Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΓΟ




Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία. Μεγάλωσε σε μια προσφυγική γειτονιά, τότε που το παιχνίδι στους δρόμους ήταν τρόπος ζωής. Σπούδασε γαλλική και ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακό στη Σορβόννη, παρακολούθησε μαθήματα γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπεσανσόν, ιστορία της τέχνης στο Γαλλικό Ινστιτούτο και συμμετείχε για δύο χρόνια στα διεθνή προγράμματα Lingua. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στο Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων και τα τρία τελευταία χρόνια στο Ελληνικό Σχολείο των Βρυξελλών. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία, έχει επιμεληθεί δύο ντοκιμαντέρ και έχει γράψει τηλεοπτικά σενάρια.

Βιβλία 

(2017) Γέρση, Ψυχογιός 
(2017) Γέρση, Ψυχογιός - e-book (ePub)
(2014) Vinsanto, Ψυχογιός 
(2006) Το μυστικό του κόκκινου σπιτιού, Δέλτος 
(2004) Μαύρο κανταΐφι, Εμπειρία Εκδοτική 
(2001) Λελού, Εκδόσεις Καστανιώτη 
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα 
(2013) Ιστορίες του ονείρου και της φυγής, Παράξενες Μέρες

ΛΕΛΟΥ




Αργυρώ Μαργαρίτη - Λελού, Τέσσερις ιστορίες 

Εκδόσεις -Καστανιώτη 

Χρονολογία Έκδοσης -Οκτώβριος 2001 
Αριθμός σελίδων 136 
Διαστάσεις -21x14 
ISBN-13 978-960-03-3145-5, 

Τέσσερις ιστορίες ζωντανεύουν στο βιβλίο αυτό. Κοινό σημείο αναφοράς των κατοίκων η αμετάκλητη εγκατάλειψη της πατρίδας. Καθημερινές σκηνές οι καβγάδες, το κουτσομπολιό, η πονηριά της αγραμματοσύνης, οι έρωτες, τα παθιασμένα αισθήματα, οι δολοπλοκίες, τα τραγούδια του Στέλιου και της Μαρίκας, τα μοναδικά γλέντια
❀  ❀

Υπάρχει λοιπόν μια γειτονιά, στην ουσία ένας μικρός δρόμος, η Νικαίας, με σπίτια σιαμαία, χωρίς κήπους, κολλημένα το ένα πάνω στ' άλλο. Σαν το παλιό ελληνικό σινεμά, εικόνες γνωστές, ατάκες μνήμης χιλιοειπωμένες, πάντα φρέσκες, καλά διατηρημένες, χάρη στη δυναμική της επαναφοράς. Η ανεξίτηλη οσμή των ήχων. Ένα πρωί, στη γειτονιά έκανε την εμφάνισή της η Λελού. Μαύρο ταγέρ με δαχτυλίδι μέση, γάμπες τυλιγμένες στο μετάξι, σκούρο βέλο που άφηνε ελεύθερο το κόκκινο στόμα. Αγόρασε το δίπατο της Αννέτας της συχωρεμένης. Κεραυνός στη Νικαίας! Τι θέλει μια παστρικιά, έστω πολυτελείας, ανάμεσα στους τίμιους νοικοκυραίους; Πώς μπορούν να μπερδευτούν τα παριζιάνικα αρώματα με τις τσίκνες της γκαζιέρας; Ένα ξένο σώμα ήτανε -κορμί που κόλαζε άγιο, μα την αλήθεια- που ήρθε στη γειτονιά, απλώς για να επαληθευτεί ο χρησμός της συνεκτικότητας μέσα από ένα γλέντι σαν εκείνα που σίγουρα οργάνωναν οι μυημένοι στα αρχέγονα ελληνικά μυστήρια. Τέσσερις ιστορίες ζωντανεύουν στο βιβλίο αυτό. Κοινό σημείο αναφοράς των κατοίκων η αμετάκλητη εγκατάλειψη της πατρίδας. Καθημερινές σκηνές οι καβγάδες, το κουτσομπολιό, η πονηριά της αγραμματοσύνης, οι έρωτες, τα παθιασμένα αισθήματα, οι δολοπλοκίες, τα τραγούδια του Στέλιου και της Μαρίκας, τα μοναδικά γλέντια. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)


Απόσπασμα 

Πάντα είχα την αίσθηση, λοιπόν, πως τα τραγούδια έχουν μυρωδιά. Όχι όλα, κάποια. Μια μυρωδιά που ξετυλίγεται, ξεδένεται απ’ τα λόγια, τη μουσική και δεν τη νιώθεις με τα ρουθούνια αλλά μπαίνει κατ’ ευθείαν στην καρδιά, μπερδεύεται στο αίμα, κάνει το δέρμα ν’ ανατριχιάζει και το μυαλό να χάνεται.

Είναι κάποια τραγούδια, που λες, που μυρίζουν κρασί και τσιγάρο, σε μεθάνε, σε ζαλίζουν κι η κάπνα σού φέρνει δάκρυα στα μάτια. Μυρίζουν ιδρώτα κι αγωνία, γι’ αυτό και θέλεις να σηκωθείς, να φέρεις δυο βόλτες, να ξεπλύνεις τις ματωμένες αισθήσεις, να λευτερωθείς.

Είναι και κάποια άλλα, που μυρίζουν άσκημα. Μια μπόχα, μια αναγούλα. Οσμές απόρριψης, ένας κύκλος κλειστός εσύ, κι αυτά απ’ έξω.



Θα σου πω, λοιπόν, να καταλάβεις, γιατί κάποια τραγούδια, σπασμένο γυαλί, τα ακούω και χάνομαι ή τα αποστρέφομαι , φτύνω τη στυφή τους γεύση, τη βαριά οσμή τους.


❀  ❀ ❀  ❀


Μαύρο κανταΐφι





Αργυρώ Μαργαρίτη - Μαύρο κανταΐφι
Ενίοτε ξανθό, σπανίως κοκκινότριχο, Βαγγέλη μου...: Μυθιστόρημα
Εκδόσεις - Εμπειρία Εκδοτική
Χρονολογία Έκδοσης -Μάιος 2004
Αριθμός σελίδων - 208
Διαστάσεις -21x14
Επιμέλεια -  ΓΙΑΝΝΟΥΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
ISBN-13 978-960-417-063-0


Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το τέλος. Δύο γυναίκες, η Κατίνα και η Κατερίνα, εμφανίζονται μαζί, για πρώτη φορά, ως τα μοναδικά πρόσωπα μιας ιδιότυπης παράστασης. Μοναδικό σκηνικό ένας καθρέφτης με δύο όψεις. Η μια πλευρά του είναι παραμορφωτική. Μπροστά σ' ένα κοινό επιλεγμένο από τις ίδιες, συγκρούονται, αυτοσαρκάζονται, ξεγυμνώνουν την ύπαρξή τους, χλευάζουν η μία την άλλη, αναζητούν ταυτότητα στη σχέση τους. Δύο ασύνδετες φαινομενικά ιστορίες, γεμάτες πάθη ερωτικά και τραύματα καλά κρυμμένα. Δυο γυναίκες ανόμοιες, με βίους παράλληλους, στον ίδιο δρόμο. Μόνο κοινό τους στοιχείο το οριακό εκείνο σημείο της ηλικίας όπου μια γυναίκα καλείται να αποφασίσει αν θα συμφιλιωθεί με κάθε πτυχή του εαυτού της, είτε αυτό αρέσει στους άλλους είτε όχι. Γι' αυτό και γίνεται ευάλωτη. Ο καθρέφτης δεν παραμορφώνει πια την πραγματικότητα. Απλά την καθρεφτίζει.

Αποσπάσματα 

i.

Βαγγέλη μου

Συγχύστηκα πάλι…


Μωρέ, θα τα πετάξω όλα. Όχι μόνο βαρέθηκα να τα βλέπω, σιχάθηκα και το ξεσκόνισμα. Αν κοτάει ο Μπάμπης, ας πει καμιά κουβέντα. Μασούρι θα τα κάνω και μην αρχίζεις πώς εκφράζομαι που είμαι μια κυρία. Αν πει κιχ, τα σπάω όλα ή μάλλον, καλύτερα, παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, κύριε Ευάγγελε.* Τώρα που έχω γκόμενο στα σκαριά;
Στη Δόμνα θα τα πω όταν θα είμαι έτοιμη. Όταν θα συντελεστεί και το απονενοημένο, γιατί θα με προγκίξει και θα μου προξενήσει ανάβληση. Τέλος πάντων έπαθα παρεκτροπή και εξέρχομαι του κυρίως θέματος. Πρώτα θα εκσφενδονίσω στο απορριμματοφόρο τις παλιαντζούρες της κωλόγριας.** Σιγά τις αντίκες! Αλλά η δίδυμος αδελφή της Λερναίας Ύδρας μου τις έφερε την ημέρα που έστρωνα το κρεβάτι του γάμου μου. 
«Ξέρω πως σου αρέσουν τα παλιά γι αυτό τις αποχωρίζομαι. Εγώ ξέρω τι μου θυμίζουν ... Αλλά, για σένα ... δώρον γαμήλιον». 
Ακούς εκεί, Βαγγέλη, το αχαμνοειδές ερείπιο, η μετουσίωση του μεταξοσκώληκα σε νυχτερίδα ... Το κατάπια, λόγω της ημέρας* κι είπα κι ευχαριστώ. Τα στόλισα, μάλιστα, μόνη μου. Μη ξεράσω ... Είχα σκοπό κάποια μέρα να τα καταχωνιάσω, να τους αλλάξω θέση, να τα βάλλω, έστω, στο γραφείο του Μπάμπη. Όμως, δεν μου προέκυψε. Τα αντικείμενα, Βαγγελάκη, διεκδικούν τη θέση τους. Τα προστατεύει το αντικειμενικό ενοικιοστάσιο. Έμειναν εκεί δεκαπέντε χρόνια τώρα. Στα άλλα δωμάτια προβαίνω εις αλλαγήν διαρρύθμισης κάθε τρεις και λίγο. Παρεκτός το σαλόνι. Δεν μπορώ να μετακινήσω, βλέπεις, τον τετραθέσιο, ούτε τον τοίχο πίσω του. 
Αυτόν, τώρα, θα τον γκρεμίσω. Όχι όλον. Σε διάφορα σημεία μόνο. Θ’ ανοίξω τρύπες τεράστιες. Να μη μπορεί κανείς να κρεμάσει ουτ’ ένα πίνακα.
Ακούς εκεί ... « δεν μπορώ να τ’ αποχωριστώ , εγώ ξέρω τι μου θυμίζουν ... ». Να σου πω εγώ τι σου θυμίζουν, βρωμογραϊδιο. Μια ιεροσυλία, ένα μαλλιοτράβηγμα, άστο κάτω, μωρή, εγώ το είδα πρώτη. Το ξεπουπούλιασμα της Μαντάμ Ορτάνς. Στολίδια ενός ανέραστου κοριτσιού.

*Ατάκες του Αντωνάκη, στο «Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»
** το πεθερικό, βεβαίως βεβαίως
❀  ❀ ❀  ❀
ii.
Μικρέ μου Βαγγελάκη
Δέσου με κόκκινη κλωστή, ένεκα που θα παραμυθεύσω

Μια φορά, λοιπόν, και έναν ανεπιστρεπτί καιρόν ήτο μία μικρά κορασίς, ονόματι Κοκκινοσκουφίτσα. Ένεκα που ήτο ηρωίς παραμυθιού, είχε κανει αντίληψις πως λόγω που όλα συμβαίνουν μίαν και μόνην φοράν και εις έναν συγκεκριμένον καιρόν, όφειλε να λάβει αποφάσεις ως προς το ελαφρώς υπέρ της, δεδομένου ότι τα πάντα ρει ταχέως πως και επομένως τρέξτε να προλάβετε. Η συνειδητοποίησις τής εσυνέβη όταν πρωίαν τινά ανοίγουσα την ενδουλάπα της διά να επιλέξει ένδυσιν, έπαθε μίαν κατάπληξιν διαπιστώσασα ότι όλα τα ρούχα της ήσαν τα αυτά ομοίως και απαραλλάχτως πανομοιότυπα. Ήτοι ερυθρόν σκουφίον μετά ασορτί μπερτός και φουστός. 
Προς τι η επιλογή; Διατί εβίωνε ψευδαίσθησιν ότι είχε ελευθερία βούλησις αφού το σενάριο έλεγε το και το απαρεγκλήτως; 
Το κοράσιον συνεσυγχίσθη τα μάλα, έχωσε τα ρούχα εκεί που όλοι ξέρουν, ήτοι εις τον κάδον των απορριμμάτων και ουχί εκεί που πηγαίνει το χυδαίον μυαλό σας, Ευάγγελε, ένεκα που συγγράφω παραμύθι και ουχί σοφτ πορνό. Εν συνεχεία εφόρεσε τζην πορτοκαλί με καφέ βούλας, εν υποκάμισον με κίτρινα και πράσινα τετραγωνίδια και κάλτσες ριγέ με ρίγας ερυθράς, μελανάς και λευκάς. Μετά τον ενδυματολογικόν αχταρμά εξήλθε έξω εις τον κήπον και εστάθη πλησίον μερμηγκοφωλεάς. Εξετάσασα καχυπόπτως το πεδίον και βεβαιωθείσασα ότι ουδείς την παρετήρει, έβγαλε εκ της τσεπός της σακουλίδιον με κρυσταλλίζουσαν σκόνην την οποίαν και εσκόρπισε τήδε κακείσε. Εντός ολίγου πλήθος μερμήγκων αδηφάγων ενεφανίσθη, το κοράσιον με έμπειρον βλέμμα τα υπολόγισε εις τα μισά της χιλιάδας, θα τα κονομήσουμε γερά σήμερα, εσκέφθη εις άπταιστον δημοτική, και λαμβάνουσα λίθον ευμεγέθη, ήρχισε να φονεύει μανιωδώς τους ανυποψίαστους συλλέκτας σακχάρεως.

❀  ❀ ❀  ❀
iii

Η μαμά ποτέ δεν κατάλαβε γιατί μου άρεσε να φωτογραφίζω παράθυρα. Ένα μισόκλειστο παραθύρι σε προκαλεί να κρυφοκοιτάξεις. Μια κουρτίνα κεντημένη σου φωνάζει να την τραβήξεις να μπει φως, να δεις και συ το δωμάτιο. Ένα παράθυρο μπορεί να σου πει πολλά για τους ενοίκους του σπιτιού, ειδικά αν έχει μια γλάστρα στο περβάζι του. Όταν οι μάρτυρες κατηγορίας θα μισανοίγουν το παράθυρο για να κάνουν οι άλλοι μπανιστήρι στον έκλυτο βίο του νεκρού, η Νικούλα θα παρατηρεί προσεκτικά τα παράθυρα της αίθουσας που διεξάγεται η δίκη. Γυμνά, χωρίς παντζούρια, με κάτι βαριές κουρτίνες, που ίσως κάποτε να ήταν κίτρινες.
Η αίσθηση και το νόημα της ύπαρξης των παραθύρων αλλάζει εντελώς, ανάλογα με το πού βρίσκεσαι. Όταν είσαι έξω από το σπίτι, το παράθυρο προστατεύει τον ιδιωτικό χώρο από τα αδιάκριτα μάτια σου. Όταν, όμως, κάθεσαι μέσα σ’ ένα δωμάτιο, το παράθυρο γίνεται πλαίσιο που τελαρώνει το τοπίο καθορίζοντας τα όρια του θεάματος. Τόσο θα βλέπεις, δεν έχει παραπάνω. Από ένα παράθυρο μπαίνεις σαν κλέφτης και βγαίνεις σαν δραπέτης. Είναι σημαντικό για τη Νικούλα να ελέγξει τα πόμολα, για να ξέρει πότε μπορεί να πηδήξει. Θα πάρει και τον πατέρα της μαζί. Όχι αυτόν που αρρωστημένα σκιαγραφείται από τα λόγια των άλλων, αλλά εκείνον που ήξερε αυτή. Τον τέλειο συνοδό, τον άντρα το δυνατό που μπορούσε όλα να τα κάνει για το χατίρι της. Τη μεγάλη αγκαλιά που σε κοίμιζε, το σίγουρο βλέμμα που σε εξασφάλιζε.
❀  ❀ ❀  ❀
Το μυστικό του κόκκινου σπιτιού


Αργυρώ Μαργαρίτη - Το μυστικό του κόκκινου σπιτιού
5ο επίπεδο
Ξενόγλωσσος τίτλος - GREEK EASY READERS
Εικονογράφηση -  Μαρία Θειοπούλου
Εκδόσεις - Δέλτος
Χρονολογία Έκδοσης -  Δεκέμβριος 1999
Αριθμός σελίδων  - 96
Διαστάσεις - 17x12
ISBN-13 978-960-7914-13-2,



Σε μια επαρχιακή πόλη ένας άνδρας καταδικάζεται για τη δολοφονία τεσσάρων γυναικών. Ο ίδιος φωνάζει ότι είναι αθώος. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η ξεχασμένη ιστορία ξαναζωντανεύει. Ένα μυστηριώδης εισαγγελέας, η παράξενη αδελφή του και ένας νέος φόνος. Το παλιό κόκκινο σπίτι κρύβει καλά τα μυστικά του.

Οι "Ιστορίες σε απλά ελληνικά" είναι πρωτότυπες και απλές. Δίνουν στον σπουδαστή τη δυνατότητα να διαβάσει ένα κείμενο χωρίς τη βοήθεια του λεξικού. Έχουν λεξιλόγιο στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, καθώς και ασκήσεις με τις λύσεις τους.


❀  ❀ ❀  ❀



Vinsanto -Το κρασί της λάβας




Αργυρώ Μαργαρίτη - Vinsanto , Το κρασί της λάβας
Εκδόσεις - Ψυχογιός, 2014
Χρονολογία Έκδοσης - Οκτώβριος 2014
Αριθμός σελίδων - 488
Διαστάσεις - 21x14
Επιμέλεια  - ΓΕΩΡΓΟΣΤΑΘΗ ΕΛΕΝΗ
ISBN  - 978-618-01-0731-9,


Ένα παράξενο γράμμα, μισό στα πορτογαλικά, το άλλο μισό ανορθόγραφα ελληνικά, που αναφέρεται σε έναν αμύθητο θησαυρό, γίνεται αφορμή να βγουν στην επιφάνεια ψέματα σκεπασμένα από τη λάβα. Εκεί, λοιπόν, στο νησί με το κοιμισμένο ηφαίστειο, θαμμένοι ναοί από την εποχή της έκρηξης κρύβουν τον θρύλο που μπολιάζει πάθη και οπλίζει χέρια. 
Κορυφαίοι του χορού η αλλοπρόσαλλη Νίνα και ο Ζοζέ με το μαυριτάνικο αίμα, που κουβαλούν μυστικά πλεγμένα με μύθους. Η όμορφη Κάρμεν και ο παθιασμένος αρχαιολόγος της, βουτηγμένοι σε έναν έρωτα που ψεύδεται κι απογειώνεται. Κι εκείνο το κάθαρμα ο Σπύρος, που δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει το παράξενο γράμμα, γι' αυτό και σέρνεται στο κυνήγι ενός θησαυρού χωρίς να γνωρίζει το τίμημα. Ψηλά, στο μοναστήρι του Αϊ-Σύκα του Παλαβιάρη, ένας μυστηριώδης ηγούμενος που ξέρει αλλά δεν μπορεί να μιλήσει. Όλοι τους μεθυσμένοι απ' το κρασί της λάβας, το βισάντο, λιωμένο ρουμπίνι φυλακισμένο για χρόνια στα βαρέλια. Ίσως γι' αυτό τα πρόσωπα δεν έχουν τον έλεγχο. Γιατί το βισάντο το φτιάχνει ο ήλιος και το ηφαίστειο. 
Ίντριγκες, παθιασμένοι έρωτες, ανεξήγητοι θάνατοι και φονικά, ακριβά όνειρα και προδοσίες. Ένα βιβλίο που θα μπορούσε να είναι οδοιπορικό στο ωραιότερο νησί του κόσμου, ερωτικό γιατί τα κορμιά δεν ντρέπονται όταν σφαδάζουν πλεγμένα πάνω στα βότσαλα, μυστηριώδες αφού κανείς δεν περιμένει αυτό που ξετυλίγεται σε κάθε σελίδα.

Vinsanto ή βινσάντο ή βισάντο 


Είναι το παραδοσιακό γλυκό κρασί της Σαντορίνης, που παράγεται από τα «λιαστά» σταφύλια του νησιού κι έχει βαθύ μπρούτζινο χρώμα.

Η προστατευόμενη εμπορική επωνυμία του κρασιού είναι Vinsanto, ενώ στην ελληνική αγορά συνοδευτικά μπορεί να αναγράφεται με γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, δηλαδή Βινσάντο. Στη ντοπιολαλιά συχνά αναφέρεται ως βισάντο.

Το κρασί Vinsanto θεωρείται συνεχιστής των «πάσσων», όπως ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι λιαστοί οίνοι, για τους οποίους φημίζονταν τα νησιά του Αιγαίου.

Έχουν επικρατήσει δύο θεωρίες για την προέλευση του ονόματος. Η πρώτη υποδηλώνει την γεωγραφική καταγωγή του κρασιού [vino di Santorini (ιταλικά): οίνος από την Σαντορίνη]. Η δεύτερη θεωρία αναφέρεται στη χρήση του κρασιού για την Θεία Ευχαριστία [vino santo (ιταλικά): άγιος οίνος].



Απoσπάσματα 

i. Πρόσφερε ο άγγελος στον Παντελεήμονα να γευτεί χαρούπια που μύριζαν ζάχαρη και κανέλα, τρυφερούς μίσχους σπαραγγιών, την πικράδα βολβών, που μάτωσε τα δάχτυλα για να τους ξεριζώσει, μια φούχτα τσάγαλα, θυμαρίσιο μέλι. Σαν τον μάγο που βγάζει θάματα και πράματα απ’ το σακούλι του, ο άγγελος αράδιαζε στα θαμπωμένα μάτια τις γήινες ομορφιές που αιώνες των αιώνων πριν ο Δημιουργός ονειρεύτηκε. Τι άλλο έφερες, ρωτούσαν τα μικρά αγγελάκια που δεν είχαν βγάλει ακόμα φτερά στην πλάτη τους.  Κι εκείνος ακούμπησε στα πόδια του Πλάστη πέντε κούπες. Η μια γεμάτη θαλασσινό νερό, η άλλη ποταμίσιο, η τρίτη γεμάτη ψιχάλες βροχής, η τέταρτη γλυφό νερό πηγαδιού, η τελευταία δροσοσταλίδες. Και συγκινήθηκε ξανά ο Μεγαλοδύναμος σαν γεύτηκε και θυμήθηκε. 
Ύστερα ο άγγελος στάθηκε λίγο ταραγμένος. Έκανε να φύγει να ξεκουραστεί, μα κάτι ακόμα ως φαίνεται υπήρχε στο σακούλι. Κι έβγαλε ο άγγελος ένα φλασκί και γέμισε μιαν άδεια κούπα με λιωμένα ρουμπίνια. Μια μυρουδιά πρωτόγνωρη ξεχύθηκε σκεπάζοντας τις άλλες. Αρώματα φουντουκιών και ροδάκινου ανάκατα με υπόνοιες κερασιών και κάστανου. Πρώτος δοκίμασε ο Άρχοντας του κόσμου , πλατάγιασε τη γλώσσα Του παραξενεμένος κι από μια σταγόνα γεύτηκαν οι άγγελοί Του. Τι είν’ αυτό το θάμα και δεν το θυμάμαι; Πότε το ‘φτιαξα; Ο άγγελος δίπλωσε αμήχανος το άδειο πια σακούλι, δίσταζε. Δεν είναι δικό σου δημιούργημα, Πατέρα, μα των ανθρώπων. Θαύμασε ο Παντοκράτορας, και πώς το λένε; Είναι κρασί, το φτιάχνουν απ’ τα σταφύλια Σου….
❀  ❀ ❀  ❀
ii.Ντρεπόταν. Θα ‘ναι προσεχτικός μαζί της, ορκίστηκε να βάλλει φρένο στο κορμί του που εδώ και ώρα σκύλιαζε. Ξεπέζεψαν στην αυλή του σπιτιού, πήγε να την πάρει αγκαλιά να τη βοηθήσει να κατέβει, να την αγγίξει λαχταρούσε, μα το κορίτσι έδωσε μια και πήδησε μοναχό του. Την είδε να μαζεύει το μακρύ φουστάνι, ν’ ανεβαίνει τρεχάλα τα σκαλιά, εκείνος κάθισε στο πεζουλάκι, άναψε τσιγάρο, το επέτρεπαν οι περιστάσεις, περίμενε.
Νίνα, φώναξε σε λίγο. Καμιά απάντηση. Άναψε δεύτερο. Νίνα, να έρθω; Στο τρίτο έκανε να σηκωθεί. Την φανταζότανε γυμνή κάτω απ’ τα σκεπάσματα, τα μαλλιά της ξέπλεκα, τα μάτια κάρβουνο, το στόμα μέλι, το αίμα τινάχτηκε να σκίσει τις φλέβες, το μυαλό πλημμύρισε θολή λαγνεία, και την είδε ξαφνικά μπροστά του να προβάλει στο μισοφώτιστο άνοιγμα της πόρτας, ίδια η ξωτικιά του. Τα πόδια γυμνά, φορούσε ακόμα  το λευκό της νυφικό, το πέπλο, κρατούσε τα λουλούδια του. Ήταν η νύχτα δροσερή, το φεγγάρι τρύπα χρυσή, το κορίτσι του όμορφο, με κείνο το φευγιό στα μάτια, η τοιχογραφία της ταβέρνας ολοζώντανη. Η Νίνα του χαμογέλασε και πηδώντας σαν κατσίκι, κατρακύλησε στην κατηφορική πλαγιά. Ο Χοσέ την ακολούθησε, τα ‘χε χαμένα. Δυο τρεις φορές σκόνταψε, εκείνη αερικό, τα νυφικά πέπλα να κυματίζουν γύρω απ’ το κορμί της, φιγούρα απόκοσμη, δεν κατάφερνε να την προφτάσει. 
Την είδε να φτάνει στη θάλασσα, ξυπόλυτη, κι έτσι βιαστική σαν αέρας, χωρίς τίποτα να ανακόψει την ορμή της, την είδε ο Χοσέ, ν’ αγγίζει το νερό, άνοιξε το κύμα να τη ρουφήξει, χάθηκε από τα μάτια του. Βούτηξε κι αυτός ίσαμε τα γόνατα. Το γαμπριάτικο παντελόνι βράχηκε μα δεν ήταν ώρα να σκέφτεται τέτοια. Νίνα, ούρλιαξε, Νίνα, πού είσαι… Σαν τρελός. Έψαχνε μάταια, ψαχούλευε με τα χέρια, η θάλασσα γλιστρούσε στα δάχτυλα, Νίνα μου, Μαντόνα μία, έκανε βουτιές, πνίγηκε, την έχασα, έβγαζε κραυγές, τις απεγνωσμένες του ζώου, κλώτσαγε τα νερά, τα μάτια του τσούζανε, αλάτι και δάκρυα, η σιδερένια μπάλα στροβιλίστηκε τρεις φορές και του σκόρπισε τα μυαλά στα βράχια και ξαφνικά, εκείνη αναδύθηκε δίπλα του. Ένα θαλασσινό ξωτικό, τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε έξω. 
Ήταν ο φόβος του αναπάντεχου, ήταν το φεγγάρι που στράγγιζε φως στο βρεγμένο κορμί της, ήταν το λευκό της φόρεμα, αλλιώτικο, δίχτυ ασημένιο, που τη έντυνε με μια υδάτινη διαφάνεια, ένα ολόχρυσο γιορντάνι στο λαιμό, δεν το ‘χε προσέξει, δε θυμόταν να το φορούσε πριν, μου το χάρισε η Κυρά, απάντησε στην άφατη ερώτηση, μου ‘δωσε το φουστάνι της, μου το δάνεισε, ο πόθος τον τρέλανε, ξέχασε τους όρκους για τρυφερότητα, την άρπαξε βίαια και την πέταξε στα μαύρα βότσαλα. Ενώθηκαν με το καυτερό πάθος του ένστικτου, γευτήκανε δονήσεις οδυνηρές, δυο πλάσματα μονάχα τους στον κόσμο ολόκληρο, το ηφαίστειο ζήλεψε, έριξε μια λάβα και τους έκαψε

Συνέντευξη για το βιβλίο εδώ 

❀  ❀ ❀  ❀
Γέρση - Είσαι το κόκκινο στο αίμα μου


Αργυρώ Μαργαρίτη - Γέρση , Είσαι το κόκκινο στο αίμα μου: Μυθιστόρημα
Εκδόσεις - Ψυχογιός, 2017
Χρονολογία Έκδοσης - Απρίλιος 2017

Αριθμός σελίδων - 568
Διαστάσεις - 21x14
Επιμέλεια - ΓΕΩΡΓΟΣΤΑΘΗ ΕΛΕΝΗ
ISBN -  978-618-01-1903-9,


Ένας έρωτας παραμυθένιος το μυθιστόρημα αυτό, μπερδεμένος στις κλωστές της Ιστορίας, τότε που θέλησε να δοκιμάσει τις αντοχές της προδοσίας, τη δύναμη της φωτιάς. 

Σαν τα παραμύθια της Χαλιμάς, οι ζωές μπερδεύονται με το καβουρντισμένο κύμινο και το πετιμέζι, Ρωμιοί και Τούρκοι, κιμπάρηδες και ραχατλήδες, ηγέτες ξιπασμένοι, ανίκανοι, παθιασμένοι, αδιάφοροι. Ο χορός των ζεϊμπέκηδων, οι ατμοί του χαμάμ, τα προσκοπάκια στο Αϊδίνι, μυστικά και καταχωνιασμένες αμαρτίες, προδοσίες, φονικά, ένα γυμνό κορίτσι κρεμασμένο ανάποδα, ο Αχέροντας να καταπίνει φαντάρους, στην Αλμυρά Έρημο να ξεραίνονται οι κόκκινες μηλιές, οι ατμοί του χαμάμ να θολώνουν τις ζωγραφιές. 

Η Γέρση μεγάλωσε στη Σμύρνη, αρχοντοπούλα αναντάμ μπαμπαντάμ, στη θωριά της σου κοβόταν η ανάσα. Περήφανη και ξιπασμένη, μαστίγωνε τις δούλες της μπας και τις κάνει φιλενάδες. Λουζόταν στο χαμάμ, όταν την είδαν ξαφνικά τα δυο καρντάσια, ο Γιώργης κι ο Σελίμ, κι ήρθε ο έρωτας να σπαράξει τη σάρκα, να ξεπαστρέψει, να μαγέψει. 

"Τι είμαι για σένανε, Γιώργη Καραδάμογλου; Αυτό μόνο... πρέπει να ξέρω..." 
Το άλογο χρεμέτισε χτυπώντας την οπλή του σε μια πέτρα που εξείχε, ο αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Ο Γιώργης έχωσε τα μάτια στα τσίνορά της, ζυγίστηκε πάνω τους, ισορρόπησε, κρεμάστηκε. Βούλιαξε στο υγρό βλέμμα, φοβήθηκε μη γίνει δάκρυ και τον πνίξει, τσούλησε στην κατηφόρα της μύτης να σωθεί, χώθηκε στα ρουθούνια να ρουφήξει την οσμή της. Στα χείλη παραδόθηκε. Τα λευκά της δόντια τον γεμίσανε πληγές καθώς θυμήθηκε τη νύχτα τους. Εδώ που φτάσανε, δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να της πει την αλήθεια. Πήρε το χέρι της, έσκυψε κι απόθεσε στη φούχτα της ένα φιλί. 
"Εσύ, ομορφιά μου, είσαι το κόκκινο στο αίμα μου..." 
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για τις ημέρες αίγλης και δόξας της Σμύρνης πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή!


Αποσπάσματα 

 i.
Ο Γκεβετζέ Αχμέτ στάθηκε μπροστά στο τεκνέλ, έβγαλε το γιαταγάνι του και το έσυρε πάνω στον κορμό. Αυτό το δέντρο κάποιος που δεν ήξερε θα το περνούσε για αγριελιά. Κι αν πρόσεχε καλύτερα, θα έβλεπε πως τα φύλλα του είναι πιο στρογγυλά, σαν της δάφνης. Δεν είναι δέντρο σαν όλα τα άλλα. Είναι μαγικό. Φοβερό και ιερό. Είναι το δέντρο του θανάτου. Οι ζεϊμπέκηδες το τιμούν, ακονίζουν σ’ αυτό τα σπαθιά τους όχι γιατί δεν μπορούν να το κάνουν αλλού, αλλά γιατί τα ποτίζουν  δύναμη στο χυμό που έρχεται από τα έγκατα της γης, γίνεται το σπαθί ανίκητο, σου λέει με το που το βλέπει ο οχτρός λαβώνεται από μόνος του.
Στους ορεινούς τόπους που ζει το τεκνέλ, δεν πατάει ψυχή παρά μόνο ο Χάροντας με το δισάκι του γεμάτο πεθαμένους. Ο άντρας έμεινε ορθός κάμποση ώρα. Η νύχτα τον έκρυβε, το δέντρο δίπλα του φίλος καρδιακός, τι να σου κάνω, καρντάσι μου, άδικος ο ντουνιάς, οι γυναίκες πουτάνες, παρεκτός τη μάνα σου. Το μυαλό του Γκεβετζέ Αχμέτ γέμιζε λαχτάρα που κυλούσε στο λαιμό και δεν του επέτρεπε ν’ ανασάνει, κατηφόριζε στην καρδιά και τον ημέρευε κι απέ ανηφόριζε ξανά στο μυαλό γεμάτη μπαρούτι και τονε σκότωνε.

❀  ❀ ❀  ❀
ii. 
Σάββατο 13 Αυγούστου, αξημέρωτα
Είναι ένα βουνό Ακάρ Ντάγ το λένε. Δύσβατο, με φαράγγια απόκρημνα, βράχια μυτερά, πουρνάρια αγκαθωτά, πυκνοφυτεμένο, δύσκολο να περάσεις ανάμεσα από τα δέντρα τα άγρια. Χωρίς μονοπάτια φανερά, ο κίνδυνος να παραφυλάει παντού. Και είχε καθίσει, που λες, ο ελληνικός στρατός στα ριζά του και δεν είχε βάλει μητ’ ένα φρουρό για τα μάτια. Γιατί, σου λέει, αφού δεν μπορούμε να το διαβούμε εμείς, κανείς άλλος δεν είναι άξιος να το πράξει. Φρουρό το βλέπανε που φυλάει τα νώτα τους.
Μόλις έπιασε να βραδιάζει, ξεκινήσαν οι τουρκαλάδες, δυο μεραρχίες ολόκληρες, από τα τρεις χιλιάδες αλόγατα που διέθετε το ιππικό βάλαν μπροστά καμιά πεντακοσαριά, τους δέσαν πανιά στις οπλές, πήραν μαζί τσομπαναραίους που ξέραν από μυστικές ατραπούς και, σιωπηλά, διαβήκαν το αφύλαχτο βουνό, στοχεύοντας τα ακάλυπτα νώτα των ρεμπεσκέδων. Όλη τη νύχτα βαδίζανε σε φάλαγγα ανά άνδρα και ανά ίππο, οι ξυλοκόποι ν’ ανοίγουν ξεχασμένες ατραπούς,  χωρίς μιλιά, χωρίς τσιγάρο μήτε νερό, ένα ολόκληρο ασκέρι να σκαρφαλώνει και να μην ακούγεται κιχ. Στα ριζά του Ακάρ Νταγ οι έλληνες φαντάροι κοιμόντουσταν κι ονειρεύονταν τα χωριά, τα χωράφια, τα ψαροκάικα, η γλώσσα να λαχταρά την υπέροχη στυφάδα της ρετσίνας. 
Εκεί τους πιάσανε, στον ύπνο. Αξημέρωτα. Με το που σκάσανε οι πρώτες οβίδες πεταχτήκανε αγγουροξυπνημένοι οι έλληνες, μήτε τον οπλισμό τους δεν προλάβανε να ζωστούν, το ιππικό τους ποδοπάτησε, ουρλιάζαν οι καβαλάρηδες, μπήγαν τις λόγχες στ’ αφύλαχτα κορμιά, πάλι αίμα, κεφάλια ανοιγμένα, ξανά μανά φωτιές, μπαρούτι, άντρες αλλόφρονες να τρέχουν πέρα δώθε, σαν τις κότες που τους έχουν κόψει το λαιμό και χοροπηδούν άτσαλα. Εφιάλτης είναι, ακόμα κοιμόμαστε, είναι που έχουμε το στομάχι αδειανό και την ελπίδα μαδημένη. Κρύβονται στα ορύγματα κι εκείνα τινάζονται στον αέρα σκορπίζοντας πόδια, χέρια, σώματα κολοβά. Τα φυλάκια καίγονται, η γης ανοίγει να ρουφήξει τα χωμάτινα παραπήγματα. Ο Μαύρος Βράχος της πόλης του χασισιού βλέπει τα χάσκοντα ορύγματα να γεμίζουν με τα πτώματα των ρωμηών, τους ζωντανούς να το βάζουν στα πόδια σαν τις αφηνιασμένες αγέλες άγριων ζώων. Κι ύστερα έπεσε μια βροχή, γέμισε το βουνό λάσπες, χυθήκαν αυτές στο πεδίο της μάχης, είπαν ως φαίνεται οι αρχαίοι θεοί των Ελλήνων να σκεπάσουν τους νεκρούς.
Και ήταν στ’ αλήθεια ετούτο το κακό μια μονάχα μυρωδιά από τον καπνό της φωτιάς που τα πάντα θα αποτέφρωνε σε λίγες μέρες. Άνοιξε τις ρουφήχτρες ο Αχέροντας να καταπιούν έναν πανάρχαιο, λαμπερό πολιτισμό και τον λαό του.

❀  ❀ ❀  ❀
iii
Ο Σελίμ βρισκόταν πάνω από ώρα στην καλύβα. Το κορίτσι κοιμότανε ήσυχα κι αυτός μπορούσε να ρουφάει την ομορφιά της για πρώτη φορά όσο ήθελε. Είχε ακουμπήσει παράμερα το σπαρματσέτο και το λιγοστό φως άγγιζε τα μαλλιά της, το δέρμα της, δίνοντας απόκοσμη υφή στην ακριβή του. Όταν την είδε να ξυπνάει, του φάνηκε πως ένα λουλούδι άνοιγε τα πέταλα και βιάστηκε να εισπνεύσει την οσμή. Ο τρόμος στα μάτια της, η κραυγή, τον συνέφερε.
«Κόρκμα…»
Της έκλεισε το στόμα με το χέρι, όσο γινόταν πιο απαλά, η επαφή με το κορμί της τονε τίναξε, δύσκολα κατάφερε να βάλει γκέμια στην τρέλα του. 
«Μη φωνάζεις, θα σε ακούσουν, σε κλέψανε, είμαι εδώ για να σε σώσω…»
Κράτησε το κεφάλι της στο στέρνο του, την άγγιζε, τη μύριζε, η λαχτάρα του έγινε λάβα, το αίμα του πύρωσε, τώρα μπορούσε να πεθάνει. Έσφιξε τα δόντια να ξαναβρεί την ψυχραιμία του. Μια λάθος κίνηση και όλο το σκέδιο του θα πήγαινε στράφι.
«Δε θα φωνάξεις, θα σε αφήσω… δε θα φωνάξεις, έτσι;»

Της μιλούσε στη γλώσσα της, παρόλο που θα προτιμούσε να της μιλάει στη δική του, γιατί η αντάρα της ψυχής του έβρισκε γαλήνη στις λέξεις της μάνας του. Μα είχε χρόνο. Αν όλα πήγαιναν καλά… Η Γέρση ένεψε καταφατικά. Δεν ήξερε τι γινόταν, παράπαιε ανάμεσα σε όνειρο και εφιάλτη, δεν είχε μνήμη. Μπερδεμένες εικόνες, αλλά αυτή η φωνή τής πρόσφερε σιγουριά. Τραβήχτηκε από τα χέρια του και αισθάνθηκε την απροθυμία να την αφήσουν. Ο Σελίμ της έδωσε το κανάτι και το κορίτσι ήπιε  με βουλιμία. Έβρεξε τα χέρια του και της έπλυνε το πρόσωπο. Το μαρτύριο συνεχιζόταν, την άγγιζε στα μάτια, στα χείλη, στα λαιμά. Ονειρεύτηκε προς στιγμή πως της έπλενε όλο το κορμί με ροδόνερο κι ένα ηφαίστειο ετοιμαζόταν να εκραγεί ανάμεσα στα λαγόνια του. Θύμωσε με τον εαυτό του, πετάχτηκε, άρπαξε το κανάτι κι ακούμπησε το στόμα του εκεί που λίγο πριν ακουμπούσε το δικό της. Χίλιες φορές είχε ονειρευτεί αυτή την επαφή, όμως δεν ήταν ώρα. Συνήλθε. Πήγε πάλι κοντά της, της εξήγησε. Οι ληστές των βουνών την αρπάξαν για να ζητήσουν λύτρα, επίτηδες δεν ειδοποίησαν ακόμα τον μπαμπά της, να πεθάνει αυτός από την αγωνία, να τους δώκει το βιος του ολόκληρο. Εκείνος ήξερε την οικογένειά της, είχε φάει στο σπίτι τους, η φιλοξενία ιερή, έτυχε να μάθει, δεν υπάρχει χρόνος να της πει λεπτομέρειες, μα ξέρει πως οι ληστές είναι άπληστοι, μπορεί να πάρουν τα λύτρα και να την κρατήσουν. Ο Εφές τους, τη λιμπίστηκε, τηνε θέλει για γυναίκα του. 

❀  ❀ ❀  ❀

Κριτική 



i. ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ -  ΓΕΡΣΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ



«Ήταν, που λες, μια φορά κι έναν καιρό, ένα κορίτσι τόσο όμορφο που ο ήλιος βιαζόταν ν’ ανατείλει και δίσταζε να πάει να δύσει, μόνο και μόνο για να τηνε βλέπει όσο μπορούσε πιότερο. (…) Κι ένα πρωί καθώς λουζότανε στο χαμάμ, πετούσαν ένας αϊτός κι ένας γύπας, τα ράμφη τους στάζαν φιλιά από γυναίκες που σπαράζανε για πάρτη τους, γραπώθηκαν στον τρούλο να πάρουν ανάσα, ένα γυαλί σπασμένο, σκύψανε να δουν και το κορμί τους σείστηκε, κουρσεύτηκε ο νους τους. Τα μάτια της κάρβουνα πυρακτωμένα, στο κορμί της η λυγεράδα της οχέντρας, στο κεμέρι της κεντρί σφήκας.» 

Ένα ερωτικό μυθιστόρημα με ιστορικό υπόβαθρο είναι το καινούργιο βιβλίο της Αργυρώς Μαργαρίτη που κυκλοφόρησε την άνοιξη από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Η υπόθεση εξελίσσεται στην πολύπαθη Μικρά Ασία και κυρίως στην αριστοκρατική Σμύρνη. Η Γέρση είναι η μοναχοκόρη του Λάζαρου Πασαλή, τη γέννηση της συνοδεύει ένα ανομολόγητο έγκλημα. Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος για να προστατέψει ό,τι έχει πιο ακριβό και πως αυτό θα το πληρώσει. Όμορφη και χαϊδεμένη η Γέρση, με ένα σωρό ανθρώπους γύρω της να τη φροντίζουν και να μην της χαλάνε χατίρι, γίνεται περήφανη και ξιπασμένη. Μέχρι που στα δεκαπέντε της έρχεται ο έρωτας.

Ποιο είναι άραγε το πιο ισχυρό συναίσθημα, αυτό της φιλίας ή εκείνο του έρωτα. Δυο φίλοι, ένας τούρκος και ένας έλληνας, έγιναν αδέρφια σμίγοντας τα αίματα τους. Μυστικό ανάμεσα τους δεν υπάρχει, ακόμα και πράγματα για τα οποία μπορεί να ντρέπονται, που βάζουν τη ζωή τους σε κίνδυνο, τα εξομολογούνται αναμεταξύ τους. Μέχρι που θα έρθει εκείνο το κορίτσι με το δέρμα της αλάβαστρο, τα μαλλιά της έβενος, το στόμα της κεράσι και θα τους χωρίσει. Το αίμα του καθενός θα εξατμιστεί από τον οργανισμό του άλλου, κι όπως οι δυο λαοί θα παλεύουν με όλα τα μέσα τα εγκληματικά να αποκτήσουν τη γη της ‘‘επαγγελίας’’ έτσι κι αυτοί οι δύο θα αγωνιστούν για να κερδίσουν τη γυναίκα, βάζοντας αρκετές φορές και την ίδια σε κίνδυνο. Μόνο που το κορίτσι έχει διαλέξει ποιον άντρα θέλει στο πλευρό του. Όμως δεν είναι σύμφωνος και ο περίγυρος. 

Μπροστά στα μάτια σου εξελίσσονται όλα τα δεινά των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας για το γόητρο των πολιτικών και κυρίως του βασιλιά που έσπρωξε το στρατό ως τα βάθη της Ανατολίας. Η εξάντληση του στρατού και οι σύμμαχοι που αλλάζουν κάθε φορά φιλίες ανάλογα με το ποιος τους εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα. Ο έρωτας, η προστυχιά, η περηφάνια, η τιμή, η κακία και η καλοσύνη. Τα μάτια του αναγνώστη γεμίζουν με εικόνες, όχι όμως όλες τις φορές ευχάριστες. Ένα βιβλίο με έντονη υπόθεση που αξίζει να συμπεριλάβετε σε αυτά που θα διαβάσετε φέτος το καλοκαίρι!
Μαίρη Β
http://artscript-gr.webnode.gr/


❀  ❀ ❀  ❀

ii.Γέρση. Είσαι το κόκκινο στο αίμα μου, της Αργυρώς Μαργαρίτη 
........................ 
Ένα πάντρεμα ιστορίας και παραμυθένιου ρομαντισμού αποτελεί το νέο βιβλίο της Αργυρώς Μαργαρίτη «Γέρση, Είσαι το κόκκινο στο αίμα μου». Η ιστορία εκτυλίσσεται στην αριστοκρατική Σμύρνη, από τις αρχές του 1900 έως και μετά το 1922, όταν συντελείται και το μεγάλο ολοκαύτωμα. Πέτρα του σκανδάλου είναι η Γέρση, μία πάμπλουτη αρχοντοπούλα μαγευτικής ομορφιάς. Ατίθαση και κακομαθημένη από μικρή, μαθημένη στη χλιδή, με κάθε επιθυμία της να είναι διαταγή, θα νιώσει την περιφρόνηση όταν οι δίδυμες τουρκάλες υπηρέτριες αρνούνται τη φιλία της. Τότε, το μαστίγιο γίνεται όργανο υποταγής στα χέρια της. Μάγισσα; Μαυλίστρια; Ξιπασμένη εγωίστρια; Όπως και να την χαρακτηρίζουν, κάτω από την αθωότητα που εκπέμπει η ομορφιά της, υπάρχει ένα αψεγάδιαστο κορμί που απαιτεί να «κουρσευτεί» σκορπώντας μίσος και φωτιά στο διάβα του ...
.............................. 
...Ο έρωτας, παγιδευμένος στη δίνη των εξελίξεων, αποτελεί τον πρωτεργάτη μιας ιστορίας που, παρότι διαδραματίζεται μέσα στη λαίλαπα του επερχόμενου πολέμου, στο τέλος θα κερδίσει, με την αμοιβαιότητα και τον σεβασμό που του αρμόζει. Μια σειρά από μεμονωμένες ιστορίες σαν παραμύθια, που ζητούν λίγη από την προσοχή μας, παρεμβάλλονται στα κεντρικά δρώμενα, προκειμένου να βοηθήσουν τον αναγνώστη να κατανοήσει την ανατολίτικη κουλτούρα αλλά και τον ψυχισμό των ανθρώπων που συμπληρώνουν ποικιλοτρόπως τον καμβά της εποχής. Ιστορίες που θα μπορούσαν από μόνες τους να αποτελέσουν ένα βιβλίο, άλλοτε φρικιαστικές και σοκαριστικές, άλλοτε διδακτικές.
Η γλώσσα της Μαργαρίτη, εμποτισμένη με μια γλυκιά μικρασιάτικη προφορά, βρίθει ιδιωματισμών και ανατολίτικων εκφράσεων. Παραστατική στις περιγραφές της, με μία αμεσότητα και ζωντάνια, αποδεικνύει το εύρος της μελέτης της εποχής εκείνης, για την οποία έχουν γραφτεί εμβληματικά βιβλία. Η «Γέρση, Είσαι το κόκκινο στο αίμα μου» αποτελεί ένα ποιοτικό μυθιστόρημα, που αξίζει να συμπεριληφθεί στα άμεσα αναγνώσματά μας. ....
Αναστασία Δημακοπούλου
Διαβάστε περισσότερα εδώ 


❀  ❀ ❀  ❀

iii. ΓΕΡΣΗ-ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ-ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ 

Ένα ιστορικό και άκρως μεθυστικό βιβλίο που μας ταξιδεύει στη γη της Ιωνίας, τότε που το ελληνικό στοιχείο διέπρεπε κάτω από τη σκιά του Τούρκου δυνάστη!! Είναι ένα μυθιστόρημα με ιστορικό υπόβαθρο και δυνατά συναισθήματα που συνθέτουν ένα ανθρωποκεντρικό πορτρέτο αλλά κι ένα πορτρέτο με τα ήθη και τα έθιμα του Ελληνισμού της Ιωνίας. Ένας έρωτας παραμυθένιος το μυθιστόρημα αυτό, μπερδεμένος στις κλωστές της Ιστορίας, τότε που θέλησε να δοκιμάσει τις αντοχές της προδοσίας, τη δύναμη της φωτιάς. <<Και αν πάει να της πει, σε αγαπώ ,είσαι το κλειδί στης καρδιάς μου τη πόρτα,εγώ ποταμός και εσύ το νερό ,στερεύω μακριά σου…>> Ένα χαρμάνι ανθρώπων , «μυρωδιών Μικράς Ασίας»… Πρωταγωνίστρια η Γέρση που μεγάλωσε στη Σμύρνη, αρχοντοπούλα αναντάμ μπαμπαντάμ, στη θωριά της σου κοβόταν η ανάσα. Περήφανη και ξιπασμένη, μαστίγωνε τις δούλες της μπας και τις κάνει φιλενάδες. Λουζόταν στο χαμάμ, όταν την είδαν ξαφνικά τα δυο καρντάσια, ο Γιώργης κι ο Σελίμ, κι ήρθε ο έρωτας να σπαράξει τη σάρκα, να ξεπαστρέψει, να μαγέψει. Η Γέρση γοητεύει , σκορπά πάθη αιματηρά στο πέρασμά της . 
.......................... 
<<Μια ολόκληρη γενιά χάθηκε.. μια ολόκληρη γενιά θυσιάστηκε …Νεκροί και σακάτηδες.. Ορφάνεψε η αγκαλιά και της μάνας και της ανέ..Αργότερα είπαν άστοχη ετούτη την επιχείρηση, την καταδικάσανε ως ανεδαφική.. Απλά πράγματα…>> Παραθέτει τα γεγονότα που εξελίσσονται σε χρονολογική σειρά… ακολουθούν την πορεία του χρόνου. Θα το κουβαλάω για πολύ καιρό στο μυαλό μου!!!! Ένα διαφορετικό βιβλίο για τη Σμύρνη!!!! Από τα βιβλία που δεν ήθελα να τελειώσουν.. Η αλήθεια είναι ότι καθυστέρησα να γράψω γι’ αυτό , γιατί έτσι θεωρούσα ότι κάτι έχω ακόμα (ένα δέσιμο) με αυτό το βιβλίο.. 
Διαβάστε περισσότερα εδώ 

Συνεντεύξεις

meareseitobiblioafou.blogspot.gr - 20/11/2017 - 'Αννα Πατέρα
dimokratis.gr - 14/09/2017 - Μαριάνθη Βάμβουρα
reader.gr - 28/08/2017 - Άγγελος Γεραιουδάκης "Μου αρέσει να παίζω με τα συναισθήματα του αναγνώστη"
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ - 30/07/2017 - Κρίστυ Κουνινιώτη "Οι λαοί ξεριζώνουν, παπαγαλίζουν, δε διδάσκονται."
polispost.gr - 09/07/2017 - Βασιλική Αλεξοπούλου
artscript-gr.webnode.gr - 07/06/2017 - Μαίρη Βανδώρου
ΜΥ ΤV - 24/06/2017 - Σοφία Τσίρκα "Το κόκκινο στο αίμα μου είναι η φαντασία μου"
filoithslogotexnias.blogspot.gr - 22/05/2017 - Κλειώ Τσαλαπάτη
plusmag.gr - 16/03/2015 - Αλεξάνδρα Παναγοπούλου
koukidaki.blogspot.gr - 26/11/2014 - Τζένη Κουκίδου
agrinio-life.gr - Ιουλία Ιωάννου - 16/10/2014


πηγές 
http://www.biblionet.gr/
https://www.politeianet.gr/
https://www.psichogios.gr/









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου