Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ " ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΖΩΗ -Δεκαεφτά Διηγήσεις "


ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΖΩΗ 

Δεκαεφτά Διηγήσεις 

ISBN 139789605763961
Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Χρονολογία Έκδοσης Σεπτέμβριος 2015
Αριθμός σελίδων 120 
Επιμέλεια Κώστας Θ. Ριζάκης 
Διαστάσεις 17x12
Εξώφυλλο Χριστίνα Καραντώνη


Αποσπάσματα από το βιβλίο

1. Η Βουλιώ
Και κάθε φορά που κάποιος ερχόταν απ' όξω -τοξωτερικό- όλο και γέμιζε το σπίτι της με κάνα ξερό παξιμάδι, κάνα μάτσο ρίγανη, κάνα περισσευούμενο ζαρζαβατικό, που οι γειτόνισσες παρά τις ανάγκες τους στερούσαν από τα παιδιά τους, γρικώντας την ερημιά της. Νιώθανε τύψεις, αλλά και τυχερές μέσα στη φτώχεια τους με την σκέψη ότι δεν έχασαν το ταίρι τους στην ξενιτιά. Αυτές τουλάχιστον και να κοιμόντανε νηστικές θα χόρταιναν με μια νυχτερινή αγκαλιά. 
Οι τύψεις συνεχίστηκαν ακόμα και μετά το θάνατο της Βουλιώς. Ίσως γι' αυτό να διάλεξαν να στέλνουν στη Βουλιώ τα νιόπαντρα ζευγάρια την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Νιώθανε πως έπρεπε να ποτίζουν το στερημένο από έρωτα σπίτι, όπως έκαναν και με τα διψασμένα ζωντανά τους. 

2 "Η πρώτη απόπειρα"

Σαν της είπαν πως θα 'φευγε απ' το χωριό και πως από δω κι εμπρός θα 'μενε με τη γιαγιά και τον παππούλη, δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της. Από λύπη για τ' αδέρφια της, που θα 'πρεπε να μοιράζονται κάθε μέρα το λιγοστό ψωμί, μια χούφτα ελιές κι ένα πιάτο λάχανα. Ξερά από δω και πέρα, αφού όπου να 'ναι το λάδι θα σωνόταν. Γι' αυτό την έστελναν στους παππούληδες εξάλλου, επειδή τα τρόφιμα όλο και λιγόστευαν.
Ο πατέρας την πήγε μέχρι τα μισά της διαδρομής τραβώντας την απαλά απ' το χέρι. Δε θυμόταν να την είχε ξαναπιάσει τόσο τρυφερά. Δε θυμόταν ούτε καν να την είχε ξαναπιάσει απ' το χέρι, το χεράκι. "Δος μου το χεράκι σου" της είπε σαν εξαφανίστηκαν από το οπτικό πεδίο των άλλων. Η τρυφερότητα, βλέπεις, χρειάζεται ιδιωτικότητα για να εκδηλωθεί. [...]

3 Η δεύτερη ανάσταση

Σαν έμαθε ότι σκοτώθηκε στον πόλεμο το πρώτο ’γγόνι της, τα ’σμπηξε χάμου1 η Κωσταντογιώργαινα και κοβότανε2. «Το Γιώργη μου! Ωχού, το Γιώργη μου! Να χάσω ’γω το Γιώργη μου! Και τι τη θέλω τη ζωή και τι το θέλω ’γω το φως μου;» Και κάθε τρεις και λίγο τσουπ και πήγαινε στον Αγιώργη και παρακάλαγε. «Κάνε Άγιε μου να ’ρθει το παιδί μας και ’γω να μη ματαϊδώ το φως!» Αλλά ο Γιώργης της άφαντος, χαμένος σε κάποια ράχη της Αλβανίας. Εκείνη όμως, δεν το ’βαζε κάτω, γιατί ήτανε καλομαθημένη από τον πρώτο πόλεμο, τότε που ’χασε το στερνοπαίδι της, που του φκιάσανε και κόλλυβα στα ’νιάμερα και τα τριμήνια και κείνο στο τέλος ξεκάμπισε3 ολοζώντανο. Τότε, σα γύρισε το παιδί, το τάξανε στον Άγιο και το στείλανε στο μοναστήρι. Έτσι και τώρα δεν έχανε τις ολπίδες της για μια δεύτερη ανάσταση και κάθε λίγο και λιγάκι ξέκλεβε κανιά ωρίτσα από τις βαριές δουλειές και πήγαινε να παρακαλέσει γονατιστή τον Άγιο. «Άγιε μου, να τόνε ιδώ κι ας πεθάνω και ας στραβωθώ την άλλη ώρα» παρακάλαγε. Τούτη τη φορά ο Άγιος παρά- κουσε φαίνεται. Δε θα το ’βλεπε ποτέ ξανά το ’γγόνι της. Για την ακρίβεια δε θα ξανάβλεπε ποτέ ξανά τίποτα. Όλα αρχίσανε ένα απόγιομα εκεί που μαγέρευε το βραδινό φαΐ για τους δυο γιους και τις φαμελιές τους. Ξαφνικά το φως της άρχισε να λιγοστεύει κι ούλα να χάνονται σιγά σιγά. Σκοτίδιασε ο τόπος. Πολέμαγε να μην τσακιστεί μες στο κατράμι, όταν μια φωνή την έβγαλε απ’ τη στενοχώρια, μια φωνή αγαπημένη. «Πού ’σαι, μωρ’ γιαγιούλα μου; Πετάξ’ απάνου να μου φκιάσεις κανιά μπουκιά! Από κείνες π’ ανα- σταίνουνε και πεθαμένο.» «Γιώργη μου, Γιώργη μου κι Αγιώργη μου» έσκουξε η γριά. «Και μπουκιές κι ό,τι θέλεις παιδάκι μου κι Άγιε μου να σου φκιάσω» και σουρναβαλίστηκε στ’ αγγειά και στα τετζέρια αμάθητη στο πηχτό σκοτάδι.
1. αντιστάθηκε. 2. χτυπιόταν. 3. εμφανίστηκε


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Φωτεινή Βασιλοπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα και μεγάλωσε στη Χρυσοκελλαριά Μεσσηνίας. Σπούδασε Αγγλική και Ελληνική Φιλολογία. Ζει στην Καλαμάτα και εργάζεται στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. 
Το Για μια χούφτα ζωή είναι το πρώτο της βιβλίο.



ΚΡΙΤΙΚΕΣ
i) ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΖΩΗ 17 διηγήματα με άξονα τη ζωή των ανθρώπων της Χρυσοκελλαριάς, την καθημερινότητά τους, τα πάθη και τις ενδοοικογενειακές τριβές. Η αρρώστια, το κλάμα, οι σκιές και ο θάνατος αντηχούν παντού. Συγκινητική και ευαίσθητη η Φωτεινή, έχοντας σίγουρα ερεθίσματα από τα παιδικά της χρόνια, παρουσιάζει γεγονότα που έχουν χαραχτεί στη μνήμη της, με προσήλωση και σεβασμό στο παρελθόν. Χρησιμοποιεί το ρεαλισμό για να απεικονίσει ένα κόσμο της αγροτιάς σκληρό και κλειστό, ο οποίος υποφέρει από φτώχια και εντάσεις, αλλά έχει τρυφερότητα, ευαισθησία και αγάπη, που χρειάζονται ιδιωτικότητα για να εκδηλωθούν. Οι περιγραφές είναι σε απλή γλώσσα, που διανθίζεται όμως με γλωσσικούς ιδιωματισμούς, δίνοντας έτσι μία αμεσότητα με τη ζωή των κατοίκων της περιοχής. Είναι ένα μικρό βιβλίο κόσμημα, μια σοβαρή και αξιόπιστη προσπάθεια. Οι συναρπαστικές περιγραφές και το γλαφυρό της ύφος, κάνουν την ανάγνωση του μία απόλαυση. Πολλές ευχές για μία ισάξια συνέχεια. 

Βάλια Ραγκούση

Από σχόλια αναγνωστών στη σελίδα των εκδόσεων Γαβριηλίδη.


ii)   Πόλυ Χατζημανωλάκη
.......
Στιγμιότυπα της μικρής ιστορίας των ανθρώπων της Χρυσοκελλαριάς, ψηφίδες της συλλογικής μνήμης. Ο γενέθλιος τόπος είναι το χρυσό κελάρι της μνήμης. Τα πάθια και οι καημοί του κόσμου με παραδειγματική οξύτητα, ακρίβεια, δραματικότητα. Τα χρυσά κουμπιά μιας καμπαρντίνας, το τηλεγράφημα με την είδηση του θανάτου του γιου, τα κατά συνθήκην ψεύδη της κοινότητας στην εγκαταλειμμένη σύζυγο και άλλες ιστορίες ορίων ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο και τον άλλο. Πολύτιμες.
Μπαίνω στο νόημα προς το τέλος των αφηγήσεων, εκεί όπου ο ήρωας θέλει να φύγει από τον τόπο που τον παιδεύει και το λέει στη μάνα του ότι δεν αντέχει. «Και πού να πας;» Του λέει αυτή. Ψάχνω τα τοπωνύμια στον χάρτη: « Από το Τσαπί μέχρι την Κορώνη πήγες και κόντεψες να πνιγείς». «Κάνε όρεξη να πας μέχρι το Νησί». Το Νησί, η μεθυσμένη Πολιτεία, η Μεσσήνη, τόσο κοντινά και όλα τόσο εμποδισμένα. Εκείνος θέλει να διασχίσει τη θάλασσα να πάει στη «Ναμερική». Αυτό είναι. Οι αποστάσεις είναι αλλιώς. Τόσο κοντά στον χάρτη, τόσο μακριά στην προσδοκία.
Και η γλώσσα είναι αλλιώς. Και με χειρουργική ακρίβεια πρέπει να αποδοθεί η συγκίνηση της ανάμνησης. Σαν το «Επέστρεφε» του Καβάφη, που το απέδιδε με επίμονη ευλάβεια στην ποίησή του. Τι να είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να δημιουργούν ένα τέτοιο γλωσσικό πλούτο στους τόπους τους; Τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο διαφορετικούς και τόσο μακριά τον ένα από τον άλλο; Και τόσο κοντά.
Ο ήρωας της Φωτεινής Βασιλοπούλου θα πάει τελικά στη «Ναμερική». Θα ταξιδέψει στο αμπάρι του πλοίου μην τολμώντας να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσανεξία του ταξιδιού. Ο πόνος εκεί είναι αλλιώς. Δεν τολμά να ανεβεί στο κατάστρωμα γιατί ο μόνος πόνος που καταλάβαινε ήταν εκείνο το αγκάθι που του είχε καρφωθεί και που θα του έβγαζε με λαδάκι και μια βελόνα η μάνα του.
Η ξένη γλώσσα. Οι παραφθορές της στο Έλις Άιλαντ. Ο κόσμος μας μια Βαβέλ που σιγοψιθυρίζουμε με όλους τους τρόπους το άφατο όνομα του Θεού. Το βιβλίο της Φωτεινής Βασιλοπούλου είναι διαμάντι με δεκαεπτά όψεις. Το βιωματικό στοιχείο που δίνει αξία και δύναμη είναι εμφανές, αλλά και η μαστοριά της γραφής παραδειγματική. Στις σελίδες του ανασαίνουν στοιχειά και ξωτικά του τόπου, οι σελίδες του είναι απόδειξη ότι η λογοτεχνία έχει ελπίδες σε αυτή τη μικρή χώρα.
Διαβάστε περισσότερα εδώ


iii)  Μαρία Στασινοπούλου

....
«Στη Χρυσοκελλαριά, το χωριό μου», τον τόπο που μεγάλωσε, είναι αφιερωμένο το πρώτο πεζογραφικό βιβλίο, μια σπαρταριστή σύγχρονη ηθογραφία, της Φωτεινής Βασιλοπούλου.
Η θεματική αναφορά τον τόπο καταγωγής του συγγραφέα αποτελεί σύνηθες χαρακτηριστικό της ηθογραφίας, η αφιέρωση όμως σ’ αυτόν, ξενίζει κάπως και ιδιαίτερα στις μέρες μας∙ πέρα από αγνότητα ψυχής διαβλέπω και ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης ανάκατο με νοσταλγία στην επιλογή της αφιέρωσης.

Δεκαεφτά διηγήσεις, πολλές από τις οποίες η συγγραφέας ίσως να τις κατέγραψε, αφού πριν έπεισε τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους να μιλήσουν, φωτίζοντας από πρώτο χέρι, μέσα από τα βιωμένα, το αβίωτον της ζωής.

Εστησε αυτί τα θερινά βράδια στην πλατεία του χωριού όπου όλοι, παλιότεροι και πιο νέοι, θυμούνται και θυμίζουν∙ άκουσε γέρους να αναπολούν, ξενιτεμένους που γύρισαν να αφηγούνται. Κάθε ατομική περίπτωση γίνεται έτσι σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής ζωής και της εξελικτικής πορείας, σ’ αυτό το μικρό χωριό της Μεσσηνίας.

Ξωτικά και φαντάσματα, νεραϊδοπαρμένες και νεκροί που ανασταίνονται. Η συγγραφέας αντιμετωπίζει με την ίδια ανάλαφρη, θυμόσοφη καλύτερα, διάθεση και τη ζωή και τον θάνατο. Περισσότερο νομίζω είναι το μερίδιο του θανάτου στη θεματική της ζυγαριά.

Αυτό δηλώνει και το μότο του βιβλίου: «Κάθε απόγιομα / ο θάνατος και οι σκιές / μάς κυνηγούν». Οι σκηνές εξάλλου περίεργων θανάτων, ταφής αλλά και μακάβριας εκταφής, προσφέρονται περισσότερο για να ξεδιπλώσει το χιούμορ της και να προκαλέσει θυμηδία κάποτε και ηχηρό γέλιο στον αναγνώστη. Αναφέρω ενδεικτικά τα εξαιρετικά διηγήματα «Αυγουστιάτικη ψιχάλα», «Πλην κλιτσινάρας», «Ο άρτος ο επιούσιος».

Οι διηγήσεις της Βασιλοπούλου είναι απαλλαγμένες από την εξιδανικευτική τάση της ηθογραφίας και έχουν αποφύγει τη γραφικότητα και το φολκλόρ. Εστιάζουν στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, στις ιδιαιτερότητές τους και στο περίεργο δέσιμό τους με τον τόπο. Από τον τίτλο κιόλας, «Για μια χούφτα ζωή», προβάλλει ο αγώνας των ανθρώπων για την επιβίωση.

Διηγήματα με ήθος και χαρακτήρα προσωπικό. Λιτή και ακαριαία γραφή, ίδιον του λαϊκού λόγου, ενώ δροσερές αύρες από τις πηγές του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού και του Κονδυλάκη χρωματίζουν τον λόγο της συγγραφέως. 

Διαβάστε περισσότερα  εδώ
iv) Διώνη Δημητριάδου

Η Φωτεινή Βασιλοπούλου κρύβει πίσω από τις καταστάσεις που αφηγείται μια δόση χιούμορ, που άλλοτε σου αποκαλύπτεται πίσω από φράσεις και αντιδράσεις και άλλοτε σε περιμένει εκεί στο τέλος της ιστορίας για να σου ανατρέψει μια θλιβερή εικόνα που σου ξετύλιξε, υπογραμμίζοντας έτσι, όμως, αυτή καθεαυτή την έννοια του τραγικού σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του, όπως στο ευρηματικό στην κλιμάκωσή του «Πλην κλιτσινάρας» ή στο απολαυστικό «Το κολλάγκαθο» με την τελευταία σκηνή να μιλάει περισσότερο κι από εκατό κουβέντες.
Οι περισσότερες διηγήσεις ανατρέπουν τα δεδομένα τους στις τελευταίες αράδες, κι εκεί που νόμιζες πως κατάλαβες, σου δείχνει όλο το νόημα αλλιώς. Αυτό το “ανάποδο” του πράγματος σε κάνει να ξανακοιτάξεις τη ζωγραφιά της προμετωπίδας (έργο της Χριστίνας Καραντώνη, που φιλοτέχνησε και το εξώφυλλο) με το δέντρο που φύεται πλαγιαστά, τελείως ανακόλουθα με τον φυσικό τρόπο. Μια άλλη οπτική στα πράγματα όπως τα ξέρουμε μας δείχνει η συγγραφέας, μια λοξή ματιά στα όσα μάθαμε να πιστεύουμε και να εμπιστευόμαστε. Με την πολύ προσεγμένη της γραφή, με μετρημένες τις δόσεις σε όλα τα υλικά της έφτιαξε τη δική της πραγματικότητα. Πολύ δελεαστική στην ανάγνωση, πρωτότυπη στη θεματολογία της. Να που ένας κόσμος τόσο περιορισμένος στις παραστάσεις του, όπως αυτός που ζει μακριά από τα αστικά κέντρα, έχει να πει (με τη βοήθεια της λογοτεχνίας) ιστορίες και να αφηγηθεί τα δικά του θαύματα. Κι εδώ, στην περίπτωση της Φωτεινής Βασιλοπούλου, βρήκε την καλή του ώρα.

Διώνη Δημητριάδου

Διαβάστε περισσότερα εδώ  








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου