Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Φέλιξ Μέντελσον ( 3 Φεβρουαρίου 1809 – 4 Νοεμβρίου 1847)

Πορτρέτο του Φέλιξ Μέντελσον (ελαιογραφία του Edward Magnus, 1846)

Ο Γιάκομπ  Λούντβιχ Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι (Jakob Ludwig Felix Mendelssohn Bartholdy, Αμβούργο, 3 Φεβρουαρίου 1809 – Λειψία, 4 Νοεμβρίου 1847), γεννημένος και ευρέως γνωστός ως Φέλιξ Μέντελσον  ήταν Γερμανός συνθέτης, πιανίστας, οργανίστας και διευθυντής ορχήστρας της πρώιμης ρομαντικής περιόδου, από τις διασημότερες φυσιογνωμίες της εποχής. 

Εγγονός του φιλοσόφου Μωυσή Μέντελσον (Moses Mendelssohn), ο Φέλιξ γεννήθηκε σε μια εξέχουσα εβραϊκή οικογένεια. Ανατράφηκε άθρησκος μέχρι την ηλικία των επτά ετών, όταν βαφτίστηκε ως Μεταρρυθμιστής χριστιανός. Νωρίς, θεωρήθηκε παιδί-θαύμα, αλλά οι γονείς του ήταν επιφυλακτικοί και δεν επεζήτησαν να αξιοποιήσουν το ταλέντο του.

Ο Μέντελσον απολάμβανε πρώιμη επιτυχία στη Γερμανία, όπου επανέφερε το ενδιαφέρον για τη μουσική τού Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ιδιαίτερα αποδεκτός στη Βρετανία, ως συνθέτης, αρχιμουσικός και σολίστ, και οι δέκα επισκέψεις του εκεί -κατά τις οποίες πολλά από τα μεγάλα έργα του έκαναν πρεμιέρα- αποτελούν σημαντικό μέρος της καριέρας του. Ωστόσο, οι -ουσιαστικά- συντηρητικές του προτιμήσεις, τον διαχώρισαν από πολλούς από τους πιο «εκσυγχρονιστές» μουσικούς της εποχής του, όπως ήσαν οι Φραντς Λιστ, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Σαρλ Αλκάν και Εκτόρ Μπερλιόζ. Το Ωδείο της Λειψίας (σήμερα Πανεπιστήμιο Μουσικής και Θεάτρου της Λειψίας), το οποίο ίδρυσε, έγινε προπύργιο αυτής της «αντι-ριζοσπαστικής» προοπτικής.

Ο Μέντελσον έγραψε συμφωνίες, κοντσέρτα, ορατόρια και μουσική δωματίου, ιδιαίτερα για το πιάνο. Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται η εισαγωγή και προγραμματική μουσική για το Όνειρο Θερινής Νυκτός, η Ιταλική Συμφωνία, η Σκωτική Συμφωνία, η εισαγωγή Εβρίδες, το Κοντσέρτο για βιολί και το Οκτέτο εγχόρδων. Τα Τραγούδια Χωρίς Λόγια είναι οι πιο διάσημες συνθέσεις του για σόλο πιάνο. Μετά από μακρά περίοδο, σχετικού, παραγκωνισμού της μουσικής του, λόγω των μεταβαλλόμενων μουσικών προτιμήσεων και του επικρατούντος αντισημιτισμού, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η δημιουργική πρωτοτυπία του έχει πλέον αναγνωριστεί και επανεκτιμηθεί. Περιλαμβάνεται, πλέον, στους πιο δημοφιλείς συνθέτες της ρομαντικής εποχής, αν και ο θεωρούμενος ως «συντηρητισμός» του, προκάλεσε αντιδράσεις, με αποκορύφωμα τη σκληρότατη κριτική που δέχτηκε από τον Βάγκνερ (βλ. Φήμη και παρακαταθήκη)

Ο Φέλιξ Μέντελσον γεννήθηκε το 1809 στο Αμβούργο που, τότε, ήταν ανεξάρτητη πόλη-κράτος , στο ίδιο σπίτι όπου, έναν χρόνο αργότερα, γεννήθηκε ο βιολονίστας Φ. Ντάβιντ (Ferdinand David). Ο Ντάβιντ ήταν ο μουσικός στον οποίο αφιέρωσε ο συνθέτης το έργο του, Κοντσέρτο για βιολί. Ο πατέρας του, τραπεζίτης στο επάγγελμα, Άμπρααμ Μέντελσον, ήταν γιος του Γερμανοεβραίου φιλοσόφου Μωυσή Μέντελσον. Η μητέρα του, Λία Σάλομον (Lea Salomon), ήταν μέλος της οικογένειας Ίτζιγκ (Itzig) και αδελφή του Γ. Σ. Μπαρτόλντι (Jakob Salomon Bartholdy).  Ο Μέντελσον ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας· η μεγαλύτερη αδελφή του, Φάνι, επέδειξε επίσης εξαιρετικό και πρόωρο μουσικό ταλέντο. 

Το 1811, τα μέλη της οικογένειας εγκατέλειψαν το Αμβούργο και εγκαταστάθηκαν στο Βερολίνο. Είχαν μεταμφιεστεί, επειδή φοβόντουσαν εκδίκηση των Γάλλων για τον ρόλο της «Τράπεζας Μέντελσον», στο να σπάσει το εμπάργκο (Blocus continental) που είχε επιβάλει ο Ναπολέων Βοναπάρτης στο οικονομικό ηπειρωτικό σύστημα.  Ο Άμπρααμ και η Λία Μέντελσον προσπάθησαν να δώσουν στα παιδιά τους -Φάνι, Φέλιξ, Πάουλ και Ρεβέκα- την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση. Η Φάνι έγινε γνωστή πιανίστα και ερασιτέχνης συνθέτιδα, μάλιστα αρχικά, ο Άμπρααμ είχε σκεφτεί ότι, αυτή και όχι ο Φέλιξ, είχε μεγαλύτερο μουσικό ταλέντο. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, δεν θεωρείτο πρέπον ούτε από τον Άμπρααμ ούτε από τον Φέλιξ, για μια γυναίκα να έχει καριέρα στη μουσική, οπότε η Φάνι παρέμεινε ενεργή αλλά μη-επαγγελματικός μουσικός. Ο Άμπρααμ, ωστόσο, δεν θέλησε να επιτρέψει ούτε στον Φέλιξ να ακολουθήσει μουσική σταδιοδρομία, μέχρι να καταστεί σαφές ότι σκόπευε σοβαρά να αφιερωθεί σ’ αυτήν. 

Ο Μέντελσον μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον διανοουμένων. Στους τακτικούς επισκέπτες που προσκαλούσαν οι γονείς του, στο σπίτι της οικογένειας στο Βερολίνο, περιλαμβάνονταν καλλιτέχνες, μουσικοί και επιστήμονες, μεταξύ των οποίων οι Βίλελμ και Αλεξάντερ φον Χούμπολτ, και ο μαθηματικός Π. Γ. Ντιρικλέ (Peter Gustav Lejeune Dirichlet, τον οποίο αργότερα θα παντρευτεί η αδερφή του Φέλιξ, Ρεβέκα). Συνηθιζόταν να λέγεται ότι, «όλη η Ευρώπη μαζευόταν στο σαλόνι τους». 



Μουσική εκπαίδευση

Όπως συνέβη με τον Μότσαρτ, ο Μέντελσον χαρακτηρίστηκε ως «παιδί θαύμα». Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του, όταν ήταν έξι ετών, και στα επτά του μελετούσε με την Μαρί Μπιγκό (Marie Bigot) στο Παρίσι.  Όταν η οικογένεια μετακόμισε στο Βερολίνο, και τα τέσσερα παιδιά Μέντελσον μελέτησαν πιάνο με τον Λ. Μπέργκερ (Ludwig Berger), ο οποίος ήταν πρώην μαθητής του Μούτσιο Κλεμέντι. [30] Από τον Μάιο του 1819 -τουλάχιστον-, ο Φέλιξ (και η αδελφή του Φάνι) σπούδασαν αντίστιξη και σύνθεση με τον Κ. Τσέλτερ (Carl Friedrich Zelter) στο Βερολίνο.

Αυτή ήταν μια σημαντική επιρροή στη μελλοντική καριέρα του. Τον Τσέλτερ είχε, σίγουρα, συστήσει η θεία του Φέλιξ, Σάρα Λέβι και ήταν μαθητής του Βίλελμ Φρίντριχ Μπαχ και πάτρονας του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ. Η Σάρα ήταν, η ίδια, μια ταλαντούχα πιανίστα, συχνά παίζοντας με την ορχήστρα του Τσέλτερ στην Ακαδημία Τραγουδιού του Βερολίνου, της οποίας η ίδια και η οικογένεια Μέντελσον υπήρξαν χορηγοί. Η Σάρα είχε συγκεντρώσει σημαντικό αριθμό χειρογράφων της οικογένειας Μπαχ, τα οποία κληροδότησε στην Ακαδημία. Ο Τσέλτερ, του οποίου τα γούστα στη μουσική ήσαν «συντηρητικά» ήταν, επίσης, θαυμαστής της παράδοσης Μπαχ,  στοιχείο που, αναμφίβολα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μουσικών προτιμήσεων του Φέλιξ. Γι’αυτό και τα έργα του Μέντελσον δείχνουν μελέτη του μπαρόκ και της πρώιμης κλασσικής μουσικής. Οι φούγκες και τα κοράλ του αντανακλούν, ιδιαίτερα, μια τονική σαφήνεια και χρήση της αντίστιξης που θυμίζει τον μεγάλο κάντορα, από τη μουσική του οποίου επηρεάστηκε βαθιά.

 

Πρώιμη ωριμότητα

Ο Μέντελσον, πιθανώς, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα 9 του χρόνια, όταν συμμετείχε σε μια συναυλία μουσικής δωματίου, συνοδεύοντας ένα ντούο από κόρνα.  Ήταν, επίσης, ένας παραγωγικός συνθέτης από νεαρή ηλικία. Ως έφηβος, τα έργα του παρουσιάζονταν συχνά στο σπίτι του, με μια ιδιωτική ορχήστρα για τους συνδαιτημόνες των πλούσιων γονέων του, μεταξύ της πνευματικής ελίτ του Βερολίνου. ref>Mercer-Taylor (2000), 36</ref> Μεταξύ 12 και 14 ετών, ο Μέντελσον έγραψε 12 συμφωνίες για έγχορδα, για τέτοιες συναυλίες. Αυτά τα έργα αγνοήθηκαν για πάνω από έναν αιώνα, αλλά τώρα ηχογραφούνται και, περιστασιακά, παίζονται σε συναυλίες. Έγραψε την πρώτη του δημοσιευμένη δουλειά, ένα κουαρτέτο για πιάνο, σε ηλικία 13 ετών. Ήταν μάλλον ο πατέρας του που ανέλαβε τη δημοσίευση αυτού του πρώιμου κουαρτέτου πιάνου του Φέλιξ, από τον εκδοτικό οίκο «Schlesinger». Το 1824, ο 15χρονος Μέντελσον έγραψε την Πρώτη του Συμφωνία για πλήρη ορχήστρα (Op. 11).

Σε ηλικία 16 ετών, ο Μέντελσον συνέθεσε το Οκτέτο για έγχορδα σε Μιb Μείζονα, το πρώτο έργο που κατέδειξε την πλήρη δύναμη της μεγαλοφυίας του. Αυτό και η εισαγωγή για το Όνειρο Θερινής Νυκτός, το οποίο έγραψε ένα έτος αργότερα, το 1826, είναι τα πιο γνωστά από τα πρώτα του έργα. (Αργότερα, το 1842, έγραψε επίσης προγραμματική μουσική για το ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου Γαμήλιου Εμβατηρίου). Η εισαγωγή είναι, ίσως, το πιο πρώιμο παράδειγμα μιας εισαγωγής κοντσέρτου ή κοντσερτάντε εισαγωγής -δηλαδή, ένα κομμάτι που δεν γράφηκε σκόπιμα για να συνοδεύει μια σκηνική παράσταση, αλλά να φέρει στη μνήμη των ακροατών ένα λογοτεχνικό θέμα παρουσιασμένο σε μια σκηνή συναυλιών. Ήταν ένα είδος που υπήρξε πολύ δημοφιλής φόρμα στη ρομαντική μουσική. 

Το 1824, ο Μέντελσον σπούδασε με τον συνθέτη και τον βιρτουόζο του πιάνου Ί. Μόσελες (Ignaz Moscheles) ο οποίος, όπως εξομολογήθηκε στα ημερολόγιά του, δεν είχε πολλά να τον διδάξει.  Ο Μόσελες, όμως, έγινε στενός συνάδελφος και φίλος του Μέντελσον, δια βίου. Το 1827, έκανε πρεμιέρα η όπερα του Μέντελσον Ο Γάμος του Κομάτσο. Το έργο απέτυχε και αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία παράσταση στη διάρκεια της ζωής του συνθέτη. Η αποτυχία αυτής της παραγωγής έκανε τον Μέντελσον να αποφύγει να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη φόρμα, στο εξής. 

Εκτός από μουσική, η εκπαίδευση του Μέντελσον περιελάμβανε τέχνη, λογοτεχνία, γλώσσες και φιλοσοφία. Ιδιαίτερα, έδειξε ενδιαφέρον για την κλασική λογοτεχνία,  μάλιστα, μετέφρασε την Ανδρία του Τερεντίου για τον δάσκαλό του, Χέιζε, το 1825. Ο Χέιζε εντυπωσιάστηκε και εξέδωσε το έργο, το 1826, ως πόνημα του «μαθητή του, Φ****» [δηλ. "Φέλιξ" (οι αστερίσκοι είναι όπως στο αρχικό κείμενο)].  Αυτή η μετάφραση εξασφάλισε στον Μέντελσον σπουδές στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου όπου, από το 1826 έως το 1829, παρακολούθησε διαλέξεις περί αισθητικής, του περίφημου φιλοσόφου Χέγκελ, αλλά και μαθήματα ιστορίας με τον Έ. Γκανς (Eduard Gans) και γεωγραφίας με τον Κ. Ρίτερ (Carl Ritter). 



Γνωριμία με τον Γκαίτε και αναβίωση του Μπαχ

Το 1821, ο Τσέλτερ σύστησε τον Μέντελσον στον φίλο και δι’ αλληλογραφίας εταίρο του, Γκαίτε, ο οποίος εντυπωσιάστηκε πολύ από τον 12χρονο οδηγώντας, πιθανότατα, στην παλαιότερη επιβεβαιωμένη σύγκριση με τον Μότσαρτ, όπως καταδεικνύεται στον εξής διάλογο μεταξύ τους:

–Γκαίτε: «Τα παιδιά-θαύματα ... δεν είναι πλέον τόσο σπάνια· αυτό, όμως, που μπορεί να κάνει αυτός ο μικρός, να αυτοσχεδιάζει και να παίζει στα όρια του κόσμου το θαυμαστό, δεν θα μπορούσα να πιστέψω ότι, ήταν δυνατό να το κάνει τόσο νωρίς».
–Τσέλτερ: «Ωστόσο, είχατε ακούσει τον Μότσαρτ στα επτά του χρόνια, στη Φρανκφούρτη;»
–Γκαίτε: «Ναι», ... αλλά αυτό που ο μαθητής σας πραγματοποιεί ήδη, έχει το ίδιο βάρος με τον Μότσαρτ εκείνη την εποχή, δηλαδή όσα η συγκροτημένη ομιλία ενός ενήλικου ανθρώπου αποκομίζει στην πολυλογία ενός μικρού παιδιού». 

Ο Μέντελσον προσκλήθηκε να συναντηθεί με τον Γκαίτε πολλές φορές, αργότερα, και έγραψε μουσική σε πολλά ποιήματά του. Άλλες συνθέσεις του Μέντελσον εμπνευσμένες από τον Γκαίτε περιλαμβάνουν την εισαγωγή Ήρεμη Θάλασσα και Αίσιο Ταξίδι (Op. 27, 1828) και την καντάτα Η Πρώτη Βαλπούργεια Νύκτα (Op. 60, 1832).

Το 1829, με την υποστήριξη του Τσέλτερ και τη βοήθεια του ηθοποιού Έ. Ντέβριεντ (Eduard Devrient), ο Μέντελσον κανόνισε και πραγματοποίησε μια παράσταση στο Βερολίνο του έργου, Κατά Ματθαίον Πάθη του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Τέσσερα χρόνια πριν, η γιαγιά του, Μπέλα Ίτζιγκ Σάλομον τού είχε δώσει ένα αντίγραφο αυθεντικού χειρογράφου αυτού του -μέχρι τότε ξεχασμένου- αριστουργήματος.  Την ορχήστρα και χορωδία για την παράσταση παρείχε η Ακαδημία Τραγουδιού του βερολίνου. Η επιτυχία αυτής της παράστασης, από τις ελάχιστες που ακολούθησαν τον θάνατο του Μπαχ και η πρώτη εκτός Λειψίας, ήταν το απόλυτα κεντρικό γεγονός στην αναβίωση της μουσικής του Μπαχ στη Γερμανία και, τελικά, σε όλη την Ευρώπη.  Ο Μέντελσον κέρδισε ευρεία αναγνώριση σε ηλικία 20 ετών. Επίσης, οδήγησε σε μία από τις λίγες αναφορές που έκανε ο ίδιος για τον εαυτό του:
«Και να σκεφτεί κανείς, ότι χρειάστηκε ένας ηθοποιός και ένας γιος Εβραίου για να αναβιώσει η σπουδαιότερη χριστιανική μουσική του κόσμου! » 

Κατά τα επόμενα χρόνια, ο Μέντελσον έκανε πολλά ταξίδια, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης επίσκεψής του στην Αγγλία το 1829, καθώς επίσης οι επισκέψεις στη Βιέννη, τη Φλωρεντία, το Μιλάνο, τη Ρώμη και τη Νάπολη. Σε όλες αυτές τις πόλεις συναντήθηκε με ντόπιους ή επισκέπτες μουσικούς και καλλιτέχνες. Αυτά τα χρόνια αποδείχθηκαν τα «βλαστάρια» για μερικά από τα πιο διάσημα έργα του, όπως η Σκωτική Εισαγωγή και οι Σκωτική και Ιταλική συμφωνίες του. 



Στο Ντίσελντορφ

Μετά τον θάνατο του Τσέλτερ, το 1832, ο Μέντελσον είχε ελπίδες να τον διαδεχθεί ως διευθυντής της Μουσικής Ακαδημίας στο Βερολίνο. Ωστόσο, κατόπιν ψηφοφορίας, τον Ιανουάριο του 1833, έχασε τη θέση από τον, λιγότερο διακεκριμένο, Κ. Φ. Ρούνγκενχανγκεν (Carl Friedrich Rungenhagen). Αυτό μπορεί να οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας του Μέντελσον και στον, ως εκ τούτου, φόβο πιθανών «καινοτομιών». Θεωρήθηκε, επίσης, από ορισμένους ότι μπορεί να έχασε τη θέση λόγω της εβραϊκής καταγωγής του.  Μετά από αυτή την απόρριψη, ο Μέντελσον διένειμε το μεγαλύτερο μέρος του επαγγελματικού του χρόνου, μεταξύ Βρετανίας και Ντίσελντορφ όπου διορίστηκε μουσικός διευθυντής (η πρώτη του θέση ως μουσικού), το 1833. Την άνοιξη εκείνου του έτους, ο Μέντελσον διηύθυνε το Φεστιβάλ Μουσικής του Κάτω Ρήνου στο Ντίσελντορφ, ξεκινώντας με μια παράσταση του ορατορίου τού Χέντελ, Ο Ισραήλ στην Αίγυπτο, επεξεργασμένη από την αυθεντική παρτιτούρα που είχε βρει στο Λονδίνο. Αυτό προκάλεσε μια κατακλυσμιαία αναβίωση του Χέντελ στη Γερμανία, παρόμοια με εκείνη για τον Μπαχ, μετά από τις παρουσιάσεις των Κατά Ματθαίων Παθών. Ο Μέντελσον συνεργάστηκε με τον δραματουργό Κ. Ίμερμαν (Karl Immermann) για να βελτιώσει τα τοπικά θεατρικά στάνταρντς και έκανε την πρώτη εμφάνισή του, ως διευθυντής ορχήστρας, στην παραγωγή του Ίμερμαν για τον Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ, στο τέλος του 1833, όπου δέχθηκε τη δυσαρέσκεια του κοινού σχετικά με το κόστος των εισιτηρίων.  Η απογοήτευση για τα καθημερινά του καθήκοντα στο Ντίσελντορφ και ο επαρχιωτισμός της πόλης τον οδήγησαν σε παραίτηση, στα τέλη του 1834. Είχε προσφορές από το Μόναχο και τη Λειψία για σημαντικές μουσικές θέσεις και αποφάσισε, το 1835, να αποδεχθεί τη δεύτερη. 



Στη Λειψία και στο Βερολίνο

Το 1835, ο Μέντελσον διορίστηκε διευθυντής της περίφημης «Ορχήστρας Γκέβαντχαους της Λειψίας». Επέλεξε αυτή τη θέση παρόλο που τού προσφέρθηκε, επίσης, η διεύθυνση της Όπερας του Μονάχου και της έκδοσης του αναγνωρισμένου περιοδικού μουσικής «Allgemeine musikalische Zeitung».  Ο Μέντελσον επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη της μουσικής ζωής της Λειψίας, σε συνεργασία με την ορχήστρα, την όπερα, τη χορωδία της Εκκλησίας του Αγίου Θωμά και τους άλλους χορωδιακούς και μουσικούς θεσμούς της πόλης. Οι συναυλίες του Μέντελσον περιελάμβαναν, εκτός από πολλά δικά του έργα, τρεις σειρές από «ιστορικές συναυλίες» και μια σειρά σύγχρονων έργων. Κατακλύστηκε από προσφορές μουσικής από ανερχόμενους και μελλοντικούς συνθέτες. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, που υπέβαλε την πρώιμη Συμφωνία σε Ντο Μείζονα την οποία, προς μεγάλη δυσαρέσκειά του, ο Μέντελσον έχασε ή άφησε «στα συρτάρια».  Ο Μέντελσον αναβίωσε, επίσης, το ενδιαφέρον για τον Φραντς Σούμπερτ· συγκεκριμένα, ο Ρόμπερτ Σούμαν ανακάλυψε το χειρόγραφο της 9ης Συμφωνίας του αυστριακού και το έστειλε στον Μέντελσον, ο οποίος διηύθυνε την πρεμιέρα του έργου στη Λειψία, στις 21 Μαρτίου 1839, περισσότερο από μια δεκαετία μετά τον θάνατο του δημιουργού της.

Το δωμάτιο εργασίας
του Μέντελσον στη Λειψία

Εκδήλωση-ορόσημο, κατά τη διάρκεια της περιόδου της Λειψίας του Μέντελσον, υπήρξε η πρεμιέρα του ορατορίου του Άγιος Παύλος, που δόθηκε στο Φεστιβάλ Μουσικής του Κάτω Ρήνου στο Ντίσελντορφ, το 1836, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του συνθέτη. Ο Μέντελσον έγραψε: «δεν θα σταματήσω ποτέ να προσπαθώ να κερδίσω την επιδοκιμασία του [...] αν και δεν μπορώ πλέον να την απολαύσω».  Ο Άγιος Παύλος φαινόταν σε πολλούς από τους σύγχρονους του Μέντελσον να είναι το καλύτερο έργο του, «σφράγισε» την ευρωπαϊκή φήμη του συνθέτη. 
Όταν ο Φρειδερίκος Δ’ ανέβηκε στο θρόνο της Πρωσίας, το 1840, με φιλοδοξίες να αναπτύξει το Βερολίνο ως πολιτιστικό κέντρο (συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης μιας μουσικής σχολής και της μεταρρύθμισης της μουσικής για την εκκλησία), προφανής επιλογή να διευθύνει αυτές τις μεταρρυθμίσεις ήταν ο Μέντελσον. Όμως, εκείνος ήταν απρόθυμος να αναλάβει το καθήκον, ιδίως υπό το στάτους της ισχυρής του θέσης στη Λειψία. [57] Ωστόσο, ο Μέντελσον πέρασε λίγο χρόνο στο Βερολίνο, γράφοντας εκκλησιαστική μουσική και, μετά από αίτημα του βασιλιά, μουσική για παραγωγές της Αντιγόνης του Σοφοκλή (1841) και του Οιδίποδα επί Κολονώ (1845), το Όνειρο Θερινής Νυκτός (1843) του Σαίξπηρ και τη Γοθολία του Ρακίνα (1845). Αλλά τα κεφάλαια για τη σχολή δεν ήρθαν ποτέ και διάφορες υποσχέσεις της Αυλής προς τον Μέντελσον σχετικά με τα οικονομικά, τον τίτλο και τον προγραμματισμό συναυλιών, «έσπασαν». Ως εκ τούτου, δεν ένιωσε απογοήτευση όταν επέστρεψε στη Λειψία.
Το 1843 ο Μέντελσον ίδρυσε μια μεγάλη μουσική σχολή, το Ωδείο της Λειψία -τώρα Ανώτατη Σχολή Μουσικής και Θεάτρου «Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι»-, όπου έπεισε τους Μόσελες και Σούμαν να τον ακολουθήσουν. Άλλοι εξέχοντες μουσικοί, συμπεριλαμβανομένων των βιολονιστών, Φέρντιναντ Ντάβιντ (Ferdinand David) και Γιόζεφ Γιόακιμ και του θεωρητικού Μ. Χάουπτμαν (Moritz Hauptmann), έγιναν επίσης μέλη του προσωπικού. [58] Μετά τον θάνατο του Μέντελσον το 1847, η «συντηρητική» του παράδοση συνεχίστηκε, όταν ο Μόσελες τον διαδέχτηκε ως επικεφαλής του Ωδείου.



Ο Μέντελσον στη Βρετανία

Το 1829, ο Μέντελσον πραγματοποίησε την πρώτη του επίσκεψη στη Βρετανία, όπου ο πρώην δάσκαλός του Μόσελες, που είχε ήδη εγκατασταθεί στο Λονδίνο, τον εισήγαγε σε σημαντικούς μουσικούς κύκλους. Το καλοκαίρι επισκέφθηκε το Εδιμβούργο, όπου συναντήθηκε μεταξύ άλλων με τον συνθέτη Τ. Τόμσον (John Thomson), τον οποίο αργότερα πρότεινε να γίνει καθηγητής μουσικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.  Στην όγδοη επίσκεψή του, το καλοκαίρι του 1844, ο Μέντελσον διηύθυνε πέντε συναυλίες στο Λονδίνο και έγραψε: «Ποτέ πριν, δεν υπήρξε κάτι τέτοιο σαν αυτή τη σεζόν -ποτέ δεν πήγαμε για ύπνο πριν από τη μία και μισή τα ξημερώματα, κάθε ώρα κάθε μέρας ήταν γεμάτη, με δέσμευση τρεις εβδομάδες πριν, και ασχολήθηκα με τη μουσική μέσα σε δύο μήνες από ό, τι σε όλο τον υπόλοιπο χρόνο». 
Σε μεταγενέστερες επισκέψεις συναντήθηκε με τη Βασίλισσα Βικτώρια και τον σύζυγό της Πρίγκιπα Αλβέρτο, ο οποίος θαύμαζε πολύ τη μουσική του. Κατά τη διάρκεια δέκα επισκέψεων στη Βρετανία, συνολικά περίπου 20 μήνες, ο Μέντελσον κέρδισε έναν μεγάλο αριθμό θαυμαστών, επαρκή για να κάνει βαθιά εντύπωση στη βρετανική μουσική ζωή. Συνέθετε, διηύθυνε και δημοσίευσε για τους Βρετανούς εκδότες τις πρώτες κριτικές εκδόσεις των ορατορίων του Χέντελ και της μουσικής για εκκλησιαστικό όργανο του Μπαχ. Η Σκωτία ενέπνευσε δύο από τα πιο διάσημα έργα του: την εισαγωγή Εβρίδες (επίσης γνωστή ως Το Σπήλαιο του Φίνγκαλ), και τη Σκωτική Συμφωνία. Το ορατόριό του Ηλίας έκανε πρεμιέρα στο Δημαρχείο του Μπέρμιγχαμ, το 1846. 

Ο Μέντελσον συνεργάστηκε, επίσης, με τον προστατευόμενο του, Βρετανό συνθέτη και πιανίστα Ο. Μπένετ (William Sterndale Bennett) (τον οποίο είχε ακούσει για πρώτη φορά στο Λονδίνο, το 1833, όταν ο Μπένετ ήταν 17 ετών), τόσο στο Λονδίνο όσο και στη Λειψία, όπου ο Μπένετ εμφανίστηκε όλη τη σεζόν του 1836/1837. Κατά την τελευταία του επίσκεψη στη Βρετανία, το 1847, ο Μέντελσον ήταν ο σολίστας στο Κοντσέρτο αρ. 4 του Μπετόβεν, ενώ διηύθυνε και την δική του Σκωτική Συμφωνία με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα και παρόντες τη Βικτώρια και τον Αλβέρτο.

Χαρακτήρας

Αν και η εικόνα που καλλιεργήθηκε για τον Μέντελσον, ειδικά μετά το θάνατό του, στα λεπτομερή οικογενειακά απομνημονεύματα από τον ανιψιό του Σεμπάστιαν Χένσελ, ως ανθρώπου πάντα ισορροπημένου, χαρούμενου και χαλαρού στην ιδιοσυγκρασία, αυτό ήταν παραπλανητικό. Το ψευδώνυμο «δυσαρεστημένος Πολωνός κόμης» δόθηκε στον συνθέτη εξαιτίας του απόμακρου χαρακτήρα του. Ο Μέντελσον είχε, συχνά, ανησυχητικά ιδιοσυγκρασιακά «ξεσπάσματα» που, μερικές φορές, τον οδηγούσαν στην κατάρρευση (collapse). Σε μια περίπτωση, στη δεκαετία του 1830, όταν οι επιθυμίες του δεν είχαν ευοδωθεί, «οι κρίσεις του ήταν τόσο άσχημες ... που όταν η οικογένεια συγκεντρώθηκε ... άρχισε να μιλάει ασυνείδητα, και στα αγγλικά, προς μεγάλο τρόμο όλων αυτών. Η αυστηρή φωνή του πατέρα του έλεγξε, επιτέλους, τον άγριο χείμαρρο λέξεων που ξεστόμιζε, τον έβαλαν στο κρεβάτι και ένας βαθύς ύπνος δώδεκα ωρών τον επανέφερε στην κανονική του κατάσταση». Όμως, τέτοια γεγονότα μπορεί να σχετίζονταν με τον πρώιμο θάνατό του. 

Πάντως, ο Μέντελσον ήταν πολύ καλός στο μολύβι και την ακουαρέλα, ένα χόμπυ που εξασκούσε καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής του, για δική του διασκέδαση και των φίλων του.  Η ογκώδης αλληλογραφία του δείχνει ότι, θα μπορούσε επίσης να είναι ένας πνευματώδης συγγραφέας στα γερμανικά και τα αγγλικά -μερικές φορές με συνοδεία από χιουμοριστικά σκίτσα και καρτούν στο κείμενο. 



Προσωπική ζωή

Ο Μέντελσον νυμφεύτηκε την Σεσίλ Ζανρενό (Cécile Charlotte Sophie Jeanrenaud, 1817 - 1853), κόρη ενός κληρικού της Γαλλικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας, στις 28 Μαρτίου 1837. Το ζευγάρι απέκτησε πέντε παιδιά τους: Καρλ, Μαρί, Πωλ, Λίλι και Φέλιξ.  Γενικά, η προσωπική ζωή του Μέντελσον, φαίνεται να ήταν αρκετά συμβατική σε σχέση με εκείνη των συγχρόνων του Βάγκνερ, Μπερλιόζ και Σούμαν. Ωστόσο, υπήρχε η γνωριμία του με τη σουηδή σοπράνο Τζένι Λιντ (Jenny Lind), την οποία συνάντησε τον Οκτώβριο του 1844, και με την οποία φημολογείται ότι ενεπλάκη συναισθηματικά. Γραπτά που επιβεβαιώνουν αυτό, φέρεται να υπάρχουν, αν και το περιεχόμενό τους δεν είχε δημοσιοποιηθεί.  Το 2013, ο Τ. Μπίντλκομπ (George Biddlecombe) επιβεβαίωσε στο «Περιοδικό της Βασιλικής Μουσικής Ομοσπονδίας» ότι, «η Επιτροπή του Ιδρύματος Υποτροφιών Μέντελσον διαθέτει υλικό που καταδεικνύει ότι, ο Μέντελσον έγραφε ερωτικές, γεμάτες πάθος, επιστολές προς την Τζένι Λιντ, ζητώντας της να τον ακολουθήσει σε μια εξωσυζυγική σχέση και απειλώντας με αυτοκτονία ως μέσο άσκησης πίεσης σε αυτήν και ότι, αυτά τα γράμματα καταστράφηκαν όταν ανακαλύφθηκαν μετά τον θάνατό της». 

Ο Μέντελσον συναντήθηκε και συνεργάστηκε με τη Λιντ, πολλές φορές, μάλιστα ξεκίνησε μια όπερα, την Lorelei γι 'αυτήν, βασισμένη στο ομώνυμο μύθο των κοριτσιών του Ρήνου. Όμως, η όπερα παρέμεινε ημιτελής μέχρι τον θάνατό του. Τότε, η Λιντ έγραψε: «Ήταν ο μόνος άνθρωπος που έφερε ολοκλήρωση στο πνεύμα μου και, σχεδόν αμέσως, μόλις τον βρήκα, τον έχασα και πάλι».  Το 1849, καθιέρωσε το «Ίδρυμα Υποτροφιών Μέντελσον», το οποίο απονέμει βραβείο σε ένα νεαρό συνθέτη βρετανικής καταγωγής, κάθε δύο χρόνια, στη μνήμη του. Πρώτος νικητής της υποτροφίας ήταν ο Άρθουρ Σάλιβαν, το 1856. Το 1869, η Λιντ έθεσε μια πλάκα στη μνήμη του Μέντελσον, στη γενέτειρά του Αμβούργο.



Τα τελευταία χρόνια

Ο Μέντελσον υπέφερε από κακή υγεία στα τελευταία χρόνια της ζωής του που, πιθανώς, επιδεινώθηκε από νευρικά προβλήματα και την υπερβολική εργασία. Μια από τις τελευταίες περιοδείες στην Αγγλία τον άφησε εξαντλημένο και άρρωστο, από ένα υπερβολικά κουραστικό πρόγραμμα. Ο θάνατος της αδελφής του, Φάνι, στις 14 Μαΐου 1847, τού προκάλεσε μεγάλη θλίψη. Λιγότερο από έξι μήνες αργότερα, πέθανε στη Λειψία μετά από μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων. Ήταν μόλις 38 ετών. Ο παππούς του Μωυσής, η αδελφή του και οι δύο γονείς του είχαν πεθάνει από παρόμοιες αποπληξίες.  Η κηδεία του έγινε στην Εκκλησία Paulinerkirche της Λειψίας και ενταφιάστηκε στο Dreifaltigkeitsfriedhof I στο Βερολίνο. Στους μεταφορείς του φερέτρου του συμπεριλαμβάνονταν οι Μόσελες, Σούμαν και Γκέιντε.  Ο Μέντελσον είχε περιγράψει τον θάνατο, κάποτε, σε μια επιστολή προς έναν ξένο, ως έναν τόπο «όπου πρέπει να ελπίζουμε ότι υπάρχει, ακόμα, μουσική, αλλά όχι πια θλίψη ή χωρισμοί.



Ο Μέντελσον ως συνθέτης

Ο μουσικολόγος Ρ. Ταρούσκιν (Richard Taruskin) γράφει ότι, παρόλο που ο Μέντελσον δημιούργησε έργα εξαιρετικής δεξιοτεχνίας σε πολύ νεαρή ηλικία, «ουδέποτε ξεπέρασε το πρώιμο νεανικό του ύφος. [...] Παρέμεινε στιλιστικά συντηρητικός [...] μη αισθανόμενος την ανάγκη να προσελκύσει την προσοχή με μια επίδειξη «επαναστατικής» καινοτομίας. Κατά τη διάρκεια της σύντομης καριέρας του παρέμεινε βολικά πιστός στο μουσικό status quo -δηλαδή τις "κλασσικές" μορφές όπως τις είχαν, ήδη, σκεφτεί στην εποχή του. Η εκδοχή του ως προς τον ρομαντισμό, που είναι ήδη εμφανής στα πρώτα του έργα, συνίστατο στον μουσικό «εικονογραφισμό» μιας αρκετά συμβατικής, αντικειμενικής φύσης (αν και εξαίσια επεξεργασμένης). 

Υπ’ αυτή την έννοια, διέφερε σημαντικά από τους συγχρόνους του, όπως τους Βάγκνερ και Μπερλιόζ, ακόμα και από τους Σούμαν και Σοπέν. Η απουσία πραγματικής στιλιστικής «εξέλιξης» κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του Μέντελσον, καθιστά κατάλληλο να εξετάσει, κανείς, τα έργα του κατά είδος, και όχι με χρονολογική σειρά σύνθεσης. Ο νεαρός Μέντελσον επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη μουσική των Μπαχ, Μπετόβεν και Μότσαρτ, «ίχνη» των οποίων εμφανίζονται στις 12 πρώτες «νεανικές» του συμφωνίες, οι οποίες γράφηκαν κυρίως για παραστάσεις στη οικία της οικογένειας και δεν δημοσιεύτηκαν ή εκτελέστηκαν δημόσια, πολύ καιρό μετά τον θάνατό του. Τις συνέθεσε από το 1821 έως το 1823, όταν ήταν μεταξύ 12 και 14 ετών.

Η Πρώτη «ώριμη» Συμφωνία του σε Ντο Ελάσσονα γράφηκε το 1824, όταν ο Μέντελσον ήταν 15 ετών. Αυτή η εργασία είναι μάλλον «πειραματική» και δείχνει τις επιδράσεις των Μπετόβεν και Βέμπερ.  Η Σκωτική Συμφωνία γράφηκε και αναθεωρήθηκε κατά διαστήματα μεταξύ 1829 και 1842. Το έργο αυτό ανακαλεί την ατμόσφαιρα της Σκωτίας στο ήθος του ρομαντισμού, χωρίς να χρησιμοποιεί συγκεκριμένες σκωτσέζικες λαϊκές μελωδίες.  Τα ίδια ισχύουν και για την ορχηστρική εισαγωγή Εβρίδες, εμπνευσμένη από επισκέψεις στη Σκωτία γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1820. Ο συνθέτης επισκέφτηκε το σπήλαιο του Φίνγκαλ, στα πλαίσια της μεγάλης του περιοδείας στην Ευρώπη και, ήταν τόσο εντυπωσιασμένος που, εμπνεύστηκε το κύριο θέμα της εισαγωγής επί τόπου, συμπεριλαμβάνοντάς το σε επιστολή που έγραψε το ίδιο βράδυ.

Το Κοντσέρτο για βιολί σε Μι Ελάσσονα (1844), γράφηκε για τον βιολονίστα Φέρντιναντ Ντάβιντ. Ο Ντάβιντ, ο οποίος είχε συνεργαστεί στενά με τον Μέντελσον κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του έργου, έπαιξε στην πρεμιέρα με το «Γκουαρνέρι» βιολί του. [83] Ο περίφημος βιολονίστας Γιόζεφ Γιόακιμ το χαρακτήρισε ως το ένα από τα τέσσερα σημαντικότερα κονσέρτα για βιολί -που είχαν γραφεί μέχρι την εποχή του- μαζί με εκείνα των Μπετόβεν, Μπραμς και Μπρουχ. 

Τα δύο μεγάλα Βιβλικά ορατόρια του Μέντελσον, Άγιος Παύλος (1836) και Ηλίας (18460, είναι βαθύτατα επηρεασμένα από τη μουσική του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Κομβικά διαφορετικό είναι το Η Πρώτη Βαλπούργεια Νύκτα (1832) που περιγράφει παγανιστικές τελετουργίες των Δρυιδών στο βουνό Χαρτς, στις πρώτες ημέρες του χριστιανισμού. Αυτό το αξιοσημείωτο έργο θεωρήθηκε από τον μελετητή Μέτσγκερ (Heinz-Klaus Metzger) ως «εβραϊκή διαμαρτυρία ενάντια στην κυριαρχία του Χριστιανισμού». [85] Ο Μέντελσον συνέθεσε πέντε σπουδαίους ορχηστρικούς Ψαλμούς· o Σούμαν αξιολόγησε, το 1837, τον Ψαλμό 42(MWV A 15) ως το «απόγειο του Μέντελσον ως συνθέτη εκκλησιαστικής μουσικής». [86] Επίσης, έγραψε πολλά τραγούδια, τόσο για σόλο φωνή όσο και για ντουέτο με πιάνο. Πολλά από αυτά είναι απλές, ή ελαφρώς επεξεργασμένες, στροφικές συνθέσεις. Ορισμένα τραγούδια που έγραψε η αδελφή τού Μέντελσον, Φάνι, εμφανίστηκαν αρχικά με το όνομα του αδελφού της. Αυτό μπορεί να οφείλεται, εν μέρει στην προκατάληψη της οικογένειας και εν μέρει στη δική της, υπαναχωρητική φύση. 

Επειδή ο Μέντελσον έπαιζε και εκκλησιαστικό όργανο, συνέθετε σποραδικά γι 'αυτό από την ηλικία των 11 ετών έως το θάνατό του. Τα κύρια έργα του είναι τα Τρία Πρελούδια και Φούγκες, Op. 37 (1837) και οι Έξι Σονάτες, Op. 65 (1845), για τα οποία ο Έ. Βέρνερ (Eric Werner) έγραψε: «δίπλα στα έργα του Μπαχ, οι σονάτες για το εκκλησιαστικό όργανο του Μέντελσον ανήκουν στο υποχρεωτικό ρεπερτόριο όλων των οργανιστών». 



Ο Μέντελσον ως εκτελεστής

Ο Μέντελσον ήταν γνωστός, κατά τη διάρκεια της ζωής του ως ερμηνευτής, τόσο στο πιάνο όσο και στο εκκλησιαστικό όργανο. Ένας από τους βιογράφους του σημειώνει: «Κατ’ αρχάς και πρωτευόντως, υποληπτόμαστε το παίξιμό του στο πιάνο, με την καταπληκτική ελαστικότητα της αφής, την ταχύτητα και τη δύναμη. Κατόπιν, το επαγγελματικό, σθεναρό του παίξιμο στο εκκλησιαστικό όργανο [...] οι θρίαμβοί του σε αυτά τα όργανα είναι νωποί στη θύμηση του κοινού».  Στις συναυλίες και τα ρεσιτάλ του, ο Μέντελσον έπαιζε τόσο τα δικά του έργα, όσο και τα έργα των προγενέστερών του γερμανών συνθετών, κυρίως έργα των Βέμπερ, Μπετόβεν και -στο εκκλησιαστικό όργανο- Μπαχ.  Τόσο σε ιδιωτικές όσο και σε δημόσιες εμφανίσεις, ο Μέντελσον ήταν, επίσης, γνωστός για τους αυτοσχεδιασμούς του. Σε μια περίπτωση στο Λονδίνο, όταν τού ζητήθηκε από τη σοπράνο Μαρία Μαλιμπράν μετά από ένα ρεσιτάλ, να αυτοσχεδιάσει, συνέθεσε ένα κομμάτι που περιελάμβανε τις μελωδίες όλων των τραγουδιών που είχε εκείνη, τραγουδήσει. Ο μουσικός εκδότης Β. Νοβέλο (Victor Novello), ο οποίος ήταν παρών, παρατήρησε: «Έκανε κάποια πράγματα που μου φαίνονταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν, ακόμη και αφού τα άκουσα».  Σε κάποιο άλλο ρεσιτάλ, του 1837, όπου ο Μέντελσον έπαιξε πιάνο για έναν τραγουδιστή, ο Σούμαν αγνόησε τη σοπράνο και έγραψε: «ο Μέντελσον ακομπανιάρισε σαν Θεός». 



Ο Μέντελσον ως αρχιμουσικός

Ο Μέντελσον υπήρξε σημαντικός μαέστρος, τόσο σε δικά του έργα όσο και άλλων συνθετών. Στο ντεμπούτο του στο Λονδίνο, το 1829, ήταν γνωστός για τη χρήση μπακέτας (τότε, μεγάλης καινοτομίας).  Αλλά η καινοτομία του επεκτάθηκε, επίσης, στη μεγάλη προσοχή που έδινε στο ρυθμό, τη δυναμική και τους ίδιους τους μουσικούς της ορχήστρας -τους οποίους, ωστόσο, αποδοκίμαζε όταν έπαιζαν ανεπαρκώς και τους επαινούσε όταν τον ικανοποιούσαν.  Μεταξύ εκείνων που εκτιμούσαν τις διευθυντικές ικανότητες του Μέντελσον, ήταν ο Εκτόρ Μπερλιόζ ο οποίος, το 1843, προσκεκλημένος στη Λειψία, αντάλλαξε μπακέτες με τον Μέντελσον, γράφοντας: «Όταν το Μεγάλο Πνεύμα μάς στέλνει για κυνήγι στη Γη των Ψυχών, είθε οι συμπολεμιστές μας να κρεμάσουν τα «τσεκούρια» μας δίπλα-δίπλα στην πόρτα της αίθουσας του συμβουλίου».  Στη Λειψία, ο Μέντελσον, οδήγησε την ορχήστρα Γκέβαντχαους σε μεγάλα ύψη. Αν και επικεντρώθηκε στους μεγάλους συνθέτες του παρελθόντος (ήδη καθιερωμένους ως «κλασικούς»), συμπεριέλαβε και νέα μουσική των Σούμαν, Μπερλιόζ, Γκέιντε και πολλών άλλων (συμπεριλαμβανομένης και της δικής του μουσικής). Πάντως, αυτός που δεν εντυπωσιάστηκε ήταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ· κατηγορούσε τον Μέντελσον ότι, στις εκτελέσεις του, έπαιζε τις συμφωνίες του Μπετόβεν υπερβολικά γρήγορα. 



Ο Μέντελσον ως εκδότης

Το ενδιαφέρον του Μέντελσον για την μπαρόκ μουσική δεν περιοριζόταν στα Κατά Ματθαίον Πάθη του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, έργο το οποίο είχε αναβιώσει το 1829. Ήθελε να επεξεργαστεί τέτοια μουσική, είτε για εκτέλεση είτε για δημοσίευση, όσο το δυνατόν πιο κοντά στις αρχικές προθέσεις των συνθετών, συμπεριλαμβανομένης, όπου ήταν δυνατόν, μιας προσεκτικής μελέτης των αρχικών εκδόσεων και χειρογράφων. Αυτό, βέβαια, μπορούσε να τον οδηγήσει σε σύγκρουση με τους εκδότες. Για παράδειγμα, η έκδοση του ορατορίου Ο Ισραήλ στην Αίγυπτο του Χέντελ, για την εταιρεία Handel Society του Λονδίνου (1845) προκάλεσε μια, συχνά, φιλόνικο αλληλογραφία, με τον Μέντελσον να αρνείται να προσθέσει σημεία δυναμικής όπου δεν υπήρχαν από τον Χλεντελ ή να προσθέσει μέρη για το τρομπόνι. Ο Μέντελσον επεξεργάστηκε, επίσης, μια σειρά από έργα του Μπαχ για το εκκλησιαστικό όργανο και, προφανώς, συζήτησε με τον Σούμαν τη δυνατότητα παραγωγής μιας πλήρους έκδοσης των έργων του μεγάλου κάντορα. 



Φήμη και παρακαταθήκη

Αμέσως μετά τον θάνατό του, τον Μέντελσον πένθησαν τόσο στη Γερμανία όσο και στην Αγγλία. Εντούτοις, το «συντηρητικό» σθένος του, το οποίο τον έκανε να ξεχωρίζει από μερικούς από τους πιο νεωτεριστές συγχρόνους του, προκάλεσε μιαν επακόλουθη, σιωπηρή συγκατάβαση σε μερικούς απ 'αυτούς, κατά της μουσικής του. Οι σχέσεις του Μέντελσον με τον Μπερλιόζ, τον Λιστ και άλλους, ήσαν δύσκολες και διφορούμενες. Μεταξύ εκείνων που είχαν θέσει ερωτήματα σχετικά με το ταλέντο του Μέντελσον, ήταν ο Χάινριχ Χάινε, ο οποίος έγραψε το 1836 αφού άκουσε το ορατόριο Άγιος Παύλος ότι, το έργο «χαρακτηρίζεται από μεγάλη, αυστηρή και πολύ «σοβαρή σοβαρότητα» (sic), μιαν αποφασιστική και σχεδόν χρονοβόρα τάση να ακολουθεί κλασικά μοντέλα, τον ακριβέστερο υπολογισμό, οξεία νοημοσύνη και, τέλος, πλήρη έλλειψη αφέλειας. Όμως, υπάρχει στην τέχνη πρωτοτυπία στη μεγαλοφυία χωρίς αφέλεια;» 
Αυτή η κριτική στον Μέντελσον για την ίδια του την ικανότητα, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ευκολία -με την αρνητική έννοια του όρου- προχώρησε στον χειρότερο δυνατό βαθμό από τον Βάγκνερ. Η επιτυχία του Μέντελσον, η δημοτικότητά του και η εβραϊκή του καταγωγή, ήσαν αρκετά για τον Βάγκνερ ώστε να «καταδικάσει» τον Μέντελσον με σκληρότατο, ειρωνικό έπαινο, τρία χρόνια μετά το θάνατό του, στο αντιεβραϊκό του φυλλάδιο Das Judenthum in der Musik «Ο Ιουδαϊσμός στη Μουσική»:

«[Ο Μέντελσον] μας έδειξε ότι ένας Εβραίος μπορεί να έχει πλούσιο κατάστημα ειδικών ταλέντων, μπορεί να έχει τον καλύτερο και πιο πολυποίκιλο πολιτισμό, την υψηλότερη και πιο τρυφερή αίσθηση τιμής -χωρίς όμως αυτές οι πρωτιές να βοηθάνε, έστω για μία φορά, να φωνάξουμε στα ενδότερά μας, εκείνο το βαθύ -που ανιχνεύει την καρδιά μας- συναίσθημα που περιμένουμε από την τέχνη [...] Η καθαρότητα και ιδιοσυγκρασία του σημερινού μας μουσικού στυλ [...] έχουν προκληθεί στον ύψιστο βαθμό από την προσπάθεια του Μέντελσον να αρθρώσει ένα ασαφές, σχεδόν άχρηστο περιεχόμενο, ως ενδιαφέρον και εξαιρετικά πνευματικό.

Αυτή ήταν η αρχή μιας «κίνησης» για την υποβάθμιση της μουσικής τού Μέντελσον ως συνθέτη, που διήρκεσε σχεδόν έναν αιώνα, και ο απόηχος της οποίας εξακολουθεί να επιβιώνει μέχρι σήμερα στις κριτικές της υποτιθέμενης μετριότητας του Μέντελσον. Πάντως, ο Νίτσε εξέφραζε τον σταθερό θαυμασμό του για τη μουσική του συνθέτη, σε αντίθεση με τη γενική καταφρόνηση που είχε για τον «Τευτονικό» Ρομαντισμό: «Σε κάθε περίπτωση, όλη η μουσική του ρομαντισμού [π.χ. Σούμαν και Βάγκνερ] ... ήταν μουσική δευτέρου επιπέδου, εξαρχής, και οι πραγματικοί μουσικοί έδωσαν λίγη προσοχή σ’ αυτήν. Τα πράγματα ήσαν διαφορετικά με τον Φέλιξ Μέντελσον, αυτόν τον γαλήνιο δάσκαλο, ο οποίος, χάρη στην ανοικτή, καθαρή, ευτυχισμένη ψυχή του, γρήγορα τιμήθηκε και γρήγορα ξεχάστηκε, σαν ένα υπέροχο δρώμενο στη γερμανική μουσική.  Ορισμένοι, ωστόσο, έχουν αναγνώσει τον χαρακτηρισμό του Νίτσε, «υπέροχο δρώμενο», ως συγκατάβαση. 

Κατά τον 20ο αιώνα, το ναζιστικό καθεστώς και το «σύστημα προώθησης καθαρής γερμανικής μουσικής», μέσω του Reichsmusikkammer, επεσήμαναν την εβραϊκή καταγωγή του Μέντελσον, απαγορεύοντας την εκτέλεση και δημοσίευση των έργων του. Μάλιστα, ζήτησαν από τους συνθέτες που ενέκρινε το Γ’ Ράιχ να ξαναγράψουν προγραμματική μουσική για το Όνειρο Θερινής Νυκτός-ο Καρλ Ορφ υποχρεώθηκε να το κάνει. [104] Υπό τους Ναζί, ο Μέντελσον παρουσιάστηκε ως ένα επικίνδυνο «ατύχημα» της μουσικής ιστορίας, που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην αποδυνάμωση της γερμανικής μουσικής στον 19ο αιώνα. Η γερμανική «Υποτροφία Μέντελσον», που είχε θεσμοθετηθεί για τους σπουδαστές του Ωδείου της Λειψίας, καταργήθηκε το 1934 -και δεν αναβίωσε μέχρι το 1963. Το μνημείο που κατασκευάστηκε για τον Μέντελσον και ανεγέρθηκε στη Λειψία το 1892, αφαιρέθηκε από τους Ναζί το 1936· κατασκευάστηκε αντίγραφό του, το 2008. [105] Το χάλκινο άγαλμα του συνθέτη, έξω από την Όπερα του Ντίσελντορφ, επίσης, απομακρύνθηκε και καταστράφηκε από τους Ναζί, το 1936· αντικαταστάθηκε το 2012. Ωστόσο, ο τάφος του παρέμεινε ασύλητος κατά τη διάρκεια των εθνικοσοσιαλιστικών χρόνων. 

Η φήμη του Μέντελσον στην Αγγλία παρέμεινε μεγάλη καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η θρησκευτική χορωδιακή μουσική του, ιδιαίτερα τα μικρότερα έργα, παραμένει δημοφιλής στη χορωδιακή παράδοση της Εκκλησίας της Αγγλίας. Ωστόσο, πολλοί επικριτές, συμπεριλαμβανομένου του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, άρχισαν να καταδικάζουν τη μουσική του Μέντελσον, συνδέοντάς την με τον πολιτιστικό απομονωτισμό της Βικτοριανής περιόδου. Συγκεκριμένα, ο Σω παραπονέθηκε για «μη-μου-άπτου ραφινάρισμα, τη συμβατική συναισθηματικότητα και το αξιολύπητο εμπόριο (sic) ορατορίων του». [108] Στη δεκαετία του 1950, ο μουσικοκριτικός Ο. Μέλερς (Wilfrid Mellers) διαμαρτυρήθηκε για την «κίβδηλη θρησκοληψία του Μέντελσον, που αντανακλούσε το στοιχείο της ασυνείδητης υποκρισίας στην ηθική μας». 

Αντίθετη άποψη κατατίθεται από τον πιανίστα και συνθέτη Φ. Μπουζόνι (Ferruccio Busoni), ο οποίος θεωρούσε τον Μέντελσον «δάσκαλο του αδιαμφισβήτητου μεγαλείου» και «κληρονομιά του Μότσαρτ». Ο Μπουζόνι και άλλοι πιανίστες, όπως ο περίφημος Αντόν Ρουμπινστάιν και ο Σαρλ Αλκάν (Charles-Valentin Alkan), περιλάμβαναν, τακτικά, τα έργα για πιάνο του Μέντελσον στα ρεσιτάλ τους.

Portrait of Mendelssohn by the English miniaturist James Warren Childe, 1839







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου