Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

ΡΕΝΑ ΓΕΡΟΥ - Μεγαλώνοντας {Εμπνευσμένο από τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη}



«Ο νους: «Λαγαρό κι ανέλπιδο είναι το μάτι μου και θεάται τα πάντα. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι, μια παράσταση που δίνουν οι πέντε θεατρίνοι του κορμιού μου. Κοιτάζω με απληστία, με ανείπωτη περιέργεια και δεν έχω την αφέλεια του χωριάτη να πιστέψω και ν’ ανέβω πάνω στη σκηνή επεμβαίνοντας στην αιματηρή κωμωδία» { Ασκητική σελ. 18}

Εκείνη, τα είχε πάντα καλά με όλους. Χαμογελούσε όλο υπομονή κι απαντούσε στο άδικο εσκεμμένα λάθος, μην τάχα και παρεξηγηθεί αυτός που την πρόσβαλε. Ακόμα κι όταν οι γειτόνισσες κατηγορούσαν τον γιο της για τις σπασμένες γλάστρες και τις ρημαγμένες μπουγάδες, έριχνε δίκιο πάντα σ’ εκείνες χωρίς να εξετάσει. Ήταν ταγμένη στο τυπικό και στο σωστό. Στο «καθώς πρέπει» κι όχι στο «καθώς θέλω». Υπομονή και χαμόγελο στο στόμα κι όχι στα μάτια. Το σόι του άντρα της την είχε για αποκούμπι στα δύσκολα και για αντικείμενο χλευασμού και γέλιου στις χαλαρές στιγμές τους. Άναβε τσιγάρο με χέρια τρεμάμενα. Ρουφούσε τον καπνό λαίμαργα με μάτια κλειστά. Σαν να ήθελε να το καπνίσει όλο με μια και μόνο ρουφηξιά. Όλη η αλήθεια της σε μια τζούρα που θα σταματούσε τον κόσμο.
Εκείνος, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Τ’ αδέρφια του ήταν η φαμίλια του, η οικογένεια του. Γυναίκα και παιδί έρχονταν δεύτεροι. Τον έβλεπες κι έλεγες: «Λεβέντης, ντελικανής». Μ’ εκείνο το μαύρο παχύ μουστάκι και την αγριάδα στα μάτια. Νευρώδης και λεπτός. Έβγαζε τη ζωστήρα κι εκτονωνόταν γι ασήμαντη αφορμή. Έβριζε και φώναζε όταν έπινε αργά το βράδυ. Οι μέρες χωρισμένες στα δυο: στα νηφάλια πρωινά και στα μεθυσμένα βράδια. Καμιά λογική. Καμιά θύμηση. Καμιά συνεννόηση. Μόνο φωνές, νεύρα, θυμός και βία.
Οι άνθρωποι, λέει, γεννιούνται ίσοι. Αυτό, όμως, δεν είναι αλήθεια. Μερικοί έχουν μόνο δικαιώματα κι άλλοι μόνο υποχρεώσεις. Οι πρώτοι απαιτούν εξυπηρέτηση. Οι δεύτεροι γίνονται δουλικά και σκλάβοι των πρώτων. Έτσι τα όρισαν οι άνθρωποι και τα είδε ο Θεός κι έστειλε το γιο Του να τους συνεφέρει. Μα Τον σταύρωσαν. Σε τούτον τον κόσμο άνοιξε τα μάτια του ο Μιχαλιός. Τούτο το παλληκάρι ήταν που έτρωγε το ξύλο με την ζωστήρα γιατί ήταν : «Γαϊδούρι και δεν καταλάβαινε όσο ξύλο κι αν έτρωγε». Ο πατέρας το έλεγε συχνά αυτό. Τα μεθυσμένα βράδια περισσότερο. Εκείνη σώπαινε. Βούρκωνε και σώπαινε. Κι ο Μιχάλης μεγάλωνε σ’ ένα σπιτικό γεμάτο καυγάδες και σιωπές. Σε μια φαμίλια που δεν ήξερε προς τα πού πήγαινε.
Εκείνη όταν τολμούσε να παραπονεθεί, έτρωγε ξύλο μέχρι να πέσει χάμω. Εκεί στο πάτωμα που σφουγγάριζε με μανία κάθε μέρα. Το σπίτι έλαμπε κι ο γιος μεγάλωνε.
Στο σχολείο, η κυρία Παναγιώτα, του έμαθε για τον Καζαντζάκη. Διάβασε όλα τα έργα του. Τα ρούφηξε κυριολεκτικά. Ξανά και ξανά τα διάβαζε. Τα δύσκολα βράδια που δεν ήξερε αν θα έβγαζε τη νύχτα μετά από το ξύλο. «Οι αδερφοφάδες» ήταν το αγαπημένο του. Κι «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» κι «Ο Καπετάν-Μιχάλης». ‘Ότι δεν είπε ο πατέρας σε τούτον τον γιο, τα είπε όλα ο Καζαντζάκης. Ετούτα τα βιβλία που τα είχε λιώσει από το διάβασμα ήταν ο κόσμος του, η παρέα του. Το καταφύγιο του όταν οι γονείς μάλωναν στο σαλόνι κι έσπαγαν τα πιατικά. Ήταν το λιμάνι του όταν τον γαμωσταύριζε ο πατέρας γιατί δεν είχε δέσει καλά το σακί με το ρύζι και χύθηκε λίγο στο πάτωμα του μαγαζιού.
Στην αρχή έκλαιγε. Ολόκληρο παλληκάρι τρέχαν τα δάκρια νερό. Έκανε ότι του έλεγαν όσο καλύτερα μπορούσε. Αποδοχή δεν έλαβε ποτέ. Όσο για επιβράβευση, αυτό δεν το συζητάμε καν. Ευτυχώς είχε τον «κυρ- Νίκο», όπως αποκαλούσε τον αγαπημένο του συγγραφέα, για συντροφιά.
Πήρε την «Ασκητική» μα βούρκωνε σε κάθε πρόταση και δεν μπορούσε να διαβάσει πιο πέρα, εκείνη τη μέρα. Τόση λευτεριά μέσα στις σελίδες, τόση δύναμη. Ταυτιζόταν με τις περιγραφές του κόσμου, άλλωστε ήταν ο κόσμος του. Απάνθρωπος κι άδικος. Ήξερε από σκλαβιά, ταπείνωση κι αδικία. Ο «κυρ- Νίκος» του είχε αλλάξει τη ζωή. Η λευτεριά του Ζορμπά κι ο Καπετάν- Μιχάλης του έδωσαν θάρρος, κουράγιο και δύναμη. Οι μορφωμένοι έλεγαν τον συγγραφέα «άθεο». «Βλακείες», ψέλλιζε ο Μιχάλης. Ήταν ο πιο πιστός απ’ όλους. Κρυσταλλένια, καθαρή πίστη στο δίκαιο, στο Θείο, στον άνθρωπο και στην δύναμη του. Όπως έπρεπε να είναι. Όπως δίδαξε ο Χριστός πριν τα στρεβλώσουν όλα οι άνθρωποι. Κάθε μέρα Τον σταύρωναν ξανά και ξανά για αιώνες μετά την ανάσταση Του. Κατέτρωγαν τον συνάνθρωπο και μετά νήστευαν και σταυροκοπιούνταν στις εκκλησίες. Μα ο Μιχάλης διάβαζε κι άντεχε. Διάβαζε και μάθαινε και δεχόταν.
«Ο Θεός μου δεν είναι παντοδύναμος. Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγμή, τρέμει παραπατάει σε κάθε ζωντανό φωνάζει. Ακατάπαυτα νικιέται και πάλι ανασηκώνεται γιομάτος αίμα και χώματα και ξαναρχίζει τον αγώνα». {Ασκητική σελ.68} «Μέσα μου είναι ο Θεός» φώναζε ο Μιχάλης και ξανασηκωνόταν με τα σημάδια από την ζωστήρα στα χέρια και στην πλάτη.
Μεγάλωσε. Πήγε φαντάρος. Μια Κυριακή πρωί ανέβαινε από τον σταθμό Λαρίσης την Ιουλιανού. Είχε ολιγοήμερη άδεια. Κουβαλούσε το χακί «λουκάνικο» με τα λιγοστά του υπάρχοντα. Εκεί στην γωνία με την Φυλής είδε τον πατέρα του να βγαίνει απ’ το μπορντέλο. Εκείνο το άθλιο καταγώγιο με το μόνιμα αναμμένο φωτάκι. Διασταυρώθηκαν. Ο πατέρας έκανε πως δεν τον είδε. Μπήκε γρήγορα στ’ αμάξι του κι έφυγε.
Το μεσημέρι έφαγαν σιωπηλοί. Η μάνα είχε χαρεί που ήρθε ο γιος έτσι ξαφνικά. Είχε γυρίσει από την εκκλησία που πήγαινε κάθε Κυριακή. Είχε βάλει να φτιάξει κρέας λεμονάτο. Ήταν το αγαπημένο του παιδιού. Και ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι μόλις έσβησε το μάτι. Ήταν ο Μιχάλης της. Τόση χαρά την γέμισε τούτο το αντάμωμα. Χρόνια είχε να νιώσει τόση χαρά. Έστρωσε τραπέζι . Το καλό, το λινό τραπεζομάντηλο, το πάλλευκο που μοσχοβολούσε λεβάντα. Έβαλε και τα καλά μαχαιροπήρουνα. Είχε τρεις μήνες να δει το παιδί. Ολάκερος άντρας πια. Γιόμισε περηφάνια στη θωριά του. Κάτι καλό είχε κάνεις τη ζωή, σκέφτηκε. Έβαλε να φάνε οι τρεις τους. Ο πατέρας ήπιε δυο μπουκάλια κρασί. Η μάνα ρώτησε τον γιο αν ήθελε κι άλλο φαγητό. Μη και δεν είχε χορτάσει.
«Ναι! Μην του πέσει ο κ*λος» χλεύασε ο πατέρας. « Άντε τράβα να πλύνεις κάνα πιάτο» την πρόσταξε. Ο Μιχάλης δεν άντεξε. Πετάχτηκε όρθιος.
«Μην της μιλάς. Την λερώνεις. Αλήτη. Άτιμε.»
Η μάνα κοιτούσε το κενό. Ούτ’ ένα δάκρυ. Είχαν στεγνώσει όλα. Είχε ξεραθεί μέσα της. Έκανε να πάρει το μέρος του άντρα της να τον κατευνάσει. Σταμάτησε όμως. Καλύτερα να μην μιλούσε πάλι. Αύριο. Αύριο θα συζητούσε τα πάντα με την εξαδέλφη της. Θα πίνανε καφέ, θα κάπνιζαν τρία τσιγάρα. Η Πόπη θα της έλεγε για τις αναποδιές στη ζωή της γειτόνισσας. Θα γελούσαν με την Ειρήνη την ξιπασμένη που μεγαλοπιανόταν και την κορόιδευαν όλοι. Ναι! Αύριο θα ήταν όλα καλύτερα. Θα είχαν όλα τελειώσει και παραμεριστεί.
Ο γιος σηκώθηκε απότομα. Αναποδογύρισε το τραπέζι. Όρμησε έξω απ’ το σπίτι βροντώντας την πόρτα με δύναμη. Δεν τον ξαναείδανε ποτέ.
Η μάνα πέθανε μια μέρα έτσι σιωπηλά καθώς κοιμόταν. Στην κηδεία ο πατέρας κατέρρευσε. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Ο γιος πήγε κοντά του. «Πατέρα», ψιθύρισε. «Αϊ σιχτίρ από δω» του είπε εκείνος και γύρισε αλλού το κεφάλι του. Ο Μιχάλης έκανε να τον αγγίξει απαλά στην πλάτη μα σαν να το ήξερε ο πατέρας του τραβήχτηκε. «Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Δεν μετανιώνουν. Δεν μπορούν. Κάνουν νηστείες, εξομολογήσεις στον πνευματικό, φιλανθρωπίες. Όλα για να εξαγοράσουν μια θέση αθανασίας. Μα δεν μετανιώνουν αληθινά. Σαν δοθεί η ευκαιρία πάλι κάνουν τα ίδια», έτσι είχε γράψει στην διατριβή του ο Μιχάλης.
Πήρε την γυναίκα του και τα παιδιά του κι απομακρύνθηκαν. Γονιός του ήταν πάντα ο Καζαντζάκης. Δεν είχε να χρωστά τίποτα σε τούτον τον άντρα που έκλαιγε κι έβριζε. Είχε επιλέξει χρόνια πριν. Τίποτα δεν είχε αξία πέρα από την ουσία της ζωής. Η προσωπική ευτυχία και η καλλιέργεια της ψυχής. Εκεί ήταν η λύτρωση κι η λευτεριά του όλη. Εκεί το απάγκιο και το λιμάνι στις δυσκολίες. Ούτε οι νηστείες και τα κεριά της μάνας, ούτε η σκληράδα κι η αυταρχικότητα του πατέρα. Ο αγώνας να ημερέψεις το τέρας μέσα σου, να το δαμάσεις να το κάνεις δημιουργία και προσφορά στον άλλον που σ’ έχει ανάγκη. Αυτό ήταν όλο το θέμα πάντα.
Πάνω απ’ το γραφείο του στο Κολωνάκι, όπου εξέταζε τους ασθενείς του είχε σε κορνίζα τούτη τη φράση: «Εμείς θα σώσουμε το Θεό, πολεμώντας, δημιουργώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνεύμα». Και μ’ αυτήν πορευόταν στη ζωή του πάντα. Την είχε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο του «πατέρα» και την κρατούσε φυλακτό. Μ’ αυτήν επιβίωσε, πάλεψε, σπούδασε, πρόκοψε. Ένας πολεμιστής δυνατός, άξιος. Σμιλεμένος απ’ τα λόγια του Καζαντζάκη.





















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου