(Το τελευταίο φιλί)
Ο όρμος της Αφροδίτης
Μια τραγική ιστορία θα σας διηγηθώ , ίδια αρχαία τραγωδία, που ξετυλίχτηκε , κάποια παραμονή Χριστουγέννων ,εκεί στα βράχια της Πειραϊκής, στον όρμο της Αφροδίτης ,εκεί που στέκει περήφανα , ορθώνοντας αλαζονικά το ανάστημά του ,ένας γκρίζος τσιμεντένιος Σταυρός .
Υψώνεται, σαν να ήταν φτιαγμένος για να γίνει κάτι σημαντικό πάνω σ΄ αυτόν , κάτι που ήξερε πως για αυτό είχε ταχθεί και περίμενε, μα … δεν έγινε ποτέ. Προσδοκούσε κάποιος άνθρωπος να βρεθεί ,τον εαυτό του να θυσιάσει , μια κάθαρση να γίνει ,να αναστηθεί και ν΄ αναγεννηθεί από την αρχή.
Τον ίδιο να σώσει και τον κόσμο από τον εαυτό του.
Από τότε που κατάλαβε ο Σταυρός, πως κανείς δεν θα δεχότανε έναν τέτοιο ρόλο, πάγωσε ,πέτρωσε, γιγάντωσε, αλαζονικός έγινε, για να μην υποψιαστεί κανείς ,πως ο ρόλος που έμελλε να διαδραματίσει ,μετέωρος στον χρόνο έμεινε, χωρίς σκοπό παρέμεινε .
Κάποτε, έχτισαν ένα ταπεινό εκκλησάκι στα πόδια του και οργίστηκε από τη ζήλεια του πολύ.
Γιατί όλοι σ΄ αυτό προσκυνούσαν ευλαβικά , σ΄ αυτό άναβαν κερί, ένα καντήλι ,ένα τάμα, έκαναν μια απελπισμένη ευχή. Μια παράκληση ,μια προσευχή και ας ήξεραν κατά βάθος ,πως ίσως ποτέ δεν εκπληρωθεί.
Ίσως, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος για τέτοιες θυσίες , ίσως για αυτό οι άνθρωποι προσπερνάνε τον Σταυρό και στέκονται μπροστά στο εκκλησάκι , επειδή ο Σταυρός τους θυμίζει ,ότι ο άνθρωπος είναι αδύναμος , ότι δεν μπορεί να σηκώσει το ανάστημα του απέναντι στον εαυτό του και να αντιταχθεί στις αδυναμίες του, στα πάθη του και ας είναι να τον οδηγήσουν στην καταστροφή .
Ίσως, για αυτό οι ιδεολογίες , οι θρησκείες ,όσο και να είχαν τις καλύτερες των προθέσεων ,ποτέ δεν κατάφεραν τους ανθρώπους ,να εφαρμόσουν το πνεύμα τους στην πράξη, ,πάντα καραδοκούσε ο κακός εαυτός του ανθρώπου να τα αλλοιώσει όλα , να τα μουτζουρώσει και έτσι αυτό που απέμεινε στον άνθρωπο είναι να θέλει να πιστεύει απελπισμένα, σε μια Θεία πρόνοια ,σε μια μοίρα , σε μια τύχη που θα τον βοηθήσει, θα του δώσει δύναμη ,να αντέξει και να συνεχίσει, γιατί κατά βάθος αυτό που φοβάται πιο πολύ και θέλει να ξορκίσει, είναι ο ίδιος του ο σκοτεινός εαυτός , οι αδυναμίες του ,τα λάθη του ,τα πάθη του.
Όλοι κοιτούσαν τον σταυρό ,τον προσπερνούσαν και πήγαιναν να θαυμάσουν το ταπεινό εκκλησάκι ,να το προσκυνήσουν, κάποιο παράπονο από την ψυχή τους να καταθέσουν, δύναμη να πάρουν.
Εκεί λοιπόν ,σ΄ ένα στενό, πίσω από τα πληγωμένα, από την αιώνια πάλη τους με την θάλασσα βράχια της Πειραϊκής.
Εκεί που αναδύονται μέσα από τη γη ,ταπεινά θεμέλια από αρχαία τείχη, για να θυμίζουν στον περαστικό, πως κάποτε, σε μια αρχαία ξακουστή παντοδύναμη πόλη, οι άνθρωποι σκέφτηκαν να ορθώσουν ψηλά τείχη, για να εμποδίσουν κάθε κακό που θα μπορούσε να αλώσει την πόλη τους. Γκρεμίστηκαν, σωριάστηκαν ,χωρίς να μπορέσουν να σώσουν, ούτε τον εαυτό τους, ούτε την πόλη.
Εκεί λοιπόν , σ΄ ένα στενό ,υπάρχει ένα παλιό εγκαταλελειμμένο αρχοντικό ,που κάποιοι αποφάσισαν ,να το μετατρέψουν σ΄ ένα μικρό θέατρο ,που θα χωρούσε το πολύ εκατό θεατές και ανέβασαν ένα έργο που είχε τίτλο «Ο έρωτας του Πειρατή» .
Η υπόθεση συνηθισμένη ,ένας «κακός πειρατής» έκλεψε μια κοπέλα ,την ίδια ; την καρδιά της; για χρήματα; για τον ερωτά της; ποτέ δεν έμαθα ,παρά μόνο, πως το έργο διηγιότανε ,πως την είχε δέσει ψηλά, σ΄ ένα κατάρτι ,για να μην μπορέσει να φύγει από κοντά του και πάει μακριά .
Ανησυχούσε πως η ομορφιά της ,η γοητεία της , η ονειροπόλα ματιά της, θα του την έπαιρναν μακριά του και έτσι την άφηνε , να κοιτάζει μόνο το πέλαγος, τον απέραντο γαλάζιο ουρανό, τα θαλασσοπούλια που ταξίδευαν και να τα ζηλεύει όπως την ζήλευε αυτός. Να μην μπορεί να φύγει ,να μην μπορεί να ταξιδέψει παρά μόνο να κοιτάζει .
Ίσως πίστευε ο Πειρατής ,πως κάποτε θα κουραζότανε και πως θα νοιαζότανε μόνο για αυτόν .
Θα την έκανε σκλάβα του και αν δεν γινότανε αυτό, τότε θα την πουλούσε σκλάβα σε κάποιο σκλαβοπάζαρο της ανατολής ,η θα ζητούσε λύτρα από κάποιον – αν υπήρχε -δικός της, για να την ελευθερώσει .
Η κοπέλα δεμένη στο κατάρτι δάκρυζε που δεν μπορούσε να αγγίξει, όλα αυτά που αγαπούσε , που ταξίδευε χωρίς να ταξιδεύει, που έβλεπε τα πουλιά να πετάνε χωρίς να την παίρνουνε μαζί τους, κάποιος …κάτι να την σώσει … μα τότε ,κάποιος ναύτης του πειρατικού πλοίου, που ταξίδευε - καθώς έλεγαν μόνο του κατά πως το πήγαιναν τα κύματα , ο άνεμος , η μοίρα - την ερωτεύτηκε και θέλησε να την σώσει.
Μετά από πολλές απίθανες περιπέτειες και αφού ο ναύτης μονομάχησε μέχρι θανάτου και νίκησε τον πειρατή που την κρατούσε δεμένη στο κατάρτι ,στην τελευταία σκηνή θα ανέβαινε πάνω στο κατάρτι, θα έλυνε την αγαπημένη του από τα δεσμά της ,θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του ,θα την έσφιγγε στα μπράτσα του και αυτή θα τον κοιτούσε με λατρεία στα μάτια και τότε αυτός θα την φιλούσε με πάθος στο στόμα .3…
Από κάτω θα ζητωκραύγαζαν οι ναύτες για τον χαμό του κακού πειρατή και για τον θριαμβευτή έρωτα που πάντα νικάει .
Οι προβολείς θα φώτιζαν τους πρωταγωνιστές θριαμβευτικά και η παράσταση θα έπαιρνε τέλος με ένα παθιασμένο φιλί των πρωταγωνιστών.
Παρόλο που ήταν συνηθισμένη η υπόθεση του έργου και έμοιαζε με πολλές άλλες που είχαν κατά καιρούς παιχτεί σε θέατρα και σινεμά σ΄ όλον τον κόσμο , είχε αναπάντεχα μεγάλη επιτυχία , παρόλο που ήταν άγνωστοι οι συντελεστές του θεάτρου ,κανένα φανταχτερό όνομα .
Κόσμος έρχονταν για να δει την παράσταση από όλη τον Πειραιά και την Αθήνα, τα εισιτήρια ήταν ανάρπαστα και δυσεύρετα.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων και ο θίασος θα έδινε την τελευταία του παράσταση, αφού για τόσο είχε συμφωνηθεί η μίσθωση αρχικά ,μέχρι τα Χριστούγεννα ,μα όταν είδαν την επιτυχία του έργου οι συντελεστές, θέλησαν να πείσουν τον ιδιοκτήτη του ακινήτου να παραταθούν οι παραστάσεις μέχρι την αρχή του καλοκαιριού ,μα ο ιδιόκτητης βλέποντας την επιτυχία του έργου, τους ζήτησε μια τόσο υπέρογκη αύξηση ενοικίου που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε αυτή και έτσι οι παραστάσεις του Θεάτρου του όρμου της Αφροδίτης θα σταματούσαν.
Παράξενο που είχε τέτοια επιτυχία η θεατρική παράσταση, ίσως οι θεατές να ταυτίζονταν με τους πρωταγωνιστές ,ίσως μέσα από αυτούς να φαντάζονταν τον εαυτό τους και οι άνδρες και οι γυναίκες.
Οι άνδρες φανταζόντουσαν ,πως τάχατες είναι δυνατοί, άφοβοι ,άτρωτοι και νικητές. Ικανοί να φέρουν σε πέρας την πιο ριψοκίνδυνη περιπέτεια για να τους αγαπήσει η γυναίκα που έχουν ερωτευτεί.
Αλλά και οι γυναίκες ταυτιζόντουσαν με την πρωταγωνίστρια. Φαντασιώνονταν ,πως ήταν δυνατόν ,κάποιος να τις έσωζε από την πραγματικότητα τους ,κάποιος να τις αγκαλιάσει με πάθος ,να τις παρασύρει μακριά από το βάλτο που είχε κάνει στάσιμη τη ζωή τους . Κάποιον που να ξέρει να κυβερνάει το πλοίο στην γαλήνη και στην τρικυμία και να υπόσχεται πως…. το καλύτερο ακόμη δεν το έχουν αντικρύσει .Κάποιον με στιβαρό χέρι ,που θα τις οδηγήσει εκεί που ονειρεύονται , στον παράδεισο που δεν έχουν ακόμη βρει.
Λοιπόν ήρθε η ημέρα για την τελευταία παράσταση και όλοι στον θίασο ήταν λίγο νευρικοί και στεναχωρημένοι.
ΙΙ
Περίεργο που οι άνθρωποι έχουν τόσες εμμονές ,παράξενο που έχουν μια ορισμένη πίστη, ένα πάθος και ας βλέπουν, πως δεν τους οδηγεί πουθενά ,παράξενο ,που εμμένουν να αγαπάνε κάτι που δεν γνωρίζουν ,κάτι που διαψεύδει τις όποιες προσδοκίες τους, που τους δείχνει εξόφθαλμα πως κάτι ρηχό υπάρχει, κάτι που μόνο ένα κενό μπορεί να τους αφήσει στην καλύτερη περίπτωση.
Δεν ρωτάνε γιατί πιστεύω αυτό και όχι εκείνο ,γιατί έχω αυτήν την συνήθεια και όχι την άλλη ,γιατί πιστεύω σε αυτόν τον Θεό και όχι στον άλλον ,τι είναι αληθινό; τι ψεύτικο;
γιατί αντί να ονειρεύονται μια φαντασίωση μια αυταπάτη ,στη θέση της πραγματικότητας ,δεν προσπαθούν να αλλάξουν την πραγματικότητα με το όποιο τίμημα ,αφού στο τέλος θα το πληρώσουν ούτως η άλλως. Γιατί δεν αναθεωρούν τις απόψεις τους ;αφού τους βγάζουν σε λάθος μέρη . Γιατί συμπεριφέρονται οι άνθρωποι με έναν ορισμένο τρόπο ;και ας … η πραγματικότητα, τους λέει μονότονα ,με βάναυσο πολλές φορές τρόπο ,πως κάνουν λάθος , πως αδιέξοδο δρόμο διάλεξαν να περπατήσουν.
Γιατί κυνηγάνε πάντα αυτό που δεν έχουν ,αυτό που τους φέρνει πιο κοντά στο ανικανοποίητο και στην δυστυχία ;
και γιατί μετά ελπίζουν πως θα πετύχουν κάτι ,περπατώντας στο ίδιο μονοπάτι που είχαν περπατήσει πιο πριν; Θα φανούν τάχα πιο τυχεροί αυτή την φορά ; γιατί αυτό που αποζητάνε δεν τους φέρνει πιο κοντά στην ευτυχία;
Γιατί μόλις αποκτήσουν κάτι, χάνει την αξία του στα μάτια τους και στρέφονται σε κάτι καινούριο που δεν το έχουν αποκτήσει ακόμη ; μήπως δεν το ήθελαν πραγματικά; Γιατί πάντα εμμένουν στον διαρκή πόθο ,αυτών που ποτέ δεν τους οδήγησαν πουθενά; Μήπως αγαπάνε λάθος πράγματα ,λάθος ανθρώπους , λάθος σκέψεις;
ΙΙΙ Ειρήνη και Γιάννης
Η Ειρήνη κάθισε σ΄ ένα βράχο έχοντας τα πόδια αφημένα στο κενό ,πήρε την πετονιά ,έβαλε δόλωμα στο αγκίστρι και το έριξε στη θάλασσα .
Κοίταξε τον ουρανό ,που μάζευε γκρίζα σύννεφα από το πουθενά , λες και είχε καταστρώσει κάποιο πανούργο σχέδιο για να γκρεμίσει τον ήλιο, που έλαμπε καταμεσής του Δεκεμβρίου, σαν να ήταν άνοιξη .
Αποφασίζοντας να του δείξει, το άκαιρο και άτοπο της ύπαρξης του αυτή την εποχή. Πως πολύ κάθισε, στρογγυλοκάθισε , πως ήρθε η ώρα της καταιγίδας , να τον εκθρονίσει , να του πει «κοίτα τα σύννεφα…. ο χειμώνας είναι εδώ, αποφασισμένος να σε διώξει».
Η Ειρήνη έδεσε πίσω τα μαλλιά της ,που την εμπόδιζαν να βλέπει ,κοίταξε τα νύχια της ,που είχαν ελαφρά ξεβάψει , αναρωτήθηκε αν οι σκιές στα μάτια της είναι ακόμη στην θέση τους και έκανε έναν μορφασμό ,σα να έλεγε «και τι έγινε; τι με νοιάζει;»
μετά έμεινε το βλέμμα της να κοιτάζει το απαλό κύμα ,που έγλυφε μονότονα τον βράχο, λες και ήθελε να τον ευχαριστήσει ,για τον όρμο που είχε σχηματίσει ,για να ξεκουράζεται από τα ταξίδια του στο πέλαγος .
Η Ειρήνη πήγαινε σχεδόν κάθε ημέρα σε αυτόν τον βράχο ,από τότε που έγινε πρωταγωνίστρια στο θέατρο του όρμου της Αφροδίτης ,έχοντας συμπρωταγωνιστή τον φίλο της τον Γιάννη .
Ερχόταν από νωρίς στον όρμο ,πριν αρχίσουν οι πρόβες και ψάρευε.
Όταν είχε άσχημη διάθεση , όταν ένοιωθε κάτι να την πνίγει , το κουράγιο της να καταρρέει ,τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια της ,ένοιωθε ψαρεύοντας πως ηρεμεί ,πως κάποια ελπίδα θα πιάσει και η τύχη θα της χαμογελάσει και αυτόν τον καιρό η μελαγχολία είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην ματιά της. Τίποτα δεν της πήγαινε καλά .
Το ψάρεμα την ηρεμούσε ,την έκανε να ξεχνιέται. Όλοι όσοι σύχναζαν στον όρμο της Αφροδίτης αναγνώριζαν το κορίτσι ,που καθότανε κάτω από το εκκλησάκι και ψάρευε.
Όχι ότι μιλούσε σε κανέναν ,δεν έμοιαζε να θέλει να μιλήσει. Στις σκέψεις της , στα όνειρα της στους πόθους της που δεν βρήκαν τόπο να σταθούν ,ήτανε χαμένη και άμα της μιλούσε κανένας ,οι απαντήσεις της ήταν μονολεκτικές και αποθάρρυναν τον όποιον επίδοξο συνομιλητή. Αλλά όπως και να το κάνουμε όλοι όσοι σύχναζαν στον όρμο της Αφροδίτης ,είχαν συνηθίσει να την βλέπουν, να κάθεται μονάχη να ψαρεύει, κοιτάζοντας το πέλαγος και όταν καμιά φορά ,δεν την έβλεπαν την συνηθισμένη της ώρα να κάθεται στον βράχο και να ψαρεύει, αναρωτιόντουσαν και απορούσαν ,τι να είχε γίνει.
Καμιά φορά έβλεπαν έναν άνδρα να της κάνει παρέα και να μιλάει μαζί της για ώρα, αλλά αυτό συνέβαινε μάλλον σπάνια.
Έτσι και σήμερα που ήταν η ημέρα της τελευταίας παράστασης η Ειρήνη καθότανε μόνη της ,όταν κάποια στιγμή φάνηκε ο άνδρας να την πλησιάζει και να τη ρωτάει «τι έχεις?»
Η Ειρήνη κοίταξε τον Γιάννη, που ήταν φίλος της από παλιά, από τότε που σπούδαζαν στην δραματική σχολή και τώρα συμπρωταγωνιστής στο Θέατρο του όρμου της Αφροδίτης και του απάντησε «δεν ξέρεις?»
«νομίζω πως πρέπει να ξεχάσεις τον Φίλιππο, αν αυτόν σκέφτεσαι. Τόσο καιρό σου φέρεται άσχημα, δείχνει ξεκάθαρα πως δεν σε υπολογίζει ,τι περιμένεις; πως θα αλλάξει τώρα?» είπε ο Γιάννης που δεν άντεχε να την βλέπει θλιμμένη και με κάποια θλίψη σκέφτηκε πως δεν θα την είχε ποτέ δική του ,πως ποτέ δεν θα τον ερωτευτεί ,όπως τον Φίλιππο.
Θα έλεγε κανείς, αν τον κοίταζε πιο προσεκτικά, πως, ήταν περισσότερο θλιμμένος από την Ειρήνη και σαν να έτρεμε το χέρι του , νευρικά να κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο.
‘Η Ειρήνη στην αρχή δεν πρόσεξε τίποτα, μετά τον κοίταξε και τον ρώτησε «δεν σκέφτομαι τον Φίλιππο ,εσύ τι έχεις? δεν φαίνεσαι καλά.»
Ο Γιάννης χαμογέλασε αμυδρά και απάντησε «καλά είμαι..ίσως …. καλύτερα από ποτέ»
Η Ειρήνη κοίταξε στα μάτια τον Γιάννη ,ήξερε πως την αγαπούσε ,πως ήταν ερωτευμένος μαζί της ,από τότε που ήταν συμφοιτητές στην δραματική σχολή , μα αυτή ποτέ δεν είχε νοιώσει κάτι για αυτόν, τον έβλεπε σαν έναν πολύ καλό φίλο και τίποτα άλλο.
«Λοιπόν;» ξαναρώτησε η Ειρήνη χαμογελώντας στον Γιάννη και αυτός της απάντησε :
«ξέρεις σήμερα δίνουμε την τελευταία παράσταση ,σκέφτομαι το μέλλον ,πάλι δεν θα έχουμε δουλειά … και όλα πήγαιναν τόσο καλά, με αυτό το θεατρικό έργο .
Πρώτη φορά ένοιωσα στην ζωή μου πραγματικός πρωταγωνιστής ..να με θαυμάζουν …να με αποδέχονται χωρίς αμφιβολίες …σήμερα τελειώνει η παράσταση και από αύριο πάλι στο τίποτα ..πάλι από την αρχή» είπε ο Γιάννης, μα από μέσα του σκεφτότανε κάτι άλλο.
Αυτούς τους μήνες που δούλευαν με την Ειρήνη στο θέατρο ,ένοιωθε να δένεται ακόμη περισσότερο μαζί της , να την συνηθίζει δίπλα του , να την βλέπει κάθε ημέρα, κάθε βράδυ.
Σε κάθε παράσταση να της λέει, αυτό που ένοιωθε πραγματικά ,δηλαδή πόσο την αγαπάει , πόσο είναι ερωτευμένος μαζί της.
Θαύμαζε το όλο ανεμελιά φέρσιμο της ,τα μαλλιά της που σκέπαζαν ελαφρά τα μάτια της δίνοντας της μια απροσδιόριστη γοητεία , μια θλίψη που τον σαγήνευε.
Δεν είχε γνωρίσει καμιά άλλη γυναίκα σαν την Ειρήνη, του είχε γίνει έμμονη ιδέα, το άπιαστο όνειρο της ζωής του ,με δύο λόγια ,ήταν ερωτευμένος με την Ειρήνη.
Την ήξερε χρόνια και είχε αποδεχτεί πως δεν τον ήθελε , πως θα ζούσε για πάντα στις παρυφές της ζωής της , πως ποτέ δεν θα τον θαύμαζε όπως τον Φίλιππο.
Μα όλους αυτούς τους μήνες ,από τον Αύγουστο και μετά που έπαιζαν μαζί στο θέατρο του όρμου της Αφροδίτης ,την είχε συνηθίσει και δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα ,πως από αύριο δεν θα την ξαναέβλεπε ,παρά μόνο αν τύχαινε καμιά φορά.
Πόσο θα ήθελε να ζήσει, έστω και για μια στιγμή τον έρωτα που δεν έζησε ποτέ μαζί της. Τον έρωτα που σκόνταψε σε κάποιο σκαλοπάτι της μοίρας χωρίς να φτάσει στη ζωή του. Πόσο θα ήθελε απελπισμένα, να είναι όλα διαφορετικά , να μην ακούει την γυναίκα που αγαπούσε να του λέει πως είναι ερωτευμένη με κάποιον άλλον και αυτός να είναι ευχαριστημένος και να αρκείται μόνο που την είχε κάπου – κάπου δίπλα του.
Τι όμορφα που θα ήταν να μην πονούσε ,να μην του έρχεται να κλάψει όταν την έβλεπε και την άκουγε να του λέει ,πόσο όλο αδιαφορία της είχε φερθεί ο Φίλιππος, πόσο λαχταρούσε να τον δει και να τον αποζητάει κλαίγοντας στον ώμο του.
Τότε ήταν που ήρθε στο μυαλό του μια τρελή σκέψη ,που δεν έλεγε να τον αφήσει ,να κοιμηθεί , αλλά ακόμη δεν ήξερε πώς και αν θα την εφαρμόσει.
Δεν είπε τίποτα στην Ειρήνη, απλά φαντάστηκε την στιγμή ,που θα φιλούσε την Ειρήνη κατά την διάρκεια της παράστασης για τελευταία φορά, το τελευταίο φιλί ,έστω και στα ψέματα .
Ένοιωσε ρίγος στην σκέψη πως δεν θα την αγκάλιαζε άλλη φορά, ποτέ δεν θα έβλεπε ξανά τα χείλη της να σχηματίζουν την λέξη σ΄ αγαπώ και να τον κοιτάζει .
Έκανε μια απότομη κίνηση ο Γιάννης, σαν για να τιναχτούν οι σκέψεις από το μυαλό του και είπε στην Ειρήνη «Πρέπει να γυρίσω στο θέατρο , είναι η τελευταία παράσταση και έχω κάτι δουλειές να κάνω ,μην αργήσεις «αυτήν τη βραδιά θα κατακτήσουμε τον κόσμο» της είπε και χαμογέλασε χαϊδεύοντας της τα μαλλιά και έφυγε βιαστικά.
Το κορίτσι που ψάρευε (Ειρήνη και Φίλιππος)
Η Ειρήνη κοίταξε τον Γιάννη που έφευγε και συνειδητοποίησε, πόσο την αγαπούσε , πόσο ήταν ερωτευμένος μαζί της τόσα χρόνια τώρα , γιατί όλες οι περιστασιακές σχέσεις που είχε κάνει μέχρι τώρα ,είχαν τελειώσει άδοξα .
Πως θα ένοιωθε ο Γιάννης ,τόσο καιρό που του μιλούσε για τον Φίλιππο και ένοιωσε μια απίστευτη τρυφερότητα για αυτόν τον άνθρωπο, που την ήξερε και τον ήξερε τόσο καλά ,όσο κανέναν άλλον. Τα ελαττώματα του. Τα προτερήματα του.
Αυτόν που την περιέβαλε με την προστασία του, που την έκανε να νοιώθει σημαντική σαν έπαυε να πιστεύει στον εαυτόν της.
Ένοιωθε μια ασφάλεια όταν ήταν με τον Γιάννη . Την ήξερε ,τον ήξερε ,τον είχε δίπλα της και όποτε της τύχαινε κάτι ,τα παρατούσε όλα και ερχότανε να την βοηθήσει , να την παρηγορήσει ,να της δώσει κουράγιο, αυτοπεποίθηση, να διώξει τις ανασφάλειες της .
Πόσες φορές δεν είχαν βγει μαζί οι δύο τους; Πόσες φορές δεν είχαν γελάσει, δεν είχαν κλάψει , δεν είχαν παρηγορήσει ο ένας τον άλλον;
Χαμογέλασε η Ειρήνη κάνοντας αυτές τις σκέψεις και μια σκέψη τριβέλισε το μυαλό της, μήπως τελικά ήταν ο άνθρωπος της ζωής της ; μήπως αυτόν αγαπούσε και δεν το ήξερε;
Έπιασε τον εαυτό της, να θέλει να τον αγκαλιάσει για μια στιγμή, μα μετά γρήγορα έδιωξε από το μυαλό της αυτή τη σκέψη, λέγοντας αποκλείεται και η σκέψη της έτρεξε στον Φίλιππο, που είχε εξαφανιστεί για άλλη μια φορά από την ζωή της, χωρίς να μπει στον κόπο να δώσει έστω μια εξήγηση.
Τον Φίλιππο τον είχε γνωρίσει πριν από δύο χρόνια περίπου, σε κάποια θεατρική παράσταση όταν συνεργάστηκαν μαζί για πολύ λίγο.
Ο Φίλιππος, ήταν ένας ήδη σχετικά γνωστός ηθοποιός, πρωταγωνιστής του έργου ,ενώ η Ειρήνη είχε έναν δεύτερο ρόλο.
Τότε τον ερωτεύτηκε. Ήξερε να μιλάει ο Φίλιππος ,πως να φέρεται σε μια γυναίκα και αμέσως την πρόσεξε, την πλησίασε , την φλέρταρε και η Ειρήνη αφέθηκε να την παρασύρουν τα συναισθήματα της χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Η πρώτη νύχτα που κοιμήθηκε μαζί με τον Φίλιππο ήταν μαγευτική ,τουλάχιστον για την Ειρήνη , όμως από το επόμενο πρωί ,φανήκαν τα πρώτα σημάδια, πως κάτι δεν θα πήγαινε καλά ,σε αυτήν την σχέση.
Ο Φίλιππος, σηκώθηκε από το κρεβάτι πρώτος, χωρίς να μιλήσει, ντύθηκε βιαστικά ,της είπε πως είχε δουλειά και έφυγε ,χωρίς να πει τίποτα άλλο ,χωρίς ένα χάδι ,μια κάποια οικειότητα ,σαν να είχαν ξαναγίνει δυο ξένοι.
Πέρασαν μερικές ημέρες και η Ειρήνη περίμενε τηλέφωνο του, δίσταζε να τον πάρει η ίδια, να μην φανεί, πως έτρεχε από πίσω του , πως είχε γαντζωθεί πάνω του, δεν ήθελε να δώσει τέτοια εντύπωση.
Όμως, δεν άντεξε και μετά από τριών ημερών απουσίας κλήσης του , πήρε τηλέφωνο τον Φίλιππο, τάχατες για να τον συμβουλευτεί για κάτι που είχε σχέση με την δουλειά τους.
Ο Φίλιππος ,της είπε ,πως ήταν, πολύ απασχολημένος τον τελευταίο καιρό ,δικαιολογώντας έτσι την εξαφάνιση του και πως, μόλις θα έβρισκε ευκαιρία, θα την έπαιρνε τηλέφωνο για να συναντηθούν.
Η στάση του Φιλίππου, μετά από λίγο καιρό, άρχισε να γίνεται συνήθεια για την Ειρήνη που στην αρχή τον δικαιολογούσε στον εαυτό της ,μόνο και μόνο για να μην τον κατηγορήσει πως ξέπεφτε.
Καθώς περνούσε ο καιρός ,ένοιωθε όλο και περισσότερο προσβεβλημένη.
Πως απλά περνούσε τον καιρό του μαζί της, ότι την είχε σανίδα σωτηρίας της ζωής του όταν βρισκότανε σε αδιέξοδο.
Πως όταν την είχε ανάγκη εμφανιζότανε και όταν δεν την είχε εξαφανιζότανε και αυτό την πλήγωνε, της μάτωνε την ψυχή και ένας πληγωμένος εγωισμός άρχισε σαν αγκάθι να της κεντρίζει την καρδιά ,ένα πείσμα δίχως νόημα , που την έκανε να τον σκέφτεται συνέχεια και να προσπαθεί να τον κατακτήσει .
Της είχε γίνει έμμονη ιδέα ο Φίλιππος και όποτε δεν είχε ,που αλλού να ξεσπάσει, έπαιρνε τηλέφωνο τον Γιάννη και τον κατηγορούσε για διάφορα πράγματα ,λες και ο Γιάννης έφταιγε για όλα τα κακά της ζωής της ,άκουγε τα εξ αμάξης για τους άνδρες και αυτός υπομονετικά αφού την άφηνε να ξεσπάσει ,προσπαθούσε να την καθησυχάσει ,να την κάνει μάταια να ξεχάσει, να της εξηγήσει.
Η Ειρήνη ένοιωθε να μισεί τον Φίλιππο και τον εαυτό της ,που δεν μπορούσε να ξεφύγει από την σκέψη του και ας τον έβλεπε μόνο αν και όταν είχε όρεξη αυτός .
Που δεν είχε δύναμη να του μιλήσει ανοιχτά , να τον προσβάλλει, να του αρνηθεί τον εαυτόν της .
Μερικές φορές, όταν ήταν μόνη της στο σπίτι της, μιλούσε ,φώναζε δυνατά, σαν να τον είχε απέναντι της και του έλεγε πόσο δεν τον θέλει ,πως το μόνο που θέλει είναι να φύγει από το σπίτι της ,από την ζωή της και να της αδειάσει την γωνιά.
Απειλούσε πως, από εδώ και πέρα ,θα του κλείνει το τηλέφωνο ,πως δεν ήθελε να έχει μαζί του καμιά κουβέντα …. μα…. όταν ερχόταν η ώρα και την έπαιρνε τηλέφωνο ο Φίλιππος ,αντί όλων αυτών η Ειρήνη …. ξεχνούσε τα πάντα ,χαμογελούσε και του έδειχνε πόσο πρόθυμη είναι να βρεθούνε ,υπέκυπτε δίχως άλλο στην εμμονή της σκέψης της , που τελικά ,της είχε γίνει βασανιστήριο , ένας εφιάλτης .
Τελικά ετοιμαζότανε ,στολιζότανε ,έκανε ότι μπορούσε για να είναι όμορφη για να αρέσει στον Φίλιππο και όταν συναντιόντουσαν, δεν του έλεγε τίποτα, φοβούμενη ,την αντίδραση του, μην τον χάσει τελείως, όμως κανείς δεν μπορεί να αποφύγει το αναπόφευκτο, γιατί μετά από μερικούς μήνες, εξαφανίστηκε τελείως ο Φίλιππος .
Δεν παραξενεύτηκε η Ειρήνη, το περίμενε ,πως θα ερχότανε αυτή η στιγμή , αν και δεν είχε αντέξει στον πειρασμό και είχε πάει στο θέατρο ,όπου δούλευε ο Φίλιππος ,για να δει, που πηγαίνει ,τι κάνει ,όταν σχολάει.
Κρύφτηκε σε μία γωνία ,για να μην την δει και παρακολούθησε ,όταν …. τον είδε με μια γυναίκα να μπαίνει σ΄ ένα αυτοκίνητο και να φεύγει.
Θυμότανε ότι δάκρυσε ,πως ένοιωσε προδομένη, πληγωμένη ,οργισμένη .
Πήρε τηλέφωνο τον Γιάννη , τον ξύπνησε ,γιατί ήταν αργά τη νύχτα και του ζήτησε επιτακτικά ,πως ήθελε να τον δει και πως ήθελε σήμερα να μεθύσει, πως ερχότανε σπίτι του , πως είχε ανάγκη με κάποιον να μιλήσει . Ο Γιάννης της είπε «έλα … εδώ θα είμαι …. όπως πάντα ..το ξέρεις Ειρήνη μου» .
Η Ειρήνη, εκείνη την νύχτα ,έμεινε στο σπίτι του Γιάννη μέχρι το πρωί .Όλο του έλεγε διάφορες λεπτομέρειες από όσα της είχε κάνει ο Φίλιππος και ο Γιάννης ,την άφηνε υπομονετικά να ξεσπάσει .
Ο Γιάννης ,εκείνη την νύχτα ,σκεφτότανε την τελευταία φορά, που την είχε δει και της είχε εξομολογηθεί ,για δεύτερη φορά ,πως ήταν ερωτευμένος μαζί της ,πως την αγαπούσε ,όμως η Ειρήνη είχε γελάσει συγκαταβατικά και του είχε πει, πως τον έβλεπε ,σαν έναν καλό φίλο και πως δεν ήθελε να τον χάσει από την ζωή της, αλλά πως, δεν μπορούσε να τον δει διαφορετικά .
Ο Γιάννης ,δεν είπε τίποτα, απλά έπνιξε τα συναισθήματα του και δεν της ξαναμίλησε για αυτό το θέμα .
Τώρα την άκουγε να του μιλάει και ένοιωθε μια ακατανίκητη επιθυμία ,να την αγκαλιάσει ,να την φιλήσει , χωρίς να την ρωτήσει ,να την κάνει να χαθεί στην αγκαλιά του και να μείνουν για πάντα μαζί ,δεν ήθελε άλλο να μιλάνε , παρά μόνο να είναι αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί .
Τι ωραία που θα ήτανε να την έκανε να νοιώσει ,πως ήταν ο μόνος που την αγαπούσε ,που την λάτρευε , πως ήθελε για πάντα να την φροντίζει, να την προσέχει, να την έκανε ευτυχισμένη ,μα δεν είπε τίποτα , δεν έκανε καμιά κίνηση, απλά την κοιτούσε και την παρηγορούσε για την δυστυχία της .
Άλλωστε δεν τον άφηνε η Ειρήνη, να μιλήσει, όλο αυτή μιλούσε , χαμένη στο μίσος της , τυφλωμένη από τον πληγωμένο εγωισμό της , σαν να μονολογούσε, και να έλεγε στον εαυτόν της, πόσο μισούσε τον Φίλιππο η μάλλον για την ακρίβεια να πείσει τον εαυτόν της πως τον μισούσε.
Από τότε που χώρισε με τον Φίλιππο η Ειρήνη ,έβλεπε τον Γιάννη όλο και πιο συχνά , ώσπου λίγους μήνες αργότερα, ο Γιάννης της πρότεινε να παίξει μαζί του ,στο Θέατρο του όρμου της Αφροδίτης ,πως θα ήταν πρωταγωνιστής και θα γινότανε συμπρωταγωνίστρια του , πως είχε πείσει τον παραγωγό να την δεχτεί και αφού δεν είχε κάποια καλύτερη πρόταση αυτόν τον καιρό, δεν είχε τίποτα να χάσει, αν δεχόταν .
Η Ειρήνη δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη ,άλλωστε είχε ανάγκη από χρήματα ,από τότε που είχε αρχίσει η κρίση ,η δουλειά της, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και αναγκαζότανε για να ζήσει ,να κάνει διάφορες, περιστασιακές δουλειές .Μετά βίας έβγαζε τα προς το ζειν.
ΙΙΙ Όταν πήγε στο θέατρο για πρώτη φορά , το πρώτο που αντίκρισε και της τράβηξε την προσοχή ,ήταν η θάλασσα, ο όρμος της Αφροδίτης στην Πειραϊκή .
Πέρασε τον δρόμο απέναντι τρέχοντας ,σαν μικρό κοριτσάκι ,κατέβηκε τα σκαλιά και κάθισε πάνω σ΄ ένα βράχο ,στα δεξιά του όρμου ,κάτω από το εκκλησάκι, που είχε φωλιάσει στην αγκαλιά του βράχου.
Τότε θυμήθηκε την παλιά της συνήθεια, τότε που ήταν ακόμη μικρό παιδί, που της άρεσε να ψαρεύει.
Το βράδυ , αφού έψαξε ,βρήκε την πετονιά που είχε ,από τότε που ψάρευε μικρή, κάπου ξεχασμένη και καταχωνιασμένη σε κάποιο έπιπλο του σπιτιού της.
Την έβαλε στην τσάντα της και την άλλην ημέρα κατέβηκε στον όρμο και άρχισε να ετοιμάζεται να ψαρέψει ,όπως τότε , όπως παλιά, όταν ήτανε μικρή.
Θυμήθηκε, τα ανέμελα παιδικά της χρόνια ,στο χωριό του παππού της, τότε που έπαιζε ανέμελα με τα άλλα παιδιά, που πειραζόντουσαν μεταξύ τους ,που ανταγωνίζονταν πιο θα πιάσει το πιο μεγάλο ψάρι η τα πιο πολλά .
Πόσο αθώα της φαινότανε αυτή η εποχή, πόσο μικρά τα προβλήματα που είχε τότε , που την πειράζανε όταν ψάρευε ,που καθότανε με τις ώρες και καμάρωνε, όταν έπιανε κάποιο μεγάλο ψάρι .
Ένοιωθε ,σαν η μοίρα, η τύχη ,να την είχε ευνοήσει, να της είχε δώσει κάποιο δώρο.
Αναπόλησε την εποχή που ακόμη ζούσαν οι γονείς της. Την ζεστασιά και την ασφάλεια που της πρόσφεραν ,που την πρόσεχαν ,πόσο θα ήθελε να γυρίσει τον τροχό του χρόνου σε εκείνη την εποχή.
Την ημέρα που πήγε για πρώτη φορά για να ψαρέψει στον όρμο της Αφροδίτης ,κάθισε στον βράχο που είχε προσέξει από την προηγούμενη ημέρα ότι θα της άρεσε να κάθεται, πέταξε στην θάλασσα το αγκίστρι με το δόλωμα και σκέφτηκε χαμογελώντας ,πως άμα πιάσει κανένα ψάρι, τότε ,αυτό θα είναι καλός οιωνός και η τύχη της θα άλλαζε ,πως κάτι το καλό θα γινότανε.
Όμως ,όπως θεώρησε εκείνη τη στιγμή ,έγινε κάτι ακόμη καλύτερο από το να πιάσει ψάρι ,κάτι που θεώρησε ,ακόμη πιο πολύ γούρι. Κτύπησε το τηλέφωνο της , ήταν ο χαμένος Φίλιππος ,που της είπε, «πως της χρωστάει μια εξήγηση ,πως ένοιωθε άσχημα που είχανε χαθεί και πως ήθελε να την ξαναδεί».
Σχεδόν ,πέταξε από τη χαρά της η Ειρήνη και δεν άντεξε ,άφησε την πετονιά, έτρεξε μέχρι το θέατρο, βρήκε τον Γιάννη και έπεσε στην αγκαλιά του από την χαρά της.
Τον πήρε από το χέρι, τον κατέβασε άρον - άρον κάτω στον όρμο και άρχισε να του διηγείται αυτά ,που της είχε πει ο Φίλιππος και συνέχισε λέγοντας πως τώρα πια θα άλλαζε η ζωή της , ίσως να της πρότεινε κιόλας να παντρευτούνε , σίγουρα θα την βοηθούσε και στην δουλειά ,ίσως γινότανε συμπρωταγωνίστρια δίπλα του ,άμα δε .. πήγαιναν όλα καλά ,δεν θα ξεχνούσε τον καλό της φίλο Γιάννη ,για ότι ήθελε, θα ήταν αυτή εκεί.
Ο Γιάννης, αφού άφησε την Ειρήνη να τελειώσει ,της είπε, πως μάλλον , θα ήταν καλύτερα να κρατάει μικρό καλάθι, να προσέχει , γιατί θα μπορούσε να πληγωθεί ,όμως η Ειρήνη δεν τον άκουγε.
Ο Γιάννης αφού κατάλαβε ότι δεν θα τον άκουγε ,της είπε ,πως χαίρεται για αυτήν και της ευχήθηκε να πάνε όλα καλά και …. πραγματικά το ήθελε ,δεν είχε κανένα λόγο ,να θέλει να την βλέπει δυστυχισμένη ,αφού δεν μπορούσε αυτός , δεν είχε την δύναμη, την ικανότητα να της προσφέρει την ευτυχία, ας το έκανε κάποιος άλλος.
Όταν συναντήθηκε με τον Φίλιππο η Ειρήνη ,της φάνηκε αλλαγμένος, πιο τρυφερός ,πιο ζεστός και πως, πραγματικά του είχε λείψει η παρουσία της ,πως είχε μετανιώσει και η Ειρήνη ένοιωσε ,πως άλλαξε η τύχη της , αλλά δυστυχώς για την Ειρήνη, η συμπεριφορά αυτή του Φίλιππου, δεν κράτησε για πολύ ,σε δύο μήνες, άρχισε πάλι να αλλάζει ο Φίλιππος και να απομακρύνεται από την Ειρήνη.
Η Ειρήνη στην αρχή νόμιζε πως ήταν τυχαία η συμπεριφορά του Φίλιππου ,όμως η απουσία κλήσης του στο τηλέφωνο της , μαρτυρούσε ,πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο.
Οι άκαρπες προσπάθειες της να τον δει ,να του μιλήσει ,άρχισαν να την απογοητεύουν γρήγορα και να νοιώθει όπως παλιά .
Για την ακρίβεια ,όχι το ίδιο, άλλωστε, όταν τον ξανασυνάντησε δεν ένοιωσε αυτό που ένοιωθε. Στην πραγματικότητα ,ένοιωσε χαρά που μετάνιωσε και γύρισε πίσω.
Να ικανοποιείται ο πληγωμένος της εγωισμός ,τώρα όμως ήταν κουρασμένη και ένοιωθε μια παραίτηση, μια απέραντη απογοήτευση.
Ωστόσο η Ειρήνη συνέχισε να πηγαίνει , προτού αρχίσει η παράσταση στο θέατρο ,στον όρμο της Αφροδίτης για να ψαρέψει ,όπως τότε ,που ήταν παιδί .
Κοιτούσε την θάλασσα για ώρες και έμοιαζε, σα να μην την ένοιαζε αν θα πιάσει κάποιο ψάρι, απλά έριχνε το αγκίστρι στη θάλασσα και περίμενε, ένα σημάδι ,το άγγιγμα της μοίρας ,που θα μπορούσε να αλλάξει την ζωή της .
Κοίταζε την θάλασσα σαν να προσπαθούσε να την καταλάβει, να μάθει τα μυστικά που έκρυβε μέσα της .
Πως θα την έκανε να της χαρίσει την εύνοια της ,αν ποτέ θα της χάριζε κάποιο δώρο.
Μερικές φορές ξεχνιότανε τόσο πολύ ,που ερχότανε ο Γιάννης για να την πάρει από τον όρμο ,να βιαστεί ,να πάει στο θέατρο, γιατί δεν θα προλάβαινε να είναι έτοιμη ,όταν θα άρχιζε η παράσταση.
Η τελευταία παράσταση
Ο Γιάννης ,όταν άκουσε για την διαφωνία του παραγωγού της παράστασης, με τον ιδιοκτήτη του θεάτρου, για να παραταθεί η ενοικίαση του σπιτιού μέχρι το καλοκαίρι, ανησύχησε και όταν άκουσε ,πως θα σταματούσαν οι παραστάσεις ,στο τέλος του Δεκεμβρίου, τον έπιασε απελπισία , σκεφτότανε πως δεν θα μπορούσε να πληρώσει τους διάφορους λογαριασμούς του, πως δεν θα ήταν πια κάθε ημέρα με την Ειρήνη , πως θα την έχανε για πάντα .
Όλο αυτόν τον καιρό που δούλευαν μαζί, ένοιωθε ,πως ήταν κοντά στο αντικείμενο του πόθου του ,κάτι σαν να ήταν πραγματικά μαζί .
Ζούσε για μια φορά ,έστω και στα ψέματα ,το όνειρο του κάθε βράδυ ,όταν άναβαν τα φώτα και σηκωνότανε η αυλαία .
Έβλεπε την Ειρήνη να υποκρίνεται, πως είναι ερωτευμένη μαζί του και άρχισε να συνηθίζει αυτό το ψέμα και να μην αντέχει να επιστρέψει ξανά στην αλήθεια.
Όταν, στην τελευταία πράξη, (που ήταν η αγαπημένη του), σηκωνόταν η αυλαία, μια φαντασμαγορική σκηνή ξεπρόβαλλε πίσω από τις κουρτίνες .
Οι προβολείς έλουζαν με το φως τους ,εντυπωσιακά το ζευγάρι ,το κατάστρωμα του καραβιού ,τα κατάρτια ,η Ειρήνη δεμένη στο κατάρτι να περιμένει τον Γιάννη να την σώσει από τα δεσμά της .
Στην σκηνή ένας ζωγραφισμένος τεράστιος ήλιος, ένας απέραντος γαλάζιος ουρανός ,τα πουλιά λες και πράγματι πετάγανε και ο ίδιος ο Γιάννης νικητής, έτοιμος να πιάσει το πηδάλιο του πλοίου και να το οδηγήσει όπου ήθελαν μαζί με την αγαπημένη του , να πήγαιναν κάπου ,κάποιο παράδεισο να έβρισκαν , κάποιο αποκούμπι ,αρκετά είχαν κουραστεί.
Ο Γιάννης ανέβαινε στο κατάρτι, πάνω σ΄ ένα σκαλί, που το τράβαγε ένας μηχανισμός από τα παρασκήνια προς τα πάνω, ανάμεσα σε σχοινιά που κρέμονταν από το κατάρτι.
Όταν έφτανε την Ειρήνη ,την κοιτούσε απλώνοντας τα χέρια του για να την λύσει και να την τραβήξει στην αγκαλιά του ,ενώ η Ειρήνη αφηνότανε πάνω του κοιτώντας τον στα μάτια και ψιθυρίζοντας του «σ΄ αγαπώ».
Ο Γιάννης τότε ζούσε το όνειρο του και όταν της μιλούσε για τον έρωτα του , δεν ήταν ο ηθοποιός που μιλούσε αλλά ο αληθινός Γιάννης, που ζούσε έστω στα ψέματα τον ερώτα του και την αποδοχή της αγαπημένης του και … ίσως αυτό να μετέδιδε στους θεατές, ίσως για αυτό να τον είχαν προσέξει όλοι και να έλεγαν, πως τέτοιος σπουδαίος ηθοποιός δεν υπάρχει .Ζούσε τον ρόλο του.
Ο Γιάννης ,ένοιωθε πως είχε την δύναμη την ικανότητα να τον θαυμάζει η Ειρήνη , να κάνει κάποιο κατόρθωμα για αυτήν, τέτοιο που να τον ερωτευτεί για πάντα , πως τίποτα δεν θα σκίαζε πια τον ερωτά τους ,πως κανένα σύννεφο, κανένα ψεγάδι δεν θα υπήρχε, κανένας εχθρός.
Ποτέ δεν θα μπορούσε πια να ξαναζήσει αυτό το όνειρο , αφού θα ήταν η τελευταία παράσταση .
Κάτι έπρεπε να κάνει, για να μην χαθεί μέσα από τα χεριά του το όνειρο , δεν ήθελε να ξαναγυρίσει στο άδειο του κρύο σπίτι , όπου με κόπο ,με τα χρήματα που είχε πάρει για τις παραστάσεις ,είχε καταφέρει να πληρώσει κάποια απ τα νοίκια που χρωστούσε και που μετά ίσως να μην μπορούσε να πληρώσει.
Έπρεπε να κάνει κάτι. Να παγώσει τον χρόνο σε εκείνη τη στιγμή, να ζούσε για πάντα το άπιαστο όνειρο του.
Μια σκέψη, άρχισε να ζωγραφίζεται στο μυαλό του , χαμογέλασε πικρά και είπε, ας γίνει έτσι ,ούτως η άλλως, δεν έχει άλλη ζωή ,δεν ξανά γυρίζω στη μιζέρια.
Από αύριο ο κλοιός σφίγγει και είμαι παγιδευμένος « σε παρακαλώ θε μου βοήθησε με να κάνω το σωστό» σκέφτηκε ο Γιάννης.
Η Ειρήνη πάλι και αυτή από την μεριά της (τουλάχιστον στην αρχή) δεν χρειαζόταν να υποκριθεί και πάρα πολύ ,πως ήταν ερωτευμένη ,πως λαχταρούσε να την σώσει ο Μαρκ όπως λεγόταν στο έργο ο Γιάννης, αφού στα μάτια του, αυτούς τους μήνες, που έπαιζαν στο
θέατρο μαζί, έβλεπε τα μάτια του Φίλιππου και ότι ήταν να πει στο ρόλο της γι΄ αυτόν ήταν ,σαν να τα έλεγε στον Φίλιππο , πως τάχατες δεν την είχε παρατήσει για άλλη μια φορά ,αλλά πως ήταν ερωτευμένος μαζί της και όταν την έπαιρνε στην αγκαλιά του ο Γιάννης, φανταζότανε ,πως την έπαιρνε ο Φίλιππος και ίσως για αυτό έπαιζε τόσο καλά το ρόλο της και αυτό η Ειρήνη το μετέδιδε στο κοινό, αυτό το πάθος και όλοι έλεγαν πόσο καλή ηθοποιός είναι και όταν ερχόταν η ώρα του φιλιού ,στο τέλος της παράστασης ,έκλεινε τα μάτια της και φανταζότανε πως την φιλούσε ο Φίλιππος ,όπως και ο Γιάννης ονειρευότανε πως η Ελεν ,όπως λεγόταν στο έργο η Ειρήνη ,δεν ήταν η Ελεν που φιλούσε ,αλλά η πραγματική Ειρήνη που τάχατες τον αγαπούσε.
Όμως ανεπαίσθητα μια αλλαγή γινότανε σιγά – σιγά στον συναισθηματικό κόσμο της Ειρήνης , όλο και πιο πολύ σκεφτότανε τον Γιάννη παρά τον Φίλιππο .
Ο Φίλιππος της φαινότανε όλο και πιο ξένος, πιο απόμακρος, πως ήταν μακριά από τον κόσμο της ,η φαντασίωση της ξεθώριαζε , όπως μια παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία ,όπου με δυσκολία θυμάται κανείς τους ανθρώπους που έχουν αποτυπωθεί πάνω της ,μια ανάμνηση που έχει αρχίσει να σβήνει.
Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, προσπαθούσε να διώξει από την σκέψη της τον Γιάννη, αλλά τόσες φορές που του είχε πει σ΄ αγαπώ, στην τελευταία πράξη του έργου, αυτήν την σκηνή δεν μπορούσε να διώξει από το μυαλό της και κάποια νύχτα ,έπιασε τον εαυτό της, να ονειρεύεται ,πως το τελευταίο φιλί, ότι ήταν μια αλήθεια ,που δεν μπορούσε να αγνοήσει.
Ένας πόλεμος γινότανε στη ψυχή της , σαν να μην ήθελε να παραδεχτεί πως ο Φίλιππος ήταν ένα ψέμα , μια αυταπάτη , μια χίμαιρα , ένας λάθος δρόμος .
Σκεφτότανε όλα αυτά τα χρόνια ,που ήξερε τον Γιάννη ,που απέρριπτε τον ερωτά του ,ίσως γιατί τον είχε δεδομένο, ενώ ο έρωτας της για τον Φίλιππο ,είχε παγιδευτεί στην προσπάθεια της, στο πείσμα της να τον κατακτήσει, να τον νικήσει , να τον κάνει δικό της .
Όταν στο τέλος της παράστασης έφευγε ο Γιάννης για να πάει σπίτι του ,ένοιωθε σα να είχε μαζί του το φιλί της Ειρήνης . Σαν να πήγαινε μαζί της στο σπίτι .
Ονειρευότανε πως το σπίτι του δεν ήτανε άδειο ,ούτε κρύο ,αλλά πως είχε την ζεστασιά και την θαλπωρή από την φροντίδα της Ειρήνης ,πως έτρωγαν μαζί , πως αγκαλιαζόντουσαν σαν ερχότανε η ώρα ,πως ήτανε ευτυχισμένοι μαζί στο σπίτι τους και όταν πήγαινε στην πραγματικότητα στο κρύο άδειο σπίτι του ,δεν το ένοιωθε τόσο κρύο πια ,ούτε τόσο άδειο ,στα χείλη του ,είχε ένα πολύτιμο φυλακτό ,την αίσθηση του αγγίγματος των χειλιών της Ειρήνης, που του είχαν μόλις ψιθυρίσει «σ΄ αγαπώ» και με αυτή την σκέψη, κοιμότανε ,ονειρευότανε, σαν να ήτανε αλήθεια πως είχε στην αγκαλιά του την Ειρήνη .
Η παράσταση ίσως για αυτό είχε επιτυχία γιατί ζούσαν οι πρωταγωνιστές της παράστασης τον ρόλο τους, μετέδιδαν στους θεατές τα συναισθήματα τους, νόμιζε το κοινό πως τα ζούσε ,ήταν αυτή η μοναδική στιγμή που έρωτας αποθεωνότανε και έβγαινε νικητής και έδινε στους ανθρώπους την δύναμη να λύσουν όλα τα προβλήματα τους.
Κάθισε ο Γιάννης μόνος του στο καμαρίνι και άρχισε να ξεβάφεται, όπως έκανε κάθε φορά που τελείωνε η παράσταση .
Το μόνο που σκεφτότανε τώρα ο Γιάννης ήταν ,πως αύριο θα ερχότανε το τέλος,
η τελευταία παράσταση ,η τελευταία φορά που θα αγκάλιαζε με πάθος την Ειρήνη ,που θα την φιλούσε έστω στα ψέματα, η τελευταία φορά που θα τον κοίταζε με λατρεία η Ειρήνη , που θα παραδινότανε στην αγκαλιά του ,χωρίς άλλη σκέψη.
«όχι δεν ξαναγυρνάω μόνος στο σπίτι , όχι δεν θα ξαναζήσω αυτήν την μιζέρια ,όχι δεν θα ξαναβγώ να παρακαλάω για έναν ρόλο , όχι δεν θα αφήσω να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια μου αυτή η στιγμή του έργου, που όλα δείχνουν, που όλα φαντάζουν ονειρικά.
Την στιγμή που η ευτυχία απλώνεται για να μας αγκαλιάσει ,που θα κρατάω στην αγκαλιά μου την Ειρήνη μου, που θα είμαστε πια ελεύθεροι να ζήσουμε την ζωή που ονειρευόμασταν πάντα, όχι ποτέ δεν θα ξαναγυρίσω πίσω, στην παλιά μου ζωή ,όλα θα τα
τελειώσω εγώ, όπως θέλω εγώ, την στιγμή που θέλω, την στιγμή που θα είμαστε ελεύθεροι να ταξιδέψουμε ,την ζωή να κατακτήσουμε ,την στιγμή που κάθε κακό θα έχει νικηθεί ,κάθε σύννεφο χαθεί , για πάντα με την Ειρήνη αγκαλιασμένοι, όχι δεν ξαναγυρίζω στην πραγματικότητα, γεύτηκα έστω και στα ψέματα την ευτυχία και δεν μπορώ να ζήσω πια χωρίς αυτήν.
Βγήκε έξω από το καμαρίνι ο Γιάννης κοίταξε τα σχοινιά που κρέμονταν στην σκηνή , κοίταξε το χώρο ,τον μελέτησε και άρχισε να σχεδιάζει ,να μετατρέπει την απελπισία σε όνειρο και το όνειρο σε δράμα.
Να υφαίνει μια φανταστική σκηνή ,μια αιώνια στιγμή και όταν έβγαινε τροπαιούχος, θριαμβευτής ο έρωτας ,τότε θα πάγωνε την στιγμή για πάντα , δεν θα υπήρχε συνέχεια ,δεν ήθελε να ξέρει την συνέχεια , δεν ήθελε να την δει ,απλά να παραμείνει εκεί, δεν έπρεπε η αυλαία να πέσει ποτέ για αυτόν .
Το τελευταίο φιλί
Εκείνη την νύχτα της τελευταίας παράστασης στο θέατρο του όρμου της Αφροδίτης τα σύννεφα που μάζευε από νωρίς ο ουρανός ξέσπασαν την οργή τους ,με μια καταιγίδα που έδειχνε την ορμή της, ραπίζοντας δυνατά τον όρμο με την βροχή της.
Οι κεραυνοί άστραφταν στον σκοτεινό ουρανό κάνοντας τον επιβλητικό σταυρό να ξεπροβάλει τραγικά μέσα στην νύχτα και το εκκλησάκι να προσπαθεί να κρυφτεί μέσα στην
αγκαλιά του όρμου φοβισμένο .Με ένα αχνό φως φωτισμένο, σαν να προσπαθούσε το εκκλησάκι να κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα στην θύελλα ,σαν να ήθελε να πει , σε όποιον τύχαινε να περάσει , πως … κάπου εκεί υπάρχει ένα απάγκιο, για τις ψυχές που θέλουν κάπου να σταθούν ,να ξαποστάσουν μέσα στην καταιγίδα.
Ό δρόμος ήταν άδειος κανείς δεν περπατούσε και τα μαγαζιά είχαν παραιτηθεί από κάθε ελπίδα να τα επισκεφτεί κάποιος πελάτης .
Μόνο στο θέατρο του όρμου της Αφροδίτης ακούγονταν φωνές και μουσική.
Ο κόσμος είχε μαζευτεί από νωρίς ,για να δει την τελευταία παράσταση ,κάποιοι μάλιστα φώναζαν οργισμένα, πως είχαν πουληθεί πιο πολλά εισιτήρια από τις θέσεις του θεάτρου και πως θα ήταν αναγκασμένοι, να παρακολουθήσουν την παράσταση όρθιοι , όμως στο τέλος φαίνεται πως συμβιβάστηκαν με την ιδέα και ο θόρυβος κόπασε.
Είχε έρθει η στιγμή της τελευταίας πράξης του έργου ,σηκώθηκε η αυλαία ,οι προβολείς φωταγώγησαν την σκηνή, δίνοντας της μια φαντασμαγορική όψη.
Ο Γιάννης αφού ξιφομάχησε με τον «κακό» πειρατή και τον νίκησε, ανέβηκε τα σχοινιά του καταρτιού.
Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο και στο λαιμό του ήταν περασμένο ένα κόκκινο φουλάρι , σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε την Ειρήνη που ήταν ντυμένη μ΄ ένα φόρεμα μπεζ με καφέ αποχρώσεις που της έφτανε μέχρι τους αστραγάλους και άνοιγε μπροστά στα πόδια της αφήνοντας να ξεχυθεί ένα δαντελένιο λευκό ύφασμα. Το κεφάλι της το στόλιζε ένα μακρύ πέπλο που έφτανε μέχρι τα πόδια της ,το πρόσωπο της άστραφτε από τα στρας , τα χείλη της στο άλικο χρώμα γυάλιζαν, τα μάτια της ακτινοβολούσαν από ελπίδα ,χαρά , πόθο, λύτρωση για την προσμονή που πήρε τέλος ,πως ήρθε η στιγμή που ο αγαπημένος της θα την ελευθερώσει και αυτός όταν ανέβηκε στο κατάρτι ,στάθηκε δίπλα της και της είπε.
«Θα έκανα τα πάντα για σένα Ειρήνη μου , για να σε ελευθερώσω» , έκανε – ίσως; - λάθος ,αντί να πει Ελεν ,όπως λεγόταν η Ειρήνη στο έργο ,την είπε με το όνομα της , κανείς δεν το πρόσεξε , εκτός από την Ειρήνη που του χαμογέλασε τρυφερά και δάγκωσε ελαφρά τα χείλη της κοιτάζοντάς τον .
«Ήρθε η στιγμή που ο έρωτας μας θα βγει νικητής ,εδώ πάνω στο πλοίο. Όλα τα βάσανα σου τελείωσαν τώρα, που θέλεις να πάμε και εγώ θα διατάξω το πλοίο να πάει ,σε θέλω ,ήρθε η ώρα τα δεσμά μας να λυθούν και να βρει ο ένας τον άλλον» και έλυσε από τα δεσμά της την Ειρήνη και την άρπαξε στην αγκαλιά του κοιτάζοντας την στα μάτια.
Από κάτω οι ναύτες του πλοίου χειροκροτούσαν τον νικητή έρωτα και τον χαμό των εχθρών του , λέγοντας ένα τραγούδι:
Ο έρωτας ήρθε
θριαμβευτής βγήκε
ο έρωτας πάντα νικάει
τον άνθρωπο δεν αφήνει
να λιποψυχάει
ο έρωτας ήρθε
δύο καρδιές βρήκε
δύο ψυχές
σμίλεψε
με μια υπόσχεση
σ΄ ένα φιλί
πως τίποτα
δεν θα χαθεί
ο έρωτας ήρθε
η ζωή τον θάνατο
νίκησε
και του χαμογελάει
και του τραγουδάει
πως όσο και να την κεντρίζει
πληγές να της αφήνει
πάντα με τον έρωτα
θα τον κερδίζει
πως ότι και να κάνει
πάντα τον θάνατο
θα νικάει.
Ο Γιάννης ήξερε πως κρατούσε την Ειρήνη στην αγκαλιά του για τελευταία φορά, πως θα την έχανε για πάντα αυτή την στιγμή, πως από εδώ και πέρα ,δεν θα την ξανά αγκάλιαζε σφικτά στα χέρια του.
Ένα δάκρυ γυάλισε στο μάγουλο του, κοίταξε την Ειρήνη , της χαμογέλασε με θλίψη , σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε το σχοινί που κρεμότανε από πάνω του και το πέρασε με μια
ανεπαίσθητη κίνηση στο λαιμό του ,κρύβοντας το, κάτω από το φουλάρι ,μετά ασφάλισε τον κρίκο του σχοινιού πίσω από τον λαιμό του και είπε στην Ειρήνη, που δεν μπορούσε να καταλάβει, να συνειδητοποιήσει, τι έκανε εκείνη τη στιγμή ο Γιάννης.
«σ΄ αγαπώ και ποτέ δεν θα χάσω την εικόνα σου από το μυαλό μου ,την αγκαλιά σου ,όπου και να πάω , πάντα θα σε προστατεύω , πάντα θα είμαι δίπλα σου ,μη σου συμβεί κακό».
Η Ειρήνη απόρησε ,δεν ήταν αυτά τα λόγια του έργου και εκείνη την στιγμή ,τα χείλη του Γιάννη άγγιξαν τα χείλη της, την φίλησε όχι ψεύτικα όπως τις άλλες φορές ,αλλά αληθινά με πάθος ,κλέβοντας ο Γιάννης από την Ειρήνη το νάμα του έρωτα ,που ποτέ δεν το έφτασε για να ξεδιψάσει και όταν την άφησε ,η Ειρήνη του ψέλλισε , το πιο αληθινό «σ΄ αγαπώ» που υπάρχει, όπως, άλλωστε ήταν να πει στο έργο ,μόνο που σήμερα το έλεγε αληθινά και τότε ο τεχνικός ,άρχισε να τους κατεβάζει…. μα …. κατέβαινε μόνο η Ειρήνη από το κατάρτι και τα χείλη του Γιάννη γλιστρούσαν μέσα από τα χείλη της Ειρήνης ανεπαίσθητα προς τα πάνω, ψιθυρίζοντας για άλλη μια φορά «σ΄ αγαπώ».
Ο Γιάννης κρεμότανε πάνω στην σκηνή , τα μάτια του θάμπωναν σιγά – σιγά και στο τέλος δεν έβλεπαν τίποτα ,παρά μόνο την μορφή της Ειρήνης, ένοιωθε τα χείλη της στο στόμα του και την ανάσα της να του ψιθυρίζει «σ΄ αγαπώ» ,το σ΄ αγαπώ που ποτέ δεν του είχε πει .
Κρατούσε στην φαντασία του την εικόνα της και ταξίδευε αγκαλιά μαζί της στον χαμό του, έτσι όπως το είχε φανταστεί.
Μην θλίβεστε για τον Γιάννη ,ευτυχισμένος πέθανε ,αγκαλιά με το όνειρο του, όπως ήθελε. Θα το κρατούσε για πάντα μέσα του εκεί που πήγαινε, αφού δεν κατάφερε να το κρατήσει όσο ζούσε.
Οι συντελεστές του έργου στην αρχή, δεν συνειδητοποίησαν τι έγινε και έτσι καθυστέρησαν να κάνουν οτιδήποτε για να σώσουν τον Γιάννη .
Μόνο η Ειρήνη άρχισε να συνειδητοποιεί την κίνηση που έκανε λίγο πρωτύτερα ο Γιάννης με το σχοινί.
Κοιτούσε αποσβολωμένη τον Γιάννη ,να αιωρείται στην σκηνή και μόλις κατέβηκε στο σανίδι της σκηνής, της ξέφυγε ένα «μη».
Τα δάκρυα κύλησαν στα μάτια της, σαν μικρά μαργαριτάρια που ποτέ δεν βρήκαν κάποιο περιδέραιο να σταθούν, χωρίς να λάμψουν ,χωρίς να τα χαρεί κανείς ,που δεν έμελλε ποτέ να γίνουν στολίδια κάποιας ευτυχίας.
Δεν είπε τίποτα άλλο ,κατέβασε το βλέμμα της ,δεν έβλεπε τίποτα, κοιτούσε το κενό.
Κάποιοι από τους θεατές άρχισαν να καταλαβαίνουν πως κάτι κακό γινόταν, κάποιο ατύχημα, μια τραγωδία και άρχισαν να φωνάζουν ,μα οι περισσότεροι ,άργησαν να αντιληφθούν ,τι συνέβαινε στη σκηνή.
Η Ειρήνη δε άκουγε τίποτα πια, πίσω περπάτησε για λίγο , σέρνοντας το αραχνούφαντο πέπλο που απλωνότανε πίσω από τα καστανά μαλλιά της που πάνω τους βασίλευε μια χρυσοκέντητη καρφίτσα, κοίταξε για μια τελευταία φορά τον Γιάννη και μονολόγησε «σ΄ αγαπούσα, απλά δεν το ήξερα».
Μετά γύρισε προς την μεριά των θεατών, κοίταξε με ένα χαμένο βλέμμα τα θεωρεία, τους θεατές που άλλοι ούρλιαζαν και άλλοι που δεν είχαν καταλάβει τι συνέβαινε χειροκροτούσαν και με αργά βήματα κατέβηκε από το σανίδι της σκηνής και άρχισε να περπατάει προς την έξοδο του θεάτρου .
Ένας θαυμαστής της, που δεν είχε καταλάβει ακόμη τι είχε συμβεί πάνω στην σκηνή ,της πρόσφερε ένα μπουκέτο με λευκά τριαντάφυλλα , η Ειρήνη το πήρε ασυναίσθητα στα χέρια της και βγήκε κρατώντας το, έξω από το θέατρο.
Οι σταγόνες της βροχής, κυλούσαν στο πρόσωπο της Ειρήνης ανάκατα με τα δάκρυα της ,καθώς κατέβαινε τα σκαλιά του όρμου της Αφροδίτης , ένας κεραυνός έλαμψε και άστραψε ,φωτίζοντας τον επιβλητικό λαμπρό σταυρό του όρμου της Αφροδίτης. Έμοιαζε σα
να φώναζε ,να ούρλιαζε απελπισμένα, πως κάποιος από τους ανθρώπους έπρεπε να είχε θυσιαστεί ,για να γλυτώσουν οι άνθρωποι από τα βάσανα τους.
Η Ειρήνη περπάτησε πάνω στα φαγωμένα από τον χρόνο αρχαία τείχη της Πειραϊκής και πήγε στον βράχο που συνήθιζε να κάθεται, έπεσε στα γόνατα κρατώντας στα χέρια της σφικτά την ανθοδέσμη ,κοιτάζοντας με θλίψη τον ουρανό ,την σκοτεινή μανιασμένη θάλασσα ,που όρθωνε απειλητικά τα κύματα της, σαν να είχε θυμώσει για κάποιο λόγο με τον όρμο που την φιλοξενούσε τόσους αιώνες τώρα η με την τραγωδία που είχε αφήσει να ξετυλιχτεί.
Γύρισε το πρόσωπο της η Ειρήνη κρατώντας την ανθοδέσμη ακόμη στα χέρια της σφικτά και άρχισε απελπισμένα να ψάχνει την πετονιά που είχε κρύψει κάτω από τον βράχο και όταν την βρήκε άρχισε να παραμιλάει ,να λέει: «που είναι ένα δόλωμα καλό; που είναι τα δολώματα να πιάσω μια ελπίδα, δεν μπορεί ; κάπου θα υπάρχει μια ελπίδα ,να την φυλάξω μέσα μου, κάποτε θα την βρω ,δεν μπορεί , θα δείτε όλοι σας ,που είναι μια ελπίδα; που;» .
Πίσω της αχνά φώτιζε ένα παράθυρο στο εκκλησάκι, ήταν το καντήλι που είχε ανάψει η Ειρήνη λίγο πριν πάει στο θέατρο ,πριν αρχίσει η παράσταση ,κάνοντας μια προσευχή ,μια παράκληση, να πάνε όλα καλά ,να την ευνοήσει η τύχη .
Η Ειρήνη αφού έχασε κάθε ελπίδα να βρει κάποιο καλό δόλωμα ,έριξε το αγκίστρι άδειο στην θάλασσα απειλώντας οργισμένα τα κύματα, που την έβρεχαν και πάγωναν το κορμί της, λες και αυτά έφταιγαν για κάποιον λόγο για όλα της τα βάσανα, μετά ανέβηκε στο εκκλησάκι άνοιξε την πόρτα ,πήρε το καντήλι που είχε ανάψει και κοιτάζοντας τα κύματα , έριξε το λάδι με τη φλόγα στη θάλασσα ,λες και ήθελε να κάνει κάποια αρχέγονη θυσία για να την ημερέψει.
Τότε ένα μεγάλο κύμα έμεινε μετέωρο αντίκρυ της σαν να είχε αμφιβολίες αν έπρεπε η όχι να την αγκαλιάσει .Η Ειρήνη το κοίταξε και το κάλεσε ,στην αγκαλιά του να την πάρει ,να την καθησυχάσει ,να βρει μια λύτρωση.
«έλα πάρε με» είπε η Ειρήνη και το κύμα την αγκάλιασε παίρνοντας την μαζί του για να την παρηγορήσει ,να την ασφαλίσει στην αγκαλιά του, να ηρεμήσει ,να ξεχάσει, πως τάχατες όλα αυτά που έγιναν ήταν ψέματα, ένα κακό όνειρο ,που θα το καταλάβει όταν ξυπνήσει .
Την άλλη ημέρα όταν ο ήλιος έλαμψε πάνω από την Πειραϊκή , όπως γίνεται πάντα μετά την καταιγίδα ,το μόνο που είχε μείνει στο βράχο που βρίσκεται εκεί στα δεξιά του όρμου της Αφροδίτης ,εκεί κάτω από το εκκλησάκι , στην σκιά του σταυρού ,ήταν μια πετονιά πιασμένη σ΄ έναν βράχο , ένα άδειο καντήλι και σε μια σχισμή του βράχου ένα μπουκέτο λουλούδια που είχαν χάσει τα πέταλα τους .
Το θέατρο έκλεισε ούτως η άλλως μετά από αυτό το γεγονός ,και ποτέ δεν ξανά ανέβηκε καμιά παράσταση , ούτε το νοίκιασε άλλος .
Το σπίτι ερημώθηκε και μετά από λίγο καιρό κατέρρευσε ,ακόμη υπάρχουν τα ερείπια του. Τίποτα δεν απέμεινε από τον τόπο που εκτυλίχτηκε η ιστορία μας ,παρά μόνο ο όρμος της Αφροδίτης ,το εκκλησάκι ,ένα καντήλι να περιμένει κάποιος άλλος να το ανάψει, ένας σταυρός.
Μόνο που κάπου – κάπου, από καιρό σε καιρό, ακούγονταν ,διάφορες φήμες ,πως τάχατες, -λέει- κάποιοι είχαν ακούσει , όταν η καταιγίδα ξέσπαγε στον όρμο της Αφροδίτης, ψίθυρους να πλέκονται ανάκατα με το βουητό του ανέμου ,γύρω από το εκκλησάκι ,κάτω από τον Σταυρό ,πάνω από το κύμα
«σ΄ αγαπούσα … το ήξερες …. δεν με ήθελες … εγώ όμως έκλεψα το φιλί σου και το πήρα για πάντα μαζί μου ,το όνειρο σου έχω πάντα μοναδική μου συντροφιά»
και μια γυναικεία φωνή να ψιθυρίζει στον αχό των κυμάτων:
«σ΄ αγαπούσα δεν το ήξερα όμως ,θα με συγχωρέσεις; στο είπα τότε ,στο τελευταίο φιλί, αλλά δεν με άκουσες και από τότε που στάθηκα σ εκείνο τον βράχο απέναντι στα κύματα ,
συνέχεια στο φωνάζω σ΄ αγαπώ ,ησύχασε σ΄ αγαπώ …όλα τελείωσαν τώρα….»
Μ.Γ. …
Μιχάλης Γεωργούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου