(φωτογραφία: Κωνσταντίνος Μάνος, Κρήτη, 1964) |
Αδώνιδος κήποι*
Σαν να της φάνηκε πως η Άνοιξη την καλούσε. Κι άνοιξε το παράθυρο.
Δεν ακουγόταν τίποτε. Αλλά εκείνη αφουγκράστηκε όλα τα κρυφά μηνύματα.
Αναλογίστηκε χιλιάδες χρόνια πίσω εκείνον τον άλλο, τον όμορφο, τον νέο, τον ευλογημένο συνάμα και καταραμένο. Να ζει ζωή ατελείωτη και θάνατο αθάνατο. Να πεθαίνει κάθε φορά μέσα στο άνοιγμα της φύσης. Να γεννιέται κάθε φορά με μιαν ανάσα πανάρχαιας μνήμης. Για να ξεχαστεί πάλι. Σε μια αέναη πορεία του σκότους μέσα στο φως. Θεοί καινούργιοι και παλιοί. Η μοίρα τους η λήθη.
Πήρε στο χέρι της το πιατάκι με τη φακή που είχε πια βγάλει φύτρα και μεγάλωνε. Φόρος τιμής παλιάς θεότητας στον νέο θεό. Το ακούμπησε στο περβάζι. Και ξαφνικά ένιωσε πως όλα ένα είναι, και τα τωρινά και τα μακρινά. Αδιάσπαστη ενότητα των ανθρωπίνων και των θεϊκών.
Από μακριά ήδη ακουγόταν η πρώτη μελωδία. Του Επιταφίου που όλο και πλησίαζε.
Διώνη Δημητριάδου
(το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία «Κορφολογώντας εποχών την προίκα», σε επιμέλεια του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2018)
* Αδώνιδος κήποι είναι τα ταπεινά πιατάκια με τη χλωρή φακή, που φυτρώνει μόνο για μια ολιγοήμερη ζωή, ίσα για να ταυτιστεί με το ανθρώπινο δικό μας ελάχιστο πέρασμα. Πανάρχαιο έθιμο, παραπέμπει στον Άδωνι, που συμβολικά τον θυμόντουσαν με το εφήμερο αυτό φύτεμα, και που σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας επιβίωσε κατά την περιφορά του Επιταφίου. Ίσως γιατί οι θρησκευτικές δοξασίες ανακατεύονται όμορφα και μας πλανεύουν.
Σαν να της φάνηκε πως η Άνοιξη την καλούσε. Κι άνοιξε το παράθυρο.
Δεν ακουγόταν τίποτε. Αλλά εκείνη αφουγκράστηκε όλα τα κρυφά μηνύματα.
Αναλογίστηκε χιλιάδες χρόνια πίσω εκείνον τον άλλο, τον όμορφο, τον νέο, τον ευλογημένο συνάμα και καταραμένο. Να ζει ζωή ατελείωτη και θάνατο αθάνατο. Να πεθαίνει κάθε φορά μέσα στο άνοιγμα της φύσης. Να γεννιέται κάθε φορά με μιαν ανάσα πανάρχαιας μνήμης. Για να ξεχαστεί πάλι. Σε μια αέναη πορεία του σκότους μέσα στο φως. Θεοί καινούργιοι και παλιοί. Η μοίρα τους η λήθη.
Πήρε στο χέρι της το πιατάκι με τη φακή που είχε πια βγάλει φύτρα και μεγάλωνε. Φόρος τιμής παλιάς θεότητας στον νέο θεό. Το ακούμπησε στο περβάζι. Και ξαφνικά ένιωσε πως όλα ένα είναι, και τα τωρινά και τα μακρινά. Αδιάσπαστη ενότητα των ανθρωπίνων και των θεϊκών.
Από μακριά ήδη ακουγόταν η πρώτη μελωδία. Του Επιταφίου που όλο και πλησίαζε.
Διώνη Δημητριάδου
(το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία «Κορφολογώντας εποχών την προίκα», σε επιμέλεια του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2018)
* Αδώνιδος κήποι είναι τα ταπεινά πιατάκια με τη χλωρή φακή, που φυτρώνει μόνο για μια ολιγοήμερη ζωή, ίσα για να ταυτιστεί με το ανθρώπινο δικό μας ελάχιστο πέρασμα. Πανάρχαιο έθιμο, παραπέμπει στον Άδωνι, που συμβολικά τον θυμόντουσαν με το εφήμερο αυτό φύτεμα, και που σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας επιβίωσε κατά την περιφορά του Επιταφίου. Ίσως γιατί οι θρησκευτικές δοξασίες ανακατεύονται όμορφα και μας πλανεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου