Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

ΧΑΙΔΩ ΜΠΟΥΣΙΟΥ - ΣΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ ΤΗΝ ΟΧΘΗ




Εψές με την αστροφεγγιά, εψές με το φεγγάρι
κατέβηκεν η λυγερή στου Αχέροντα την όχθη
κι όπως κυλούσε το νερό, καθάριο, κρουσταλλένιο
είδε τις μέρες να περνούν, τους μήνες να διαβαίνουν
τα χρόνια τα καλύτερα πίσω να μη γυρνάνε.


Είδε στα βράχια ολόγυρα μορφές αγαπημένες
που 'χε σμιλέψει ο ποταμός κατά το πέρασμά του.
Έστεκαν κει σαν ζωντανές, εικόνες πικρής Μνήμης
χαράγματα παντοτινά στ’ αυλάκια του μυαλού της.

Και στου νερού το βουητό που ατέλειωτα κυλούσε
άκουσε ψίθυρους, κραυγές, όλα κείνα τα λόγια
τα «σ’ αγαπώ», τα «συγχώρα με», τα «αντίο», τα «φοβάμαι».
Κι έκλαιγε η κόρη η ακριβή, η κόρη η λυπημένη
για όλα τούτα που ‘ζησε και φύγανε και πάνε
για τ’ άλλα που καρτέραγε και που ποτές δεν ήρθαν.

Πήρε το δάκρυ το 'κλεισε σ’ ένα χρυσό μαντήλι
που'‘χε κεντήσει μ’ όνειρα, με ήλιο και μ' αστέρια
και το μαντήλι έριξε βαθιά μες στο ποτάμι
και το ποτάμι φούσκωσε και γιόμισε φαρμάκι.
Ρίχτηκε τότε η λυγερή μες στα θολά νερά του
κι ολάκερη βαφτίστηκε το φέγγος της σελήνης
και πάλι βγήκε στων θνητών τον κόσμο ασπροντυμένη
ασημογέννητη κυρά, απ’ την αρχή να ζήσει.

Διαβάτη, που δε γνώρισες τι πα να πει ο πόνος
σαν θα περνάς, σαν θα διαβείς του Αχέροντα το δρόμο
στην όχθη του να μη σταθείς διόλου να ξαποστάσεις.
Μην πιεις ετούτο το νερό σαν θες να ξεδιψάσεις
γυαλί και κόβει την καρδιά , πικρό πιοτό- φαρμάκι.

Βρες άλλον τόπο να διαβείς, να πας στο σπιτικό σου.
Τούτη η στράτα του νερού σε άλλον κόσμο βγάνει
σε σκοτεινό βασίλειο, σε πόρτες σφαλισμένες
που κατοικούν η μοναξιά, ο στεναγμός, ο θρήνος.
Σαν θα τ’ αντέξει η ψυχή να κατεβεί κει κάτω
και να μετρήσει κρίματα και να ζυγιάσει λύπες
να αντικρύσει θάνατο, ίσκιους να ανταμώσει
μονάχα τότε θα μπορεί απ’ όλα λυτρωμένη
στον κόσμο να ξανανεβεί, απ’ την αρχή να ζήσει.

Χ.Μ.
.................................................................................

ΣΗΜΕΙΩΣΗ


Διαβάζοντας τη μυθολογία, στάθηκα στις διηγήσεις για τον Κάτω Κόσμο και τον ποταμό Αχέροντα. Η ονομασία του προέρχεται από τη λέξη «άχος» που σημαίνει θλίψη. Ο Αχέρων είναι ο Ποταμός χωρίς χαρά, ο ποταμός της θλίψης του θανάτου.
Μια άλλη ερμηνεία, κατά πάσα πιθανότητα μεταγενέστερη, λέει ότι το όνομα Αχ-έρων εμπεριέχει τη μετοχή «ερών», που σημαίνει "αυτός που αγαπά", και το «αχ» ως πρώτο συνθετικό μπορεί να σημαίνει το «αχ» του ερωτευμένου.
Αδόκιμη μου φάνηκε, ωστόσο με παρέπεμψε στην πεποίθηση των αρχαίων Ελλήνων ότι ο έρωτας είναι ή άλλη όψη του θανάτου.
Κάποτε ο Αχέροντας έδωσε νερό στους Τιτάνες, λέει ο μύθος, ο Δίας θύμωσε και τον καταράστηκε τα νερά του να είναι μαύρα και πικρά.
Στην πιο πρόσφατη ιστορία,ο ίδιος ποταμός έδωσε νερό και προστάτεψε και τους Σουλιώτες, Τιτάνες και κείνοι μιας άλλης εποχής,που υπερασπίστηκαν τον τόπο και την ελευθερία τους, με τίμημα την ίδια τους την ζωή.
Κατά μια έννοια νίκησαν τον θάνατο κι έγιναν αθάνατοι. Όπως οι ήρωες των αρχαίων μύθων, ο Οδυσσέας, ο Θησέας, ο Ηρακλής και ο Ορφέας, που ήταν οι μόνοι που κατέβηκαν στον κάτω κόσμο και γύρισαν ζωντανοί, έτσι και οι Σουλιώτες, διέσχιζαν τον Αχέροντα και το βασίλειο του Άδη – Βεζύρη παραμένοντας ζωντανοί.
Για τους Αρχαίους Έλληνες θάνατος και ζωή ήταν όμορες κι όχι αντίθετες λέξεις, όπως επικράτησε αργότερα.
Ανεβοκατεβαίνοντας τον Αχέροντα και τις στενές του πύλες, βιώνει κανείς αυτήν την πολυδιάστατη πραγματικότητα και κατανοεί ότι στη σκέψη των Ελλήνων υπήρχαν πάντα δρόμοι που ένωναν τα συμπαντικά επίπεδα της Γης και του Άδη. Ήταν οι δρόμοι της τελετουργίας και της μύησης.

Τα παραπάνω έγιναν η αφορμή να γεννηθεί αυτό το ποίημα.












1 σχόλιο:

  1. Πολύ όμορφο !!!
    Ένας ποταμός πύλη για την αναγέννηση!!!
    Εντός μας νερά τρεχούμενα,κάθαρση και λησμονιά,
    αηδονολαλιές και νεράιδες οδηγούν στο φως, στην δεύτερη ευκαιρία !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή