Σουρούπωνε στο Ενσινίτας. Η Χρυσή Πολιτεία βυθίζονταν αργά στο σκοτάδι. Η θερμοκρασία είχε πέσει κι ο ήλιος κατακόκκινος έτρεχε να χαθεί πίσω από την οροσειρά του Σέντραλ Βάλεϊ. Τα ξανθά σιταροχώραφα έλαμπαν με το σβήσιμο του ήλιου.
Μια έντονη μυρωδιά κωνοφόρων απλώθηκε στην πόλη. Στην παραλιακή οδό Κάρντιφ Μπάι Δε Σίι κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικού Ωκεανού τα υπεραιωνόβια δέντρα σεκόγια έγερναν το κεφάλι σαν άνθρωποι πανύψηλοι, ολομόναχοι. Η λιακάδα της μέρας έδωσε τη θέση της στο υγρό δειλινό. Ο Ωκεανός έστελνε ένα απαλό ρεύμα που σαν σεντόνι τύλιξε την περιοχή της Καλιφόρνια.
Ήταν 2 Αυγούστου του 1930.
Μια υγρασία αποπνικτική είχε αντικαταστήσει το σχεδόν πάντα ξερό κλίμα με τον ηλιόλουστο καιρό. Ο ζεστός άνεμος της Σάντα Άννα που έφτανε από την έρημο Μοχάβε, νότια της Καλιφόρνια, είχε δώσει τη θέση του στην καταχνιά. Ένα πέπλο θερινής ομίχλης σκέπασε τη μικρή πόλη. Η περιοχή τοποθετημένη στο «Δαχτυλίδι της Φωτιάς», ένα πέταλο στη λεκάνη του Ειρηνικού με ρήγματα και ενεργά ηφαίστεια, μαστίζεται συχνά από πλημμύρες, καταιγίδες και ξηρασίες. Κάτω χαμηλά εκτείνεται η Κοιλάδα του Θανάτου, η Ντεθ Βάλεϊ, το θερμότερο μέρος στη γη.
Η Κρίστιν Πόουπ μάζεψε τα ρούχα που είχε απλώσει στην αυλή. Άκουσε το σφύριγμα του τρένου και κοίταξε το ρολόι της. Ήταν η 9.45 βραδινή, η ώρα που περνούσε η γραμμή Ενσινίτας – Λος Άντζελες. Άφηνε τους επιβάτες στο σταθμό και, μετά από δύο ώρες ταξίδι στην κομητεία του Σαν Ντιέγκο, έφτανε στο Λος Άντζελες.
Στο διάδρομο συνάντησε τη Λέα, τη μικρότερη αδελφή της.
-Ομίχλη, μονολόγησε η Κρίστιν.
-Ομίχλη, επανέλαβε η Λέα.
-Δε βλέπεις τίποτα, είπε η Κρίστιν.
-Δε βλέπεις τίποτα, επανέλαβε η Λέα.
Η Κρίστιν, μετρίου αναστήματος, γεροδεμένη, με κόκκινα μαλλιά και ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, εργάζονταν με τη αδελφή της Λέα στο σπίτι του ζεύγους Κλαρκ. Είκοσι επτά χρονών η Κρίστιν και εικοσιτριών η Λέα. Ο πατέρας τους, Τζοακίμ Πόουπ, κατέβηκε από τα Βραχώδη όρη, το 1895. Το χρυσάφι της περιοχής μαγνήτιζε τυχοδιώκτες και χρυσοθήρες. Εγκαταστάθηκε στην πόλη Ενσινίτας με το ήπιο κλίμα, δούλεψε στους τεράστιους σιτοβολώνες της περιοχής και παντρεύτηκε μια γυναίκα γερμανικής καταγωγής. Έτσι κι αλλιώς η περιοχή συγκέντρωνε κύματα μεταναστών. Οι διαφυλετικοί γάμοι ήταν κάτι συνηθισμένο και κανείς δεν έδινε σημασία στην εθνικότητα.
Το ζευγάρι γρήγορα χώρισε. Η γυναίκα ακολούθησε έναν Μεξικανό χονδρέμπορο σοκολάτας. Ο Τζοακίμ Πόουπ ένα πρωινό επιβιβάστηκε στο τρένο για το Λος Άντζελες και δεν ξαναγύρισε. Οι αδελφές Πόουπ κλείστηκαν στο ορφανοτροφείο. Όταν ενηλικιώθηκαν βρήκαν δουλειά σε σπίτια αστών ως οικιακές βοηθοί. Τα τελευταία πέντε χρόνια εργάζονταν στο σπίτι του κ. Κλαρκ, μεγαλέμπορου της περιοχής. Όσοι τις γνώρισαν, έλεγαν πως ήταν πλάσματα πολύ εργατικά, κλειστά, σχολαστικά με την καθαριότητα και το μόνο που τις ενδιέφερε ήταν να υπηρετούν μαζί.
Η νύχτα είχε πια σκεπάσει τη χρυσή ακτογραμμή του Ειρηνικού με τις κόκκινες παπαρούνες και τις τεράστιες εκτάσεις χρυσανθέμων. Τα βικτοριανά σπίτια με τα αγριοκυπάρισσα που έχουν θέα τον ωκεανό τυλίχτηκαν στο λευκό πέπλο της θερινής ομίχλης. Από μακριά έφτανε ο απόηχος του ωκεανού με τις απέραντες παραλίες και την ψιλή άμμο. Από τον παράκτιο αυτοκινητόδρομο το βουητό των μηχανών Φορντ.
Οι αδελφές Πόουπ άκουγαν το θόρυβο της πόλης πίσω από τις κλειστές κουρτίνες της σοφίτας. Όταν δεν εργάζονταν, κλείνονταν στο στενό δωματιάκι της σοφίτας που τους είχε παραχωρήσει το ζεύγος Κλαρκ. Η Εβιάννα, η κόρη του κ. Κλαρκ, έλεγε πως άκουγε συχνά ένα παραλήρημα με τη φωνή της Κρίστιν να προφέρει το όνομα της μητέρας της ή πως άκουγε βογκητά πίσω από την κλειστή πόρτα της σοφίτας. Ένα βράδυ μάλιστα, σε φιλική σύναξη στο σπίτι, τόλμησε να το εκμυστηρευτεί στον αστυνόμο. Ο κ. Κλαρκ που βρισκόταν δίπλα γέλασε. Ο αστυνόμος όμως τού συνέστησε να τις απολύσει διότι κινδύνευε η ζωή του. Αλλά δεν εισακούστηκε.
– Δεν θα έχουμε φως απόψε, ακούστηκε η Κρίστιν. Το σίδερο έκαψε την ασφάλεια. Ο ηλεκτρολόγος θα έρθει αύριο το πρωί.
-Δεν θα έχουμε φως απόψε, επανέλαβε η Λέα.
Η μέρα της κ. Κλαρκ άρχιζε κατά κανόνα στις επτά και μισή. Ήταν η ώρα που από το υπνοδωμάτιο κατέβαινε στην κουζίνα για πρωινό. Τσάι με μπισκότα συνήθως. Η τσαγιέρα από κασσίτερο άχνιζε κάθε πρωί στο μάτι του ηλεκτρικού, ακόμη και τις μέρες του καλοκαιριού, ενώ δυο φορές το μήνα η κ. Κλαρκ παρήγγελνε κερασόπιτα με τραγανή κρούστα.
-Κρίστιν, αύριο θα έχουμε κερασόπιτα για πρωινό, διέταζε.
Μετά από μισή ώρα κατέβαινε ο κ. Κλαρκ, πλυμένος, ξυρισμένος, έτοιμος για τη δουλειά. Ο καλύτερος υφασματέμπορος στην περιοχή. Λογικός και συγκρατημένος. Η κόρη τους Εβιάννα έμενε μαζί τους. Απασχολούνταν με δουλειές της χριστιανικής αδελφότητας του Ενσινίτας, δεξί χέρι του πάστορα Γιορκ.
Η Κρίστιν κάθε πρωί έπρεπε να έχει έτοιμο το τσάι, τα αβγά με το μπέικον, το φιστικοβούτυρο, το χοτ ντόγκ που θα έπαιρνε μαζί του φεύγοντας ο κ. Κλαρκ και να κάθεται όρθια πλάι στην κυρία της, ακόμη κι όταν τα πρωινά η κ. Κλαρκ ακούγοντας το θρόισμα των φύλλων της δεντροστοιχίας και κοιτάζοντας τον καταγάλανο ουρανό αρέσκονταν να της σερβίρουν το μήλο στο μπαλκόνι. Η Κρίστιν πάντα όρθια με την ποδιά στη μέση.
-Ξέρεις; άκουσε ένα απόγευμα την κ. Κλαρκ να λέει στη φίλη της την Έμιλυ καθώς έπιναν το λικεράκι τους στο σαλόνι, ξέρεις πως, σύμφωνα με τη μυθολογία, στην Καλιφόρνια παλιά ζούσαν γυναίκες μελαμψές, δυνατές χωρίς ούτε έναν άντρα και με αρχηγό τη βασίλισσα Καλίφια;
Η Κρίστιν έσιαξε τα μαλλιά της και, πράγμα ασυνήθιστο για κείνη, χαμογέλασε. Η κ. Κλαρκ την κοίταξε με τα πέτρινα μάτια της και είπε δυνατά:
-Κρίστιν, γρήγορα στην κουζίνα, να μας σερβίρεις σοκολατάκια!
Ψηλή, ξερακιανή με αυταρχικά πράσινα μάτια η κ. Κλαρκ είχε εμμονή με την καθαριότητα. Απαιτούσε να είναι τα πάντα πεντακάθαρα. Το ίδιο και η κόρη της η Εβιάννα. Κάθε απόγευμα, μόλις ξύπναγε από το μεσημεριανό ύπνο, η κ. Κλαρκ φορούσε ένα λευκό γάντι και χάιδευε τις επιφάνειες του σπιτιού για να δει αν οι υπηρέτριες είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους. Όσο διαρκούσε η εξέταση, η Κρίστιν κοίταζε με επιμονή το κουζινομάχαιρο. Το έβλεπε να καρφώνεται στα μάτια της κυρίας της. Τα δόντια της πάλλονταν, η ποδιά την έπνιγε.
Το διήμερο αυτό η οικογένεια απουσίαζε στο Σαν Ντιέγκο. Ο κ. Κλαρκ, πρόεδρος των εμπόρων της περιοχής, όφειλε να παραστεί σε συνάντηση. Η σύζυγός του Εβίτα Κλαρκ, συνδρομήτρια του περιοδικού Ladies Home Journal, σκόπευε να αγοράσει το σερβίτσιο τσαγιού που είχε ξεχωρίσει στο τελευταίο τεύχος. Χρειαζόταν κι ένα καινούργιο συνολάκι για την επόμενη δεξίωση της κοινότητας, ενώ η Εβιάννα είχε να διευθετήσει ζητήματα της αδελφότητας.
Μόλις ο καυτός ήλιος της ημέρας υποχώρησε, η Κρίστιν κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα του μπαλκονιού με ένα ποτήρι λικέρ από κεράσι που είχε φτιάξει η Λέα.
-Ήρεμα είναι, είπε.
-Ήρεμα είναι, επανέλαβε η Λέα.
Η ώρα περνούσε και το σπίτι χωρίς ηλεκτρικό βυθίζονταν στο σκοτάδι. Η Κρίστιν, αφού τελείωσε όλες τις δουλειές στον κήπο και το σπίτι, φόρεσε το μακρύ της νυχτικό και ένα ζευγάρι κάλτσες καθαρές. Η Λέα ξάπλωσε δίπλα της. Σχεδόν τις είχε πάρει ο ύπνος, όταν άκουσαν το θόρυβο του αυτοκινήτου του κ. Κλαρκ και τις φωνές των γυναικών στον κήπο. Σάστισαν. Για αύριο ήταν προγραμματισμένη η επιστροφή. Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε, αλλά η πόρτα άνοιξε και η κ. Κλαρκ με την κόρη της εισήλθαν στο ισόγειο.
-Ομίχλη! ακούστηκε η κ. Κλαρκ.
-Δε βλέπεις τη μύτη σου! αναφώνησε η Εβιάννα.
-Μα, γιατί δεν έχουμε φως; ρώτησε δυνατά η κ. Κλαρκ.
-Δεν ξέρω, μητέρα, απάντησε η Εβιάννα.
-Κρίστιν, Κρίστιν! άρχισε να φωνάζει η κ. Κλαρκ. Γιατί είναι θεοσκόταδα; Τι έγινε; Τι κάνατε; Μια μέρα μόνο λείψαμε και βρήκαμε το σπίτι σ’ αυτό το χάλι! Είστε απαράδεκτες! Απαράδεκτες! Καλά λέω εγώ πως είστε άχρηστες! Άχρηστες!
-Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει, μητέρα! ακούστηκε η Εβιάννα.
–Ευχαρίστως θα τις απέλυα! ούρλιαξε δυνατά η κ. Κλαρκ.
-Κρίστιν! Κρίστιν! Κρίστιν! φώναζε συνεχώς.
Η Κρίστιν δεν απάντησε. Έβλεπε την ομίχλη να απλώνεται μέσα στο σπίτι. Σηκώθηκε όρθια. Τα χέρια της έτρεμαν. Άνοιξε το παράθυρο. Πέταξε την ποδιά. Στράφηκε προς τη Λέα. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο. Στα μάτια της δυο λευκά γυναικεία γάντια.
Κατέβηκε γρήγορα στην κουζίνα. Άρπαξε την τσαγιέρα. Ένας δυνατός θόρυβος από έπιπλα που μετατοπίζονται και η κ. Κλαρκ έπεσε αναίσθητη στο πάτωμα. Άρπαξε το κουζινομάχαιρο.
-Θα τις σφάξω, φώναξε και όρμησε προς την Εβιάννα.
Έφτασε κι η Λέα.
«Λέα, σπάσ’ της το κεφάλι, βγάλ’ της τα μάτια», φώναζε η Κρίστιν. Η Λέα υπάκουσε.
Μια μυρωδιά σάπιου φρούτου απλώθηκε στα δωμάτια. Από το δρόμο έμπαιναν αμυδρές αχτίδες φωτός. Η Κρίστιν άναψε ένα κερί και κοίταξε την παραμορφωμένη τσαγιέρα.
Όταν επέστρεψε ο κ. Κλαρκ, βρήκε το κερί να καίει στο ισόγειο, ένα τραπεζάκι στο μεσόσκαλο και μια ματωμένη καράφα πάνω σ΄ ένα πετσετάκι δίπλα από το τραπέζι κάτω στο πάτωμα. Η ομίχλη τον έπνιξε.
Ο σερίφης ήρθε αμέσως. Βρήκε τις δύο αδελφές στο κρεβάτι, καθαρές, γυμνές από ρούχα, σκεπασμένες με ένα κιμονό. Δεν έφεραν αντίδραση. Ομολόγησαν αμέσως. Αυτό που έκανε μεγάλη εντύπωση στην αστυνομία και εξόργισε τους κατοίκους στη δίκη ήταν το βγαλμένο μάτι της Εβίτας Κλαρκ.
Λίλια Τσούβα
Σημείωση:
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1933, στην πόλη Μαν (Mans), διακόσια περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Παρισιού, οι αδελφές Κριστίν και Λέα Παπέν (Papin), 27 και 21 ετών αντιστοίχως, σκότωσαν με ειδεχθή τρόπο την Λεονί Λανσελέν (Lancelin), 53 ετών, και την κόρη της Ζενεβιέβ, 27 ετών. Οι οφθαλμοί των θυμάτων είχαν αποσπαστεί από τις κόγχες.
Ο Ζακ Λακάν στην διατριβή του με τίτλο «Περί της παρανοϊκής ψύχωσης ως προς τις σχέσεις της με την προσωπικότητα» εξετάζει σ΄ ένα μικρό άρθρο το έγκλημα αυτό εικάζοντας ένα δυαδικό παραλήρημα «σιαμαίων ψυχών».
* Η Λίλια Τσούβα γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, από όπου και αποφοίτησε (τμήμα Μέσων και Νεότερων Ελληνικών Σπουδών). Εργάστηκε επί χρόνια ως καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση. Ασχολείται με το δοκίμιο και την κριτική. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://fractalart.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου