Sally Swatland - Summer on Long Island |
Μεσημέρια γεμάτα φως,
ομιλίες κι αντίλαλοι από πανηγύρια μακρινά.
Ο ήλιος μνήμη πελώρια, τα χρώματα αντηχούν τον αέρα.
Δυο ποτήρια κόκκινο κρασί τα μάτια
κερνούν τους αετούς των δειλινών.
Οι σκιές περπατούν ανάλαφρες,
στοιχειώνουν τους κόρφους μας.
Στο δέρμα μυστικά και ψίθυροι,
στα μέτωπα τρελοί καλπασμοί.
Άγρια περιστέρια τα κύματα,
τα καράβια πετρώνουν στις παλάμες.
Ο άνεμος βαρύς στα βλέφαρά μας,
η θάλασσα σιωπηλή βαδίζει στο στήθος μας.
Αγριολούλουδα στις ράχες των πρωινών,
οι αστερισμοί άγρυπνοι στα σταυροδρόμια.
Το φως δροσερό στις λευκές νύμφες των βράχων,
τα βότσαλα χρυσά στα στήθη των αγαλμάτων.
Γαλήνια η δροσιά στις ουράνιες άρπες,
αντιλαλούν τα στριφτά κοχύλια.
Κρυώνουν τα δέντρα το ξημέρωμα,
αρπάζουν τ’ αλλοπαρμένα σύννεφα.
Πουλούν όνειρα οι χρυσές χορεύτριες,
το ντέφι τους περιστέρια και γλάροι.
Κοιμούνται αμέριμνοι οι μικροί ιππόκαμποι,
αδειάζουν τη νύχτα σε λευκά ποτήρια.
Κουδουνίζοντας έρχονται οι άμαξες,
οι αμαξάδες λευκοντυμένοι όνειρα.
Κραταιά η δύναμη της θαλάσσιας τρίαινας,
τρεκλίζουν οι μεθυσμένοι καστροφύλακες.
Αγίασμα τα χρυσά εξαφτέρουγα,
δουλεύουν ολόδροσες χάντρες.
Πολύχρωμα τα χελιδόνια στα ταξίδια των ήλιων,
φωτεινά τα μάτια των αρχαίων θεών.
Αργυρές οι λίμνες στα υψώματα,
λεύκες και πεύκα πίνουν το δάκρυ τους.
Κρινάκια στις συμβολές των παραπόταμων,
μελίσσια στις αγορές των βυθών.
Στα βράχια αετοί κι αγιολούλουδα,
τα κλαδιά κεντούν τον αέρα.
Υψώνουν λάβαρα οι θαλάσσιοι γέροντες,
κρεμούν δροσερά τα αστέρια.
Ανέφελοι οι ουρανοί μες στις θάλασσες,
μαβιά τα μεγάλα τους μάτια.
Ψηλά κυπαρίσσια στα σύννεφα,
η βροχή σε μια χούφτα δάκρυ.
Κορίτσια χορεύουν στα πέλαγα,
τ’ αγόρια καβάλα στους γλάρους.
Χρυσές ηλιαχτίδες οι νεράιδες
χαρίζουν κοχύλια στους ναύτες.
Πραμάτειες οι προφητείες και τ’ αγιοκάντηλα,
βουίζουν τα λευκά πανηγύρια.
Οι όρκοι ψελλίζουν άγια γράμματα,
οι άγγελοι περιμένουν στους δρόμους.
Γυναίκες κρατούν μνήμες κι όνειρα,
εξόριστος ο νόμος ο αρχαίος.
Φυλάγουν κέρματα οι φτωχοί αέρηδες,
πληρώνουν τις ψεύτικες ώρες.
Ψιχάλες το φως στ’ άσπρα χώματα,
πετράδια οι αιώνιοι διαβάτες.
Δωρίζουν ευχές σ’ άγρια άλογα,
αδράχνουν το μίτο του χρόνου.
Οι μέρες κορνίζες στα στήθη μας,
γλυκά τα μεράκια της πλάσης.
Ολόγιομο φρούτα το δέρμα μας,
λευκά μεσημέρια οι αγάπες.
(Απ’ το ΣΩΜΑ ΦΥΛΑΧΤΟ)
κερνούν τους αετούς των δειλινών.
Οι σκιές περπατούν ανάλαφρες,
στοιχειώνουν τους κόρφους μας.
Στο δέρμα μυστικά και ψίθυροι,
στα μέτωπα τρελοί καλπασμοί.
Άγρια περιστέρια τα κύματα,
τα καράβια πετρώνουν στις παλάμες.
Ο άνεμος βαρύς στα βλέφαρά μας,
η θάλασσα σιωπηλή βαδίζει στο στήθος μας.
Αγριολούλουδα στις ράχες των πρωινών,
οι αστερισμοί άγρυπνοι στα σταυροδρόμια.
Το φως δροσερό στις λευκές νύμφες των βράχων,
τα βότσαλα χρυσά στα στήθη των αγαλμάτων.
Γαλήνια η δροσιά στις ουράνιες άρπες,
αντιλαλούν τα στριφτά κοχύλια.
Κρυώνουν τα δέντρα το ξημέρωμα,
αρπάζουν τ’ αλλοπαρμένα σύννεφα.
Πουλούν όνειρα οι χρυσές χορεύτριες,
το ντέφι τους περιστέρια και γλάροι.
Κοιμούνται αμέριμνοι οι μικροί ιππόκαμποι,
αδειάζουν τη νύχτα σε λευκά ποτήρια.
Κουδουνίζοντας έρχονται οι άμαξες,
οι αμαξάδες λευκοντυμένοι όνειρα.
Κραταιά η δύναμη της θαλάσσιας τρίαινας,
τρεκλίζουν οι μεθυσμένοι καστροφύλακες.
Αγίασμα τα χρυσά εξαφτέρουγα,
δουλεύουν ολόδροσες χάντρες.
Πολύχρωμα τα χελιδόνια στα ταξίδια των ήλιων,
φωτεινά τα μάτια των αρχαίων θεών.
Αργυρές οι λίμνες στα υψώματα,
λεύκες και πεύκα πίνουν το δάκρυ τους.
Κρινάκια στις συμβολές των παραπόταμων,
μελίσσια στις αγορές των βυθών.
Στα βράχια αετοί κι αγιολούλουδα,
τα κλαδιά κεντούν τον αέρα.
Υψώνουν λάβαρα οι θαλάσσιοι γέροντες,
κρεμούν δροσερά τα αστέρια.
Ανέφελοι οι ουρανοί μες στις θάλασσες,
μαβιά τα μεγάλα τους μάτια.
Ψηλά κυπαρίσσια στα σύννεφα,
η βροχή σε μια χούφτα δάκρυ.
Κορίτσια χορεύουν στα πέλαγα,
τ’ αγόρια καβάλα στους γλάρους.
Χρυσές ηλιαχτίδες οι νεράιδες
χαρίζουν κοχύλια στους ναύτες.
Πραμάτειες οι προφητείες και τ’ αγιοκάντηλα,
βουίζουν τα λευκά πανηγύρια.
Οι όρκοι ψελλίζουν άγια γράμματα,
οι άγγελοι περιμένουν στους δρόμους.
Γυναίκες κρατούν μνήμες κι όνειρα,
εξόριστος ο νόμος ο αρχαίος.
Φυλάγουν κέρματα οι φτωχοί αέρηδες,
πληρώνουν τις ψεύτικες ώρες.
Ψιχάλες το φως στ’ άσπρα χώματα,
πετράδια οι αιώνιοι διαβάτες.
Δωρίζουν ευχές σ’ άγρια άλογα,
αδράχνουν το μίτο του χρόνου.
Οι μέρες κορνίζες στα στήθη μας,
γλυκά τα μεράκια της πλάσης.
Ολόγιομο φρούτα το δέρμα μας,
λευκά μεσημέρια οι αγάπες.
(Απ’ το ΣΩΜΑ ΦΥΛΑΧΤΟ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου