Γιώργος Καραγιάννης - Σ’ ένα τριαντάφυλλο σε θέλω,
Είδος - ποιητική συλλογή,
Εκδόσεις - Αρισταρέτη, Αθήνα,
Οκτ. 2017,
σελίδες 98
ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΟΥ
ΜΙΚΡΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΛEΥΘ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΟΥ
Ερωτικά, λυρικά, ευαίσθητα, μόνον όπως ένας Άνθρωπος μπορεί να αρθρώσει, εύλογα συναισθήματα που αναδίδουν την οσμή των ανθών, ο λόγος γίνεται κυρίαρχος και απαιτεί τα μέγιστα από τον ταπεινό προσκυνητή των στίχων. Μακρινά ταξίδια εντός μας, κοντινά ταξίδια σε έναν κόσμο που πάσχει από έλλειψιν χρωμάτων. Σ’ ένα τριαντάφυλλο σε θέλω, του Γιώργου Καραγιάννη. Το όνειρο εκπληρώνεται, το όνειρο μένει εκεί, να μας καλεί για έκφρασιν συναισθημάτων.
Σταυρακάκης Δημήτριος
❀❀❀❀
ΜΙΚΡΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Φίλοι μου, σας χαιρετώ και σας σκέφτομαι τώρα που διαβάζετε αυτές τις σκέψεις μου για την αγάπη και τον έρωτα.
Ο άνθρωπος ζει στιγμές ευτυχίας, όταν κάνει πράγματα που του αρέσουν και τον εκφράζουν, αλλά και όταν μέσα του κυριαρχεί η αγάπη, μια αγάπη αγνή, ειλικρινής κι ανεπιτήδευτη για το συνάνθρωπο, για να πλημμυρίζει η ψυχή του χαρά κι ελπίδα, χωρίς κέρδος και ανταπόδοση καμία.
Κι ο έρωτας για τον άνθρωπο είναι η ίδια η ζωή, είναι η υπόσχεση για να τον δελεάσει, για να παίξει με τις αντιστάσεις του, για να τον κάνει να πιστέψει, πως μπορεί ν’ αλλάξει και να πάει με τα δικά της νερά, για να τραβήξει κι αυτός κουπί, τον άπληστο χρόνο να νικήσει.
Στην ουσία είναι το μοίρασμα της ελπίδας για ζωή και συμπόρευση. Κι αυτό είναι που δίνει στον κόσμο χαρά και αισιοδοξία, πως κάποτε το άδικο θα σβήσει και θα κυριαρχήσει για πάντα στη γη η αγάπη.
Κι αυτό δεν είναι ουτοπία.
Με εκτίμηση
Γιώργος Καραγιάννης, Οκτώβρης του 2017
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΛEΥΘ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Γιώργος Ελ. Καραγιάννης γεννήθηκε στα Δελέρια Λάρισας, αλλά ζει στη Θεσσαλονίκη από το 1984.
Σπούδασε παιδαγωγικά στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δάσκαλος.
Διετέλεσε Υπεύθυνος Καλλιτεχνικών Θεμάτων, Διευθυντής Σχολείων, Προϊστάμενος και Αναπληρωτής Διευθυντής Εκπαίδευσης.
Παράλληλα ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και με το παιδικό θέατρο.
Τελευταία ασχολείται με την ποίηση και τη λογοτεχνία.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε το 2015 από τις Εκδόσεις Το Κεντρί, στη Θεσσαλονίκη, με τίτλο «Ένα καράβι όνειρα».
Η δεύτερη ποιητική συλλογή εκδόθηκε στις αρχές του 2017 από τις Εκδόσεις Αρισταρέτη, στην Αθήνα, με τίτλο «Της ζωής μου το χρώμα».
Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί και σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ποιητικές ανθολογίες.
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
«Τίποτα άλλο δε θέλω…
Η ψυχή ν’ αγγίζει της αλήθειας το φως.
Το πνεύμα να εμπνέει πράγματα μεγάλα.
Οι όμορφες στιγμές ευτυχία να γεννούν.
Να ζει η αγάπη πάντα».
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
«Σ’ ένα τριαντάφυλλο σε θέλω», Εκδόσεις Αρισταρέτη, 2017
~ Κοντά μου να σ’ έχω ~
Αχ, γιατί δεν έγινες σύννεφο,
να χορεύεις κάθε πρωί με τον ήλιο,
να σε δένω τρυφερά μ’ ένα σκοινί να σε σέρνω
κι ως στο λιμανάκι της καρδιάς μου να σε φέρνω;
Να με δροσίζεις με τη βροχούλα σου
όταν αναστενάζω
και να μη μ’ απαρνιέσαι, κοντά μου να σ’ έχω,
να σε αισθάνομαι συνέχεια να χορεύεις,
να μπλέκεις τη δικιά σου αλήθεια με τη δικιά μου,
την καρδιά σου να θαυμάζω
και νέα συναισθήματα να ζωντανεύεις,
να με προσέχεις να σε προσέχω.
Κι αν έρχονται κατά κύματα στεναγμοί,
που τίποτα δεν αισθάνονται
και σε χτυπάνε αλύπητα
με μια πίκρα που τις πέτρωσε,
εσύ θ’ αντέχεις.
Θα έχεις κι εμένα σε ό,τι και να συμβεί,
γερά να ανθίστασαι και δε θα υποφέρεις.
Όλη τη νύχτα μαζί θ’ ανασαίνουμε,
θα μας θεριεύει η αγάπη μας
και θα μας κρατά δυνατούς
μες στον πόνο.
❀❀❀❀
~ Δε σβήνει ένας έρωτας ~
Άλλη μια φορά μόνος στη μέση της παραλίας,
ν’ απορώ για την απουσία σου.
Τόσοι καημοί πώς χώρεσαν στη μέση του μεσημεριού;
Ένα κλιμάκιο ωρών μου συντρίβει το νου,
που όσο προχωράει η μέρα εγκλωβίζεται και θυμάται
αστραπές, καταιγίδες, αγριοκαίρια
και λιγότερο αγκαλιές, φιλιά.
Δεν ξέρω αν μπορώ, να συνεχίσω να σβήνω
απ’ την οθόνη του κινητού μου τις απουσίες σου,
χωρίς να έχω τη δικιά σου έγνοια.
Κοντεύει ο Σεπτέμβρης κι ακόμα με ζαλίζουν
οι στιγμές που ζήσαμε τα παλιά καλοκαίρια
κι ας ήταν θλιμμένα τα δειλινά.
Τα σπασμένα σου λόγια -ασυνάρτητες δικαιολογίες-
κουβαλούν παραλείψεις και πολλές ενοχές,
ατέλειωτη ερημία.
Δεν περιμένω τίποτα από σένα
και δε θα σε βρω στην ομπρέλα κανενός καλοκαιριού.
Μ’ έκαψε ήδη τόσο ο ήλιος, που μίσησα και την αναμονή.
Τώρα θα γλυκαίνω τους στίχους του ποιήματός μου,
μήπως ανταμώσουμε μέσ’ απ’ τις λέξεις
κι αλλάξουν όλα τα δεδομένα.
Αλλά να ξέρεις… Οι απουσίες μπορεί να σβήνουν,
αλλά δε σβήνει ποτέ ένας έρωτας κι ας ήτανε μοιραίος.
❀❀❀❀
~ Βραδυφλεγείς κομήτες ~
Κι αυτό το μαρτύριο της σταγόνας όταν διψώ
τα πράγματα τα περιπλέκει ακόμα περισσότερο.
Τότε μου φταίνε όλα.
Μαζεμένα έξω απ’ την πόρτα περιμένουνε την ώρα
να μπουν να με θρέψουν όνειρα απατηλά,
να πέφτω συνέχεια σε παγίδες
κι αυτήν την καθαρότητα τ’ ουρανού μου
που με δόντια την κράτησα χρόνια
να τη χάσω, να τη στερηθώ,
μαζί και το υγρό απόσταγμα της σιωπής,
όταν τα βράδια τα μελαγχολικά
διαβάζει με τον συλλαβισμό της αφής
και θερμομετρεί τον ασύμβατο πόθο μου
κάτω απ’ τον απαλό λαιμό σου,
την ώρα που τα κορμιά μας
τυλίγονται στις καταχνιές
και γίνονται ένα,
σαν κομήτες βραδυφλεγείς
χάνονται στο υπερπέραν
έτοιμα να εκραγούν,
ψιθυρίζοντας το «σ’ αγαπώ» τους
αποσταμένα.
❀❀❀❀
Δε μίλαγες,
στέρεψαν οι λέξεις, κόλλησε κι η γλώσσα
κι αμέσως το βλέμμα μου αθέλητα
βούτηξε μες στο γιαλό της σιωπής σου
κι άρχισε ένα ταξίδι μακρινό
πίσω από το χρόνο,
εκεί που οι χορδές των μαλλιών σου
τρεμόπαιζαν μες στη λαχτάρα
μια παλιά ερωτική μπαλάντα
της πιο όμορφης εποχής σου.
Ήταν απόβραδο, έλεγαν τα λόγια,
αλλά δεν ήσουν μόνη,
με ευωδιές ξεκίναγες τη νύχτα,
παραδομένη μυστικά σε μια γαρδένια,
άνοιγες την πόρτα της καρδιάς σου και ξεκίναγες
-χωρίς καμιά έννοια-, ίσια στην αμμουδιά σου,
σ’ ένα βραχάκι άραζες κι αγνάντευες τη θάλασσα,
με το βλέμμα να κοιτά μακριά,
να μη σ’ αγγίζει ο πόνος
και η δροσάτη αύρα να σου θωπεύει τα μαλλιά,
σιγά σιγά να ζωντανεύει ο χρόνος.
Ήσουν παιδί στα δεκαεπτά
κι εγώ μια ανεμώνα στην απόμερη ακτή σου,
που αγάπησες τρελά κι έγινα η φωνή σου,
να σου τραγουδώ ακόμα, κάθε βραδιά.
❀❀❀❀
Μέθυσα απ’ τα δοξαριά της αγάπης σου
και ξύπνησε ο φυλακισμένος μου πόνος,
να ξοδέψω τις ανάσες στα χτυπήματα των χορδών,
στο λίκνισμα και στην έκσταση του συρτού του ικαριώτικου.
Και όπως η τρικυμισμένη καρδιά μου κεντά σα θάλασσα
τις κρυφές αντοχές μου, μοσχοβολά και παίρνει ζωή η αύρα
με τις ορφανές ανταύγειες της
και ξεθυμαίνουν τα χαμόγελα, που δεν εγνώρισαν θαλπωρή
και κρέμονται καιρό μαραμένα στα στήθια μου,
περιμένοντας ένα άστατο δάκρυ, να γίνει ρυάκι ελπίδας δροσιστικό,
να κυλήσει απαλά, να διανοίξει ποτάμια στο διάβα του
και όλα μαζί να δώσουν χαρά, για ν’ αστράψουν από ικανοποίηση
όλες οι λαγκαδιές κι οι πεδιάδες της σκέψης μου,
να πάρουν τα πιο ωραία χρώματα και τις ευωδιές,
που όσο κατεβαίνουν απ’ το βουνό, να τις παραδώσουν αγνές,
ν’ αναγεννήσουν τις μνήμες της αμόλυντης θάλασσας,
για να εμπνεύσει στους ποιητές και άλλους στίχους,
μες στο μύρο απ’ τ’ αεράκι της θάλασσας ν’ ανοίξουν δρόμους,
μέσ’ από νέους κυματισμούς ονείρων,
που με την αιχμή τους κρυμμένη στη χλαμύδα της άλμης τους,
θα προκαλέσουν και θ’ αγγίξουν τα πιο παράλογα ενθυμήματα,
μιας ουτοπίας ανεκπλήρωτης στην πιο έρημη αμμουδιά του κόσμου,
που όταν θ’ ανάψει κι εκεί το φως,
θα μείνουν τα μάτια μας να μας κοιτούν
και θα μας διαπερνούν μ’ ένα πικρό παράπονο,
που αφήσαμε το μέλλον να φύγει άδειο κι άνυδρο.
❀❀❀❀
Χρόνια το κύμα μου χτυπά στα βράχια
κι ελευθερώνει όλη την αλισάχνη,
αλλά πλέον εσύ δεν την αντέχεις.
Κλείνεις τη μύτη και ξεφεύγεις,
ανεβαίνεις όλο και πιο ψηλά
κι ακούς τις μέλισσες που ζουζουνίζουν
γύρω απ’ τ’ ανθισμένο δίκταμο και το θυμάρι,
να πάρουν τη γλυκιά τους γύρη,
που σε τρελαίνει η ευωδιά.
Βουνό ήταν το νησί σου,
αλλά βουνό ήξερα ότι ήσουνα κι εσύ.
Σε άρπαξαν τα πιο ζωηρά συννεφάκια
και δεν μπορώ να σε φτάσω,
εψήλωσες πολύ.
Με ήθελες θάλασσα βουτηγμένη στην αλμύρα,
να κολυμπάς με κέφι, να με κάνεις ό,τι θέλεις,
να μου κλέβεις τη δροσιά.
Τώρα να μου πεις, πού θα ξεσπώ το κύμα
και ποιος θα με συμπονά;
Πρόσεξε όμως, εκεί ψηλά που θα ’σαι
μην πέσεις και διαλυθούν οι βράχοι,
γιατί θα γίνουν βότσαλα στην άμμο
και δε θα βρίσκει στήριγμα η καρδιά μου
κάπου ν’ ακουμπά.
❀❀❀❀
~ Το επόμενο βήμα ~
Πέρασες απαλά το χέρι σου πάνω απ’ την πλάτη μου,
να περπατήσουμε μαζί δίπλα δίπλα σα φίλοι.
Έτσι, είπες…
Μα άκουσα το βουβό αναστεναγμό σου,
γιατί να μην ήμουν το ρόδο το μοναδικό,
που θα ευώδιαζε την καρδιά σου
και θα μας ένωνε η μοίρα.
Μια δρασκελιά φως είναι καμιά φορά
η φιλία απ’ τον έρωτα,
αλλά δεν τολμάμε το επόμενο βήμα,
γιατί μας αρέσει η μικρή πρώτη σιγουριά
και σ’ αυτήν παραμένουμε.
Ακόμα και να έχουμε μαζέψει πολύ φως,
δεν τολμάμε να μπούμε στις ράγες του ήλιου
και με το τρενάκι του έρωτα
να βρούμε την πόρτα ανοιχτή, να εισέλθουμε,
ν’ αναζωογονήσουμε την καρδιά του άλλου.
Φοβόμαστε πως δε θα ’ναι έτοιμος
και θα απορρίψει κι εμάς
αλλά και τ’ όνειρό μας
και δεν τολμάμε να σκεφτόμαστε
μια τέτοια εξέλιξη,
μένοντας στα ίδια
απαθείς.
❀❀❀❀
~ Η αθωότητα σε πρώτο πλάνο ~
Κάποτε έχανα αστέρια σ’ ασέληνες νύχτες
που δεν ξανάδα, αλλά δε μ’ ένοιαζε.
Φτάνει που σε κάθε ακρογιαλιά που προσέγγιζα,
έστηνα πύργους και κάστρα
κι έβαζα μέσα τη μορφή σου
όπως την αισθανόμουν εγώ,
πριν ακόμα καλά σε γνωρίσω…
Έτσι για να σε νοσταλγώ.
Τότε ήταν που ο πόθος αβάστακτος παραβίαζε
ως και τα μυστικά όνειρά σου,
οσμίζονταν την αρμύρα του κορμιού σου
και σ’ ακολουθούσε στα ενδότερα.
Δε σ’ άφηνε το βλέμμα μου και με παρέσερνε εκστατικά
στα πιο υγρά και βαθιά σπήλαια των ματιών σου,
να βυθιστώ και να πνιγώ απ’ τ’ αδηφάγο πάθος σου,
να γίνω έρμαιο ηδονικών στιγμών,
να μην έχω κουράγιο να συνεχίσω.
Κι ευτυχώς,
που μου ’μειναν λίγα αστέρια να πορευτώ,
να ξεπροβοδίσω τον άνεμο
και τη χαμένη αθωότητα
να την έχω πάντα σε πρώτο πλάνο,
άθικτη με τα δόντια να την κρατήσω.
❀❀❀❀
Έλεγα πως αγάπησα τον άνθρωπο και τα ρόδα,
μα αγάπησα πιο πολύ της θάλασσας τον κίνδυνο,
που με συγκινούσε με τα όμορφα ταξίδια.
Κι ας μεγάλωσα στις παρυφές του Ολύμπου,
που μου έδινε η φύση τα πιο αγνά της δώρα.
Εγώ χαιρόμουν που βρισκόμουν μακριά
και δεν αισθανόμουν φόβο.
Πλούτισα τα συναισθήματα και τα όνειρα
μέσα σε άλλους ανθρώπους,
που με αγάπησαν βαθιά και τους αγάπησα
και ένιωσα το δικό τους πόνο.
Μα εγώ πλέον κουράστηκα απ’ όλα και απ’ όλους.
Αυτά που έχω μέσα μου με πληγώνουν.
Όλα μου θυμίζουν στιγμές ευτυχισμένες,
που θέλω να μείνουν άθικτες, να τις ανακαλώ,
όταν μου μένει χρόνος.
Κι έτσι, δε θα πονώ κι ας νιώθω μόνος.
Αλλά ακόμα τρέμω σαν κόβω τριαντάφυλλα
και υποκλίνομαι μπροστά στη θάλασσα,
που μ’ ανασταίνει κάθε φορά με τη δροσιά της,
όταν στην αγκαλιά της πνίγομαι απ’ τα φιλιά της,
που με μαγεύουν σαν παιδί αθώο,
ν’ αναβαπτίζομαι, να σβήνω κάθε πόνο
και πάλι απ’ την αρχή να τη ρουφώ,
να μην τελειώνω.
❀❀❀❀
~ Με οδηγό το όνειρο της αγάπης ~
Δεν κρύβω μυστικά για ό,τι απολαμβάνω.
Από τότε που ξέχασα από πού είμαι και τι θέλω,
έμαθα τη ζωή μου καλύτερα να την εκτιμώ
και να την κουμαντάρω
και βγαίνω από την κρύπτη μου
μόνο όταν έχω κάτι όμορφο να κάνω.
Δεν ξεγελιέμαι από φλύαρες ομορφιές,
που αστράφτουν όμορφα στον ήλιο,
ούτε απ’ τις υποσχέσεις και τους γλυκασμούς
μιας νόστιμης, καλλίφωνης σειρήνας,
που το τραγούδι της ξανοίγει την ψυχή μου.
Κρατάω μέσα μου εκείνο το αγνό, το αυθόρμητο,
που το ακούω ακόμα και όταν κοιμάμαι,
να διατρέχει τις φλέβες μου, να με αναζωογονεί,
να διαποτίζει σαν το νερό της πηγής όλο το σώμα
και να το ελέγχει.
Και να φύγω εγώ, αυτό θα μείνει,
μαζί με την ψυχή μου θ’ ακολουθεί τον άνεμο
κι όπου βρίσκει αδικία θα την τρομάζει.
Κι εγώ θα περιμένω να ’ρθει κάποια στιγμή,
να με αγγίξει η αύρα της αγάπης του,
εκεί κάπου σ’ ένα δέντρο που κουρνιάζω,
σαν άγριο πουλί που με οδήγησε να ζω
ένα άπιαστο όνειρο,
που πάντα στη ζωή μου θαυμάζω.
❀❀❀❀
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου