ΒΑΡΙΑ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ, σαν από μολύβι οι σόλες των παπουτσιών μου σέρνονται στο νωτισμένο πεζοδρόμιο. Ανεβαίνω τον ίδιο ανηφορικό δρόμο για το μαγαζί μου, όπως κάθε πρωί, και στρίβω στη γωνία του φούρναρη. Ούτε που νοιάζομαι για τις μυρουδιές από το φρεσκοψημένο ψωμί, που αναδίνονται από τα έγκατα του φούρνου. Όλα άοσμα και αδιάφορα είναι σήμερα. Ούτε τον ήλιο, που μόλις πάει να ανατείλει και συναντώ εδώ στο πιο ψηλό σημείο της ανηφόρας, χαιρετώ˙ μόνο σταυροκοπιέμαι.
Η λύπη, που νιώθω, έχει διαπεράσει όλο το σώμα μου ─ λες και στάζει από τα ρούχα μου. Πάντα πίστευα ότι η λύπη είναι το μόνο αληθινό συναίσθημα, αυτό που δεν μπορείς να υποδυθείς. Λίγα βήματα ακόμα και φτάνω στο μαγαζάκι μου, όπως συνηθίζω να το λέω. «Υποδηματοποιείο ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΓΟΒΑΚΙ», έτσι γράφει η καλλιτεχνική ταμπέλα που κάποιος φίλος επιμελήθηκε με πολύ μεράκι πάνω σε μια παλιά πόρτα, χειροποίητο πράμα, ομορφοδούλικο. Ξεκλειδώνω το λουκέτο κι ανασηκώνω το ρολό βιαστικά, τυπικές κινήσεις, καθημερινές, όμως εγώ είμαι σαν υπνωτισμένος. Το μυαλό μου βουίζει, λες και είναι κολλημένο στα χθεσινά νέα. Αναστατώθηκε η γειτονιά, μεγάλο σούσουρο έγινε. Κακιά ώρα βρήκε τη Βαγγελίτσα μου, την αδυναμία μου.
Όλα τα παιδάκια της γειτονιάς τ’ αγαπώ, μια κι ο Θεός δεν με αξίωσε ν’ αποκτήσω δικά μου, μα εκείνη την ξεχώρισα απ’ την πρώτη στιγμή, όταν ερχόταν κρεμασμένη από το χέρι της μάνας της να επισκευάσει τα παπουτσάκια της. Ένα μικρό ανθρωπάκι, λεπτό κορμάκι, αερικό. Να ’ταν το δαμασκηνί χρώμα των ματιών της ή ο τρόπος, που σε κοιτούσε; Βλέμμα ανθρώπου μεγάλου, μυαλωμένου, που διαπερνούσε σαν ρεύμα την πλάτη σου μέχρι κάτω τις πατούσες. Άραγε μήπως το λυπόμουνα το καψερό; Χωρίς πατέρα μεγάλωνε κι εγώ έχω ευαισθησία σε κάτι τέτοια. Η μάνα της, η Στέλλα, θεατρίνα του σωρού, γνώρισε κάποιον ομορφονιό, που μόλις έμαθε πως την γκάστρωσε, έγινε καπνός. Αυτά έλεγαν οι κουτσομπόλες της γειτονιάς, μα στο παιδί είπαν ότι πατέρας του πέθανε. Η γειτονιά όμως γνώριζε.
Έτσι μεγάλωνε η Βαγγελίτσα ─ μισή ορφανή, μισή μπάσταρδη και μέστωνε. Έγινε κοπέλα όμορφη, με το δέρμα της στο χρώμα του ώριμου ροδάκινου, έτσι, ν’ απλώσεις το χέρι να το δαγκώσεις, και τα μαλλιά της μακριά, καστανά τα λες, στο χρώμα του κονιάκ θα πω εγώ, που δεν ξέρω απ’ αυτά. Μα εκείνο το βλέμμα, ίδιο, βελούδινο, διαπεραστικό, σου έκοβε την ανάσα. Και φαινόταν πως πρόκοβε και στο σχολείο. Μάθαινα εγώ νέα της από τη γειτονιά ή απ’ τη μάνα της, όποτε ερχόταν στο μαγαζάκι μου και χαιρόμουνα και καμάρωνα, αφού στο μυαλό μου είχα πάρει τη θέση του πατέρα, που έλειπε και καθώς κάρφωνα τα τακούνια στα στραβοπατημένα παπούτσια κοίταζα την άδεια καρέκλα του μαγαζιού και σαν να μ’ άκουγε την συμβούλευα για τη ζωή, για την αγάπη, για τους ανθρώπους. Κι αν την συναντούσα στο δρόμο ή στο παντοπωλείο, ήμουνα προσεκτικός και συγκρατημένος, μην τυχόν παρεξηγήσει το ενδιαφέρον μου για ’κείνη. Μόνο κρυφοκοιτούσα με καμάρι.
Όταν έφτασαν τα νέα πως πέρασε στο Πανεπιστήμιο και σε τρανταχτή σχολή, θυμάμαι χόρευα και έπινα μονάχος μου από το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ. Τόσο κέφι, που η κυρά μου σίγουρη πως έχω κερδίσει το λαχείο, μου ζήταγε μερτικό απ’ τα κέρδη και στο τέλος πιάσαμε τον καυγά. Βέβαια η γειτονιά ζήλεψε την επιτυχία της Βαγγελίτσας μου. «Ακούς εκεί το μούλικο να τα καταφέρει χωρίς φροντιστήριο. Πάλι καλά που δεν πέρασε στην Αθήνα». Και άλλα πολλά λέγανε. Μα να τους πειράξει, που μόνο του ένα κλαράκι στάθηκε απέναντι στην πρώτη μεγάλη δοκιμασία ενός παιδιού και τα κατάφερε; Στεναχωρήθηκα με την κακία της γειτονιάς και προσπαθούσα να θυμηθώ αν μέσα στις συμβουλές, που της έδινα μιλώντας στην καρέκλα, είχα αναφέρει και για την απονιά του κόσμου. Έτσι, έφυγε για σπουδές στην επαρχία.
Πέρασε καιρός που δεν την είχα ανταμώσει και χθες το πρωί μπήκε στο μαγαζί η κυρά Τασία κρατώντας τις σκισμένες της παντόφλες στο ένα χέρι και στο άλλο ένα μαντίλι για τα βουρκωμένα της μάτια: «Τι συμβαίνει κυρα-Τασία, πάλι δε φτάνει η σύνταξη;» της λέω εγώ ανυποψίαστος για να την πειράξω και να γυρίσει η συζήτηση στα πολιτικά. Και τότε εκείνη μου είπε τα μαντάτα. Πως η Βαγγελίτσα μου, λέει, εκεί που σπούδαζε γνώρισε ένα νέο, που τον ερωτεύτηκε πολύ. Δάγκωσε τη λαμαρίνα από τη μέση που λένε, πρωτάρα ήτανε άλλωστε, και πως αυτός, ενώ στην αρχή έδειχνε αμοιβαία αισθήματα, ξαφνικά χωρίς λόγο την παράτησε. Εκείνη τότε τρελάθηκε από τον πολύ έρωτα και πήρε χάπια για να πεθάνει. Στο παρά πέντε οι γιατροί της έσωσαν τη ζωή. Μου ανέβηκε η πίεση μόλις τ’ άκουσα αυτά, πετάχτηκα απάνω αναψοκοκκινισμένος, έπεσε κάτω ο πάγκος με τα παπούτσια, φοβήθηκε κι η κυρα-Τασία:
―Πώς κάνεις έτσι κυρ-Παντελή, ούτε δικό σου παιδί να ’τανε!»
«Πες μου πού την έχουν να πάω να την δω», της είπα. «Αποκλείεται», μου αντιγύρισε, «απαγορεύονται οι επισκέψεις. Άλλωστε δεν έχει συνέλθει ακόμα καλά και οι συγκινήσεις μπορεί να της κάνουν κακό».
Έπεσε το ταβάνι και με πλάκωσε, θόλωσα, έκλεισα το μαγαζί και πήγα έξω απ’ το σπίτι της μήπως και συναντήσω τη μάνα της, την κυρα-Στέλλα. Να την ρωτήσω λεπτομέρειες, να της πω πως εγώ για ό,τι χρειαστεί το παιδί θα είμαι δίπλα της. Αρκεί να γίνει καλά. Έρημο το σπίτι, χτύπησα πολλές φορές το κουδούνι. Καμιά απόκριση. Έτσι γύρισα σπίτι μου. Ούτε έφαγα, ούτε κοιμήθηκα μόνο κοίταζα το εικόνισμα της Παναγίας και προσευχόμουνα.
Το πρωί σηκώθηκα, όπως σας προείπα, και κίνησα για το μαγαζί, όχι για να δουλέψω, έτσι για να κάνω κάτι, αφού δεν με χωρούσε το σπίτι. Ίσως μάθαινα και κανένα νέο. Η μέρα κύλησε αργά. Κανείς δεν ήξερε κάτι περισσότερο απ’ αυτά, που μου είπε η κυρα-Τασία. Ίδιες πέρασαν και οι επόμενες μέρες, με το σταγονόμετρο καμιά πληροφορία και στο μήνα απάνω την είδα. Την κρατούσε η μητέρα της από το χέρι, όπως όταν ήταν παιδάκι. Τα μαλλάκια της λυτά στους ώμους σχημάτιζαν μικρές μπούκλες στις άκρες. Παρακαλούσα να γυρίσει να με κοιτάξει και πράγματι γύρισε το κεφαλάκι της. Η ματιά της ακούμπησε πάνω μου, μα τίποτα δεν ήταν ίδιο. Άδειο βλέμμα, σαν να μη με έβλεπε, σαν να ήταν αλλού και τότε πρόσεξα πως και το βάδισμά της ήταν αλλιώτικο. Κυριολεκτικά την έσερνε η μητέρα της, άβουλο πλάσμα, μια μαριονέτα.
Ένα σκούντημα στα πλευρά με συνέφερε. Ήταν ο κυρ-Χρήστος ο σπιτονοικοκύρης, που μου είπε: «Την βλέπεις; Έμεινε φυτό. Δεν θα συνέλθει ποτέ˙ σώθηκε η ζωή της μα το μυαλό της το πήρε ο έρωτας. Λένε πως στην Αμερική ίσως κάτι να γινότανε, μα πού λεφτά...».Πιάστηκα από την τελευταία του φράση. Αναπτερώθηκε η ελπίδα μέσα μου. Εγώ θα φρόντιζα για όλα, ό,τι έχω και δεν έχω τα διαθέτω για τη Βαγγελίτσα μου, την κόρη της καρδιάς μου. Και το βρακί μου θα πουλήσω αρκεί να ξαναδώ το βελούδο τον ματιών της. Κλείνω όπως-όπως το μαγαζί και τρέχω ξοπίσω απ’ την κυρα-Στέλλα.
Ιστίου Τόπος,Δημιουργική Γραφή με τη Σοφία Νινιού
Ο διαδικτυακός αυτός τόπος δημιουργήθηκε για να φιλοξενεί τα κείμενα, που μέσω του μαθήματος της δημιουργικής γραφής, που διδάσκω, εμπνεύστηκαν και έγραψαν οι εκπαιδευόμενοι.
Αφορμή στάθηκε η συνεργασία μου την Άνοιξη του 2015 με τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης των Δήμων
Μοσχάτου-Ταύρου
Καλλιθέας
Αλίμου
Στο χώρο όμως αυτό φιλοξενούνται και τα κείμενα φίλων, που εξ αποστάσεως συμβουλεύω και διδάσκω.
Επέλεξα το μάθημα αυτό, γιατί πιστεύω στην απελευθερωτική του επίδραση στην ψυχή του ανθρώπου, γιατί τον εισάγει στην Τέχνη και του ανοίγει δρόμους στην έκφραση των συναισθημάτων του και στη διατύπωση της σκέψης του.
Σοφία Νινιού
Ευχαριστώ πολύ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή