Έβλεπε τα τρένα να φεύγουν. Του άρεσε να τα κοιτάζει καθώς απομακρύνονται. Δεν ρωτούσε πού πήγαιναν. Σήκωνε κάθε μέρα το μικρό στρογγυλό σήμα και ο οδηγός έβαζε μπρος τη μηχανή. Το τρένο έφευγε αφήνοντας πίσω του έναν εκκωφαντικό θόρυβο.
Το όνειρό του από τη μικρή ηλικία ήταν να γίνει θηριοδαμαστής. Να κάθεται με τις ώρες στο δάσος και να παίζει με τα ζώα. Είχε μιαν ανεξήγητη δύναμη να τα δαμάζει. Του άρεσε να τα βλέπει υπάκουα δίπλα του να του φιλούν τα χέρια ευγνωμονώντας για την αγάπη που τους έδειχνε.
Δεν είχε παρέες με φίλους. Τον έδιωχνε από τους ανθρώπους η αγνώμων στάση τους προς ζώα. Πώς μπορεί να είναι καλοί; σκέφτονταν.
Ο πατέρας του ήθελε να γίνει μηχανοδηγός. Τελικά τα κατάφερε να τον διορίσει σταθμάρχη στο σιδηροδρομικό σταθμό. Ύψωνε κάθε μέρα το σήμα αναχώρησης του τρένου και στη συνέχεια κοίταζε τα πουλιά που πετούσαν ψηλά στον ουρανό. Τότε, αφού έπαιρνε μια βαθιά ανάσα, σήκωνε το χέρι και τα χαιρετούσε γλυκά. Κι εκείνα τού ανταπέδιδαν το χαιρετισμό με ένα φιλί.
Στις αναμονές, έβγαζε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα ρολόι – κούκο. Το άφηνε να χτυπά ρυθμικά, κούκου κούκου κούκου κι ένας μορφασμός πόνου ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του.
Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να αλλάζει την ώρα στο μεγάλο ρολόι του σταθμού. Το έκανε συνήθως στις αργίες. Έπαιρνε το σήμα αναχώρησης, πήγαινε στην αίθουσα αναμονής και άλλαζε τους λεπτοδείκτες. Οι επιβάτες τα έχαναν. Ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν τι ώρα είναι. Αυτή η απορρύθμιση ήταν που τον τρέλαινε. Άρχιζε τότε να σιγοτραγουδά ένα χαρούμενο σκοπό μέχρι την ώρα που ο συνάδελφός του, έκπληκτος για το συμβάν, επανέφερε το ρολόι στην κανονική του ροή.
Αυτή ήταν και η μόνη στιγμή που το πρόσωπό του άστραφτε από χαρά.
Λίλια Τσούβα
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ http://frear.gr/
Ευχαριστώ πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφή