Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

ΣΤΑΥΡΑΤΗΣ ΑΛΕΞΗΣ " Στον τόπο που σταμάτησε να βρέχει. [Σκόρπιες σκέψεις]."




Η βροχή νόμισε πως αυτό ήταν. Ότι είχε επιτελέσει το καθήκον της απέναντι στην Κέρκυρα και ώρα να σταματήσει. Οι ομπρέλες πιο πολύ μάζευαν τις χοντρές σταγόνες από τα δέντρα και τα σύρματα, παρά προστάτευαν εκ του ουρανίου ύδατος. 

Ο ποιητής καθόταν υπομονετικά κάτω από την άσπρη τέντα της καφετέριας, προστατευμένος υπομονετικά από τα δάκρυα του ουρανού. Τότε γέλασε, καθώς μίλησε έτσι για τη βροχή, γιατί αυτός ποτέ δε μιλούσε έτσι για καμμιά βροχή. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τη βροχή της Κέρκυρας, όπου εκεί πέφτει ανερυθρίαστα με κάθε τρόπο, σε κάθε εποχή. Μόνο το χιόνι απουσιάζει από τις επιλογές της, κάτι θα ξέρει αυτή. Γιατί, τι νομίζετε ότι είναι το χιόνι; Λευκά σεντόνια αθωότητας είναι; Ίχνη ελπίδας στα κουρασμένα μας μάτια; Ή, μήπως, κάποιες από τις αξεπέραστες σελίδες του Παπαδιαμάντη; Συνειρμοί, έστω, προς τις Λευκές Νύχτες τού Ντοστογιέφσκι;
Ο ποιητής ήξερε ότι τα γλυκερά αισθήματα δεν γεννάνε ποίηση. Ότι οι γλυκερές λέξεις είναι σκουλήκια που κατατρώνε την έμπνευση. Όπως, ότι βροχή με περιγραφές δεν αρμόζει στα σκληρά πρόσωπα των ορεσίβιων βοσκών. Εκείνων τα χέρια είναι σκαμμένα από αλυσίδες της ύπαρξης. Εκείνων τα πρόσωπα είναι σκαμμένα από φλέβες αστραπής και τα μάτια τους αντιπαλεύουν κεραυνούς.
Η βροχή νόμισε πως τέλειωσε το χρέος της. Πως απέναντί της είχε έναν ποιητή που θα κατέγραφε ένα ακόμα λυρικό ποίημα, προστατευμένος κάτω από μια άσπρη τέντα. Αλλά ο ποιητής αυτός δεν ήταν καν ποιητής. Δεν ήθελε τη βροχή για να αναθαρρήσουν μνήμες παλιές, σαν όνειρα παλιά αλλά τώρα γελοία. Ήθελε η βροχή να πέφτει χωρίς κανένα νόημα. Δεν ήταν σαν τον Φιλίπ Ζακοτέ, που μόλις ανάσταινε στα ερτζιανά ο πληρωμένος εκφωνητής του ραδιοφώνου. Γιατί κι εκείνος μιλούσε για βροχή και κεραυνούς, μιλούσαν ωραία οι λέξεις του, αλλά δυστυχώς ήταν διάσημος και πολυτιμημένος με βραβεία ανεξιχνίαστα.
Ο ποιητής μας, λοιπόν, ήταν προστατευμένος από τη γοητεία των λέξεων της βροχής. Ήθελε να επιτύχει ακριβώς τη στιγμή όπου ο ουρανός δε θα είχε κανένα νόημα. Όπου η βροχή δε θα είχε κανένα, απολύτως, νόημα. Όπου οι άνθρωποι θα βάδιζαν όπως ακριβώς γνώριζε ότι ήταν, δηλαδή χωρίς κανένα νόημα.
Τα ακουστικά στα αυτιά του έπαιξαν τώρα έξοχη ισπανική μουσική. Χωρίς κανένα νόημα όμως, γιατί αγνοούσε τη γλώσσα, την ακριβή σημασία των ξένων λέξεων. Δεν άφησε τη μουσική να τον παρασύρει στα δικά της ρόδινα ταξίδια και έκλεισε το ραδιόφωνο. Η βροχή δεν έπεφτε άλλο πια, ούτε και η δική της μουσική υπήρχε. Πλέον, ούτε φανερά ούτε κρυφά νοήματα. Μόνο σκοτάδι και το λιγοστό φως των τελευταίων μαγαζιών που επέμενε ακόμη. Όπως και κάποιες σταγόνες από κεραμίδια, δέντρα ή σύρματα. Όπως και λιγοστά όντα που βιάζονταν να κρυφτούν στην τρύπα τους, στη νυχτερινή ασφάλεια της ζωής τους.
Ο ποιητής μας ήταν μόνος, χωρίς βροχή, χωρίς νοήματα. Άδικα αγρίεψε. Άδικα περίμενε τη μπόρα για να εξευτελίσει το νόημα και την ομορφιά της. Άδικα περίμενε να ηχήσουν γύρω του ευχές για καλύτερες μέρες. Ήδη οι άνθρωποι είχαν χάσει και ελπίδες και οράματα, και θαύματα έπαψαν να συμβαίνουν σ’ αυτόν τον τόπο. Ο ποιητής μας άσκοπα περίμενε να σκοτώσει τα νοήματα. Ακόμα και η βροχή σταμάτησε να πέφτει στην Κέρκυρα. Αν περνούσε μια γυναίκα νέα και όμορφη, θα άλλαζε κάτι; Όχι, δεν θα άλλαζε. Πέρασε μία τρέχοντας και μπήκε στη διπλανή πολυκατοικία´ στη δική της σιωπή, στο δικό της σκοτάδι. Τίποτε δεν άλλαξε.
Έκλεισε τα μάτια. Η μόνη εικόνα που ήρθε ήταν από τα βουνά. Από εκείνους τους άντρες που έπιαναν κεραυνούς και τους αντιγύριζαν στον Δία με οργή. Ο ποιητής μας ξανακοίταξε γύρω του, στο δρόμο πέρα, στον ουρανό. Τα οράματα έσβησαν. Τυχαία σχήματα περνούσαν που έσβηναν, σταγόνες βροχής που έσβηναν, μόνο η νύχτα πλησίαζε, η νύχτα που θα σκέπαζε παντοδύναμη τούτο τον τόπο.
Σ’ ένα τραπέζι καθόταν ένας άνθρωπος μοναχικός κι ακίνητος, το βλέμμα ακίνητο σαν άγαλμα.
Ένας ποιητής χωρίς νοήματα, σε μια χώρα που σταμάτησε να βρέχει. Απόγνωση.










1 σχόλιο: