Portrait of Molière by Nicolas Mignard |
Ο Μολιέρος (Molière, Μολιέρ, πραγματικό όνομα: Jean-Baptiste Poquelin, Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν, Παρίσι, 15 Ιανουαρίου 1622 - Παρίσι, 17 Φεβρουαρίου 1673) ήταν Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία. Οι Γάλλοι τον θεωρούν ως τον καλύτερο κλασσικό ποιητή τους, ενώ για πολλούς είναι και ο καλύτερος Γάλλος λογοτέχνης. Μπόρεσε και έφερε την κωμωδία σε ίση θέση με την τραγωδία, και αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του. Ανήκε στο καλλιτεχνικό κίνημα του κλασικισμού.
Ο Μολιέρος ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός έμπορου υφασμάτων στο Παρίσι, ο οποίος έγινε το 1631 βασιλικός διακοσμητής. Έτσι, ο πατέρας του Μολιέρου τον προόριζε να γίνει θαλαμηπόλος του βασιλιά. Φοίτησε σε ένα Ιησουιτικό κολέγιο στο Παρίσι. Την πρώτη του επαφή με το θέατρο την έκανε μαζί με τον παππού του, ο οποίος αγαπούσε το θέατρο.
Στα 16 του χρόνια έφυγε να σπουδάσει νομική στην Ορλεάνη. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι έγινε δικηγόρος. Το 1642 γνώρισε μία ηθοποιό, την Μαντλέν Μπεζάρ (Madeleine Bejart), η οποία ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο. Ο πατέρας του όμως ήταν αντίθετος προς το θέατρο. Έτσι, το 1643 ο Μολιέρος αναγκάστηκε να παρατήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς της ερωμένης του και μαζί με μερικούς άλλους κωμικούς έναν θεατρικό θίασο. Αυτός ο θίασος μετά από τις πρώτες αποτυχίες (είχε καταλήξει και σε χρεοκοπία για μια στιγμή) άρχισε να παρουσιάζει επιτυχίες στην Δυτική και στην Νότια Γαλλία. Ο Μολιέρος όμως άρχισε μόλις το 1665 να γράφει δικά του θεατρικά έργα.
Το 1658 ο Μολιέρος επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στην βασιλική αυλή. Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 εμφανίστηκε το έργο του "Οι γελοίες κομψές κυρίες", το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά.
Η επόμενη πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν το 1662 το θεατρικό έργο "Το σχολείο των γυναικών". Ο βασιλιάς, βλέποντας την μεγάλη επιτυχία του Μολιέρου, άρχισε να τον ενισχύει οικονομικά. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή του Μολιέρου ήταν πολύ καλή και απέκτησε μαζί με την μνηστή του και παιδί, το οποίο όμως πέθανε σε μικρή ηλικία.
Τον Μάιο του 1664 ο Μολιέρος, που είχε γίνει διευθυντής του θεατρικού θιάσου του βασιλιά, διοργάνωσε μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών, όπου παρουσίασε 4 νέα θεατρικά κομμάτια: την Πριγκίπισσα της Ελίδας (La Princesse d'Élide), τον Γάμο με το στανιό, τους Εκνευριστικούς και τον Ταρτούφο (Le Tartuffe). Η τελευταία αυτή κωμωδία, ο Ταρτούφος, είχε ήδη αρχίσει να προκαλεί την έντονη κριτική και τις αντιδράσεις μερικών ευγενών της Αυλής πριν ακόμη γίνει η πρώτη επίσημη παρουσίαση.
Ο Μολιέρος γράφει τον Ταρτούφο το 1664, σε ηλικία 43 χρονών. Προτού τον τελειώσει, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον επιστρατεύει για να συνεργαστεί με τον συνθέτη Ζαν Μπατίστ Λυλί και τον σκηνογράφο Βιγκαρίνι σε μια φαντασμαγορική φιέστα στις Βερσαλλίες. Ο ίδιος ο Μολιέρος υποδύεται το θεό Πάνα, σκαρφαλωμένος σ΄ ένα τεράστιο μαγικό βουνό. Τη στερνή μέρα της γιορτής παρουσιάζει, σαν επίλογο, τις τρεις πρώτες πράξεις από τον Ταρτούφο. Ο βασιλιάς τον έχει ωστόσο προειδοποιήσει: «Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε». Η κωμωδία είχε ως βασικό πρωταγωνιστή έναν επιφανειακά πολύ θρησκομανή άνθρωπο, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας που επιδίωκε δύναμη.
Μετά την παρουσίαση ξέσπασε μεγάλη αγανάκτηση στην "παλαιά αυλή", στους ευγενείς δηλαδή που ήταν μεγάλη σε ηλικία και αναπολούσαν τις μέρες πριν το 1661, πριν αναλάβει την εξουσία ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, τότε δηλαδή που είχαν πολιτική δύναμη. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, αν και κατηγορηματικός απέναντι στην στάση των ευγενών αυτών, κάτω από την μεγάλη πίεση τους αναγκάστηκε να απαγορεύσει επίσημα κάθε παρουσίαση του θεατρικού αυτού έργου.
Τα επόμενα χρόνια του Μολιέρου πέρασαν με τον διαρκή και επίμονο αγώνα του για τον Ταρτούφο. Παρ' όλα αυτά ο βασιλιάς συνέχισε να υποστηρίζει τον Μολιέρο και μάλιστα το καλοκαίρι του 1665 αύξησε το επίδομα του προς αυτόν από τις 1000 στις 6000 λίβρες, ενώ ο θεατρικός θίασος του οποίου ηγούνταν ο Μολιέρος μετονομάστηκε στον επίσημο θεατρικό θίασο του βασιλιά.
Αυτά τα δύο ευχάριστα γεγονότα συνέβησαν αμέσως μετά την γέννηση της κόρης του, η οποία έμελλε να είναι η μόνη που θα επιζούσε από τα παιδιά του Μολιέρου.
Το καλοκαίρι του 1667 ο Μολιέρος ανέλαβε μια επεξεργασμένη έκδοση του Ταρτούφου, την οποία μετονόμασε Ο Απατεώνας. Όμως, ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Παρισιού αντέδρασε άμεσα με μία απαγόρευση του κομματιού, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού απείλησε τον Μολιέρο ακόμη και με αφορισμό. Ο βασιλιάς όμως επέτρεψε να γίνει η παρουσίαση του θεατρικού έργου ιδιωτικά από τον αδελφό του.
Μόλις στις 5 Φεβρουαρίου 1669, όταν η "παλιά Αυλή" είχε αποδυναμωθεί τελείως και ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ κρατούσε στα χέρια του γερά τα ηνία της γαλλικής κυβέρνησης, μπόρεσε ο Μολιέρος χωρίς κανένα πρόβλημα πλέον και χωρίς αντιδράσεις, κριτικές και αφορισμούς, να παρουσιάσει επίσημα την θεατρική κωμωδία Ταρτούφος ή ο απατεώνας(Tartuffe, ou l'Imposteur), με τεράστια επιτυχία.
Louis XIV invites Molière to share his supper—painting by Jean-Léon Gérôme |
Εν τω μεταξύ ασχολήθηκε πάλι με το θέμα της υποκρισίας: στα τέλη του 1664,μετά την πρώτη απαγόρευση του Ταρτούφου, συνέγραψε τον Δον Ζουάν, μία κωμωδία με θέμα έναν αριστοκράτη απατεώνα γυναικών, που στο τέλος καταλήγει στην κόλαση. Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωμωδία Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού. Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Άλκεστου, του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και την μη θέληση του να ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία.
Το 1668, μετά την δεύτερη απαγόρευση του Ταρτούφου, ο Μολιέρος για πρώτη φορά εξέφρασε ήπια κριτική στον προστάτη του και μαικήνα του θεάτρου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄, στο έργο του Αμφιτρύωνας (Amphitryon).
Μια από τις πιο γνωστές στιγμές της ζωής του Μολιέρου είναι και η τελευταία του η οποία έγινε θρύλος. Ο Μολιέρος δεν πέθανε, όπως πιστεύεται, πάνω στη σκηνή. Κατά τη διάρκεια στης παράστασης «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» κατέρρευσε στην σκηνή βήχοντας και αιμορραγώντας και παρά τις πιέσεις του βασιλιά Λουδοβίκου XIV για ξεκούραση, εκείνος συνέχισε να παίζει μέχρι το τέλος του έργου. Ύστερα από αυτό κατέρρευσε ξανά έχοντας μεγαλύτερη αιμορραγία αυτή τη φορά και πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο σπίτι του. Ενταφιάστηκε χωρίς χριστιανική κηδεία και όντας ηθοποιός απαγορευόταν εκ νόμου να ταφεί στο ιερό χώμα ενός νεκροταφείου. Η σύζυγός του ζήτησε από το βασιλιά Λουδοβίκο XIV να επιτρέψει μια απλή τελετή αργά τη νύχτα. Εκείνος δέχτηκε και ο Μολιέρος τοποθετήθηκε στο μέρος του νεκροταφείου που προοριζόταν για τα αβάπτιστα βρέφη. Σε εκείνη την μυστική κηδεία παραβρέθηκαν πάνω από 800 άτομα. Το 1792 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μουσείο μνημείων της Γαλλίας και το 1817 μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο Le Père Lachaise. Λέγεται πως τη νύχτα που πέθανε, ο Μολιέρος φορούσε πράσινα ρούχα και έκτοτε υπάρχει η προκατάληψη πως το πράσινο χρώμα φέρνει κακοτυχία στους ηθοποιούς.
Moliere's house at Auteuil (now in Paris), 1811, drawn by Constant Bourgeois. |
Ο αρχοντοχωριάτης (Le Bourgeois Gentilhomme)
Σ' αυτό το έργο που γράφτηκε το 1670, ο Μολιέρος διακωμωδεί ένα νεόπλουτο αστό, τον κύριο Γιορδάνη, που θέλει να παραστήσει τον αριστοκράτη. Και όσο βέβαια ο κύριος Γιορδάνης περιορίζεται στο να φοράει αρχοντικά ρούχα, να χορεύει μενουέτο και να παίρνει μαθήματα ξιφασκίας ή φιλοσοφίας, η μανία του είναι ακίνδυνη και αφορά μόνο τον ίδιο. Η μανία του αρχίζει να γίνεται επικίνδυνη από τη στιγμή που θέλει να ρυθμίζει σύμφωνα με αυτή και τη ζωή των μελών της οικογένειας του. Έτσι, ο κύριος Γιορδάνης εννοεί να κάνει την κόρη του μαρκησία. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε μια ενδιαφέρουσα σκηνή της κωμωδίας που έχει για θέμα μια πρόταση γάμου. Στη σκηνή παίρνουν μέρος ο κύριος Γιορδάνης, η γυναίκα του, η υπηρέτρια τους η Νικολέτα και ο Κλεόντης, ο υποψήφιος γαμπρός με τον υπηρέτη του Κοβιέλο.
IB' ΣΚΗΝΗ
Ο κύριος ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ, η κυρία ΓΙΟΡΔΑΝΗ,
ΚΛΕΟΝΤΗΣ, ΛΟΥΚΙΛΗ, ΚΟΒΙΕΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΕΤΑ
ΚΛΕΟΝΤΗΣ: Δε θέλησα, κύριε, να βάλω άλλον για να σας κάμει μια πρόταση, που από καιρό τη μελετώ. Με ενδιαφέρει τόσο, που προτίμησα να την υποβάλω μόνος μου· δίχως λοιπόν περιστροφές, σας λέω πως να με αξιώσετε να γίνω γαμπρός σας είν' εξαιρετική τιμή, που σας παρακαλώ να μου την κάμετε.
ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Πριν σας δώσω απάντηση, κύριε, σας παρακαλώ να μου πείτε, αν είσαστε αριστοκράτης.
ΚΛΕΟΝΤΗΣ: Οι περισσότεροι, κύριε, δεν κομπιάζουν και πολύ μπροστά σε τέτοια ερώτηση. Απαντούν ορθά κοφτά δίχως δυσκολία. Τον τίτλο μ' ελαφριά καρδιά τον παίρνουν, κι η συνήθεια σάμπως να επιτρέπει σήμερα την κατάχρηση αυτή. Εγώ, δε σας το κρύβω, στο κεφάλαιο τούτο είμαι κάπως πιο λεπτολόγος: βρίσκω πως η παραμικρότερη απάτη ντροπιάζει έναν καθώς πρέπει άνθρωπο και πως είναι λίγο αναντρία να κρύβουμε ό,τι θέλησε ο Θεός να γεννηθούμε, να στολιζόμαστε στα μάτια του κόσμου με κλεμμένους τίτλους και να γυρεύουμε να περάσουμε για ό,τι δεν είμαστε. Οι πρόγονοί μου βέβαια, πήραν έντιμ' αξιώματα. Στο στρατό μού δόθηκε η τιμή να υπηρετήσω έξι χρόνια, κι έχω, όσο να 'ναι, τον τρόπο μου, ώστε να κρατώ την καλούτσικη κάπως κοινωνική θέση. Μα, με όλ' αυτά, δε θέλω καθόλου να πάρω έναν τίτλο, που άλλοι, σαν και μένα, δικαιωματικά θα τον ζητούσαν, και σας λέω καθαρά πως δεν είμαι αριστοκράτης.
ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Το χέρι σας, παλικάρι μου: η κόρη μου δεν κάνει για σας.
ΚΛΕΟΝΤΗΣ: Ορίστε;
ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Αριστοκράτης δεν είσαστε, την κόρη μου δεν την παίρνετε.
Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Τ' είναι τούτα πάλι με τους αριστοκράτες σου; μπας κι είμαστε μεις εδώ με το βασιλιά γενιά;
ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Σώπα, γυναίκα: βλέπω για πού το 'βαλες.
Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Κρατάμε απ' αλλού εμείς οι δυο, κι όχι από καλούς νοικοκυραίους;
ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Για ιδές εκεί την τσούχτρα!
Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Κι ο πατέρας σου έμπορος δεν ήταν σαν και τον δικό μου;
ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Στα κομμάτια τούτ' η γυναίκα! πάντα της θα το πει. Ανίσως ήταν έμπορος ο πατέρας σου, κακό δικό του· για τον δικό μου όμως μόνο οι ανίδεοι λεν τέτοιο πράμα. Εγώ ένα σου λέω μονάχα, πως θέλω να κάμω γαμπρό αριστοκράτη.
Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Της κόρης σου της πρέπει ένας άντρας της σειράς της, και καλύτερα γι' αυτήν ένα τίμιο παλικάρι, πλούσιο και καλοφτιαγμένο, παρά κανένας αριστοκράτης, ξεβράκωτος κι ασκημομούρης.
ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Πολύ σωστά. Δε βλέπετε το αρχοντόπουλο του χωριού μας, το μεγαλύτερο αμπλαούμπλα και μπουνταλά που έχουν δει τα μάτια μου.
ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ στη Νικολέτα: Σώπα εσύ, γλωσσού. Όλο και ξεπετιέσαι κει που μιλούν οι άλλοι. Πλούτη έχω περίσσια για την κόρη μου, τιμές μόνο θέλω κι έχω σκοπό να την κάμω μαρκησία.
Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Μαρκησία;
ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Μάλιστα, μαρκησία.
Κα ΠΟΡΔΑΝΗ: Ωχ! Κύρι' ελέησον!
ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Είναι αποφασισμένα πράματα.
Κα ΓΙΟΡΔΑΝΗ: Είναι πράματα, όπου δε θα στρέξω εγώ. Με τον μεγαλύτερό σου ποτέ συμπεθεριό μην κάνεις. Δε θέλω της κόρης μου να της χτυπά ο γαμπρός για τους γονιούς της και να ντρέπονται τα παιδιά της να με φωνάζουν γιαγιά. Αν ερχόταν κάποτε στο σπίτι μου με την αρχοντική της καρότσα κι αστοχούσε να χαιρετίσει κανέναν στη γειτονιά, θα βγαίναν την ίδια ώρα να πουν ένα σωρός αηδίες. «Βλέπετε, θα 'λέγαν, αυτήν την κυρά μαρκησία, που μας κάνει την καμπόση; είναι η κόρη του κυρ Γιορδάνη, που πετούσε η καρδούλα της, σαν ήταν μικρή, να παίζει μαζί μας τις κουμπάρες. Δεν ήταν πάντα της τόσο ψηλομύτα σαν τώρα, και οι δυο παππούδες της είχαν εμπορικό εκεί κοντά στην πόρτα του Αι-Νοκέντιου. Μάζεψαν βιος και βιος για τα παιδιά τους, και ποιος ξέρει αν το ακριβοπληρώνουν την ώρ' αυτή στον άλλο κόσμο· με την τιμιότητα δεν γίνεται κανείς τόσο πλούσιος». Δε θέλω εγώ τέτοια κουτσομπολιά, μόνε θέλω, για την κόρη μου, κοντολογίς, έναν άνθρωπο που θα μου το χρωστά και χάρη και που θα μπορώ να του λέω: «Κάτσε, γαμπρέ μου, να φας μαζί μου απόψε».
ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ: Ορίστε κει στενοκεφαλιές, να μένεις, θέλοντάς σου, παρακατιανός πάντα. Φτάνουν πια οι αναλογίες σου: ο κόσμος να χαλάσει, η κόρη μου θα γίνει μαρκησία· κι αν με παραφουσκώσεις, θα την κάμω και δούκισσα.
(μτφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ)
Ταρτούφος
Η πρώτη σελίδα από τον Ταρτούφο
|
Ο Ταρτούφος (στα γαλλικά: Tartuffe, ou l'Imposteur) είναι γνωστότατη θεατρική κωμωδία του Μολιέρου, αλλά και το όνομα του κυριότερου χαρακτήρα της. Η πρώτη της παράσταση έγινε το 1664 και από τότε παίζεται συχνά σε θέατρα όλου του κόσμου. Ο Ταρτούφος, ο κύριος χαρακτήρας του έργου, είναι ένας υποκριτής, ένας ανήθικος άνθρωπος που παριστάνει τον ηθικό. Η επιρροή της κωμωδίας αυτής είναι τόσο σημαντική που οδήγησε στη δημιουργία του όρου «ταρτουφισμός», που είναι συνώνυμος με την υποκριτική συμπεριφορά, το φαρισαϊσμό
Ο Ταρτούφος, γράφτηκε στα 1664 και παίχτηκε για πρώτη φορά (οι τρεις πρώτες πράξεις του) στο πλαίσιο καθιερωμένων εορτασμών-φεστιβάλ που συνήθιζε να διοργανώνει ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ο 14ος στις Βερσαλλίες. Αμέσως προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Ο κλήρος αναγνώρισε το ίδιο του το πρόσωπο πίσω από την οξύτατη σάτιρα κατά της θρησκοληψίας και της υποκρισίας και -με την συμπαράσταση της βασιλομήτορος- δεν δίστασε με διάταγμα που εξέδωσε ο Αρχιεπίσκοπος των Παρισίων να απαγορεύσει ρητά στους πιστούς της Μητροπόλεώς του “να διαβάσουν ή να ακούσουν να απαγγέλεται η εν λόγω κωμωδία είτε δημόσια, είτε ιδιωτικά, επι ποινή αφορισμού”. Παρά τις αιτήσεις του προς τον Λουδοβίκο, τις περικοπές που έκανε στο έργο του και την προσωρινή αλλαγή του τίτλου, μεσολάβησαν 5 χρόνια προσπαθειών, έντονων απογοητεύσεων και αφορισμών, ώσπου να επιτραπεί τελικά στον Μολιέρο να το παρουσιάσει (χωρίς περικοπές) στις 5 Φεβρουαρίου του 1669.
Υπόθεση
Ο Ταρτούφος, ένας ψευτοθρησκευόμενος επαρχιώτης, έχει γοητεύσει με τις υποκριτικές επιδείξεις ευσέβειας σε τέτοιο βαθμό τον Οργκόν, έναν πλούσιο Παριζιάνο αστό, που ο δεύτερος τον έχει για τα καλά εγκαταστήσει στο σπίτι του. Τον εμπιστεύεται απόλυτα, του έχει αφεθεί ολοκληρωτικά.Προτίθεται, μάλιστα, προκειμένου να τον κάνει γαμπρό του, να αθετήσει την υπόσχεση γάμου που είχε δώσει στον Βαλέριο, τον αγαπημένο της κόρης του Μαριάνας. Με εξαίρεση την μητέρα του Οργκόν, η οποία έχει πέσει επίσης θύμα της υποκρισίας του Ταρτούφου, όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, και η ακόλουθος της Μαριάνας, η Ντορίν, μάχονται να ανοίξουν τα μάτια του Οργκόν, εκείνος όμως αρνείται να πειστεί. Ούτε οι αποδείξεις που επικαλείται ο γιος του Δάμις, ο οποίος συνέλαβε επ’ αυτοφώρω τον Ταρτούφο να παρενοχλεί ερωτικά την μητριά του -και δεύτερη γυναίκα του Οργκόν- την Ελμίρα είναι αρκετές. Ο Οργκόν θέλοντας να υπερασπιστεί την αθωότητα του προστατευόμενού του φτάνει ως το σημείο να διώξει από το σπίτι τον γιο του, να τον καταραστεί, να τον αποκληρώσει και με συνοπτικές διαδικασίες γράφει όλη του την περιουσία στον Ταρτούφο, επισπεύδοντας τον γάμο του με την Μαριάνα, παρά την θέλησή της και τις έντονες παρακλήσεις της προς τον πατέρα να αλλάξει γνώμη. Η Ελμίρα αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να πολεμήσει τον Ταρτούφο με τα ίδια του τα όπλα. Μ’ ένα έξυπνο τέχνασμα τον παγιδεύει και, επιτέλους, ο άντρας της βλέπει το αληθινό του πρόσωπο και του ζητά να φύγει. Ο Ταρτούφος, όμως, είναι πλέον, βάσει συμβολαίου ο νόμιμος ιδιοκτήτης του σπιτιού. Στέλνει δικαστικό κλητήρα με εντολή να κατασχέσει την περιουσία. Μα τα χειρότερα δεν έφτασαν ακόμα. Το μυστικό που ο Οργκόν είχε εμπιστευθεί στον Ταρτούφο, μια κασετίνα με έγγραφα αντιβασιλικά που ο Οργκόν φύλαγε στο σπίτι του για να γλιτώσει κάποιον αντιφρονούντα φίλο βρίσκεται ήδη στα χέρια του Βασιλιά. Ο Οργκόν τώρα αντιμετωπίζει την κατηγορία της υπόθαλψης εγκληματία. Η οικογένειά του σε λίγες ώρες θα βρίσκεται στον δρόμο, αυτός θα βρίσκεται στην φυλακή. Η ανατροπή έρχεται όταν ο βασιλικός αστυνόμος που φτάνει συνοδευόμενος απ’ τον «κατήγορο» Ταρτούφο, αντί να συλλάβει τον Οργκόν, συλλαμβάνει τον ίδιο, αφού στο πρόσωπο του η δικαιοσύνη και η αλάνθαστη διαίσθηση του ακριβοδίκαιου Μονάρχη αναγνώρισαν έναν από καιρό καταζητούμενο απατεώνα.
Ο κατά φαντασίαν ασθενής - Le malade imaginaire
Le Malade imaginaire, πίνακας του Ονορέ Ντομιέ (1879) |
Ο κατά φαντασίαν ασθενής (Γαλλ. Le malade imaginaire) είναι ένα θεατρικό έργο του Μολιέρου. Είναι το τελευταίο δημιούργημα του διάσημου συγγραφέα και παίχτηκε για πρώτη φορά στο Παλαί-Ρουαγιάλ, στις 10 Φεβρουαρίου του 1673. Κατά ιστορική ειρωνεία, ο Μολιέρος κατέρρευσε επί σκηνής στην τέταρτη παράσταση του έργου και πέθανε μετά από λίγες ώρες. Αποτελείται από τρεις πράξεις και στην αυθεντική του εκδοχή περιελάμβανε χορευτικά νούμερα και μουσικά ιντερλούδια που συνέθεσε ο Γάλλος συνθέτης Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ.
Ο Αργκάν είναι ένας υποχόνδριος και φιλάργυρος ηλικιωμένος. Αισθάνεται συνεχώς άρρωστος, αν και στ' αλήθεια δεν έχει τίποτα. Αδυνατεί να ακολουθήσει τις υποδείξεις των γιατρών και εκείνοι τον εκμεταλλεύονται. Θέλει να παντρέψει την κόρη του, Αγγελική, με ένα γιατρό προκειμένου να έχει δωρεάν ιατρική φροντίδα, αλλά εκείνη είναι ερωτευμένη με τον Κλεάνθη.
Ο αδελφός του, Βεράλδος, σε συνεργασία με την υπηρέτρια του Αργκάν, Τουανέττα, θα προσπαθήσει να τον "θεραπεύσει" από τις φαντασιοπληξίες του. Τον πείθουν να παραστήσει το νεκρό ώστε να ανακαλύψει ποιος πραγματικά τον αγαπάει και του είναι πιστός. Θα αποδειχθεί τελικά ότι η δεύτερη σύζυγός του, Βελίνα, κυνηγούσε μόνο την περιουσία του ενώ η κόρη του τον αγαπούσε πραγματικά. Μετά τη "νεκρανάστασή" του, ο Αργκάν θα επιτρέψει στην Αγγελική να παντρευτεί τον άντρα που θα επιλέξει εκείνη.
Το σχολείο των γυναικών - L'École des femmes
Το σχολείο των γυναικών (γαλλ. L'École des femmes) είναι μια κωμωδία του Μολιέρου. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Palais Royal στις 26 Δεκεμβρίου 1662 για τον αδελφό του Βασιλιά.
Ο Αρνόλφ, ο κεντρικός πρωταγωνιστής, είναι ένας σαραντάρης άνδρας που έχει πάρει υπό την προστασία του τη μικρή Αγνή από τη γέννησή της. Έχοντας αποκτήσει έμμονη ιδέα ότι η σύζυγος που θα αποκτήσει κάποια στιγμή θα τον απατήσει, αποφασίζει να μεγαλώσει την Αγνή έτσι ώστε, όταν φτάσει σε ηλικία γάμου, να την παντρευτεί και να μην έχει τέτοιες έγνοιες. Γι' αυτό το λόγο τη στέλνει σε μοναστήρι. Στην αρχή του έργου, βλέπουμε τον Κρισάλντ, φίλο του Αρνόλφ, να τον συμβουλεύει και να τον προειδοποιεί για τις πράξεις του.
Στη σκηνή παρουσιάζεται ο Οράτιος, γιος του Ορόντ, φίλου του Αρνόλφ, ο οποίος ερωτεύεται την Αγνή. Στον Οράτιο ο Αρνόλφ έχει συστηθεί με άλλο όνομα κι έτσι εκείνος του εκμυστηρεύεται τον έρωτά του για την Αγνή χωρίς να γνωρίζει την αληθινή του ταυτότητα. Έτσι, ο Αρνόλφ "μηχανορραφεί" για να παραμερίσει τον Οράτιο και να βεβαιωθεί ότι η Αγνή θα τον παντρευτεί.
Η Αγνή όμως ερωτεύεται τον Οράτιο κι έτσι με τη σειρά της παριστάνει στον Αρνόλφ την καλή και πειθήνια σύζυγο, ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζει το μέλλον της με τον Οράτιο. Στην τελευταία σκηνή, ο πατέρας του Οράτιου με ένα φίλο του, τον Ερρίκο, καταφθάνουν κι αναγγέλλουν τους γάμους του Οράτιου με την κόρη του Ερρίκου, που αποδεικνύεται πως είναι η Αγνή. Ανατρέπονται τελικά όλα τα σχέδια του Αρνόλφ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου