Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Δημήτρης Ψαθάς ( 21 Οκτωβρίου 1907 - 13 Νοεμβρίου 1979 )


«Θα». Ευλογημένος να είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε πρώτος αυτό το μονοσύλλαβο. Από όλους τους χρόνους και τις κλίσεις των ρημάτων ο μέλλων είναι εκείνος που φορτώνεται ευχαρίστως και αίρει με υπομονή τις ελπίδες και τα όνειρά μας. Χωρίς το «θα» η ζωή μας θα ήταν αβάσταχτο φορτίο


Ο Δημήτρης Ψαθάς (Τραπεζούντα Πόντου 21 Οκτωβρίου 1907 - Αθήνα 13 Νοεμβρίου 1979) ήταν πολυγραφότατος Έλληνας χρονογράφος, δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας.

Τα περισσότερα από τα θεατρικά του έργα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες με τεράστια επιτυχία. Τα έργα του γνώρισαν τη διεθνή αναγνώριση και μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ρωσικά, τα ρουμανικά και τα τουρκικά, και παίχτηκαν σε πολλές χώρες του κόσμου. Υπήρξε σύμβουλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων καθώς και μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 1979 στην Αθήνα.

Εργοβιογραφία

Ο Δημήτρης Ψαθάς καταγόταν από την Τένεδο αλλά γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου τον Οκτώβριο του 1907. Το 1923, με τη Μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του και αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία, την ευθυμογραφία και το θέατρο. Το 1925 ξεκινάει τα πρώτα δημοσιογραφικά του βήματα από τις σελίδες της εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα. 
Το 1935 αρχίζει να γράφει στην εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα στιγμιότυπα από τα δικαστήρια με το ψευδώνυμο «Ο μάρτυς».
Το 1937 αναλαμβάνει το χρονογράφημα στην ίδια εφημερίδα (που μετά την Κατοχή μετονομάστηκε σε Τα Νέα), όπου παρέμεινε για σαράντα περίπου χρόνια δίνοντας με πάθος την καθημερινή του παρουσία μέσα από τη στήλη του μαχητικού του χρονογραφήματος «Εύθυμα και Σοβαρά», που δέσποζε στην πρώτη σελίδα. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το πρώτο χιουμοριστικό του βιβλίο, το Η Θέμις έχει Κέφια, με θέμα τα ευτράπελα των δικαστηρίων. 
Το 1938 κυκλοφορεί το επόμενο Η Θέμις έχει Νεύρα.
Το 1940 γράφει το πρώτο θεατρικό του έργο, Το Στραβόξυλο.
Το 1941 κυκλοφορεί σε βιβλίο η θρυλική Μαντάμ Σουσού, ενώ την ίδια χρονιά γράφει και παρουσιάζει στο θέατρο την κωμωδία του Ο Εαυτούλης μου. 
Το 1942 ανεβαίνει στη σκηνή η θεατρική «Μαντάμ Σουσού». 
Το 1942-1943 γράφει τα μονόπρακτα Ο Νευρικός Κύριος (γνωστό ως «Η τσάντα και το τσαντάκι»), Η γαλάζια χελώνα και το Ιφιγένεια εν ...Μαύροις (που κυκλοφορούν σε βιβλίο με τον τίτλο Ο Νευρικός Κύριος και άλλα σκέτς). 
Το 1943 παρουσιάζει την κωμωδία Οι ελαφρόμυαλοι. 
Το 1945 κυκλοφορούν τα βιβλία του Χειμώνας του 41, Αντίσταση και Το χιούμορ μιας εποχής, όπου απεικονίζει με τον δικό του χιουμοριστικό τρόπο τη δραματική περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής. 
Το 1946 γράφει την κωμωδία του Ο Φον Δημητράκης, 
Το 1950-1951 ταξιδεύει στην Αμερική, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία, την Αίγυπτο και περιλαμβάνει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις σε τρία βιβλία: Κάτω απ' τους ουρανοξύστες (1950), Στη χώρα των μυλόρδων (1951) και Παρίσι, Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια (1951). 
Το 1953 γράφει την κωμωδία Ζητείται ψεύτης, 
το 1954 την κωμωδία Μικροί Φαρισαίοι, 
ενώ το 1956 κυκλοφορεί το χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Οικογένεια Βλαμμένου, μία σάτιρα των ηθών της εποχής. 
Ακολουθούν οι κωμωδίες του Ενας βλάκας και μισός (1956), Προς Θεού μεταξύ μας (1957), Φωνάζει ο κλέφτης (1958), Εταιρεία Θαυμάτων (1959), Η Μαίρη τα λέει όλα (1960), Εξοχικόν κέντρον Ο Ερως (1960), Εμπρός να γδυθούμε (1962), Η Χαρτοπαίχτρα (1963), Ξύπνα Βασίλη (1965), Ο αχόρταγος (1966), Ο κουτσομπόλης (1968), Προίκα μου αγαπημένη (1968), Οι ατίθασοι (1970), Ο αφελής (1973), Το ανθρωπάκι (1974).

Τελευταία του βιβλία ήταν «Σε ήχο πλάγιο» (1973) και «Μαίηντ ιν Αμέρικα».

Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν επιλογές χρονογραφημάτων του σε τρία βιβλία: Στο καρφί και στο πέταλο (1999), Στου κουφού την πόρτα (2001) και Το εύθυμο καρνέ (2002).

Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε επίσης και ένα ιστορικό χρονικό 500 σελίδων, συγκλονιστικό ντοκουμέντο από τη ζωή, τους διωγμούς και την αντίσταση του ελληνισμού της ιδιαίτερης πατρίδας του, με τον τίτλο Γη του Πόντου (1966).

Τα θεατρικά του έργα, κωμωδίες, παίχτηκαν απ΄ όλους σχεδόν τους θιάσους της Αθήνας και με τους καλλίτερους Έλληνες ηθοποιούς. Σπουδαιότερα εξ αυτών ήταν: «Το στραβόξυλο» (1940), «Ο εαυτούλης μου» (1941), «Οι ελαφρόμυαλοι» (1942), «Μαντάμ Σουσού» (1942), «Σκίτσα της εποχής» (1944), «Φον Δημητράκης» (1947), «Η ζωή μου είναι ωραία» (1952), Ζητείται ψεύτης (1953), «Μικροί Φαρισαίοι» (1954), «Ο φαύλος κύκλος» (1954), «Ένας βλάκας και μισός» (1956), «Προς Θεού μεταξύ μας» (1957), «Φωνάζει ο κλέφτης» (1958),«Εταιρεία θαυμάτων» (1959), «Η Μαίρη τα λέει όλα» (1960), «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως» (1960), «Εμπρός να γδυθούμε» (1962), η «Χαρτοπαίχτρα» (1963), «Ξύπνα Βασίλη» (1965), ο «Αχόρταγος» (1966), «Ο Κουτσομπόλης» (1968), «Προίκα μου αγαπημένη» (1968), «Οι ατίθασοι» (1970), «Ο αφελής» (1973), «Το ανθρωπάκι» (1974) κ.α.

 Γη του Πόντου 


Μια σειρά από εύθυμα σημειώματα γύρω απ' τα παιδικά μου χρόνια -δημοσιευμένα στον «Ταχυδρόμο»- ήταν το ξεκίνημα που με παρέσυρε σιγά-σιγά να γράψω ένα Χρονικό για τον ελληνισμό του Πόντου. Όχι εύθυμο, βέβαια, γιατί ένα τέτοιο γραφτό δεν γίνεται να είναι εύθυμο, και πολύ λιγότερο όταν αφορά στην χρονική περίοδο της Ιστορίας του Πόντου, που μπαίνει σε τούτο το βιβλίο -1914-1922- δηλαδή, τα χρόνια που αντιστοιχούν στην τελευταία φάση της τραγωδίας και το τελικό ξερίζωμα του ελληνισμού του Πόντου. (. . .) (ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ) 


Η Δέσποινα Βανδή διαβάζει «Γη του Πόντου» του Δημήτρη Ψαθά


Η καταστροφή της Σμύρνης στη «Γη του Πόντου» του Δημήτρη Ψαθά

Άπειρα είναι όσα γράφηκαν γύρω απ’ την τραγωδία εκείνη που ονομάσθηκε Μικρασιατική Καταστροφή. Παίρνω μερικές χαρακτηριστικές γραμμές απ’ το χρονικό του Χρήστου Αγγελομάτη, που βγήκε πρόσφατα και χρησιμοποιεί τα πιο εξακριβωμένα ιστορικά στοιχεία:
«Η ουσιαστική τουρκική επίθεσις ήρχισε την 13ην προς την 14ην Αυγούστου. Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε εγκατασταθή με τον επιτελάρχη του Φεβζή πασάν, τον Νουρεντίν, διοικητήν της πρώτης στρατιάς, και τον Ισμέτ διοικητήν ολόκληρου του μετώπου εις Κοτζά Τεπέ, εις το παρατηρητήριον της πρώτης στρατιάς. Την ημέραν της επιθέσεως η όλη δύναμις του τουρκικού στρατού κρούσεως ανήρχετο εις 120.000 ανδρών. Η κύρια συγκέντρωσις των Τούρκων είχε συντελεσθή διά μυστικών νυκτερινών πορειών εις την γραμμήν νοτίως του Έσκή Σεχίρ και νοτιοδυτικώς του Αφιόν Καραχισάρ, αλλά προ παντός του Αφιόν Καραχισάρ. Σκοπός των Τούρκων ήτο να αιφνιδιάσουν τας ελληνικας δυνάμεις. Η επίθεσις του έχθρού υπήρξε λυσσώδης, οι αξιωματικοί με τα περίστροφα εις το χέρι εξετέλουν πάντα ορρωδούντα. Κανείς δεν ηδύνατο να υποχωρήση. Και εγράφη τότε από μέρος του ελληνικού στρατού ένα άλλο έπος, του οποίου αι λεπτομέρειαι εξακολουθούν να είναι άγνωστοι, διότι δυστυχώς εξακολουθεί να κρατή η εντύπωσις εις πολλούς ότι ο ελληνικός στρατός ηττήθη εις την Μικρασίαν».

Και προσθέτει: «Η προπαγάνδα είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθειαν να πείση τον ελληνικόν στρατόν ότι εμάχετο εις μάτην. Από την Σμύρνην έφθανεν ο αντίλαλος των συζητήσεων του Στεργιάδου περί “ευτάκτου αποχωρήσεως” και περί των αγωνιωδών προσπαθειών να ευρεθή τρόπος διεξόδου. Είχε καταβληθή κάθε δυνατή προσπάθεια από τον εχθρόν και τους συμμάχους της Ελλάδος να πεισθή ο Έλλην στρατιώτης ότι εις μάτην εμάχετο. Και όμως παρά ταύτα έδωσε μάχας που θα ετίμων κάθε στρατόν και εξήστραψε και πάλιν η απαράμιλλος γενναιότης του Έλληνος στρατιώτου».

Η ουσία, ωστόσο, ήταν ότι η κατάρρευση και η καταστροφή στάθηκαν χωρίς το προηγούμενό τους. Δεν χρειάσθηκαν πολλές μέρες για να γραφούν οι τελευταίες σελίδες της μεγαλύτερης τραγωδίας της ιστορίας του νεότερου ελληνισμού. Ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε άτακτα καίγοντας και ρημάζοντας ό,τι μπορούσε, για ν’ ανακόψη την καταδίωξη των Τούρκων. Οι Τούρκοι, με προπομπούς τους τσέτες, έπεφταν με λύσσα επάνω στους Έλληνες –στρατιώτες και ντόπιο πληθυσμό– κατασφάζοντας όσους προλάβαιναν. Η Σμύρνη ζούσε τις επιθανάτιες στιγμές της ύστατης αγωνίας, που ο αντίλαλός της γρήγορα θα μεταδινόταν στα πέρατα της Μικρασίας όπου τα όνειρα ενός πανάρχαιου ελληνικού λαού γκρεμίζονταν μέσα στην μαύρη απελπισία, για πάντα.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά Η γη του Πόντου, εκδ. Μαρία Δ. Ψαθά, Αθήνα 2017, σ. 502-504.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 


Πρωί - πρωί. Έν' αυτοκίνητο γεμάτο σκίζει τους δρόμους της Αθήνας. Μισόγυμνοι είναι οι άνθρωποι. Με πρόσωπα χλομά κοιτάνε απ' το παράθυρο, ζητώντας να χαρούν για ύστερη φορά τους δρόμους, τους ανθρώπους, τα κτήρια, τα τραμ, όλη αυτή την κίνηση μιας πόλης που λέγεται ζωή και φεύγει μπρος στα μάτια τους με γρηγοράδα. Κι οι πρωινοί διαβάτες βλέπουν. Μέσα οι Γερμανοί, με τα όπλα τους στα χέρια, γύρω - τριγύρω σε τούτα τα κορμιά που πάνε για σφαγή. Σαν πρόβατα. Τα μάτια απελπισμένα. Κι αν πρόφτασες να δεις, δεν θα ξεχάσεις ποτέ το παράπονο του ανθρώπου που του στερούνε τη ζωή, ενώ ακόμα μέσα του σφριγάνε οι χυμοί της και καίει ο πόθος να χαρεί τον ήλιο που ξεπροβάλλει φέρνοντας σ' όλα τα άλλα πλάσματα της γης το φως και την ελπίδα. Άλλοτε έτσι. Άλλοτε βλέπεις άλλα. Απ' τα παράθυρα του μαύρου φορτηγού κοιτάνε μάτια όλο πείσμα και απόφαση. Ξέρουν πως θα πεθάνουνε κι αυτοί, όμως κρατάνε την ύστερη αγωνία σφιχτά μέσα στα δόντια τους και βρίσκουν το κουράγιο να φωνάξουν: Έχετε γεια! Ένα χέρι ανεμίζει στον αέρα και χάνεται. Κλαις. Βλέπεις πως πάνε θαρρετά στον θάνατο αυτοί, γιατί πιστεύουνε βαθιά πως το ζεστό τους αίμα είναι ανάγκη να ποτίσει κάποιαν Ιδέα που τη λένε Λευτεριά κι έγραψαν οι νόμοι της ζωής να θρέφεται με αίμα για να ρίξει τους ανθούς. Δουλεύει στο Σκοπευτήριο Καισαριανής. Ποτάμι τρέχει το αίμα, ποτάμι τρέχουν τα δάκρυα στην Αθήνα. Απ' όπου περνάτε, είπε ο Χίτλερ στους πιστούς του, θ' αφήνετε πίσω σας μόνο μάτια να κλαίνε. Κι οι Γερμανοί που λατρεύουν τον θεό τους, κατά γράμμα κρατάν τις εντολές του. . . (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Αποσπάσματα 

«Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς»

Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:

Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα «ναι» να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
¹Ο Ν. Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης από τον Δημήτρη Ψαθά.


Ο Δημήτρης Ψαθάς στο βιβλίο του «Αντίσταση» περιγράφει μια διαφορετική απεργία που έγινε το Μάρτιο του 1943:

Μάρτιος του 1943.
Ανάστατη είναι η Αθήνα από μια είδηση. Οι Γερμανοί αποφάσισαν να κηρύξουν επιστράτευση πολιτική. Όλοι οι άνδρες από 16 θα επιστρατευθούν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Άξονα. Πρόσωπα ανήσυχα ολούθε.
-Τα ‘μαθες; Επιστράτευση!
Ο κόσμος τρομάζει με τούτη την καινούρια συμφορά που ζυγώνει την Ελλάδα. Μάνες τρέμουν για τα παιδιά τους, γυναίκες για τους άντρες, παιδιά για τους πατεράδες. Κι ο φόβος γίνεται αναβρασμός. Κι ο αναβρασμός, μια θέληση. Κι η θέληση, μια κραυγή που τη βροντοφωνά ο τοίχος: ΚΑΤΩ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ. Την παίρνει το χωνί και τη διαλαλά στις γειτονιές. Κάτω η επιστράτευση! Τυπώνουν τα μυστικά τυπογραφεία προκηρύξεις. Κάτω η επιστράτευση. Κυκλοφορούν οι μυστικές εφημερίδες: Κάτω η επιστράτευση. Γεμίζουν οι δρόμοι μ’ αμέτρητα χαρτάκια: Κάτω η επιστράτευση. Κι όλος αυτός ο αναβρασμός φουσκώνει στα στήθια του λαού για να ξεσπάσει σ’ ένα απ’ τα πιο μεγάλα κι απίστευτα συλλαλητήρια που βλέπει η Αθήνα.
5 Μαρτίου.
Είναι η μέρα που όρισε το ΕΑΜ για το συλλαλητήριο. Ο τρόπος κι ο μηχανισμός του ο ίδιος, όπως πάντα. Σε μικρές ομάδες θα ξεχυθεί ο κόσμος προς το κέντρο. Σε μικρές ομάδες θα πιάσει τις παρόδους. Κρυμμένες θα είναι οι σημαίες κάτω απ’ τα σακάκια, τα φουστάνια, κρυμμένες κι οι ταμπέλες με τις επιγραφές. Κι όταν δοθεί το σύνθημα την ορισμένη ώρα, τότε θα χυθεί ο λαός στον κεντρικό δρόμο που ορίστηκε για το συλλαλητήριο. Ας χτυπήσουν. Το μόνο που δεν λογαριάζουν ως την ώρα που θα πέσουν τα κορμιά. Δεκαπέντε μέρες τώρα απεργίες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες. Ο συνετός βλέπει τα συλλαλητήρια -τ’ ακούει δηλαδή- και λέει πως τούτοι οι άνθρωποι σίγουρα είναι τρελοί. Τρελοί όμως ήταν κι όσοι πολέμησαν στον Μαραθώνα. Τρελοί όσοι σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες. Τρελοί ήταν η φούχτα των ανθρώπων που ξεσηκώθηκε το ’21. Τρελοί ήταν αυτοί που χύμηξαν στην Πίνδο. Η ιστορία της Ελλάδας για την οποίαν πολύ καυχιέσαι, συνετέ, είναι μια αλυσίδα από τρέλες.
(……)
Το σκέφτονται οι Γερμανοί… Πώς να τον επιστρατεύσεις τούτον τον λαό; Και τι υπηρεσίες μπορεί να σου προσφέρει; Απ’ τη στιγμή που μαθεύτηκαν τα σχέδιά τους, βλέπουν ολούθε τον αναβρασμό. Ολούθε συγκεντρώσεις. Ολούθε ομιλίες. Στις γειτονιές, στις λαϊκές αγορές, στις εκκλησίες. Ζητούν τρόπους κατευνασμού. Ο Λογοθετόπουλος δημοσιεύει ανακοίνωση ότι δεν πρόκειται να γίνει η επιστράτευση κι ότι κάθε συγκέντρωση θα χτυπηθεί με όπλα. Ο δήμαρχος της Αθήνας Γεωργάτος ζητά με το καλό 3.000 εργάτες για τα οχυρωματικά έργα των Γερμανών και βεβαιώνει ότι δεν θα βγουν όξω απ’ την Αθήνα. Ο μυστικός τύπος λυσσά: Όσοι παρουσιάστηκαν στην πρόσκληση έχουν σταλεί στη Γερμανία. Στη Θεσσαλονίκη κηρύχθηκε η επιστράτευση «εν ονόματι του Φύρερ». Κοχλάζει η Αθήνα. Αστυνομία, χωροφυλακή στο πόδι. Ισχυρές δυνάμεις Γερμανών κι Ιταλών έχουν διαταγή να χτυπήσουν κάθε συγκέντρωση στους δρόμους.
Και φτάνει η μέρα. Ξεσπάει η απεργία.
Τράπεζες, δημόσια γραφεία, ταχυδρομεία, τηλεγραφεία, μαγαζιά -όλα κλειστά. Τρίζει τα δόντια η ψευτοκυβέρνηση. Οι απεργοί θα παταχθούν! Κι όταν ο Γκοτζαμάνης στρώνεται να γράψει το διάταγμα της απόλυσης των απεργών, δεν βρίσκει μια δακτυλογράφο να το δακτυλογραφήσει! Τα εργοστάσια σταματημένα. Κι όλες οι επιχειρήσεις. Η κίνηση της πόλης έχει νεκρωθεί. Πλημμυρίζει η πόλη με παράνομο Τύπο. Μπρος λαέ της Αθήνας! Μπρος αδούλωτη Ελλάδα! Μπρος για τη μάχη των μαχών! Κι ας περιμένουν στους δρόμος έτοιμα τα ντουφέκια. Τα μάθαμε αυτά. Άλλο από το να σκοτώνουν δεν μπορούν.
(…..)
Στην οδό Πραξιτέλους γίνεται κακό. Οι Ιταλοί σκορπίζουνε το πλήθος. Σηκώνουν τα όπλα, βαράνε κοντακιές, ρίχνουν. Μια κοπέλα ορθώνεται μπροστά τους:
-Πίσω, παλιόσκυλα!
Ένας Ιταλός τη σημαδεύει. Βροντά το όπλο, σωριάζεται η κοπέλα. Φεύγουν άλλοι, χυμάνε να πάρουν το κορμί. Σε λίγο ο κόσμος που περνά βλέπει στον τόπο που έπεσε η κοπέλα και δακρύζει. Γύρω – τριγύρω στα αίματα έχουν βάλει πέτρες. Τάφος συμβολικός. Όλη μέρα περνάει πλήθος και ρίχνει λουλούδια. Γλυκοχαράζει η άνοιξη στη γη της Αττικής. Κι εκεί, στην οδό Πραξιτέλους, πάνω στην άσφαλτο που βάφηκε με το αίμα ενός κοριτσιού, στέλνει τριαντάφυλλα, γαρούφαλα και πασχαλιές. Ένας σωρός από λουλούδια.
Αλλού μάχες σωστές.
Κοντά εκατό χιλιάδες τραβούν προς το πολιτικό γραφείο. Φωτιά σκορπίζουν οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί. Μηχανοκίνητα βογγούν. Χειροβομβίδες σκάνε. Πέφτουν οι λαβωμένοι, οι νεκροί. Τους αρπάζουν οι διαδηλωτές και φεύγουν μην πέσουν στα χέρια του κατακτητή. Πρόθυμα ανοίγουν τις πόρτες τους τα σπίτια για να δεχτούν τα θύματα. Γιατροί, νοσοκόμοι, τραυματιοφορείς βοηθάνε. Κι ο κόσμος που βρίσκεται μπροστά στις μπούκες των όπλων σκορπίζει, αλλά δεν εννοεί να διαλυθεί:
-Στου υπουργείο Εργασίας!
Άλλο κακό εκεί. Στις 11.30΄ είναι μαζεμένοι κοντά πενήντα χιλιάδες διαδηλωτές γύρω – τριγύρω χωμένοι στις παρόδους. Τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο και χυμάνε με πέτρες και με ξύλα. Σπάζουν τις πόρτες και τα παράθυρα. Κατακίτρινος ο υπουργός Καλύβας ακούει την οχλοβοή ανάμεσα στους καραμπινιέρους που τον φρουρούνε. Φτάνει ενίσχυση της δύναμης. Αστυνομία ελληνική, Ιταλιάνοι, Γκεστάπο.
-Πίσω! Διαλυθείτε!
-Μπρος, παιδιά! Απάνω τους!
-Θα σας σκοτώσουμε!
-Σκοτώστε μας!
Αρχίζει το πολυβόλο. Σκάει η χειροβομβίδα. Και τότε γίνεται τούτο τ’ απίστευτο. Γυναίκες, άντρες και παιδιά ορμούν με πέτρες και με ξύλα πάνω στην ένοπλη δύναμη που ρίχνει. Λαβώνονται πολλοί. Κι άλλοι κουβαλάνε πέτρες στα μαντίλια, άλλοι ξεριζώνουν τις πλάκες απ’ τα πεζοδρόμια. Μάχη πρωτάκουστη. Τους κυνηγάνε εδώ, φυτρώνουν από κει. Κι ένα πράμα μονάχα δεν έχουν στο μυαλό τους – να διαλυθούν.
Τρελοί;
Τρελοί! Εδώ ένας σωριάστηκε τραυματισμένος. Εκεί άλλος κείτεται νεκρός. Εδώ μια ομάδα κοριτσιών που ρίχνουνε πέτρες. Αλλού άλλη ομάδα που κυνηγιέται για να κρυφτεί στους γύρω δρόμους. Εδώ με ξύλα δέρνονται διαδηλωτές και αστυφύλακες. Εκεί δουλεύει πιστολίδι. Χτυπάν τις πόρτες. Ανοίξτε, τραυματίες! Κι οι πόρτες ανοίγουν όλες. Γεμίζουν οι δρόμοι με χαρτάκια: Κάτω η πολιτική επιστράτευση. Αρπάζει η Γκεστάπο πολλούς απ’ τους διαδηλωτές: Μαζέψτε τα! Τα μαζεύουν και, καθώς τους πάνε στην Κομαντατούρ ή στο Κομάντο Πιάτσα, τα ξανασκορπάνε. Το μυρίζονται οι Γερμανοί. Ξύλο.
Ώρες κρατάνε οι διαδηλώσεις.
Ώρες αντηχεί η αντάρα κι ο αλαλαγμός της πόλης.
Το βράδυ απεργούν οι κινηματογράφοι και ο Τύπος. Το άλλο πρωί δεν έχει εφημερίδες. Πόσα τα θύματα; Η αστυνομία δίνει νούμερο. Μόνο 3 νεκρούς και 77 τραυματίες. Ο παράνομος τύπος δίνει άλλα: 13 νεκροί και 134 τραυματίες. Κι είναι σωστότεροι αυτοί οι αριθμοί, γιατί η Αστυνομία μετρά μονάχα τα θύματα που πάνε στα νοσοκομεία. Αυτούς που νοσηλεύονται στα σπίτια δεν τους ξέρει. Ούτε βάζει στους νεκρούς, αυτούς που πρόφτασαν να αρπάξουν οι διαδηλωτές ή τους άλλους που βαριά τραυματισμένοι πέθαναν σε λίγες μέρες.
5 Μαρτίου 1943.
Μια μέρα ακόμα ανοιχτού πολέμου μέσα στην Αθήνα. Η ιστορία της Αντίστασης γραμμένη με το αίμα του ανυπόταχτου λαού στους δρόμους της. Η επιστράτευση δεν έγινε.



Φον Δημητράκης


Ο «Φον Δημητράκης» του Δημήτρη Ψαθά, ένα αλληγορικό θεατρικό κείμενο με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις,γράφτηκε το 1946, στην περίοδο του Εμφυλίου. 

Η υπόθεση εκτυλίσσεται σ’ ένα αστικό σπίτι της Αθήνας του 1942. Ο Δημήτρης Χαρίτος είναι ένας ανίκανος και ψεύτης πολιτευτής, ένας δειλός οσφυοκάμπτης, ο οποίος θέλει πάση θυσία να υπουργοποιηθεί. Όταν του δίνεται η ευκαιρία, μέσω ενός Έλληνα πράκτορα των Γερμανών, να γίνει υπουργός της κατοχικής κυβέρνησης, τότε χάνει το μέτρο, γελοιοποιείται χάριν της εξουσίας, αποκηρύσσει μέχρι και τον γιο του - ο οποίος ως αντάρτης του βουνού δυσκόλεψε την ανέλιξή του- και σφιχταγκαλιάζεται με την υπουργική καρέκλα, που δε θέλει με τίποτε να χάσει. Στην οικογένεια αυτού του προδότη, όμως, οι απόψεις είναι διαφορετικές: εκτός από τον αντιφρονούντα γιό του, η κόρη κι ο αδερφός του ενώνονται για να μεταφέρουν πίσω από την πλάτη του τρόφιμα και πολεμοφόδια στους αντάρτες. Μια αντίφαση που σχολιάζεται καυστικά.

Πίσω από τη έξοχη κωμωδία χαρακτήρων του Ψαθά, βρίσκεται σε όλη του την οξύτητα το τραγικό στοιχείο. Θίγεται το θέμα της εξάρτησης των ανθρώπων από την εξουσία, η επικινδυνότητα της αρρωστημένης φιλοδοξίας, ενώ παράλληλα τίθεται το δίλημμα αν οι επιλογές των ανθρώπων πρέπει να γίνονται σύμφωνα με τη συνείδηση ή με το συμφέρον. Η επιστροφή στη σκηνή του θρυλικού «Φον Δημητράκη», του κορυφαίου έργου του Ψαθά, συμπίπτει με μια εποχή που μοιάζει σε πολλά μ’ εκείνην που πρωτοεμφανίστηκε.

Το πρόσωπο του κεντρικού χαρακτήρα είναι ''προιόν'' μιας ανώμαλης και δραματικής περιόδου, μα ταυτοχρόνως διαχρονικό και πανανθρώπινο: ένας επικίνδυνος κακομοίρης με μίζερη συνείδηση, ένας εν δυνάμει Κάιν για ένα πινάκιο εξουσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μεγάλος Αιμίλιος Βεάκης ήταν ο πρώτος που έδωσε θεατρική πνοή στον Φον Δημητράκη.



Μαντάμ Σουσού

O χαρακτήρας της «Μαντάμ Σουσού» που εμπνεύσθηκε ο αξέχαστος Δημήτρης Ψαθάς, είναι ίσως ο πιο χαρακτηριστικός και «πολυφορεμένος» στη χώρα μας. Αν προσέξετε, δεν είναι λίγες οι φορές που στην καθομιλουμένη χρησιμοποιούμε όρους όπως «σουσουδισμός», «σουσούδες» κλπ, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να στηλιτεύσουμε τη μεγαλομανία και τη «σηκωμένη μύτη» ορισμένων ανθρώπων.

Επιπλέον, στο σύγχρονο λεξιλόγιό μας, δε λείπουν ορισμένες από τις απίστευτες «ελληνικούρες» της ηρωίδας του Ψαθά, όπως «τσοκαρίες», «Μπύθουλας», «πτωχοί άνθρωποι» κ.α. Αν μη τι άλλο λοιπόν, η «Μαντάμ Σουσού» είναι πάντα διαχρονική, επίκαιρη και λίγο ως πολύ, ο καθένας μας κρύβει μέσα του κάποια στοιχεία του χαρακτήρα της.

Ο σπουδαίος συγγραφέας και δημοσιογράφος μέσω αυτού του απίστευτου γυναικείου τύπου που εμπνεύσθηκε, έμελλε να γνωρίσει τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του. Ξεκίνησε τη δημοσίευση των «περιπετειών» της το 1939 στο θρυλικό εβδομαδιαίο περιοδικό «Θησαυρός» και την ολοκλήρωσε μέσα στη δίνη της Κατοχής, το 1941.

Ωστόσο, η ηρωίδα του έγινε τόσο δημοφιλής κι αγαπητή, που τον «υποχρέωσε» σχεδόν αμέσως να βγάλει ένα βιβλίο με μια συρραφή των «πεπραγμένων» της, να τη διασκευάσει σε θεατρικό έργο κι αργότερα (1948) να τη δει και στον κινηματογράφο.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου