Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη (3 Νοεμβρίου 1895 - 16 Μαρτίου 1979)

 Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη , Κώστας Βάρναλης 

Η Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη (3 Νοεμβρίου 1895 - 16 Μαρτίου 1979) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια
Η Δώρα Μοάτσου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και μαθητικά της χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Καταγόταν από την Κρήτη. Αποφοίτησε από τη Ζάππειο Σχολή, σπούδασε γαλλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Σορβόννης και εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος στην Κρήτη και την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον Κώστα Βάρναλη, τον οποίο παντρεύτηκε το 1929 στην Αθήνα. Πέθανε στην Αθήνα από πνευμονικό οίδημα. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε από τις σελίδες του Νουμά και το 1927 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της, που είχε τίτλο Στίχοι. Επίσης πεζογραφήματα, στίχους για παιδιά, μελέτες και το θεατρικό έργο Κάτω από το λιοντάρι της Βενετίας, που βραβεύτηκε στον Καλοκαιρίνειο διαγωνισμό του 1958. 

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Στίχοι. 1927.
• In memoriam. 1938.
• Καϋμοί κι αγάπες. 1956. 
• Καημοί κι αγάπες. 1958.
• Ποιήματα. 1963.
• Ποιήματα· Σονέτα. Αθήνα, Κέδρος, 1976.
ΙΙ.Παιδική λογοτεχνία
• Τραγούδια για παιδιά. 1954.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Κάτω από το λιοντάρι της Βενετίας. 1958.
ΙV. Πεζογραφία
• Κόρη της Εύας. 1960.
• Κόρη της Εύας στο Παρίσι. 
• Ταξίδι αναψυχής. 1962.
• Συζυγική ζωή.
V. Μελέτες
• Ο ελληνικός στίχος από τους βυζαντινούς χρόνους ως σήμερα.

πηγή φωτογραφίας https://left.gr/


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Πηνελόπη

Την πίστη σου ζηλέψαν μερικοί·
μύθοι σκληροί για σένα είναι γραμμένοι,
τον άσκημο τον Παν, τον τραγογένη,
τον νόθο γιο σού δώκαν οι κακοί.

Μα συ, θα μείνεις πάντοτε η μνηστή,
που μοναχή στο δώμα απάνω μένει,
ολημερίς στον αργαλειό σκυμμένη
παντοτινά στον Οδυσσέα σου πιστή.

Μες στις αυλές σου οι μνηστήρες σου γλεντούν
και την απόφασή σου καρτερούν.
Εσύ, στο σιγαλό σου το αργαστήρι,

σ’ ύπνο βαθύ το μέτωπο έχεις γείρει,
στον αργαλειό σου μένει ξεϋφασμένο
ό,τι είχες απ’ τη μέρα ετοιμασμένο.

Πενθεσίλεια

Νεκρή πέφτει η αμαζόνα η Πενθεσίλεια
στα πόδια του Αχιλλέα, του φονιά της,
κι αυτός, μπροστά στην τόσην ομορφιά της
ερωτικά τηνε φιλά στα χείλια.

Τ’ αντρίκια του τα χέρια γι’ αντιστύλια
βάζει κι αναβαστάζει τη γδυμνιά της
μα κατεβαίνει, αλίμονο, η σκιά της
στου Πλούτωνα τη χώρα την ανήλια.

Και μένει σκεφτικός και πικραμένος
το σώμα της κρατώντας το νεκρό.
Τινάζεται όμως ξάφνω αγριεμένος:

Βλέπει μπροστά του αυτόν τον μισερό,
που άγγιξε πρώτος τ’ όμορφο κορμί της,
Νεκρός πέφτει κει πέρα κι ο Θερσίτης!

http://www.greek-language.gr/


ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Σκορπάει το κλήμα γύρω τους χυμούς του,
τρυγούν μέσα στ’ αμπέλι τα σταφύλια
κι απ’ τη γερτή του μπαλκονιού μας γρίλλια,
μέσα στ’ απομεσήμερο του Αυγούστου,

η μυρουδιά του πατημένου μούστου
στην κάμαρά μας μπαίνει την ανήλια,
κι ηδονικά χαϊδεύει μας τα χείλια.
Το κλήμα με τους ώριμους καρπούς του

τριγύρω μας απλώνει πονηρά
τη μέθη με τα φλόγινα φτερά…
Δε φταίμε εμείς, αν μέσα στις καρδιές μας

ξυπνούν αμαρτωλές οι επιθυμιές μας…
Ζεστό τ’ απομεσήμερο του Αυγούστου,
μεθυστικιά κι η μυρουδιά του μούστου.

(Χανιά 1917, δημοσιεύτηκε στον Νουμά)


ΣΤΕΡΝΗ ΒΡΑΔΙΑ

Βάλε την πλουμιστή σου φορεσιά,
Μαριώ, και στο λαιμό σου τα φλωριά,
και δυο πλεξίδες ρίξε τα μαλλιά σου.
Απόψε είν’ η στερνή μας η βραδιά
θε να ’ρθουμε, με τ’ άλλα τα παιδιά
για ξεφαντώματα στη γειτονιά σου.

Στου κύρη σου κι εσύ το καπηλειό
θα χύνεις, στα ποτήρια μας παλιό
κρασάκι, χρυσοκόκκινο μοσχάτο.
Στην πυρή τη ματιά μου θε να κλειώ
λαχτάρα των τρελώ σου τω φιλιώ,
πόθο για το κορμάκι σου τ’ αφράτο.

Την ώρια πλουμιστή σου φορεσιά
βάλε, Μαριώ, και κέρνα τα κρασιά
με τα γερά σου ηλιοκαμένα χέρια.
Τι ο πόλεμος μας στήνει μακελειά
κι είμαστε εμείς της πλέμπας τα παιδιά
που πάμε στου θανάτου τα λημέρια.
(Αθήνα, Μάης 1922, δημοσιεύτηκε στον Νουμά

http://www.toperiodiko.gr/


ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Αναστατώθηκε όλη η γειτονιά.
Ήρθε χαράματα ο κυρ αστυνόμος
κ’ έφερε διάτα, κάθε μια γωνιά
ν’ ασβεστωθεί, χαμόσπιτα και δρόμος.

Θα γίνουνε τα εγκαίνια του σχολειού
που χτίστηκε «ομογενών δαπάναις».
Έληξε η βασιλεία του παλιού,
χαρήτε, στολιστήτε, φτωχομάνες!

Επίσημοι θα ‘ρθούν με μουσική,
πρέπει να ‘ν’ όλα καθαρά κι’ ωραία.
Δε βλάφτει ν’ απομείνουν νηστικοί,
φτάνει να ‘ναι η εντύπωση σπουδαία.

Κι αρχίζει στο φτωχό συνοικισμό,
ανάμεσα σε τοίχους μουχλιασμένους,
φριχτή αγωνία για το γιορτασμό,
να μην τους πουν λερούς, κακοντυμένους.

Οι γριές τα κυριακάτικα φορούν
κ’ οι νιες βάζουν τσιτάκια, τσελβολάκια.
Στη σκέψη πως λιγάκι θα χαρούν
χαμογελούν παρθενικά χειλάκια.

Μα τι φιγούρα θε να κάνουν οι φτωχοί,
που η μπόχα κ’ η κακομοιριά τους πνίγει
κι ολημερίς τη δόλια περιοχή
σύγνεφο μαύρο η μύγα την τυλίγει;

Ντρέπονται! Μα ειν’ δικιά τους η ντροπή;
Οι επίσημοι δεν πρέπει να ντραπούνε,
καλοντυμένοι, μ’ όψη χαρωπή,
λόγια, λόγια πολλά σαν θα τους πούνε;

Μη θα σκεφτούνε τάχα μια στιγμή
τι κρύβουν τα φτωχόσπιτα εδώ πέρα,
τι βάσανα και τι αναστεναγμοί
πικραίνουνε τη ζήση κάθε μέρα;

Αυτοί, που δεν πονέσανε ποτές,
που ζούνε σε πλουσιόσπιτα, χορτάτοι,
θα νιώσουνε τις ώρες τις φριχτές
του άρρωστου και του άνεργου εργάτη;

Απ’ τη «σεμνήν» αυτήνε «τελετή»
στα σπίτια τους μετά, σαν θα γυρίσουν,
αδιάφοροι, ευτυχείς και γελαστοί,
την πλούσια τους ζωή θα συνεχίσουν.
(Συλλογή ΚΑΗΜΟΙ ΚΙ ΑΓΑΠΕΣ, 1958)

http://stithaghi.blogspot.com/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου