πηγή φωτογραφίας |
Λιώνεις με λύσσα τη γόπα
του τσιγάρου,
σα να πατάς το νταλκά στο λαρύγγι,
να τον αποτελειώσεις,
σε κάθε βλέμμα, παραφυλάς,
λες και μονάχα έτσι μετράει η νύχτα,
-στην επιφύλαξη.
Δυο κάφτρες στα μάτια σου
κι ένας γδαρμένος βραχνάς,
σαν την ξεχειλωμένη σου λύπη
που τη σέρνεις
και την τραβάς με ξύλινο χέρι,
σφιγμένα τα δόντια,
ανέκφραστη ανείπωτη οργή
ή μήπως φόβος;,
καμιόνι ολάκερο η ηλικία σου,
χρόνια βαριά,
αδρά,
αναθεματισμένα μερόνυχτα,
κι εσύ,
ένας αιωνόβιος έρωτας,
γερασμένος.
Τρικλίζουν τα δάκρυα,
ρυάκια βουβά στ αξύριστα μάγουλα
της ζωής σου,
θυμητάρια δεν άφησες πίσω σου
μόνο πήρες μαζί σου
να 'χεις προσάναμμα κάθε που
θα έρχονται οι κοσμοχαλασιές,
κείνα τα ξεπουλημένα φεγγάρια
που σου αιχμαλώτισαν την ψυχή,
οι σκρόφες αγάπες,
τα μανταλωμένα πια όνειρα
που σε πρόδωσαν,
οι πουτάνες γυναικείες καρδιές.
Μα, ώρες ώρες,αρμενίζεις ακόμα..,
βλέπεις;,
μπαμπακένια,βλέπεις, η κράση σου
αρνιέται στο στείρο να παραδοθεί,
ταξιδεύτρα η ράχη σου
κι εσύ ουρανόπετρα στης ελπίδας
τον ώμο,
να ξαναπιστέψεις ποθείς
σε μια έσχατη αγάπη,
βλέπεις;,
πώς να ποδηγετήσεις τη χίμαιρα
όταν είσαι φτιαγμένος
με υλικά αερικού,
όταν μια χίμαιρα είσαι ο ίδιος; -
του τσιγάρου,
σα να πατάς το νταλκά στο λαρύγγι,
να τον αποτελειώσεις,
σε κάθε βλέμμα, παραφυλάς,
λες και μονάχα έτσι μετράει η νύχτα,
-στην επιφύλαξη.
Δυο κάφτρες στα μάτια σου
κι ένας γδαρμένος βραχνάς,
σαν την ξεχειλωμένη σου λύπη
που τη σέρνεις
και την τραβάς με ξύλινο χέρι,
σφιγμένα τα δόντια,
ανέκφραστη ανείπωτη οργή
ή μήπως φόβος;,
καμιόνι ολάκερο η ηλικία σου,
χρόνια βαριά,
αδρά,
αναθεματισμένα μερόνυχτα,
κι εσύ,
ένας αιωνόβιος έρωτας,
γερασμένος.
Τρικλίζουν τα δάκρυα,
ρυάκια βουβά στ αξύριστα μάγουλα
της ζωής σου,
θυμητάρια δεν άφησες πίσω σου
μόνο πήρες μαζί σου
να 'χεις προσάναμμα κάθε που
θα έρχονται οι κοσμοχαλασιές,
κείνα τα ξεπουλημένα φεγγάρια
που σου αιχμαλώτισαν την ψυχή,
οι σκρόφες αγάπες,
τα μανταλωμένα πια όνειρα
που σε πρόδωσαν,
οι πουτάνες γυναικείες καρδιές.
Μα, ώρες ώρες,αρμενίζεις ακόμα..,
βλέπεις;,
μπαμπακένια,βλέπεις, η κράση σου
αρνιέται στο στείρο να παραδοθεί,
ταξιδεύτρα η ράχη σου
κι εσύ ουρανόπετρα στης ελπίδας
τον ώμο,
να ξαναπιστέψεις ποθείς
σε μια έσχατη αγάπη,
βλέπεις;,
πώς να ποδηγετήσεις τη χίμαιρα
όταν είσαι φτιαγμένος
με υλικά αερικού,
όταν μια χίμαιρα είσαι ο ίδιος; -
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου