Η ποίηση με τη νεκρή
τη φύση μοιάζει τη πικρή
που δεν αθάλλει,
με ρόδο πού ΄πλεξε ξερό
και όχι άνθος θαλερό
το ξάθι πάλι.
Βουνά και δάση προσπερνά
και σε λιβάδια που γερνά
η γης ιδρώνει,
ταγίζει μ' άνοιξης φαγί
και του μαγιού τη προσταγή
ένα .. αηδόνι.
Σα μαυσωλείο που μισώ
μουσείο της Μαντάμ Τισό
και αγιοκέρι,
καίει στο καντήλι της πιστή
λουμίνι' αλλάζει του ληστή
τραχύ το χέρι.
Τιτίβισμα με μουσική
απο κρωξιά ιαμβική
ή και οκτάβα,
ακούει το ταχύ φτερό
που σβήνει πίνοντας νερό
φωτιά και λάβα.
Ύμνο βουκόλου στον αυλό
παίζει το άναρχο μυαλό
με μια πνεύση,
μοσχοβολά μυρο αβρό
στη ρίμ' αυτή που πα να βρω
για ν' αναπνεύσει.
Οι ποιητές να συμφωνούν
πως όλοι τους πάντα πονούν
σαν χαραυγίζει,
το φως και φεύγει η νυχτιά
και άγια μέθη η μυρτιά
παντού σκορπίζει.
Καλλιτεχνάκος πολεμά
γράφοντας τα πατεριμά
να εξορκίσει,
το άδικο και το κακό
και το μετάξι απο μακό
να μη ψωνίσει.
Ανώνυμε καταχραστή
σ' ανάριου κήπου κρεμαστή
αλισάχνη τέχνη,
τσαμπί που παραγινωθεί
κρασί να γίνει δε ποθεί
του .. καλλιτέχνη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου