.poeticanet.gr/



J.H.W. Tischbein - Odysseus und Penelope

Κούλα Αδαλόγλου - [Γράφω...]

Γράφω
ημερολόγιο
γράφω μηνύματα
γράφω.
Τί θα ’κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας
Πρόσεξε πώς διαβάζεις τα μηνύματά μου.

Από τη Συλλογή "Οδυσσέας, τρόπον τινά", εκδ. Σαιξπηρικόν 2013.


 Penelope at Her Loom Angelica Kauffmann - 1764

Κούλα Αδαλόγλου - [Οδυσσέα Dear...]

Οδυσσέα Dear,
ελπίζω να περνάς καλά με την αντροπαρέα σου.
Και να σου πω ότι, παρά την άρνησή σου για βοήθεια,
βρήκα τους αριθμητικούς συσχετισμούς που με βασάνιζαν.
Ευελπιστώ, λοιπόν, να ολοκληρώσω το υφαντό που σχεδιάζω.
Με άλλα λόγια, τα καταφέρνω και χωρίς εσένα!

Από τη Συλλογή "Οδυσσέας, τρόπον τινά", εκδ. Σαιξπηρικόν 2013.



Penelope by Thomas Seddon

Κώστας Βάρναλης -Σ’ ένα αδειανό βάθρο θεού


(απόσπασμα)
7.
Οι νύχτες να ’ναι απέραντες
κι ύπνος να μη μου μένει!
Τα πένθη τ’ ατελείωτα
η Πηνελόπη υφαίνει·

και γω μνηστήρας πάνσεπτος
και μέθυσος του αιμάτου
να θερμοσφίξω απλώνουμαι
μια λάμψη ενός θανάτου

και με ξεφεύγει η όψη σου
αναγελάστρα, πλάνα
και στο βαρύ αγριοξύπνημα
μοιρολογά η καμπάνα!


Leandro Bassano - Penelope

Μάνος Ελευθερίου -Η πόρτα της Πηνελόπης

Μοιάζει μαρμάρινη στήλη με τα εγχάρακτα
ονόματα ανθρώπων που έπεσαν για την πατρίδα.
Κάθεται χρόνια μπροστά στην πόρτα της.

Ποτέ στη ζωή της δε σηκώθηκε από ’κει.
Ίσως εκεί γεννήθηκε στα πένθη της και γέρασε.
Νερό των πεθαμένων πίνει, της Σελήνης.
Φοράει μαύρα και πενθεί.
Και για πολλούς πενθεί κι ίσως για μένα.

Ποτέ κανείς δεν πέρασε απ’ την πόρτα της.
Ποτέ κανείς να τη ρωτήσει πώς και τι.
Μονάχα εγώ ψωμάκι και τυράκι της πηγαίνω
και το χαρίζει στους αγίους.

Μια πόρτα στο χρώμα ακριβώς της στάχτης.
Ξύλο ναυαγίου, σκεβρωμένη, γριά πόρτα.
Μ’ ανοιγμένες φλέβες ξερές απ’ τον ήλιο
ίδιες με τα πλοκάμια χταποδιού
και τη χυμένη σκουριά της σάπιας κλειδαριάς.

Χρώμα σαν τα φτερά πολλών πουλιών
και των αγγέλων.
http://ppirinas.blogspot.com/

Irena Jablonski -  Penelope

Νίκος Καββαδίας - Παιδεία

Φαίνανε πανί στον αργαλειό
και σε ταρσανά ξόμπλιαζαν κατάρτι
αντικρύ στο Νήρυτο και στο Δασκαλιό
για ένα κοριτσάκι από τη Σπάρτη.

Κι άρχισε μια τέτοια φασαρία,
πήρε πέντε τούμπες η Ιστορία.

Κέρδισε τη νίκη μια φοράδα
δίχως νου και δίχως γρηγοράδα,
το ’γραψε κι ο Γέρος στην Ιλιάδα.

Φύγαμε μπατίδοι από την Τροία.
Έχω και χαρτί και μαρτυρία.
Δε θυμάμαι μόνο την πορεία.

Σίγουρα κυβέρναγε το διάκι
ένας γιος τσοπάνου από το Θιάκι.

Είχε δαγκωνιά στο μάγουλό του
που και κείνη βγήκε σε καλό του
.
Για τη ναυτοσύνη δάσκαλο είχα
ένα γεμιτζή από τη Δολίχα.

Τσούρμο από Καστό κι από Εχινάδες,
όλοι τους παιδιά: κλάφτε, μανάδες.

Χίπηδες λεβέντες με μαλλιά δασά,
κι ήταν οι χιτώνες μας τσαντίρια.
Μας ξεπροβοδίζαν ξένα τρεχαντήρια,
πούπουλο κρεβάτι και καλά κρασιά.

Κάπου εκεί κοντά στους Λαιστρυγόνες
αγκαστρώσαμε όλες τις γοργόνες.

(Αν τα τελευταία τα γράφω πρώτα
είναι που μπερδέψαμε τη ρότα.)

Είχες και το φόβο της τιμής σου.
Οι ανθρωποφάγοι τα σκυλιά,
πριν σε φαν, σου κάναν τη δουλειά,
για να νοστιμίσει το κορμί σου.

Σμίξαμε κοντά στην Ασκανία
με τους κατεργάρηδες του Αινεία.
Πήγαμε όλοι τσούρμο στα πορνεία
.
Κείνες οι ρουφιάνες, τ’ αποσπόρια,
πήγαν και τους κάψαν τα παπόρια.

Νά και η Ναυσικά από τσου Κορφούς
τυλιγμένη μες στη σαπουνάδα.
Είχε τρεις φονιάδες αδελφούς
κάπου στο Μαντούκι, στη Σπιανάδα
.
Φαίνε, Πηνελόπη, το πανί σου,
κλώσαγε την τίμια αναμονή σου
.
Του θεού το ασκί, του Αιόλου,
μας σκορπάει κατά διαόλου.

Την ευχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
κάτι να ριμάρει με παιδεία.
Θέλει και κουράγιο, και καρδιά.
Όλοι μια φωνή: – Ένα... δύο...
Αθήνα 1974






Penelope Awakened By Eurycleia by Angelica Kauffmann

Κ. Π. Καβάφης - Δευτέρα Oδύσσεια

Dante, Ιnferno, Canto ΧΧVΙ
                        Τennyson, «Ulysses»

Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως. Aλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.

Ήτο μικρόν το πατρικόν του δώμα,
ήτο μικρόν το πατρικόν του άστυ,
και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά.

Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
οι παλαιοί του φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η αγάπη,
η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως ακτίνες της χαράς
εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου.

Και ως ακτίνες έδυσαν.

                        Η δίψα
εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης.
Εμίσει τον αέρα της ξηράς.
Τον ύπνον του ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα φαντάσματα.
Η νοσταλγία τον κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.

Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθη.
                        Κ’ έφυγεν.

Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς  Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης. 
http://www.kavafis.gr/


Penelope - Francis Sydney Muschamp

Νίκος Καζαντζάκης -Οδυσσέας

(απoσπάσματα)
[...]ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αν είσαι εσύ το θείο της Πηνελόπηςκορμί, χαρά στα μάτια που σε βλέπουν!Χωριά και χώρες γύρισα, κι αλήθειατις όμορφες τα μάτια μου χορτάσαν·μα τώρα, να, σαν άγουρος, που ο πόθοςτον πλάνταξε, γλυκά αχνοτρέμω ομπρός σου,κυρά μου!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την Ελένη, πες, της Σπάρτης,
την είδες; Θα ’ναι πιο όμορφη από μένα.Η σκύλα, πόσους βούλιαξε στο χώμα!κι όμως στην πάσα γης ανθίζει η δόξα τηςκι όλοι κρυφά τη λαχταρούνε!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Η δόξα σου
της άμυαλης, κυρά, δε μοιάζει Ελένης!Η γης που θρέφει το κορμί σου αγάλλεται,σα χώμα που έχει ανθίσει ολάσπρο κρίνο.Εσύ σα μια κολόνα στο παλάτιτου αντρός σου, ορθή κρατάς ψηλά τη στέγη.σα λύχνος στέκεσαι άγρυπνος και φέγγειςμε υπομονή τ’ ανώγια, τα κατώγια·και μ’ έγνοια συντηράς τα ζα, τις σκλάβες,τα μαγερειά, και τη δουλειά μοιράζεις.Χαρούμενο βροντάει το σπιτικό σουστο χτύπο του αργαλειού, και λες στις δούλες,τον άντρα τον καλό σου αναστορώντας:«Πανί στον ύπνο μου άλικο χτες βράδυνειρεύτηκα· με βιας τα χτένια παίχτε,πλούσια ως θεός σκουτιά να συχναλλάζειστην αγορά, να τον ζηλεύουν όλοι,με τους προεστούς σαν πάει να κουβεντιάσει·γιατί, μου λεν, το κόκκινο γοργό ’ναι!»Και τώρα που μπροστά μου το άγιο θάματης γυναικός θωρώ, βλοημένη ας είναιφωνάζω η γης, κυρά, που σ’ έχει ανθίσει!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την άμετρη αρετή μισούν οι αθάνατοικι ασέβεια να περνάς, θαρρώ, του ανθρώπουτα σύνορα σε πλούτη ή φρονιμάδα.Κι η προσταγή της Μοίρας με γυρίζειξανά στην πολυσύχναστη άγια στράτα,και τα πολλά παινάδια δε μου στέκουν·όχι θεά, μα ανήμπορη θνητή ’μαι!
[...]
ΕΥΜΑΙΟΣ
Καιρός, βασίλισσά μου ορθά εστηθήκαντα δώδεκα πελέκια και προσμένουν·για δώσε στους λεβέντες το δοξάρι!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Πρώτα της θεάς το χέρι ας το βλογήσει!Καλή Αφροδίτη, το άγιο σου χεράκιδώσε και την τυφλήν οδήγα Μοίρα!Τους όρκους μου δεν πάτησα, το ξέρεις·σαν έφυγε ο καλός μου για τ’ αλάργακαταραμένα ακρόγιαλα, το χέριπα στο κατώφλι μού ’πιασε και κρένει:«Πολλοί μας νιώθω θα χαθούν, γυναίκα,και δε θα γύρουν πίσω στην πατρίδα,γιατί γενναίοι φουμίζουνται κι οι οχτροί μας,στο κοντάρι και στ’ άλογα τεχνίτες.Να ’χεις καλά την έγνοια του σπιτιού μου,τα γονικά μου γεροκόμιζε με αγάπη·τη ρίζα της γενιάς μου σαν ποτίζεις,εμέ θα θρέφεις, μάθε το, κι ας λείπω.Και σύντας δεις το πρώτο αντρίκιο χνούδιτο πρόσωπο του γιου μας να παχνίζει,το σπιτικό μου πια παράτα κι όποιονορέγεσαι άντρα διάλεξε και πάρε.Γιατί θαρρώ ’ναι κρίμα, νέα κι ωραίαπου θα κρατάς ακόμα, να μαραίνεσαιγια με, που θα ’χω τότε πια δαγκάσειτη γης γιά στον υγρό βυθό θα λιώνω.Μισούν το ανόργωτο χωράφι οι αθάνατοι,που άσπαρτο, χέρσο, ανώφελα αγκαθιάζει!»Τέτοια, στερνά, φιλώντας τη γυναίκα τουτην άμοιρη, παράγγελνε ο Δυσσέας.Κι εγώ σκυφτή τον πρόσμενα, στης χήραςσφιχτά μαντιλωμένη την αρφάνια·κι αξιώθηκα το γιο μου να χαρώμε το χνουδάτο μάγουλο σαν άντραςτις κορασιές με πόθο να κοχεύει.Όμως εγώ, τ’ ορκίζουμαι, ποτέ μουκορμί δεν καταδέχτηκα να φράνωμήτε ψυχή κατώτερη του αντρός μου·απάνωθέ μου ο μέγας ίσκιος πάντα!Μα τώρα οι θεοί προστάζουν, κι υπακούωΜοίρα, τυφλή κι αγέλαστη μην έρθεις·την Αφροδίτη συντροφιά σου πάρε,να μου διαλέξει τ’ ώριο παλικάρι,που τυχερό ’ναι απ’ τους θεούς ν’ ανέβειτην αψηλή βασιλικιά μου κλίνη!
[...]
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τηλέμαχε, θαρρώ πως είναι δίκιοη σεβαστή βασίλισσα να μείνει·τους θεούς εγώ θα βιάσω ν’ αληθέψουν,κι ο γάμος ο μοιρόγραφτος να γίνει.Ένας μνηστήρας μένει ακόμα· κάμε,κυρά μου, υπομονή, παρακαλώ σε!
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Ομπρός, αφέντη του σπιτιού, η σειρά σου!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Βογκά η καρδιά, κακό λες κι ανεμίζεται!

Pintoricchio - Penelope with the Suitors

Νίκος Καρούζος - [Ιθάκη δεν υπάρχει...]

Ιθάκη δεν υπάρχει, Πηνελόπη
και οι μνηστήρες είναι
μια δική σου μουσική·
χωρίς οργανοπαίχτες


John Roddam Spencer Stanhope PENELOPE

Χλόη Κουτσουμπέλη - ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΙΙ

(δημοσιευμένο στο περιοδικό Εντευκτήριο)

Περίμενα, περίμενα
xωρίς κορμί, μόνο ψυχή-καπνός για την εστία.
Είχα βέβαια και το κέντημα για παρηγοριά.
Ύστερα ήταν κι οι μνηστήρες
όμως έπληττα θανάσιμα με τα χοντρά αστεία.
Κάποια ανακούφιση ο Τηλέμαχος,
όμως κι αυτός έψαχνε τον πατέρα.
Ένα βράδυ έκανα έρωτα με έναν υπηρέτη.
Το σώμα του ζεστό ψωμί
έσταζε μέλι και κρασί.
Δεν με πείραξε που έγινε.

Μόνο ότι πεισματικά η Ιστορία το αγνόησε.



Dante Gabriel Rossetti Penelope 

Χλόη Κουτσουμπέλη - ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΙΙΙ

Γνωρίζει πια πως
δεν είναι οι ανόητες Σειρήνες
που τραγουδούν νομίζοντας πως κάνουν τέχνη
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον πόθο
καταχωνιασμένο σε ασκούς για πάντα σφραγισμένους
ούτε κάποια κακομαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά.
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
δεν θα ξαναμιλήσουν πια,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της,
παντού ολόγυρά της
μνηστήρες πίνουν μπύρες
κυλιούνται σαν λιοντάρια στην αρένα
αρσενικά που οσμίζονται τον πόθο
και με τα βέλη τους ορίζουνε τον χώρο.
Και ο Οδυσσέας;
Δεν τον θυμάται πια η Πηνελόπη.
Μόνο πως με έναν άγνωστο κοιμήθηκε ένα βράδυ
Και όταν τον ρώτησε ποιος είναι
αυτός απάντησε: «Ο Κανένας»

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]




Bouguereau Penelope

Χλόη Κουτσουμπέλη -ΠΗΝΕΛΟΠΗ IV

Όλοι οι μνηστήρες φορούν την ίδια μάσκα,
τραγόμορφοι σκύβουν πάνω μου
και με χαϊδεύουν
με δάχτυλα γεμάτα δαχτυλίδια.
Πού να ’ναι τώρα ο Οδυσσέας,
πόσοι μικροί σταλακτίτες
παγώνουν σ’ ένα δάκρυ,
γιατί ο ουρανός κοιμάται πάντα
με τα μάτια ανοιχτά,
γιατί ο Οδυσσέας είναι ξένος
και το όνομά μου Πηνελόπη
και δεν έχω δική μου ούτε στεριά, ούτε νησί,
ούτε πόλεμο να πολεμήσω,
ούτε Δούρειο Ίππο να κρυφτώ
γιατί το φεγγάρι έχει πάντα ένα πρόσωπο κρυμμένο
σ’ ένα πηγάδι χωρίς βυθό;
Γιατί, τέλος, ό,τι ποίημα και να υφάνω
έχει για κλωστές βελούδινες γυναίκες
που λάμπουν για λίγο στο σκοτάδι
πριν σβήσουν για πάντα στη σιωπή

[ από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ, εκδόσεις Νέα Πορεία 2006]

http://efimeriesoneirou.blogspot.com/



Louis Jean Francois Lagrenee - Penelope Reading a Letter from Odysseus  

Γιώργης Μανουσάκης - Πηνελόπη

Απ’ το δωμάτιό της τους ακούεινα βρίζουνε τους δούλους, να χασκογελούνπρόστυχα, να τσακώνονται και σκέφτεται:«Σαν τί μπορώ να κάμω μια γυναίκα αδύναμημόνη μου, μ’ ένα γιο παιδάριο ακόμη;Μόνο να περιμένω.»Τούτ’ η αναμονή —πιστεύουν όλοι—
στεριώνει μέσα της τη δύναμηκαι κάνει ακλόνητη την άρνησή της.
Κανένας δεν υποψιάζεται (μήτε κι η ίδια)πόσο ενδόμυχα τη γοητεύειη επίμονη πολιορκία των μνηστήρων.Τόσοι άντρες νέοι κι όμορφοι να την κυκλώνουνκι αυτή ό,τι θέλει να μπορεί ν’ αποφασίζεικι υφαίνοντας-ξυφαίνοντας μια να τους δίνειελπίδες και μια να τις παίρνει πίσω.
Τούτο το καθημερινό παιγνίδιδίνει νόημα στη ζωή της, τη γεμίζεικι η ακλόνητη άρνηση ψηλά την ανεβάζειστα μάτια του λαού και των αρχόντων.Να γίνεις ζώντας σύμβολο δεν είναι λίγο.
Όταν γυρίσει πίσω ο Οδυσσέαςθα ξαναγίνει μια γυναίκα σαν τις άλλες.Και σίγουρα θ’ αρχίσει να βαριέταιτις τυπικές δεξιώσεις και τις εμφανίσειςτις ανιαρές στο πλάι του βασιλέως συζύγου.


-- Penelope, 1980 by David Ligare
Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη - Πηνελόπη

Την πίστη σου ζηλέψαν μερικοί·
μύθοι σκληροί για σένα είναι γραμμένοι,
τον άσκημο τον Παν, τον τραγογένη,
τον νόθο γιο σού δώκαν οι κακοί.

Μα συ, θα μείνεις πάντοτε η μνηστή,
που μοναχή στο δώμα απάνω μένει,
ολημερίς στον αργαλειό σκυμμένη
παντοτινά στον Οδυσσέα σου πιστή.

Μες στις αυλές σου οι μνηστήρες σου γλεντούν
και την απόφασή σου καρτερούν.
Εσύ, στο σιγαλό σου το αργαστήρι,

σ’ ύπνο βαθύ το μέτωπο έχεις γείρει,
στον αργαλειό σου μένει ξεϋφασμένο
ό,τι είχες απ’ τη μέρα ετοιμασμένο.
http://www.greek-language.gr/



 Alexander Evgenievich Yakovlev - Penelope 

Παντελής Μπουκάλας - Πηνελόπη

Αυτός στον ανοιχτό του κόσμοστα φονικά του και στα φαγοπότιαστις σκευωρίες και στα γιουρούσια τουνα μηχανεύεται, όλο να μηχανεύεταιο άνοστος.Και στις γυναίκες του,καν μια καν δυο.Όλες τους να συντρέξουν τον ταλαίπωροτάχα η ξενιτιά τον φαρμακώνεικαι θαλασσοδέρνεται.Να σπέρνει μούλικα μην και χαθεί ηφύτρα του. Ποιό μόλυποιό θεϊκό αντιφάρμακοστα μαγικά της Κίρκης.Περιττό. Ο χοίρος δεν μεταμορφώνεταισε χοίρο. Είναι. Ώς και στον Κάτω Κόσμοκατηφόρισε για να αργοπορήσει.Να μάθει λέει απ’ τις σκιές των πεθαμένων.Τον Παλαμήδη ούτε τον ρώτησε ούτε πουτον απάντησε.Πού κότσια ο Διός να υποστεί το αίματου αδικημένου.Κι εγώ κλειστή περίκλειστηνα σέρνεται ένα νιάνιαρο στα πόδια μουνα σέρνεται του κόσμου τοφαρμάκι φίδι να με φάει.Και παίρνω την απόφασηνα κάνω πράξη όσα η δολερή τουςγλώσσα πέταγε.Αυτός ο δόλος ο δικός μου. Η μηχανή μου.Μια νύχτα δέσποσαν στο κούφιο σώμα μουοι πάντες.Αμέτοχο κορόιδευε την πείνα των μνηστήρων,έζεχναν τα χνότα τους κρασί και ήττα.Μες στ’ όνομά του κρύφτηκεη ψυχρή ψυχρότατή μου εκδίκησηόπως κι εγώ μες στο δικό μου όνομακρυβόμουν χρόνους είκοσινα υφαίνω να ξεϋφαίνω την απάρνησή μουη απαρνημένη.Γύρισε κάποτε ο χορτασμένοςκι ούτε που γύρεψεμα την ελιά στα στήθη μουμα την ελιά κρεβάτι.Αυτά τα λένε οι ποιητές.Μα πώς να νιώσει να νοιαστείτον πόνο της γυναίκας ο αλλόφυλος.

Domenico Beccafumi - Penelope 

Κωστής Παλαμάς - [Ω Πηνελόπη, αγρύπνησα...]

Ω Πηνελόπη, αγρύπνησα, τι μου είχες γίνει ταίρι,
τη νύχτα ενός εξάμετρού μας φώτιζε τ’ αστέρι,
γυναίκα, λύρα, και τα δυο κυρίαρχα, τόσο ωραία!
Όσο δεν ήταν τρομερό το τόξο σου, Οδυσσέα!

Anthony Frederick Augustus Sandys – Pénélope

Λένα Παππά - Πηνελόπη

Η Πηνελόπη με την τερατώδη, 
δίχως προηγούμενο,υπομονή
κρυμμένη αράχνη υφαίνοντας ελπίδα
μες στην ελπίδα της παγιδευμένη
το χρόνο της που σπαρταρούσε ολοζώντανος
αχρήστεψε
τυλίγοντάς τον στα μαγνάδια της
ρουφώντας το στυφό του αίμα.

Η απεγνωσμένη Πηνελόπη

με το θυσιασμένο της παρόν
όμηρος μιας δίχως
αντίκρισμα αγάπης
υποταγμένη και πικρή
μάρτυρας μιας μοιραίας μοίρας
που δεν τη διάλεξε αυτή
ταμένη
να περιμένει και να περιμένει
και να περιμένει τον Πολύπλαγκτο.

Ποιός ξέρει τελικά

αν χάρηκε πραγματικά το γυρισμό του
αν δικαιώθηκε απ’ αυτόν
ποιός ξέρει
πώς άντεξε κι αν άντεξε να μάθει
τα τόσα και τα τόσα που γινήκαν μακριά της
δίχως τη δική της συγκατάθεση
και πώς
άραγε την υπόλοιπη έζησε ζωή της με την Κίρκη
με τις Σειρήνες και τη Ναυσικά
που κουβαλούσε Εκείνος κολλημένες στο πετσί του
αγέραστες και όμορφες
ακούγοντάς τον
μέσα στην αγκαλιά της κουρνιασμένο
να λέει και να παραμιλάει τις νύχτες τ’ όνομά τους.

Η απαυδημένη, στερημένη Πηνελόπη

ποιός ξέρει
δίχως πια τ’ όνειρο του γυρισμού Εκείνου
μένοντας δίχως όνειρο
αν μπόρεσε ωραία να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της
ξεπερνώντας
τη νόμιμη οργή, την άφατη
τη γυναικεία της θλίψη κι αν
πίσω της κοιτάζοντας σωρό μεγάλο τα χαμένα χρόνια
τα αναντικατάστατα
αν το κατάλαβε επιτέλους πόσο άδικη θυσία ήταν
εκείνη η επώδυνη υπομονή της.


Angelica Kauffmann - Penelope Sacrificing to Minerva for the Safe Return of Her Son Telemachus.

Γιάννης Ρίτσος - Η απόγνωση της Πηνελόπης

Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν ήταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, — όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες στο πάτωμα, σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γύρισαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας καρτερίας.

Λέρος, 21.ΙΧ.68

http://www.greek-language.gr/






Dora Wheeler - Penelope Unraveling Her Work at Night, 1886
Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Πηνελόπη Οδυσσέως
Στον Θεοδόση Πυλαρινό

Σας εξορκίζω στ’ όνομα του Διόςτου ζώντος κι ενός δυο αλογοανθρώπωννα προτιμάτε λαϊκές απογευματινέςενώπιον του δύοντος ηλίουτου κορκυραίου. Πράγματα που λέω!
Εκεί τον είδα τον καλό μου βγαίνονταςαπ’ τα ξερόκλαρά του να υποκλίνεταιστην ιριδίζουσα βεζιροπούλα.
Στάθηκε ομπρός στην πεπλοφόρα κόρηπου ’χε το τόπι ρίξει στο γιαλό,τυχαία τάχα· ξέρουμε από δαύτα,γνωστά τα κόλπα. Είθε, ω Ναυσικά,να σου συγχωρεθεί το κοντοζύγωμα.
Έγειρες στην αγκάλη εκειού του βρόμικουκαι πόρνου γέρου. (Τί του βρήκε, αλήθεια;Την κεκρυμμένη αντρεία και την τιμήπου είχε φυλακτό για τη γυναίκα του;)
Κύλησα εγώ, καθώς μπαλόνι, κι ήρθαγοργά στα στέφανά μας, στέριωσα καλάτο σώμα μου και λούστηκα ώς αργά.
Στην κοντυλογραμμένη ανατολήκαμώθηκα πως δεν τον αναγνώρισα.Και κείνος έσκυψε βαθιά να κρύψειτις ενοχές του. Όρμησα, τον έγδυσαγια να τον πετσοκόψουν οι μνηστήρες.
Ως τέλειωσε η τελετή και βγήκαν τ’ άγρια πάθη,σανό να βρούνε στα αίματα,τον κοίμισα στην αγκαλιά μου θεό.
Αύγουστος 1999


Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη από τον Francesco Primaticcio 

Γιώργος Χουλιάρας - Τυφλή Πηνελόπη

Όλη μέρα κοιμάται και ονειρεύεταιπως ξυπνά στο άπλετο φωςτης αγάπης που χύνεταιαπό το μοναδικό του μάτι στο μέτωπο

Γιώργος Χουλιάρας - Ο Οδυσσέας στο σπίτι

Με την πασίγνωστη πια πανουργία μουτον ίσκιο μου άφησα στις θάλασσεςκαι επέστρεψα αμέσως στην Ιθάκη.
Κανείς δεν πίστεψε πως είμαι εδώ.
Γι’ αυτό τις ημέρες μου τώρα περνώκαι εγώ σαν ένας από τους μνηστήρες.Όμως κρυφά υφαίνω.
Ανάστατη κάθε πρωί η Πηνελόπηκαινούργιο βρίσκει φόρεμα στον αργαλειό.Να το χαλάσουμε μας βάζει αμέσωςκάθε μνηστήρας τραβώντας μια κλωστή.
Γαμήλιο ένδυμα το σώμα τηςχωρίς κανένα φόρεμα μόλις μείνειέναν από εμάς θα παντρευτείσε ξένα μέρη σκορπίζοντας τους άλλους.
Προς το συμφέρον μας είναι λοιπόνόταν καθυστερεί η ιστορίακαι όλοι πλοκή στα μάτια της γινόμαστε.
Περνά έτσι ο καιρός, περιμένονταςτην άφιξη του Οδυσσέα.

Jens Adolph Jerichaü -  Penelope 1843
Από http://www.maicar.com/

Karen Bjorneby - Η Πηνελόπη σερβίρει πρωινό στον Οδυσσέα

Κι άλλον καφέ; Με γάλα; Την εφημερίδα;Ελπίζω εκεί στην Τροία να μη σου ’στριψε η βίδα.Γιατί, καλέ μου, πότε πότε για σε άκουγα ειδήσεις,νησιά, σειρήνες, λουλουδιών στεφάνια, κατακτήσεις.Θα δεις πως άλλαξα ένα δυο πράγματα εδώ πέρα.Ξερίζωσα τ’ αμπέλια, επιδότηση να λάβω,τεμάχισα τη γη με στόχο πια να δοκιμάσωπαράγωγα στο χρηματιστήριο – μην το ξεχάσω:έβγαλα απ’ το εμπόριο του σιταριού μπόλικο χρήμα.Μετά προσέλαβα έναν υφαντή, πω-πω τι εύρημα?ο βρομο-αργαλειός γριά με είχε καταντήσειπριν απ’ την ώρα μου. Και, σύζυγε, μη δίνεις βάσησε λόγια, όσα λένε οι τυφλωμένες γλώσσες.Και τώρα, σε παρακαλώ, τις ταξιδιωτικές σελίδες δώσε.Αφού γύρισες σώος απ’ τις θάλασσες και τον αέρα,λέω να σχεδιάσω εγώ μια κρουαζιέρα.
Μετάφραση: Αγγέλα Καστρινάκη

Penelope statue in the Vatican

Dorothy Parker - Πηνελόπη

Στον δρόμο που ο ήλιος χαράζει,Στου αέρα τον μελωδικό σκοπό,Ο ουρανός τη γη αγκαλιάζει,Και ξεπροβάλει απ’ τον βυθόΚείνος, τα κύματα που σχίζει.Στο σπίτι εγώ, να περιμένω·Τσάι ετοιμάζω, και υφαίνω·Πόρτες ανοίγω στο κοινό·Και πλένω το λευκό λινό.Κείνον γενναίο ο κόσμος χρίζει.
Μετάφραση: Χριστίνα Σιμοπούλου


Penelope, Waiting — Irena Jablonski

Katha Pollitt - Η Πηνελόπη γράφει

Στο σπίτι μου υπάρχει μία θέση για το κάθε τι:ένα ράφι για τα μπλε φλιτζάνια, ένα για ταφλιτζάνια
με τα λουλουδάκια,ένα κουτί για κομματάκια από κλωστή —Ω, ήμουν τρελή να παραγγείλω χρόνιαόμοια με μαχαίρια σε συρτάρι!Τώρα αυτά τα σκοτεινά κελάρια,οι ντουλάπες, τα μπαούλα, με μπερδεύουν, μετρομάζουν.
Ένας βαρύς ανήμερος θυμόςχάνεται εκεί μέσα και βρυχάται σαν τη θάλασσα.Τα κρατώ κλειδωμένα. Σύζυγε,στους μακρινούς ωκεανούς σουνησιά υψώνονται για να σε σώσουν, ξαφνικά,γαλανά,
θαυμαστά σαν δελφίνια.Και κάθε φορά σκέφτεσαι, «Γιατί όχι; Είμαινέος, είμαι νέος!Είναι σωστό που συμβαίνουν τέτοια πράγματα.»Ενώ εγώ —ούτε ωραίαούτε νέα,μια γυναίκα συνηθισμένη—γιατί να νοιάζομαι στο κάτω κάτω αν έρθειςπίσω;
Για χρόνια καθόμουν στο παράθυρο – εκείνοι οιάντρες
στης κουζίνας το τραπέζι.Μη με ρωτάς γιατί σχεδιάζωνα συνεχίσω αυτό το ψέμα. Οι γείτονές μουσυνωστίζονται για να κοιτάξουντην ευρηματική δουλειά μου επί του αργαλειού,ανδρόγυνο που ποζάρει τόσο ευπρεπώς,τόσο γλυκά ανάμεσα στα ρόδα. Ουδείς φαντάζεταιμε πόση τρυφερότητα σχεδόνμε τί χαρά κάθε νύχτα καταστρέφω.Ξεσκίζω, κόβω. Τα δάχτυλα ματώνουν. Κι έπειταμέσα στην εγκατάλειψή μου ονειρεύομαιότι γκρεμίζω ολόκληρο το σπίτι.
Μετάφραση: Αγγέλα Καστρινάκη

Τα ποιήματα τα οποία δεν έχουν αναφορά σε πηγή είναι από http://www.greek-language.gr/


Πηνελόπη - Giorgio de Chirico, 1968

ΒΙΒΛΙΑ 


Μάργκαρετ Ατγουντ: «Πηνελοπιάδα. O μύθος της Πηνελόπης και του Οδυσσέα». Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς. Σειρά «Μύθοι» Εκδόσεις «Ωκεανίδα», 2005, σελ. 241.

Οι μύθοι συμπυκνώνουν, μεταμορφώνουν, μεταθέτουν, υπαινίσσονται, φαντάζονται, κρύβουν και αποκαλύπτουν, αλληγορούν και κυριολεκτούν, συντίθενται σαν ποιήματα και διαβάζονται σαν ποιήματα που το νόημά τους οργανώνεται σε πολλές στρώσεις - γι' αυτό και οι ψυχαναλυτές, ο Ζίγκμουντ Φρόυντ και ο Καρλ Γιουνγκ, αναζήτησαν εκεί, σαν αρχαιολόγοι της ψυχής, κάποια κλειδιά για την ερμηνεία των ανθρωπίνων. «Οι άνθρωποι ήταν ανέκαθεν μυθοπλάστες. (...) Οι τάφοι των Νεάντερταλ μας αποκαλύπτουν πως όταν οι πρώιμοι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι ήταν θνητοί δημιούργησαν ένα είδος αντισταθμιστικής αφήγησης που τους έδινε τη δυνατότητα να συμβιβαστούν με το γεγονός», σημειώνει η Κάρεν Αρμστρονγκ στο βιβλίο της «Σύντομη ιστορία του μύθου».

Γενική εισαγωγή

Το βιβλίο της Αρμστρονγκ λειτουργεί σαν γενική εισαγωγή και οδηγός της σειράς «Μύθοι», η οποία, κατά το σκεπτικό της, «επιστρατεύει μερικούς από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας για να μας ξαναπούν γνωστούς μύθους με σύγχρονο και συναρπαστικό τρόπο». Τα κατά παραγγελίαν γραπτά έχουν βέβαια τα προβλήματά τους, κι ας κρατάει η ιστορία τους από τον καιρό του Πίνδαρου· υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να ανταποκριθεί κάπως μηχανικά ο συγγραφέας στο εξωτερικό ερέθισμα, να πει περίπου όσα περιμένουμε να πει. H γεύση πάντως που δίνουν τα τρία πρώτα βιβλία της σειράς είναι αρκετά ενθαρρυντική. Εχει ήδη εκδοθεί λοιπόν «H περικεφαλαία του τρόμου. O μύθος του Θησέα και του Μινώταυρου» (όπου ο Βίκτορ Πελέβιν, το «τρομερό παιδί της μετασοβιετικής λογοτεχνίας», μεταφέρει τον Λαβύρινθο σε ένα chat room του διαδικτυωμένου οικουμενικού χωριού), «Το βάρος. O μύθος του Ατλαντα και του Ηρακλή» (όπου η Τζινέτ Γουίντερσον μεταφέρει τον Ατλαντα στον αιώνα μας) και η «Πηνελοπιάδα» της Μάργκαρετ Ατγουντ, που θα μας απασχολήσει εδώ.

Καρτερία

Η Πηνελόπη του Ομήρου είναι η φρόνιμη και πιστή σύζυγος, η οποία, μόνη αυτή απ' όλες τις γυναίκες των ηρώων που είχαν εκστρατεύσει στην Τροία, νικάει τους πειρασμούς. Σφραγισμένη από το όνομά της («πήνη» σημαίνει υφάδι), υφαίνει την καρτερία της δουλεύοντας τάχα το σάβανο του πεθερού της του Λαέρτη, και ξεγλιστράει από τους μνηστήρες με πανουργία όμοια με του ανδρός της.
Η Πηνελόπη του μεταομηρικού κύκλου είναι λιγότερο ιδανική και περισσότερο ανθρώπινη: Οι αφηγήσεις που την εμφανίζουν να μοιχεύεται και να απιστεί δεν είναι λίγες, και, όπως συνήθως συμβαίνει με το εσαεί «ανοιχτό» μυθολογικό υλικό, δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Ενας μύθος, λοιπόν, διατείνεται ότι η βασίλισσα δόθηκε ερωτικά στους 129 μνηστήρες, διαδοχικά, και ο καρπός της κοιλίας της υπήρξε ο θεός Παν (ο οποίος, παρετυμολογικά, οφείλει το όνομά του στην, ούτως ειπείν, πανσπερμία). Αλλος μύθος λέει πως ο Οδυσσέας, μετά τον νόστο του, πληροφορήθηκε ή κατάλαβε πως η γυναίκα του τον είχε προδώσει ερωτευόμενη τον Αμφίνομο και τη σκότωσε. Κι άλλος μύθος ισχυρίζεται ότι την παντρεύτηκε ο Τηλέγονος, ο γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης, ο οποίος είχε σκοτώσει πρώτα τον πατέρα του δίχως να τον γνωρίζει.
Η Πηνελόπη της Μάργκαρετ Ατγουντ είναι κατά βάση η οδυσσειακή, μια γυναίκα ικανότατη στην «τέχνη της αναμονής», που αρνείται τις κατηγορίες ότι μοιχεύτηκε, χαρακτηρίζοντάς τες «καθαρά συκοφαντικές», «κακόβουλο κουτσομπολιό» και τίποτε άλλο. H συγγραφέας αντλεί και από άλλες πηγές πλην της «κανονικής» ομηρικής, ο άξονας ωστόσο δεν μετατοπίζεται· ό,τι πρωτίστως αλλάζει είναι η οπτική, αφού την ιστόρηση δεν την αναλαμβάνει ένας τρίτος, ένας αοιδός, αλλά η ίδια η Πηνελόπη, που πολλά έπαθε κι αυτή, στην ακίνητη δική της «οδύσσεια».

Σε πρώτο πρόσωπο

Ο τίτλος «Πηνελοπιάδα» του πεζογραφήματος της Ατγουντ ακούγεται κάπως βαρύς, υπερβολικός, έτσι όπως παραπέμπει ευθέως στην Ιλιάδα. H απομυθευτική σκόπευση του βιβλίου είναι προφανής, χωρίς πάντως να το μετατρέπει σε κάποιου είδους φεμινιστικό μανιφέστο. H Πηνελόπη υφαίνει τη δική της αφήγηση για όσα της συνέβησαν από την ώρα του γάμου της κι ώς τη μαζική μνηστηροφορία. Νεκρή πια, μια σκιά στον άλλο κόσμο η οποία γνωρίζει αρκετά καλά όσα ακολούθησαν τον θάνατό της (άλλωστε η δίκη του Οδυσσέα γίνεται σε δικαστήριο του εικοστού πρώτου αιώνα), μιλάει με χιούμορ και ευθύτητα για την Ελένη, τον Τηλέμαχο, τον Οδυσσέα, τα πεθερικά της, κυρίως δε για τον απαγχονισμό από τον άντρα της και τον γιο της δώδεκα θεραπαινίδων.

Παρέμβλητα χορικά

Ο πρωτοπρόσωπος λόγος της αφηγήτριας ανακόπτεται κάθε τόσο από τα παρέμβλητα χορικά, διά των οποίων οι δώδεκα μοιραίες θεραπαινίδες ανακοινώνουν (σε λόγο άλλοτε πεζό κι άλλοτε ποιητικής τάξεως) τη δική τους εκδοχή για τα πράγματα· ερμηνεύοντας τον βιασμό και τον απαγχονισμό τους, κρίνουν ότι οι άγριες αυτές πράξεις αναπαριστούσαν «την ανατροπή μιας μητριαρχικής λατρείας της Σελήνης από μια ομάδα βάρβαρων εισβολέων που υποκατέστησαν βίαια τη λατρεία αυτή με την πατριαρχική λατρεία του πατέρα θεού». Οπως εξηγεί στις Σημειώσεις της, η Μάργκαρετ Ατγουντ οφείλει τη συγκεκριμένη θεωρία αυτή στον Ρόμπερτ Γκρέιβς και το βιβλίο του για τους «Ελληνικούς μύθους», η «απόδειξή» της ωστόσο μοιάζει σαν εκβιασμένη προσθήκη στη λογοτεχνική αφήγηση· θαρρείς για να προλάβουν τις πιθανές επιφυλάξεις ή τις αμφισβητήσεις, ή και για να τις ξορκίσουν, οι θεραπαινίδες ξεκαθαρίζουν πως «δεν μπορούν να δεχτούν ότι αυτή η θεωρία δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μια εξωφρενική σύλληψη ενός αρρωστημένου φεμινιστικού μυαλού».

Η αναψηλάφηση και η αναδιαπραγμάτευση ομηρικών θεμάτων και ηρώων δεν έπαψε ποτέ στη διάρκεια των αιώνων. Ποιητές και πεζογράφοι, Ελληνες και ξένοι, συνεχίζουν να σιτίζονται από τον πλούτο των «Ομήρου μεγάλου δείπνων» όπως τα χαρακτήρισε ο Αισχύλος. Ακόμα και η σκιά του «νήπιου» Ελπήνορα, ενός «μη ήρωα», έλαβε πνεύμα και φωνή σε κείμενα του Εζρα Πάουντ, του Τζέημς Τζόυς, του Ζαν Ζιροντού, του Γιώργου Σεφέρη, του Τάκη Σινόπουλου, του Γιάννη Ρίτσου.

Αντεστραμμένη ιστορία

Αναμενόμενο ήταν είναι λοιπόν να λάβει τον λόγο και η Πηνελόπη, που υπήρξε «η πρόφαση της Οδύσσειας», σύμφωνα με έναν ειρωνικό στίχο του επιγραμματοποιού Παλλαδά, υπήρξε δηλαδή ένα ιδανικό σχήμα που το διαμόρφωσε ο Ομηρος για να αντιθέσει τη φρόνησή της στον ερωτισμό της εξαδέλφης της της Ελένης (παραδόξως, η «εχέφρων Πηνελόπη» μεταφράζεται «ακλόνητη» στο απόσπασμα στους στίχους της Οδύσσειας, από τη ραψωδία ω, που χρησιμοποιούνται σαν μότο του βιβλίου). Αυτός ο χαρακτήρας του «αναμενόμενου» όμως επηρέασε αρκετά την ίδια την «Πηνελοπιάδα»: Πολλά απ' όσα διαβάζουμε σε τούτη την αντεστραμμένη ιστορία, δικαιωμένα έστω από τη σαρκαστική τους σύνταξη, είναι όσα όσα ακριβώς θα περιμέναμε να διαβάσουμε.

Η Πηνελόπη και οι μνηστήρες.Romare Bearden, μετά τον Pinturicchio



Μάνος Ελευθερίου - Η πόρτα της Πηνελόπης

ΚΡΙΤΙΚΗ


Ανοίγοντας την Πόρτα της Πηνελόπης, ο Μάνος Ελευθερίου δεν μας φέρνει μπροστά στον υποτιθέμενο θησαυρό των Μνηστήρων, αλλά σε μια σύγκρουση με τον ενδότερο εαυτό μας, έτσι όπως αυτός συνοψίζεται μέσ από τις εμμονές του: το φόβο του θανάτου, την αδικαίωτη ύπαρξη, το διαρκώς αδικούμενο από τους άλλους κοινωνικό υποκείμενο· όλα αυτά, και πολλά άλλα, παρελαύνουν θεματογραφικά από την τελευταία συλλογή του.

Ωστόσο τα κυριότερα συναισθηματικά μοτίβα που επανέρχονται διαρκώς, είναι το πένθος (και οι κρυφές λειτουργίες του) και η, πλατωνικής προέλευσης βέβαια, εξορία του ποιητή.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, την κυρίαρχη θέση του δεν την εδραιώνει τόσο η πολλαπλή επανάληψη του ονόματος όσο μια διάχυτη -στα πρόσωπα του ποιήματος αλλά και στον ποιητή- αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αποκτήσει νόημα χωρίς αυτό. Στην «Πόρτα της Πηνελόπης» όμως το πένθος δεν είναι ποτέ το αποκλειστικό αποτέλεσμα μιας ατομικής ψυχικής διαδικασίας· προέρχεται πάντοτε από την ατελέσφορη, ενίοτε και αδηφάγο, επαφή με τον Αλλο. Κι αυτή η τελευταία δεν περιέχει, όπως θα αναμενόταν, την ανταλλαγή αισθημάτων, αλλά πρόκειται μάλλον για την αμοιβαία απορρόφηση των κραδασμών που προκαλεί η ανθρώπινη επιθετικότητα.

Από την άλλη, η εξορία του ποιητή δεν είναι αποτέλεσμα μιας εκ των προτέρων τεθειμένης τάξεως πραγμάτων, πολύ δε περισσότερο δεν είναι η φυσική θέση του ποιητή. Η εξορία του συνυφαίνεται με την αδικία (γι αυτό ίσως το βαθύτερο αίτημα που διέπει τη συλλογή είναι το αίτημα για δικαιοσύνη), μια αδικία κοινωνικο-λογοτεχνικής υφής, που δεν έχει άλλη αιτία από το γνωστό ανθρώπινο φθόνο. Σαν ο ποιητής να βάλλεται δυνάμει και μόνον αυτής του της ιδιότητας, αλλά ταυτόχρονα να αποκτά και ένα επιλεκτικό δικαίωμα, ένα σύμφυτο προς την ποιητική του ιδιότητα προνόμιο: να απονέμει (και να του απονέμεται) δικαιοσύνη. Τα πράγματα όμως του αμφισβητούν συνεχώς αυτό το προνόμιο, και ο ποιητής χρησιμοποιεί το μοναδικό όπλο που έχει: μετατρέπει τον καημό του σε ποίηση.

Παρά τον καημό αυτόν όμως και την εξορία του, ο ποιητής δεν υποβιβάζεται σε ενεργούμενο του καιρού του. Είναι ο κυρίαρχος ηγεμόνας, άρχοντας του τόπου και του χρόνου του, ταυτόχρονα όμως είναι στρατηγός χωρίς στρατό και, προς το τέλος της συλλογής, τα πήλινα πόδια του, που μόλις πριν από λίγο τον ύψωναν ώς τον ουρανό, σπάνε, και ο ποιητής διατρέχει τον κίνδυνο να καταρρεύσει κάτω από το βάρος μιας ζωής που τον εξόρισε από τον κόσμο και της αβόλευτης ψυχής του.

Από μορφική άποψη, ο Ελευθερίου εμφανίζεται ανεξίθρησκος: χρησιμοποιώντας τρόπους του ποιητικού μοντερνισμού, δεν διστάζει, στο δεύτερο μισό της συλλογής, να προσχωρήσει σ έναν συγκινημένο ποιητικό ρεαλισμό, δανειζόμενος τρόπους και στοιχεία από παλαιότερες ποιητικές μορφές, ενώ ταυτόχρονα ακούγονται, διακριτικά, ο Σολωμός και ο Καρυωτάκης.

Σε αυτό το δεύτερο μισό η χρήση τέτοιων παλαιότερων τρόπων, όπως είναι το μέτρο και η ομοιοκαταληξία (αλλού δεκαπεντασύλλαβος, αλλού με λιγότερες συλλαβές· αλλού σταυρωτή, αλλού ζευγαρωτή, αλλού μεικτή· αλλού τετράστιχες, αλλού εξάστιχες στροφές), δεν μοιάζει να είναι το βίαιο ξέσπασμα ενός εξαναγκασμένου -και εξαναγκαστικού- μεταμοντερνισμού, αλλά το ευοίωνο αποτέλεσμα μιας μακράς τριβής με την παλαιότερη ποίηση και μια εκτεταμένη, λειτουργική εξαίρεση στο κύριο σώμα της συλλογής.

Ως προς τη μορφή, ασφαλώς ο απόηχος από τη στιχουργική ιδιότητα του Μάνου Ελευθερίου δεν είναι μακρινός. Σχεδόν όλα τα ποιήματα ρυθμοδοτούνται από μια, κρυφή ή φανερή, μετρική, και όλα διαθέτουν ρυθμική αγωγή. Αυτό, συνδυασμένο με μια μουσικότητα που πηγάζει από τη χρήση των λέξεων -ευτυχώς όχι εξεζητημένη, διότι ο Μάνου Ελευθερίου συνθέτει την ποίησή του με τα πιο ταπεινά γλωσσικά υλικά-, δίνει στα ποιήματα την αίσθηση τραγουδιού, ενώ παραμένουν, καθ όλα, ποιήματα, που, όπως είπαμε, άλλοτε ανήκουν σ έναν αφομοιωμένο μοντερνισμό και άλλοτε σε μια, καλά χωνεμένη, παλαιότερη ποιητική παράδοση (Ψαλμοί, λοιπή εκκλησιαστική ποιητική γραμματεία, δημοτικό τραγούδι κ.λπ.).

Αν όμως τα βαθύτερα θέματα της συλλογής είναι το αληθές νόημα του πένθους και η εξορία του ποιητή, αυτά τα δύο υποστηρίζονται από άλλα, επιμέρους, θέματα, που αναδύονται καθαρότερα στην επιφάνεια των ποιημάτων: η έντονη παρουσία της επαρχίας -σ έναν ποιητή που δεν είναι αυτό που θα λέγαμε επαρχιώτης- θα μπορούσε να εκληφθεί περισσότερο σαν συναισθηματικός τόπος παρά σαν πραγματική κατάσταση· η αίσθηση της αμαρτίας, θρησκευτικής χροιάς και προέλευσης, σε μια συλλογή απ όπου δεν λείπει καθόλου το θρησκευτικό, το οποίο, σε όσα ποιήματα παρουσιάζεται, εμφανίζεται λιγότερο σαν μεταφυσικό ρίγος και περισσότερο ως πηγή διαρκούς παρηγορίας· η παρουσία του κόσμου του θεάτρου -συχνότερα μάλιστα στην ταπεινή εκδοχή των θεατρίνων- σ ένα βιβλίο απ όπου δεν λείπει η θεατρικότητα, ενώ δεν παραλείπει να αποτίσει φόρο τιμής και στην παιδική ηλικία, στη μυθική Ερμούπολη των παιδικών του χρόνων· τέλος, η προσδοκία ενός αόριστου Επέκεινα ως μόνου δυνατού χώρου δικαίωσης του αυτουργού αυτών εδώ των, συγκεκριμένων, ποιημάτων.

Στη συλλογή αυτή ο Μάνος Ελευθερίου -και ίσως είναι αυτό το μεγαλύτερο επίτευγμα- κατορθώνει να συναιρέσει το υποκείμενο της γραφής με το πάσχον βιοτικό υποκείμενο, σ ένα σχήμα όπου το πένθος -κοινός λυρικό τόπος τόσων και τόσων ποιητών-συνηχεί, σε χρόνο παρελθόντα, με την τετελεσμένη αδικία, και με την προσδοκία της δικαίωσης, σε χρόνο μέλλοντα.

Και αφού αποφύγαμε επιμελώς να παραθέσουμε αυτούσιους στίχους από το βιβλίο εις επίρρωσιν των γραφομένων -συνήθεια μάλλον παλιομοδίτικη-, ας δωρηθεί στον αναγνώστη η δεύτερη στροφή από το φερώνυμο ποίημα, κλειδί ίσως για ν ανοιχτεί η Πόρτα της Πηνελόπης:

Ποτέ στη ζωή της δε σηκώθηκε από κει. / Ισως εκεί γεννήθηκε στα πένθη της και γέρασε. / Νερό των πεθαμένων πίνει, της Σελήνης. / Φοράει μαύρα και πενθεί. / Και για πολλούς πενθεί κι ίσως για μένα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/05/2004


 Penelope Charles-François Marchal

ΜΟΥΣΙΚΗ 



Πηνελόπη

Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα


Δέκα χρόνια άφαντος
κι ούτε μια φωνή,
 Πηνελόπη έγινα
σ' άγονη γραμμή.
Δέκα χρόνια πέρασα
στην Παροναξιά
κι ούτε γνώμη άλλαξα,
 ούτε μοναξιά.

 Δέκα χρόνια πάνε που γυρνάς
κι ακόμα να φανείς,
 σίγουρα θα `ρχόσουν πιο νωρίς
με πλοίο της γραμμής.

 Ναυαγό να σ' έβρισκα,
 σαν τη Ναυσικά,
 δέκα χρόνια να `σβηνα
κι όνειρα κακά.
Και γυμνό να σ' άφηνα
μες στη φυλλωσιά,
 δέκα νύχτες έρωτα
για μια φορεσιά.

 Δέκα χρόνια πάνε που γυρνάς
κι ακόμα να φανείς,
 σίγουρα θα `ρχόσουν πιο νωρίς
με πλοίο της γραμμής.

Πηνελόπη.André Lhote




Πηνελόπη
Στίχοι - Μουσική: Μίλτος  Πασχαλίδης


Μου λες κουράστηκες δε θες να περιμένεις
είκοσι χρόνια το ίδιο φόρεμα να υφαίνεις
κι εγώ που γύρισα τον κόσμο δίχως χάρτη
άκου τι έμαθα δεμένος στο κατάρτι
Όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι
κι όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη
Σε σένα πάντα θα γυρνώ κι αν δε σου φτάνει
καράβι γίνε να γινώ εγώ λιμάνι
να δούμε μάτια μου στο τέλος ποιος θα αντέξει
και ποιος καλύτερα το ρόλο του θα παίξει
Όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι
κι όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη
Κι όσα δεν έγιναν μην τρέχεις να προλάβεις
αφού δεν μπόρεσες ποτέ να καταλάβεις
πως ήσουν πάντα απ' την αρχή μέχρι το τέλος
εσύ η ασπίδα μου το τόξο και το βέλος
Κι όλους τους ξέμπαρκους θα τρώει το σαράκι
κι όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη
Μου λες κουράστηκες δε θες να περιμένεις
είκοσι χρόνια το ίδιο φόρεμα να υφαίνεις


Loreena McKennit - Penelope's song
Now that the time has come
Soon gone is the day
There upon some distant shore
You'll hear me say

Long as the day in the summer time
Deep as the wine dark sea
I'll keep your heart with mine
Till you come to me

There like a bird I'd fly
High through the air
Reaching for the sun's full rays
Only to find you there

And in the night when our dreams are still
Or when the wind calls free
I'll keep your heart with mine
Till you come to me

Now that the time has come
Soon gone is the day
There upon some distant shore
You'll hear me say

Long as the day in the summer time
Deep as the wine dark sea
I'll keep your heart with mine
Till you come to me
https://genius.com/

Ν. Εγγονόπουλος - Οδυσσέας , Πηνελόπη 




















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου